ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΕΝΙΑΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑ Α ΕΞΑΜΗΝΟΥ Η ΑΝΑΒΑΛΛΟΜΕΝΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 27Α ΚΦΕ Αλεξανδράκη Μαρία Α.Μ:7340011216002 Αθήνα 2017
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ 1 ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ.. 2 I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ. 3 II. ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ.. 3 III. ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΑΙ ΑΦΕΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ 1. Το ΔΛΠ 12.. 4 2. Ο Ν. 4308/2014. 6 3. Το άρθρο 27 ΚΦΕ. 8 IV. ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΜΕΤΑΤΡΟΠΗΣ 1. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΤΑΞΗΣ. 9 2. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΜΕΤΑΤΡΟΠΗΣ. 10 3. ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΜΕΤΑΤΡΟΠΗΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΕΞΑΓΟΡΑΣ ΤΟΥΣ.. 12 4. ΡΗΤΡΑ ΑΝΤΙΚΑΤΑΧΡΗΣΗΣ 13 5. ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ. 14 V. ΚΙΝΔΥΝΟΙ 1. ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ ΕΚΔΟΣΗ Π.Υ.Σ.. 15 2. ΣΥΝΔΕΣΗ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ. 16 VI. ΕΠΙΛΟΓΟΣ. 19 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ... 20 1
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ Βλ. ΔΛΠ ΔΦΝ ΚΦΕ Βλέπε Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο Δελτίο Φορολογικής Νομοθεσίας Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος Ν. Νόμος παρ. περ. Π.Υ.Σ. ΣΛΕΕ Παράγραφος Περίπτωση Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης τ. Τεύχος Υπ αριθ. ΦΕΚ Υπ αριθμόν Φύλλο Εφημερίδας της Κυβερνήσεως 2
I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ο θεσμός της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης, όπως ρητά προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 27Α του Ν. 4172/2013 (στο εξής ΚΦΕ), συνιστά μια λογιστική πρακτική, διεθνώς διαδεδομένη 1, η οποία εισήχθη στην Ελληνική έννομη τάξη με το άρθρο 23 του Ν. 4302/2014 (ΦΕΚ τ. Α 225/08.10.2014), ως προσθήκη στον ΚΦΕ, τροποποιήθηκε με το άρθρο πέμπτο του Ν. 4303/2014 (ΦΕΚ τ. Α 231/17.10.2014) και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του Ν. 4340/2015 (ΦΕΚ τ. Α 134/01.11.2015) λαμβάνοντας τη σημερινή του μορφή. Η μετατροπή αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων, επί προσωρινών διαφορών, σε οριστικές και εκκαθαρισμένες απαιτήσεις έναντι του Ελληνικού Δημοσίου ρυθμίζεται από την προαναφερόμενη ειδική διάταξη 2, κατά παρέκκλιση των γενικών διατάξεων του άρθρου 27 ΚΦΕ και η υπαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στον εν λόγω μηχανισμό είναι προαιρετική 3. II. ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ Στο μηχανισμό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης, σύμφωνα με την περ. α της παρ. 2 του άρθρου 27Α ΚΦΕ 4, είναι δυνατόν να υπαχθούν τα εποπτευόμενα από την Τράπεζα της Ελλάδος νομικά πρόσωπα των παρ. 5,6 και 7 του άρθρου 26 ΚΦΕ, δηλαδή, οι Τράπεζες, οι Εταιρείες Χρηματοδοτικής Μίσθωσης (Leasing) και οι Εταιρείες Πρακτορείας Επιχειρηματικών Απαιτήσεων (Factoring) 5. Με την αντικατάσταση του άρθρου 27Α ΚΦΕ από το άρθρο 4 του Ν. 4340/2015 επεκτάθηκε το πεδίο εφαρμογής της διάταξης και σε αυτήν υπάγονται πλέον και οι Συνεταιριστικές Τράπεζες. Οι Εταιρείες Χρηματοδοτικής Μίσθωσης (Leasing) και οι Εταιρείες Πρακτορείας Επιχειρηματικών Απαιτήσεων (Factoring) δρουν ως θυγατρικές των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Με την αναγνώριση αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων στα εποπτικά τους κεφάλαια προστατεύεται η μητρική 1 Βλ. ΔΛΠ 12 2 Γεγονός που γίνεται αντιληπτό από το εδάφιο πρώτο της παρ. 8 του άρθρου 27Α ΚΦΕ, σύμφωνα με το οποίο «Από τη θέση σε ισχύ του παρόντος άρθρου, και για όσα νομικά πρόσωπα αποφασίσουν την ένταξή τους στις διατάξεις του παρόντος άρθρου, δεν εφαρμόζεται ως προς τις σε αυτό αναφερόμενες φορολογικές απαιτήσεις οποιαδήποτε άλλη διάταξη νόμου, η οποία τυχόν θέτει διαφορετικές προϋποθέσεις, αιρέσεις ή προθεσμίες στην επιστροφή από το Δημόσιο φόρου εισοδήματος.» 3 Σύμφωνα με το άρθρο 27Α παρ. 1 εδάφιο πρώτο ΚΦΕ «Οι διατάξεις των παραγράφων 2 έως 11 του παρόντος άρθρου αφορούν στην προαιρετική μετατροπή αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων, επί προσωρινών διαφορών, σε οριστικές και εκκαθαρισμένες απαιτήσεις έναντι του Ελληνικού Δημοσίου.» 4 «2. Ο φόρος εισοδήματος, ο οποίος αναλογεί σε προσωρινές διαφορές, που αφορούν: α) στο υπολειπόμενο (αναπόσβεστο) ποσό της χρεωστικής διαφοράς της παραγράφου 2 του άρθρου 27, που έχει προκύψει σε βάρος των εποπτευόμενων από την Τράπεζα της Ελλάδος νομικών προσώπων των παραγράφων 5, 6 και 7 του άρθρου 26 και β).» 5 Με τις διατάξεις των παρ. 5,6 και 7 του άρθρου 26 ΚΦΕ αναγνωρίζεται υπέρ των εποπτευόμενων από την Τράπεζα της Ελλάδος νομικών προσώπων η δυνατότητα έκπτωσης προβλέψεων επισφαλών απαιτήσεων. 3
Τράπεζα, η οποία με τον τρόπο αυτό αποφεύγει τυχόν επιβάρυνση που θα υφίστατο για ανακεφαλαιοδότησή τους σε περίπτωση δημιουργίας κεφαλαιοδοτικών αναγκών. 6 Η προσμέτρηση στα βασικά ίδια κεφάλαια των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων αναγνωρισμένων αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (με άμεση συνέπεια την ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειάς τους) αποτελεί τον επιδιωκόμενο σκοπό των διατάξεων του άρθρου 27Α ΚΦΕ και το λόγο που οι περισσότερες Τράπεζες έσπευσαν να υπαχθούν στο μηχανισμό αυτό, παρά τον προαιρετικό χαρακτήρα του. III. ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΑΙ ΑΦΕΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ 1. Το ΔΛΠ 12 Η έννοια της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (και η συνακόλουθη υποχρέωση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων να καταγράφουν τις εν λόγω απαιτήσεις στις χρηματοοικονομικές τους καταστάσεις) προέκυψε από την εφαρμογή του ΔΛΠ 12 για το «φόρο εισοδήματος» 7, το οποίο αφορά τη λογιστική αντιμετώπιση των φόρων εισοδήματος και περιέχει κανόνες για τη λογιστική αντιμετώπιση της τρέχουσας φορολογικής επιβάρυνσης των αποτελεσμάτων της επιχείρησης και για το λογιστικό χειρισμό των αυξομειώσεων στην πραγματική αξία των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού που προκαλούνται από τις διαφορές μεταξύ των ΔΛΠ και της φορολογικής νομοθεσίας (μέθοδος «αναβαλλόμενης φορολογίας») 8. Σύμφωνα με τους κανόνες αυτούς: α. «Το αρχικό ΔΛΠ 12 απαιτούσε από την επιχείρηση να λογιστικοποιεί τον αναβαλλόμενο φόρο χρησιμοποιώντας τη μέθοδο αναβολής ή μία μέθοδο υποχρέωσης η οποία είναι μερικές φορές γνωστή ως μέθοδος υποχρέωσης της Κατάστασης λογαριασμού αποτελεσμάτων. Το ΔΛΠ 12 (αναθεωρημένο) απαγορεύει τη μέθοδο αναβολής και απαιτεί μία άλλη μέθοδο υποχρέωσης, η οποία είναι μερικές φορές γνωστή ως μέθοδος υπολογισμού με βάση τον ισολογισμό. Η μέθοδος υποχρέωσης της κατάστασης λογαριασμού αποτελεσμάτων εστιάζεται στις χρονικές διαφορές, ενώ η μέθοδος υπολογισμού με βάση τον ισολογισμό εστιάζεται στις προσωρινές διαφορές. Χρονικές διαφορές είναι οι 6 Β. ΑΘΑΝΑΣΑΚΗ και Γ. ΚΟΥΚΟΥΤΣΗΣ, «Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος, Ν. 4172/2013, Ενημέρωση έως και τον Ν. 4321/2015», 2015, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 99. 