ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Η χριστιανική αρχαιολογία, ασχολείται με τα μνημεία τέχνης από την εμφάνιση του χριστιανισμού έως των ημερών μας. Αυτά τα χριστιανικά μνημεία διαιρούνται στις εξής κατηγορίες: αρχιτεκτονικής, ζωγραφικής, γλυπτικής και μικροτεχνίας. Οι πηγές είναι έμμεσες (Αγία Γραφή, έργα Πατέρων, λειτουργικά βιβλία κ.ά.) ή άμεσες (μνημεία αρχιτεκτονικής ή ζωγραφικής, αντικείμενα χριστιανικής τέχνης, επιγραφές κ.ά.) ΠΕΡΙΟΔΟΙ Οι χαρακτηριστικές καλλιτεχνικές μορφές της Βυζαντινής τέχνης άρχισαν να αναπτύσσονται στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία από το 4 ο αιώνα. Η ίδρυση της Κωνσταντινουπόλεως το 324 συνδέθηκε με τη δημιουργία ενός μεγάλου νέου καλλιτεχνικού κέντρου για το ανατολικό μισό της αυτοκρατορίας και ειδικότερα ένα κέντρο με έντονα χριστιανικά στοιχεία. Μπορούμε να διακρίνουμε τρεις βασικές περιόδους της Βυζαντινής τέχνης: Παλαιοχριστιανική περίοδος ( από την εμφάνιση του χριστιανισμού έως το 565 μ.χ., θάνατος του Ιουστινιανού ) Βυζαντινή Μεσαιωνική περίοδος (565 μ.χ. 1453 μ.χ. άλωση της Κωνσταντινουπόλεως ). Μεταβυζαντινή Νεοβυζαντινή περίοδος (1453 μ.χ. έως σήμερα) [1] 1
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ Από τα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού, αναφέρεται η ίδρυση ιερών Ναών. Ο Θεός βέβαια δεν έχει ανάγκη κατοικίας. Οι πιστοί όμως έχουμε την ανάγκη ειδικών τόπων συνάξεων για τη λατρεία προς το θεό, τόπων ιερών, δλδ. των χριστιανικών ναών. Ο χώρος αυτός ανήκει αποκλειστικά στη λατρεία του αληθινού θεού, είναι χώρος προσευχής, αγιασμού και ευλογίας, τελέσεως των ιερών Μυστηρίων της εκκλησίας μας. Τον ευχαριστούμε και τον δοξολογούμε, προσκυνούμε και ικετεύουμε τον Ύψιστο, εκφράζουμε τα εσώψυχα βιώματα μας. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης αναρωτιέται για το θείον και στην ουσία στοιχειοθετεί και το ζήτημα της ναοδομίας: «Πώς παραστήσω το άυλον ; Πώς να δείξω το αΐδες ; Πώς διαλάβω το αμέγεθες, το άποσον, το άποιον, το ασχημάτιστον, το μήτε τόπω, μήτε χρόνω ευρισκόμενον, το εξώτερον παντός πειρασμού, και πάσης οριστικής φαντασίας;». Όμως, δίνει την απάντηση οραματιζόμενος έναν νέο τύπο ναού τον οποίο, σε επιστολή που απευθύνει στον επίσκοπο Ικονίου Αμφιλόχιον στα τέλη του 4 ου αιώνα μ.χ., με ακρίβεια περιγράφει και με σοφία αντιμετωπίζει την κατασκευή του. Πιστεύεται ότι ο ιερός ναός, κατά τις αρχές του σχεδιασμού του και ορισμένους τύπους κατασκευών του, ιστορικά αποτελεί το αρχαιότερο υπόδειγμα ορθόδοξης ναοδομίας. Τίποτα δεν είναι τυχαίο στον χριστιανικό ναό. Το κάθε τι έχει μελετηθεί πολύ και έχει τη δική του χρησιμότητα και σημασία. Οι Πατέρες της εκκλησίας μας όρισαν, οι πιστοί μπαίνοντας στο ναό, για να συμμετάσχουν στην λατρεία και την ευχαριστιακή σύναξη, να εγκαταλείπουν προς ώρας τα εγκόσμια και να εισέρχονται στη σφαίρα του υπεραισθητού. Γι αυτό τα πάντα μέσα στο ναό έχουν το βαθύτερο συμβολισμό τους, ώστε να δίνονται στου πιστούς σωστικά μηνύματα. Ο ναός χωρίζεται σε τρία μέρη: στον Πρόναο, τον κυρίως Ναό και το Ιερό Βήμα. Το ιερό χωρίζεται από τον κυρίως Ναό και το τέμπλο. [2] 2
Η διάταξη των εικόνων στο τέμπλο είναι πάντα η εξής: στο δεξί μέρος της Ωραίας Πύλης βρίσκεται η εικόνα του Χριστού. Στο αριστερό μέρος της Ωραίας Πύλης βρίσκεται η εικόνα της Παναγίας. Δίπλα και αριστερά από την Παναγία υπάρχει η εικόνα του Αγίου ή της Αγίας που είναι αφιερωμένος ο συγκεκριμένος Ναός. Δίπλα και δεξιά από τον Χριστό, βρίσκεται η εικόνα του Ιωάννη του Προδρόμου. Στις πλαϊνές πόρτες του τέμπλου υπάρχουν οι μορφές των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ. Πάνω από την Ωραία πύλη υπάρχει η παράσταση του Μυστικού Δείπνου μαζί με τις εικόνες του Δωδεκαόρτου. ( οι δώδεκα