Διδασκαλία και εκμάθηση της Νέας Ελληνικής ως Δεύτερης Γλώσσας

Σχετικά έγγραφα
Διαστάσεις της διγλωσσίας α. χρόνος β. σειρά γ. πλαίσιο κατάκτησης της δεύτερης γλώσσας

ΔΙΓΛΩΣΣΙΑ: Εισαγωγικά στοιχεία

Λύδια Μίτιτς

Διδάσκοντας την ελληνική ως δεύτερη γλώσσα στη Δημοτική Εκπαίδευση

Η γλώσσα ως σύστημα και ως χρήση. Ασπασία Χατζηδάκη, Επίκουρη καθηγήτρια ΠΤΔΕ

Ατομικές διαφορές στην κατάκτηση της Γ2. Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Ναπολέων Μήτσης: Αποσπάσματα κειμένων για τη σχέση γλώσσας και πολιτισμού

Διδακτική Γλωσσικών Μαθημάτων (ΚΠΒ307)

Διαπολιτισμική Εκπαίδευση

H διγλωσσία στο εκπαιδευτικό μας σύστημα

ΣΥΝΕΔΡΙΟ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΣΤΗ ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΑΜΕΡΙΚΗ ΜΟΝΤΕΒΙΔΕΟ Οκτωβρίου 2009

ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ ΙΩΑΝΝΑ ΚΟΥΜΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2016

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. 2. Ηλικία Θέση εργασίας Μόνιμος Αναπληρωτής

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ

Δίγλωσση εκπαίδευση: Η περίπτωση των προγραμμάτων εμβάπτισης του Καναδά. Ανδρονίκη Χατζηαποστόλου Γιούλη Βαϊοπούλου Ευγενία Τσιουπλή

5. Λόγος, γλώσσα και ομιλία

ANNEX ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. της. Σύστασης του Συμβουλίου. για μια ολοκληρωμένη προσέγγιση σχετικά με τη διδασκαλία και την εκμάθηση γλωσσών

Πολυπολιτισμικότητα και Εκπαίδευση

Οι διδακτικές πρακτικές στην πρώτη τάξη του δημοτικού σχολείου. Προκλήσεις για την προώθηση του κριτικού γραμματισμού.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΑΚΟΗΣ

Στόχοι και κατευθύνσεις στη διαπολιτισμική εκπαίδευση

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

- Καθυστέρηση λόγου (LLI)

Σκούρτου, Ε. (2011). Η Διγλωσσία στο Σχολείο. Αθήνα: Gutenberg. Γλώσσες και Διγλωσσία στον Κόσμο. Κεφάλαιο Πρώτο

ΚΕ 800 Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης (κοινωνικοποίηση διαπολιτισμικότητα)

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Πιλοτική Εφαρμογή της Πολιτικής για Επαγγελματική Ανάπτυξη και Μάθηση

Εισαγωγή στη Γλωσσολογία Ι

Η εκμάθηση μιας δεύτερης/ξένης γλώσσας. Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ

Διγλωσσία και Εκπαίδευση

Πολυπολιτισμικότητα και Σχεδιασμοί Μάθησης

Μέθοδος-Προσέγγιση- Διδακτικός σχεδιασμός. A. Xατζηδάκη, Π.Τ.Δ.Ε. Παν/μιο Κρήτης

ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

«Μαθησιακές δυσκολίες και παραβατική συμπεριφορά»

Διαπολιτισμική Εκπαίδευση

Μαθηση και διαδικασίες γραμματισμού

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΣ ΕΤΗΣΙΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ Α ΤΑΞΗ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Η διαπολιτισμική διάσταση των φιλολογικών βιβλίων του Γυμνασίου: διδακτικές προσεγγίσεις

Η προσέγγιση του γραπτού λόγου και η γραφή. Χ.Δαφέρμου

Η αξιολόγηση ως μηχανισμός ανατροφοδότησης της εκπαιδευτικής διαδικασίας

Η γλωσσική ανάπτυξη των παιδιών.

Ιδανικός Ομιλητής. Δοκιμασία Αξιολόγησης Α Λυκείου. Γιάννης Ι. Πασσάς, MEd Εκπαιδευτήρια «Νέα Παιδεία» 22 Μαΐου 2018 ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Διγλωσσία και Εκπαίδευση

Ημερίδα. Διαπολιτισμική Εκπαίδευση: εκπαιδευτική πολιτική, κοινωνία, σχολείο ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΝ

Μάθηση & διδασκαλία στην προσχολική εκπαίδευση: βασικές αρχές

Εισαγωγή. ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Κουλτούρα και Διδασκαλία

Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Αθήνας

Κεφάλαιο Ένα Επίπεδο 1 Στόχοι και Περιεχόμενο

Ελένη Μοσχοβάκη Σχολική Σύμβουλος 47ης Περιφέρειας Π.Α.

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Σωφρόνης Χατζησαββίδης. Οι σύγχρονες κριτικές γλωσσοδιδακτικές προσεγγίσεις στη διδασκαλία της γλώσσας ως δεύτερης και ξένης

Το μυστήριο της ανάγνωσης

Δ Φάση Επιμόρφωσης. Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Γραφείο Διαμόρφωσης Αναλυτικών Προγραμμάτων. 15 Δεκεμβρίου 2010

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

1. Σκοπός της έρευνας

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Η γλώσσα των νέων. ΓΙΑΝΝΗΣ Ι. ΠΑΣΣΑΣ, MED ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ» 11 Οκτωβρίου 2018 Α. ΚΕΙΜΕΝΟ

Νεοελληνική Γλώσσα Γ Λυκείου

(γλώσσα και σχολική αποτυχία γλώσσα και. συµπεριφοράς) ρ. Πολιτικής Επιστήµης και Ιστορίας Σχολικός Σύµβουλος Π.Ε. 70

Διήμερο εκπαιδευτικού επιμόρφωση Μέθοδος project στο νηπιαγωγείο. Έλενα Τζιαμπάζη Νίκη Χ γαβριήλ-σιέκκερη

Erasmus + EUROPEAN LANGUAGE LABEL ΕΘΝΙΚΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ 2016

Το νέο κοινωνιολογικό πλαίσιο του πολυπολιτισμικού σχολείου

ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ ΑΥΤΙΣΤΙΚΟΥ ΦΑΣΜΑΤΟΣ: Βασικε ς πληροφορι ες

Οι αποδέκτες της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης

ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ. Πολιτισμός και σχολικές πρακτικές: αναζητάμε τη σχέση τους, προβληματιζόμαστε και κρίνουμε.

Δραστηριότητες γραμματισμού: Σχεδιασμός

ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΑΣΕΠ ΝΗΠΙΑΓΩΓΩΝ

«Δοκιμασία Εκφραστικού Λεξιλογίου σε τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά ηλικίας 6 8 ετών»

Διαστάσεις της διγλωσσίας II.

ヤ Διδασκαλία της Γλώσσας στις τάξεις Γ & Δ

Ο καθημερινός άνθρωπος ως «ψυχολόγος» της προσωπικότητάς του - Νικόλαος Γ. Βακόνδιος - Ψυχο

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ 17 ΠΡΟΛΟΓΟΣ 19 ΠΡΟΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ 25 ΕΙΣΑΓΩΓΗ 27

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΣ ΕΤΗΣΙΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ Γ ΤΑΞΗ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

«Παιδαγωγική προσέγγιση της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού μέσω τηλεκπαίδευσης (e-learning)»

5 Οι ικανότητες του χρήστη/μαθητή

Κάθε επιλογή, κάθε ενέργεια ή εκδήλωση του νηπιαγωγού κατά τη διάρκεια της εκπαιδευτικής διαδικασίας είναι σε άμεση συνάρτηση με τις προσδοκίες, που

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ Γ ΤΑΞΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΣ ΕΤΗΣΙΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ Β ΤΑΞΗ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Mάθηση και διαδικασίες γραμματισμού

Ελένη Σίππη Χαραλάμπους ΕΔΕ Παναγιώτης Κύρου ΕΔΕ

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ48 / Ελληνική Γλώσσα και Γλωσσολογία

Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Π.Τ.Δ.Ε. Παν/μίου Κρήτης «Επιστήμες Αγωγής»

Η ιστορία της παιδικής συμπεριφοράς γεννιέται από την συνύφανση αυτών των δύο γραμμών (Vygotsky 1930/ 1978, σελ. 46).

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ. Οι απόψεις των εκπαιδευτικών των Τ.Ε. των Δημοτικών σχολείων για το εξειδικευμένο πρόγραμμα των μαθητών με νοητική ανεπάρκεια

Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών

2. Δεξιότητες επικοινωνίας ενηλίκων εκπαιδευομένων. Επιμόρφωση εκπαιδευτών/τριών Επιμορφωτικών Κέντρων Λευκωσία

ΕΝΔΟΣΧΟΛΙΚΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ

ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΠΑΛΙΝΝΟΣΤΟΥΝΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ

Η Ι ΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΣΕ ΜΗ ΕΛΛΗΝΟΦΩΝΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ. Χατζησαββίδης Σωφρόνης, καθηγητής Γλωσσολογίας στο Α.Π.Θ.

Παράγοντες που επηρεάζουν την εκμάθηση της Γ2/ΞΓ

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

Δείκτες Επικοινωνιακής Επάρκειας Κατανόησης και Παραγωγής Γραπτού και Προφορικού Λόγου Γ1

ΑΝΑΦΟΡΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ (STATE OF THE ART) ΤΟΥ ENTELIS ΕΚΔΟΣΗ EΥΚΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ

Αξιολογήστε την ικανότητα του μαθητή στην κατανόηση των προφορικών κειμένων και συγκεκριμένα να:

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. Η αγγλική και οι άλλες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Πρόγραμμα Δραστηριοτήτων και Μαθημάτων γλωσσών Πυξίδα 2018

Στυλιανός Βγαγκές - Βάλια Καλογρίδη. «Καθολικός Σχεδιασμός και Ανάπτυξη Προσβάσιμου Ψηφιακού Εκπαιδευτικού Υλικού» -Οριζόντια Πράξη με MIS

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΔΙΑΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ: «Ψυχοπαιδαγωγικές συνιστώσες της αγωγής: ένα σχολείο για όλους» Κατεύθυνση: «Ψυχοπαιδαγωγικές συνιστώσες της πολυπολιτισμικότητας» Τομέας: Κοινωνιογλωσσολογία Επόπτρια: Ρούλα Τσοκαλίδου Διπλωματική εργασία Διδασκαλία και εκμάθηση της Νέας Ελληνικής ως Δεύτερης Γλώσσας Η περίπτωση τμήματος ενηλίκων του Σχολείου Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Α.Π.Θ. Εισηγήτρια: Ιωάννα Καλλιόπη Καριώτου Θεσσαλονίκη 2012

