Iσχύς του δικαιώµατος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις ιδιωτικές σχέσεις Ζήσης Κωνσταντίνου Χατζηµπύρρος, 25-1-2004 Περιεχόµενα Ι. Το δικαίωµα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι ως συνταγµατικό δικαίωµα ΙΙ. Εφαρµογή του σε ιδιωτικές σχέσεις; ΙΙΙ. Η απόφαση ΣτΕ 1273/1993 1. Τα πραγµατικά περιστατικά 2. Το νοµικό πρόβληµα 3. Η κρίση του δικαστηρίου IV. Επίλογος Ι. Το δικαίωµα του εκλέγειν ως συνταγµατικό δικαίωµα Το δικαίωµα του εκλέγειν παρέχεται σε κάθε Έλληνα πολίτη που έχει την ικανότητα για αυτό (άρθρο 51 3 του Συντάγµατος) και αποτελεί κορυφαία εκδήλωση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας του άρθρου 1 2 Σ. Με τις εκλογές αναδεικνύονται οι Βουλευτές και κατ επέκταση η Κυβέρνηση, καθώς και οι αρχές των Οργανισµών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (102 2 Σ). Το δικαίωµα του εκλέγειν αποτελεί παράλληλα και υποχρέωση για κάθε πολίτη να συµµετέχει µε την ψήφο του στις εκλογές µε βάση το άρθρο 51 5, το οποίο, όµως, έχει πλέον συµβολική αξία, καθώς δεν προβλέπονται κυρώσεις για αυτόν που αρνείται να ψηφίσει. Κατά κύριο λόγο, ωστόσο, αποτελεί ένα από τα πιο σηµαντικά συνταγµατικά δικαιώµατα, αφού ο λαός λειτουργεί ως το υπέρτατο κρατικό όργανο και καθορίζει, µε την ψήφο του κάθε πολίτη, ποιος θα ασκεί τις βασικές κρατικές λειτουργίες, τη νοµοθετική και την εκτελεστική. Με αυτόν τον τρόπο κάθε πολίτης της Χώρας µπορεί να διασφαλίσει το δικαίωµά του να ψηφίσει έναντι οποιουδήποτε προσπαθεί να του το στερήσει παράνοµα και άδικα. Επίσης, έχει την έννοια ότι κανείς δεν επιτρέπεται να επηρεάσει τη βούληση καθενός σχετικά µε το τι θα ψηφίσει, διαφορετικά καταργείται στην ουσία το δηµοκρατικό πολίτευµα. Στο ίδιο άρθρο επίσης κατοχυρώνεται και το δικαίωµα του εκλέγεσθαι (51 3). Καθένας έχει το δικαίωµα να θέτει υποψηφιότητα σε εκλογές (βουλευτικές- δηµοτικές- κοινοτικέςνοµαρχιακές) µε οποιονδήποτε συνδυασµό αυτός επιθυµεί (πολιτική ελευθερία-άρθρο 29 Σ) ή ως ανεξάρτητος υποψήφιος, µε βάση φυσικά τις προϋποθέσεις του συντάγµατος (όριο ηλικίας, µη στέρηση των πολιτικών δικαιωµάτων λόγω καταδικαστικής απόφασης, ψυχικά υγεία κ.λ.π.) και των σύµφωνων προς το σύνταγµα νόµων. Στο περιεχόµενο του δικαιώµατος αυτού
περιλαµβάνεται και η αξίωση προς το Κράτος αλλά και τους ιδιώτες να απέχουν από κάθε ενέργεια που θα εµποδίσει την άσκηση αυτού του δικαιώµατος ή και την πραγµατοποίησή του (πραγµατική εκλογή) µε δόλια µέσα. Παραδείγµατος χάριν, είναι θεµιτό να µην επιτραπεί σε κάποιον να θέσει υποψηφιότητα επειδή δεν καλύπτει τις προϋποθέσεις του νόµου ή όποιος έχει έννοµο συµφέρον να ακυρώσει την εκλογή κάποιου ύστερα από ένσταση που θα απευθύνει στο αρµόδιο δικαστήριο, κατόπιν των εκλογών, λόγω µη τήρησης της εκλογικής νοµοθεσίας. είναι όµως ανεπίτρεπτο κάποιος να πετυχαίνει να κερδίσει (π.χ. δια νόθευσης) τις απαραίτητες ψήφους και να εκλεγεί σε βάρος άλλων συνυποψήφιων. ΙΙ. Εφαρµογή του στις ιδιωτικές σχέσεις Όπως κάθε άλλο δικαίωµα, έτσι και αυτό του εκλέγειν και εκλέγεσθαι εφαρµόζεται και στις ιδιωτικές σχέσεις, δηλαδή οι παραπάνω αξιώσεις αντιτάσσονται και έναντι ιδιωτών και όχι µόνο των κρατικών οργάνων. Αυτό προκύπτει από το άρθρο 25 1γ του συντάγµατος, το οποίο ορίζει ότι τα συνταγµατικά δικαιώµατα «ισχύουν και στις σχέσεις µεταξύ ιδιωτών». Η διάταξη αυτή ισχύει για όλα τα συνταγµατικά