σπουδαιότερες εορτές : Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, η Γέννηση του Χριστού, η Περιτομή του Χριστού, η Υπαπαντή του Κυρίου, Τα άγια Θεοφάνεια, η Μεταμόρφωση του Χριστού, η Ανάσταση του Λαζάρου και η είσοδος του Χριστού στα Ιεροσόλυμα τα Πάθη και ο Σταυρός του Χριστού, η Ανάσταση του Χριστού, η Ανάληψη, η Πεντηκοστή). Ο Ορθόδοξος Ναός είναι μια μικρογραφία του σύμπαντος κόσμου (ορατού και αοράτου). Είναι «ένα ορατό σημείο σύμβολο εκείνου που δεν μπορούν να δουν τα ανθρώπινα μάτια. Η μυστική σημασία του Ναού αποκαλύπτεται μόνο στους μυημένους, στους πιστούς». Ο Τρούλος συμβολίζει τον ουρανό. Τα κανδήλια και οι πολυέλαιοι συμβολίζουν τα άστρα του ουρανίου θόλου. Το άγιο Βήμα συμβολίζει τον Παράδεισο, την άνω Ιερουσαλήμ (αποκ. 21,2), μέσα στον οποίο τελείται ακατάπαυστα η ουράνια Θεία Λειτουργία, με λειτουργούς τους Αγγέλους. Η Αγία Τράπεζα συμβολίζει τον Θρόνο του εσφαγμένου αρνίου (αποκ. 22,3 ) Τα καλύμματα της Αγίας Τραπέζης συμβολίζουν τα ιερά σάβανα και τη σινδόνα, με την οποία τυλίχθηκε το άχραντο σώμα του Χριστού κατά τη Θεία ταφή του. [3] 3
Οι ιερείς συμβολίζουν τους Αγίους Αγγέλους, τα λειτουργικά πνεύματα του Θεού ( Εβρ. 1,14 ). Τα ιερά τους άμφια έχουν και αυτά τον συμβολισμό τους. Η λαμπρότητα και η καθαρότητά τους συμβολίζουν την ιερατική χάρη, που είναι ενδεδυμένοι. Η γη συμβολίζεται δια του δαπέδου του Ναού. Εκεί στέκονται οι πιστοί οι οποίοι απαρτίζουν την επί γης στρατευόμενη εκκλησία και ατενίζουν τον ουρανό ( θόλο ), τον παράδεισο ( ιερό βήμα ) και τους εικονιζόμενους Αγίους. Η Αγία Τράπεζα στηρίζεται συνήθως σε έναν στύλο, οποίος συμβολίζει τον ασάλευτο στύλο της Εκκλησίας, τον Χριστό ή σε τέσσερις στύλους που συμβολίζουν τους Τέσσερις Ευαγγελιστές. Στην βορειοανατολική πλευρά του Ιερού Βήματος υπάρχει η κόγχη της Ιεράς Προθέσεως, η οποία συμβολίζει το Ιερό Σπήλαιο της Γεννήσεως του Κυρίου. Ο Άμβωνας συμβολίζει τον Τάφο του Χριστού και ο Διάκονος τον Άγγελο της Αναστάσεως ( Μάρκ. 16:6 ). Φέρει παραστάσεις των Ιερών Ευαγγελιστών και υπάρχει ανάγλυφο περιστέρι, πάνω στο οποίο τοποθετείται το Ιερό Ευαγγέλιο και συμβολίζει το άγιο Πνεύμα. Στο μπροστινό μέρος του Σολέα βρίσκονται τα μεγάλα μανουάλια, τα οποία μαζί με τα κανδήλια του τέμπλου, εκτός από το φώς που εκπέμπουν, συμβολίζουν το νοητό φώς του Χριστού, το οποίο «Φαίνει πάσι». Το ίδιο και οι πολυέλαιοι οι οποίο κρέμονται από την οροφή και συμβολίζουν το φώς του Χριστού και τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, που κατέρχεται από τον ουρανό. [4] 4
ΕΠΙΓΕΙΟΙ ΤΑΦΟΙ, ΥΠΕΡΓΕΙΟΙ ΤΑΦΟΙ ΚΑΤΑΚΟΜΒΕΣ ΠΡΩΤΟΙ ΟΙΚΟΙ ΛΑΤΡΕΙΑΣ Δεν γνωρίζουμε πολλά για την αρχιτεκτονική διαμόρφωση των αρχαίων Χριστιανικών Εκκλησιών. Διότι ως γνωστόν, λόγω των διωγμών που υφίστατο ο Χριστιανισμός από την Ρωμαϊκή εξουσία, οι Χριστιανοί εύρισκαν καταφύγιο σε υπόγειους χώρους κάτω από τη γη, τις λεγόμενες κατακόμβες (κατά + κύμβη = τάφος), οι οποίες δεν ήταν τίποτα άλλο, παρά υπόγεια Ρωμαϊκά νεκροταφεία. Συγκεντρώνονταν όμως σ αυτές, ορισμένες μέρες, όχι για να τελέσουν την συνήθη λατρεία δηλαδή την Θεία Ευχαριστία, όπως νομίζουν πολλοί, αλλά προς τιμή ενός ή περισσοτέρων μαρτύρων. Οι συγκεντρώσεις αυτές ονομάσθηκαν Εκκλησίες από την σημασία της αρχαίας λέξεως την Εκκλησία του Δήμου, την κύρια δημοκρατική συνέλευση της πόλης κράτος των Αθηνών που πραγματοποιούνταν στο λόφο της Πνύκας, στην Αγορά ή στο Θέατρο του Διονύσου. Ο Παύλος ήδη χαιρετίζει στις επιστολές του τις «κατ οίκον» Εκκλησίες: «Χαιρετήστε την Πρίσκιλλα και τον Ακύλα, τους συνεργάτες μου εν Χριστώ Ιησού, οι οποίοι χάριν της ζωής μου κινδύνευσαν να αποκεφαλισθούν και τους οποίους όχι μόνο εγώ ευχαριστώ αλλά και όλες οι Εκκλησίες των Εθνών. Χαιρετήστε επίσης την Εκκλησία του