Περιεχόμενα Εισαγωγή 3 ΜΕΡΟΣ Ι 1. Γλώσσα 6 1.1.Γλωσσικές δεξιότητες 8 1.2. Γλώσσα και Πολιτισμός 8 1.3. Ορολογία 9 2. Διγλωσσία 10 2.1. Ορισμός 10 2.2.Ατομική και Κοινωνική διγλωσσία 11 3. Ανάπτυξη διγλωσσίας 20 3.1. Γλωσσική ικανότητα 20 3.2. Αλληλεξάρτηση των γλωσσών 20 3.3. Η κατάκτηση της δεύτερης γλώσσας (Γ2) 21 4. Διδασκαλία και εκμάθηση της δεύτερης γλώσσας (Γ2) 26 4.1. Διδασκαλία της γλώσσας 26 4.2. Διδασκαλία της δεύτερης γλώσσας (Γ2) 27 4.3. Διδασκαλία της ελληνικής ως Γ2 36 5. Διαπολιτισμική εκπαίδευση 42 5.1. Διαπολιτισμική προσέγγιση 42 5.2. Διαπολιτισμική παιδεία 43 5.3. Το Διαπολιτισμικό μοντέλο εκπαίδευσης 46 ΜΕΡΟΣ ΙΙ 1. Σκοπός της έρευνας 49 2. Μέθοδος 49 3. Προφίλ 53 Προφίλ τμήματος 53 Ατομικά προφίλ εκπαιδευομένων 54 Κοινωνιόγραμμα 58 Χώρος μάθησης 59 4. Ανάλυση δεδομένων Άμεσης Παρατήρησης 59 4.1. Γλωσσική επικοινωνία 59 4.2. Αξιοποίηση γνώσεων/εμπειρίας 62 4.3. Θέματα διδακτικής 64 4.4. Παιδαγωγική και Κοινωνική αλληλεπίδραση 72 4.5. Σημειωθέντα λάθη κατά τον προφορικό λόγο ή κατά την ανάγνωση κειμένου 76 4.6. Συσχέτιση των λαθών με την καταγωγή των εκπαιδευομένων 78 5. Ανάλυση δεδομένων από τις συνεντεύξεις των εκπαιδευτών 79 6. Συζήτηση ευρημάτων 90 Παράρτημα 99 Φύλλο παρατήρησης: Συνάντηση πιλοτική 100 Φύλλο παρατήρησης: Συνάντηση Νο 1 105 Φύλλο παρατήρησης: Συνάντηση Νο 2 108 Φύλλο παρατήρησης: Συνάντηση Νο 3 111 Φύλλο παρατήρησης: Συνάντηση Νο 4 114 2

Φύλλο παρατήρησης: Συνάντηση Νο 5 117 Φύλλο παρατήρησης: Συνάντηση Νο 6 120 Φύλλο παρατήρησης: Συνάντηση Νο 7 122 Φύλλο παρατήρησης: Συνάντηση Νο 8 125 Φύλλο παρατήρησης: Συνάντηση Νο 9 128 Φύλλο παρατήρησης: Συνάντηση Νο 10 131 Συνέντευξη εκπαιδευτή 134 Συνέντευξη εκπαιδεύτριας 140 Βιβλιογραφία 145 3

Εισαγωγή Η Ελλάδα ήταν ανέκαθεν μια χώρα εξοικειωμένη με το φαινόμενο της μετανάστευσης, με την έννοια της διοχέτευσης εργατικού δυναμικού σε άλλες χώρες, όπως Αμερική, Καναδά, Γερμανία, Αυστραλία κα. Ωστόσο, τα τελευταία είκοσι χρόνια παρατηρείται μια αντιστροφή του φαινομένου, καθώς παράλληλα με την εξαγωγή μεταναστών, πλέον αποτελεί και χώρα υποδοχής παλιννοστούντων και μεταναστευτικών πληθυσμών από χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και από Βαλκανικές, Ασιατικές και Αφρικανικές χώρες αντίστοιχα. Η αλλαγή αυτή επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την οπτική υπό την οποία πραγματοποιούνταν η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας, καθώς μέχρι η χώρα να αποτελέσει πόλο έλξης μεταναστών, η γλώσσα της διδασκόταν ως δεύτερη σε παιδιά ελλήνων μεταναστών ή γενικότερα σε μετανάστες (ελληνικής καταγωγής) δεύτερης και τρίτης γενιάς. Πλέον, δημιουργήθηκε η ανάγκη για διδασκαλία της Νέας Ελληνικής (ΝΕ) ως δεύτερης γλώσσας (Γ2) σε άτομα που κατάγονται από άλλες χώρες και έχουν έρθει για να ζήσουν στην Ελλάδα (είτε για συγκεκριμένο διάστημα είτε όχι). Έτσι, η διδασκαλία της ΝΕ ως Γ2, ενώ άνθιζε μόνο στις χώρες όπου μετανάστευαν και συνεχίζουν να μεταναστεύουν Έλληνες, τώρα πια έχει μεταφερθεί και στην ελληνική επικράτεια, στο περιβάλλον δηλαδή όπου χρησιμοποιείται η ελληνική γλώσσα από τους φυσικούς ομιλητές της. Αυτό έχει ως συνέπεια τη διαφοροποίηση των κοινωνικών και πολιτισμικών παραγόντων που επηρεάζουν την οργάνωση και τη διεξαγωγή της γλωσσικής διδασκαλίας, ενώ παράλληλα αλλάζει και η οπτική της διαπολιτισμικής προσέγγισής της, αφού πλέον ο ελληνικός πολιτισμός είναι αυτός που αντιστοιχεί στην κοινωνία υποδοχής και συνδέεται με την κυρίαρχη ομάδα. Η διδακτική των γλωσσών και η παιδαγωγική επιστήμη έρχονται να προσφέρουν με τις σύγχρονες απόψεις τους σημαντικά στοιχεία για τον σχεδιασμό της διδασκαλίας της ΝΕ ως Γ2. Συγκεκριμένα, αποδίδουν βαρύνουσα σημασία στην επικοινωνιακή προσέγγιση της διδασκαλίας της Γ2, η οποία ταυτόχρονα διεξάγεται αξιοποιώντας και την πρώτη γλώσσα (Γ1) των διδασκομένων, αλλά και τα κοινωνικο-πολιτισμικά στοιχεία που φέρουν και οι δύο γλώσσες (Γ1, Γ2), καθώς η γλώσσα και ο πολιτισμός θεωρείται πως συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους. Κατ αυτόν τον τρόπο υποστηρίζεται πως η γλωσσική διδασκαλία είναι πιο αποτελεσματική και επιτυγχάνεται η καλύτερη εκμάθηση και κατάκτηση της Γ2, αφού αυτή εξαρτάται άμεσα από τις στάσεις και τις αντιλήψεις των διδασκομένων προς τη διδασκόμενη γλώσσα και τον πολιτισμό της κοινότητας (ή των κοινοτήτων) που τη χρησιμοποιεί. Η εργασία που ακολουθεί επιχειρεί να παρουσιάσει τις παραπάνω επιστημονικές απόψεις και τις συσχετίσεις που αναφέρθηκαν και να διερευνήσει τη διδασκαλία της Γ2 στο περιβάλλον της κοινωνίας όπου ομιλείται. Συγκεκριμένα, μελετά τη διδασκαλία της ΝΕ σε ενηλίκους που προέρχονται από άλλες χώρες και βρίσκονται στην Ελλάδα, με σκοπό να μείνουν σε αυτή για ορισμένα τουλάχιστον χρόνια. Αρχικά, λοιπόν, η εργασία εστιάζει στην ανάπτυξη της διγλωσσίας και στην αλληλεξάρτηση των γλωσσών, αναδεικνύοντας την πολυπλοκότητα της έννοιας του δίγλωσσου ομιλητή, αλλά και τη σπουδαιότητα του ρόλου της Γ1 στην ανάπτυξη και εκμάθηση της Γ2. Στη συνέχεια, παρουσιάζονται οι θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές της διδασκαλίας της Γ2 γενικότερα και της ΝΕ ειδικότερα, όπου επιχειρείται η ανάδειξη του ρόλου όχι μόνο των ψυχολογικών, αλλά και των κοινωνικών και πολιτισμικών 4

παραγόντων που επηρεάζουν την εκμάθησή της. Επίσης, αναφέρεται η συμβολή της επικοινωνιακής μεθόδου και των αντίστοιχων τεχνικών διδασκαλίας στην καλύτερη κατάκτηση της ΝΕ ως Γ2, η οποία παρουσιάζει συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη διδασκαλία της. Ακολουθεί αναφορά στη διαπολιτισμική εκπαίδευση και τις βασικές αρχές που τη διέπουν, η οποία συμβάλλει σε σημαντικό βαθμό στην ομαλή προσαρμογή των ατόμων που προέρχονται από διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα στο νέο κοινωνικό πλαίσιο της χώρας που τους υποδέχεται, αφού εστιάζει στην ανάδειξη όλων των πολιτισμών ως ισάξιων και στην κατάρριψη των στερεοτύπων και των προκαταλήψεων. Με αυτόν τον τρόπο η διαπολιτισμική εκπαίδευση εμποδίζει την ανάπτυξη αρνητικών και ανασταλτικών συναισθημάτων, οπότε η κατάκτηση της Γ2 καθίσταται πιο εύκολη και αποτελεσματική. Όσον αφορά στην έρευνα που πραγματοποιήθηκε για τις ανάγκες της παρούσας εργασίας, είχε ως κύριο σκοπό τη διερεύνηση διδακτικών μεθόδων, πρακτικών και στρατηγικών κατάκτησης της ΝΕ ως Γ2 από ενήλικες, οι οποίες οδηγούν τα άτομα που εμπλέκονται στη διαδικασία εκμάθησης να αναπτύξουν αμφίδρομη ή ισορροπημένη και προσθετική διγλωσσία. Επομένως, τα ερευνητικά ερωτήματα διαμορφώθηκαν ως εξής: o Ποια χαρακτηριστικά παρουσιάζει η γλωσσική παραγωγή στη γλώσσαστόχο των ενηλίκων που μαθαίνουν τη ΝΕ ως Γ2; o Πού οφείλονται οι δυσκολίες και τα συχνότερα λάθη των εκπαιδευομένων στην παραγωγή προφορικού λόγου ή στην ανάγνωση κειμένου κατά την εκμάθηση της ΝΕ ως Γ2; o Ποιους μαθησιακούς και παιδαγωγικούς σκοπούς εξυπηρετούν οι μέθοδοι και οι στρατηγικές που εφαρμόζουν οι εκπαιδευτές κατά τη διδασκαλία τους; o Αν και πώς επηρεάζουν οι προηγούμενες γλωσσικές και πολιτισμικές εμπειρίες τη διαδικασία εκμάθησης της ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας; Για τη διερεύνηση των ερωτημάτων αυτών επιλέχθηκε η χρήση ποιοτικής μεθόδου έρευνας και συγκεκριμένα της Μελέτης Περίπτωσης, εφόσον τέτοιες μέθοδοι προσφέρονται στον τομέα της παιδαγωγικής ως εργαλεία για την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου και για την εισαγωγή καινοτομιών στην εκπαίδευση. Αναλυτικότερα, ως μονάδα παρατήρησης επιλέχθηκε ένα τμήμα ενηλίκων του Σχολείου Νέας Ελληνικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, η οποία διαιρείται σε δύο υπομονάδες, τους 18 διδασκομένους και τους 2 διδάσκοντες αντίστοιχα. Η μελέτη στο πεδίο διεξήχθη μέσω της άμεσης παρατήρησης, κατά την οποία καταγράφηκαν λεκτικά και μη-λεκτικά δεδομένα που σχετίζονται με την εφαρμογή της διδασκαλίας, την επικοινωνία που αναπτύσσεται στο πλαίσιό της και την εκπαιδευτική και κοινωνική αλληλεπίδραση μεταξύ των συμμετεχόντων στις διαδικασίες αυτές. Μετά την ολοκλήρωση της μελέτης στο πεδίο, διεξήχθησαν συνεντεύξεις με τους δύο διδάσκοντες, οι οποίες είχαν μη δομημένη μορφή. Οι συνεντεύξεις αυτές εστίαζαν όχι μόνο στις αντικειμενικές πληροφορίες, αλλά και στις υποκειμενικές απαντήσεις των διδασκόντων σχετικά με μια γνωστή κατάσταση, στην οποία είχαν συμμετάσχει. Οι ερωτήσεις των συνεντεύξεων ανέκυψαν από την παρατήρηση στο πεδίο και τις σημειώσεις που καταγράφηκαν. Τα δεδομένα τόσο της άμεσης παρατήρησης στο πεδίο όσο και των συνεντεύξεων εξετάστηκαν, συσχετίστηκαν και ανασυντέθηκαν. Στη συνέχεια κατηγοριοποιήθηκαν και εντάχθηκαν σε πίνακες (ποιοτικού χαρακτήρα). Η ανάλυσή 5