7 Υπ αριθ. 1725/2003 Κανονισμός της Επιτροπής, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, «για την υιοθέτηση ορισμένων διεθνών λογιστικών προτύπων σύμφωνα με τον υπ αριθ. 1606/2002 Κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου», ΕΕ L 261 της 13.10.2003. 8 Γ. ΜΑΤΣΟΣ, «Το Δίκαιο της Ανώνυμης Εταιρείας», Επιμέλεια Ε. ΠΕΡΑΚΗΣ, Νομική Βιβλιοθήκη, Γ Έκδοση 2010, Τόμος 2, Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα (Δ.Λ.Π.) Εισαγωγικές Παρατηρήσεις στα άρθρα 134 έως 143, σελ. 2493 επ. 4
διαφορές μεταξύ φορολογητέου εισοδήματος και λογιστικού αποτελέσματος, που δημιουργούνται σε μία περίοδο και αναστρέφονται σε μία ή περισσότερες επόμενες περιόδους. Προσωρινές διαφορές είναι οι διαφορές μεταξύ της φορολογικής βάσης περιουσιακού στοιχείου ή υποχρέωσης και της λογιστικής αξίας του στον ισολογισμό. Η φορολογική βάση περιουσιακού στοιχείου ή υποχρέωσης είναι το ποσό που αποδίδεται σε αυτό το περιουσιακό στοιχείο ή υποχρέωση για φορολογικούς σκοπούς. Όλες οι χρονικές διαφορές είναι προσωρινές διαφορές... Περαιτέρω, υπάρχουν μερικές προσωρινές διαφορές που δεν είναι χρονικές.», β. «Το ΔΛΠ 12 ( (κάτω από ορισμένες συνθήκες) αναθεωρημένο) απαιτεί από την επιχείρηση να καταχωρεί μία αναβαλλόμενη φορολογική υποχρέωση ή φορολογική απαίτηση, για όλες τις προσωρινές διαφορές, με ορισμένες εξαιρέσεις.», γ. «Το ΔΛΠ 12 (αναθεωρημένο) απαιτεί την καταχώρηση των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων, όταν αναμένεται ότι θα υπάρχουν φορολογητέα κέρδη από τα οποία θα καταστεί δυνατή η αξιοποίηση της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης. Όταν μία επιχείρηση έχει παρελθόν φορολογικών ζημιών, η επιχείρηση αυτή καταχωρεί μία αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση μόνο κατά την έκταση που η επιχείρηση έχει επαρκείς φορολογητέες προσωρινές διαφορές ή υπάρχει άλλη πειστική ένδειξη ότι θα είναι διαθέσιμο επαρκές φορολογητέο κέρδος.». Και δ. «Το ΔΛΠ 12 (αναθεωρημένο) ορίζει ότι η αποτίμηση των αναβαλλόμενων φορολογικών υποχρεώσεων και αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων πρέπει να βασίζεται στις φορολογικές επιπτώσεις ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο η επιχείρηση αναμένει να ανακτήσει ή να διακανονίσει τη λογιστική αξία των περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων της.». Με την εφαρμογή του ΔΛΠ 12 για το «φόρο εισοδήματος» υιοθετήθηκε η μέθοδος, βάσει της οποίας, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα σε περίπτωση που, κατά την κατάρτιση των χρηματοοικονομικών τους καταστάσεων 9, καταγράψουν ζημίες που αναγνωρίζονται από τη Φορολογική Αρχή (Ζημίες εις νέον) είναι δυνατή, για κάθε μεταφορά εις νέον φορολογικών ζημιών, η αναγνώριση αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης, εφόσον είναι τεκμηριωμένο ότι στο μέλλον θα προκύψουν κέρδη, τα οποία μπορούν να συμψηφιστούν με αχρησιμοποίητες φορολογικές ζημίες 10. 9 Υποχρέωση που αναγνωρίζεται από τον υπ αριθ. 1606/2002 Κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, «για την εφαρμογή Διεθνών Λογιστικών Προτύπων», ΕΕ L 243 της 11.09.2002. 10 Ν. ΜΠΑΡΜΠΑΣ, «Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος (Ν. 4172/2013), Κατ Άρθρο Ερμηνεία», 2016, Εκδ. Σάκκουλα. 5
2. Ο Ν. 4308/2014 Η εναρμόνιση της Ελληνικής έννομης τάξης προς τις ρυθμίσεις του Ενωσιακού Δικαίου (όσον αφορά αφενός τον υπ αριθ. 1606/2002 Κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, για την εφαρμογή Διεθνών Λογιστικών Προτύπων) και αφετέρου τον υπ αριθ. 1725/2003 Κανονισμό της Επιτροπής, για την υιοθέτηση ορισμένων Διεθνών Λογιστικών Προτύπων) πραγματοποιήθηκε με την έκδοση σειράς νομοθετημάτων 11, τα οποία ενοποιήθηκαν με τον ισχύοντα Ν. 4308/2014 (ΦΕΚ τ. Α 251/24.11.2014), για τα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα, ώστε να δημιουργηθεί ένα ολοκληρωμένο και λειτουργικό λογιστικό-ρυθμιστικό πλαίσιο για τις επιχειρήσεις και λοιπές υποκείμενες στο Νόμο οντότητες, μέσω της συμπλήρωσης και του εκσυγχρονισμού των λογιστικών κανόνων της χώρας 12. Με το άρθρο 23 παρ. 3 του Ν. 4308/2014 13 εισάγεται στο εσωτερικό δίκαιο η έννοια του αναβαλλόμενου φόρου 14, ενώ στο Παράρτημα Α του ίδιου Νόμου ορίζονται οι θεμελιώδεις έννοιες που αφορούν το θεσμό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης και της αναβαλλόμενης φορολογικής υποχρέωσης, ως εξής: α. Αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση (diferred tax asset): «Το ποσό του φόρου εισοδήματος που είναι ανακτήσιμος σε μελλοντικές περιόδους από εκπιπτόμενες προσωρινές διαφορές, μεταφερόμενες φορολογικές ζημίες και μεταφερόμενους αχρησιμοποίητους πιστωτικούς φόρους (tax credits)», β. Αναβαλλόμενη φορολογική υποχρέωση (differed tax liability): «Το ποσό του φόρου εισοδήματος που οφείλεται σε μελλοντικές περιόδους, σε σχέση με φορολογητέες προσωρινές διαφορές.», γ. Προσωρινή διαφορά (temporary difference): «Η διαφορά μεταξύ της λογιστικής αξίας ενός περιουσιακού στοιχείου, υποχρέωσης ή άλλου στοιχείου των χρηματοοικονομικών καταστάσεων και της φορολογικής του βάσης, που η 11 Σε συμμόρφωση προς τον υπ αριθ. 1606/2002 Κανονισμό (άμεσης ισχύος) ο εθνικός νομοθέτης εξέδωσε το Ν. 2992/2002 (ΦΕΚ τ. Α 54/20.03.2002), το Ν. 3301/2004 (ΦΕΚ τ. Α 263/23.12.2004) και τον ήδη ισχύοντα Ν. 4308/2014 (ΦΕΚ τ. Α 251/24.11.2014). 12 Οι στόχοι του Ν. 4308/2014, όπως καταγράφονται στην εισαγωγή της Αιτιολογικής Έκθεσης επί του Σχεδίου Νόμου «Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα και συναφείς ρυθμίσεις». 13 «Αναβαλλόμενοι φόροι. Οι οντότητες δύνανται να αναγνωρίζουν αναβαλλόμενο φόρο εισοδήματος στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις τους. Οι οντότητες που αναγνωρίζουν αναβαλλόμενο φόρο, πρέπει να αναγνωρίζουν όλες τις αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις. Αντίθετα, οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις αναγνωρίζονται στο βαθμό που είναι σφόδρα πιθανό και τεκμηριωμένο ότι θα υπάρχουν φορολογητέα κέρδη έναντι των οποίων οι εκπιπτόμενες προσωρινές διαφορές μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Χρεωστικά και πιστωτικά υπόλοιπα των αναβαλλόμενων φόρων υπόκεινται σε συμψηφισμό και τα αντίστοιχα καθαρά ποσά παρουσιάζονται στον ισολογισμό και στην κατάσταση αποτελεσμάτων.» 14 Έννοια γνωστή για τις εταιρείες που χρησιμοποιούν Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς. 6
οντότητα αναμένει να επηρεάσει στο μέλλον τα φορολογητέα αποτελέσματα, όταν η λογιστική αξία του περιουσιακού στοιχείου ή της υποχρέωσης θα ανακτηθεί ή διακανονιστεί, ή στην περίπτωση άλλων στοιχείων των χρηματοοικονομικών καταστάσεων, όταν θα επηρεαστούν τα φορολογητέα αποτελέσματα.», δ. Λογιστική αξία (book value or carrying amount): «Η αξία με την οποία ένα στοιχείο αναγνωρίζεται στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις». Και ε. Φορολογική βάση (tax basis): «Η αξία που αναγνωρίζεται για ένα περιουσιακό στοιχείο ή υποχρέωση για σκοπούς φορολογίας εισοδήματος.» Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ως νομικές οντότητες που επιλέγουν την εφαρμογή της λογιστικής πρακτικής της αναβαλλόμενης φορολογίας, εφόσον αναγνωρίζουν φορολογικές απαιτήσεις (υπό την προϋπόθεση ότι είναι σφόδρα πιθανό και τεκμηριωμένο ότι θα υπάρχουν φορολογητέα κέρδη έναντι των οποίων μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι εκπιπτόμενες προσωρινές διαφορές) οφείλουν να αναγνωρίζουν και όλες τις φορολογικές υποχρεώσεις. Καθίσταται, λοιπόν, σαφές ότι η προαιρετική υπαγωγή στην εν λόγω μέθοδο δεν γίνεται επιλεκτικά, μόνον όσον αφορά στοιχεία που δίνουν αναβαλλόμενο φόρο έσοδο (απαίτηση) ή μόνον όσον αφορά στοιχεία που δίνουν αναβαλλόμενο φόρο έξοδο (υποχρέωση), αλλά στο σύνολο των θετικών και αρνητικών ποσών αναβαλλόμενου φόρου. Παράδειγμα λειτουργίας αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης: (αα) Στο έτος 2015 με έξοδο τρέχοντος φόρου 34.800,00 ευρώ, αναγνωρίζεται έσοδο αναβαλλόμενου φόρου ίσο με 20.000 29% = 5.800,00 ευρώ και αντίστοιχη ισόποση αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση. Και (ββ) Στο έτος 2016 με έξοδο τρέχοντος φόρου 23.200,00 ευρώ, αναγνωρίζεται έξοδο αναβαλλόμενου φόρου ίσο με 20.000 29% = 5.800,00 ευρώ ποσό που θα συμψηφίσει τη φορολογική απαίτηση του 2015 15. Λογιστική με αναβαλλόμενη φορολογία Χρήση 2015 Χρήση 2016 Λογιστικά κέρδη προ φόρων.. 100.000,00 100.000,00 Διαφορές λογιστικής φορολογικής βάσης 20.000,00-20.000,00 Φορολογικά κέρδη. 120.000,00 80.000,00 Τρέχων Φόρος Εισοδήματος (29%) -34.800,00-23.200,00 Αναβαλλόμενος Φόρος Έσοδο/ Έξοδο 5.800,00-5.800,00 Καθαρά Κέρδη Μετά Φόρων. 71.000,00 71.000,00 15 Ν. ΓΚΕΚΑΣ, «Η αναβαλλόμενη φορολογία», Επιχείρηση 2016, σελ. 701 επ. 7
3. Το άρθρο 27 ΚΦΕ Αφετηρία για τη λειτουργία του θεσμού της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης του άρθρου 27Α ΚΦΕ αποτέλεσε η πρόβλεψη των διατάξεων των παρ. 2 και 3 του άρθρου 27 ΚΦΕ 16, σύμφωνα με τις οποίες αναγνωρίζεται στις κεφαλαιουχικές εταιρείες που συστήθηκαν στην ημεδαπή ή την αλλοδαπή, στα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου που συστήθηκαν στην ημεδαπή ή την αλλοδαπή και στα οποία περιλαμβάνονται και τα 16 «2. Η χρεωστική διαφορά που προκύπτει σε βάρος των νομικών προσώπων των περιπτώσεων α`, γ` και δ` του άρθρου 45 από την ανταλλαγή ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου ή εταιρικών ομολόγων με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, κατ` εφαρμογή προγράμματος συμμετοχής στην αναδιάταξη του ελληνικού χρέους, εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα σε τριάντα (30) ισόποσες ετήσιες δόσεις, αρχής γενόμενης από τη χρήση μέσα στην οποία πραγματοποιείται η ανταλλαγή των τίτλων και ανεξάρτητα από το χρόνο διακράτησης των ομολόγων. Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου, ως χρεωστική διαφορά λαμβάνεται η διαφορά μεταξύ της ονομαστικής αξίας των τίτλων που εκδόθηκαν σε ανταλλαγή και του κόστους απόκτησης των αρχικών τίτλων. Ειδικά, σε περίπτωση που μετά την απόκτηση των αρχικών τίτλων προέκυψε ζημία από την αποτίμηση τους η οποία δεν έχει συμψηφιστεί με αποθεματικό, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 38 του ν. 2238/1994, όπως ισχύει κατά τη δημοσίευση του Κ.Φ.Ε. λαμβάνεται το αρχικό κόστος απόκτησης.».και <<3. Η χρεωστική διαφορά (οριστική ζημία) λόγω πιστωτικού κινδύνου η οποία προκύπτει για τους πιστωτές των εποπτευόμενων από την Τράπεζα της Ελλάδος νομικών προσώπων των παραγράφων 5, 6 και 7 του άρθρου 26 του παρόντος από τη διαγραφή χρεών οφειλετών τους κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 του νόμου με τίτλο «Ενσωμάτωση στο ελληνικό δίκαιο α) της Απόφασης Πλαίσιο 2008/909/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2008, όπως τροποποιήθηκε με την Απόφαση Πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 26ης Φεβρουάριου 2009, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης σε ποινικές αποφάσεις, οι οποίες επιβάλλουν ποινές στερητικές της ελευθερίας ή μέτρα στερητικά της ελευθερίας, για το σκοπό της εκτέλεσης τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΜΕΡΟΣ Α), β) της Απόφασης Πλαίσιο 2008/947/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2008, όπως τροποποιήθηκε με την Απόφαση Πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 26ης Φεβρουάριου 2009, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης σε ποινικές αποφάσεις που προβλέπουν την αναστολή εκτέλεσης της ποινής ή απόλυση υπό όρους, με σκοπό την επιτήρηση των μέτρων αναστολής και των εναλλακτικών κυρώσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΜΕΡΟΣ Β), γ) της Απόφασης Πλαίσιο 2009/ 829/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με την εφαρμογή, μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης στις αποφάσεις περί μέτρων επιτήρησης εναλλακτικά προς την προσωρινή κράτηση (ΜΕΡΟΣ Γ) και άλλες διατάξεις», εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα τους σε δεκαπέντε (15) ισόποσες ετήσιες δόσεις, αρχής γενομένης από τη χρήση στην οποία πραγματοποιήθηκε η διαγραφή. Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου, η χρεωστική διαφορά ισούται με το συνολικό ποσό της διαγραφής μείον τους μη εγγεγραμμένους τόκους, οι οποίοι και δεν εγγράφονται. Η ανωτέρω χρεωστική διαφορά καταχωρείται σε χρέωση των αποτελεσμάτων της χρήσης στην οποία προκύπτει. Σε περίπτωση που ο πιστωτής έχει σχηματίσει και εκπέσει από τα ακαθάριστα έσοδα του, για το χρέος που διαγράφεται, πρόσθετη ειδική πρόβλεψη κατά τις διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 5 του άρθρου 26 του παρόντος, η πρόβλεψη αντιλογίζεται σε πίστωση των αποτελεσμάτων του φορολογικού έτους στο οποίο πραγματοποιήθηκε η διαγραφή και αποτελεί για τον πιστωτή φορολογητέο κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα.>>. 8
