Στυλιανή Καλτσογιάννη. Μελέτη οικοδομικών πηλών από τον νεολιθικό οικισμό Παλιαμπέλων Κολινδρού

Σχετικά έγγραφα
Αρχαιολογικός κάνναβος και στρωματογραφία

Έκθεση αποτελεσμάτων της ανασκαφής στον Αζοριά (2016)

Δημήτρης Δαμάσκος Δημήτρης Πλάντζος Πανεπιστημιακή Ανασκαφή Άργους Ορεστικού

Το σύνολο των βραχογραφιών και κάτω λεπτομέρεια

ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Θέμα: ΟΡΓΑΝΩΣΗ & ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΓΡΑΜΜΙΚΩΝ ΣΧΕΔΙΩΝ

Δημήτρης Δαμάσκος Δημήτρης Πλάντζος Πανεπιστημιακή Ανασκαφή Άργους Ορεστικού

Αρχαίος Πύργος Οινόης Αρχαίο Φρούριο Ελευθερών Αρχαιολογικός χώρος Οινόης. Γιώργος Πρίμπας

Οι αρχαίοι πύργοι της Σερίφου Οι αρχαίοι πύργοι, αυτόνομες οχυρές κατασκευές αποτελούν ιδιαίτερο τύπο κτιρίου με κυκλική, τετράγωνη ή ορθογώνια

Οικισμός αρχαιότερης και μέσης νεολιθικής στα Ρεβένια Κορινού. Πρώτα αποτελέσματα της μελέτης της κεραμικής.

Έκθεση αποτελεσμάτων της ανασκαφής στον Αζοριά (2015)

Στο εν λόγω τεύχος παρουσιάζονται οι εκλαϊκευμένες κατευθύνσεις δόμησης σε τέσσερα παραρτήματα, ως εξής:

Η θεώρηση και επεξεργασία του θέματος οφείλει να γίνεται κυρίως από αρχιτεκτονικής απόψεως. Προσπάθεια κατανόησης της συνθετικής και κατασκευαστικής

ΑΝΑΔΙΑΤΑΞΗ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΒΑΡΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ. Σπύρος Τσιπίδης. Περίληψη διατριβής

ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΛΙΝΔΟΥ ΣΟΦΙΑ ΒΑΣΑΛΟΥ ΒΠΠΓ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ & ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ

ΑΡΧΗ 1ης ΣΕΛΙ ΑΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΙ ΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ ΣΤΟ ΓΡΑΜΜΙΚΟ ΣΧΕ ΙΟ

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10. Η Παλαιοανακτορική Κρήτη (ΜΜΙΒ ΜΜΙΙΙΑ)

ΘΕΜΑ: «ΜΙΚΡΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΔΙΑΚΟΠΩΝ»

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10. Το ανάκτορο της Ζάκρου

Νεοκλασική μορφολογία και βασικές αρχές δόμησης

Αλέξανδρος Νικολάου, ΒΠΠΓ

- Η νεολιθική στην Θεσσαλία -

Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ & ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΚΒ ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ & ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ Θ Ε Α Τ Ρ Ο ΛΙΝΔΟΥ ΧΟΡΗΓΙΚΟΣ ΦΑΚΕΛΟΣ

ΟΜΟΔΟΣ ΟΨΕΙΣ ΚΑΤΟΙΚΙΩΝ. χατζηπέτρου_ελένη. Περιοχές-Όψεις

ΑΤΕΙ ΠΕΙΡΑΙΑ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΜΗΜΑ: ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΕ

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο

ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ Γ ΕΠΑΛ 29 / 04 / 2018

ηαποκάλυψη αρχαιοτήτων στις βορειοανατολικές υπώρειες του λοφώδους

Μία νέα οπτική στο τοπίο και στην οικιστική οργάνωση της Νεολιθικής Θεσσαλίας μέσα από τη συνεισφορά των γεωφυσικών διασκοπήσεων.

Γράμματα και αριθμοί

Σχεδιασμός αρχιτεκτονικών σχεδίων

Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο ΜΑΘΗΜΑ : ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΑΠΟΤΥΠΩΣΕΙΣ

Η Αρχιτεκτονική των οικισμών

m pi-*. κείμενο: Τόνια Κατερίνη, Μαρία Καζολέα, αρχιτέκτονες μηχανικοί φωτογράφηση: Αθηνά Καζολέα, Πάτροκλος Στελλάκης

ΚΥΚΛΑΔΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΤΕΛΟΣ 1ης ΑΠΟ 6 ΣΕΛΙΔΕΣ

Παραδοσιακή Οικοδομική Ι

ΜΑΝΩΛΙΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ, ΒΠΠΓ

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Το οικόπεδο που μας δίνεται να αναπτύξουμε την κτιριακή σύνθεση χαρακτηρίζεται από την έντονη κλίση προς τη θάλασσα

Είναι αυτή η πρώτη πόλη της υτικής Ευρώπης;

ΑΡΧΗ 1ης ΣΕΛΙ ΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΕΙΔΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ

01 Ιερός ναός Αγίου Γεωργίου ΓουμένισσΗΣ

Ι. ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β': Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ( π.Χ.) 3. Ο ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. - Η Κρήτη κατοικήθηκε για πρώτη φορά τη... εποχή.

1. Επεμβάσεις συντήρησης

Ανάγνωση - Περιγραφή Μνημείου: Ναός του Ηφαίστου

Αρχιτεκτονική σχεδίαση με ηλεκτρονικό υπολογιστή

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΑΡΧΑΙΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ «ΠΛΑΤΙΑΝΑΣ» 1 Μ Α Ρ Ι Α Μ Α Γ Ν Η Σ Α Λ Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Ε.Μ.Π. MSc Ε.Μ.Π.

Αναρτήθηκε από τον/την Δρομπόνης Σωτήριος Πέμπτη, 18 Απρίλιος :48 - Τελευταία Ενημέρωση Πέμπτη, 18 Απρίλιος :49

ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΑΥΓΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΕΣ ΡΑΣΕΙΣ 2014

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ Το μυστήριο των Δρακόσπιτων

2. τα ρωμαϊκά, που το λούκι έχει μετασχηματιστεί σε επίπεδο και έχει ενσωματωθεί στο καπάκι

Προϊστορική οικία από το Ακρωτήρι Θήρας (16ος αι. π.χ.)

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΣΧΕΔΙΩΝ. Το οικόπεδο μας ανήκει στον κύριο Νίκο Δαλιακόπουλο καθώς και το γειτονικό οικόπεδο.

Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ:

Μελέτη Ενεργειακής Απόδοσης

ΑΡΧΗ 1ης ΣΕΛΙΔΑΣ. 17 Σεπτεμβρίου 2015 ΘΕΜΑ: «ΠΥΡΓΟΣΠΙΤΟ ΣΤΗ ΜΑΝΗ» ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ. διαιρεί τη δράση του ανθρώπου σε: (πριν τη χρήση γραφής) Β. Εποχή των μετάλλων. μέταλλα. Εποχή του χαλκού

Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΘΕΡΜΟΜΟΝΩΤΙΚΗΣ ΣΤΡΩΣΗΣ ΣΤΑ ΔΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ

ΘΕΜΑ ΕΞΑΜΗΝΟΥ «Υπαίθρια Θεατρική Σκηνή»

Πανεπιστήμιο Κύπρου Πολυτεχνική Σχολή Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών και Μηχανικών Περιβάλλοντος Πρόγραμμα Αρχιτεκτονικής ΠΕΡΑ ΟΡΕΙΝΗΣ.

ΤΑΦΟΣ-ΙΕΡΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΜΙΝΩΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΑΝΔΡΕΑΣ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ ΜΑΡΙΝΑ ΓΑΡΔΙΚΙΩΤΗ

ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ Γ ΕΠΑΛ. Νικόλαος Καραγκιαούρης

Ενότητα 2 Η Προϊστορική Ανασκαφή

ΜΕΛΕΤΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΩΝ ΣΧΕ ΙΩΝ ΜΙΚΡΗΣ ΙΩΡΟΦΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ.

Σύμβολα και σχεδιαστικά στοιχεία. Μάθημα 3

Ύστερη Χαλκοκρατία ή Υστεροκυπριακή περίοδος: 1650/ /1050 π.χ.

ΟΙ ΠΑΡΑΠΟΤΑΜΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ Ένας διαχρονικός πολιτισμός. μέσοσ ρουσ του Αλιάκμονα(III)

Αµφίπολη: Βρέθηκε σκελετός σε τάφο κάτω από τον τρίτο θάλαµο

14. Κατασκευάστε μια μακέτα ανασκαφικού σκάμματος και παίξτε «ανασκαφή»! Επίσης, για την «ανασκαφή» θα χρειαστείτε:

AΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΓΡΑΜΜΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10. Μινωικοί ιεροί χώροι

Τοιχοποιία Ι Επισκευές

Γραμμές. 4.1 Γενικά. 4.2 Είδη και πάχη γραμμών

ΕΦΟΡΕΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

ΤΕΛΟΣ 1ης ΑΠΟ 5 ΣΕΛΙ ΕΣ

Έκθεση αποτελεσμάτων της ανασκαφής στον Αζοριά (2013) Donald C. Haggis, The University of North Carolina at Chapel Hill

ΘΕΜΕΛΙΩΣΕΙΣ ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ

ΑΔΑ: 4ΙΙΒΕΜ-Β8 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ

Προανακτορική Κρήτη (ΠΜΙ - ΠΜΙΙ ΠΜΙΙΙ ΜΜΙΑ 3650/ π.χ. περίπου)

ΠΕΤΡΙΝΗ ΜΟΝΟΚΑΤΟΙΚΙΑ ΣΤΗΝ ΑΝΑΒΥΣΣΟ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ. 44 ΤΕΥΧΟΣ 2/

Ξενοδοχείο 4* «Virginia Hotel» εκτός Σχεδίου Δήμος Ρόδου

ΣΧΕΔΙΑΣΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΕΠΙΠΛΟΥ ΤΜΗΜΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ & ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΞΥΛΟΥ - ΕΠΙΠΛΟΥ

ΣΠΙΤΙΑ & ΑΥΛΕΣ ΣΤΟ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΟΙΚΙΣΜΟ ΑΥΓΗΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ: ΤΟ ΚΤΙΡΙΟ 5 ΚΑΙ ΟΙ ΓΕΙΤΟΝΙΚΟΙ ΑΝΟΙΧΤΟΙ ΧΩΡΟΙ

ΟΙ ΓΡΑΦΕΣ ΣΤΟ ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ Όταν οι μαθητές δημιουργούν

Η Βοιωτία θεωρείται από αρχαίους και συγχρόνους ιστορικούς καθώς και γεωγράφους, περιοχή ευνοημένη από τη φύση και τη γεωπολιτική θέση της.