τους πραγματοποιήθηκε μέσω της επιμέρους ανάλυσης των υπο-μονάδων, ενώ μετά την ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας ακολούθησε η σύνδεσή τους, η συζήτηση των τελικών ευρημάτων της έρευνας και η συσχέτισή τους με τα θεωρητικά δεδομένα που αναπτύχθηκαν στο πρώτο μέρος της εργασίας. 6

ΜΕΡΟΣ Ι 1. Γλώσσα Σύμφωνα με τον θεμελιωτή της σύγχρονης γλωσσολογίας Ferdinand de Saussure, αλλά και τον Noam Chomsky η γλώσσα ως σύστημα διαθέτει συγκεκριμένη δομή, ενώ η χρήση της διακρίνεται ως ξεχωριστή όψη του γλωσσικού φαινομένου. Συγκεκριμένα ο Saussure πρώτος διαχώρισε την ομιλία (parole) από τη γλώσσα (langue), υποστηρίζοντας πως η τελευταία αποτελεί ένα αφηρημένο γραμματικό σύστημα, το οποίο κατέχουν όλοι οι ομιλητές μιας γλωσσικής κοινότητας, ενώ η ομιλία είναι η πραγμάτωση της γλώσσας (δηλαδή του συστήματος) από τον κάθε ομιλητή. Αντίστοιχα, ο Chomsky μίλησε για τη γλωσσική ικανότητα, η οποία αφορά την ασυνείδητη γνώση του γλωσσικού συστήματος από τον κάθε ομιλητή και για τη γλωσσική επιτέλεση, η οποία με τη σειρά της αφορά τις γλωσσικές πραγματώσεις, δηλαδή τη γλωσσική συμπεριφορά ενός ομιλητή που βασίζεται στην προαναφερθείσα γνώση (Χαραλαμπόπουλος & Χατζησαββίδης, 1997: 37). Οι ομιλητές, λοιπόν, μιας γλωσσικής κοινότητας χρησιμοποιούν ένα κοινό γλωσσικό σύστημα, δηλαδή μια κοινή γλώσσα, ώστε να καταστεί δυνατή η επικοινωνία μεταξύ τους. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει πως όλοι οι ομιλητές χρησιμοποιούν αυτή τη γλώσσα με τον ίδιο τρόπο. Αν και κάθε κοινότητα ορίζει μια μορφή της γλώσσας της ως επίσημη, αυτή συνήθως ταυτίζεται με μια συγκεκριμένη γραπτή μορφή της που κατέχει περίοπτη θέση στην κοινωνική αξιολογική κλίμακα. Αντίθετα, η καθημερινή γλώσσα συνεννόησης (προφορική και γραπτή) που χρησιμοποιεί η κοινότητα διαθέτει την ίδια ποικιλία που παρουσιάζουν τόσο η ίδια η κοινότητα όσο και οι επικοινωνιακές περιστάσεις, οι οποίες προκύπτουν στο πλαίσιό της. Οι διαφοροποιήσεις που χαρακτηρίζουν τη γλώσσα μιας κοινότητας απεικονίζονται στις διάφορες γεωγραφικές και κοινωνικές διαλέκτους που εντοπίζονται στο εσωτερικό της, όπως και στα διάφορα τοπικά ιδιώματα (όπ.π.: 38-39). Εκτός, όμως, από τις διαλέκτους και τα ιδιώματα, άλλο ένα στοιχείο της γλωσσικής ποικιλίας αποτελεί και το γλωσσικό επίπεδο ύφους, το οποίο προσδιορίζεται κάθε φορά από την εκάστοτε περίσταση επικοινωνίας. Συγκεκριμένα, κάθε ομιλητής επιλέγει το λεξιλόγιο που θα χρησιμοποιήσει, όπως και το ύφος (τυπικό ή μη) ανάλογα με τον συνομιλητή του, τον τόπο, τον χρόνο, τον σκοπό, το θέμα και το κανάλι της επικοινωνίας. Επιπλέον, το γλωσσικό επίπεδο ύφους εξαρτάται όχι μόνο από φυσικούς και κοινωνικούς παράγοντες, αλλά και από ψυχολογικούς και συναισθηματικούς. Όσο πιο εύκολα, λοιπόν, ένας ομιλητής προσαρμόζεται στις απαιτήσεις των διαφόρων περιστάσεων επικοινωνίας και όσο μεγαλύτερο εύρος γλωσσικών μορφών διαθέτει, τόσο μεγαλύτερη επικοινωνιακή επάρκεια θεωρείται ότι κατέχει (όπ.π.: 39-41). Εν συνεχεία, άλλη μία διάκριση των μορφών της γλώσσας είναι κι αυτή που αφορά την προφορική και τη γραπτή γλώσσα. Κάθε μια από αυτές τις γλωσσικές μορφές διαθέτει ξεχωριστή λειτουργία και χρησιμοποιείται σε διαφορετικές επικοινωνιακές περιστάσεις. Μάλιστα, η προφορική μορφή της γλώσσας θεωρείται πρωτεύουσα σε σχέση με τη γραπτή, για το λόγο ότι προηγείται ιστορικά και γενικότερα θεωρείται η φυσική κατάσταση της γλώσσας. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει πως θεωρείται καλύτερη, αν και συνήθως η άποψη που επικρατεί είναι πως η προφορική γλώσσα είναι κατώτερη της γραπτής. Οι δύο γλωσσικές μορφές διαθέτουν απλώς διαφορετικές συνθήκες παραγωγής, δίχως αυτό να τις κατατάσσει αξιολογικά σε διαφορετικά επίπεδα. 7

Συγκεκριμένα, η βασική τους διαφορά έγκειται στο στοιχείο της αμεσότητας. Το τελευταίο χαρακτηρίζει την προφορική επικοινωνία, με την έννοια ότι οι συνομιλητές είναι παρόντες στον ίδιο τόπο και χρόνο και γίνεται χρήση εξωγλωσσικών και παραγλωσσικών στοιχείων. Αντιθέτως, στη γραπτή επικοινωνία λείπει η αμεσότητα, οπότε ο πομπός αναγκάζεται να μεταδώσει το μήνυμα αποκλειστικά με γλωσσικά μέσα, παραθέτοντας όλες τις λεπτομέρειες που απαιτούνται για την πλήρη κατανόησή του. Για αυτό και οι ελλειπτικές προτάσεις, οι αναδιατυπώσεις, οι επαναλήψεις κλπ που χαρακτηρίζουν τον προφορικό λόγο, αν παρουσιαστούν στον γραπτό τον καθιστούν αναποτελεσματικό (όπ.π.: 41-45). Όπως, όμως, αναφέρθηκε παραπάνω, η γλώσσα αποτελεί ένα σύστημα με συγκεκριμένη δομή, το οποίο διαθέτει ένα μοναδικό χαρακτηριστικό: τη διπλή άρθρωση. Αναλυτικότερα, κάθε γλωσσικό μήνυμα, δηλαδή κάθε εκφώνημα, διαχωρίζεται σε μονάδες πρώτης και δεύτερης άρθρωσης. Οι μονάδες της πρώτης άρθρωσης είναι τα μορφήματα (π.χ. λέξεις), ενώ οι μονάδες της δεύτερης άρθρωσης είναι τα φωνήματα (π.χ. φθόγγοι). Έτσι, από έναν ορισμένο αριθμό φωνημάτων που διαθέτει κάθε γλώσσα παράγεται ένα σύνολο μορφημάτων, το οποίο ενημερώνεται διαρκώς με νέα μορφήματα κι αυτά με τη σειρά τους παράγουν έναν απεριόριστο αριθμό εκφωνημάτων. Η δομή, τώρα, του γλωσσικού συστήματος διαμορφώνεται από τις συνταγματικές και παραδειγματικές σχέσεις που αναπτύσσουν μεταξύ τους τα φωνήματα και τα μορφήματα. Ειδικότερα, ως συνταγματικές χαρακτηρίζονται οι σχέσεις αλληλεπίδρασης που αναπτύσσουν οι εν ενεργεία μονάδες ενός εκφωνήματος. Αφορούν τη συγκεκριμένη σειρά, με την οποία παρουσιάζονται τα φωνήματα και τα μορφήματα σε ένα εκφώνημα, βάσει της οποίας προκύπτουν συγκεκριμένες λέξεις και φράσεις κι έτσι παράγεται ένα συγκεκριμένο μήνυμα. Αν αλλάξει η σειρά κάποιων από αυτές τις μονάδες, τότε θα υπάρξει διαφοροποίηση του νοήματος, ακόμη και σε σημείο πλήρους απώλειάς του. Από την άλλη, ως παραδειγματικές σχέσεις χαρακτηρίζονται εκείνες που αναπτύσσονται μεταξύ των εν ενεργεία μονάδων και αυτών που θα μπορούσαν να τις αντικαταστήσουν σε ένα εκφώνημα. Αφορούν, δηλαδή, πάντοτε μονάδες της ίδιας κατηγορίας, αλλά διαφορετικές μεταξύ τους, ώστε η αντικατάσταση της μιας από κάποια άλλη να διαφοροποιεί λιγότερο ή περισσότερο το νόημα του μηνύματος προς μετάδοση (όπ.π.: 45-49). Βάσει των παραπάνω δομικών και οργανωτικών χαρακτηριστικών της κάθε γλώσσας διαμορφώνεται και η γραμματική της, η οποία έχει κανονιστικό χαρακτήρα. Ουσιαστικά συγκεντρώνει και οργανώνει σε κανόνες τη δομή της γλώσσας, καθώς και όλους τους δυνατούς τρόπους συνδυασμού των φωνημάτων και των μορφημάτων της στα επίπεδα της διπλής άρθρωσης, για τη διευκόλυνση της μελέτης μιας γλώσσας. Όμως, η παραγωγή και οργάνωση όλων αυτών των γραμματικών κανόνων μιας γλώσσας διετελέστη σε ύστερο χρόνο από τη γένεση και διαμόρφωσή της και, μάλιστα, βασίστηκε αποκλειστικά σε γλωσσικά προϊόντα γραπτής μορφής (βλ. ανάπτυξη γραμματικής της αττικής διαλέκτου της αρχαίας ελληνικής γλώσσας κατά την αλεξανδρινή περίοδο). Για το λόγο αυτό θα πρέπει να γίνει ξεκάθαρο πως η γραμματική αφορά αποκλειστικά τη δομή της γλώσσας, ενώ ως προς τη χρήση της αφορά μόνο τη γραπτή επικοινωνία κι όχι την προφορική. Η δεύτερη προκύπτει μέσω της διαισθητικής κι όχι της κανονιστικής γνώσης της γλώσσας από τους ομιλητές, την οποία αποκτούν ερχόμενοι σε επαφή με τους υπόλοιπους ομιλητές της γλωσσικής κοινότητας στην οποία ανήκουν. Κατ αυτόν τον τρόπο προκύπτει και η γλωσσική ποικιλία, η οποία αναφέρθηκε στην αρχή του κεφαλαίου, αφού ανάλογα με τις εμπειρίες που αποκομίζει ο κάθε ομιλητής μέσω της αλληλεπίδρασης με το ευρύτερο 8