δικαιώµατα, και τα πολιτικά, και όχι µόνο για αυτά που προβλέπονται στα άρθρα 4 έως 24, στο κεφάλαιο για τα «Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα». Βέβαια, η παραπάνω διάταξη τέθηκε στο ισχύον σύνταγµά µας µετά την αναθεώρηση του 2001. αλλά και πριν από αυτή, οι αξιώσεις που προκύπτουν από τα παραπάνω δικαιώµατα, εφαρµόζονταν στις ιδιωτικές σχέσεις, µε βάση την ξεπερασµένη πια- θεωρία της τριτενέργειας των συνταγµατικών δικαιωµάτων. Αυτή η άποψη αποτυπώνεται ρητά στην απόφαση 1273/1993 του Συµβουλίου της Επικράτειας, η οποία αναλύεται παρακάτω. ΙΙΙ. Η απόφαση ΣτΕ 1273/1993 1. Τα πραγµατικά περιστατικά Ο αναιρεσείων, υποψήφιος δήµαρχος Νέας Σµύρνης, στις (επαναληπτικές) δηµοτικές εκλογές της 21.10.1990, βγήκε πρώτος επιλαχών, χάνοντας της εκλογή για µερικές δεκάδες ψήφους. Κατόπιν τούτου, άσκησε ενστάσεις κατά του κύρους των εκλογών αυτών. Στις ενστάσεις του επικαλέστηκε πληµµέλειες κατά τις προπαρασκευαστικές των εκλογών ενέργειες,
και συγκεκριµένα ότι στους εκλογικούς καταλόγους του ήµου Νέας Σµύρνης µετεγγράφηκαν παράνοµα 58 δηµότες άλλου δήµου, µε πολιτικά φρονήµατα σύµφωνα µε του εκλεγέντος δηµάρχου, ενώ µετεγγράφηκαν σε άλλο δήµο 170 εκλογείς, που υπάγονταν στην εκλογικά περιφέρεια του ήµου Νέας Σµύρνης, οι οποίοι ήταν υποστηρικτές του αναιρεσείοντος. Και για αυτό το λόγο το εκλογικό αποτέλεσµα πρέπει να θεωρηθεί άκυρο. Ο αναιρεσείων προσέφυγε στο διοικητικό πρωτοδικείο, µε βάση το άρθρο 1 2 περ. ζ του ν. 1406/1983, µε βάση το οποίο «υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρµογή της νοµοθεσίας που αφορά το κύρος των δηµοτικών και κοινοτικών εκλογών». Το διοικητικό πρωτοδικείο όµως απέρριψε τις ενστάσεις, επειδή, ερµηνεύοντας εσφαλµένα την παραπάνω διάταξη, έκρινε ότι ( ΠρΠειρ 35/1990) δεν έχει δικαιοδοσία για ενστάσεις που αφορούν το κύρος των εκλογών για λόγους που ανάγονται πριν από αυτές, αλλά µετά τη διεξαγωγή τους. Μετά από αυτό, ο αναιρεσείων άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, αλλά το ιοικητικό Εφετείο (ΕφΠειρ 1893/1990) υιοθέτησε την ίδια λανθασµένη άποψη και απέρριψε την έφεση. Έτσι, ο αναιρεσείων προσέφυγε µε αναίρεση στο Συµβούλιο της Επικράτειας. 2. Το νοµικό πρόβληµα Στην παραπάνω περίπτωση, ο αναιρεσίβλητος υποψήφιος δήµαρχος, µε δόλια µέσα στέρησε την εκλογή του αναιρεσείοντος-συνυποψήφιού του, ή άλλως συνέβαλε αποφασιστικά στο να µην εκλεγεί παραβιάζοντας έτσι το δικαίωµα του εκλέγεσθαι του τελευταίου. Οι νοµοθετικές διατάξεις, οι οποίες επικαλούνται από τον αναιρεσείοντα και αναφέρονται στη µείζονα σκέψη της απόφασης, σκοπό έχουν την προστασία του δικαιώµατος του εκλέγεσθαι αλλά και του εκλέγειν (µε το περιεχόµενο της ελεύθερης εκλογικής βούλησης), µε την πρόβλεψη της ορθής και νόµιµης κατάρτισης του εκλογικού καταλόγου. Προφανώς, οι εκλογείς στην προκείµενη περίπτωση που (παράνοµα) µετεγγράφηκαν σε άλλες εκλογικές περιφέρειες, όταν κλήθηκαν να ψηφίσουν, είχαν ήδη επηρεασµένη την εκλογική τους βούληση. Εποµένως η παραπάνω έκνοµη ενέργεια παραβίασε και το δικαίωµα του εκλέγειν όλων των εκλογέων που παράνοµα µετεγγράφηκαν σε άλλες εκλογικές περιφέρειες από εκείνες όπου θα έπρεπε κανονικά να ψηφίσουν. Στην απόφαση πάντως, αυτή η τελευταία παρατήρηση γίνεται άµεσα αντιληπτή, ενώ δεν εµφαίνεται µε τρόπο άµεσο το ζήτηµα της παραβίασης του δικαιώµατος του εκλέγεσθαι του αναιρεσείοντος.