ΚΕΡΑΜΙΚΑ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΤΕΧΝΗ

ΤΕΛΟΣ 1ης ΑΠΟ 5 ΣΕΛΙ ΕΣ

ΘΕΜΑ: «ΦΟΙΤΗΤΙΚΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ»

Μινωικός Πολιτισμός σελ

Εργαστήριο 1: Σχέδια από την οικοδομική άδεια ενός κτηνοτροφικού κτηρίου

σε δράση Μικροί αρχιτέκτονες Όνομα μαθητή Εκπαιδευτικό πρόγραμμα Εκπαιδευτικό πρόγραμμα για μαθητές Γυμνασίου

Προνεολιθική και Νεολιθική Κύπρος

Συντήρηση - Αποκατάσταση Επίπλων και Ξύλινων κατασκευών Δραστηριότητες Εργαστηρίου Δρ. Τσίποτας Δημήτριος

Γιώργος Πρίμπας Ααύγουστος 2017

Μελέτη Περίπτωσης Νέο Μουσείο Ακρόπολης

Μοναδικά ευρήματα σε Σικυώνα

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ & ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ Στυλιανή Καλτσογιάννη Μελέτη οικοδομικών πηλών από τον νεολιθικό οικισμό Παλιαμπέλων Κολινδρού Επιβλέπων καθηγητής: Κ. Κωτσάκης ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2008

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ & ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ Στυλιανή Καλτσογιάννη Μελέτη οικοδομικών πηλών από τον νεολιθικό οικισμό Παλιαμπέλων Κολινδρού Εξεταστική επιτροπή: Κ. Κωτσάκης Αικ. Παπαευθυμίου-Παπανθίμου Στ. Ανδρέου Ημερομηνία έγκρισης: 27/3/2008 Η έγκριση της Μεταπτυχιακής Εργασίας από το τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ. δεν υποδηλώνει αναγκαστικά ότι αποδέχεται το Τμήμα τις γνώμες του συγγραφέα.

Περιεχόμενα Πρόλογος σ. 3 Συντομογραφίες 5 Εισαγωγή 6 Τα ομοιώματα «οικημάτων» ως δείκτες για τη μορφή των νεολιθικών κατοικιών 12 Ο νεολιθικός οικισμός Παλιαμπέλων Κολινδρού 19 Η περιοχή των οικημάτων 23 Ο πηλός 32 Η στέγη 34 Ο τοίχος 40 - Η διακόσμηση των τοίχων 44 Το δάπεδο 47 Οι κατασκευές 50 Η μελέτη των οικοδομικών πηλών: η μεθοδολογία προσέγγισής τους 53 Στατιστική ανάλυση 63 Οι προσμείξεις των οικοδομικών πηλών 81 Η κατανομή των τμημάτων πηλού στον χώρο 85 Η παρουσία της φωτιάς στα οικοδομικά υλικά: ερμηνευτικές προσεγγίσεις 90 Συμπεράσματα 99-1 -

Κατάλογος διαγνωστικών τμημάτων πηλού 108 Βιβλιογραφία 132-2 -

Πρόλογος Η παρούσα εργασία επιχειρεί να προσφέρει μια διαφορετική προσέγγιση της νεολιθικής αρχιτεκτονικής μέσα από τη μελέτη ενός από τα βασικά δομικά υλικά που χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή της νεολιθικής κατοικίας, των οικοδομικών πηλών ειδικότερα, γίνεται προσπάθεια να αποκατασταθεί η ανωδομή ενός από τα οικήματα που ανασκάφηκαν στον νεολιθικό οικισμό Παλιαμπέλων Κολινδρού κατά την ανασκαφική περίοδο Αυγούστου - Σεπτεμβρίου 2004. Για την ευκαιρία που μου έδωσε να μελετήσω το «ιδιόμορφο» αυτό υλικό, τις χρήσιμες υποδείξεις του σε διάφορες φάσεις της εργασίας μου αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο κατηύθυνε όλα αυτά τα χρόνια την επιστημονική μου σκέψη θερμές ευχαριστίες οφείλω στον επιβλέποντα καθηγητή και διευθυντή της ανασκαφής των Παλιαμπέλων Κ. Κωτσάκη. Πολύτιμη για την πραγματοποίηση της εργασίας μου υπήρξε και η συμβολή του συνδιευθυντή της ανασκαφής των Παλιαμπέλων, καθηγητή P. Halstead (University of Sheffield, U.K.). Τον ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη του, τη συνεχή καθοδήγησή του κυρίως σε ζητήματα μεθόδου, καθώς και για την προθυμία του να απαντήσει στις κάθε είδους απορίες μου. Ο κύριος οδηγός για την προσέγγιση του υλικού υπήρξε η αντίστοιχη εργασία της Elfriede Zettler για τη θέση Karanovo, που υποβλήθηκε το 1994 στο Paris-Lodron Universität του Salzburg. Για τη διευκόλυνση της πρόσβασης στην αδημοσίευτη εργασία της Zettler ευχαριστώ θερμά τη γραμματέα της κεντρικής βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου του Salzburg Christine Hofer. Ένα σημαντικό μέρος της εργασίας μου πραγματοποιήθηκε και στο εργαστήριο της ανασκαφής Τούμπας Θεσσαλονίκης. Ευχαριστώ και από τη θέση αυτή τον υπεύθυνο καθηγητή Στ. Ανδρέου, που πρόθυμα δέχτηκε να φιλοξενήσει για αρκετούς μήνες το υλικό μου, παρέχοντάς μου χώρο και τον απαραίτητο εξοπλισμό για τη μελέτη μου, καθώς και τις συνεργάτιδές του Ο. Εξάρχου και Ι. Μαυροειδή για το ευχάριστο και φιλικό κλίμα με το οποίο περιέβαλαν τη συνύπαρξή μας στον χώρο εργασίας. Ευχαριστίες οφείλω, επίσης, στην επίκουρη καθηγήτρια Σ.-Μ. Βαλαμώτη για τις βιβλιογραφικές της υποδείξεις σε ζητήματα νεολιθικής οικονομίας, καθώς και στη συνάδελφο Burgu Tung (member of the Çatalhöyük team Department of Anthropology, University of California at Berkeley), που είχε την καλοσύνη να μου αποστείλει άρθρο της σχετικό με τους οικοδομικούς πηλούς από τη θέση Çatalhöyük. Θα ήθελα, τέλος, να ευχαριστήσω ξεχωριστά τον Arturo Vargas-Escobar, παλαιότερο συνεργάτη των ανασκαφών Παλιαμπέλων και Τούμπας και αναπληρωτή καθηγητή του τμήματος Ιταλικής και Ισπανικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, τόσο για την πολύπλευρη στήριξή του σε - 3 -

θέματα τεχνολογίας, όσο και για το διαρκές ενδιαφέρον του για την πορεία της εργασίας μου, τη συνεχή ενθάρρυνσή του και την αμέριστη ηθική του συμπαράσταση. Θεσσαλονίκη, Ιανουάριος 2008-4 -

Συντομογραφίες ΑΔ Αριθμός Διαγνωστικού ΑΕΧ Ακίνητο Εύρημα Χώρου ΑΝ Αρχαιότερη Νεολιθική ΜΝ Μέση Νεολιθική ΝΝ Νεότερη Νεολιθική ΤΝ Τελική Νεολιθική - 5 -

Εισαγωγή Τα οικήματα και γενικότερα κάθε είδους κτίσμα δε συγκαταλέγονται μονάχα στα πιο επιφανή στοιχεία ενός σύγχρονου πολιτισμού: σε ό,τι αφορά τη δόμηση και τη μεταξύ τους διευθέτηση αντανακλούν ευκρινέστερα από οποιοδήποτε άλλο υλικό την οικονομική και κοινωνική δομή ενός πληθυσμού. Κι αυτό ισχύε ανέκαθεν. Ο βαθμός της μόνιμης εγκατάστασης, το επίπεδο διαβίωσης, η πυκνότητα και η οργάνωση του πληθυσμού μαζί με πολλά ακόμη θεμελιώδη ερωτήματα μπορούν να απαντηθούν επαρκώς με αναφορά στα οικήματα της κοινωνίας που μελετάται (Clark 1937: 468). Οι συνιστώσες, κατ επέκταση, που μεταβάλλουν τη μορφή του οικήματος και την οργάνωση ενός οικισμού, οι επιδράσεις που απορρέουν από την αλλαγή των μορφών και των τεχνολογικών επιλογών στο πέρασμα του χρόνου, ξεπερνούν την απλή τυπολογική κατηγοριοποίηση των οικημάτων και οδηγούν την αρχιτεκτονική σε νέες, ουσιωδέστερες ίσως, ερμηνευτικές προσεγγίσεις (Elia 1982: 49-50). Για την Προϊστορική Αρχαιολογία, καθώς επικεντρώνει τη μελέτη της σε κοινωνίες που αναπτύχθηκαν πριν τη γραπτή ιστορία, θα ήταν αναμενόμενο πως από την αρχή θα έστρεφε τις προσπάθειές της στον εντοπισμό και την ανασκαφή των κτιρίων που στέγαζαν το αντικείμενο της μελέτης της. Αλλά το 19 ο αιώνα και τις αρχές του 20 ου οι θησαυροί, οι ταφές, οι πόλεμοι κι οι δεισιδαιμονίες προσέλκυαν περισσότερο το ενδιαφέρον, γι αυτό και οι οχυρώσεις, οι τάφοι, οι σκελετοί, πολύτιμα αντικείμενα και λατρευτικά σύμβολα συνιστούν τις συχνότερες αναφορές στα γραπτά της εποχής. Τα οικήματα και η καθημερινή ζωή αποτελούσαν ίσως έναν κοινό τόπο και δεν συγκέντρωναν την προσοχή των ερευνητών. Εξάλλου, η μελέτη τους ήταν πιο δαπανηρή και κουραστική σε σύγκριση με τις ταφές και τα αντίστοιχα ευρήματα, σε αντίθεση προς τα κτερίσματα, κοινά αντικείμενα απορρίμματα των χρηστών τους. Η γνώση για τις προϊστορικές κοινωνίες προερχόταν, κατά συνέπεια, μέσα από τα ταφικά σύνολα σαν να είχαν γεννηθεί οι πληθυσμοί νεκροί, ώστε οι επικριτές της τάσης αυτής επεσήμαιναν την άμεση ανάγκη ο εντοπισμός και η ανασκαφή προϊστορικών οικημάτων να αποτελέσει τον πρωταρχικό στόχο της έρευνας (Clark 1937: 468-9). Η μελέτη των οικημάτων ως δεικτών της οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας των κοινωνιών του παρελθόντος αναπτύχθηκε καταρχήν σε χώρες όπου την Αρχαιολογία στελέχωναν επαγγελματίες που διακρίνονταν για την επιστημονικότητά τους, ενώ η αντίστοιχη μελέτη βρισκόταν σε αρχικό στάδιο εκεί όπου οι αλλαγές στη νοοτροπία βρίσκονταν ακόμη σε εξέλιξη. Οι Γερμανοί αρχαιολόγοι υπήρξαν από τους πρώτους που οδήγησαν τη μελέτη των προϊστορικών οικημάτων την εποχή εκείνη σε ένα συγκριτικά προηγμένο επίπεδο (Clark 1937: 468). - 6 -