γλωσσικό του περιβάλλον σε διάφορες περιστάσεις επικοινωνίας, αποκτά την ικανότητα να χρησιμοποιεί και να κατανοεί περισσότερους από έναν γλωσσικούς κώδικες (όπ.π.: 49-53). Με άλλα λόγια, μέσω της αλληλεπίδρασης των ομιλητών μιας γλωσσικής κοινότητας, αυτοί καταφέρνουν κι αναπτύσσουν την επικοινωνιακή τους ικανότητα, μαθαίνουν δηλαδή να εναλλάσσουν τους γλωσσικούς τους κώδικες, ανάλογα με τις απαιτήσεις της κάθε επικοινωνιακής περίστασης. Αυτή η ικανότητα εξαρτάται από ψυχολογικούς, κοινωνικούς και πολιτισμικούς παράγοντες και οι ομιλητές την αποκτούν μαζί με τη γλωσσική ικανότητα η οποία αφορά τη γνώση του γλωσσικού συστήματος εν γένει ήδη από την παιδική ηλικία. Μόλις αναπτυχθούν επαρκώς και οι δύο αυτές ικανότητες, τότε ο ομιλητής μπορεί να χαρακτηρισθεί ως επαρκής, αφού όχι μόνο θα γνωρίζει πώς να χρησιμοποιεί σωστά το γλωσσικό σύστημα, αλλά θα γνωρίζει και πότε να χρησιμοποιεί τον κατάλληλο γλωσσικό κώδικα, σύμφωνα με την περίσταση επικοινωνίας. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί πως η επικοινωνιακή ικανότητα ακολουθεί αργότερους ρυθμούς ανάπτυξης σε σχέση με τη γλωσσική, η κατάκτηση της οποίας ολοκληρώνεται νωρίτερα (όπ.π.: 55-57). 1.1. Γλωσσικές δεξιότητες Πέρα από την επικοινωνιακή και τη γλωσσική ικανότητα, με την οποία συνδέονται και άλλοι όροι, όπως η γλωσσική πραγμάτωση (κατανόηση και παραγωγή ομιλίας), η γλωσσική δυνατότητα (προδιάθεση για χρήση της γλώσσας και ένδειξη του γλωσσικού επιπέδου ενός ομιλητή), η γλωσσική επάρκεια (κατάκτηση των επιπέδων γλωσσικής ικανότητας) και η γλωσσική επίδοση (αποτέλεσμα συστηματικής διδασκαλίας), υπάρχουν και οι γλωσσικές δεξιότητες. Ουσιαστικά, οι δεξιότητες αυτές αφορούν την πρόσληψη και την παραγωγή λόγου στις δύο γλωσσικές μορφές, τον προφορικό και τον γραπτό. Μπορεί, δηλαδή, να ειπωθεί πως αποτελούν επιμέρους επίπεδα της γλωσσικής ικανότητας. Οι γλωσσικές δεξιότητες, λοιπόν, είναι η ακρόαση, η ομιλία, η ανάγνωση και η γραφή. Είναι σκόπιμο, ωστόσο, να σημειωθεί πως οι τέσσερις γλωσσικές δεξιότητες αναλύονται σε άλλες, επιμέρους και πιο λεπτομερείς δεξιότητες, όπως είναι η προφορά, το εύρος του λεξιλογίου, η γραμματική ορθότητα και η απόδοση των νοημάτων ανάλογα με τις περιστάσεις επικοινωνίας και το ύφος που χρησιμοποιείται. Για τον λόγο αυτό οι γλωσσικές δεξιότητες θεωρούνται πολυδιάστατες και δεν αναπτύσσονται όλες με τον ίδιο ρυθμό (Baker, 2001: 48-49). 1.2. Γλώσσα και πολιτισμός Η γλώσσα συνδέεται άμεσα με τον πολιτισμό στο πλαίσιο του οποίου γεννήθηκε και αναπτύχθηκε, γι αυτό και βρίσκονται σε πλήρη αρμονία. Όλα τα στοιχεία της γλώσσας, από τις λέξεις της έως τις διάφορες εκφράσεις που χρησιμοποιούν οι ομιλητές της, αποτελούν τον καλύτερο τρόπο έκφρασης του πολιτισμού και της κουλτούρας τους. Από την άλλη, ισχύει και το αντίστροφο, ότι δηλαδή και ο πολιτισμός γεννιέται μέσω της γλώσσας (αλλά όχι μόνο). Συγκεκριμένα, τα διάφορα παραμύθια, τα τραγούδια, οι κοινωνικές πρακτικές, η ιστορία και τα ιδεώδη είναι στοιχεία του πολιτισμού που δημιουργούνται και μεταδίδονται λεκτικά, αποτελώντας τις μνήμες και τις παραδόσεις των μελών του. Παράλληλα, η γλώσσα συμβολίζει τον πολιτισμό της και αντανακλά το κύρος του. Γενικότερα η γλώσσα εκφράζει ιδεολογικά, κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά στοιχεία και χαρακτηριστικά του ομιλητή της και της γενικότερης κουλτούρας της κοινωνίας, η οποία τη χρησιμοποιεί (Baker, 2001: 126-127). 9

1.3. Ορολογία Πέραν όλων των παραπάνω, είναι σκόπιμο να αναφερθούν και τρεις βασικοί όροι της γλώσσας που χρησιμοποιούνται πολύ συχνά στη βιβλιογραφία, ειδικά τη σχετική με τη διγλωσσία, οι οποίοι θα πρέπει να διευκρινιστούν από την αρχή της παρούσας εργασίας. Πρώτη/Μητρική γλώσσα: ο όρος πρώτη γλώσσα (Γ1) αντιπροσωπεύει είτε τη γλώσσα που μαθαίνει πρώτη σε χρονική σειρά ένα άτομο είτε αυτή που χρησιμοποιεί περισσότερο είτε την πιο ισχυρή του γλώσσα (κυρίαρχη γλώσσα). Παράλληλα, ως μητρική γλώσσα ορίζεται η γλώσσα που μαθαίνει ένα άτομο από τη μητέρα του ή η πρώτη γλώσσα (ή γλώσσες) που μαθαίνει γενικώς (δίχως απαραίτητα να τη μαθαίνει από τη μητέρα) ή, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, η γλώσσα που έχει τη μεγαλύτερη ισχύ στην καθημερινότητά του. Είναι η γλώσσα με την οποία ταυτίζεται σε μεγαλύτερο ή απόλυτο βαθμό, αλλά και η γλώσσα στην οποία σκέφτεται ή ονειρεύεται. Επίσης, ως μητρική μπορεί να οριστεί η κυρίαρχη γλώσσα μιας χώρας, η γλώσσα που χρησιμοποιεί περισσότερο το άτομο, όπως και η γλώσσα προς την οποία το άτομο αναπτύσσει θετική στάση και συναισθήματα (Baker, 2001: 61-62, Σελά-Μάζη, 2001: 29). Από τα παραπάνω, λοιπόν, συμπεραίνεται ότι πολλές φορές η πρώτη γλώσσα ταυτίζεται με τη μητρική γλώσσα ενός ατόμου, καθώς η πρώτη γλώσσα που θα μιλήσει είναι συνήθως και η μητρική του. Ωστόσο, ως πρώτη/μητρική γλώσσα ενός παιδιού μπορεί να θεωρηθεί και η διγλωσσία (Τριάρχη-Herrmann, 2000: 53-54). Σ αυτή την περίπτωση ανήκουν τα παιδιά που γεννιούνται και μεγαλώνουν σε ένα δίγλωσσο οικογενειακό περιβάλλον και έρχονται σε επαφή με δύο γλώσσες ταυτόχρονα. Κατ επέκταση, η πρώτη (ή μητρική) γλώσσα αποτελεί το μέσο, με το οποίο ένα παιδί ταυτίζεται με την οικογένεια και τους προγόνους του, δομεί την εθνική και πολιτισμική του ταυτότητα, διαμορφώνει αντίστοιχους δεσμούς και αναπτύσσει ανάλογα συναισθήματα σε σχέση με τη γλώσσα και τον πολιτισμό του (Αμπατζόγλου, 2001: 100). Δεύτερη γλώσσα: ορίζεται συνήθως η πιο αδύναμη γλώσσα ενός δίγλωσσου ατόμου ή η γλώσσα που κατέκτησε μέσω αποκλειστικά της εκπαίδευσής του, αλλά και η γλώσσα που χρησιμοποιεί σε μικρότερο βαθμό (Baker, 2001: 62). Ουσιαστικά, είναι η γλώσσα που το άτομο αρχίζει να μαθαίνει παράλληλα με την πρώτη ή αφού την ολοκληρώσει. Η κατάκτηση της δεύτερης γλώσσας γίνεται κυρίως μέσω της επαφής του ατόμου με τους φυσικούς- μητρικούς ομιλητές της γλώσσας αυτής (βέβαια, όπως σημειώθηκε, μπορεί να υποστηρίζεται κι από κάποια εκπαιδευτική δομή συστηματικής εκμάθησης, αλλά σε δεύτερο επίπεδο). Παράλληλα, η γλώσσα αυτή είναι απαραίτητη στο άτομο για την καθημερινή του επικοινωνία (Τριάρχη- Herrmann, 2000: 55) και γενικότερα η σημασία της είναι σημαντική για την κοινότητα του ατόμου αυτού, τόσο σε θεσμικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο (Δαμανάκης, 2001: 97). Ξένη γλώσσα: είναι η γλώσσα που ένα άτομο αρχίζει να μαθαίνει (σε καμία περίπτωση ταυτόχρονα με την πρώτη), ώστε να ανταπεξέλθει σε διάφορες επικοινωνιακές περιστάσεις που ενδεχομένως να προκύψουν στο μέλλον. Συγκεκριμένα, η ξένη γλώσσα διδάσκεται στο πλαίσιο κάποιας εκπαιδευτικής δομής για πολύ συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, χωρίς να υπάρχει απαραίτητα η δυνατότητα επαφής του ατόμου με μητρικούς ομιλητές της γλώσσας αυτής. Επίσης, τα κίνητρα για την εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας είναι κυρίως μορφωτικά, οικονομικά ή απλώς προσωπικά (Τριάρχη-Herrmann, 2000: 55). 10

2. Διγλωσσία 2.1. Ορισμός Η διγλωσσία είναι ένα παγκόσμιο και πολύπλοκο φαινόμενο, το οποίο απασχολεί αρκετές επιστήμες, όπως αυτή της γλωσσολογίας, της κοινωνιογλωσσολογίας, της ψυχολογίας, της παιδαγωγικής, της κοινωνιολογίας κα. Το φαινόμενο αυτό εμφανίζεται και παρατηρείται όταν δύο γλώσσες έρχονται σε επαφή τόσο σε ατομικό όσο και σε ομαδικό/κοινωνικό επίπεδο. Μάλιστα, οι παράγοντες που συμβάλλουν σε αυτή την επαφή είναι είτε πολιτικοί είτε θρησκευτικοί είτε κοινωνικοί ή μορφωτικοί, ενώ βάσει αυτών καθορίζεται και ο ορισμός της διγλωσσίας σε κάθε περίπτωση. Εξ αιτίας, λοιπόν, της πολυπλοκότητας και της διεπιστημονικότητας που χαρακτηρίζουν το φαινόμενο αυτό, είναι ιδιαίτερα δύσκολο να προσδιοριστεί το περιεχόμενό του και να αποδοθεί ένας πλήρης ορισμός της διγλωσσίας που θα περιλαμβάνει όλες τις περιπτώσεις. Έχουν γίνει, ωστόσο, διάφορες προσπάθειες εκ μέρους πολλών ερευνητών, ορισμένες από τις οποίες είναι οι εξής: Ένας πολύ γενικός ορισμός υποστηρίζει πως η διγλωσσία αφορά μία κατάσταση, κατά την οποία ένα άτομο κατέχει και χρησιμοποιεί περισσότερες από μία γλώσσες. Ωστόσο, επειδή αυτός ο ορισμός αποκλείει ή δεν διευκρινίζει άλλες περιπτώσεις διγλωσσίας, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ευρέως (Σελά-Μάζη, 2001: 27-28, Τριάρχη-Herrmann, 2000: 41-42). Επιπλέον, από παλαιότερες μελέτες υπάρχουν κι άλλοι ορισμοί, που εκφέρουν μια πιο συγκεκριμένη άποψη σχετικά με το τι είναι η διγλωσσία, όπως αυτός που επικεντρώνεται στη λειτουργική χρήση των γλωσσών και θεωρεί ότι η διγλωσσία αφορά τη χρήση δύο γλωσσών από ένα άτομο, ανάλογα με τις απαιτήσεις των επικοινωνιακών περιστάσεων στις οποίες μετέχει. Ένας άλλος ορισμός υποστηρίζει πως για να θεωρηθεί ένα άτομο δίγλωσσο θα πρέπει να κατέχει δύο γλώσσες σε τόσο καλό επίπεδο που να ταυτίζεται με τους φυσικούς ομιλητές της κάθε γλώσσας, ενώ υπάρχει κι αυτός που υποστηρίζει πως η διγλωσσία αφορά την κατάσταση εκείνη κατά την οποία επιτυγχάνεται η επικοινωνία ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα άτομα που χρησιμοποιούν διαφορετικά γλωσσικά συστήματα. Εν συνεχεία, μια άλλη απόπειρα ορισμού της διγλωσσίας θεωρεί πως για να ενταχθεί ένα άτομο στην κατηγορία των δίγλωσσων, θα πρέπει να είναι ικανό να σχηματίζει ορθές (γραμματικά και νοηματικά) προτάσεις και γενικά να παράγει ορθό λόγο σε μια δεύτερη γλώσσα. Τέλος, απαντάται και ο ορισμός που αρκείται στην επάρκεια του ατόμου έστω και σε μία μόνο γλωσσική δεξιότητα σε μια δεύτερη γλώσσα ή κι αυτός που περιγράφει την αρκτική διγλωσσία, δηλαδή την ιδιαίτερα περιορισμένη επάρκεια του ατόμου σε μια δεύτερη γλώσσα, όπως για παράδειγμα η γνώση ορισμένων μόνο φράσεων (Σελά-Μάζη, 2001: 29-30, Baker, 2001: 50). Βάσει της πληθώρας, λοιπόν, ορισμών που έχουν διατυπωθεί για τη διγλωσσία και σύμφωνα με τις σύγχρονες μελέτες του φαινομένου, οι ερευνητές καταλήγουν στο γεγονός πως η διγλωσσία εξαρτάται και καθορίζεται από πολλούς παράγοντες. Συγκεκριμένα, εξαρτάται κυρίως από τον γεωγραφικό χώρο στον οποίο παρουσιάζονται δίγλωσσα άτομα, από τη σταθερότητα της διγλωσσίας κατά το πέρασμα του χρόνου και από τον τρόπο με τον οποίο τα δίγλωσσα άτομα χρησιμοποιούν τις γλώσσες τους. Επιπλέον, άλλοι παράγοντες επιρροής είναι οι πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές αλλά και οι δημογραφικές συνθήκες που ισχύουν κάθε φορά και σε κάθε περίπτωση. Παραδείγματα τέτοιων παραγόντων είναι το εμπόριο και η 11

εκβιομηχάνιση (οικονομικοί παράγοντες), η εξουσία, το εκπαιδευτικό σύστημα και τα ΜΜΕ (πολιτικοί παράγοντες), όπως και τα πολιτισμικά ή θρησκευτικά στοιχεία, οι μικτοί γάμοι και η μετανάστευση (κοινωνικοί παράγοντες). Για αυτόν ακριβώς τον λόγο το φαινόμενο της διγλωσσίας διαθέτει πολλές διαστάσεις και είναι αδύνατον ένας και μόνος ορισμός να συμπεριλαμβάνει όλες τις περιπτώσεις και να αποδίδει με πλήρη αρτιότητα τον όρο αυτό (Σελά-Μάζη, 2001: 30-32). 2.2. Ατομική και κοινωνική διγλωσσία Ο όρος διγλωσσία εμφανίζεται στην ελληνική βιβλιογραφία με διάφορες έννοιες, οι βασικές εκ των οποίων είναι (Baker, Colin, 2001: 89, Δενδρινού, Βασιλική, 2001:89): α. με την έννοια του αγγλικού όρου bilingualism, που χρησιμοποιείται στην περίπτωση όπου ένα άτομο μπορεί να χειριστεί δύο γλώσσες και να επικοινωνήσει μέσω αυτών επιτυχώς (ατομική διγλωσσία) β. με την έννοια του αγγλικού όρου diglossia, ο οποίος αναφέρεται στην κοινωνική διγλωσσία, δηλαδή στην περίπτωση που μία κοινωνία χρησιμοποιεί δύο γλώσσες. Όταν αυτές οι γλώσσες χρησιμοποιούνται σε διαφορετικές περιστάσεις και η μία θεωρείται ανώτερη από την άλλη, οι περιστάσεις στις οποίες χρησιμοποιείται η πρώτη σχετίζονται με το επίσημο κράτος (εκπαίδευση, ΜΜΕ, δημόσιες υπηρεσίες, εμπόριο), ενώ η δεύτερη χρησιμοποιείται σε ανεπίσημες περιστάσεις (σπίτι, οικογένεια, φίλοι, πολιτιστικές δραστηριότητες) Οι δύο αυτές έννοιες, εκτός από την προφανή τους διαφορά μικρο- και μακροεπιπέδου, διαθέτουν επιπλέον και τη διαφορά της διάρκειας, με την έννοια ότι η ατομική διγλωσσία μπορεί να είναι ένα φαινόμενο προσωρινό και μεταβατικό, ενώ η κοινωνική (θεσμοθετημένη ή μη) είναι ένα μόνιμο φαινόμενο. Η μονιμότητα αυτή προκύπτει μέσω κάποιας ανάγκης για την κάλυψη διαφορετικών κοινωνικών λειτουργιών σε διαφορετικούς κοινωνικούς τομείς, η οποία ανάγκη ικανοποιείται με τη χρήση δύο διαφορετικών γλωσσών (Σελά-Μάζη, 2001: 84). Ατομική διγλωσσία (bilingualism) Η παραπάνω διάκριση βασίζεται σε ψυχο-κοινωνικο-γλωσσολογικά κριτήρια και αφορά τη λειτουργικότητα της διγλωσσίας. Ιδιαίτερα στη δεύτερη περίπτωση, της κοινωνικής διγλωσσίας, λαμβάνονται υπόψη ο τρόπος, ο χρόνος και οι αιτίες, για τις οποίες ένα άτομο χρησιμοποιεί τη μία ή την άλλη γλώσσα. Ωστόσο, η διάκριση των εννοιών της διγλωσσίας μπορεί να βασίζεται σε κριτήρια γλωσσικής ικανότητας του κάθε ατόμου, οπότε σε αυτή την περίπτωση λαμβάνεται υπόψη η γλωσσολογική σημασία της διγλωσσίας. Τα κριτήρια αυτά αφορούν το πόσο καλά κατέχει ένα άτομο τις δύο γλώσσες. Όσον αφορά στην ατομική διγλωσσία κι επειδή συνήθως είναι πολύ δύσκολο να διαχωριστούν απόλυτα τα παραπάνω κριτήρια, μπορεί να ειπωθεί πως ένα άτομο θεωρείται δίγλωσσο, τελικά, όταν ανήκει σε δύο γλωσσικές κοινότητες και είναι δύσκολο να διαχωρίσει τις δύο γλώσσες σε σχέση με το ποια είναι η μητρική του, με ποια έχει στενότερες επαφές, ποια χρησιμοποιεί πιο άνετα και σε ποια από τις δύο σκέφτεται (Τριάρχη-Herrmann, 2000: 42-45). Και πάλι, όμως, θα πρέπει να σημειωθεί πως ο ορισμός αυτός δεν είναι απόλυτος, αφού στην πραγματικότητα προκύπτουν διάφοροι τύποι δίγλωσσων κοινοτήτων, σύμφωνα με τα κοινωνικοπολιτισμικά χαρακτηριστικά τους και τις αντίστοιχες συνθήκες, οι οποίες διαμορφώνουν την καθημερινότητα της κάθε κοινότητας και επηρεάζουν το φαινόμενο της διγλωσσίας. 12