3. Η κρίση του ικαστηρίου Το Ανώτατο ιοικητικό ικαστήριο έκρινε ότι οι ενστάσεις κατά του κύρους των δηµοτικών και κοινοτικών εκλογών εκδικάζονται από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, τα οποία πρέπει να επεκτείνουν τον έλεγχό τους και στις προπαρασκευαστικές των εκλογών ενέργειες, όπως εδώ, της κατάρτισης του εκλογικού καταλόγου, η οποία πρέπει να γίνεται µε τέτοιο τρόπο που να είναι σύµφωνος µε το άρθρο 52 του Συντάγµατος. Πιο συγκεκριµένα, η απόφαση του ΣτΕ αναλύει την προβλεπόµενη νοµοθετικά διαδικασία κατάρτισης του εκλογικού καταλόγου (µε τη συµµετοχή της αµερόληπτης δικαστικής εξουσίας) ούτως ώστε να µην καταστρατηγείται το άρθρο 52. Περαιτέρω, αναφέρει ότι ο παραπάνω τρόπος που καταρτίστηκε ο εκλογικός κατάλογος του ήµου Νέας Σµύρνης σκοπό είχε προφανώς να νοθεύσει το εκλογικό αποτέλεσµα και να επηρεάσει την εκλογική βούληση των εκλογέων που µετεγγράφηκαν µε παράνοµη µεταδηµότευση. Σε αυτό το σηµείο η απόφαση κάνει λόγο για το ζήτηµα που εξετάζουµε εδώ, ότι στα πλαίσια της ελεύθερης διαµόρφωσης και εκδήλωσης της βούλησης του εκλογικού σώµατος επιβάλλεται κάθε εκλογέας να αποφασίζει µόνος του τι θα ψηφίσει, χωρίς να εξαναγκάζεται από παράγοντες έξω από τη συνείδησή του, όπως κρατικοί λειτουργοί αλλά και τρίτα πρόσωπα, από τα οποία ενδεχοµένως εξαρτάται. Εξάλλου, για την πραγµάτωση της συνταγµατικής αυτής επιταγής, ο κοινός νοµοθέτης αφενός θέσπισε ποινικές κυρώσεις, τόσο στον Ποινικό Κώδικα (άρθρα 161 και επόµενα), όσο και στο Κεφάλαιο Γ π.δ/τος 265/1989 (ΦΕΚ 126), µε τον τίτλο "Ειδικές Ποινικές ιατάξεις", και αφετέρου καθιέρωσε αυστηρή τυπική διαδικασία για τη διενέργεια των εκλογών και την εξαγωγή του εκλογικού αποτελέσµατος. Ειδικότερα, ο νοµοθέτης απέβλεψε στην καθιέρωση διαδικασίας κατάρτισης των εκλογικών καταλόγων, για τη συµµετοχή των εκλογέων στην ψηφοφορία, κατά τρόπο διαφανή και φερέγγυο, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής βούλησης. Στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας, προϋπόθεση για τη συµµετοχή των εκλογέων στην ψηφοφορία είναι η εγγραφή τους στους γενικούς εκλογικούς καταλόγους των ήµων ή των κοινοτήτων όπου ασκούν το εκλογικό τους δικαίωµα. Κατά συνέπεια, το Συµβούλιο της Επικράτειας εξαφάνισε την αναιρεσιβαλλόµενη απόφαση του ιοικητικού Εφετείου Πειραιώς, στο οποίο και παρέπεµψε την υπόθεση για περαιτέρω έλεγχο της ουσίας της.
