[Εργαλεία] Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Όροι λεξικογραφικοί και συντομογραφίες Στους ακόλουθους πίνακες έχουν συγκεντρωθεί και κατηγοριοποιηθεί οι πιο συχνά απαντώμενοι όροι στο Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής. Οι κατηγορίες είναι οι ακόλουθες: τύπος λήμματος, γραμματικές κατηγορίες, συντακτικές κατηγορίες, χρήση, επίπεδο ύφους, πεδίο, αναφορά, φθογγικά πάθη, παραγωγή/σύνθεση, ιστορία της λέξης, γλωσσωνύμια, αρχαιοελληνικές διάλεκτοι, νεοελληνικές διάλεκτοι. Οι λεξικογραφικοί αυτοί όροι εμφανίζονται είτε ολογράφως είτε συντομογραφημένοι (μόνον για όσους αναφέρονται συντομογραφίες). - ΤΥΠΟΣ ΛΗΜΜΑΤΟΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ - ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ - ΧΡΗΣΗ ΛΕΞΗΣ - ΕΠΙΠΕΔΟ ΥΦΟΥΣ - ΓΝΩΣΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ - ΑΝΑΦΟΡΑ - ΦΘΟΓΓΙΚΑ ΠΑΘΗ - ΠΑΡΑΓΩΓΗ/ ΣΥΝΘΕΣΗ - ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ - ΓΛΩΣΣΩΝΥΜΙΑ - ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ - ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ ΤΥΠΟΣ ΛΗΜΜΑΤΟΣ άκλ. άκλιτη λέξη αντων. απρφ. άρθρο αριθμητ. επίθ. επίρρημα επιφ. κύρ.όν. μόρ. μτχ. ουσ. αντωνυμία, -υμικός απαρέμφατο αριθμητικό επίθετο επιφώνημα, -τικός κύριο όνομα μόριο μετοχή ουσιαστικό πρόθεση πρόθ. ρ. ρήμα σύνδ. σύνδεσμος ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ αιτ. αιτιατική αιτιολ. αιτιολογικός αλληλ. αλληλοπαθής (c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 1 / 10
αναλ.αριθμητ. αναλογικό αριθμητικό αναφ. αναφορικός αντιθ. αντιθετικός αόρ. αόριστος αόρ. β αόριστος β αποθετικό ρήμα απόλ.αριθμητ. απόλυτο αριθμητικό απρόσ. απρόσωπος, -α α κλ. πρωτόκλιτος αρσ. αρσενικός αττκλ. αττικόκλιτος αύξ. αύξηση αυτοπαθής β κλ. δευτερόκλιτος γεν. γενική γ κλ. τριτόκλιτος δεικτ. δεικτικός διαζ. διαζευκτικός διάθ. διάθεση δοτ. δοτική δυικ. δυικός έγκλ. έγκλιση εγκλιτικό μόριο, εγκλιτικός ελλειπ. ελλειπτικός εν. ενικός εναντ. εναντιωματικός ενδοιαστικός ενεργ. ενεργητικός ενεστ. ενεστώτας εξακολ. εξακολουθητικός επιμεριστικός ερωτ. ερωτηματικός ετερόκλιτος ετερογενής ευκτ. ευκτική θηλ. θηλυκός ιδιόκλ. ιδιόκλιτος κλητική κτητ. κτητικός μέλλ. μέλλοντας μέσ. μέσος μεταπλαστό -ν εφελκυστικό ονομ. ονομαστική οριστ. οριστική οριστικός ουδ. ουδέτερος παθ. παθητικός πρκ. παρακείμενος πρτ. παρατατικός (c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 2 / 10
παραχωρ. πληθ. πολλ.αριθμητ. πράγμ. πρόσ. προστ. προτρ. στιγμ. συγκρ. συζ. συμπερ. συμπλεκτικός συντ.μέλλ. τακτ.αριθμητ. τελ. υπερθ. υπερσ. υποθ. υποτ. φωνή χρον. χρον.αριθμητ. παραχωρητικός πληθυντικός πολλαπλασιαστικό αριθμητικό πράγμα, πράγματος πρόσωπο, προσωπικός προστακτική προτρεπτικός στιγμιαίος συγκριτικός, σύγκριση συζυγία συμπερασματικός συντελεσμένος μέλλοντας τακτικό αριθμητικό τελικός υπερθετικός υπερσυντέλικος υποθετικός υποτακτική χρονικός χρονικό αριθμητικό ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ αιτ.απόλ. αιτιατική απόλυτη αιτ.αναφ. αιτιατική αναφοράς αμτβ. αμετάβατος ανεξ. ανεξάρτητος Α αντικείμενο, ως αντικείμενο απόλ. απόλυτος, απόλυτα γεν.αιτ. γενική αιτίας γεν.αντικ. γενική αντικειμενική γεν.αξ. γενική αξίας γεν.απόλ. γενική απόλυτη γεν.δημ. γενική δημιουργού γεν.διαιρ. γενική διαιρετική γεν.καταγ. γενική καταγωγής γεν.κτητ. γενική κτητική γεν.συγκρ. γενική συγκριτική γεν.ύλ. γενική ύλης γεν.υποκ. γενική υποκειμενική γεν.χωρ. γενική χωρισμού δοτ.αιτ. δοτική αιτίας δοτ.αναφ. δοτική αναφοράς δοτ.αντιχ. δοτική αντιχαριστική δοτ.δημ. δοτική δημιουργού δοτ.ηθ. δοτική ηθική δοτ.προσ. δοτική προσωπική δοτ.τόπ. δοτική τόπου δοτ.τρόπ. δοτική τρόπου (c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 3 / 10
δοτ.χαρ. δυν. ειδ. επιθετ. επιμεριστικός, διαιρετικός ευθ.λ. κτγ. με αιτ. με απρφ. με γεν. με δοτ. με δοτ.προσ. με δυν.ευκτ. με δυν.ορ. με επίθ. με επίρρ. με επιφ. με ευκτ. με ορ. με ουσ. με προστ. με υπ. μη πραγμ. μτβ. οργ. πλ.λ. ποιητικό αίτιο προλ. συνδετικό ρήμα σύστ.α Υ υπόταξη, υποτεταγμένος ως επίθ. ως επίρρ. ως ουσ. ως πρόθ. ως σύνδ. δοτική χαριστική δυνητικός ειδικός επιθετικός ευθύς λόγος κατηγορούμενο, κατηγορηματικός με αιτιατική με απαρέμφατο με γενική με δοτική με δοτική προσωπική με δυνητική ευκτική με δυνητική οριστική με επίθετο με επίρρημα με επιφώνημα με ευκτική με οριστική με ουσιαστικό με προστακτική με υποτακτική μη πραγματικό μεταβατικός όργανο, του οργάνου πλάγιος λόγος προληπτικός σύστοιχο αντικείμενο υποκείμενο, ως υποκείμενο ως επίθετο ως επίρρημα ως ουσιαστικό ως πρόθεση ως σύνδεσμος ΧΡΗΣΗ ΛΕΞΗΣ αντ. αντίθετος σε αντιδιαστολή προς αρνητικά αφηρ. αφηρημένος για άνθρωπο για αφηρημένο ουσιαστικό για άψυχα για έμψυχα για ζώο για θεό για πράγμα, -τα (c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 4 / 10
για πρόσωπο, -α για συναισθήματα για υγρό επιφωνημ. ευχ. θετικά κυριολ. σε λογοτυπική έκφραση μτφ. παροιμ. ποιότητα, -τικός ποσότητα, -τικός προσωπ. συνώνυμος τόπος, -ικός τρόπος, -ικός φρ. χρόνος, -ικός επιφωνηματικός, επιφώνηση ευχετικός κυριολεκτικά μεταφορικός παροιμιακός προσωποποίηση, -οιημένος φράση ΕΠΙΠΕΔΟ ΥΦΟΥΣ άσεμν.άσεμνος, -α ειρων. ειρωνικός, -ά επιστημ. επιστημονικός, -ά ευφημ. ευφημισμός, -ιστικά ηθικός, με ηθική σημασία οικείος, -α υβρ. υβριστικός, -ά υποτιμ. υποτιμητικός, -ά χαϊδ. χαϊδευτικός, -ά ΓΝΩΣΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ αρχιτεκτονική αστρονομία βιολογία βοτανική γεωγραφία γεωμετρία γεωργία γλυπτική γραμματική διαλεκτική δικανικός όρος επιστήμη ζωολογία θεατρικός όρος θρησκεία ιατρική κοινωνία λατρεία λογική (c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 5 / 10
μαγεία μαθηματικά μετεωρολογία μηχανική μουσική ναυτική τέχνη νομικός όρος οικονομία πολιτική ρητορική σοφιστική στρατιωτικός όρος τέχνη φιλοσοφία φυσική ΑΝΑΦΟΡΑ ΑΤΤ Αττικοί συγγραφείς ΓΡΑΜΜ ΔΡΑΜ ΕΛΕΓ ΕΠ ΕΠΙΝ ΙΑΜΒ ΙΣΤΟΡ ΚΩΜ ΛΥΡ ΠΕΖ ΠΟΙΗΣΗ ΡΗΤ ΤΡΑΓ ΦΙΛΟΣ στους γραμματικούς δράμα, δραματικός ελεγεία, ελεγειακός έπος, επικός επίνικος ίαμβος, ιαμβικός ιστοριογραφία, ιστοριογραφικός κωμωδία, κωμικός λυρική ποίηση, λυρικός πεζογραφία, πεζογραφικός ποίηση, ποιητικός ρητορική, ρητορικός τραγωδία, τραγικός φιλοσοφία, φιλοσοφικός ΦΘΟΓΓΙΚΑ ΠΑΘΗ αναδιπλ. αναδιπλασιασμός ανάπτυξη ανομοίωση αντέκταση αντιμετάθεση απλοποίηση αποβολή αποκοπή αφαίρεση αφομοίωση δίγαμμα δίφθ. έκθλιψη επέκταση επένθεση ευφωνία, -ικός δίφθογγος (c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 6 / 10
ημίφωνο κράση λαρυγγ. μετάθεση οδοντ. παρέκταση σίγηση συγκοπή συγχώνευση σύμφ. συναίρεση, συνηρημένος συνεκφορά συστολή τροπή φων. χειλ. λαρυγγικός οδοντικός σύμφωνο, συμφώνου φωνήεν, φωνήεντος χειλικός ΠΑΡΑΓΩΓΗ/ ΣΥΝΘΕΣΗ αθεμ. αθεματικός αναλογία, -ικός, -ά αναστροφή αντιστοιχία, αντίστοιχος διπλόθεμο εναρκτ. εναρκτικός επίθημα επίρρ.παρ. επιρρηματικό παράγωγο επίταση, επιτατικός εφετικός ηχομιμ. ηχομιμητικός θέμα, θεματικός θαμιστ. θαμιστικός μεγεθ. μεγεθυντικός νόθ.σύνθ. νόθο σύνθετο ονοματοποιία, -ικός ονομ.επίθ. ονοματικό επίθετο ονομ.θέμα ονοματικό θέμα ονομ.παρ. ονοματικό παράγωγο (για ρήμα) ουσιαστικοποιημένος, -οίηση παράγ. παράγωγο, παραγωγή παρασύνθ. παρασύνθετο περιλ. περιληπτικός, -ά προκλιτικός ρημ. ρηματικός ρημ.επίθ. ρηματικό επίθετο ρημ.θ. ρηματικό θέμα ρημ.παρ. ρηματικό παράγωγο (για ρήμα) ρίζα στερητικός σύμπλεγμα σύνθ. σύνθετος, σύνθεση (c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 7 / 10
τμήση υποκορ. ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ αε. αρχαιοελληνικός αλεξ. βυζ. ελνστ. κλασ. μεθομ. μσν. μτγν. νε. ομηρ. χριστ. ΓΛΩΣΣΩΝΥΜΙΑ αγγλ. αγγλικός αγγλσ. αιγυπτ. απερ. αραβ. αραμ. αρμ. ασλ. αρχ.ινδ. βεδ. γαλλ. γερμ. γοτθ. ιβηρ. ιε. ιρλανδ. ισπαν. ιταλ. κοπτ. λατ. περσ. ρωμ. σανσκρ. σλαβ. τυρρην. φοινικ. φραγκ. χιττ. υποκοριστικό αλεξανδρινός βυζαντινός ελληνιστικός κλασικός μεθομηρικός μεσαιωνικός μεταγενέστερος νεοελληνικός ομηρικός χριστιανικός αγγλοσαξωνικός αιγυπτιακός αρχαίος περσικός αραβικός αραμαϊκός αρμενικός αρχαίος σλαβικός αρχαία ινδικά βεδικός γαλλικός γερμανικός γοτθικός ιβηρικός ινδοευρωπαϊκός ιρλανδικός ισπανικός ιταλικός κοπτικός λατινικός περσικός ρωμαϊκός σανσκριτικός σλαβικός τυρρηνικός φοινικικός φραγκικός χιττιτικός ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ αττ. αττικός ή αττικιστικός αιολ. αιολικός αρκαδ. αρκαδικός (c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 8 / 10
βοιωτ. δωρ. θεσσ. ιων. Κοινή κρητ. κυπρ. λεσβ. μακεδ. μυκην. υπερδωρισμός υπεριωνισμός βοιωτικός δωρικός θεσσαλικός ιωνικός κρητικός κυπριακός λεσβιακός μακεδονικός μυκηναϊκός ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ Αθ. Αθήνα Αίγινα Αίγινα Αμορ. Αμοργός Ανάφη Ανάφη Άνδρ. Άνδρος Αντικ. Αντικύθηρα Απουλ. Απουλία Αστυπ. Αστυπάλαια Βιθ. Βιθυνία Δαρδ. Δαρδανέλια Εύβ. Εύβοια Ζαγορά Ζαγορά Ζάκ. Ζάκυνθος Ήπ. Ήπειρος Θάσ. Θάσος Θήρα Θήρα Θεσσ. Θεσσαλία Θεσσαλον. Θεσσαλονίκη Θράκ. Θράκη Ιθ. Ιθάκη Ικαρ. Ικαρία Ίμβρ. Ίμβρος Ιόν.Νησ. Ιόνια Νησιά Ιων. Ιωνία/ Μ.Ασία Καλ. Καλαβρία Κάλυμ. Κάλυμνος Καππ. Καππαδοκία Κάρπαθ. Κάρπαθος Κάσ. Κάσος Κέρκ. Κέρκυρα Κεφαλλ. Κεφαλλονιά Κορσ. Κορσική Κρ. Κρήτη Κύθ. Κύθηρα Κύθν. Κύθνος Κύπ. Κύπρος (c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 9 / 10
Κωνστ. Κως Λέρ. Λέσβ. Λευκ. Λήμν. Λυκ. Μακεδ. Μέγ. Μεγίστη Μελεν. Μήλος Μύκ. Νάξ. Νίσ. Οθ. Πάρ. Πάτμ. Πελοπ. Πόντ. Προπ. Ρόδ. Σάμ. Σαμοθ. Σέρ. Σίκ. Σίφν. Σκιάθ. Σκόπε. Σκύρ. Στερ.Ελλ. Σύμη Σύρ. Τήλος Τήνος Τσακων. Φούρ. Χάλκη Χίος Κωνσταντινούπολη Κως Λέρος Λέσβος Λευκάδα Λήμνος Λυκία Μακεδονία Μέγαρα Μεγίστη Μελένικο Μήλος Μύκονος Νάξος Νίσυρος Οθονοί Πάρος Πάτμος Πελοπόννησος Πόντος Προποντίδα Ρόδος Σάμος Σαμοθράκη Σέριφος Σίκυνος Σίφνος Σκιάθος Σκόπελος Σκύρος Στερεά Ελλάδα Σύμη Σύρος Τήλος Τήνος Τσακωνία Φούρνοι Χάλκη Χίος (c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 10 / 10