Έτσι, οι δίγλωσσοι ομιλητές μπορούν να καταταχθούν σε διάφορες διαβαθμισμένες κατηγοριοποιήσεις, από εκείνον που απλώς έχει την ικανότητα να επικοινωνήσει σε μια δεύτερη γλώσσα, έστω και με σχετική επιτυχία, μέχρι τον δίγλωσσο ομιλητή που χρησιμοποιεί καθημερινά δύο γλώσσες με τα ίδια ποσοστά επιτυχίας που παρουσιάζουν και οι γηγενείς ομιλητές αυτών των γλωσσών κι επιπλέον αναπτύσσει διπολιτισμική και διγλωσσική ταυτότητα, ενσωματώνοντας σ αυτή στοιχεία από τις αντίστοιχες κοινότητες (Σελά-Μάζη, 2001: 51-53). Πάντως, οι παραπάνω κατηγοριοποιήσεις εξαρτώνται από την επίδραση συγκεκριμένων παραγόντων, οι οποίοι είναι οι εξής (όπ.π.: 31-51): o Η ηλικία κατά την οποία ένα άτομο έρχεται σ επαφή με μια δεύτερη γλώσσα, καθώς αυτή επηρεάζει όχι μόνο τη νοητική ανάπτυξη αλλά και τη γλωσσική, ψυχογλωσσική και κοινωνιοπολιτισμική. o Η γλωσσική επάρκεια, η οποία αναφέρεται στην ικανότητα γλωσσικής έκφρασης ενός δίγλωσσου ομιλητή σε καθεμιά από τις γλώσσες του, ο βαθμός της οποίας αποδίδει χαρακτηρισμούς όπως: τέλειος δίγλωσσος, ισόρροπος ή ισόγλωσσος, ακόμη και εκκολαπτόμενος δίγλωσσος. o Η νοητική οργάνωση του λόγου του δίγλωσσου ατόμου, η οποία σχετίζεται με το πώς χειρίζεται ο δίγλωσσος ομιλητής τις γλώσσες του, αν δηλαδή τις έχει πλήρως διαχωρισμένες μεταξύ τους, αν τις συγχωνεύει ή αν η πρώτη γλώσσα αποτελεί το απαραίτητο μέσο για τη χρήση της δεύτερης. o Το γλωσσικό περιβάλλον, μέσω του οποίου ένας δίγλωσσος ομιλητής κατέκτησε τις γλώσσες του και το οποίο μπορεί να είναι είτε το φυσικό γλωσσικό περιβάλλον (οικογένεια, γειτονιά, κοινότητα) που με τη σειρά του μπορεί να διακριθεί σε μικτό (πολύγλωσση κοινωνία) και χωριστό (δύο γλώσσες που κατακτήθηκαν σε δύο διαφορετικές χώρες) είτε το σχολικό περιβάλλον, όπου η κατάκτηση της δεύτερης γλώσσας γίνεται μέσω τυπικών διαδικασιών εκμάθησης, ενώ εκτός αυτού του πλαισίου δεν υπάρχει ευκαιρία χρήσης αυτής της γλώσσας. o Το κοινωνιοπολιτισμικό περιβάλλον, το οποίο επηρεάζει την εξέλιξη που θα έχει ένας δίγλωσσος ομιλητής, αφού σχετίζεται με την κοινωνική λειτουργικότητα και χρήση της κάθε γλώσσας, δηλαδή με την αξία που αποδίδεται σε κάθε γλώσσα και τις περιστάσεις επικοινωνίας, στις οποίες χρησιμοποιείται. o Η στάση και αντιμετώπιση που δέχεται κάθε μία από τις γλώσσες ενός δίγλωσσου ατόμου είτε από τους μονόγλωσσους ομιλητές είτε από τους δίγλωσσους και οι οποίες εξαρτώνται από το κοινωνικό κύρος της κάθε γλώσσας, από το ποσοστό πολιτικής εξουσίας που μπορεί να φέρει η κάθε μια και γενικά από οικονομικά, πολιτικά, πολιτισμικά και κοινωνικά κριτήρια. o Η πολιτισμική ταυτότητα (θετική ή αρνητική) που αναπτύσσει ένας δίγλωσσος ομιλητής και τα στοιχεία που αυτή περιλαμβάνει, καθώς ο ομιλητής συμμετέχει σε δύο πολιτισμικές και γλωσσικές κοινότητες. Αναλυτικότερα, η επίδραση αυτών των παραγόντων διαφοροποιεί τη μορφή της διγλωσσίας από άτομο σε άτομο ή από ομάδα σε ομάδα, οπότε προκύπτουν οι εξής περιπτώσεις ατομικής διγλωσσίας (Σελά-Μάζη, 2001: 31-51, Τριάρχη- Herrmann, 2000: 57-70, Baker, 2001: 51-62): 1. Με βάση την ηλικία του ατόμου, ορίζονται τέσσερις διαφορετικές περιπτώσεις διγλωσσίας, οι οποίες είναι: α) η ταυτόχρονη διγλωσσία, περίπτωση κατά την οποία ένα παιδί μόλις γεννηθεί έρχεται σε επαφή με 13

δύο γλώσσες, β) η διαδοχική διγλωσσία, κατά την οποία ένα παιδί αφού έχει κατακτήσει την πρώτη του γλώσσα, αρχίζει να μαθαίνει και τη δεύτερη, γ) η πρώιμη διγλωσσία, όταν ένα παιδί μαθαίνει τη δεύτερη γλώσσα κατά την παιδική του ηλικία (ταύτιση με το οικογενειακό περιβάλλον) και δ) η μεταγενέστερη ή ύστερη ή όψιμη διγλωσσία, όταν το άτομο που μαθαίνει τη δεύτερη γλώσσα βρίσκεται στην εφηβεία ή είναι ενήλικος/η (ταύτιση με το σχολικό περιβάλλον). 2. Βάσει της γλωσσικής επάρκειας που διαθέτει ένας δίγλωσσος ομιλητής, όπως σημειώθηκε και πρωτύτερα, ορίζονται πέντε περιπτώσεις δίγλωσσων ομιλητών: α) οι τέλειοι ή αμφίγλωσσοι δίγλωσσοι, οι οποίοι χρησιμοποιούν τις δύο γλώσσες τόσο καλά όσο και οι μονόγλωσσοι ομιλητές την αντίστοιχη γλώσσα, β) οι ισόρροποι ή ισόγλωσσοι δίγλωσσοι, περίπτωση κατά την οποία ο ομιλητής χρησιμοποιεί εξίσου καλά δύο γλώσσες, δίχως η μια να βοηθά στη χρήση της άλλης και δίχως απαραίτητα η επάρκειά του να συγκρίνεται με αυτή των μονόγλωσσων ομιλητών 1, γ) οι εκκολαπτόμενοι δίγλωσσοι, οι οποίοι ουσιαστικά κατέχουν σε ελάχιστο βαθμό μια δεύτερη γλώσσα, ωστόσο κατατάσσονται στην ευρύτερη ομάδα των δίγλωσσων, δ) οι ημίγλωσσοι ομιλητές, οι οποίοι δεν παρουσιάζουν ικανοποιητική επάρκεια στη μητρική τους γλώσσα και ε) οι διπλά ημίγλωσσοι, οι οποίοι παρουσιάζουν ελλιπή επάρκεια και στις δύο γλώσσες τους 2. 3. Η νοητική οργάνωση του λόγου του δίγλωσσου ομιλητή αποδίδει τρεις περιπτώσεις διγλωσσίας: α) τη συντονισμένη διγλωσσία, όπου η σύνδεση των λέξεων με σημασιολογικές έννοιες γίνεται ξεχωριστά και στις δύο γλώσσες, β) τη σύνθετη ή συνθετική διγλωσσία, όπου η σύνδεση αφορά μια κοινή σημασία για δύο ξεχωριστές λέξεις σε δύο γλώσσες και γ) την εξαρτημένη διγλωσσία, όπου λόγω του ότι η δεύτερη γλώσσα μαθαίνεται με τη βοήθεια της πρώτης, οι δομές της εξαρτώνται από αυτή (την πρώτη), δηλαδή παρουσιάζονται παρεμβολές (ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του διγλωσσικού λόγου). Βέβαια, οι τύποι αυτοί δεν είναι απολύτως διαχωρισμένοι, με την έννοια πως μπορεί να παρατηρηθεί συνδυασμός τους σε έναν ομιλητή. 4. Σύμφωνα με το γλωσσικό περιβάλλον του ομιλητή και τον τρόπο κατάκτησης της δεύτερης γλώσσας του, προκύπτουν οι εξής περιπτώσεις: α) η φυσική ή πρωτογενής ή αποκτημένη διγλωσσία, κατά την οποία η δεύτερη γλώσσα μαθαίνεται με φυσικό τρόπο, μέσω της καθημερινής επαφής του ατόμου με μητρικούς ομιλητές για παράδειγμα μέσω των γονιών του ή του ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος, οπότε πρόκειται για μικτό γλωσσικό περιβάλλον ή αν οι γονείς χρησιμοποιούσαν ο καθένας διαφορετική τη μητρική του γλώσσα για να επικοινωνήσουν με το παιδί ή η κάθε γλώσσα κατακτήθηκε σε διαφορετική χώρα, τότε πρόκειται για χωριστά γλωσσικά περιβάλλοντα, β) η σχολική ή δευτερογενής διγλωσσία, όπου εφαρμόζεται η συστηματική εκμάθηση της δεύτερης γλώσσας αποκλειστικά σε εκπαιδευτικό περιβάλλον, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα εξάσκησης στη γλώσσα αυτή εκτός του περιβάλλοντος αυτού και γ) η πολιτισμική που επίσης αναφέρεται στη 1 Η Τριάρχη-Herrmann αναφέρει τις δύο αυτές κατηγορίες διγλωσσίας ως «αμφίδρομη» και «ισορροπημένη» αντιστοίχως, δηλαδή αντίστροφα απ ό,τι η Σελά-Μάζη (βλ. Τριάρχη-Herrmann, Βασιλεία, 2000: σσ. 65-66 και Σελά-Μάζη, Ελένη, 2001: 34) 2 Οι όροι αυτοί θεωρούνται αμφισβητούμενοι (βλ. Σελά-Μάζη, Ελένη, 2001: 38) 14

συστηματική εκμάθηση μιας δεύτερης γλώσσας, αλλά από ενήλικα άτομα με οικονομικά και επαγγελματικά κίνητρα συνήθως 3. Άλλη μορφή διάκρισης διαφορετικών τύπων διγλωσσίας βάσει του γλωσσικού περιβάλλοντος είναι και α ) η ελίτ ή ελιτίστικη διγλωσσία που αφορά την εκμάθηση άλλων γλωσσών από ένα άτομο για μορφωτικούς, επικοινωνιακούς, επαγγελματικούς είτε και για προσωπικούς λόγους, δηλαδή οι ελίτ δίγλωσσοι διαθέτουν υψηλό επίπεδο μόρφωσης και β ) η λαϊκή διγλωσσία που σημαίνει ότι τα άτομα αναγκάζονται να μάθουν τη δεύτερη γλώσσα για λόγους κοινωνικής ένταξης και επιβίωσης, ενώ συνήθως αντιμετωπίζουν και σοβαρά εκπαιδευτικά προβλήματα. Οι παραπάνω περιπτώσεις μπορούν επίσης να ενταχθούν σε δύο μόνο διακεκριμένα είδη διγλωσσίας: α) την ενδογενή διγλωσσία, όπου οι γλώσσες του ομιλητή χρησιμοποιούνται ως μητρικές σε μια κοινότητα, χωρίς απαραίτητα να χρησιμοποιούνται και ως επίσημες και β) εξωγενής διγλωσσία, όπου η μία από τις γλώσσες του ομιλητή χρησιμοποιείται μόνο ως επίσημη, χωρίς όμως να υπάρχει αντίστοιχη γλωσσική κοινότητα. 5. Μελετώντας το κοινωνικοπολιτισμικό περιβάλλον των ομιλητών, το οποίο προσδιορίζει την κοινωνική λειτουργία και αξία των γλωσσών που κατέχουν και χρησιμοποιούν οι δίγλωσσοι ομιλητές, προκύπτουν άλλες δύο μορφές διγλωσσίας: α) η προσθετική διγλωσσία, που σημαίνει ότι η διγλωσσία ασκεί θετική επιρροή στην προσωπικότητα του ατόμου, οπότε δίνεται η δυνατότητα στο άτομο να αναπτύξει σε μεγαλύτερο βαθμό τις νοητικές, κοινωνικές, πολιτιστικές και γλωσσικές του δεξιότητες και β) η αφαιρετική διγλωσσία, που σημαίνει ότι επιβάλλεται μέσω κοινωνικής πίεσης στο άτομο η χρήση της μίας μόνο εκ των δύο γλωσσών, οπότε η άλλη εξασθενεί, ενώ μπορεί να παρουσιαστούν και αρνητικές επιπτώσεις στη νοητική του ανάπτυξη. Παράλληλα, σ αυτό το πεδίο μελέτης ερευνάται και ο τρόπος χρήσης των δύο γλωσσών από τους δίγλωσσους ομιλητές, με αποτέλεσμα να προκύπτουν επιπλέον μορφές διγλωσσίας: όσον αφορά στη λειτουργική διγλωσσία αναφέρονται α ) η προσληπτική διγλωσσία που αφορά τους ομιλητές οι οποίοι από τις τέσσερις γλωσσικές δεξιότητες αναπτύσσουν μόνο τις δύο πρώτες (κατανόηση του προφορικού ή/και του γραπτού λόγου), β ) η παθητική διγλωσσία που συμπίπτει σε μεγάλο βαθμό με την προσληπτική, θεωρώντας όμως πως η κατανόηση δεν αποτελεί ενεργητική διαδικασία και γ ) η παραγωγική ή ενεργός διγλωσσία που αναφέρεται σε δίγλωσσους ομιλητές, οι οποίοι έχουν όλες τις γλωσσικές δεξιότητες ανεπτυγμένες και στις δύο γλώσσες, ανεξαρτήτως βαθμού επάρκειας (εδώ εντάσσεται και ο διγλωσσικός αλφαβητισμός: ικανότητα ανάγνωσης και γραφής σε δύο γλώσσες). Επιπλέον, ο τρόπος χρήσης των δύο γλωσσών εξετάζεται και ως προς την επικοινωνιακή ικανότητα των ομιλητών (γλωσσικές και κοινωνιογλωσσικές γνώσεις γραμματική, σύνταξη, κανόνες γλωσσικής συμπεριφοράς), αλλά και ως προς τη χρηστική διγλωσσία. Η τελευταία εστιάζει στις πέντε πράξεις της γλωσσικής επικοινωνίας, δηλαδή το ποιος είναι ο πομπός, ποιος ο δέκτης, ποια είναι η περίσταση (τόπος και χρόνος) της επικοινωνίας, ποιο είναι το θέμα της και ποιο αποτέλεσμα αναμένεται 3 Η Τριάρχη-Herrmann δεν διακρίνει τη «σχολική» και την «πολιτισμική» διγλωσσία, αλλά αναφέρεται γενικά στην συστηματική εκμάθηση της δεύτερης γλώσσας χρησιμοποιώντας τον δεύτερο όρο και τον όρο «κατευθυνόμενη». Ωστόσο σημειώνει πως αυτή η μορφή διγλωσσίας αναφέρεται στη βιβλιογραφία και ως «τεχνητή» ή «σχολική» (βλ. Τριάρχη-Herrmann, Βασιλεία, 2000: σελ 60) 15