Αναμφίβολα, το ένστικτο της συντήρησης ήταν αυτό που καθοδήγησε τους ανθρώπους να προσπαθούν να εκπληρώνουν πάντοτε τρεις πρωταρχικές τους ανάγκες: την τροφή, την ένδυση και την κατοικία. Γι αυτό και προσπάθησαν να εξασφαλίσουν κάποιο καταφύγιο ως προστασία ενάντια στο κρύο και τις καιρικές αντιξοότητες και τον κάθε λογής κίνδυνο που θα απειλούσε τη ζωή τους. Η μορφή της κατοικίας καταφυγίου γνώρισε μακρά εξέλιξη. Στην αρχή ήταν προσωρινή και παρείχε εφήμερη προστασία για στοιχειώδεις ανάγκες. Σιγά-σιγά πήρε τη μορφή «καλύβας» και τελικά ο άνθρωπος έχτισε τελειότερες κατασκευές, κανονικά οικήματα (Pyrgaki 1987: 47). Έτσι, το οίκημα έγινε το καταφύγιο αλλά και ο χώρος για τον ύπνο και την εξασφάλιση της οικοσκευής και των προμηθειών (Θεοχάρης 1980: 12). Έγινε όμως και ο χώρος παραγωγής των κοινωνικών σχέσεων και κοινωνικού ελέγχου ως χώρος που σημαδεύτηκε από την ανάπτυξη του νοικοκυριού, της κατεξοχήν μονάδας παραγωγής και αναπαραγωγής που ταυτίστηκε με τις αρχιτεκτονικές μονάδες κι ίσως, τελικά, ήταν περισσότερο κοινωνικοί παρά οικονομικοί οι λόγοι που επέβαλαν τη μονιμότερη εγκατάσταση σε μία θέση (Stevanović & Tringham 1997: 196). Η παρατήρηση του τρόπου με τον οποίο διάφορες εποχές οικοδόμησαν τα οικήματά τους παρέχει πληροφορίες μεγάλου ενδιαφέροντος για τον τρόπο ζωής τους. Στην πλειοψηφία τους, ωστόσο, οι προϊστορικές κατοικίες ήταν φθαρτές και με τον χρόνο επήλθαν φθορές που δυσχεραίνουν την τωρινή παρατήρησή τους. Τμηματικά μόνο διατηρήθηκαν τμήματά τους στο πέρασμα των χιλιετιών, που επιτρέπει, παρόλ αυτά, να διατυπωθούν κάποια συμπεράσματα για τη μετατροπή και εξέλιξη της έννοιας της κατοίκησης κατά τη διάρκεια της Προϊστορίας (Pyrgaki 1987: 50-5). Η οικοδομική τεχνολογία όμως φαίνεται να αποτελεί για τους μελετητές το λιγότερο ελκυστικό σκέλος της μελέτης των ανασκαμμένων οικημάτων. Η προτίμηση παραμένει κατά προτεραιότητα στην ερμηνεία της λειτουργίας και της χρήσης των χώρων, μέσω της οποίας προσδοκάται η κατανόηση του αρχαίου βίου. Αυτό είναι ιδιαίτερα αισθητό στον χώρο της έρευνας των προϊστορικών χρόνων, όπου η προσέγγιση γίνεται αποκλειστικά μέσω της ερμηνείας των υλικών καταλοίπων. Η τεχνολογία, ωστόσο, εκτός του ότι αποτελεί αυτή καθεαυτή μέρος του αρχαίου βίου, προσφέρει σημαντικά κλειδιά χάρη στις αμφίδρομες σχέσεις της με την εκάστοτε κοινωνική δομή (Παλυβού 2005: 12). Ακολούθως, ένας μεγάλος όγκος «ταπεινών» κατασκευών έχει απασχολήσει ελάχιστα τους μελετητές. Οι κατασκευές αυτές αφήνουν εξίσου ταπεινά ίχνη πίσω τους, αλλά εμπεριέχουν πολλές από τις βασικές αρχές της οικοδομικής τέχνης. Είναι οι αρχές που διέπουν τα κύρια δομικά υλικά, το ξύλο, την πέτρα και τον πηλό: οι ιδιότητές τους και η συμπεριφορά τους στις καταπονήσεις και τον χρόνο, τα βήματα του σωστού - 7 -

τρόπου απόκτησης και κατεργασίας τους, ο τρόπος συναρμογής και συνεργασίας μεταξύ τους κ.ά. (Παλυβού 2005: 12). Μια ουσιαστική διάκριση που θα μπορούσε να γίνει στον τομέα της οικοδομικής τεχνολογίας αφορά οπωσδήποτε το δομικό σύστημα, δηλαδή τον τρόπο χειρισμού του φέροντος οργανισμού και τον ρόλο που παίζουν σε κάθε περίπτωση τα τρία βασικά δομικά υλικά, δηλαδή το ξύλο, ο πηλός και η πέτρα. Σε πολλές νεολιθικές θέσεις έχουν βρεθεί κατάλοιπα πασσαλόπηκτων οικημάτων που ακολουθούν σε γενικές γραμμές το ίδιο κατασκευαστικό μοντέλο που έχει ως κύριο δομικό υλικό του το ξύλο: ένας φέρων σκελετός από πασσάλους πακτωμένους στο έδαφος «κλείνει» με επίχρισμα πηλού ή με κλαδιά που πλέκονται στους πασσάλους και μια ξύλινη στέγη που ενίοτε είναι συνέχεια των ίδιων πασσάλων, για τη μορφή της οποίας μπορούμε να έχουμε μια ιδέα από τα ομοιώματα οικημάτων που κατά καιρούς έχουν βρεθεί 1. Ο πηλός ως κύριο δομικό υλικό χρησιμοποιήθηκε με τη μορφή πλινθόκτιστων κατασκευών: οι ωμές πλίνθοι κατασκευάζονταν με το χέρι κι αφότου στέγνωναν στον ήλιο, τοποθετούνταν σε οριζόντιες στρώσεις επάνω σε χαμηλή λίθινη βάση ή απευθείας επάνω στο έδαφος, με παχύ στρώμα πηλοκονιάματος στους οριζόντιους αρμούς. Ο τρόπος κάλυψης ενός πλινθόκτιστου οικήματος ποικίλλει, άλλοτε δηλαδή μπορεί να έχει δίρριχτη ή τετράρριχτη στέγη κι άλλοτε επίπεδο δώμα, όπως συμβαίνει λ.χ. στο συγκρότημα νεολιθικών οικιών της Κνωσού. Η επικουρική συμμετοχή του ξύλου με τη μορφή ξύλινων ενισχύσεων στους πλινθότοιχους παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και είτε πρόκειται για οριζόντιες ξυλοδεσιές, είτε για κατακόρυφα ξύλα που έχουν ενσωματωθεί σε καίρια σημεία των πλινθότοιχων, π.χ. στα ελεύθερα άκρα τους και σε ανοίγματα. Βέβαια, η διαφορά ανάμεσα στην οριζόντια ενίσχυση και το κατακόρυφο φέρον στοιχείο είναι μεγάλη, αφού στη δεύτερη περίπτωση θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για «σύμμεικτη» κατασκευή, όπου τα δύο υλικά, η πλίνθος και το ξύλο, μετέχουν από κοινού στον φέροντα οργανισμό του κτίσματος. Η χυτή πηλοδομή (pisé), η κατασκευή, δηλαδή, τοίχων με ξυλότυπο στον οποίο χύνεται σε ρευστή κατάσταση ο πηλός ή η απλή πηλοδομή (mur moulé ή coulé), που χτίζεται με το χέρι χωρίς ξυλότυπο, κατά γενική εντύπωση δεν ήταν διαδεδομένη στο προϊστορικό Αιγαίο σε καμία περίοδο. Στις 1 Η συμπληρωματική χρήση σανίδων παράλληλα με τους πασσάλους, ώστε να διαφοροποιείται η τεχνική του κατεξοχήν πασσαλόπηκτου οικήματος και η συμπληρωματική χρήση σανίδων ταυτόχρονα με κλαδιά ή λεπτούς κορμούς δέντρων ως παραλλαγή του wattle-and-daub είναι μία περίπτωση που δεν έχει συζητηθεί επαρκώς στη βιβλιογραφία. Ακόμη και στην περίπτωση που αναφέρεται η χρήση σανίδων, δε συζητείται η λειτουγία τους στην κατασκευή του οικήματος, αν προέρχονται π.χ. από τους τοίχους ή τη στέγη. Δεν πρέπει ακόμη να παραλειφθεί πως ο πηλός ως οικοδομικό υλικό θα μπορούσε να απουσιάζει όχι μόνο από τα λίθινα κτίσματα αλλά και από επικουρικά προς ένα κτίριο κτίσματα μικρότερων διαστάσεων, κατασκευασμένων από ξύλο (Zettler 1994: 4, 9, 23). - 8 -

περιπτώσεις, τέλος, που η πέτρα θεωρείται το κύριο δομικό υλικό λανθάνει πολλές φορές ο κίνδυνος παρερμηνείας, καθώς δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που οι τοίχοι των λιθόκτιστων κατασκευών σώζονται σε τόσο χαμηλό ύψος, ώστε να μη μπορεί να πει κανείς με βεβαιότητα αν συνέχιζαν προς τα πάνω ως λίθινοι ή πλίνθινοι (Παλυβού 2005: 12-14) 2. Οι πίνακες 1 και 2 δίνουν τα γενικά χαρακτηριστικά των τοίχων και των στεγών, όπως έχουν εκτιμηθεί με βάση το υλικό κατασκευής τους από τον Hodges (Hodges 1972: 524). Η διαθεσιμότητα του υλικού στο εγγύς περιβάλλον των κατασκευών είναι ασφαλώς καθοριστικός παράγοντας στην επιλογή και διαμόρφωση του φέροντος οργανισμού του κτίσματος, που άλλοτε επιτρέπει συγκεκριμένες μορφές του κι άλλοτε τις απαγορεύει. Παράλληλα όμως και η χρήση και οι λειτουργίες που θα εξυπηρετούσαν τα διάφορα κτίσματα πιθανότατα καθόριζαν με τη σειρά τους την επιλογή των οικοδομικών υλικών. Αλλά και το τεχνολογικό επίπεδο των κατοίκων κάθε περιοχής επηρέασε κι αυτό τις οικοδομικές πρακτικές, καθώς η χρήση π.χ. του ξύλου ως φέροντος οργανισμού προϋπέθετε ότι υπήρχε και η απαραίτητη τεχνογνωσία για την επεξεργασία του (Pyrgaki 1987: 211-12). Στις νεολιθικές κοινωνίες από την Εγγύς Ανατολή και τη Νοτιοανατολική Ευρώπη ο πηλός, το αντικείμενο αυτής της μελέτης, χρησιμοποιήθηκε ποικιλοτρόπως, στην αρχιτεκτονική, την αγγειοπλαστική, την ειδωλοπλαστική κ.ά. Στις περισσότερες, ωστόσο, περιοχές ο πηλός που εντοπίστηκε στις διάφορες αρχαιολογικές θέσεις και ο οποίος προοριζόταν για μη κεραμική χρήση δεν ποσοτικοποιήθηκε σε αντίθεση προς τον κεραμικό πηλό, μολονότι οι ποσότητές του είναι τεράστιες. Αν το Selevac αποτελεί ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα, η συνολική ποσότητα του διατηρημένου και περισυλλεγμένου μη κεραμικού πηλού μόλις από τις ανασκαφικές περιόδους 1976-78 ανέρχεται σε 3918 κ. και αντιστοιχεί σε πηλό που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή των οικημάτων, αποθηκευτικές εγκαταστάσεις, φούρνους, κλίβανους, έπιπλα οικοσκευή, φορητά αντικείμενα κ.τ.λ. Ειδικότερα ο οικοδομικός πηλός δε διαφοροποιείται ως προς τον κεραμικό μονάχα σε ό,τι αφορά τις διαδικασίες παραγωγής για τις οποίες προορίζεται, αλλά συνιστά καταρχήν διαφορετικό είδος πηλού, που χρησιμοποιείται σε διαφορετικές ποσότητες, περιέχει διαφορετικές προσμείξεις, συνδέεται με διαφορετικές τεχνικές επεξεργασίας και εμπλέκεται σε διαφορετικές ιστορίες βιογραφίες χρήσης (Tringham & Stevanović 1990: 323). Κι 2 Δύο βασικά μειονεκτήματα της πέτρας είναι αφενός ότι απαιτεί έναν σημαντικό χρόνο επεξεργασίας και αφετέρου ότι δεν εμποδίζει τη διείσδυση της υγρασίας στο εσωτερικό των χτισμάτων. Είναι όμως σταθερή και ανθεκτική και μπορεί να υποστηρίξει, σε αντίθεση προς τον πηλό, βαριές ανωδομές (Pyrgaki 1987: 213-14). - 9 -