σπιτιού τους» Επιστολή προς Ρωμαίους 16:5. Οι οικίες όμως, που πραγματοποιούνταν οι συγκεντρώσεις Εκκλησίες, δεν ανήκαν όπως είναι φυσικό και λογικό σε φτωχούς πιστούς διότι υπήρχε προφανώς έλλειψη χώρου, αλλά σε πλούσιους και ευκατάστατους Χριστιανούς, οι οικίες των οποίων μπορούσαν να στεγάσουν τις πρώτες δεκάδες των πιστών του Χριστιανισμού. Από τις πρώιμες πηγές που έχουμε, οι οποίες δεν είναι άλλες από το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων, φαίνεται πως οι συγκεντρώσεις της πρώτης Εκκλησίας γίνονταν στο ανώγειο (υπερώο) των ιδιωτικών οικιών: «Και κάθε μέρα προσήρχοντο όλοι με μια ψυχή στο ναό, έκοβαν τον άρτο εις τις οικίες τους, και έτρωγαν με αγαλλίαση και απλότητα καρδιάς, δοξολογούντες τον Θεό και αγαπώμενοι από όλο το [5] 5
λαό.» Πράξεις των Αποστόλων 2:46. Οι ιδιωτικές αυτές οικίες, όπως ήταν φυσικό, ήταν κατά τόπους διαφόρων τύπων. Στην Συρία και την Παλαιστίνη οι οικίες ήταν μονώροφοι, από πάνω δε, είχαν ανώγειο στο οποίο μπορούσε να ανέλθει κάποιος από εξωτερική σκάλα. Σ αυτές τις οικίες συγκεντρώνονταν οι Χριστιανοί το βράδυ για το κήρυγμα, την κοινή προσευχή και τα κοινά δείπνα τις περίφημες «αγάπες». ΠΡΩΤΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΙ ΤΑΦΟΙ Τάφοι υπόγειοι, λαξευτοί στο πορώδες έδαφος, λαξεύονταν στο βράχο σε σχήμα λάρνακας πάνω από την οποία διαμορφωνόταν ένα τόξο (λέγονται και αρκοσόλια ). Όταν οι συνθήκες το επέτρεπαν λαξεύονταν στο βράχο χώροι τετράγωνοι στις πλευρές των οποίων έσκαβαν τρία ή και περισσότερα αρκοσόλια. Σχηματίζονταν σχεδόν πάντα έξω από τις πόλεις, κοντά σε μεγάλους δρόμους και ανήκαν σε ιδιώτες. Αρκοσόλια σώζονται στην Ελλάδα στους Δελφούς, στη Μήλο, στη Μεθώνη, την Κύπρο, την Θεσσαλονίκη, καθώς και στη Ρώμη, Παλαιστίνη, Συρία, Μ. Ασία. ΚΑΤΑΚΟΜΒΕΣ Οι κατακόμβες ήταν υπόγεια νεκροταφεία και οστεοθήκες των χριστιανών και γενικά κάθε βαθύς και σκοτεινός και υπόγειος χώρος. Οι κατακόμβες χρησιμοποιούνταν ως τόποι ταφής των κατώτερων τάξεων που δεν ήταν σε θέση να αγοράσουν γη για το σκοπό αυτό. Ως κατακόμβες χρησιμοποιήθηκαν τα υπόγεια λατομεία γύρω από τη ρώμη και χρησίμευαν ως καταφύγια των πρώτων χριστιανών κατά την εποχή των διωγμών. Επίσης μέσα στις κατακόμβες τελούσαν τις νεκρώσιμες τελετές που επέβαλε η θρησκεία τους, σε αντίθεση με την ειδωλολατρία κατά την οποία οι νεκροί έπρεπε να καίγονται όχι να θάβονται. Οι κατακόμβες λαξεύονταν σε πορώδες έδαφος περιέχοντας [6] 6
περίπλοκα συμπλέγματα διαδρόμων και κεντρικών θαλάμων στα τοιχώματα των οποίων ανοίγονται τάφοι επάλληλες σειρές και διάφορα σχήματα. ΒΑΣΙΛΙΚΗ (ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ) Η βασιλική είναι ένα δημόσιο κτίριο που χρησιμοποιούνταν στην αρχαία Ρώμη ως χώρος δημοσίων συνεδριάσεων, εμπορικών συναλλαγών αλλά και ως δικαστήρια. Από τον 4ο αιώνα η βασιλική προσαρμόστηκε στις ανάγκες λατρείας των χριστιανών και αποτέλεσε για πολλούς αιώνες τον κυριότερο αρχιτεκτονικό τύπο εκκλησιαστικού κτιρίου, τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση, είτε στην αρχική μορφή της, είτε ως τρουλαία Βασιλική. Η προέλευση της Βασιλικής Οι Ρωμαίοι παρέλαβαν αυτόν τον κτιριακό τύπο από τους Έλληνες. Τέτοιο κτίριο ήταν η «Βασίλειος Στοά» των Αθηνών, η οποία ονομάστηκε έτσι προς τιμή του άρχοντος βασιλέως. Από αυτόν πήρε και το όνομα βασιλική. Οι χριστιανοί ονόμασαν τους ναούς αυτούς βασιλικές διότι σε αυτές λατρεύονταν ο Βασιλεύς Χριστός. Μετά το τέλος των διωγμών, η Εκκλησία ήταν ελεύθερη να αναπτυχθεί. Οι παλαιοί και μικροί ναοί δεν εξυπηρετούσαν πλέον τις λατρευτικές ανάγκες του μεγάλου πλήθους των πιστών. Γι' αυτό άρχισαν να κτίζονται μεγάλοι ναοί σε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Πρόκειται για τις περίφημες παλαιοχριστιανικές βασιλικές, οι οποίες ήταν τεράστια επιμήκη οικοδομήματα, διαιρούμενα εσωτερικά, δια κιονοστοιχιών, σε κλίτη, καταλήγοντας στην ανατολική μικρή πλευρά σε αψίδα (κόγχη), και τα οποία κυριάρχησαν τον 4ο και 5ο αιώνα. Ο υπέροχος αυτός τύπος ναού είναι άμεσα συνδεδεμένος με την Αγία Ελένη, τη μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, η οποία σύμφωνα με την παράδοση ανήγειρε πλήθος βασιλικών στην Κωνσταντινούπολη, στην Παλαιστίνη (Βηθλεέμ, Πανάγιος Τάφος, Σινά), Ρώμη και Ελλάδα. [7] 7
