Θεόδωρος Καραβάς Κορίτσια στην ταράτσα Publibook
http://www.publibook.gr Αυτό το κείμενο, που δημοσιεύεται από τις εκδόσεις Publibook, προστατεύεται από τους διεθνείς νόμους και τις διεθνείς συνθήκες που αφορούν τα συγγραφικά δικαιώματα. Η εκτύπωσή του σε χαρτί προορίζεται αποκλειστικά για τον αγοραστή και περιορίζεται στην προσωπική του χρήση. Κάθε άλλη αναπαραγωγή ή αντιγραφή, από όποιον και αν προέρχεται, θα αποτελεί απομίμηση και θα υπόκειται στις προβλεπόμενες κυρώσεις από το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο περί πνευματικής ιδιοκτησίας και από τις ισχύουσες διεθνείς συνθήκες για την προστασία των συγγραφικών δικαιωμάτων. Διεύθυνση στην Ελλάδα: Εκδόσεις Publibook οδός Αριστείδου 8, T.K. 105 59, Αθήνα Έδρα: Editions Publibook 14, rue des Volontaires 75015 PARIS France IDDN.FR.010.0115222.000.R.P.2010.030.31500 Πρώτη έκδοση από τις Εκδόσεις Publibook, 2010
Κεφάλαιο 1 Στο δωμάτιο μέσα ζέστη, «το τζάμι», εξώφυλλο ανοιχτό... το παράθυρο κλειστό όσο πρέπει... Ακολουθώντας τη φωτεινή δέσμη της χαραμάδας, η κυρία παρατηρούσε τον δρόμο, τα βλέφαρά της βάραιναν, όμως συνέχιζε να παρακολουθεί τις κινήσεις και τα λόγια των ανθρώπων, ξαφνικά δαγκώθηκε μ αυτά που έβλεπε, βρίζοντας τράβηξε τα παντζούρια, τα τζαμόφυλλα νευρικά έσπρωξε προς τα έξω. «Μην ντροπιάζεις το τίμιο σπίτι μας, ηλίθιο κορίτσι». Ο χοντρέμπορας τυριών της πόλης είχε «κολλήσει» στον τοίχο του απέναντι σπιτιού την ανιψιά της, Ρομπέρτα, η γλώσσα του στης κοπελιάς το αυτί την έβγαλε απ τα ρούχα της. «Τι στο καλό γίνεται;»... Η κυρία σηκώθηκε απ την καρέκλα, τέντωσε σα λυκόσκυλο τα ώτα της, καθάρισε τα ρουθούνια να μυρίσει τον αέρα, τα φωνήεντα να αρπάξει, να ακούσει τι της έλεγε. «Να ξερα τόση ώρα τι της κελαηδάει». Η Ρομπέρτα ήταν η μεγαλύτερη απ τις τρεις ανιψιές της, κόρη της «διανοούμενης» ξενιτεμένης αδελφής της, δεκαοχτώ χρονών, ψηλή, ασπρόξανθη, καμπυλόγραμμη, λικνιστικό βάδισμα, πλούσια χρυσοκάστανη χαίτη, τα χαρακτηριστικά της «χυμός σταφυλιού», εύφραινε και ερέθιζε ταυτόχρονα όποιον την έβλεπε, να την πίνεις στο ποτήρι, «έσκιζε» με μια λέξη. Ως προς το πνεύμα, αθώα, τόμπολα και μήλα με τις αδελφές της έπαιζε τις ελεύθερες ώρες. Μπροστά στην επιθετικότητα του μεγαλέμπορου προς στιγμήν τα χασε η κοπέλα. 9
Μανούλι μου, το κούνημά σου με ζάλισε. Κύριε, παραπήρες φόρα, κάνε πιο πέρα, για ποια με πέρασες; Απότομα η δεσποινίς κερδίζει, ο δισταγμός του τυρά συναινεί, στα δευτερόλεπτα που ακολουθούν κερδίζει έδαφος. Κοριτσάκι, συγνώμη, με παρεξήγησες... νερό... ήθελα να πιω. Η βρύση, κύριε, στη γωνία. Η αμηχανία του άντρα ενεργοποιεί τη Ρομπέρτα, γρήγορα περνάει από μπροστά του, στα «κρύα του λουτρού» τον αφήνει, τα σκαλιά πετώντας ανεβαίνει, το κλειδί στην πόρτα χώνει, το γυρίζει, την ανοίγει, στο σπίτι της μπαίνει, η θεία πίσω απ το φως της λάμπας προσποιούνταν την ανήξερη... Η Ρομπέρτα τη χαιρέτησε και άρχισε τα κουμπιά της μπλε μαθητικής ποδιάς της να ανοίγει, η κραυγή της θείας κοκάλωσε τα δάχτυλά της, το «σύμφωνο» άγριο, τη λάμπα διαπέρασε, φωτιά σκέτη ερχόταν κατά πάνω της. Ρομπέρτα, όλη μέρα πού γύρναγες; Στο σπίτι της συμμαθήτριάς μου, λατινικά, αρχαία διαβάζαμε. Σοβαρά; Ας γελάσω. Θεία... Άσ τα αυτά... Εμένα δεν μπορείς να με ξεγελάσεις, οι Αντιγόνες και οι έρωτες στα βιβλία, στη θεωρία,...κατάλαβες; Θεία Ελένη, μύγα σε τσίμπησε; Πολύ εκτιμάς τη συγγένεια, μόνο στο σπίτι βλέπω, έξω άλλα κάνεις. Η φαντασία σου πλάθει σενάρια. Μπροστά στα μάτια μου φλερτάριζες αδιάντροπα, το άρωμά σου επικίνδυνο για όλους μας. Η Ρομπέρτα έκπληκτη γύρισε, τη θεία της κοίταξε, το σκληρό πρόσωπό της παρατήρησε ώρα ήρεμα της απάντησε έπειτα. 10
Κυρία Ελένη, τρέχεις... μην το παρακάνεις, γιατί θα... Γιατί θα... βέβαια... ήρθαν τα άγρια να διώξουν τα ήμερα, μας ειρωνεύεται και από πάνω η Ρομπέρτα. Άκου, κοριτσάκι μου, η σοβαρότητα του σπιτιού προέχει, εσύ λαβές δίνεις και έτσι ο κάθε βλάκας σε διπλαρώνει και εσύ σαλιαρίζεις μαζί του. Καλά... κατάλαβα. Τον κάθε ηλίθιο προσπαθώ όσο μπορώ να αντιμετωπίσω, όσο για τον «κύριο» που είδες, προ ολίγου τον έβαλα στη θέση του. Προκαλείς, Ρομπέρτα, τα κραγιόν, τα κολλητά φορέματα, το βάδισμά σου, παραείναι «νορμάλ». Καλά το είπες, νορμάλ είμαι, τις παστρικιές ψάξε αλλού να βρεις, κοπέλα στο άνθος της ηλικίας της είμαι, φυσικό είναι να βάφω τα χείλια και να ντύνομαι ωραία. Ρομπέρτα, με παρεξήγησες. Η πρώτη οικογένεια στην πόλη χρόνια πρέπει να είναι πρώτη και να φαίνεται, κάθε κίνησή μας παρακολουθείται. Στο πρώτο λάθος βήμα θα λυσσάξουν, γι αυτό τον παρθενικό λαιμό σου προφύλαξε, τα σημάδια εκθέτουν άσχημα. Καλή μου θεία, μη φοβάσαι, «όρθια» προχωρώ. Μη φωνάζεις, η γειτονιά στήνει αυτί. Η Ρομπέρτα την παραμέρισε, μερικά βήματα έκανε, την μπαλκονόπορτα άνοιξε και βγήκε στην ταράτσα να αναπνεύσει. Η θεία την είχε συγχύσει χωρίς λόγο, η ταράτσα μικρή, αλλά όμορφη, χωρίς παρτέρια με λουλούδια, σχεδιασμένη όμως όμορφα, ξεκούραζε με τη θέα της. Η Κλαούντια, η μεσαία αδελφή της, εκείνη την ώρα διάβαζε αρχαία ελληνικά μεγαλοφώνως, η καρέκλα που καθόταν ακουμπισμένη γυρτά στον τοίχο κουνιόταν σε κάθε χορικό που επανελάμβανε, ο κόσμος της είχε ορίζοντα το γυμνάσιο, τους αριθμούς και τους πολλαπλασιασμούς... Μελαχρινό κορίτσι, με γλυκά μαύρα μάτια, κέρδιζε με την πρώτη ματιά, πάντα σεμνή με την τραβηγμένη προς τα πίσω αλογοουρά. Πόντους «στο ταμπλό της» έβαζε 11
συνέχεια, έμενε πίσω απ όλα, στην ουσία έβλεπε πιο πέρα... πιο μακριά. Η θεία Ελένη την είχε μεγαλώσει σκληρά, όπως και τις άλλες δύο, τη Φώτω και τη Ρομπέρτα. Η Κλαούντια τον ακολούθησε τον ρυθμό πιστά, χωρίς να ξεφεύγει, να παρασύρεται. Το ένστικτό της ευκαιρίες της έδινε, όχι ερωτικές, ήταν έξω απ τα κοριτσίστικα τερτίπια, με αριθμούς μυστικούς έπαιζε... Τη γνώμη της έλεγε πάντα αυθόρμητα, το άσχημο, το δόλιο το καυτηρίαζε, δεν «χάριζε κάστανα» σε κανέναν. Τη Ρομπέρτα, όμως, απασχολούσαν άλλα, την Κλαούντια χαιρέτησε χτυπώντας ελαφρά στην πλάτη και περπάτησε αδιάφορα. Το μυαλό της ανήσυχο, τα βράδια ο ύπνος της περιπετειώδης την αναστάτωνε, ταραγμένη ξυπνούσε και ώρα με τα μάτια ανοιχτά έμενε στο σκοτάδι. Το πρωί, πηγαίνοντας προς το σχολείο, τα ανδρικά μάτια έλκυε, σημασία δεν έδινε, όπως του τυρά τα λόγια πριν από λίγο τα χε ξεχάσει, τα χε ακούσει πολλές φορές κι από άλλους. Πήγαινε πάνω-κάτω, τη βασάνιζε η ζήλια, αιτία η Φώτω, η μικρή αδελφή της. Μία φορά την είδε να σέρνει από πίσω της ένα παιδί, συνομήλικο της αδελφής της, μόνο με τα κουνήματα της φούστας, η κοροϊδία της Φώτως την έκανε έξαλλη, έκτοτε κλείδωνε την πόρτα του δωματίου κι έπαιρνε το κλειδί μαζί της στο μαξιλάρι της, φοβόταν μήπως η Φώτω το σκάσει και βγει τη νύχτα έξω παρασύροντας και το παιδί με την κούνια μπέλα. Η φαντασία της οργίαζε, πάνω στην ώρα... η Φώτω εμφανίζεται κουνιστή και λυγιστή. Δεσποινίς Φώτω, για να χουμε καλό ρώτημα, πού ήσουνα; Όπου μου άρεσε, δεν είσαι ο κηδεμόνας μου για να σου δώσω λόγο. Μιλάς στη μεγάλη αδελφή σου, πρόσεχε. Χέστηκα, τις νουθεσίες σου αλλού. Η Ρομπέρτα, αφορμή ζητώντας, άγρια της όρμησε, την έπιασε απ τα μαλλιά και την πέταξε στο πάτωμα. 12
Ευτυχώς η θεία Ελένη έβγαινε να τις φωνάξει για φαγητό, τη σκηνή σταμάτησε μπαίνοντας στη μέση. Χριστός και Απόστολος! Τρελαθήκατε, αδελφές είστε εσείς; Χωρίς αφορμή, θεία, με χτύπησε, είπε κλαίγοντας η Φώτω. Ρομπέρτα, δεν πας καλά. Θεία, δεν με παρατάς; Της μιλάω κι αυτή με γράφει. Ποια νομίζει ότι είναι; Ούτε σέβεται και συνέχεια κοροϊδεύει... Ρομπέρτα, μήπως σου συμβαίνει κάτι και ξεσπάς αλλού; Μας βγαίνει έξω μια σταλιά κορίτσι, βαμμένη σα μασκαράς, στον δρόμο κουνιέται σα λατέρνα, τη γόησσα παριστάνει... Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα... Θεία, με φτύνεις συνέχεια... Πρόσεχε, γιατί η αντοχή μου... Τα θολωμένα μάτια της Ρομπέρτα έκαιγαν. Η θεία σταυροκοπήθηκε κι απομακρύνθηκε, στην κουζίνα μέσα ώρα προσπαθούσε τη βροντή της μεγάλης ανιψιάς της να αποκρυπτογραφήσει. «Δεν τσακώθηκαν έτσι, κάτι υπάρχει, κάτι που θέλουν, κάτι που θα τους δώσει επαίνους. Τι είναι όμως αυτό;»... Το χέρι βοηθείας της θείας Ελένης τη Φώτω ενδυνάμωσε και την αποθράσυνε τελείως, μ ένα αλαζονικό τρόπο απάντησε δίνοντας συνέχεια, λάδι στη φωτιά έριχνε εσκεμμένα. Αρέσω, είμαι κούκλα, αρέσω... Άνοιξε κι ένα μαγαζί, αφού πολυαρέσεις. Σκύλα, σκάσε, ζηλεύεις, ναι, ζηλεύεις, χαίρομαι... Η θεία, ψυχολόγος με πτυχίο πανεπιστημιακό, τώρα έβλεπε ότι οι σπουδές της δεν χρησίμευαν στην περίσταση, τα «γλυκά λόγια» της Φώτως, μάλιστα, τα πράγματα δυσκόλευαν περισσότερο. Εξήγηση δεν έβρισκε, αυτό όμως που την τρόμαζε ήταν μήπως ο καβγάς μαθευτεί. Τότε θα χάνονταν όλα, τα 13
σιγομουρμουρίσματα πίσω απ τα κλειστά παράθυρα θα έδιναν και θα έπαιρναν. Η Φώτω έφερνε στο μυαλό της την Κάρμεν, τρελαινόταν. Η θεία Ελένη ήταν συντηρητική και αρχόντισσα, η οικογένειά της ήταν υπεράνω υποψίας, «το «οικόσημο» έπρεπε να αστράφτει και όλοι στη μικρή πόλη να τους σέβονται. «Θα τις προστατεύσω και τις τρεις, θα τις φιλιώσω, τον τρόπο θα τον βρω, η αγάπη, η ομόνοια, δυνατές όλες θα μας ανυψώσουν στα ουράνια»... Αντίθετα η Κλαούντια γέλαγε, το μυαλό της αριθμούς ανέλυε και η ψιλομανούρα ευχάριστο διάλειμμα απ τα σύνθετα «παρολί χτυπήματα» για λίγο την απάλλαξαν. Φρεσκάροντας τις σκέψεις, το «πρώτο πούλι» έπαιξε ως συνήθως... Ώστε, Φώτω, το αγόρι σ είχε πάρει από πίσω, μήπως ήθελε να μετρήσει τη φούστα σου; Τι είπες, Κλαούντια; Μήπως ο μικρός είναι ράφτης, έλεγα. Μπα, μαθητής είναι. Και γιατί σε παίρνει από πίσω; Και γιατί δεν σταματάς να του πεις «Άνθρωπέ μου, τι θέλεις;». Έλα ντε. Να προσέχεις, Φώτω, γιατί μπορεί το ένα να φέρει το άλλο. Δεν κατάλαβα, Κλαούντια, πού το πας, εγώ είμαι κορίτσι του κατηχητικού. Το κατηχητικό βέβαια Αυτό το ξέρω, τ άλλα τα γυρίσματα δεξιά και αριστερά, και μάλιστα στριφογυριστά, πολλές φορές απ τον δρόμο βγαίνουν. Κλαούντια... Αυτό το παιδί ποιο είναι; Το ξέρεις; Από πού πήρε τόσο θάρρος; Δεν το ξέρω, ντόπιος δεν είναι, μπορεί και να ναι, δεν ξέρω. Φώτω, δεν ξέρω, μπορεί και μη, τα μάτια σου τέσσερα, για να μην έχουμε δεκατέσσερα... ανάποδα. 14
Κεφάλαιο 2 Στην αυλή του γυμνασίου δέκα μικρά αγόρια, μαθητές της τρίτης τάξης, χωρισμένα σε δύο ομάδες των πέντε, παίζουν ποδόσφαιρο, τη νίκη επιζητούν παθιασμένα, το ματς διαρκεί ώρες, στο τέλος νικητές και ηττημένοι, αγαπημένοι, κουρασμένοι, ιδρωμένοι, μουσκεμένοι, το γήπεδο εγκαταλείπουν ευχαριστημένοι. Τελευταίος στον δημόσιο δρόμο πέρασε ένας έφηβος του παιχνιδιού, στην περιοχή γνωστός, διψασμένος έψαχνε νερό με κάθε τρόπο να πιει, στη μέση του δρόμου μπροστά στην πόρτα του γυμνασίου, ένας λαμπερός, κοστουμαρισμένος άνδρας με ματογυάλια τού κλείνει τον δρόμο, η ξενική προφορά του φανερή! Νεαρέ, είμαι ο Ζαν-Πολ Σαρτρ. Ο νεαρός τον κοιτά, πρώτη φορά άκουγε αυτό το όνομα. Ήλθα να σου πω ότι πρέπει να ταξιδέψεις, στην Καταλονία να πας, συγκεκριμένα στη Βαρκελώνη, να γραφτείς στην ομάδα της ελευθερίας, την Μπαρτσελόνα, είμαι σίγουρος ότι θα την οδηγήσεις σε θριάμβους. Ο μικρός τον χαιρέτησε και προχώρησε, διψούσε, τι του είπε δεν κατάλαβε, στην πρώτη πόρτα σπιτιού που συνάντησε χτύπησε. Η εξώπορτα άνοιξε, μπροστά του παρουσιάστηκε ένα κορίτσι μινιόν με κοντά κατάξανθα μαλλιά, συμπαθητικό πρόσωπο και έξυπνα μάτια, περίπου δεκαεπτά ετών, με την μπλε ποδιά του γυμνασίου που φορούσε φαινόταν μικρότερη. Διψάω, της φώναξε, πριν η κοπέλα μιλήσει, αυτή γρήγορα έτρεξε στο βάθος του σπιτιού και επέστρεψε με ένα μεγάλο κύπελλο γεμάτο νερό. 15
Ο μικρός απ το χέρι της το άρπαξε και το ήπιε μονορούφι. Θέλω κι άλλο νερό. Το κορίτσι πρόθυμο την επιθυμία του εκτέλεσε. Αυτός το ήπιε χωρίς να την ευχαριστήσει και γύρισε να φύγει. Νεαρέ, στάσου. Πώς σε λένε; Εγώ δεν σε ρώτησα για τ όνομά σου. Με λένε Άρτεμις και όλοι με φωνάζουν Ντιάνα. Το Λουτσία σου ταιριάζει καλύτερα. Η κοπέλα έκπληκτη τον κοίταξε και έκλεισε την πόρτα μουρμουρίζοντας. Άλλο κι αυτό... Ακούς Λουτσία... Ο Κώστας, αντίθετα, δεν είπε τίποτα και ούτε τη χαιρέτησε. Φεύγοντας συνέχισε να περπατά αργά, τα ρούχα του κύλαγαν στο σώμα του, στο σπίτι η μάνα του τον εξάψαλμο θα άρχιζε, οι λέξεις που του κοπάναγε όλη την ώρα: «Αδιάφορος, ούτε τα μαθήματά σου σε ενδιαφέρουν, ούτε τίποτα άλλο. Απ το πρωί μέχρι το βράδυ μπάλα, να δω ποια θα ναι τα καζάντια σου, βρε ηλίθιε», του πέταγε, «τα κορίτσια μόνο τους κονομημένους θαυμάζουν». Πού αλήτευες όλη μέρα; Έρχεσαι εδώ βρώμικος, η μάνα σου δούλα σου, όλη ημέρα να πλένει και να σιδερώνει. Σταμάτα, ακόμα δεν μπήκα και με πήρες απ τη μούρη. Βρε κόπανε, επιτέλους, ξύπνα, βιβλίο δεν ανοίγεις, τα χεις φορτώσει στον κόκορα, ζητιάνος, αλήτης του δρόμου θα καταλήξεις. Δεν με παρατάς; Εσύ και η κοινωνία σου βρωμάτε, κοίτα να φτιαχτείς, να ξεβρωμιστείς και άσε με εμένα ήσυχο. Θα σου σκίσω το στόμα αν ξαναμιλήσεις έτσι στη μάνα σου. Κατάλαβες, ακόμα απ το αβγό δεν βγήκε και μας τσαμπουνάει φιλοσοφίες... Ποιος σου είπε αυτές τις 16