όλα αυτά, αν λάβει μάλιστα κανείς υπόψη ότι τα στοιχεία που έχουμε για την αρχιτεκτονική περιορίζονται σε γενικές γραμμές στο σχήμα και το μέγεθος των οικημάτων, αφού λείπουν διεξοδικότερες μελέτες για τον οικοδομικό πηλό, αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η μεθοδολογία ανασκαφής των θέσεων της Νεολιθικής και της Χαλκολιθικής εποχής αναπτύχθηκε χωρίς την παράλληλη εξέλιξη της ανάλυσης των αρχιτεκτονικών υλικών (Tringham & Stevanović 1990: 352), τη στιγμή που η εξέταση της τεχνολογίας που εφαρμόστηκε για την οικοδόμηση ενός οικήματος θα μπορούσε να αποτελεί τη βάση για την ερμηνεία ακόμη και ολόκληρου του οικήματος, καθώς η κατασκευή προηγείται χρονικά σε σχέση με την κατοίκηση και άρα είναι δυνατόν να αντανακλά την αρχική καταρχήν οπτική των κατοίκων για το οίκημα στο οποίο θα έμεναν, οικονομική, κοινωνική, συμβολική κ.τ.λ. (Stevanović 1997: 341). Έτσι, είναι δυνατόν να μιλήσει κανείς σε γενικές γραμμές για τη μέθοδο κατασκευής ενός οικήματος, εφόσον τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα διατηρούνται σε ικανοποιητικό βαθμό, αλλά δεν έχει γίνει ακόμη εφικτή η λεπτομερής αποκατάσταση ενός νεολιθικού οικήματος (Tringham & Stevanović 1990: 352). Η ικανοποιητική διατήρηση των αρχιτεκτονικών στοιχείων αποδίδεται στη συχνά διαπιστωμένη καταστροφή των οικισμών από φωτιά και την επακόλουθη κατάρρευση των κτισμάτων. Τάφροι θεμελίωσης, πασσαλότρυπες, πατώματα από πηλό ή ξύλο, φούρνοι, εστίες και αποθηκευτικές περιοχές, πολλές φορές διατηρήθηκαν κάτω από ένα παχύ στρώμα οικοδομικών υλικών. Αλλά και πληροφορίες σχετικά με τα οικοδομικά υλικά που χρησιμοποιήθηκαν, παραδόθηκαν, επειδή σφραγίστηκαν κάτω από τέτοια στρώματα, ώστε να διευκολύνουν τη μελέτη των αρχιτεκτονικών στοιχείων και τη μελέτη της εξέλιξης της αρχιτεκτονικής γενικότερα, στις περιπτώσεις που κατάλοιπα από προηγούμενες οικιστικές φάσεις δεν ισοπεδώθηκαν για να επαναχρησιμοποιηθεί ο χώρος κατοίκησης (Mould & Wardle 2000: 71). Η κακή διατήρηση δε των αρχιτεκτονικών καταλοίπων αποδίδεται σε υψηλό βαθμό καταστροφής είτε από φωτιά, είτε από την έκθεση στο περιβάλλον ή σε διάφορες οικοδομικές πρακτικές και την επακόλουθη σκόπιμη καταστροφή των προγενέστερων καταλοίπων (Tringham & Stevanović 1990: 354). Τα οικοδομικά υλικά έχουν πολλές εκδοχές το καθένα και για τον λόγο αυτό μπορούν να πάρουν διάφορες μορφές, αφού συνδυάζονται με άλλα υλικά και μεταξύ τους και προσαρμόζονται κάθε φορά στις διαφορετικές ανάγκες της κατοίκησης (Pyrgaki 1987: 220). Τα υλικά που χαρακτηρίζουν τα υπολείμματα της νεολιθικής οικοδομικής δραστηριότητας θα μπορούσαν να διακριθούν σε δύο βασικές κατηγορίες (εικ. 1): από τη μία πλευρά ξεχωρίζουν όσα είναι οργανικής προέλευσης, δηλαδή το ξύλο, το σταχίδιο και το στέλεχος από τα δημητριακά, τα καλάμια, το χόρτο κ.τ.λ., ενώ από την άλλη πλευρά έχουμε υλικά ανόργανης προέλευσης, π.χ. τον πηλό, τις πέτρες - 10 -

και την άμμο. Τα οργανικά υλικά απαντούν κυρίως ως άνθρακας και ως εμπιέσεις από ξύλα σε πηλό ή ως ίχνη των ξύλων πασσάλων στις πασσαλότρυπες. Σπάνια εντοπίζονται στην αρχική τους κατάσταση και για τον λόγο αυτό είναι δύσκολη η ανάλυσή τους. Τα ανόργανα υλικά όμως προσφέρονται περισσότερο για ανάλυση. Διατηρούνται, ωστόσο, τις περισσότερες φορές σε κατάσταση παραλλαγμένη από την αρχική, έχοντας υποστή αλλαγές εξαιτίας επενέργειας της φωτιάς αλλά και της έκθεσής τους στο περιβάλλον (Tringham & Stevanović 1990: 353). Τα υπολείμματα των νεολιθικών οικημάτων είναι λίγα, καθώς τα οικήματα αυτά ήταν κατασκευασμένα από φθαρτά υλικά, ξύλο και πηλό, και μόνο από τα οικήματα που καταστράφηκαν από φωτιά διατηρήθηκαν κάποια τμήματα. Στην ουσία, τα ξύλινα τμήματά τους κάηκαν, αλλά η φωτιά σκλήρυνε τον πηλό που τα περιέβαλλε κι όταν τα ανώτερα τμήματα κατέρρευσαν, ο πηλός έσπασε σε κομμάτια, τα οποία, ωστόσο, διατήρησαν κάποιες πληροφορίες για τη νεολιθική αρχιτεκτονική. Οι πληροφορίες που μπορούμε να αντλήσουμε διακλαδίζονται σε δύο επίπεδα: από τη μία πλευρά αφορούν τον πηλό που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή κι από την άλλη πλευρά το ξύλο. Τα κατασκευαστικά στάδια του οικήματος και ειδικότερα η προετοιμασία της πρώτης ύλης, η τοποθέτηση του ξύλινου σκελετού και στη συνέχεια του πηλού, ακόμη και τα τελειώματα των επιφανειών που κάλυψαν στο τελικό στάδιο τον πηλό, μπορούν επίσης να αντληθούν ως πληροφορίες με διαφορετικές τεχνικές μελέτης και ακολούθως να αυξήσουν τις γνώσεις μας για την τεχνολογία των νεολιθικών κτισμάτων. Όμως οι εμπιέσεις που διατηρούν τα τμήματα του πηλού ίσως είναι το πιο ενδιαφέρον στοιχείο τους [Martinez 1999 (2001): 63-4]. Από τους πρώτους αρχαιολόγους που προσέγγισαν, ακροθιγώς έστω, τα οικοδομικά κατάλοιπα, ο Χρ. Τσούντας στο μνημειώδες έργο του «Αι προϊστορικαί ακροπόλεις Διμηνίου και Σέσκλου» μιλά για τα οικήματα της «πρώτης περιόδου του λιθικού αιώνος» και αναφέρεται στις πηλόκτιστες «καλύβες» του Σέσκλου. Στο σημείο αυτό δίνει κάποια παραδείγματα από τμήματα πηλών που έχουν σωθεί και θέλοντας να κάνει κάποιες υποθέσεις για την όψη και την κατασκευή των οικημάτων, προσπαθεί να αποδώσει στα τμήματα αυτά μια θέση και μια λειτουργία, βασίζοντας τις σκέψεις του στην παρατήρηση των εμπιέσεων που έχουν διατηρηθεί (Τσούντας 1908: 79-84). Μια συνολικότερη, εντούτοις, εντύπωση για τη μορφή που μπορούν να προσδώσουν τα υλικά αυτά, το ξύλο και ο πηλός, σε ένα οικοδόμημα, δεν έχει προς το παρόν επιτευχθεί, προκειμένου για τη Νεολιθική στον ελλαδικό χώρο, μέσα από τη σχολαστικότερη μελέτη των οικοδομικών καταλοίπων έτσι η εικόνα που έχουμε βασίζεται μέχρι σήμερα κατά κύριο λόγο στα σύγχρονα ομοιώματα των οικημάτων. - 11 -

Τα ομοιώματα «οικημάτων» ως δείκτες για τη μορφή των νεολιθικών κατοικιών 3 Η έρευνα δεν έχει κατορθώσει μέχρι σήμερα να πει την τελευταία λέξη στον τομέα της αρχιτεκτονικής. Η φύση των σχετικών ευρημάτων και κατά συνέπεια η κατάσταση διατήρησής τους κατά την εύρεσή τους, έχοντας ως αποτέλεσμα την αποσπασματικότητα των πληροφοριών, δεν επέτρεψε να διατυπωθούν πλήρεις, θεωρητικές τουλάχιστον, απόψεις σε ό,τι αφορά την εν γένει κατασκευή ενός οικήματος της Νεολιθικής περιόδου. Ικανοποιητικά υπήρξαν μόνο τα ανασκαφικά ευρήματα που στοιχειοθέτησαν τη γνώση μας ως προς τα υλικά δομής, τις κατόψεις των οικημάτων και την εσωτερική διάρθρωσή τους, μέχρι δε ενός σημείου και την «πολεοδομική» τους διάταξη εντός ενός καθορισμένου χώρου. Για τον λόγο αυτό ευρήματα που είναι δυνατόν να προσφέρουν νέα στοιχεία για την ολοκλήρωση των γνώσεών μας στον τομέα της αρχιτεκτονικής έχουν ιδιαίτερη σημασία (Χουρμουζιάδης 1969: 36). Για την Προϊστορία και ειδικότερα για τη Νεολιθική περίοδο τα ομοιώματα οικημάτων είναι ζωτικής σημασίας, καθώς έχουν τη δυνατότητα να συμβάλουν μέσα από μια κριτική οπτική στο να προσεγγίσουμε ένα οίκημα συμπληρωματικά προς όσο τα ίχνη ενός τοίχου ή κάποιες πασσαλότρυπες μας το επιτρέπουν. Παρέχουν μια πρόταση για την εξωτερική φυσιογνωμία ενός νεολιθικού οικήματος, για την οποία μονάχα σποραδικές πληροφορίες διαθέτουμε για την ανωδομή και τη μορφή της στέγης ελάχιστα είναι αυτά που γνωρίζουμε (Grundmann 1953: 7-9). Ενδεχομένως τα ομοιώματα οικημάτων δεν αποτελούν πιστά αντίγραφα ή προπλάσματα οικημάτων ίσως είναι η φευγαλέα εργασία ενός προικισμένου αγγειοπλάστη, που έδωσε τη μορφή ενός οικήματος σε ένα πήλινο σκεύος (Grundmann 1953: 14). Αν ληφθεί, μάλιστα, υπόψη η εξέλιξη του οικήματος σε σύνθετο πολιτιστικό θεσμό, με παράλληλο κοσμικό και λατρευτικό συμβολισμό, είναι αρκετά δύσκολο να αποδώσει κανείς με βεβαιότητα τα ομοιώματα αυτά σε ιερά, οικήματα του «κοινού» ή απλές κατοικίες (Τουφεξής 1996: 161-2). Με τη στατικότητά τους, καθώς αισθητικά τείνουν να συγκεντρώσουν τα επιμέρους στοιχεία μέσα σε έναν περιορισμένο και αυστηρά καθορισμένο χώρο, και παρά τον μικρό τους όγκο, μετατρέπονται σε αντικείμενα προορισμένα να στηθούν σε μια ειδική θέση και να επιβάλλονται ως αντικείμενα με ιδιαίτερο χαρακτήρα (Χουρμουζιάδης 1995: 79-80): πιθανότερα 3 Η συζήτηση αφορά μονάχα τα ομοιώματα οικημάτων από τον ελλαδικό χώρο. - 12 -