(σκοπός της επικοινωνίας). Ανάλογα, λοιπόν, με αυτούς τους παράγοντες, επιλέγεται και η χρήση της καταλληλότερης γλώσσας. 6. Η στάση και η αντιμετώπιση της διγλωσσίας τόσο από τους μονόγλωσσους όσο κι από τους ίδιους τους δίγλωσσους ομιλητές επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό τις γλωσσικές επιλογές των δίγλωσσων ομιλητών και το κατά πόσο προτιμάται η μία απ τις δύο γλώσσες έναντι της άλλης (προτιμώμενη γλώσσα: γλώσσα με την οποία αισθάνεται πιο άνετα ο ομιλητής). Οι επιλογές αυτές, βέβαια, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, εξαρτώνται από το κύρος της κάθε γλώσσας, το οποίο με τη σειρά του εξαρτάται από οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά και άλλα κριτήρια. Εδώ, λοιπόν, μπορεί να αναφερθεί η οριζόντια διγλωσσία κατά την οποία οι δύο γλώσσες θεωρούνται παρόμοιου κύρους ή ισάξιες. 7. Τέλος, η ταύτιση του δίγλωσσου ομιλητή με έναν από τους δύο ή και με τους δύο πολιτισμούς που αντιστοιχούν στις γλώσσες που κατέχει οδηγεί στη διαμόρφωση επιπλέον δύο τύπων ομιλητών: α) ο διπολιτισμικώς δίγλωσσος ομιλητής, ο οποίος εμπλουτίζει την πολιτισμική του ταυτότητα με στοιχεία που προέρχονται κι από τους δύο πολιτισμούς, αναπτύσσει δηλαδή θετική στάση απέναντι στους πολιτισμούς που αντιπροσωπεύουν οι γλώσσες του και β) ο μονοπολιτισμικώς δίγλωσσος ομιλητής, ο οποίος ταυτίζεται περισσότερο μόνο με τον έναν πολιτισμό. Μάλιστα, αν ο πολιτισμός αυτός είναι ο πολιτισμός της δεύτερης γλώσσας, τότε ο ομιλητής χαρακτηρίζεται ως επιπολιτισμικώς δίγλωσσος, ενώ αν η ταύτιση με αυτόν τον πολιτισμό είναι αποκλειστική, δηλαδή ο ομιλητής αποβάλει πλήρως τα στοιχεία του πολιτισμού της πρώτης του ή μητρικής γλώσσας, τότε διέρχεται σε κατάσταση αποπολιτισμού. Ολοκληρώνοντας το θέμα της ατομικής διγλωσσίας, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως προαναφέρθηκε, οι περιστάσεις και οι συνθήκες επικοινωνίας, καθώς και η στάση των ομιλητών ως προς τη γλώσσα που χρησιμοποιείται κάθε φορά οδηγούν τους δίγλωσσους ομιλητές σε συγκεκριμένες γλωσσικές επιλογές. Έτσι, οι δίγλωσσοι ομιλητές παρουσιάζουν ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στον λόγο τους, κυρίως όταν συνομιλούν με άλλους δίγλωσσους, τα οποία αντιστοιχούν σε τρία φαινόμενα: την παρεμβολή, τον δανεισμό και την εναλλαγή κωδίκων. Η παρεμβολή εμφανίζεται όταν δύο γλώσσες έρθουν σε επαφή και μπορεί να ορισθεί ως η επικάλυψη των δύο γλωσσών ενός ομιλητή σε ορισμένα σημεία. Παρεμβολές μπορεί να παρατηρηθούν σε όλα τα επίπεδα της γλώσσας, όπως είναι το φωνολογικό, το μορφολογικό, το συντακτικό και το λεξιλογικό. Έτσι, παρεμβολή ονομάζεται η «ξενική προφορά» ενός ομιλητή, η διαφορετική διάταξη των λέξεων μιας φράσης/πρότασης ή ο διαφορετικός τρόπος διασύνδεσης λέξεων/φράσεων που αποκλίνει από τους συντακτικούς κανόνες του συγκεκριμένου γλωσσικού συστήματος. Επίσης, ως παρεμβολή θεωρείται και η χρήση μεταφραστικών δανείων, η λανθασμένη μεταφορά μιας λέξης απ τη μια γλώσσα στην άλλη (έμμεσες παρεμβολές) ή η αυτούσια χρήση λέξεων από το άλλο γλωσσικό σύστημα (άμεσες παρεμβολές), η οποία μπορεί να οφείλεται στην απουσία αντίστοιχης λέξης στη γλώσσα που χρησιμοποιείται, η οποία να αποδίδει το ακριβές νόημα ή στην άγνοια του ομιλητή για το πώς να εκφράσει ένα νόημα στη συγκεκριμένη γλώσσα ή ακόμη και σε συναισθηματικούς παράγοντες (Σελά-Μάζη, 2001: 53-58). Το φαινόμενο του δανεισμού επίσης παρατηρείται κατά τη σταθερή επαφή δύο γλωσσών, οπότε προκύπτει κάποια αλληλεπίδραση μεταξύ τους, ο βαθμός και η 16

κατεύθυνση της οποίας επηρεάζεται σημαντικά από το κύρος της κάθε γλώσσας, από τις σχέσεις που αναπτύσσουν οι δύο γλωσσικές ομάδες, αλλά κι από τις συνθήκες στις οποίες επιβιώνει η κάθε γλώσσα (γλωσσική διατήρηση ή αλλαγή). Τα διάφορα δάνεια που μπορεί να εμφανιστούν σε μια γλώσσα διακρίνονται σε δύο επίπεδα: αυτό της ομιλίας και αυτό της γλώσσας. Ειδικότερα, τα δάνεια μπορεί να είναι λεξιλογικά, υβριδικά (ένα συστατικό να είναι δανεισμένο και ένα να ανήκει ήδη στη γλώσσα που δέχεται το δάνειο), μπορεί να αφορούν μόνο την επέκταση της σημασίας μιας ήδη υπάρχουσας λέξης ή μπορεί να είναι και μεταφραστικά (οι λέξεις από τη δανείστρια γλώσσα μεταφράζονται και προσαρμόζονται στη γλώσσα υποδοχής). Οι αιτίες εμφάνισης αυτού του φαινομένου σχετίζονται κυρίως με τη διαδικασία προσαρμογής των ατόμων σε έναν καινούριο πολιτισμό (για παράδειγμα λόγω μετανάστευσης) και διακρίνονται σε γλωσσικές, δομικές και κοινωνιοπολιτισμικές. Οι πρώτες αφορούν τη σπάνια χρήση κάποιων λέξεων, την ανάγκη για χρήση ομωνύμων ή συνωνύμων, όπως και την ανάγκη να εκφραστούν νέες έννοιες ή να κατονομαστούν νέα αντικείμενα (συνήθως οικονομικού ή πολιτιστικού περιεχομένου). Οι δομικές αιτίες αφορούν το βαθμό που το κάθε δάνειο μπορεί να ενσωματωθεί στη γλώσσα, στην οποία εμφανίζεται και, τέλος, οι κοινωνιοπολιτισμικές αιτίες αφορούν το κύρος της γλώσσας. Για παράδειγμα, μια γλώσσα μπορεί να αναπτύσσει μηχανισμούς αντίστασης ως προς την ενσωμάτωση δανείων, ώστε να διατηρήσει την καθαρότητά της (όπ.π.: 58-65). Η εναλλαγή γλωσσικών κωδίκων ουσιαστικά αναφέρεται στην προφανή χρήση δύο γλωσσών εναλλάξ κατά τη διάρκεια μιας συνομιλίας, χωρίς η χρήση αυτή να περιορίζεται σε επίπεδο λέξης ή φράσης (όπως κατά τον δανεισμό) της άλλης γλώσσας. Επιπλέον, με την εναλλαγή κωδίκων δεν αλλοιώνεται το νόημα του μηνύματος που εκφράζεται, ενώ τα συμπεράσματα της συνομιλίας εξαρτώνται από τον τρόπο, με τον οποίο θα ερμηνεύσουν οι συνομιλητές την εν λόγω πρακτική, λαμβάνοντας υπόψη τους τις συγκειμενικές και κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν κατά την περίσταση επικοινωνίας. Τα είδη της γλωσσικής εναλλαγής που προκύπτουν, ανάλογα με το σημείο της πρότασης, στο οποίο εμφανίζεται το φαινόμενο, είναι τρία: α) η εναλλαγή στην περιφέρεια της πρότασης, δηλαδή χρήση της μίας γλώσσας για να εκφραστεί ερωταπόκριση του τύπου «ξέρεις;», «έτσι;» σε μια πρόταση που εκφράζεται εξολοκλήρου στην άλλη γλώσσα, β) η δια-προτασιακή εναλλαγή, κατά την οποία χρησιμοποιείται η άλλη γλώσσα για να εκφραστούν ολόκληρες φράσεις ή προτάσεις και γ) η ενδο-προτασιακή εναλλαγή, κατά την οποία γίνεται μικτή χρήση των δύο γλωσσών στην ίδια πρόταση, με αποτέλεσμα πολλές φορές να προκύπτουν συντακτικά λάθη. Η διάκριση των τριών αυτών ειδών εναλλαγής γλωσσικών κωδίκων δεν συνεπάγεται απαραίτητα ότι σε κάθε συνομιλία εμφανίζεται αποκλειστικά ένα από αυτά. Ανάλογα με τις γλωσσικές ικανότητες των συνομιλητών, είναι δυνατόν να διεξαχθεί συνομιλία, στην οποία θα συνυπάρχουν κάποια ή όλα τα είδη μαζί σε διαφορετική ένταση και συχνότητα. Τέλος, οι αιτίες που συμβάλλουν στην εμφάνιση του φαινομένου της εναλλαγής κωδίκων στον λόγο των δίγλωσσων ομιλητών αφορούν τόσο τον κοινωνιογλωσσικό και ψυχογλωσσικό τομέα όσο και την ίδια τη γλώσσα και το συγκείμενο του λόγου. Αναλυτικότερα, παράγοντες που μπορεί να οδηγήσουν στην εναλλαγή κωδίκων είναι το θέμα της συζήτησης, η σύνδεση μιας γλώσσας με συγκεκριμένα βιώματα, η μεγαλύτερη ευχέρεια του ομιλητή σε μια από τις δύο γλώσσες του, όπως και η πρόθεσή του να τονίσει κάποιο ιδιαίτερο σημείο της συζήτησης. Εκτός αυτών, άλλοι σημαντικοί παράγοντες είναι η πρόθεση ταύτισης του ομιλητή με μια γλωσσική ομάδα και η συναισθηματική φόρτισή του κατά τη 17

διάρκεια της συζήτησης. Επιπλέον, σημαντικό ρόλο παίζουν η δυνατότητα καλύτερης έκφρασης συγκεκριμένων νοημάτων που μπορεί να προσφέρει η μία γλώσσα έναντι της άλλης και η επιθυμία του ομιλητή να βεβαιωθεί ότι το μήνυμά του έγινε πλήρως αντιληπτό και κατανοητό από τον συνομιλητή του (Σελά-Μάζη, 2001: 65-72). Κοινωνική διγλωσσία (diglossia) Όπως στην ατομική έτσι και στην κοινωνική διγλωσσία απαντώνται διάφορες περιπτώσεις του φαινομένου, ανάλογα με τις κοινωνικο-πολιτικές και κοινωνιογλωσσικές συνθήκες που επικρατούν σε κάθε περιοχή ή χώρα. Συγκεκριμένα, για οικονομικούς, εμπορικούς, επαγγελματικούς και ταξικούς λόγους, μπορεί να χρησιμοποιούνται καθημερινά δύο γλώσσες α) σε περιοχές κοντά στα σύνορα δύο χωρών, β) σε ολόκληρη την επικράτεια μιας χώρας ή γ) στα αστικά της κέντρα. Επιμέρους παράγοντες που επηρεάζουν τη χρήση δύο ή περισσότερων γλωσσών σε μια κοινότητα, σε συνδυασμό με τους παραπάνω λόγους, είναι και το φύλο, η ηλικία και οι σχέσεις/επαφές μεταξύ των διαφορετικών γλωσσικών ομάδων (Σελά-Μάζη, 2001: 73-74). Από την άλλη, όμως, στην κοινωνική διγλωσσία εντάσσεται και η περίπτωση κατά την οποία μια κοινωνία χρησιμοποιεί δύο ποικιλίες της ίδιας γλώσσας. Οι ποικιλίες αυτές συνήθως ορίζονται ως χαμηλή/κοινή και υψηλή, υποδηλώνοντας κατά αυτόν τον τρόπο και μια ανταγωνιστική κατάσταση που προκύπτει μεταξύ τους. Με άλλα λόγια, συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις κοινωνικής διγλωσσίας οι δύο ποικιλίες έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους, αφού η χαμηλή ποικιλία χρησιμοποιείται κυρίως σε ανεπίσημες περιστάσεις, όπως οικογενειακό ή φιλικό περιβάλλον, ψυχαγωγία, «χαμηλού» επιπέδου λογοτεχνία κλπ. Αντιθέτως, η υψηλή ποικιλία χαρακτηρίζεται από κύρος και αίγλη και χρησιμοποιείται σε πιο επίσημες περιστάσεις, όπως κατά την διάρκεια λατρευτικών τελετουργιών, κατά τη διεξαγωγή επίσημων ομιλιών (πολιτικών, ακαδημαϊκών κα), σε επίσημα έγγραφα, όπως και για την παραγωγή «υψηλού» επιπέδου λογοτεχνίας. Ο διαχωρισμός αυτός βασίζεται στο γεγονός ότι η δεύτερη ποικιλία είναι πιο τυποποιημένη και διαθέτει πολυπλοκότερο φωνολογικό, μορφοσυντακτικό και λεξιλογικό σύστημα. Για τους λόγους αυτούς συσχετίζεται σχεδόν αποκλειστικά με τον γραπτό λόγο και αποτελεί αντικείμενο διδασκαλίας στο σχολείο (ενίοτε και μέσο διδασκαλίας), ενώ δεν χρησιμοποιείται σχεδόν ποτέ κατά την καθημερινή επικοινωνία των ομιλητών. Στο σημείο αυτό είναι σκόπιμο να σημειωθεί πως παρόμοια διάκριση κύρους μπορεί να εφαρμοσθεί και μεταξύ δύο διαφορετικών γλωσσών που χρησιμοποιούνται σε μια κοινότητα, οι οποίες συνήθως αποκαλούνται ως μειονοτική και πλειονοτική γλώσσα. Μια τέτοια διάκριση έχει ως αποτέλεσμα η κάθε μια από τις γλώσσες αυτές να χρησιμοποιείται σε διαφορετικές περιστάσεις, όπως αναφέρθηκε παραπάνω για τις δύο ποικιλίες της ίδιας γλώσσας (όπ.π.: 84-86, Baker, 2001: 89-90). Έτσι, λοιπόν, το φαινόμενο της διγλωσσίας μπορεί να παρατηρηθεί τόσο σε δίγλωσσες/πολύγλωσσες όσο και σε μονόγλωσσες χώρες, είτε σε ορισμένο μόνον ποσοστό των κατοίκων είτε και σε ολόκληρο τον πληθυσμό. Το ποσοστό των δίγλωσσων ομιλητών μιας χώρας διαμορφώνεται κυρίως από πολιτικούς, οικονομικούς και πολιτιστικούς παράγοντες. Για παράδειγμα, εξαρτάται από το αν η γλωσσική πολιτική ενός κράτους προωθεί τη χρήση πολλών γλωσσών στο εσωτερικό του και βοηθά τις γλωσσικές μειονότητες να διατηρήσουν και να διαδώσουν τη γλώσσα τους ή αν αποδέχεται τη χρήση μόνο μίας γλώσσας (της επίσημης), αδιαφορώντας για την ενδεχόμενη χρήση άλλων γλωσσών ή ακόμη και παρεμποδίζοντάς την. Με λίγα λόγια, η προώθηση της διγλωσσίας εξαρτάται από τη 18

συλλογική αλλά και την ατομική στάση απέναντι στις γλώσσες των γλωσσικών κοινοτήτων που έρχονται σε επαφή, όπως και απέναντι στο ίδιο το φαινόμενο (όπ.π.: 74-77). Εστιάζοντας, αρχικά, στις δίγλωσσες ομάδες, το γλωσσικό τους ρεπερτόριο εξαρτάται από τις δραστηριότητες στις οποίες εμπλέκονται οι ομιλητές της κάθε μίας και, συγκεκριμένα, από το περιβάλλον στο οποίο εντάσσεται η εκάστοτε δραστηριότητα, από τους κοινωνικούς ρόλους που απαιτεί ή που αποδέχεται και από τον χρόνο στον οποίο διαδραματίζεται. Αναλυτικότερα, μια δραστηριότητα μπορεί να εντάσσεται στο οικογενειακό, φιλικό, θρησκευτικό ή επαγγελματικό περιβάλλον, στο καθένα από τα οποία οι ομιλητές αναλαμβάνουν διαφορετικούς κοινωνικούς ρόλους. Παράλληλα, ο συγκεκριμένος χρόνος, χώρος και οι υπόλοιποι συνομιλητές που λαμβάνουν μέρος σε μια δραστηριότητα καθορίζουν τη γλωσσική συμπεριφορά ενός ομιλητή και τις γλωσσικές επιλογές του (Σελά-Μάζη: 79-81). Έτσι, λοιπόν, ένας ομιλητής ανάλογα με το επίπεδο του γλωσσικού του ρεπερτορίου, με το αν έχει την ανάγκη να αυτοπροβληθεί, να επιδοκιμαστεί κοινωνικά ή να επιτύχει αποτελεσματικότερη επικοινωνία θα συγκλίνει προς τη γλωσσική συμπεριφορά των υπολοίπων συνομιλητών του σε μια επικοινωνιακή περίσταση. Βέβαια, η αποδοχή που θα έχουν οι γλωσσικές του επιλογές εξαρτάται από τον βαθμό συμφωνίας τους με το ύφος και τα εθνογλωσσικά στερεότυπα των συνομιλητών του, αλλά και με τις γλωσσικές νόρμες που απαιτεί η περίσταση. Αντιθέτως, σε περίπτωση που ένας ομιλητής δεν θέλει να προβάλει την εθνική ή εθνοτική του ταυτότητα ή θέλει να διαχωρίσει τη θέση του από τους υπόλοιπους συνομιλητές, τότε οι γλωσσικές του επιλογές θα αποκλίνουν από αυτές των συνομιλητών του. Και σ αυτή την περίπτωση, ο βαθμός της απόκλισης εξαρτάται από το επίπεδο του γλωσσικού ρεπερτορίου του εν λόγω ομιλητή, όπως κι από τις συνθήκες που επικρατούν στην περίσταση, οι οποίες επηρεάζουν τη συναισθηματική του κατάσταση. Επιπλέον, ισχύουν τα ίδια κριτήρια αποδοχής των γλωσσικών επιλογών του ομιλητή, ενώ επιδέχονται αρνητική αξιολόγηση όταν οι προσπάθειες απόκλισης είναι εμφανώς συνειδητές και συχνές κι όταν διαφαίνεται μια δόση υπερβολής ή κακοβουλίας στη συμπεριφορά του ομιλητή (όπ.π.: 81-84). Διευρύνοντας τώρα την οπτική, η παρούσα ανάλυση προχωρά από το επίπεδο της γλωσσικής ομάδας στο επίπεδο ολόκληρης της κοινωνίας, όπου απαντάται ο συνδυασμός των όρων κοινωνική και ατομική διγλωσσία κι έτσι προκύπτουν τέσσερις διαφορετικές περιπτώσεις (Baker, 2001: 90-91, Δαμανάκης, 2004: 91) 1. κοινωνική και ατομική διγλωσσία 2. κοινωνική διγλωσσία χωρίς ατομική διγλωσσία 3. ατομική διγλωσσία χωρίς κοινωνική διγλωσσία 4. ούτε ατομική ούτε κοινωνική διγλωσσία Η πρώτη περίπτωση περιλαμβάνει εκείνη την κατάσταση, όπου όχι μόνο σε επίπεδο κοινωνίας χρησιμοποιούνται δύο διαφορετικές γλώσσες (ή και περισσότερες), αλλά και τα μέλη της κοινωνίας χαρακτηρίζονται ως δίγλωσσοι ομιλητές. Συνήθως οι δύο γλώσσες διακρίνονται σε ανώτερη και κατώτερη, χρησιμοποιούνται δηλαδή σε διαφορετικές κοινωνικές λειτουργίες και επικοινωνιακές περιστάσεις, ωστόσο οι ομιλητές γνωρίζουν ακριβώς σε ποια περίσταση θα χρησιμοποιήσουν την εκάστοτε γλώσσα τους (Baker, 2001: 91, Σελά- Μάζη, 2001: 88). Η περίπτωση αυτή απαντάται κυρίως σε κοινωνίες όπου δεν ισχύουν οι φυλετικές ή/και πολιτισμικές διακρίσεις, οπότε κάθε μέλος της κοινωνίας, ανεξάρτητα από τη γλωσσική ομάδα στην οποία ανήκει, μπορεί να αναλάβει 19