Αρχιτεκτονική Οι χριστιανικές βασιλικές, όπως αναφέρθηκε, ήταν επιμήκη κτίρια που διαιρούνταν εσωτερικά σε κλίτη ή μοίρες ή δρόμους (δρομικές βασιλικές). Τα κλίτη των βασιλικών ήταν τρία, πέντε, επτά, μέχρι και εννέα. Το μεσαίο κλίτος ήταν το πιο ευρύχωρο και το υψηλότερο. Οι κίονες οι οποίοι χώριζαν τα κλίτη μεταξύ τους, από ανατολάς προς δυσμάς, δεν είχαν συνήθως ραβδώσεις και κατέληγαν σε περίτεχνα κορινθιακά κιονόκρανα, ενώ τα κενά μεταξύ των κιονόκρανων ενώνονταν συνήθως με τόξα. Πάνω από τα κλίτη σχηματίζονταν υπερώα, τα οποία χρησιμοποιούνταν ως γυναικωνίτες. Οι τοίχοι από το δάπεδο μέχρι το ύψος των τόξων καλύπτονταν από ορθομαρμαρώσεις λεπτών και πολύχρωμων μαρμάρων. Πάνω από αυτά υπήρχαν τα ψηφιδωτά. Τα δάπεδα επίσης στολίζονταν με θαυμάσια ψηφιδωτά. Στο υψηλότερο σημείο υπήρχε ο φωταγωγός με σειρά μονόλοβων, δύλοβων, τρίλοβων ή πολύλοβων παραθύρων. Το μεσαίο και υψηλότερο κλίτος καλύπτονταν από αμφίκλινη (σαμαρωτή) ξύλινη στέγη, ενώ τα πλάγια κλίτη δια μονορρίκτου (επικλινούς) στέγης. Ιερό Στο ανατολικό μέρος του μεσαίου κλίτους βρισκόταν το ιερό Bήμα, το οποίο καταλάμβανε το ένα τρίτο του κυρίως ναού. Χωρίζονταν από αυτόν δια κιονίσκων και καλυπτηρίων πλακών. Στο κέντρο του ιερού βήματος βρισκόταν η αγία Τράπεζα και πάνω από αυτή κείτονταν το κιβώριο, ένα θολωτό σκέπασμα, το οποίο στηρίζονταν σε τέσσερις κίονες. Πίσω από την αγία Τράπεζα βρισκόταν ο θρόνος του επισκόπου και εκατέρωθεν οι έδρες των πρεσβυτέρων (σύνθρονο). Από το ιερό βήμα υπήρχε πύλη, η οποία οδηγούσε προς την κρύπτη, όπου φυλάσσονταν τα λείψανα των μαρτύρων. Κυρίως ναός Ο κυρίως ναός ήταν ο χώρος των πιστών. Στο μέσον βρισκόταν ο άμβωνας, από τον οποίον διαβάζονταν τα αναγνώσματα και γινόταν το θείο κήρυγμα. Ο δυτικός χώρος πριν τον κυρίως ναό ονομαζόταν νάρθηκας, στον οποίο στέκονταν οι κατηχούμενοι, οι μετανοούντες και οι προσκλαίοντες. Ο νάρθηκας επικοινωνούσε με τον κυρίως ναό δια ευρύχωρων θυρών του μεσαίου κλίτους. Βόρεια του νάρθηκα υπήρχε το Βαπτιστήριο, όπου υπήρχε σταυρωτή [8] 8
δεξαμενή για το βάπτισμα των ενηλίκων, και νότια υπήρχε το Διακονικό. Τέλος στον εξωτερικό χώρο, πριν το νάρθηκα, υπήρχε το αίθριο, στο οποίο γινόταν κάποιες υπαίθριες τελετές. Εκεί υπήρχε λουτήρας, η δεξαμενή με νερό, όπου καθαρίζονταν το ιερατείο και ο λαός. ΠΕΡΙΚΕΝΤΡΑ ΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑΤΑ Περίκεντρο κτήριο: αρχιτεκτονική μορφή που χρησιμοποιήθηκε ευρέως κατά τα παλαιοχριστιανικά χρόνια. Το πρώτο κτήριο της μορφής αυτής εμφανίστηκε ως αίθουσα στις ρωμαϊκές θέρμες. Στη συνέχεια εμφανίστηκε ως προθάλαμος στην ανακτορική αρχιτεκτονική και τον 2 ο μ.χ. αιώνα, με τον Πάνθεον της Ρώμης, έλαβε μια ιδιαίτερη σημασία. Γύρω στον 3 ο αιώνα χρησιμοποιήθηκε ως μαυσωλείο λόγω και του συμβολισμού του που δηλώνει τον ουράνιο θόλο. Σε αντίθεση με τη βασιλική, στην οποία τονίζεται ο κατά μήκος άξονας, εδώ δίδεται έμφαση στον κατακόρυφο άξονα, γύρω από τον οποίο οργανώνεται ο χώρος. Ανάλογα με τη μορφή τους, τα κτήρια αυτά διακρίνονται σε κυκλικά, οκταγωνικά, εξαγωνικά, τρίκογχα και τετράκογχα. ΠΑΝΘΕΟΝ (ΡΩΜΗ) Το Πάνθεον της Ρώμης είναι αφιερωμένος στους Ολύμπιους Θεούς. Τον ναό ανήγειρε ο Μάρκος Βιψάνιος Αγρίππας, γαμπρός και σύμβουλος του αυτοκράτορα Αυγούστου. Ο ναός έχει υποστεί πολλές αλλαγές και έχει πάρει την σημερινή του μορφή από τον Αδριανό. Το Πάνθεον είναι ένας τεράστιος κυκλικός ναός. Η διάμετρος της αίθουσας αγγίζει τα 43,30 μέτρα και είναι ίση με το μέγιστο ύψος του ναού, έτσι ώστε στο εσωτερικό του να χωράει μια μπάλα με τις διαστάσεις αυτές. Στην πρόσοψη του ναού υπάρχουν 16 κίονες από αιγυπτιακό γρανίτη. Στο επιστύλιο υπάρχει επιγραφή αφιερωμένη στον ιδρυτή του ναού, τον Αγρίππα. Το μεγαλύτερο μέρος του ναού καλύπτεται από χαλκό, ο οποίος [9] 9