αποδίδουν αφαιρετικά τη μορφή του οικήματος, όπως αυτό εννοείται μέσα από τεχνολογικές, οικονομικές και κοινωνικές αναφορές (Τουφεξής 1996: 161-2) 4. Είναι, ωστόσο, αξιοπρόσεχτη η εμφάνισή τους στη Θεσσαλία κατά τη ΜΝ, όταν γενικεύεται στην αρχιτεκτονική της η χρήση πλίνθων και λίθινης θεμελίωσης, στοιχεία που εξασφαλίζουν μεγαλύτερη διάρκεια στη ζωή του οικήματος. Τα νεολιθικά ομοιώματα οικημάτων, όλα κατασκευασμένα από πηλό, είναι περιορισμένα σε αριθμό και προέρχονται από τη Θεσσαλία, όπως ήδη αναφέρθηκε, τη Μακεδονία και την Κεντρική Ελλάδα. Έχουν μικρές διαστάσεις και διακρίνονται σε ομοιώματα με στέγη κι ομοιώματα χωρίς στέγη. Όλα είναι τετράγωνα ή ορθογώνια, μονόχωρα, στην πλειοψηφία τους μονώροφα αλλά σπανιότερα και διώροφα, έμμεση ενδεχομένως ένδειξη για την ύπαρξη διώροφων οικημάτων και στην Ελλάδα ως τέτοια θεωρούνται έως σήμερα κυρίως τα οικήματα τύπου «Τσαγγλί» με τις εσωτερικές αντηρίδες (Τουφεξής 1996: 161). Τα ομοιώματα με στέγη αποτελούν τον κανόνα για τη ΜΝ και στη συντριπτική πλειονότητά τους προέρχονται από τη Θεσσαλία (εικ. 2-11). Στην ουσία, αναπαράγουν απλά και «ρεαλιστικά» τη μορφή ενός νεολιθικού κτίσματος. Ο κατασκευαστής τους περιορίζεται στη δήλωση των ουσιαστικών τεκτονικών λεπτομερειών, που πολλές φορές φροντίζει να τις αποδώσει με μια διάθεση σχηματοποίησης. Το εξωτερικό μέρος του οικήματος είναι ο χώρος όπου εστιάζεται το ενδιαφέρον στην περίπτωση των ομοιωμάτων αυτής της κατηγορίας το εσωτερικό τμήμα τους είναι κενό. Σε όλες τις πλευρές τα οικήματα έχουν όρθια, στενά ή ευρύχωρα ανοίγματα, χωρίς να είναι πάντοτε εύληπτο ποια αντιστοιχούν σε πόρτες ή παράθυρα. Η στέγη είναι δίρριχτη 5 και τις περισσότερες φορές φέρει στη μέση κυκλικό άνοιγμα οπαίο. Οι δίρριχτες αυτές στέγες εξέχουν ελαφρά ως προς τα κατακόρυφα τοιχώματα και συχνά σχηματίζουν σαφείς αετωματικές προσόψεις στις στενές πλευρές. Οι απολήξεις του κεντρικού οριζόντιου δοκαριού της στέγης δηλώνονται μερικές φορές με προεξοχές στις κορυφές των αετωμάτων. Κατά τον ίδιο τρόπο ή με εγχαράξεις δηλώνονται και οι άκρες των πλαϊνών δοκίδων στις μακρές πλευρές (Τουφεξής 1996: 161). Η γραπτή διακόσμηση των θεσσαλικών ομοιωμάτων της ΜΝ, αν δεν έχει απλώς διακοσμητικό χαρακτήρα (Θεοχάρης 1993: 180), τονίζει τα κύρια αρχιτεκτονικά μέρη 4 Ομοιώματα οικημάτων που προέρχονται από διάφορες θέσεις της Νοτιοανατολικής Ευρώπης εντοπίστηκαν κάτω από τις γωνίες οικημάτων, κοντά σε κεντρικό στήριγμα της στέγης ή κάτω από το κατώφλι. Η τοποθέτησή τους σε αυτά τα σημεία ίσως υποδηλώνει τη χρήση τους στο πλαίσιο τελέτων θεμελίωσης, ώστε να εξασφαλιστεί η ευημερία του νοικοκυριού ή ως αναθήματα. Το γεγονός όμως ότι τα ελλαδικά ομοιώματα υπήρξαν επιφανειακά ευρήματα δεν επιτρέπει να τους αποδοθεί η ίδια λειτουργία, χωρίς να υπάρχουν συγκεκριμένα επιχειρήματα που να την υποστηρίζουν (Elia 1982: 242-3). 5 Βλ. υποσημείωση 8. - 13 -

του οικήματος, δηλαδή τη στέγη, τους τοίχους, τα θυρώματα, ενώ τα θέματά της σχετίζονται με την κεραμική. Τα γραπτά θέματα, που κατά κανόνα πρόκειται για ερυθρό χρώμα σε λευκό επίχρισμα, απηχούν πιθανώς έγχρωμα επιχρίσματα των τοίχων. Οι στέγες διακοσμούνται συχνά με το μοτίβο της σκακιέρας, όπως θα διαιρούσαν τη στέγη δοκίδες κάθετα στρωμένες προς τις οριζόντιες, με τον σκοπό να ενισχύσουν την ξυλοδομή της στέγης (Χουρμουζιάδης 1995: 85). Οι βάσεις των ομοιωμάτων παραμένουν αδιακόσμητες (Pyrgaki 1987: 106). Χαρακτηριστικά για τη ΝΝ είναι τα ομοιώματα οικημάτων χωρίς στέγη, μετατοπίζοντας κατ αυτόν τον τρόπο και αντιθετικά προς τη ΜΝ το ενδιαφέρον στο εσωτερικό του οικήματος 6 (εικ.12-17 Τουφεξής 1996: 161), αν όχι σε μία αυλή, με σκηνές πλησιέστερες στην πραγματικότητα. Από τη δομή τους απουσιάζει η στέγη, διότι είτε δεν είχε κατασκευαστεί καθόλου, είτε ήταν κινητή, όπως ισχύει στην περίπτωση του ομοιώματος από τη Δήμητρα (εικ. 12) είναι όμως δυνατόν οι τοίχοι τους να αντιπροσωπεύουν ένα μικρό μόνο ποσοστό του συνολικού ύψους τους και η στέγη τους να μην έχει κατασκευαστεί, για να αποφευχθεί η δυσαρμονία (Marangou 1992: 179-80). Αριθμητικά είναι περιορισμένα σε σχέση με τα στεγασμένα και προέρχονται από τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία. Τα ομοιώματα αυτής της κατηγορίας πιθανότατα παίρνουν έναν υπερβατικό χαρακτήρα και γίνονται πιο πολύ ένα «σύμβολο» παρά η εικόνα ενός συγκεκριμένου κτίσματος το κυρίως οικοδόμημα δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η βάση όπου προβάλλεται η ανθρώπινη μορφή (Τουφεξής 1996: 161). Η διακόσμησή τους συνίσταται κυρίως σε εγχαράξεις ή είναι γραπτή (εικ. 13-14). Κι αφενός οι εγχαράξεις είναι δυνατόν να αποδίδουν κατασκευαστικές λεπτομέρειες του τοίχου, π.χ. το πλέγμα που σχηματίζουν ξύλα μεταξύ τους, αφετέρου η γραπτή διακόσμηση ίσως δεν αντικατοπτρίζει υπαρκτή διακόσμηση των εξωτερικών τοίχων, παρά αναπαράγει το στυλ των εσωτερικών τοίχων στους εξωτερικούς (Marangou 1992: 180). Στο γνωστό ομοίωμα από την Πλατιά Μαγούλα Ζάρκου (εικ. 16-17), ενδεικτικό για αυτή την κατηγορία ομοιωμάτων, παριστάνεται το εσωτερικό ενός οικήματος, με την εστία και το παρακείμενο θρανίο κατά μήκος ενός τοίχου και σε επαφή με την πίσω πλευρά του οικήματος, απέναντι από την είσοδο. Περιέχει οκτώ σχηματοποιημένα, κινητά, ανθρωπόμορφα ειδώλια διαφόρων μεγεθών, πιθανώς σε αντιστοιχία με τα μέλη μιας πυρηνικής οικογένειας και δύο ακόμη απροσδιόριστα αντικείμενα, ενώ δεν μπορεί να αποκλείσει κανείς ότι και τα άλλα ομοιώματα αυτού του τύπου περιείχαν αρχικά στο εσωτερικό τους ειδώλια (Τουφεξής 1996: 161). 6 Οι κατασκευαστικές τεχνικές είχαν ήδη κατακτηθεί κι έτσι επετράπηκε ως ένα επόμενο βήμα η εσωτερική πλέον «θέαση» του οικήματος; - 14 -

Διαφοροποιημένα, ωστόσο, εμφανίζονται δύο αποσπασματικά σωζόμενα μικρογραφικά ομοιώματα οικημάτων, τα οποία εντοπίστηκαν στον νεολιθικό οικισμό του Προμαχώνα κι ο οποίος εντάσσεται χρονολογικά στη ΝΝ. Το ένα από αυτά σώζει την πρόσοψη ενός οικίσκου που φέρει δικλινή στέγη, στενή βεράντα και τοξωτό θυραίο άνοιγμα. Δύο πρόστυπα σχηματοποιημένα βούκρανα στις δύο γωνίες της στέγης εμφανίζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ενώ φαίνεται πως υπήρχε και ένα τρίτο στο κέντρο, το οποίο όμως έχει αποκολληθεί (εικ. 15). Το δεύτερο ομοίωμα, του οποίου η συμπλήρωση θεωρείται προσωρινή, έχει επίσης δίρριχτη στέγη και στενή βεράντα που οδηγεί στο εσωτερικό του κτιρίου, το οποίο είναι δίχωρο, με έναν ορθογώνιο κι έναν αψιδωτό χώρο. Αντί του θυραίου ανοίγματος σώζονται τμηματικά τα ελλειψοειδή ή κυκλικά παράθυρα. Και πάλι πρόστυπα ανάγλυφα βούκρανα κοσμούν τόσο τον εξωτερικό, όσο και τον εσωτερικό τοίχο του κτίσματος, όπως επίσης και τους πλάγιους τοίχους της βεράντας. Η διακόσμηση είναι, όπως έχει ήδη αναφερθεί για την τεχνοτροπία των ομοιωμάτων της ΝΝ, εγχάρακτη και γραπτή, με θέματα και τεχνική που παραπέμπουν σε διακοσμήσεις αγγείων [Κουκούλη-Χρυσανθάκη κ.ά. 2003 (2005): 100]. Σύμφωνα, πάντως, με τον Θεοχάρη τα θεσσαλικά «υποδείγματα», όπως τα ονομάζει, δίνουν πολύτιμες πληροφορίες ιδιαίτερα για τη μορφή της στέγης των οικημάτων, που δεν είναι δυνατό να τις έχουμε από τα ίδια τα λείψανα των νεολιθικών κτισμάτων (Θεοχάρης 1993: 181). Για τον Θεοχάρη οι στέγες των οικημάτων έχουν αποδοθεί κυρίως με τη βοήθεια των πήλινων «υποδειγμάτων» που βρέθηκαν στη Θεσσαλία και ήταν δίρριχτες, όχι μόνο επειδή τα «υποδείγματα» το βεβαιώνουν 7, αλλά και επειδή έχουν βρεθεί, αν και περιορισμένα σε αριθμό, αυτούσια κομμάτια πηλού που σκέπαζαν τις δοκίδες της στέγης μερικά από αυτά δείχνουν ευκρινώς την κλίση της στέγης (περίπου 25-30 ), ενώ σε άλλα σώθηκε η κυκλική οπή για την έξοδο του καπνού (Θεοχάρης 1993: 96-7). Κατά τον Χουρμουζιάδη ιδιαίτερα ο οικίσκος της Κραννώνας μας βοηθά να αναπαραστήσουμε με ουσιαστική βεβαιότητα ορισμένες κατασκευαστικές λεπτομέρειες της στέγης ενός νεολιθικού οικήματος (εικ. 18-21). Η στέγη είναι και πάλι δικλινής 8, για να αντιμετωπίζονται επιτυχέστερα τα στατικά προβλήματα και γι αυτόν τον λόγο η δικλινής στέγη αποτελούσε πιθανότατα έναν συνηθισμένο τρόπο δόμησης στη Μέση Νεολιθική. Η δικλινής στέγη κατασκευαζόταν με τρία βασικά στοιχεία, που εξακολουθούν μέχρι σήμερα να είναι τα βασικά σε μια ξυλόπηκτη στέγη: τις δοκίδες, 7 Το «υπόδειγμα» από την περιοχή της Βοίβης είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον από την άποψη ότι η κλίση της στέγης του έχει γωνία 30, όση, δηλαδή, θεωρείται κανονική για τις στέγες των οικημάτων στην Ελλάδα (Θεοχάρης 1973: 322). 8 Με τάση, ωστόσο, να παρασταθεί τετρακλινής (Θεοχάρης 1973: 322). - 15 -

το κεντρικό δοκάρι, που ονομάζεται στη σύγχρονη λαϊκή αρχιτεκτονική και καβαλάρης ή κορφιάτης και το οπαίον (Χουρμουζιάδης 1995: 81-2, 94). Αναλυτικότερα, οι δοκίδες ήταν χοντρά κλαδιά δέντρων, που στρώνονταν κάθετα προς τον μακρύ άξονα του οικοδομήματος, είτε διατηρώντας το φυσικό τους σχήμα, είτε πελεκημένα κι αποτελούσαν τη βάση της στέγης. Πάνω στις δοκίδες, οι οποίες θα πρέπει να τοποθετούνταν η μια κοντά στην άλλη και σε ολόκληρη την έκταση των μακριών πλευρών, για να εξασφαλίζεται η αποτελεσματικότερη χρήση τους, θα πρέπει να στρωνόταν κι ένα πυκνό πλέγμα από ψιλά κλαδιά ή καλάμια μαζί με τον πηλό που έπεφτε επάνω τους στεγανοποιούσαν τη στέγη. Όμως ενώ η κατεύθυνση των δοκίδων είναι κάθετη προς το κεντρικό δοκάρι της στέγης, των ακριανών είναι σχεδόν διαγώνια. Συνεπώς, οι ακριανές δοκίδες, μία σε κάθε γωνία του οικήματος, ξεκινούσαν από τη γωνία και συναντούσαν η μία την άλλη σ ένα σημείο που απομακρυνόταν από το κεντρικό δοκάρι και πλησίαζε έτσι την πλευρά πρόσοψη. Κατ αυτόν τον τρόπο οι δοκίδες και το κάθετο επίπεδο της πλευράς πρόσοψης σχημάτιζαν ένα ισοσκελές τρίγωνο, το κατακόρυφο ύψος του οποίου είναι το μισό κεντρικό δοκάρι, που κοβόταν στα δύο, ώστε να δημιουργηθεί χώρος για το οπαίο διαφορετικά το οπαίο θα έπρεπε να ανοιχτεί σε μία από τις δύο επικλινείς πτέρυγες της στέγης (Χουρμουζιάδης 1995: 81-2). Το κεντρικό δοκάρι θα πρέπει να υποθέσουμε, όπως ήδη αναφέρθηκε, πως αποτελούνταν από δύο κομμάτια. Τα κομμάτια αυτά δεν ήταν παράλληλα προς τη βάση της στέγης ξεκινούσαν από το σημείο που ενώνονταν το κάθε κομμάτι με δύο από τις τέσσερις διαγώνιες δοκίδες κι έγερναν λίγο, για να συναντήσουν την κορυφή του αετώματος που σχηματιζόταν στις στενές πλευρές. Μ αυτόν τον τρόπο μείωναν αισθητά το εμβαδόν των τριγωνικών αετωμάτων των στενών πλευρών και ταυτόχρονα προέβαλλαν σαν ένα συμπαγές και άμορφο ακρωτήριο (Χουρμουζιάδης 1995: 82-3). Το οπαίον ήταν μία κυκλική οπή, που την άνοιγαν στο κέντρο της στέγης, για να φεύγει μέσα απ αυτήν ο καπνός της εστίας. Καθώς ο καπνός είναι πιο ελαφρύς από την ατμόσφαιρα, ανέβαινε και γέμιζε το χώρο της οροφής. Τα πλευρικά ανοίγματα δε βοηθούσαν και το οπαίον ήταν η μόνη λύση στο πρόβλημα της διαφυγής του καπνού από το εσωτερικό του οικήματος. Αλλά το σημείο όπου θα ανοιγόταν το οπαίο, η διαμόρφωση της ξυλοδομής της στέγης με βάση και την προσθήκη του νέου στοιχείου, το μοίρασμα από τα βάρη της στέγης και η «αδυναμία» της ξύλινης κατασκευής με το άνοιγμα της οπής, όλα αυτά δημιουργούσαν κάποια αρχιτεκτονικά ζητήματα, που πιθανά έλυνε η κατασκευή της στέγης με την τεχνική που αναλύθηκε παραπάνω. Κι ίσως έτσι δημιουργήθηκαν και τα εσωτερικά υποστηλώματα, αφού, στην περίπτωση που το δοκάρι ήταν μονοκόμματο και διαμορφωμένο από έναν γερό και χοντρό κορμό, εάν ακόμη το οίκημα δεν είχε μεγάλο μήκος, τα βάρη των πηλών της στέγης θα - 16 -

σηκώνονταν δίχως πρόβλημα. Αντίθετα, το κόψιμο του κεντρικού δοκαριού σε δύο τμήματα και το άνοιγμα του οπαίου ακύρωναν τη δυνατότητα αυτή κι έκαναν τη χρήση των εσωτερικών υποστηλωμάτων απαραίτητη (Χουρμουζιάδης 1995: 84). Σε ό,τι αφορά τη διακόσμηση των ομοιωμάτων, είναι πολύ πιθανό πως ο κατασκευαστής τους γνώριζε πολύ καλά τα διακοσμητικά μοτίβα της σύγχρονής του κεραμικής και μετά το πέρας της κατασκευής του ομοιώματος το διακοσμούσε με τα μοτίβα που του ήταν ήδη οικεία. Ίσως ο ίδιος ήταν ένας πολύ επιδέξιος κεραμέας (Pyrgaki 1987: 106-7). Κατά τον Χουρμουζιάδη η διακόσμηση των ομοιωμάτων δεν επινοήθηκε εκ του μη όντος, δεν ξεκίνησε, δηλαδή, από μια αυθαίρετη προσωπική διάθεση του κατασκευαστή. Ο κατασκευαστής σκέφτηκε να διακοσμήσει το ομοίωμα ενός οικοδομήματος, διότι η νατουραλιστική διάθεση τον οδήγησε να αντιγράψει στο μικρογραφικό αυτό αντικείμενο πολλά στοιχεία από την αρχιτεκτονική πραγματικότητα της εποχής του. Γι αυτό κι απέδωσε τις απολήξεις των δοκίδων, του κεντρικού δοκαριού και το οπαίο. Παράλληλα όμως τα προσάρμοσε στις επιφάνειες που είχε να διακοσμήσει και λειτούργησε ως αγγειοπλάστης. Τις εσωτερικές επιφάνειες του ομοιώματος δεν είχε τη δυνατότητα να τις διακοσμήσει. Αλλά στις εξωτερικές απέδωσε πολλά στοιχεία με ειλικρίνεια. Η ύπαρξη γραπτής διακόσμησης στην αρχιτεκτονική θεωρείται, δηλαδή, πιθανή (Χουρμουζιάδης 1995: 86-7, 94). Ίσως, τελικά, η βαρύτητα των ομοιωμάτων των νεολιθικών οικημάτων έγκειται στα χαρακτηριστικά εκείνα που απαντούν ανεξαιρέτως σε όλα τα δείγματα, δηλαδή στα βασικά στοιχεία της κατασκευής τους (στέγη, θυρώματα, διακόσμηση Χουρμουζιάδης 1993: 81) και τα οποία μπορούν ταυτόχρονα να επαληθευθούν από τα οικοδομικά κατάλοιπα 9. Πολύτιμες ενδεχομένως είναι, όπως οι περισσότεροι ερευνητές έχουν διαπιστώσει, οι πληροφορίες για την τεχνική της κατασκευής της στέγης των οικημάτων της ΜΝ, αν, όπως και σε όλα τα ομοιώματα της ΜΝ 10, τα οικήματα της εποχής αυτής κατασκευάζονταν με τη στέγη δίρριχτη κι όχι επίπεδη. Αλλά αναμφίβολα κάθε οίκημα αποτελεί και μία ιδιαίτερη περίπτωση, έναν στεγασμένο χώρο που κατασκευάζεται για τους ανθρώπους που ζουν μέσα σ αυτόν. Γι αυτό, όντας μία ξεχωριστή οντότητα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ακραία η άποψη πως συγκλίνει με τις 9 Για παράδειγμα, τα ομοιώματα οικημάτων της ΜΝ είναι όλα μονόχωρα, γεγονός που τα ανασκαφικά δεδομένα δεν έχουν επιβεβαιώσει. Συνεπώς, δε μπορούμε να γενικεύσουμε πως τα οικήματα της ΜΝ ήταν ανεξαιρέτως μονόχωρα, αλλά να υποθέσουμε πως δεν ήταν στην πρόθεση του κατασκευαστή του ομοιώματος να αποδώσει πιστά την κάτοψη ενός οικήματος. 10 Ο Grundmann υποστηρίζει πως στα ομοιώματα των οικημάτων θα ήταν περισσότερο συμβατή η επίπεδη στέγη, διότι η δίρριχτη προϋποθέτει μια ευρύχωρη κάτοψη. Η δίρριχτη στέγη κατά την άποψή του είναι δυσανάλογη των διαστάσεων των ομοιωμάτων και για τον λόγο αυτό ενδεχομένως τα ομοιώματα προσιδιάζουν περισσότερο σε μακρόβια οικήματα διαστάσεων ανάλογων προς αυτά στο Τσαγγλί, παρά σε απλές «καλύβες» (Grundmann 1953: 11-12). - 17 -

υπόλοιπες στον βαθμό που εφαρμόζονται λύσεις που έχουν επιτυχώς ανταποκριθεί σε κατασκευαστικά ζητήματα, ενώ ταυτόχρονα συνιστά ένα πλαίσιο που σχηματίζεται κάθε φορά με τη δική του φυσιογνωμία, ώστε να ανταποκρίνεται στις πρακτικές και μη ανάγκες των ανθρώπων που φιλοξενούσε, διασπώντας κατ αυτόν τον τρόπο την ομοιομορφία στην κατασκευή των νεολιθικών οικημάτων. Αν, μάλιστα, οι κτίστες ήταν και οι χρήστες ενός οικήματος, ασφαλώς ήταν ταυτόχρονα και γνώστες των δικών τους αναγκών και απαιτήσεων, τις οποίες καλούνταν να μορφοποιήσουν, μολονότι τα χρησιμοποιούμενα υλικά επέβαλλαν ίσως έναν συγκεκριμένο τρόπο κατασκευής, που να ανταποκρίνεται στα στατικά καταρχήν προβλήματα της θεμελίωσης και της στήριξης. - 18 -

Ο νεολιθικός οικισμός Παλιαμπέλων Κολινδρού Η ανασκαφή στον νεολιθικό οικισμό Παλιαμπέλων Κολινδρού ξεκίνησε το 2000, έχοντας ως μακροπρόθεσμους στόχους την αναζήτηση των διαδικασιών μετασχηματισμού ενός εκτεταμένου οικισμού, τύπου γνωστού από τον οικισμό της Νεότερης Νεολιθικής στον Μακρύγιαλο Πιερίας, σε οικισμό με τη μορφή γηλόφου, καθώς επίσης την πιθανή συσχέτιση ανάμεσα σ αυτόν τον μετασχηματισμό και την ανάδυση του «νοικοκυριού». Εντατική συλλογή επιφανειακών ευρημάτων, πλήρης γεωφυσική διασκόπηση και λήψη δειγμάτων από τον λόφο όπου αναπτύχθηκε ο προϊστορικός οικισμός στα ανατολικά όρια του σύγχρονου οικισμού, προηγήθηκαν της ανασκαφής: η συλλογή των επιφανειακών ευρημάτων φανέρωσε εκτεταμένη διασπορά κεραμικής της Αρχαιότερης, Μέσης και Νεότερης Νεολιθικής, όπως και περιορισμένης ποσότητας κεραμική υστερότερων φάσεων η δειγματοληψία έδωσε ενδείξεις για αρχαιολογικές αποθέσεις μέχρι βάθους 2,5 μ., ενώ η γεωφυσική διασκόπηση υπέδειξε την ύπαρξη σειράς ομόκεντρων περιβόλων και τάφρων στην περίμετρο του λόφου (AR 2000-2001: 93). Η έρευνα ξεκίνησε από τη βορειοδυτική και βόρεια πλευρά του λόφου, ώστε να ελεγχθεί η διατήρηση των οικιστικών αποθέσεων και παράλληλα με αυτή στη νότια και νοτιοανατολική πλευρά του λόφου, όπου στόχος υπήρξε ο εντοπισμός των τάφρων και περιβόλων τους οποίους υπέδειξε η γεωφυσική διασκόπηση που είχε προηγηθεί. Οι τομές στα βορειοδυτικά αποκάλυψαν τμήματα από λιθόστρωτα με κροκάλες, που ανάγονται σε προδιμηνιακή φάση της ΝΝ, όπως και «συγκεντρώσεις» που θα μπορούσαν να αποδοθούν σε αυλές, διαταραγμένες, ωστόσο, από βυζαντινές ταφές και σύγχρονα λαγούμια. Στα βόρεια, πήλινες κατασκευές in situ της ύστερης ΝΝ βρέθηκαν σχεδόν αμέσως μετά την αφαίρεση των επιφανειακών στρωμάτων. Η προοπτική αυτή άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο ανασκαφή μεγαλύτερης κλίμακας να αποκαλύψει καταληπτές περιοχές δραστηριοποίησης (activity areas AR 2000-2001: 93). Οι τομές στα νότια έφεραν στο φως έναν περίβολο με εσωτερική και εξωτερική κροκαλωτή επιφάνεια, που αποδόθηκε στη ΜΝ, ενώ στα νοτιοανατολικά βρέθηκε τμήμα ενός παρόμοιου αλλά περισσότερο συμπαγούς περιβόλου, που είχε επίσης το εξωτερικό μέτωπό του διαμορφωμένο με κροκάλες. Ενδιαφέρον είναι πως αυτός ο δεύτερος περίβολος πατούσε επάνω σε μια τάφρο, ενώ και τα δύο αυτά αρχιτεκτονικά στοιχεία κατασκευάσθηκαν επάνω σε «συγκεντρώσεις» που παραπέμπουν σε αυλές της ΜΝ και της πρώιμης ΝΝ. Ο χρονολογικός ορίζοντας τόσο για τον δεύτερο αυτό - 19 -

περίβολο, όσο και για την τάφρο είναι η φάση «κλασικό Διμήνι» της ΝΝ 11 (AR 2000-2001: 93-4). Ο εντοπισμός ευρημάτων, ακόμη και της ΑΝ, στα βόρεια του σύγχρονου οικισμού ενίσχυσε την υπόθεση για τη μετατροπή ενός εκτεταμένου οικισμού σε οικισμό με τη μορφή γηλόφου. Αλλά και το γεγονός πως στις περισσότερες τομές αποκαλύφθηκαν αυλές και μάλιστα διαφόρων χρονολογήσεων, υποδηλώνει ότι η οργάνωση του χώρου στον λόφο των Παλιαμπέλων διατήρησε στην έκταση που όριζαν οι τάφροι και οι περίβολοι πολλά ειδοποιά στοιχεία των εκτεταμένων οικισμών (AR 2000-2001: 94). Εάν αυτό μπορεί να επιβεβαιωθεί πληρέστερα, ο οικισμός θα συνδύαζε δύο διαφορετικές εκδοχές της πολεοδομικής ανάπτυξης, δύο διαφορετικές νεολιθικές «αναγνώσεις» του χώρου και έτσι θα ήταν δυνατό να παρακολουθήσει κανείς πώς και σε ποιο βαθμό μαζί με τη διαδικασία του μετασχηματισμού του οικισμού από εκτεταμένο οικισμό σε γήλοφο, επηρεάζονται και άλλες όψεις της νεολιθικής ζωής, π.χ. η οικονομία ή η κατανάλωση [Κωτσάκης & Halstead 2002 (2004): 407]. Η συνέχιση της ανασκαφικής έρευνας στα βορειοδυτικά επαλήθευσε ότι ο χρονολογικός ορίζοντας των αποθέσεων στο βορειοδυτικό αυτό τμήμα του οικισμού αντιστοιχούσε σε πρώιμες φάσεις της ΝΝ και τη ΜΝ. Στα βόρεια, ήρθαν στο φως περισσότερα και καλύτερα διατηρημένα κατάλοιπα οικιστικής αρχιτεκτονικής, τόσο της ΝΝ, όσο και της ΜΝ, ενώ μερικά ανθρωπόμορφα ειδώλια φαίνεται πως είχαν ενσωματωθεί σε νεολιθικούς τοίχους (AR 2001-2002: 80). Σημαντική υπήρξε και η διαπίστωση της παρουσίας μίας ακόμη τάφρου, βαθύτερης από αυτή στα νοτιοανατολικά, η οποία ήταν σκαμμένη στο φυσικό βράχο. Σύμφωνα, μάλιστα, με τις στρωματογραφικές ενδείξεις έτεμνε δύο παλαιότερες στο σημείο που ερευνήθηκε, οι οποίες με βάση την κεραμική που έδωσαν θα μπορούσαν να χρονολογηθούν στην ΑΝ. Κατά τη διάρκεια της Νεολιθικής τμήματα της τάφρου επιχώθηκαν με ειδική φροντίδα, που ξεπερνά τις απλές πρακτικές ανάγκες [Κωτσάκης & Halstead 2002 (2004): 410-11]. Στη νοτιοανατολική πλευρά του λόφου ο περίβολος και η τάφρος επάνω στην οποία πατούσε και στην οποία είχαν τοποθετηθεί πέτρες ως «γέμισμα», διερευνήθηκαν περαιτέρω, αλλά και διευκρινίστηκε πως ο περίβολος ανάγεται σε ύστερη, ενώ η τάφρος σε πρώιμη φάση της ΝΝ. Έξω από τον περίβολο, αποθέσεις που θα μπορούσαν να αποδοθούν σε αυλές ήταν κατά τόπους πλούσιες σε κεραμική και οστά ζώων, γι αυτό και χαρακτηρίστηκαν ως χώροι απόρριψης. Από την άλλη πλευρά, εσωτερικά του περιβόλου αποκαλύφθηκε τμήμα από έναν δεύτερο πιθανότατα περίβολο (AR 2001-11 Η ΝΝ εγκατάσταση φαίνεται να περιορίζεται προς την περιφέρεια της θέσης [Κωτσάκης & Halstead 2002 (2004): 412]. - 20 -

2002: 80). Όπως αποδείχθηκε κατά τη συνέχιση της έρευνας, οι περίβολοι ήταν πράγματι στο σημείο αυτό διπλοί, χωρίς να φαίνεται κάποια χρονολογική διαφορά μεταξύ τους [Κωτσάκης & Halstead 2002 (2004): 410]. Διάσπαρτες πέτρες κατά μήκος των βόρειων παρειών των τομών ίσως προέρχονταν από την κατάρρευση οικημάτων, τα οποία βρίσκονταν κατά πάσα πιθανότητα ακριβώς έξω από την ανασκαμμένη περιοχή. Ο περίβολος στα νότια του λόφου, που, όπως αναφέρθηκε, ήταν λιγότερο συμπαγής και γι αυτό λιγότερο καλά διατηρημένος και ο οποίος αποδόθηκε στη ΜΝ, εσωτερικά του έκλεινε έναν μικρότερο τοίχο αυλής, με διεύθυνση Α-Δ, επίσης της ΜΝ και σύγχρονά του κατάλοιπα από οικήματα. Ίσως, λοιπόν, αυτός ο μικρότερος τοίχος όριζε μία περιοχή κατοίκησης, η οποία έχει δώσει ως τώρα υπολείμματα από τουλάχιστον δύο οικήματα και τις συνδεόμενες προς αυτά δραστηριότητες. Λίγα μέτρα δυτικότερα ο περίβολος της ΜΝ διακόπτεται, πιθανότατα από μία τάφρο που είχε «γεμίσει» με πέτρες, αντιστοίχως προς αυτή που εντοπίστηκε στα νοτιοανατολικά του λόφου (AR 2001-2002: 80). Σε ό,τι αφορά την κατασκευή των αρχιτεκτονικών στοιχείων του οικισμού, φαίνεται πως οι περίβολοι αποτελούνταν στο χαμηλότερο τμήμα τους από έναν πήλινο πυρήνα, επενδεδυμένο στα μέτωπά του με μεγάλες πέτρες. Τα οικήματα είχαν κι αυτά το κατώτερο τμήμα των τοίχων τους διαμορφωμένο με μεγάλες πέτρες μαζί με μικρότερες κροκάλες, που πιθανόν οι κάτοικοι του οικισμού πορίζονταν από τα ρεύματα που βρίσκονταν κοντά στον οικισμό. Τμήματα από καμένο τοίχο και επιχρισμένες επιφάνειες, τα οποία, ωστόσο, δε βρέθηκαν in situ, αποκάλυψαν λεπτομέρειες της νεολιθικής αρχιτεκτονικής. Φαίνεται πως τα ανώτερα τμήματα των τοίχων ενός οικήματος ήταν κατασκευασμένα μάλλον από πηλό προσαρμοσμένο γύρω από έναν ξύλινο σκελετό, παρά από πλιθιά. Διάσπαρτες κροκάλες ίσως προέρχονται τόσο από οικήματα που έχουν καταρρεύσει, όσο και από πλακοστρωμένες επιφάνειες (AR 2001-2002: 80). Ως προς την οικιστική χωροοργάνωση, ο εντοπισμός κατασκευών που υποδηλώνουν οικιακή χρήση και συνδέονται με λίθινους ή πηλόχτιστους τοίχους, ώστε να διαχωρίζονται από τα εκτεταμένα λιθόστρωτα, καθιστά πλέον πειστικότερη τη διάκριση μεταξύ ανοιχτών και κλειστών χώρων και επομένως την παρουσία μιας συγκροτημένης οικιστικής χωροταξίας. Εξάλλου, η χρονολόγηση των διαφόρων κατασκευών που έχουν εντοπιστεί υποδηλώνει ότι η οικοδόμηση, αν και επαναλαμβανόταν χωρικά, ώστε να συγκροτήσει τελικά έναν οικισμό με τη μορφή γηλόφου, μετακινούνταν επίσης οριζόντια σε σημαντικό βαθμό. Φαίνεται, επίσης, πως οι κάτοικοι των νεολιθικών Παλιαμπέλων χρησιμοποιούσαν εξίσου και προσωρινές, πρόχειρες κατασκευές και επενέδυαν μεγαλύτερη προσπάθεια σε κυκλικά χαρακτηριστικά, όπως οι λίθινοι περίβολοι της ΝΝ και οι βαθιές τάφροι της ΜΝ και - 21 -

ΑΝ, χαρακτηριστικά γνωστά από επίπεδες θέσεις όπως ο Μακρύγιαλος [Κωτσάκης & Halstead 2002 (2004): 411-12]. Η κεραμική, τα ειδώλια, λίθινα και οστέινα εργαλεία, κοσμήματα, συμπληρώνουν την όψη του υλικού πολιτισμού των νεολιθικών Παλιαμπέλων. Η ανάλυση των μικροευρημάτων, μεγέθους μικρότερου από μερικά χιλιοστά, δείχνει πέρα από κάθε αμφιβολία τις ριζικές διαφορές μεταξύ των αρχαιολογικών στρωμάτων, διαφορές που σχετίζονται με την ειδική ανθρώπινη δραστηριότητα που τα δημιούργησε, ίσως το πλησιέστερο που μπορεί να προσεγγίσει κανείς στο ενεργό υποκείμενο και στη δράση του κατά την Προϊστορία [Κωτσάκης & Halstead 2002 (2004): 412]. - 22 -

Η περιοχή των οικημάτων Αν και κατάλοιπα από οικιστική αρχιτεκτονική έχουν εντοπιστεί, όπως ήδη αναφέρθηκε, στην περιφέρεια του λόφου των Παλιαμπέλων και εντάσσονται χρονολογικά είτε στη ΜΝ, είτε στη ΝΝ, ωστόσο η περιοχή στην οποία αποκαλύφθηκαν κατά κύριο λόγο κατάλοιπα οικημάτων και η οποία κατεξοχήν χαρακτηρίζεται από την παρουσία τους είναι αυτή στο κέντρο του λόφου. Έξι είναι οι τομές, στις αποθέσεις των οποίων αναγνωρίστηκε οικιστική αρχιτεκτονική αποκλειστικά της ΜΝ (εικ. 47). Τα στοιχεία αυτά θα αναφερθούν στη συνέχεια με βάση τις ανασκαφικές εκθέσεις για κάθε τομή χωριστά. Τομή 15 Στα πλαίσια της διερεύνησης της κεντρικής περιοχής του γηλόφου και όχι με βάση τις ενδείξεις της μαγνητικής διασκόπησης, αποφασίστηκε να ανοιχθεί η τομή 15. Από τις πρώτες κιόλας εργασίες αφαίρεσης του επιφανειακού στρώματος παρατηρήθηκε κάποια διαφοροποίηση στη διάστρωση του χώματος σε σχέση με τις υπόλοιπες τομές. Το χώμα, δηλαδή, παρουσιάστηκε ιδιαίτερα ανομοιογενές και μαλακό, ενώ στο μικρό σχετικά πάχος της πρώτης ανασκαφικής ενότητας (περίπου 15 εκ.) εντοπίστηκαν περιοχές περισσότερο συμπαγούς και πηλώδους εδάφους μαζί με μεγάλο αριθμό παρασυρμένων αντικειμένων, καθώς και αρκετά μικρά ευρήματα. Η εικόνα αυτή συνεχίστηκε μέχρι το βάθος των 50 εκ. (από την επιφάνεια). Στη νοτιοδυτική περιοχή αποκαλύφθηκε αυξημένη συγκέντρωση κομματιών πηλού με επάλειψη / επίχρισμα 12 και λίθων μετρίου και μεγάλου μεγέθους, από τους οποίους ο ένας ήταν όλμος από ψαμμόλιθο, πιθανά ίχνη μιας κατεστραμμένης και παρασυρμένης κατασκευής. Πράγματι, κατά μήκος της δυτικής παρειάς και προς τον νότο υπήρξε έντονη συγκέντρωση τμημάτων ψημένου και άψητου πηλού. Σε επιφάνεια διαστάσεων περίπου 2,55 x 0,45 μ. εντοπίστηκαν μεγάλα (>20 εκ.) και μικρότερα τμήματα πηλού με επίχρισμα / επάλειψη, που συχνά έφεραν ίχνη δοκαριών και άλλων δομικών υλικών, πιθανότατα λίθων. Πυκνότερη υπήρξε η διάταξη στο μέσο της δυτικής παρειάς, όπου αποκαλύφθηκε και ο όλμος από ψαμμόλιθο, διαστάσεων 0,28 x 0,30 μ. Το χώμα της επίχωσης στο σημείο αυτό ήταν αρκετά υγρό και με αυξημένη περιεκτικότητα σε ψήγματα κάρβουνου, καθώς και σημαντικό αριθμό κροκάλων και αργόλιθων, μικρού και μεσαίου μεγέθους (0,05 0,20 μ.). Συνολικά, η έντονα διαταραγμένη εικόνα - όχι όσον αφορά την κεραμική, αφού ο ΜΝ προσδιορισμός της φαίνεται αποκλειστικός 12 Στα ημερολόγια της ανασκαφής και τις ανασκαφικές εκθέσεις αναφέρονται ως πηλοί επάλειψης, η διάκριση όμως που έγινε κατά τη μελέτη των οικοδομικών πηλών ανάμεσα στις τεχνικές της επάλειψης και του επιχρίσματος οδήγησε στο να μετονομαστούν τελικά σε πηλούς με επάλειψη / επίχρισμα. - 23 -

δυσκόλευσε την ταύτιση με συγκεκριμένη κατασκευή. Οι υποθέσεις της καταστροφής ή απόρριψης μάλλον υπερισχύουν. Σύγχρονη με την παραπάνω «κατασκευή» θεωρήθηκε, σύμφωνα με το βάθος εντοπισμού της, «λιθόστρωτη» επιφάνεια από κροκάλες μικρού και μεσαίου μεγέθους (0,05 0,20 μ.), που διέτρεχε όλη σχεδόν τη βόρεια παρειά με πλάτος (Β-Ν) 1,10 μ. περιελέμβανε, εκτός από κροκάλες, και διάσπαρτα τμήματα ψημένου πηλού, καθώς και ποσότητα οστράκων, ενώ εργασίες αφαίρεσης και καθαρισμού της επιφάνειας τόσο στην ανατολική, όσο και στη δυτική πλευρά της έδειξαν πως επρόκειτο για τουλάχιστον δύο στρώσεις κροκάλων, χωρίς χώμα ενδιάμεσά τους. Του ίδιου χρονολογικού ορίζοντα, νοτιοανατολικά της «λιθόστρωτης» επιφάνειας και κοντά στην ανατολική παρειά, φάνηκε να είναι η σημαντικά αυξημένη συγκέντρωση οστράκων (κυρίως), μεγάλων, που συχνά συνανήκαν, μαζί με κροκάλες μικρού και μεσαίου μεγέθους (0,05 0,20 μ.) και κάποια οστά μεγάλων ζώων. Η διασπορά αυτή καταλάμβανε έκταση περίπου 1,00 (Β-Ν) x 1,80 (Α-Δ) μ. Η ποσότητα της κεραμικής που συλλέχθηκε ήταν ιδιαίτερα αυξημένη. Τα όστρακα είχαν μία εμφανή οριζόντια διάταξη, πολλά μάλιστα από αυτά προέρχονταν από τα ίδια αγγεία. Η συγκέντρωση περιοριζόταν μονάχα στη συγκεκριμένη περιοχή, ενώ παρατηρήθηκε και μία μικρή κλίση των επιφανειών προς νότο. Ακριβώς νότια από αυτή τη συγκέντρωση οστράκων, σε χαμηλότερο όμως βάθος (περίπου 10 εκ.), εμφανίστηκε μια ακόμη συγκέντρωση μεγάλων τμημάτων πηλού με επάλειψη / επίχρισμα, κροκάλων, δύο μυλόλιθων και ενός κομματιού από πήλινο περιχείλωμα, που κάλυπτε έκταση περίπου 1,55 (B-N) x 0,85 (Α-Δ) μ. Η κλίση της επιφάνειας ήταν κι εδώ προς νότο. Δυστυχώς οι άσχημες καιρικές συνθήκες δυσκόλεψαν την προσεκτικότερη παρακολούθηση της κατάστασης, επισπεύσανε την εργασία αφαίρεσης των ευρημάτων για λόγους συντήρησης και άφησαν εκκρεμή τα στοιχεία σύνδεσης του συνόλου με τα υπόλοιπα της τομής. Συμπερασματικά, θα μπορούσε να ειπωθεί πως η γενικότερη εικόνα της τομής προσεγγίζει αυτή των κατεστραμμένων κατασκευών και της έντονης διατάραξης, ίσως όχι μεταγενέστερης της ΜΝ, καθώς η συντριπτική ποσότητα της κεραμικής είναι του ίδιου χρονολoγικού ορίζοντα (ΜΝ). Τέλος, το ξύσιμο των παρειών προσέφερε κάποια ακόμη στοιχεία για την κατανόηση της εικόνας, κατά κύριο λόγο αυτής που διερευνήθηκε στην τομή 20. Κάτω από το επιφανειακό, στη βόρεια και στο βόρειο τμήμα της δυτικής παρειάς, έγινε ορατό ένα στρώμα με καστανό χώμα, που περιείχε φακούς μελανού και γκρίζου χρώματος, καθώς και τμήματα ψημένων πηλών. Σε συνδυαμό με την εικόνα της τομής 20, για την οποία θα γίνει λόγος στη συνέχεια, φάνηκε πως επρόκειτο για ένα στρώμα - 24 -