κάθε είδους σωματεία και ιδρύματα, με εξαίρεση μόνο τα κάθε είδους έσοδα που πραγματοποιούνται κατά την επιδίωξη της εκπλήρωσης του σκοπού τους, τα οποία δεν αποτελούν αντικείμενο φόρου, στους συνεταιρισμούς και στις ενώσεις αυτών έκπτωση, από τα ακαθάριστα έσοδά τους, της χρεωστικής διαφοράς που προέκυψε σε βάρος τους, αφενός λόγω της ανταλλαγής ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου 17 ή εταιρικών ομολόγων με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου και αφετέρου λόγω πιστωτικού κινδύνου. Επιπροσθέτως, παρεκκλίνοντας από την αρχή της αυτοτέλειας των χρήσεων 18, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 27 ΚΦΕ, αναγνωρίζεται σε κάθε νομική οντότητα επιχείρηση η δυνατότητα μεταφοράς ζημίας ενός φορολογικού έτους «για να συμψηφισθεί με τα επιχειρηματικά κέρδη διαδοχικά στα επόμενα πέντε (5) φορολογικά έτη». Αυτό το φορολογικό πλεονέκτημα, καθώς και οι προβλέψεις των γενικών διατάξεων του άρθρου 27 ΚΦΕ δεν υπερισχύουν έναντι των ειδικών διατάξεων του άρθρου 27Α ΚΦΕ, οι οποίες εφαρμόζονται, διασφαλίζοντας ότι σε περίπτωση που τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, σε ορισμένη χρήση, εμφανίσουν λογιστική, μετά από φόρους, ζημία έχουν τη δυνατότητα να μετατρέψουν την αναβαλλόμενη φορολογική απαίτησή τους σε οριστική και εκκαθαρισμένη απαίτηση έναντι του Ελληνικού Δημοσίου 19. IV. ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΜΕΤΑΤΡΟΠΗΣ 1. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΤΑΞΗΣ Η προαιρετική υπαγωγή χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στο μηχανισμό μετατροπής των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεών τους, επί προσωρινών διαφορών, σε οριστικές και εκκαθαρισμένες απαιτήσεις έναντι του Ελληνικού Δημοσίου προβλέπεται από την παρ. 1 του άρθρου 27Α ΚΦΕ, σύμφωνα με την οποία οι απαραίτητες, για την ένταξη στο μηχανισμό αυτό, ενέργειες των οργάνων του εν λόγω ιδρύματος είναι οι εξής: α. Το Διοικητικό Συμβούλιο εισηγείται ειδικά, στη Γενική Συνέλευση των μετόχων και των συνεταίρων, για την ένταξη της Τράπεζας στο μηχανισμό μετατροπής του άρθρου 27Α ΚΦΕ. 17 «Η χρεωστική διαφορά ισούται με το κόστος απόκτησης των αρχικών Ομολόγων Ελληνικού Δημοσίου μείον την ονομαστική αξία των νέων Ομολόγων Ελληνικού Δημοσίου.» Δ. ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ/Α. ΚΑΡΑΒΟΚΥΡΗΣ, «Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος, Ανάλυση-Ερμηνεία», 2014, Εκδ. Σταματόπουλου. 18 Αρχή της αυτοτέλειας των χρήσεων: Κάθε χρήση είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη, με συνέπεια να μην επιτρέπεται ο συμψηφισμός των αποτελεσμάτων της χρήσης αυτής του υποκειμένου στη φορολογία εισοδήματος προς τα αποτελέσματα των προηγούμενων ή των επόμενων χρήσεων. 19 Ε. ΤΣΟΥΚΝΙΔΑ, «Αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση. Η νέα ρύθμιση του άρθρου 27Α του Κ.Φ.Ε. για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα», ΔΦΝ 2016, σελ. 929 επ. 9
β. Η Γενική Συνέλευση των μετόχων και των συνεταίρων του νομικού προσώπου αποφασίζει (αα) το σχηματισμό ειδικού αποθεματικού και τη δωρεάν έκδοση παραστατικών τίτλων δικαιωμάτων κτήσεως κοινών μετοχών ή συνεταιριστικών μερίδων (δικαιώματα μετατροπής) υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, (ββ) την αύξηση του μετοχικού ή συνεταιριστικού κεφαλαίου του νομικού προσώπου με κεφαλαιοποίηση του ειδικού αποθεματικού και (γγ) την εξουσιοδότηση του Διοικητικού Συμβουλίου να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για την υλοποίηση των αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης. Η Απόφαση της Γενικής Συνέλευσης λαμβάνεται με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία (2/3 του συνόλου των μελών της, σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 1 περ. α του Ν. 2190/1920 20 και το άρθρο 5 παρ. 4 εδάφιο πρώτο του Ν. 1667/1986 21 ). γ. Η Απόφαση της προαναφερόμενης Γενικής Συνέλευσης γνωστοποιείται στη Φορολογική Διοίκηση και στην Εποπτική Αρχή. Για τη λήξη της ένταξης του νομικού προσώπου στο ειδικό πλαίσιο της παρ.1 του άρθρου 27Α ΚΦΕ απαιτείται η υποβολή σχετικής αίτησης προς έγκριση στην Εποπτική Αρχή τουλάχιστον τρεις (3) μήνες πριν από τη σύγκληση της Γενικής Συνέλευσης. 2. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΜΕΤΑΤΡΟΠΗΣ Η μετατροπή αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων σε οριστικές και εκκαθαρισμένες απαιτήσεις έναντι του Ελληνικού Δημοσίου προβλέπεται από τις παρ. 2 έως 11 του άρθρου 27Α ΚΦΕ, ως εξής: α. Ο φόρος εισοδήματος, που αναλογεί σε προσωρινές διαφορές, οι οποίες αφορούν (αα) στο υπολειπόμενο (αναπόσβεστο) ποσό της χρεωστικής διαφοράς που έχει προκύψει σε βάρος των εποπτευόμενων από την Τράπεζα της Ελλάδος νομικών προσώπων των παραγράφων 5, 6 και 7 του άρθρου 26 (Τραπεζών, Εταιρειών Χρηματοδοτικής Μίσθωσης, Εταιρειών Πρακτορείας 20 «1.(α) Στο καταστατικό είναι δυνατόν να ορισθεί ότι κατά τη διάρκεια της πρώτης πενταετίας από τη σύσταση της εταιρείας, το διοικητικό συμβούλιο έχει το δικαίωμα με απόφασή του, που λαμβάνεται με πλειοψηφία των δύο τρίτων (2/3) τουλάχιστον του συνόλου των μελών του να αυξάνει το Μετοχικό κεφάλαιο μερικά ή ολικά με την έκδοση νέων μετοχών, για ποσό που δεν μπορεί να υπερβεί το αρχικό Μετοχικό κεφάλαιο.» 21 «Για τη λήψη αποφάσεων που αφορούν τη μεταβολή του σκοπού ή της έδρας του συνεταιρισμού, τη μεταβολή του ποσού της συνεταιριστικής μερίδας ή της ευθύνης των συνεταίρων, τον αποκλεισμό του συνεταίρου, την παράταση, τη διάλυση, την αναβίωση, τη συγχώνευση του συνεταιρισμού ή τη μεταβολή του τρόπου διανομής των κερδών και την ανάκληση και αντικατάσταση μελών του διοικητικού ή του εποπτικού συμβουλίου και των κατά το άρθρο 12 αντιπροσώπων του συνεταιρισμού, η συνέλευση βρίσκεται σε απαρτία όταν παρίστανται σ` αυτήν τα δύο τρία των μελών.» 10
Επιχειρηματικών Απαιτήσεων και Συνεταιριστικών Τραπεζών) από την ανταλλαγή Ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου ή εταιρικών Ομολόγων με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου και (ββ) στο ποσό των συσσωρευμένων προβλέψεων και λοιπών εν γένει ζημιών λόγω πιστωτικού κινδύνου (δηλαδή ζημιών που προκύπτουν από τη διαγραφή επισφαλών απαιτήσεων), που έχουν λογισθεί έως τις 30 Ιουνίου 2015 αναφορικά με απαιτήσεις των προαναφερθέντων νομικών προσώπων, για το οποίο έχει ή θα λογισθεί «αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση» και «εμφανίζεται στις τελευταίες εκάστοτε νομίμως ελεγμένες και εγκεκριμένες από την τακτική Γενική Συνέλευση των μετόχων ή συνεταίρων, ετήσιες εταιρικές οικονομικές καταστάσεις των ανωτέρω νομικών προσώπων» μετατρέπεται, στο σύνολο ή μερικώς, σε οριστική και εκκαθαρισμένη απαίτηση του νομικού προσώπου έναντι του Ελληνικού Δημοσίου, όταν το λογιστικό, μετά από φόρους, αποτέλεσμα χρήσης του νομικού προσώπου είναι ζημία, σύμφωνα με τις, ως άνω, νομίμως ελεγμένες και εγκεκριμένες εταιρικές οικονομικές καταστάσεις. β. Το ύψος της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης προσδιορίζεται, με βάση τον τύπο της παρ. 2 του άρθρου 27Α ΚΦΕ, πολλαπλασιάζοντας το ποσό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης, όπως εμφανίζεται στις οικονομικές εταιρικές καταστάσεις με το ποσοστό της λογιστικής, μετά από φόρους και ζημία χρήσης. γ. Η οριστική και εκκαθαρισμένη απαίτηση γεννάται κατά το χρόνο έγκρισης των εκάστοτε ετήσιων οικονομικών εταιρικών καταστάσεων από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων ή συνεταίρων και πάντως από το φορολογικό έτος 2017 και εξής, αναγόμενη στο φορολογικό έτος 2016 (όπως ορίζεται στην παρ. 11), εκτός εάν συντρέξει «περίπτωση πτώχευσης, ειδικής εκκαθάρισης ή εκκαθάρισης του νομικού προσώπου», οπότε «η φορολογική απαίτηση γεννάται οποτεδήποτε συντρέξουν τα γεγονότα αυτά» μετά την ημερομηνία δημοσίευσης του Νόμου. Η εν λόγω απαίτηση συμψηφίζεται με τον αναλογούντα φόρο εισοδήματος του νομικού προσώπου και των συνδεδεμένων επιχειρήσεων του φορολογικού έτους το οποίο αφορούν οι εγκριθείσες οικονομικές καταστάσεις. δ. Εάν ο αναλογών φόρος εισοδήματος του φορολογικού έτους στο οποίο προέκυψε η λογιστική, μετά από φόρους, ζημία «δεν επαρκεί για τον ολοσχερή συμψηφισμό της απαίτησης και κατά το μέρος που αυτή δεν έχει συμψηφισθεί, το νομικό πρόσωπο έχει άμεσα εισπράξιμη απαίτηση έναντι του Ελληνικού Δημοσίου για το υπόλοιπο (μη συμψηφισθέν) ποσό. Η απαίτηση αυτή καλύπτεται εντός ενός (1) μηνός από την υποβολή της (αρχικής ή συμπληρωματικής) δήλωσης φορολογίας εισοδήματος.» Το νομικό πρόσωπο, έχοντας άμεσα εισπράξιμη απαίτηση, έναντι του Ελληνικού Δημοσίου σχηματίζει, το προβλεπόμενο στην παρ. 6 του άρθρου 27Α ΚΦΕ, ειδικό αποθεματικό που αντιστοιχεί σε ποσό ίσο με το εκατό τοις εκατό (100%) του ποσού της οριστικής και εκκαθαρισμένης φορολογικής απαίτησης 11
(πριν από τον συμψηφισμό της με το φόρο εισοδήματος του φορολογικού έτους στο οποίο προέκυψε η λογιστική ζημία), αποκλειστικά για την αύξηση του μετοχικού ή συνεταιριστικού κεφαλαίου και εκδίδει δωρεάν παραστατικούς τίτλους δικαιωμάτων κτήσεως κοινών μετοχών ή συνεταιριστικών μερίδων (δικαιώματα μετατροπής). 3. ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΜΕΤΑΤΡΟΠΗΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΕΞΑΓΟΡΑΣ ΤΟΥΣ α. Σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 27Α ΚΦΕ, τα δικαιώματα μετατροπής ανήκουν κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο και αντιστοιχούν σε κοινές μετοχές ή συνεταιριστικές μερίδες συνολικής αγοραίας αξίας ίσης με το εκατό τοις εκατό (100%) του ποσού της οριστικής και εκκαθαρισμένης φορολογικής απαίτησης, προ του συμψηφισμού της με το φόρο εισοδήματος του φορολογικού έτους στο οποίο προέκυψε η λογιστική ζημία. Σύμφωνα με την παρ. 2 εδάφιο όγδοο του ίδιου, ως άνω, άρθρου «Ως αγοραία αξία των μετοχών ή συνεταιριστικών μερίδων νοείται: (α) εφόσον οι μετοχές του νομικού προσώπου είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών ο μέσος όρος της χρηματιστηριακής τιμής τους σταθμισμένος με βάση τον όγκο συναλλαγών, κατά τις προηγούμενες τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες από την ημερομηνία που καθίσταται εισπρακτέα η, κατά τα παραπάνω, φορολογική απαίτηση ή (β) εφόσον πρόκειται για συνεταιριστικές μερίδες ή μετοχές που δεν είναι εισηγμένες, η εσωτερική λογιστική αξία τους, όπως προκύπτει από τον νόμιμα συνταγμένο τελευταίο ισολογισμό του νομικού προσώπου, αφού ληφθούν υπόψη τυχόν παρατηρήσεις στην έκθεση ελέγχου του νόμιμου ελεγκτή.», ενώ σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της προαναφερόμενης παραγράφου «Η άσκηση των δικαιωμάτων μετατροπής πραγματοποιείται χωρίς την καταβολή ανταλλάγματος, με την κεφαλαιοποίηση του ειδικού αποθεματικού». Συνεπώς είναι δυνατό οι παραστατικοί τίτλοι δικαιωμάτων κτήσεως κοινών μετοχών ή συνεταιριστικών μερίδων να μετατραπούν σε κοινές μετοχές ή συνεταιριστικές μερίδες, οι οποίες μπορεί να εκδοθούν και υπέρ το άρτιο, δηλαδή σε αξία για τον κομιστή τους μεγαλύτερη από την ονομαστική. Οι ανωτέρω τίτλοι είναι ελεύθερα μεταβιβάσιμοι από τους κατόχους. β. Σύμφωνα με τα εδάφια πέμπτο έως και όγδοο της παρ. 6 του άρθρου 27Α ΚΦΕ «Εντός εύλογου χρονικού διαστήματος μετά την ημερομηνία έκδοσης των τίτλων, οι υφιστάμενοι μέτοχοι ή συνεταίροι έχουν δικαίωμα εξαγοράς τους κατά την αναλογία συμμετοχής τους στο μετοχικό ή συνεταιριστικό κεφάλαιο του νομικού προσώπου κατά το χρόνο έκδοσης των τίτλων. Η απόκτηση των τίτλων από το Ελληνικό Δημόσιο, καθώς και η άσκηση των δικαιωμάτων μετατροπής από τους κατόχους τους πραγματοποιείται χωρίς αντάλλαγμα και δεν αποτελεί δημόσια 12
προσφορά κατά την έννοια του ν. 3401/2005 22. Δεν αποτελεί, επίσης, δημόσια προσφορά η άσκηση του δικαιώματος εξαγοράς των τίτλων από τους υπάρχοντες μετόχους ή συνεταίρους. Μετά την άσκηση του δικαιώματος εξαγοράς από τους υφιστάμενους μετόχους ή συνεταίρους ή μετά την παρέλευση του εύλογου χρονικού διαστήματος χωρίς να ασκηθεί το δικαίωμα αυτό οι, κατά τα παραπάνω, παραστατικοί τίτλοι είναι ελεύθερα μεταβιβάσιμοι έναντι ανταλλάγματος και διαπραγματεύσιμοι σε οργανωμένη αγορά.» Στόχος της ανωτέρω πρόβλεψης είναι η εξασφάλιση της θέσης των υφιστάμενων μετόχων ή συνεταίρων του νομικού προσώπου, καθώς μέσω της εκ μέρους τους άσκησης του δικαιώματος εξαγοράς των εκδοθέντων υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου τίτλων έχουν τη δυνατότητα να διατηρήσουν ακέραιο (ίσο) το ποσοστό συμμετοχής τους στο σύνολο του νέου κεφαλαίου, και να μην διατρέξουν τον κίνδυνο μείωσης της αξίας των μετοχών ή συνεταιριστικών μεριδίων που ήδη κατέχουν. 4. ΡΗΤΡΑ ΑΝΤΙΚΑΤΑΧΡΗΣΗΣ Με τις διατάξεις του άρθρου 4 του Ν. 4340/2015 εισήχθη για πρώτη φορά στο θεσμό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης μια αντικαταχρηστική ρήτρα με σκοπό να αποτραπεί η διενέργεια πράξεων φοροαποφυγής από τα εποπτευόμενα από την Τράπεζα της Ελλάδος νομικά πρόσωπα και συνακόλουθα να αποφευχθεί η σύνδεση των διατάξεων του άρθρου 27Α ΚΦΕ με την προβλεπόμενη στο άρθρο 107 ΣΛΕΕ απαγόρευση των κρατικών ενισχύσεων 23. Σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 27Α ΚΦΕ «Οι διατάξεις της παραγράφου 2 δεν εφαρμόζονται στο ποσό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης που έχει λογισθεί επί των συσσωρευμένων προβλέψεων και λοιπών εν γένει ζημιών λόγω πιστωτικού κινδύνου αναφορικά με απαιτήσεις κατά εταιρειών του ιδίου εταιρικού ομίλου, καθώς και μετόχων, συνεταίρων που κατέχουν ποσοστό άνω του τρία τοις εκατό (3%) του συνολικού συνεταιριστικού κεφαλαίου, μελών διοικητικών συμβουλίων, διευθυνόντων συμβούλων, γενικών διευθυντών 22 Άρθρο 2 παρ. 1 περ. δ του Ν. 3401/2005: «Δημόσια Προσφορά Κινητών Αξιών: δημόσια ανακοίνωση με οποιαδήποτε μορφή και με οποιοδήποτε μέσο, η οποία απευθύνεται στο κοινό και περιέχει επαρκείς πληροφορίες για τους όρους της δημόσιας προσφοράς ή εγγραφής και τις προσφερόμενες υφιστάμενες ή νέες κινητές αξίες, ώστε να παρέχεται στον επενδυτή η δυνατότητα να αποφασίζει την αγορά ή την εγγραφή του για την αγορά αυτών των κινητών αξιών. Ο ορισμός αυτός εφαρμόζεται και στη διάθεση κινητών αξιών μέσω Αναδόχων ή Συμβούλων.» 23 Σύμφωνα με το άρθρο 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ «Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν οι Συνθήκες ορίζουν άλλως.» 13
και διευθυντών αυτών. Ως εταιρεία του ιδίου εταιρικού ομίλου νοείται κάθε συνδεδεμένη επιχείρηση κατά την έννοια του παρόντος νόμου.» Από τα προεκτεθέντα συνάγεται το συμπέρασμα ότι, λόγω της ιδιότητας ορισμένων νομικών και φυσικών προσώπων και της σχέσης που συνδέει τα πρόσωπα αυτά με το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα (το οποίο υπάγεται στο μηχανισμό του άρθρου 27Α ΚΦΕ), ακόμα κι αν λογίζονται αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις επί συσσωρευμένων προβλέψεων και ζημιών, αυτές δεν είναι δυνατό να μετατραπούν σε οριστικές και εκκαθαρισμένες απαιτήσεις έναντι του Ελληνικού Δημοσίου ώστε να συμψηφισθούν με τον αναλογούντα φόρο εισοδήματος του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος και έτσι οι επιμέρους διατάξεις του άρθρου 27Α ΚΦΕ δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής. 5. ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ Η δυνατότητα υπαγόμενου στις διατάξεις του άρθρου 27Α ΚΦΕ χρηματοπιστωτικού ιδρύματος να μετατρέπει αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση (που αφορά χρεωστική διαφορά από την ανταλλαγή Ελληνικών Ομολόγων ή ζημία λόγω πιστωτικού κινδύνου), σε οριστική και εκκαθαρισμένη απαίτηση έναντι του Ελληνικού Δημοσίου συνεπάγεται: α. Το συμψηφισμό της εν λόγω απαίτησης με τον αναλογούντα φόρο εισοδήματος του φορολογικού έτους το οποίο αφορούν οι εγκριθείσες οικονομικές καταστάσεις. Και β. Το σχηματισμό ειδικού αποθεματικού (το οποίο αντιστοιχεί σε ποσό ίσο με το 100% του ποσού της οριστικής και εκκαθαρισμένης φορολογικής απαίτησης, πριν από τον συμψηφισμό της με το φόρο εισοδήματος του φορολογικού έτους στο οποίο προέκυψε η λογιστική ζημία), αποκλειστικά για την αύξηση του μετοχικού ή συνεταιριστικού κεφαλαίου και την έκδοση δωρεάν παραστατικών τίτλων δικαιωμάτων κτήσεως κοινών μετοχών ή συνεταιριστικών μερίδων (δικαιώματα μετατροπής), σε περίπτωση που ο αναλογών φόρος εισοδήματος δεν επαρκεί για τον ολοσχερή συμψηφισμό της απαίτησης, θεμελιώνοντας άμεσα εισπράξιμη απαίτηση του νομικού προσώπου έναντι του Ελληνικού Δημοσίου για το υπόλοιπο (μη συμψηφισθέν) ποσό. Το Ελληνικό Δημόσιο, αποκτώντας δικαιώματα μετατροπής, αποφασίζει είτε την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών, ως μέτοχος του νομικού προσώπου, είτε τη μεταβίβασή τους έναντι ανταλλάγματος στους ήδη υφιστάμενους μετόχους που ασκούν το δικαίωμα εξαγοράς, είτε την ελεύθερη μεταβίβαση (έναντι ανταλλάγματος) και τη διαπραγμάτευσή τους σε οργανωμένη αγορά, σε 14
περίπτωση που δεν ασκηθεί το δικαίωμα εξαγοράς ή παρέλθει ο χρόνος για την άσκησή του. Σε κάθε περίπτωση, όσον αφορά το νομικό πρόσωπο υπέρ του οποίου μετατράπηκε η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση σε οριστική και εκκαθαρισμένη απαίτηση έναντι του Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 9 του άρθρου 27Α ΚΦΕ «δεν μπορεί να εκπίπτει από το φορολογητέο εισόδημά του το ποσό των προβλέψεων και λοιπών εν γένει ζημιών λόγω κάλυψης πιστωτικού κινδύνου, που αφορούν στο ποσό της κατά τα ανωτέρω μετατραπείσας φορολογικής απαίτησης σε οριστική. Το ως άνω ποσό εγγράφεται σε ειδικό λογαριασμό του νομικού προσώπου.», ενώ όσον αφορά το ποσό της χρεωστικής διαφοράς, για το οποίο έχει πραγματοποιηθεί μετατροπή της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης σε οριστική και εκκαθαρισμένη απαίτηση έναντι του Δημοσίου, σύμφωνα με την παρ. 10 του ίδιου άρθρου, το ποσό αυτό «...αφαιρείται από το υπολειπόμενο (αναπόσβεστο) ποσό της χρεωστικής διαφοράς, που εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα του νομικού προσώπου κατά τις διατάξεις του άρθρου 27 παράγραφος 2.» V. ΚΙΝΔΥΝΟΙ 1. ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ ΕΚΔΟΣΗΣ Π.Υ.Σ. Ήδη από την προσθήκη του θεσμού της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης 24 στον ισχύοντα Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Ν.4172/2013) προβλέφθηκε η ανάγκη εξειδίκευσης των επιμέρους κρίσιμων, για την εφαρμογή του εν λόγω μηχανισμού, ζητημάτων μέσω της κανονιστικής δράσης της Διοίκησης. Με την παρ. 5 του άρθρου 27Α ΚΦΕ, όπως ίσχυε κατά την αρχική του μορφή, δόθηκε ειδικότερη νομοθετική εξουσιοδότηση στον Υπουργό Οικονομικών να δράσει, ώστε με την έκδοση Υπουργικής Απόφασης να ορίζεται «(α) κάθε σχετικό με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου θέμα και ιδίως η διαδικασία και το αρμόδιο όργανο για τον κατ έτος προσδιορισμό του ποσού της οριστικής και εκκαθαρισμένης απαίτησης κατά του Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1, την παρακολούθηση και πιστοποίηση του μη συμψηφισθέντος ετήσιου υπόλοιπου της φορολογικής απαίτησης της παραγράφου 1, καθώς και την πιστοποίηση της εξόφλησης της απαίτησης αυτής από το Ελληνικό Δημόσιο κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 4 και (β) κάθε σχετικό με την εφαρμογή της παραγράφου 4 θέμα και ιδίως οι βασικοί όροι που διέπουν τους εκδιδόμενους τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου, όπως η διάρκεια και το επιτόκιό τους, σύμφωνα με τις συνθήκες αγοράς κατά το χρόνο έκδοσης των τίτλων αυτών, 24 Άρθρο 23 του Ν. 4302/2014 (ΦΕΚ τ. Α 225/08.10.2014). 15
με την προϋπόθεση ότι η αγοραία αξία τους δεν θα υπερβαίνει την ονομαστική και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια αναφορικά με την έκδοση δωρεάν μετοχών των νομικών προσώπων προς το Ελληνικό Δημόσιο.» Η ανωτέρω διάταξη, μετά την τροποποίησή της με το άρθρο πέμπτο του Ν. 4303/2014 (ΦΕΚ τ. Α 231/17.10.2014) επαναδιατυπώθηκε ως παρ. 7 του άρθρου 27Α ΚΦΕ, απαιτώντας για την ορθή εφαρμογή των επίμαχων διατάξεων την έκδοση Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου, ώστε να προσδιοριστούν τα εξής θέματα «και ιδίως η διαδικασία του φορολογικού ελέγχου, τα απαιτούμενα στοιχεία τεκμηρίωσης για την επαλήθευση του ποσού της οριστικής και εκκαθαρισμένης απαίτησης κατά του Δημοσίου, η παρακολούθηση και πιστοποίηση του μη συμψηφισθέντος ετήσιου υπολοίπου της φορολογικής απαίτησης της παραγράφου 2, ο τρόπος αποπληρωμής της, ο οποίος είναι είτε μετρητοίς είτε με ταμειακά ισοδύναμα, όπως αυτά ορίζονται στο πρότυπο 7 των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων, η πιστοποίηση της εξόφλησης της απαίτησης αυτής, οι βασικοί όροι που διέπουν τους εκδιδόμενους παραστατικούς τίτλους δικαιωμάτων κτήσεων κοινών μετοχών ή συνεταιριστικών μερίδων (δικαιώματα μετατροπής), η μεταβίβασή τους, η αξία μεταβίβασης, ο χρόνος και η διαδικασία άσκησης του δικαιώματος εξαγοράς από τους μετόχους ή συνεταίρους του νομικού προσώπου, ο χρόνος κατά τον οποίο αυτοί καθίστανται διαπραγματεύσιμοι σε οργανωμένη αγορά και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια αναφορικά με το χρόνο και τη διαδικασία μετατροπής των δικαιωμάτων και την έκδοση (δωρεάν) κοινών μετοχών των νομικών προσώπων προς το Ελληνικό Δημόσιο.» Η προαναφερόμενη παράγραφος (7) εξακολουθεί να ισχύει, ως έχει, μέχρι και σήμερα, με μόνη τροποποίηση της τελευταίας πρότασης, όσον αφορά την έκδοση κοινών μετοχών, με την προσθήκη του όρου «ή συνεταιριστικών μερίδων» 25, λόγω της δυνατότητας υπαγωγής, πια, στο μηχανισμό αυτό και Συνεταιριστικών Τραπεζών. Παρά τις αναλυτικά εκτιθέμενες, ως άνω, νομοθετικές προβλέψεις και παρόλο που από την έκδοση της διάταξης υπό την αρχική της μορφή έχουν παρέλθει σχεδόν τρία (3) έτη, ούτε ο Υπουργός οικονομικών, αλλά ούτε και το αρμόδιο, σήμερα, Υπουργικό Συμβούλιο δεν προέβησαν στην έκδοση της απαραίτητης Πράξης, ώστε να υπάρξει σαφής καθορισμός των ιδιαίτερων ζητημάτων που τίθενται κατά την εφαρμογή του άρθρου 27Α ΚΦΕ. Ο κίνδυνος της ανακρίβειας παραμένει. 2. ΣΥΝΔΕΣΗ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ Διαρκές απαιτούμενο της Διεθνούς Κοινότητας αποτελεί η διάσπαση του ισχυρού δεσμού μεταξύ Τραπεζικού Τομέα και Δημοσίου, ώστε να διασφαλίζεται η 25 Άρθρο 4 του Ν. 4340/2015 (ΦΕΚ τ. Α 134/01.11.2015) 16
σταθερότητα του Τραπεζικού συστήματος, αλλά και η ασφάλεια του Κράτους και η αποσύνδεσή του από μεθόδους νόθευσης του ανταγωνισμού. Προς το σκοπό αυτό, σε διεθνές επίπεδο, δραστηριοποιείται το συμβουλευτικό όργανο της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών επονομαζόμενο «Επιτροπή της Βασιλείας για την τραπεζική Εποπτεία», το οποίο στις 16.12.2010 υιοθέτησε και δημοσίευσε δύο σημαντικές Εκθέσεις 26, οι οποίες αποτέλεσαν το κανονιστικό πλαίσιο της «Βασιλείας III», με στόχο αφενός την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των τραπεζών σε περιόδους έντασης, μέσω της ενίσχυσης της μικροπροληπτικής ρυθμιστικής παρέμβασης στη λειτουργία των τραπεζών και αφετέρου την αντιμετώπιση, μέσω μακροπροληπτικής ρυθμιστικής παρέμβασης, του συστημικού κινδύνου που μπορεί να εκδηλωθεί στο σύνολο του τραπεζικού (και εν γένει του χρηματοπιστωτικού) συστήματος σε βάθος χρόνου 27. Η υιοθέτηση του προεκτεθέντος έργου («Βασιλεία III») από τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης συντελέσθηκε με την έκδοση του υπ αριθ. Ε.Ε. 575/2013 Κανονισμού 28 και της υπ αριθ. 2013/36/ΕΕ Οδηγίας 29, ενώ η ενσωμάτωσή τους στο εθνικό δίκαιο πραγματοποιήθηκε με την έκδοση του Ν. 4261/2014 (ΦΕΚ τ. Α 107/05.05.2014). Κύρια απαίτηση του εν λόγω κανονιστικού εποπτικού πλαισίου είναι η αναγνώριση από το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ιδίων κεφαλαίων υψηλής ποιότητας, στα οποία δεν περιλαμβάνονται αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (υπό την έννοια του ισχύοντος λογιστικού πλαισίου), εκτός και αν πρόκειται για «αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία», δηλαδή για «αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις η μελλοντική αξία των οποίων μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο σε περίπτωση που το ίδρυμα παραγάγει φορολογήσιμο κέρδος στο μέλλον» 30. Οι ρυθμίσεις του άρθρου 27Α ΚΦΕ, προκειμένου να εξασφαλίσουν την κεφαλαιακή επάρκεια των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, κατά την εποπτεία 26 Με τίτλο (α) «Basel III: A global regulatory framework for more resilient banks and banking systems» και (β) «Basel III: International framework for liquidity risk measurement, standards and monitoring.». 27 Χ. ΓΚΟΡΤΣΟΣ, <<Ζ. Ρυθμιστική παρέμβαση και εποπτεία του χρηματοπιστωτικού τομέα. «Βασιλεία ΙΙΙ»:H αναθεώρηση του ισχύοντος κανονιστικού πλαισίου της Επιτροπής της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία με στόχο την ενδυνάμωση της σταθερότητας του διεθνούς τραπεζικού συστήματος»>>, (http://www.hba.gr/5ekdosis/uplpdfs/syllogikostomos/30-z%20gortsos%20519-540.pdf) 28 Υπ αριθ. 575/2013 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, «σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012», ΕΕ L 176 της 27.06.2013. 29 Υπ αριθ. 2013/36/ΕΕ Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013, «σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ», ΕΕ L 176 της 27.06.2013. 30 Όπως ορίζονται στον υπ αριθ. 575/2013 Κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. 17
τους από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, εξακολουθούν να δίνουν στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα τη δυνατότητα αναγνώρισης αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων, ανεξάρτητα από την παραγωγή μελλοντικού φορολογήσιμου κέρδους. Πράγματι, σήμερα, εν μέσω οικονομικής κρίσης, οι Ελληνικές Τράπεζες δεν παράγουν κέρδος, ενώ η κεφαλαιακή τους βάση αποτελείται, κατά κύριο λόγο, από αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις. Με την πρακτική αυτή το Ελληνικό Δημόσιο ζημιώνεται τόσο λόγω απώλειας εσόδων 31 όσο και λόγω της επιβάρυνσής του με την υποχρέωση εξόφλησης της οριστικής απαίτησης, σε περίπτωση που η Τράπεζα τεθεί σε εκκαθάριση ή πτωχεύσει. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη την προαναφερόμενη πρακτική (η οποία έχει παρουσιαστεί 32 και σε άλλες χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου και έχει αξιολογηθεί από την Επιτροπή 33 ), εξετάζει την πιθανότητα διεξαγωγής επίσημης έρευνας ώστε να διαπιστώσει εάν η ρύθμιση του άρθρου 27Α ΚΦΕ υποκρύπτει απαγορευμένη, κατά το άρθρο 107 ΣΛΕΕ, κρατική ενίσχυση, η οποία νοθεύει τον ανταγωνισμό εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης 34, ευνοώντας τις Ελληνικές Τράπεζες. Αντιστάθμισμα στο επιχείρημα περί ύπαρξης κρατικής ενίσχυσης αποτελούν οι τροποποιήσεις που επήλθαν με το Ν. 4340/2015 όσον αφορά αφενός την πρόβλεψη της αντικαταχρηστικής ρήτρας, η οποία δεν επιτρέπει τη μετατροπή κάθε αναβαλλόμενης φορολογικής υποχρέωσης σε οριστική και εκκαθαρισμένη απαίτηση έναντι του Ελληνικού Δημοσίου (όπως εκτίθεται ανωτέρω) και αφετέρου την πρόβλεψη περιορισμού του ύψους του ποσού της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης λόγω πιστωτικού κινδύνου στο ποσό που αφορά προβλέψεις επισφάλειας απεικονισθείσες μέχρι την 30.06.2015 35. 31 Άμβλυνση της ζημίας του Κράτους επέρχεται με την απόκτηση εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου παραστατικών τίτλων δικαιωμάτων κτήσεως κοινών μετοχών ή συνεταιριστικών μερίδων (δικαιώματα μετατροπής), τους οποίους μπορεί να μεταβιβάσει έναντι ανταλλάγματος προκειμένου να αυξήσει το χαρτοφυλάκιό του. 32 Στο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α1 της Έκθεσης Αξιολόγησης Συνεπειών του Ν. 4303/2014, όσον αφορά την καταλληλότητα της ρύθμισης του άρθρου 27Α ΚΦΕ ορίζονται τα εξής: «Η ανάγκη εισαγωγής της προτεινόμενης ρύθμισης καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι ανάλογες ή πανομοιότυπες διατάξεις έχουν ήδη νομοθετηθεί και ψηφιστεί από μία σειρά χωρών της Ευρωζώνης και μάλιστα από τις χώρες του Νότου, για την στήριξη των δικών τους τραπεζικών συστημάτων και την κατοχύρωση της σταθερότητας τους, ήτοι αντίστοιχη νομοθεσία ισχύει ήδη στην Ιταλία και στην Ισπανία, ενώ πολύ πρόσφατα υιοθετήθηκε και στην Πορτογαλία δηλαδή αποτελεί κοινή πρακτική η οποία ήδη αξιοποιείται.» 33 Κατ επιταγή της Επιτροπής η Ισπανική Κυβέρνηση για την αντιμετώπιση πιθανών ανησυχιών περί ύπαρξης κρατικής ενίσχυσης, δεσμεύτηκε να τροποποιήσει την αντίστοιχη ρύθμιση, περιορίζοντας το ποσό των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων, για τις οποίες εγγυάται το Δημόσιο. 34 Ν. ΜΠΑΡΜΠΑΣ, Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος (Ν. 4172/2013), Κατ Άρθρο Ερμηνεία, 2016, Εκδ. Σάκκουλα. 35 Ε. ΤΣΟΥΚΝΙΔΑ, «Αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση. Η νέα ρύθμιση του άρθρου 27Α του Κ.Φ.Ε. για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα», ΔΦΝ 2016, σελ. 929 επ. 18
VI. ΕΠΙΛΟΓΟΣ Εν κατακλείδι, είναι προφανές ότι η σύνδεση Κράτους και Τραπεζικού Τομέα εξακολουθεί να υφίσταται, παρά τις επιδιώξεις των υπερεθνικών οργάνων 36 και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε να εξασφαλίζονται αρκετά πλεονεκτήματα όσον αφορά τη φορολογική μεταχείριση και την κεφαλαιακή επάρκεια των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Ιδιαίτερο προβληματισμό δημιουργεί ακόμη το γεγονός ότι, σύμφωνα με το Μνημόνιο Συνεργασίας που υπεγράφη, την 19.08.2015, μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (η οποία ενεργούσε εκ μέρους του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας) της Ελλάδας και της Τράπεζα της Ελλάδος, έγινε δεκτό ότι οι διατάξεις του άρθρου 27Α ΚΦΕ χρήζουν τροποποίησης προκειμένου να αποσυνδεθούν οι Τράπεζες από το Κράτος 37. Ταυτόχρονα κινούμενη προς την ίδια κατεύθυνση φαίνεται να είναι και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ενώ η Ελληνική Κυβέρνηση μοιάζει να έχει εφησυχασθεί, χωρίς να αποβλέπει καν στην πλήρη ρύθμιση του θεσμού της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης, μέσω της έκδοσης της Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου που ο Έλληνας νομοθέτης προέβλεψε. Αυτοί είναι οι λόγοι που οδήγησαν πολλούς να χαρακτηρίσουν τη διάταξη «σκανδαλώδη» και όχι άδικα. 36 Με Γνωμοδότησή της (03.11.2014) η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα απεφάνθη για την αντίστοιχη νομοθετική διάταξη της Πορτογαλίας, ότι οι Πορτογαλικές Αρχές πρέπει να επαναξιολογήσουν τις επιπτώσεις της ρύθμισης στη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να σπάσει ο δεσμός μεταξύ τραπεζικού τομέα και Δημοσίου. 37 «The law relating to government guarantees on deferred tax assets (DTAs) will be amended to minimise programme funding and limit the link between the banks and the State» 19
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. Β. ΑΘΑΝΑΣΑΚΗ και Γ. ΚΟΥΚΟΥΤΣΗΣ, «Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος, Ν. 4172/2013, Ενημέρωση έως και τον Ν. 4321/2015», 2015, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 99 επ. 2. Ν. ΓΚΕΚΑΣ, «Η αναβαλλόμενη φορολογία», Επιχείρηση 2016, σελ. 699 επ. 3. Χ. ΓΚΟΡΤΣΟΣ, <<Ζ. Ρυθμιστική παρέμβαση και εποπτεία του χρηματοπιστωτικού τομέα. «Βασιλεία ΙΙΙ»: H αναθεώρηση του ισχύοντος κανονιστικού πλαισίου της Επιτροπής της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία με στόχο την ενδυνάμωση της σταθερότητας του διεθνούς τραπεζικού συστήματος»>>, άρθρο αναρτημένο στον ιστότοπο: http://www.hba.gr/5ekdosis/uplpdfs/syllogikostomos/30- z%20gortsos%20519-540.pdf 4. Γ. ΜΑΤΣΟΣ, «Το Δίκαιο της Ανώνυμης Εταιρείας», Επιμέλεια Ε. ΠΕΡΑΚΗΣ, Νομική Βιβλιοθήκη, Γ Έκδοση 2010, Τόμος 2, Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα (Δ.Λ.Π.) Εισαγωγικές Παρατηρήσεις στα άρθρα 134 έως 143, σελ. 2493 επ. 5. Ν. ΜΠΑΡΜΠΑΣ, «Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος (Ν. 4172/2013), Κατ Άρθρο Ερμηνεία», 2016, Εκδ. Σάκκουλα. 6. Δ. Σταματόπουλος/Α. Καραβοκύρης, «Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος, Ανάλυση-Ερμηνεία», 2014, Εκδ. Σταματόπουλου. 7. Ε. Τσουκνίδα, «Αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση. Η νέα ρύθμιση του άρθρου 27Α του Κ.Φ.Ε. για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα», ΔΦΝ 2016, σελ. 929. 20