αφαιρέθηκε από τον πάπα Ουρβανό VIII και στην συνέχεια δόθηκε στον Μπερνίνι για να τον χρησιμοποιήσει στον ναό του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό. ΡΟΤΟΝΤΑ (ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ) Η Ροτόντα ανήκει στα περίκεντρα οικοδομήματα, στο κυκλικό της σχήμα άλλωστε οφείλει και την ονομασία της. Κτίστηκε στα χρόνια του καίσαρα Γαλερίου, γύρω στα 306 μ.χ., ως ναός του Δία ή του Κάβειρου ή κατά άλλους ως Μαυσωλείο του ιδίου. Στον άξονά της κατέληγε πομπική οδός που συνέδεε τη θριαμβική αψίδα του Γαλερίου με το ανακτορικό συγκρότημα, που έχει ανασκαφεί νοτίως της Εγνατίας οδού. Το κτήριο διαμέτρου 24,50μ καλύπτει ισοδιάστατος θόλος από οπτόπλινθους, που φθάνει σε ύψος τα 29,80μ...Ο κυλινδρικός τοίχος, πάχους 6,30μ. διασπάται εσωτερικά σε οκτώ ορθογώνιες κόγχες, από τις οποίες η νότια αποτελούσε την κύρια είσοδο. Η μετατροπή του σε χριστιανικό ναό, αφιερωμένο πιθανότητα στους Ασωμάτους ή Αρχαγγέλους, συντελέστηκε στη διάρκεια των παλαιοχριστιανικών χρόνων, άγνωστο πότε ακριβώς. Την ίδια περίοδο διανοίχθηκε και διευρύνθηκε η ανατολική κόγχη και κατασκευάστηκε το ιερό βήμα, ένας ορθογώνιος χώρος με ημικυκλική αψίδα στα ανατολικά. Γύρω από το κτήριο προστέθηκε κλειστή στεγασμένη στοά(πλάτους 8μ.) που επικοινωνούσε με τον κεντρικό χώρο μέσω επτά κογχών που διανοίχτηκαν στον αρχικό πυρήνα. Στη δυτική κόγχη διαμορφώθηκε νέα είσοδος με νάρθηκα και προστέθηκε πρόπυλο με δύο παρεκκλήσια, ένα κυκλικό ανατολικά και ένα οκταγωνικό δυτικά. Καμία από τις παραπάνω προσθήκες, με εξαίρεση τη διαμόρφωση της ανατολικής κόγχης, δεν σώζεται σήμερα. [10] 10
ΒΑΣΙΛΙΚΗ Ίσως ο δημοφιλέστερος και αρχετυπικός ναός της χριστιανικής τέχνης. Χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα, ιδιαίτερα κατά την παλαιοχριστιανική εποχή. Στον αρχιτεκτονικό αυτό τύπο τονίζεται ο κατά μήκος άξονας, για τον λόγο αυτό άλλωστε ονομάζεται και δρομική βασιλική. Η ονομασία αυτή (δρομική) εξηγείται από την αρχιτεκτονική της καταγωγή, που, κατά μία άποψη, είναι η ρωμαϊκοί δρόμοι, οι οποίοι είχαν στα πλάγια κιονοστήρικτες στοές. Άλλη άποψη τη θέλει να κατάγεται από τις ρωμαϊκές αίθουσες του θρόνου, από τα περιστύλια των ρωμαϊκών σπιτιών ή τα νεκρικά παρεκκλήσια των κατακομβών και των κοιμητηριακών μαρτυρίων. Διακρίνεται σε δύο τύπους: την ελληνιστική (ξυλόστεγη, διαιρείται με κιονοστοιχίες σε τρία ή και περισσότερα κλίτη) και την ανατολική (καμαροσκέπαστη, τρίκλιτη, χωρίζεται με πεσσούς). Ο ρυθμός της τρουλαίας Βασιλικής ή Βασιλικής με Τρούλο, εμφανίστηκε τον 6ο μ.χ. αιώνα, εποχή της μεγάλης ισχύος του βυζαντινού κράτους και του ορθοδόξου δόγματος. Το γεγονός αυτό είχε αντίκτυπο και στην ανάπτυξη της ναοδομίας. Η παλαιοχριστιανική βασιλική εμπλουτίστηκε με νέα αρχιτεκτονικά στοιχεία, ώστε να έχει ακόμα μεγαλύτερη αίγλη. Σπουδαιότερη καινοτομία ήταν ο περιορισμός του μήκους του κτιρίου και κυρίως η προσθήκη τρούλου στη στέγη του μεγάλου κλίτους. Πρόκειται για μια αρχιτεκτονική εφεύρεση των μεγάλων μικρασιατών αρχιτεκτόνων Ανθέμιου από τις Τράλλεις και Ισίδωρου από τη Μίλητο. Οι μηχανικοί αυτοί κατόρθωσαν να τοποθετήσουν στην τετράγωνη στέγη της βασιλικής τον κυκλικό τρούλο, ο οποίος, μέσω τεσσάρων σφαιρικών τριγώνων κατέληγε να στηρίζεται σε τέσσερις μεγάλους πεσσούς. Αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτού του ρυθμού είναι ο περίφημος ναός της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος κτίστηκε από τον Ιουστινιανό τα έτη 531-537. Ο διάκοσμος βελτιώνεται αισθητά. Οι τοίχοι καλύπτονται με ψηφιδωτά υψηλής τεχνοτροπίας και ζωγραφικές παραστάσεις. [11] 11