IV. Επίλογος Η παραπάνω απόφαση του Συµβουλίου της Επικράτειας, παρότι εκδόθηκε το 1993, πολύ πριν την εισαγωγή στο σύνταγµά µας της διάταξης 25 1γ, αναγνώρισε και επικύρωσε τη θεωρία της βασικής ισχύος των συνταγµατικών δικαιωµάτων στις ιδιωτικές σχέσεις. Και αναγνώρισε αυτήν την εφαρµογή σε όλα τα δικαιώµατα που προβλέπονται στο σύνταγµα, όπως αυτό του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, που είναι πολιτικό δικαίωµα, και όχι µόνο στα ατοµικά και κοινωνικά.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ Το δικαίωµα του εκλέγειν παρέχεται σε κάθε Έλληνα πολίτη που έχει την ικανότητα για αυτό (άρθρο 51 3 του Συντάγµατος) και αποτελεί κορυφαία εκδήλωση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας του άρθρου 1 2 Σ. Στο περιεχόµενο του δικαιώµατος αυτού περιλαµβάνεται η αξίωση προς το Κράτος να απέχει από κάθε ενέργεια που θα εµποδίσει την άσκηση αυτού του δικαιώµατος ή και την πραγµατοποίησή του (πραγµατική εκλογή) µε δόλια µέσα, καθώς και η αξίωση για ανόθευτη εκλογική βούληση. Όπως κάθε άλλο δικαίωµα, έτσι και αυτό του εκλέγειν και εκλέγεσθαι εφαρµόζεται και στις ιδιωτικές σχέσεις, δηλαδή οι παραπάνω αξιώσεις αντιτάσσονται και έναντι ιδιωτών και όχι µόνο των κρατικών οργάνων. Αυτό προκύπτει από το άρθρο 25 1γ του συντάγµατος, το οποίο ορίζει ότι τα συνταγµατικά δικαιώµατα «ισχύουν και στις σχέσεις µεταξύ ιδιωτών». Η διάταξη αυτή ισχύει για όλα τα συνταγµατικά δικαιώµατα, και τα πολιτικά, και όχι µόνο για αυτά που προβλέπονται στα άρθρα 4 έως 24, στο κεφάλαιο για τα «Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα». Αυτή η άποψη αποτυπώνεται ρητά στην απόφαση 1273/1993 του Συµβουλίου της Επικράτειας. Η απόφαση αναφέρει ότι στα πλαίσια της ελεύθερης διαµόρφωσης και εκδήλωσης της βούλησης του εκλογικού σώµατος επιβάλλεται κάθε εκλογέας να αποφασίζει µόνος του τι θα ψηφίσει, χωρίς να εξαναγκάζεται από παράγοντες έξω από τη συνείδησή του, όπως κρατικοί λειτουργοί αλλά και τρίτα πρόσωπα, από τα οποία ενδεχοµένως εξαρτάται. ηλαδή επικύρωσε ότι τα συνταγµατικά δικαιώµατα (ατοµικά, κοινωνικά, πολιτικά) εφαρµόζονται και στις ιδιωτικές σχέσεις. SUMMARY The right of voting is provided to each Greek citizen who has the faculty for this (article 51 3 of Constitution) and constitutes a leading event of the principle of popular sovereignty of article 1 2 of the constitution. In the content of this right it is included the claim to the State to abstain from each energy that will prevent the exercise of this right or even his realisation (real election) with wretched means, as well as the claim for unadulterated electoral will. As each other right, the one of voting and being elected is thus applied also in the private relations, that is to say the claims above are also opposed against private individuals and not only the government owned bodies. This results from the section 25 1g of the constitution, which fixes that the constitutional rights "are also in effect in the relations between private individuals ".
This provision is in effect for the entire constitutional rights, political too, and not only for those secured in sections 4 to 24, in the chapter for the "Individual and Social Rights". This opinion is expressed in the decision No 1273/1993 of the Conseil d État. The decision mentions that in the frames of free configuration and event of the volition of the electoral body it is imposed each elector decide alone him what he will vote, without being forced by factors outside by his conscience, as government owned functionals and other persons as well, on whom potentially he depends. That is to say it ratified that the constitutional rights (individual, social, political) are also applied in the private relations.