Η επιβλητικότητα αυτού του ρυθμού είναι έκδηλη. Ο τεράστιος όγκος του ναού, το μεγάλο ύψος, ο τεράστιος θόλος, το άπλετο φως των παραθύρων, δίνουν μια ξεχωριστή αίσθηση στον επισκέπτη του ναού. Ρυθµός Βασιλικής Επίµηκες οικοδόμημα που χωρίζεται µε σειρές κιόνων σε κλίτη χωρίζεται µε σειρές κιόνων σε κλίτη (3,5,7 ή 9 κλίτη). (3,5,7 ή 9 κλίτη). Το μεσαίο κλίτος είναι πάντοτε φαρδύτερο από τα πλαϊνά τα οποία είναι μεταξύ τους ίσα. Η στέγη του μεσαίου κλίτους είναι αμφικλινής και υψηλότερη των πλαϊνών κλιτών. Ο ναός χωρίζεται σε τρία µέρη: τον Νάρθηκα, τον Κυρίως Ναό το Ιερό Βήµα. Υπάρχουν πολλά είδη Βασιλικής µε σπουδαιότερο αυτό της Σταυρικής Βασιλικής µε τρούλο. Οι σπουδαιότερες σωζόμενες Βασιλικές σήµερα είναι: η Βασιλική της Αναστάσεως (Ιεροσόλυμα), η Βασιλική της Γεννήσεως (Βηθλεέμ), η Βασιλική της Αναλήψεως (όρος των Ελαιών), η Βασιλική του Αγ. Δημητρίου (Θεσ/νίκη) και η Εκατονταπυλιανή ή Καταπολιανή της Πάρου. ΕΓΓΕΓΡΑΜΕΝΟΣ ΣΤΑΥΡΟΕΙΔΗΣ ΜΕ ΤΡΟΥΛΟ Ο Βυζαντινός ρυθμός ή «εγγεγραμμένος σταυροειδής με τρούλο» είναι είδος αρχιτεκτονικής χριστιανικών ναών. Οι ναοί αυτού του ρυθμού κτίζονται σε σχήμα σταυρού με κλίτη και φέρουν έναν ή περισσότερους τρούλος Εμφανίστηκε στην Κωνσταντινούπολη και αργότερα σε ολόκληρο τον βυζαντινό κόσμο, ύστερα από μια περίοδο τριών [12] 12
περίπου αιώνων μεταβατικής ναοδομίας, συνδυασμού θολωτής τρίκλιτης βασιλικής με τη σταυρωτή τρουλαία βασιλική (χαρακτηριστικό παράδειγμα ο ναός της Σκριπούς Βοιωτίας). Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 880 στο περίφημο αυτοκρατορικό κτίσμα της «Νέας Εκκλησίας του Παλατιού» και εγκαινιάστηκε από τον Μέγα Φώτιο στα χρόνια του Βασιλείου Α (867-886). Ονομάστηκε Νέα Εκκλησία, διότι παρουσίαζε έναν καινούριο αρχιτεκτονικό τύπο. Ο εγγεγραμμένος σταυροειδής με τρούλο είναι ο αντιπροσωπευτικός βυζαντινός ρυθμός. Κύριο χαρακτηριστικό στοιχείο αυτού του ρυθμού είναι ο σχηματισμός σταυρού εσωτερικά και εξωτερικά στο σχεδόν τετράγωνο κτίσμα, με τον έναν ή τους πέντε τρούλους. Η δημιουργία κογχών στη βόρεια και νότια πλευρά όχι μόνο αυξάνουν τον εσωτερικό χώρο, αλλά χαρίζουν παράλληλα ομορφιά και χάρη. Υπάρχουν πάμπολλα δείγματα αυτού του ρυθμού, όπως η Γοργοεπίκοος (άγιος Ελευθέριος), άγιοι Θεόδωροι, η εκκλησία Καπνικαρέα, η Καισαριανή στην Αθήνα, η Παναγία των Χαλκαίων στη Θεσσαλονίκη, οι εκκλησίες του Μυστρά, κ.α. Παραλλαγή αυτού του ρυθμού είναι ο εγγεγραμμένος οκτάγωνος ναός. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει ευμεγέθης τρούλος, ο οποίος καλύπτει ολόκληρη σχεδόν τη στέγη και ο οποίος δια οκτώ σφαιρικών τριγώνων στηρίζεται σε ισάριθμους κίονες. Κύριο χαρακτηριστικό αυτού του τύπου είναι ο παραμερισμός των τεσσάρων πεσσών ή κιόνων από το κέντρο του ναού και η δημιουργία ενιαίου άνετου χώρου στον κυρίως ναό. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα ο ναός της Ρώσικης Εκκλησίας των Αθηνών. Εσωτερικά δεν παρουσιάζονται σημαντικές αλλαγές καθότι ο χριστιανικός ναός σε όλους τους ρυθμούς παραμένει ο ίδιος, χωρισμένος, στο ιερό Βήμα, τον κυρίως ναό και το νάρθηκα. Εκείνο που άλλαξε στον βυζαντινό ρυθμό ήταν η εσωτερική διακόσμηση και κυρίως η βυζαντινή ζωγραφική. [13] 13
ΣΧΟΛΕΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΚΑΙ ΝΟΤΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ (11) Περιοχή Κωνσταντινούπολης και βόρειας Ελλάδας («Σχολή της Κωνσταντινούπολης») Η τοιχοποιία που συνηθίζεται είναι η απλή πλινθοδομή, αμιγής ή κατά την τεχνική της κρυμμένης πλίνθου και η μικτή τοιχοδομία ή τοιχοδομία από εναλλασσόμενες ζώνες λίθων και πλίνθων. Οι τύποι των ναών που απαντούν είναι ο μονόχωρος τρουλαίος με περιμετρικό διάδρομο και ο σύνθετος σταυροειδής εγγεγραμμένος με τρούλο που προέρχονται από την τρουλαία θολωτή βασιλική. Στη σφαίρα επιρροής της Κωνσταντινούπολης εντάσσεται και ο αγιορείτικος τρίκογχος τύπος που αποτελεί παραλλαγή του σύνθετου σταυροειδoύς εγγεγραμμένου με τρούλο τύπου, στον οποίο η βόρεια και νότια κεραία απολήγουν σε κόγχη. Ο τύπος ονομάζεται έτσι, επειδή δημιουργήθηκε και επιχωριάζει στο Άγιο Όρος. Χαρακτηριστικά παραδείγματα: α) Σταυροειδείς εγγεγραμμένοι με τρούλο: Το καθολικό της μονής Λιβός αφιερωμένο στη Θεοτόκο, κτίστηκε το 907. Είναι η βόρεια εκκλησία συγκροτήματος ναών που δημιουργήθηκε κατά την παλαιολόγεια περίοδο. Η νότια εκκλησία, αφιερωμένη στον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, μονόχωρος τρουλαίος ναός με περίστωο κτίστηκε μεταξύ των ετών 1282-1303 από τη Θεοδώρα, σύζυγο του Μιχαήλ του Η του Παλαιολόγου, ως κοιμητηριακός ναός της οικογένειας. Το καθολικό της μονής Μυρελαίου, κτίστηκε γύρω στο 922, επάνω σε υποδομή που αργότερα μετατράπηκε σε υπόγειο σταυροειδή κοιμητηριακό ναό. Το καθολικό της μονής του Χριστού Παντεπόπτη, κτίστηκε γύρω στο 1100. Ναός του Αγίου Θεοδώρου, κτίστηκε γύρω στο 1100. Στην παλαιολόγεια περίοδο, γύρω στο 1300, προστέθηκε εξωνάρθηκας που στεγάζεται με τρεις τρούλους. Μονή Παντοκράτορος. Συγκρότημα τριών εκκλησιών που ιδρύθηκε από τον Ιωάννη Β Κομνηνό και τη σύζυγό του Ειρήνη, μεταξύ των ετών 1118-1136. Η νότια εκκλησία, είναι αφιερωμένη στο Χριστό Παντοκράτορα και η βόρεια [14] 14
στην Παναγία. Ανάμεσά τους διαμορφώθηκε μονόχωρος τρουλαίος ναός, ως κοιμητηριακό παρεκκλήσι της οικογένειας των Κομνηνών. β) Μονόχωροι τρουλαίοι με περιμετρικό διάδρομο: Καθολικό της μονής της Χώρας, αφιερωμένο στο Χριστό, κτίστηκε επάνω σε παλαιότερο πυρήνα από το σεβαστοκράτορα Ισαάκιο Κομνηνό, γύρω στο 1120. Στις αρχές του 14 ου αι., μεταξύ των ετών 1316-1321 ανακαινίστηκε από το μεγάλο λογοθέτη Θεόδωρο Μετοχίτη, ο οποίος πρόσθεσε στα νότια και ένα ταφικό παρεκκλήσι. Καθολικό της μονής της Παναγίας Παμμακαρίστου, κτίστηκε στις αρχές του 12 ου αι. Την παλαιολόγεια περίοδο, μεταξύ των ετών 1314-1315, προστέθηκε στα νότια ένα ταφικό παρεκκλήσι στο σύνθετο σταυροειδή εγγεγραμένο τύπο, από τη Μαρία (μοναχή Μάρθα), χήρα του τότε κτήτορα, πρωτοστράτορα Μιχαήλ Γλαβά Ταρχανειώτη. γ) Αγιορείτικος τρίκογχος τύπος: Καθολικό Μεγίστης Λαύρας, αφιερωμένο στην Παναγία, 965-1002. Περιοχή της νότιας Ελλάδας («Ελλαδική Σχολή») 1. Μεταβατική περίοδος (± 800- ±1000 μ.χ.) Η τοιχοποιία που συνηθίζεται είναι αργολιθοδομή. Εμφανίζεται η οδοντωτή ταινία στη διακόσμηση των εξωτερικών τοίχων των ναών. Οι τύποι των ναών που απαντούν, εκτός από τον αρχαϊκό τύπο της δρομικής βασιλικής, τρίκλιτης, δίκλιτης ή μονόχωρης, είναι ο λεγόμενος μεταβατικός ελλαδικός και ο μεταβατικός οκτάστυλος. Πρόκειται για συνδυασμό της τρίκλιτης θολωτής βασιλικής με τον τύπο του ελεύθερου σταυρού. Χαρακτηριστικά παραδείγματα: Το καθολικό της Παναγίας στη Σκριπού (αρχ. Ορχομενό) της Βοιωτίας, που κτίστηκε από τον πρωτοσπαθάριο Λέοντα το 873/4. Οι τοίχοι που χωρίζουν τα κλίτη είναι συμπαγείς με μικρά ανοίγματα. Η εγκάρσια κεραία του σταυρού προεξέχει στη βόρεια και νότια πλευρά. Εμφανίζεται για πρώτη φορά η οδοντωτή ταινία. Επισκοπή Ευρυτανίας, περ. 800 ή μετά το 843. Οι διαστάσεις του ναού τείνουν να τετραγωνιστούν. Συμπαγείς τοίχοι χωρίζουν τα κλίτη με μικρά ανοίγματα. [15] 15
Παναγία Παναξιώτισσα Γαβρολίμνης, τέλος 10 ου αι. Οι διαστάσεις του ναού έχουν σχεδόν τετραγωνιστεί και οι τοίχοι των πλαγίων κλιτών τείνουν να πάρουν τη μορφή τοιχοπεσσών με ανοίγματα. Η μεταβυζαντινή ναοδομία Η Οθωμανική κατοχή του 15 ου αιώνα άφησε πίσω της τη βυζαντινή περίοδο 10 αιώνων, με σημαντικά επιτεύγματα στο χώρο της αρχιτεκτονικής και της τέχνης. η μεταβυζαντινή αρχιτεκτονική που ακολούθησε, μολονότι δανείστηκε από την προηγούμενη βυζαντινή αρχιτεκτονική μια σειρά χαρακτηριστικών, δεν ήταν μια απλή συνέχεια ούτε μίμησή της. Ανεπτυγμένη σε μια περίοδο με εντελώς διαφορετικό ιστορικό περιεχόμενο, αναμφίβολα έχει δική της φυσιογνωμία που αποτελεί ξεχωριστό πεδίο έρευνας. Από αυτή την περίοδο έχει σωθεί μέχρι τις μέρες μας μεγάλος αριθμός μνημείων, κυρίως στη νότιο Αλβανία όπου διατηρήθηκε η ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία, τα οποία αντιπροσωπεύουν όλους τους τύπους και τις παραλλαγές στη διάρκεια όλης της περιόδου. Ως προς την τυπολογία διακρίνουμε μονόχωρους ναούς, σταυροειδείς ναούς με τρούλο και τρίκλιτες βασιλικές. Ο καθένας από αυτούς εμφανίζεται σε δίφορες παραλλαγές όσον αφορά την οργάνωση του εσωτερικού χώρου και τη δομική λύση. Ο πρώτος τύπος περιλαμβάνει ναούς που καλύπτονται μόνο από ξύλινη στέγη, ναούς που στεγάζονται με καμάρες, ναούς ο εσωτερικός χώρος των οποίων λαμβάνει μια κάθετη ανάπτυξη με τη στέγαση του κεντρικού τμήματος με τρούλο και τέλος, σταυρεπίστεγους ναούς. Τον δεύτερο τύπο τον συναντάμε κυρίως στα μοναστήρια. Ως προς τη διαμόρφωση του εσωτερικού χώρου είναι πολύ τυποποιημένος, ακόμα και εδώ βέβαια μπορούμε να διακρίνουμε διάφορες παραλλαγές. Σε πολλές ποικιλίες συναντάται και ο τρίτος τύπος, όπως είναι η βασιλικές με τρούλο, οι βασιλικές ο εσωτερικός χώρος των οποίων στεγάζεται με τόξα, κάμαρες και θόλους και οι ξυλοστέγες βασιλικές με επίπεδη οροφή. [16] 16
Χρονικά η μεταβυζαντινή αρχιτεκτονική καλύπτει περίοδο τεσσάρων αιώνων, αρχίζοντας από τον 16 ο αιώνα και τελειώνοντας τον 19 ο αιώνα. Ύστερα από διακοπή ενός και πλέον αιώνα, αρχίζει να γίνεται αισθητή η οικοδομική δραστηριότητα στον 16ο αιώνα. Στη διάρκεια του εν λόγω αιώνα είναι χαρακτηριστική η ανέγερση των μικρών μονόχωρων ξυλόστεγων ναών. [17] 17
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Κωνσταντίνου Καλοκύρη: Εισαγωγή στη Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία (Η τέχνη Ανατολής και Δύσεως). Γ. Αντουράκη: Χριστιανική Αρχαιολογία και Επιγραφική Κωνσταντίνος Χαραλαμπίδης: Η Χριστιανική Τέχνη στους τρεις πρώτους αιώνες. Συλλογικός Τόμος, «Ιστορία της Ορθοδοξίας, οι απαρχές του Χριστιανισμού». [18] 18
ΜΑΘΗΤΕΣ ΠΟΥ ΣΥΜΜΕΤΕΙΧΑΝ ΣΤΗΝ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ: (1) ΑΒΡΑΜΑΚΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ (2) ΑΛΜΑΓΚΟΥΤ ΠΑΡΙΣ (3) ΑΡΒΑΝΙΤΗ ΣΟΦΙΑ (4) ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ (5) ΔΙΟΝΥΣΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ (6) ΔΟΥΚΑΣ ΠΕΤΡΟΣ (7) ΖΥΦΙ ΚΕΒΙΝ (8) ΚΑΜΠΑΝΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ-ΜΙΧΑΗΛ (9) ΚΑΡΑΓΚΟΥΝΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ-ΜΑΡΙΟΣ (10) ΜΠΟΥΣΓΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ (11) ΝΙΚΟΛΑ ΧΡΗΣΤΟΣ (12) ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ (13) ΝΤΑΧΝΤΟΥΧ ΜΙΚΑΕΛΑ (14) ΝΤΙΡΙΝΤΗΣ ΖΑΧΑΡΙΑΣ (15) ΠΑΠΑΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ ΗΛΙΑΣ (16) ΡΑΠΟΛΛΑΡΗ ΑΓΓΕΛΟΣ (17) ΡΗΓΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ (18) ΣΑΜΠΑΝΑΓΚΑ ΙΩΑΝΝΗΣ (19) ΣΙΝ0Σ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ (20) ΣΟΥΛΙΩΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ: ΖΥΦΙ ΚΕΒΙΝ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: π. ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΓΚΙΚΑΣ [19] 19