Δελτίον Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας

Σχετικά έγγραφα
Παλαιοχριστιανικό κιονόκρανο με άκανθα «πεταλούδα» από τη Σάμο

ΣΤΟ ΧΟΣ- Ε ΠΙ ΔΙΩ ΞΗ ΠΛΑΙ ΣΙΟ ΧΡΗ ΜΑ ΤΟ ΔΟ ΤΗ ΣΗΣ

ΚΙΟΝΟΚΡΑΝΑ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΤΗΣ ΡΟΤΟΝΤΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΜΕΡΟΣ Βλ ΙΩΝΙΚΑ ΚΙΟΝΟΚΡΑΝΑ* ΙΩΝΙΚΑ ΚΙΟΝΟΚΡΑΝΑ ΧΩΡΙΣ ΕΠΙΘΗΜΑ

ΚΙΟΝΟΚΡΑΝΑ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΤΗΣ ΡΟΤΟΝΤΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΜΕΡΟΣ Α'. ΚΟΡΙΝΘΙΑΚΑ ΚΙΟΝΟΚΡΑΝΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ*

Τι μπορεί να δει κάποιος στο μουσείο της Ι.Μ. Μεγάλου Μετεώρου

Μακεδονικά. Τομ. 19, Κιονόκρανα της συλλογής της Ροτόντας Θεσσαλονίκης: μέρος Α' Κορινθιακά κιονόκρανα και παραλλαγές

Ό λοι οι κα νό νες πε ρί με λέ της συ νο ψί ζο νται στον ε ξής έ να: Μά θε, μό νο προκει μέ νου. Friedrich Schelling. σελ. 13. σελ. 17. σελ.

ο Θε ος η η µων κα τα φυ γη η και δυ υ υ να α α α µις βο η θο ος ε εν θλι ψε ε ε σι ταις ευ ρου ου ου ου ου σαις η η µα α α ας σφο ο ο ο

1.2.3 ιαρ θρω τι κές πο λι τι κές Σύ στη μα έ λεγ χου της κοι νής α λιευ τι κής πο λι τι κής...37

ΣΚΟΠΟΣ: Η σύνδεση της καλλιτεχνικής δημιουργίας με το χαρακτήρα και τη φυσιογνωμία ενός πολιτισμού.

Εικονογραφημένο Λεξικό Το Πρώτο μου Λεξικό

Π α σα πνο η αι νε σα τω τον Κυ ρι. Π α σα πνο η αι νε σα α τω τον. Ἕτερον. Τάξις Ἑωθινοῦ Εὐαγγελίου, Ὀ Ν Ψαλµός. Μέλος Ἰωάννου Ἀ. Νέγρη.

α κα ρι ι ο ος α α νηρ ος ου ουκ ε πο ρε ε ευ θη εν βου λη η η α α σε ε ε βων και εν ο δω ω α α µαρ τω λω ων ουουκ ε ε ε

01 Ιερός ναός Αγίου Γεωργίου ΓουμένισσΗΣ

Μυρτώ Παπαδοπούλου Ισαβέλλα Παπαδοπούλου Ά3α

αρχεία Πηγεσ γνωσησ, πηγεσ μνημησ Τα αρχεία στις ελληνικές πόλεις της αρχαιότητας Ασκήσεις στον πηλό

ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΒΟΙΩΤΙΑΣ ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΣΚΡΙΠΟΥ

Εικονογραφημένο Λεξικό Το Πρώτο μου Λεξικό

Η θεώρηση και επεξεργασία του θέματος οφείλει να γίνεται κυρίως από αρχιτεκτονικής απόψεως. Προσπάθεια κατανόησης της συνθετικής και κατασκευαστικής

0a1qqW+1a1`qÁlw n εν σοί Κύ ρι ε τρο πού μαι τού τον.

Ανάγνωση - Περιγραφή Μνημείου: Ναός του Ηφαίστου

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 2016 Εκκλησίες της Σωτήρας. Πρόγραμμα Μαθητικών Θρησκευτικών Περιηγήσεων «Συνοδοιπόροι στα ιερά προσκυνήματα του τόπου μας»

ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΨΗΦΙΔΩΤΑ ΚΑΙ Η ΕΞΑΠΛΩΣΗ ΤΟΥΣ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΚΑΙ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ.

Εικονογραφημένο Λεξικό Το Πρώτο μου Λεξικό

2ο Γυμνάσιο Χαϊδαρίου Η ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

Είναι σαν μπομπόν γλυκούλης

Ο ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΣΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟΤΟΥ ΤΑ ΚΤΙΣΜΑΤΑ

E N O T H T A YΠOMNHMA. Οδηγοί του κόσμου, Τα ελληνικά νησιά, εκδ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Αθήνα, 1998

ΜΑΘΗΜΑ ΠΡΟΤΖΕΚΤ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

Πίν. Ι. α. Αεροφωτογραφία Ναυπάκτου. β. Λιμάνι Ναυπάκτου.

Ο υαλοψός (υαλουργός),αναφέρεται σε : πρώιμους βυζαντινούς κώδικες αγιολογικές μαρτυρίες μεταγενέστερα κείμενα,που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΑ & ΘΕΟΤΟΚΙΑ ΕΣΠΕΡΑΣ 1-15 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ. Παρασκευή 1/08/2014 Ἑσπέρας Ψάλλοµεν τὸ Ἀπολυτίκιο τῆς 2/8/2014. Ἦχος.

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: ΒΑΜΒΑΚΙ - ΚΛΩΣΤΙΚΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. ΒΑΜΒΑΚΙ Ε ΞΑ ΠΛΩ ΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΚΟ ΝΟ ΜΙ ΚΗ ΣΗ ΜΑ ΣΙΑ Γε νι κά

ΠΕΡΙEΧΟΜΕΝΑ. Πρό λο γος...13 ΜΕ ΡΟΣ Ι: Υ ΠΑΙ ΘΡΙΑ Α ΝΑ ΨΥ ΧΗ

Φορέας υλοποίησης: Φ.Μ.Ε. ΑΛΦΑ

των Κοι νω νι κών Λει τουρ γών που α πα σχο λού νται στους ι δι ω τι κούς παι δι κούς σταθ µούς όλης της χώρας O21R09

BOYΛH TΩΝ EΛ ΛH NΩN ΔIEY ΘYN ΣH NO MO ΘE TI KOY EP ΓOY E BΔO MA ΔIAIO ΔEΛ TIO

των Oι κο δό µων συ νερ γεί ων O32R09

ΜΑΘΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Γράμματα και αριθμοί

των ερ γα το τε χνι τών εργοστασίων Τσιµεντολίθων, ό λης της χώρας O41R09

ΚΑΝΟΝΙΣ ΜΟ Ι ΙΕΞΑΓΩΓΗΣ ΑΓΩΝΩΝ 1 / 8 SCALE IC TRA CK ΕΛ. Μ. Ε

Θεωρι α Γραφημα των 5η Δια λεξη

Δύο μαρμάρινες διακοσμητικές πλάκες στον Μυστρά

του Προ σω πι κού των Α µί σθων Y πο θη κο φυ λα κεί ων ό λης της χώρας O44R15

AΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΙ ΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΕΥΤΕΡΑ 17 ΙΟΥΝΙΟΥ 2013 ΚΟΙΝΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΣΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΧΕ ΙΟ

AΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ Ο ΗΓΙΕΣ

BOYΛH TΩΝ EΛ ΛH NΩN ΔIEY ΘYN ΣH NO MO ΘE TI KOY EP ΓOY E BΔO MA ΔIAIO ΔEΛ TIO

ΙΕΡΟΣ ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΟΦΙΑΣ

Ακολούθησέ με... στην Καστροπολιτεία του Μυστρά

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ. Χ ώ ρο ς Π.ΕΛΛΑΣ. Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού Εφορεία Αρχαιοτήτων Πέλλας

ттсöттсöттўтссчсчøѓūţşѓф

Ακολούθησέ με... στην Καστροπολιτεία του Μυστρά

1:Layout 1 10/2/ :00 μ Page 1. το αρχαιολογικό μουσείο ιωαννίνων

ΠΕΡΙEΧΟΜΕΝΑ. Πρό λο γος...13 ΜΕ ΡΟΣ Ι: Υ ΠΑΙ ΘΡΙΑ Α ΝΑ ΨΥ ΧΗ

των Κοι νω νι κών λει τουρ γών που α πα σχο λού νται στις Νευ ρο ψυ χι α τρι κές κλι νι κές Α θη νών & περιχώρων Ot02R03

2ο Γυμνάσιο Αγ.Δημητρίου Σχολικό έτος ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ "ΣΠΑΡΤΗ" ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ ΘΟΔΩΡΗΣ ΤΜΗΜΑ Γ 5 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Με τη συμπλήρωση της ενότητας αυτής ο/η μαθητής/τρια πρέπει:

FAX : spudonpe@ypepth.gr) Φ. 12 / 600 / /Γ1

Τα 7 θαύματα του αρχαίου κόσμου Χαρίδης Φίλιππος

Εικονογραφημένο Λεξικό Το Πρώτο μου Λεξικό

BOYΛH TΩΝ EΛ ΛH NΩN ΔIEY ΘYN ΣH NO MO ΘE TI KOY EP ΓOY E BΔO MA ΔIAIO ΔEΛ TIO

Παλαιοχριστιανική σφραγίδα ευχαριστιακού άρτου από την Αθήνα

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

ΠΥ ΡΟ ΒΟ ΛΙΚΟΥ Τ Ο Υ Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Ο Υ Μ Η Ε Ν Ε Ρ Γ Α Π Υ Ρ Ο Β Ο Λ Α H Ι Δ Ρ Υ Σ Η Τ Ο Υ Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Ο Υ Π Υ - Ρ Ο Β Ο Λ Ι Κ Ο Υ

των Φορ το εκ φορ τω τών πρα κτο ρεί ων µε τα φο ρών ό λης της χώρας O46R09

The Byzantine Monuments and Topography of the Pontos.

Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία

Βασικά Χαρακτηριστικά Αριθμητικών εδομένων

Αναρτήθηκε από τον/την Δρομπόνης Σωτήριος Πέμπτη, 18 Απρίλιος :48 - Τελευταία Ενημέρωση Πέμπτη, 18 Απρίλιος :49

Τίτλος: Διδακτική αξιοποίηση εκπαιδευτικών επισκέψεων

Ασκήσεις στροφικής κίνησης στερεού σώµατος

BOYΛH TΩΝ EΛ ΛH NΩN ΔIEY ΘYN ΣH NO MO ΘE TI KOY EP ΓOY E BΔO MA ΔIAIO ΔEΛ TIO

Εκπαιδευτικό πρόγραμμα: «Στον κήπο με τα φυτά του Μουσείου»

BOYΛH TΩΝ EΛ ΛH NΩN ΔIEY ΘYN ΣH NO MO ΘE TI KOY EP ΓOY E BΔO MA ΔIAIO ΔEΛ TIO

Η ΑΜΟΤΟΕ προκηρυ σσει για το 2019, Πανελλη νιο Πρωτα θλημα Dragster αποτελου μενο απο 6 αγω νες, με το παρακα τω προ γραμμα:

ΤΜΗΜΑ ΦΩΚΑ/ΤΕΤΑΡΤΗ

BOYΛH TΩΝ EΛ ΛH NΩN ΔIEY ΘYN ΣH NO MO ΘE TI KOY EP ΓOY E BΔO MA ΔIAIO ΔEΛ TIO

Μου έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση τα ψηφιδωτά που βρίσκονταν στην αψίδα του ναού της Παναγίας της Κανακαριάς στη Λυθράγκωμη.

ΠΡΑΣΙΝΟ ΤΑΜΕΙΟ - ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΧΩΡΟΘΕΤΗΣΗ ΑΠΕ ΣΕ ΝΗΣΙΩΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

6 Γεωμετρικές κατασκευές

Ιερού Παλατίου Ιππόδρομο ανακτόρου των Βλαχερνών, του ανακτόρου του Μυρελαίου σειρά καταστημάτων της Μέσης

BOYΛH TΩΝ EΛ ΛH NΩN ΔIEY ΘYN ΣH NO MO ΘE TI KOY EP ΓOY E BΔO MA ΔIAIO ΔEΛ TIO

Π Ε Ρ Ι E Χ Ο Μ Ε Ν Α

BOYΛH TΩΝ EΛ ΛH NΩN ΔIEY ΘYN ΣH NO MO ΘE TI KOY EP ΓOY E BΔO MA ΔIAIO ΔEΛ TIO

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΣΧΕΔΙΟΥ. Αναγκαιότητα τοποθέτησης διαστάσεων. 29/10/2015 Πολύζος Θωμάς

BOYΛH TΩΝ EΛ ΛH NΩN ΔIEY ΘYN ΣH NO MO ΘE TI KOY EP ΓOY E BΔO MA ΔIAIO ΔEΛ TIO

ΑΣΚΗΣΗ, ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ

Υπόγεια κοιμητήρια (σε υπαίθριες εκτάσεις που ανήκαν σε πλούσιους πιστούς). Αποτελούνταν από υπόγειες σήραγγες σε μορφή λαβύρινθου μήκους πολλών

«Έκθεση εικόνων Κρητικής Σχολής στην Ηπειρο» 2014

Τα θέατρα της Αμβρακίας. Ανδρέας Μαυρίκος, ΒΠΠΓ

ΤΑ ΣΧΕΔΙΑ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΗΣ ΡΟΔΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΦΟΙΤΗΣΗ ΤΟΥΣ. ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΜΙΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

BOYΛH TΩΝ EΛ ΛH NΩN ΔIEY ΘYN ΣH NO MO ΘE TI KOY EP ΓOY E BΔO MA ΔIAIO ΔEΛ TIO

ΣΧΕΔΙΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΒΙΩΜΑΤΙΚΗΣ ΜΑΘΗΣΗΣ ΣΤΗ ΣΧΟΛΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ(Project)

Παναγία Αθηνιώτισσα 6ος αι.

Ανεμόσπηλια Αρχανών : τα ευρήματα και η ερμηνεία τους

Φυσική για Μηχανικούς

Δημήτρης Δαμάσκος Δημήτρης Πλάντζος Πανεπιστημιακή Ανασκαφή Άργους Ορεστικού

Εκπαιδευτικό πρόγραμμα: «παιδιά, έφηβοι, νέοι»

Προστατευόμενα μνημεία και χώροι, στην Υπάτη και την ευρύτερη περιοχή

Transcript:

Δελτίον Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας Τομ. 14, 1989 Παλαιοχριστιανικό κιονόκρανο με άκανθα «πεταλούδα» από τη Σάμο ΠΟΥΛΟΥΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Ναταλία http://dx.doi.org/10.12681/dchae.1011 Copyright 1989 To cite this article: ΠΟΥΛΟΥ-ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ (1989). Παλαιοχριστιανικό κιονόκρανο με άκανθα «πεταλούδα» από τη Σάμο. Δελτίον Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, 14, 151-158.

Παλαιοχριστιανικό κιονόκρανο με άκανθα «πεταλούδα» από τη Σάμο Ναταλία ΠΟΥΛΟΥ-ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Δελτίον XAE 14 (1987-1988), Περίοδος Δ' Σελ. 151-158 ΑΘΗΝΑ 1989

Ναταλία Πούλου-Παπαδημητρίου ΠΑΛΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΚΙΟΝΟΚΡΑΝΟ ΜΕ ΑΚΑΝΘΑ «ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ» ΑΠΟ ΤΗ ΣΑΜΟ* XT ομάδα κιονόκρανων με άκανθα «πεταλούδα» είναι ολιγάριθμη. Τα παραδείγματα, που παρουσιάζονται μό νο κατά την πρωτοχριστιανική περίοδο, είναι σπάνια. Είναι, συνεπώς, αυτονόητο ότι κάθε νέο εύρημα μπο ρεί να μας δώσει στοιχεία σημαντικά ως προς την εξε λικτική πορεία αυτού του τύπου κιονόκρανων στη μι κρή περίοδο παραγωγής του. Το κιονόκρανο, στο οποίο αναφέρεται η μελέτη αυτή, είναι γι' αυτό ακρι βώς το λόγο πολύ σημαντικό. Η μελέτη του έργου γίνεται στο μέρος Α ' ενώ στο μέρος Β', μετά από μια σύντομη αναφορά στα ήδη γνωστά παραδείγματα, επιχειρείται η οργανική έντα ξη του στην ομάδα των κιονόκρανων με άκανθα «πε ταλούδα». Επιπλέον διατυπώνονται μερικές γενικές παρατηρήσεις που αφορούν τα κιονόκρανα με το χα ρακτηριστικό αυτό τύπο άκανθας. Α'. Το κιονόκρανο που είναι το αντικείμενο της μελέ της μας (Εικ. 1-2) δεν βρέθηκε σε χρονολογημένο μνημείο. Έ χ ε ι περισυλλέγει μαζί με άλλα αρχιτεκτο 1 νικά μέλη από τους αγρούς. Σήμερα βρίσκεται στην Αρχαιολογική Συλλογή του Πυθαγορείου Σάμου. Διαστάσεις: Ύψος 40,5, άβακας 51,5x51,5, κάτω διά μετρος 35 εκ. Αν και το κιονόκρανο είναι αποκεκρουμένο στις τέσ σερις γωνίες κάτω από τον άβακα, η διαμόρφωση των στελεχών των εξωτερικών ελίκων μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι στο κιονόκρανο της Σάμου δεν θα πρέ πει να υπήρχαν έλικες. Τα φύλλα της άκανθας είναι στα προεξέχοντα σημεία τους κατεστραμμένα, γεγο νός που δεν μας επιτρέπει να έχουμε ολοκληρωμένη την εικόνα ενός φύλλου. Το κιονόκρανο είναι κορινθιακό. Τον κάλαθο του πε ριβάλλουν δύο σειρές από τέσσερα ζεύγη συμμετρικά ανεμιζόμενων φύλλων άκανθας. Η ονομασία άκανθα «πεταλούδα» οφείλεται σε αυτή ακριβώς τη διάταξη των φύλλων. Παρατηρούμε ότι τα στελέχη των εξωτε* Στον καθηγητή J. Ρ. Sodini, που πρώτος με παρότρυνε για την εκπόνηση αυτής της μελέτης, οφείλω πολλές ευχαριστίες. Την Λ. Μπούρα, που χάθηκε πρόσφατα, επιμελήτρια της Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Συλλογής του Μουσείου Μπενάκη, για τις πολύτι μες συμβουλές και υποδείξεις της, ευχαριστώ και από τη θέση αυτή. Μία πρώτη περιγραφή του κιονόκρανου έχει γίνει ήδη στη διδα κτορική μου διατριβή, βλ. P o u l o u - P a p a d i m i t r i o u, Samos paléochrétienne, σ. 169, εικ. 80. Ο πυρήνας της μελέτης αυτής έχει εξάλ λου παρουσιαστεί ως ανακοίνωση στο Έ κ τ ο Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης, Μάιος 1986, βλ. Πρόγραμμα και περιλήψεις ανακοινώσεων, σ. 58. ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ Betsch, The History = E. W. Betsch, The History, Production and Distribution of the Late Antique Capital in Constantinople, Ann Arbor, Michigan 1977. D e i c h m a n n, Ravenna I = F. W. D e i c h m a n n, Ravenna, Haupt stadt des Spätantiken Abendlandes, Bd I: Geschichte und Monumente, Wiesbaden 1969. Ravenna II, 1 = Bd II, 1 : Kommentar, 1. Teil, Wiesbaden 1974. Ravenna II, 2 = Bd II, 2 : Kommentar, 2. Teil, Wiesbaden 1976. Ravenna 111= Bd III: Frühchristliche Bauten und Mosaiken von Ravenna, Wiesbaden 1968. F a r i o l i, Corpus III = R. O l i v i e r i - F a r i o l i, Corpus della scultura paleocristiana bizantina ed altomedioevale di Ravenna, III, Roma 1969. K a u t z s c h, Kapitellstudien = R. K a u t z s c h, Kapitellstudien, BerlinLeipzig 1936. L e m e r l e, Philippes = P. L e m e r l e, Philippes et la Macédoine Orientale à l'époque chrétienne et byzantine, Paris 1945. M a n g o, Byzantine Architecture = C. M a n g o, Byzantine Architecture, New York 1976. M e n d e l, Catalogue = G. Mendel, Catalogue des sculptures grecques, romaines et byzantines des Musées Impériaux Ottomans, Constantinople 1912-1914. Μ π ο ύ ρ α, Ο γλυπτός διάκοσμος = Λ. Μ π ο ύ ρ α, Ο γλυπτός διάκο σμος του ναού της Παναγίας στο μοναστήρι του Οσίου Λουκά, Αθήνα 1980. Ο ρ λ ά ν δ ο ς, Βασιλική = Α. Κ. Ο ρ λ ά ν δ ο ς, Η ξυλόστεγος παλαιο χριστιανική βασιλική της μεσογειακής λεκάνης, Αθήναι, Ι, 1952, II, 1954. Pallas, Monuments = D. I. Pallas, Les monuments paléochrétiens de Grèce découverts de 1959 à 1973, Rome 1977. Π ε λ ε κ α ν ί δ η ς, Μελέτες = Στ. Π ε λ ε κ α ν ί δ η ς, Μελέτες παλαιο χριστιανικής και βυζαντινής αρχαιολογίας, Θεσσαλονίκη 1977. Π ε λ ε κ α ν ί δ η ς - Α τ ζ α κ ά, Σύνταγμα = Στ. Π ε λ ε κ α ν ί δ η ς - Π. Ι. Α τ ζ α κ ά, Σύνταγμα των παλαιοχριστιανικών ψηφιδωτών δαπέ δων της Ελλάδος, Ι: Νησιωτική Ελλάς, Θεσσαλονίκη 1974. P e n s a b e n e, Ι capitelli = Ρ. P e n s a b e n e, Scavi di Ostia VII: I capitel li, Roma 1973. P o u l o u - P a p a d i m i t r i o u, Samos paléochrétienne = Ν. P o u l o u P a p a d i m i t r i o u, Samos paléochrétienne: l'apport du matériel archéologique, Thèse pour le Doctorat, Paris 1985 (αδημοσίευτη). S o d i n i, Rapports = J. P. Sodini, La sculpture architecturale à l'époque paléochrétienne en Illyricum, Πρακτικά του 10ου Διεθνούς Συνεδρίου Χριστιανικής Αρχαιολογίας, Α ', Θεσσαλονίκη 1984, σ. 31-119. Σ ω τ η ρίου, Ά γ ι ο ς Δημήτριος = Γ. και Μ. Σ ω τ η ρ ί ο υ, Η βασιλική του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης, Αθήναι 1952. Ι. Μία πρώτη παρουσίαση του έγινε από την αρχαιολόγο R. TölleKastenbein στον αρχαιολογικό οδηγό της Σάμου, βλ. R. T ö l l e - K a s t e n b e i n, Die antike Stadt Samos, Mainz 1969, σ. 116, εικ. 68. 151

ΝΑΤΑΛΙΑ ΠΟΥΛΟΥ-ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ρικών ελίκων, που ανεβαίνουν λοξά προς την εξωτερι κή γωνία του άβακα, έχουν χάσει την πλαστικότητα τους και το μέγεθος τους έχει σημαντικά περιορισθεί. Επίσης, οι εσωτερικές έλικες δεν υπάρχουν. Αυτή η αλλοίωση της μορφής των ελίκων, η σύμπτυξη του ύψους τους σε σχέση πάντα με τα πρότυπα του κοριν θιακού κιονόκρανου, καθώς και η κατάργηση των εσωτερικών ελίκων συμβαίνει σταδιακά μετά τον 4ο αι. μ.χ.2. Στο χώρο κάτω ακριβώς από το άνθος του άβακα σχηματίζεται μια ελαφρώς κυρτή ακόσμητη επιφάνεια, η οποία μας δίνει την εντύπωση ότι σε αυτή στηρίζεται το άνθος (Εικ. 2). Ο άβακας έχει κοίλες πλευρές και, με τη βοήθεια μιας οριζόντιας γλυφής που τον περιτρέχει, χωρίζεται σε δύο άνισα τμήματα. Το άνω τμήμα του, το κυμάτιο, κοσμείται με σπειρο3 μαίανδρο. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι ο σπειρομαίανδρος είναι θέμα που σπάνια κοσμεί το τμήμα αυ τό του άβακα κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο. Τα συνήθη θέματα είναι ραβδώσεις, σχηματοποιημέ νοι ελικόσχημοι βλαστοί ή σειρά λοξότμητων γλυφών σε σχήμα φύλλων. Το μέγεθος του κυματίου είναι υπερδιπλάσιο του κάτω τμήματος, που υπάρχει απλώς για να μας θυμίζει την κοίλη ταινία, η οποία μαζί με το κυμάτιο μέχρι τον 4ο αι. μ.χ. αποτελούσαν τα οργανι κά στοιχεία του άβακα 4. Στη μέση της κάθε πλευράς του προβάλλει το άνθος που κοσμείται με δύο ημίφυλλα άκανθας. Ο τεχνίτης έχει αποδώσει τα νεύρα των φύλλων με αβαθείς γλυφές. Το κιονόκρανο δεν έχει σπείρα. Τα τέσσερα ζεύγη της άκανθας της κάτω σει ράς είναι τοποθετημένα στον άξονα της κάθε πλευράς, ενώ τα τέσσερα ζεύγη της επάνω σειράς έχουν τοποθε τηθεί κάτω από τις γωνίες του άβακα 5. Η άκανθα των φύλλων είναι αδρότμητη. Η κατακόρυφη «ραφή» κα θώς και τα κεντρικά νεύρα τους δηλώνονται με μία στικτή γραμμή από οπές τρυπάνου, που ακολουθούν προσεκτικά τη φυσική διαμόρφωση και την κλίση του φύλλου. Παράλληλες προς αυτά γλυφές συμπληρώ νουν την απόδοση των φύλλων τα οποία χαρακτηρίζο νται για την ευλυγισία τους. Οι λοβοί των φύλλων σχίζονται σε δύο ή τρεις γλωσσίδες, ενώ η κορυφή κάθε φύλλου αναδιπλώνεται προς τα έξω. Το γεγονός ότι το κιονόκρανο δεν προέρχεται από χρονολογημένο μνημείο μας αναγκάζει να στηριχθού με, για τη χρονολόγηση του, στα τεχνοτροπικά και μορφολογικά στοιχεία που παρατηρούμε στο ίδιο το έργο. Η μορφή της άκανθας, η διαμόρφωση της κυρ τής επιφάνειας κάτω από το άνθος του άβακα, καθώς και η διαμόρφωση των στελεχών των εξωτερικών ελί κων με τη μορφή του «Lederblatt», είναι στοιχεία που μας βοηθούν σημαντικά στη χρονολόγηση. Το έργο παρουσιάζει ένα σύνολο προσεκτικά δουλεμέ νο. Ο τεχνίτης έχει πετύχει να αποδώσει αρκετά πει στικά τα φύλλα της άκανθας, το δίπλωμα τους, που τα κάνει να φαίνονται ότι ξεκινούν από την ίδια κατακό ρυφη «ραφή», καθώς και την αναδίπλωση τους στην κορυφή και σχηματίζει έτσι μια μικρή διακοσμητική έλικα 6. Οι γλωσσίδες του τμήματος των φύλλων που βρίσκε ται επάνω στον κάλαθο παρουσιάζουν μια ιδιομορφία: δεν αποσπώνται από αυτόν. Αντίθετα, παραμένουν προσκολλημένες επάνω του. Τα αιχμηρά άκρα τους, που είναι δοσμένα με ακρίβεια, συνάπτονται με τα άκρα των γειτονικών φύλλων και, έτσι, δημιουργούν τα χαρακτηριστικά γεωμετρικά σχέδια και τους ωοει δείς οφθαλμούς, ενώ οι τέσσερις οδόντες της άκανθας 7 προβάλλουν πάνω στο απολαξευμένο βάθος. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι σύμφωνα με μια άποψη ο αριθ μός των οδόντων της άκανθας που προβάλλονται πάνω στο σκοτεινό βάθος αυξάνεται από δύο, που ήταν κατά τη διάρκεια του 5ου αι., σε τέσσερις ή έξι κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού 8. Ό λ η η στεφάνη σχηματίζει ένα περίβλημα (μία μάσκα) επάνω στον κάλαθο. Αυτό, καθώς και η χρήση του τρυπάνου, που με συνεχείς οπές θέλει να δημιουργήσει την αντί θεση της άσπρης επιφάνειας πάνω στο σκούρο βάθος, προσδίδουν στο κιονόκρανο ζωγραφικό χαρακτήρα. Στο κιονόκρανο της Σάμου όμως, μαζί με το ζωγραφι κό χαρακτήρα, υπάρχει έντονη πλαστικότητα και δη μιουργείται η εντύπωση του βάθους. Αυτό επιτυγχάνε ται επειδή ένα μεγάλο τμήμα κάθε φύλλου αποκολλάται από τον κάλαθο και αναδιπλώνεται προς τα έξω. Η κίνηση αυτή των φύλλων δημιουργεί εξάλλου φωτει νές και βαθιά σκιασμένες επιφάνειες. Ο καλλιτέχνης, ακόμη και ο πιο τολμηρός, εκφράζε ται επηρεαζόμενος από τις τάσεις και τα ρεύματα της εποχής του. Βρισκόμαστε στο α' μισό του 6ου αι., μία εποχή που τη χαρακτηρίζει η έντονη προτίμηση στα διακοσμητικά στοιχεία και η εκζήτηση. Το συμμετρι κό αναδίπλωμα των φύλλων, του ενός αριστερά και του άλλου δεξιά, η ένωση των γλωσσίδων της άκαν θας, έτσι ώστε να σχηματιστούν τα σκιασμένα γεωμε τρικά σχέδια, ακόμη και η αναδίπλωση της άκρης κά θε φύλλου, που καταλήγει σε μία μικρή ιδιόμορφη έλικα, προδίδουν έφεση εκ μέρους του γλύπτη προς το διακοσμητικό και το περίτεχνο. Αυτό είναι κάτι που συμφωνεί απόλυτα με τις σταδιακές εξελίξεις και τις αλλαγές στη μορφή των γλυπτών έργων κατά την πε ρίοδο αυτή. Σε αντίθεση με τα κιονόκρανα με άκανθα «πεταλούδα» που έχουν ως τώρα περιγραφεί και που όλα ανεξαιρέ τως ανήκουν στο σύνθετο τύπο, ο τεχνίτης του κιονό κρανου της Σάμου έχει προτιμήσει τον κορινθιακό τύ πο, και μάλιστα έχει διαμορφώσει μια κυρτή ακόσμη τη προεξοχή στην επιφάνεια κάτω από το «άνθος» του 152

ΠΑΛΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΚΙΟΝΟΚΡΑΝΟ ΜΕ ΑΚΑΝΘΑ «ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ» Εικ. 1-2. Κιονόκρανο στο Μουσείο Πυθαγορείου Σάμου. άβακα, χαρακτηριστικό που από τα γνωστά παραδείγ ματα ξέρουμε ότι συνδυαζόταν με την άκανθα στην κλασική της μορφή 9. Για τη χρονολόγηση αυτού του 2. Παρατηρούμε πως οι μικρές έλικες σταματούν σταδιακά να υπάρ χουν κατά τη διάρκεια του 4ου αι. μ.χ. Βλ. σχετικά P e n s a b e n e, Ι capitelli, σ. 99-106, αριθ. 355-384, Sodini, Rapports, σ. 34. 3. Το σπειρομαίανδρο, αντίθετα, βρίσκουμε συχνά να κοσμεί τα πλαίσια ψηφιδωτών δαπέδων. Ενδεικτικά αναφέρουμε ορισμένα πα ραδείγματα: στον ελλαδικό χώρο, βλ. Π ε λ ε κ α ν ί δ η ς - Α τ ζ α κ ά, Σύ νταγμα, πίν. 10α, β, 15, 83, 90β, 110-111 α, βορειότερα στους Στόβους, βλ. Ε. Kitzinger, A Survey of the Early Christian Town of Stobi, DOP 3 (1946), εικ. 183, 184, αλλά και στις πόλεις των ανατο λικών επαρχιών, όπως η Αντιόχεια, βλ. D o r o Levi, Antioch Mo saic Pavements, Princeton 1947, πίν. II b-c, V a-b, IX a, XVI d, XXVII b, XXXVII b, XLV a-b, LVIII e, g, LXX b-c, LXXXI b και LXXXIX a-b. Για το θέμα του σπειρομαιάνδρου βλ. Γ. Δ η μ η τ ρ ο κ ά λ λ η ς, Παλαιοχριστιανικοί και βυζαντινοί μαίανδροι, Αθήνα 1982, σ. 121 κ.ε., καθώς και αναλυτική βιβλιογραφία. Πολύ αργότε ρα, το ίδιο αυτό θέμα του σπειρομαιάνδρου το συναντούμε στα εντοίχια ψηφιδωτά της παλαιολόγειας περιόδου, βλ. Η. Belting, C. M a n g o, D. M o u r i k i, The Mosaics and Frescoes of St. Mary Pammakaristos at Istanbul, Washington 1978, σ. 68, πίν. IX, εικ. 62, και σχετική βιβλιογραφία. Τα πρότυπα των τεχνιτών θα ήταν τα πα λαιοχριστιανικά μωσαϊκά και γλυπτά. 4. Αυτό παρατηρείται και σε πολλά άλλα κιονόκρανα της παλαιο χριστιανικής περιόδου, όπως σε ένα κιονόκρανο της βασιλικής Α των Φιλίππων και ένα κιονόκρανο του Μουσείου Κωνσταντινουπό λεως, βλ. Ο ρ λ ά ν δ ο ς, Βασιλική, II, σ. 284-285, εικ. 233 και 235. 5. Τα κιονόκρανα με άκανθα «πεταλούδα» αποτελούν μια μικρότερη ομάδα της κατηγορίας των κιονόκρανων με «ανεμιζόμενα» φύλλα. Τα κιονόκρανα με «ανεμιζόμενα» φύλλα παρουσιάζονται για πρώτη φορά την εποχή των Σεβήρων (τέλη 2ου-3ος αι. μ.χ.). Τον τύπο αυτό βρίσκουμε σε τέσσερα κιονόκρανα των Προπυλαίων της Κυρήνης κτισμένων από το Σεπτίμιο Σεβήρο κοντά στην αγορά του Τραϊα νού, βλ. Η. S i c h t e r m a n n, Archäologische Funde und Forschungen in der Kyrenaika, AA 1959, στ. 2'75-276, εικ. 29-30, S. S t u c c h i, Architettura Cirenaica, Roma 1975, σ. 272, εικ. 271, 272. Κατά τη διάρκεια του 5ου αι. παρατηρείται μια αναβίωση του τύπου αυτού των κιονόκρανων σε διαφορετικά σημεία της αυτοκρατορίας και σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Έτσι, λίγο μετά τα μέσα του 5ου αι., ο τύπος εμφανίζεται στη Βόρεια Συρία και όχι μόνο στα αστικά κέντρα, όπως είναι η Αντιόχεια ή η Απάμεια τα κιονόκρανα των επαρχιακών εκκλησιών, αν και κατασκευασμένα από ντόπιους τε χνίτες, επαναλαμβάνουν τον ίδιο τύπο: Ch. S t r ü b e, Baudekoration in Kirchen des Nordsyrischen Kalksteinmassivs, AA 1978, σ. 594-595. Προς το τέλος του 5ου και τις πρώτες δεκαετίες του 6ου αι. ο τύπος αυτός υπάρχει σίγουρα στη Ραβέννα, D e i c h m a n n, Ravenna Ι, σ. 65-66. Στον ελλαδικό χώρο τα παλαιότερα κιονόκρανα αυτού του τύπου χρονολογούνται κατά μία άποψη στα τέλη του 4ου ή τις αρχές του 5ου αι., βλ. Π ε λ ε κ α ν ί δ η ς, Μελέτες, σ. 140-143. Οι πιθανές σχέσεις ανάμεσα στη Συρία και τη Θεσσαλονίκη ή, ακόμη, η μετά δοση του τύπου αυτού από την τελευταία προς την Πρωτεύουσα δεν μπορούν, λόγω έλλειψης στοιχείων, να αποδειχθούν, βλ. σχετικά Sodini, Rapports, σ. 38-39. 6. Πρόκειται για ένα στοιχείο που παρουσιάζεται για πρώτη φορά σε κιονόκρανα με ανεμιζόμενα φύλλα, όπως αυτά του Αγίου Δημη τρίου Θεσσαλονίκης, Σ ω τ η ρ ί ο υ, Ά γ ι ο ς Δημήτριος, σ. 167-168. πίν. 43 β, Ο ρ λ ά ν δ ο ς, Βασιλική, II, σ. 301, εικ. 253, και τα κιονό κρανα της Αγίας Παρασκευής στη Χαλκίδα, K a u t z s c h, Kapitell studien, πίν. 29, 465. Το στοιχείο αυτό παρατηρείται επίσης σε όλα τα κιονόκρανα με άκανθα «πεταλούδα», π.χ. τα κιονόκρανα της Ρα βέννας, D e i c h m a n n, Ravenna Ι, σ. 65, εικ. 38, 39, και Ravenna II. σ. 327 κ.ε., εικ. 35-37. 7. Τα κιονόκρανα της κάτω σειράς της αψίδας του Θεοδοσίου στην Κωνσταντινούπολη, που χρονολογείται γύρω στα 393, παρουσιά ζουν αυτή την ιδιομορφία για πρώτη φορά, R. N a u m a n n, IstMitt 26 (1976), σ. 117-141, K a u t z s c h, Kapitellstudien, σ. 40 κ.ε., πίν. 11, 154 b και e καθώς και εικ. 1 και 2. Έ χ ε ι υποστηριχθεί ότι οι τεχνίτες της Πρωτεύουσας επηρεάστηκαν ως προς αυτό από κιονόκρανα της Μικράς Ασίας, που χρονολογούνται γύρω στο 2ο αι. μ. Χ., βλ. Be tsch, The History, σ. 190-193. 8. Betsch, The History, σ. 345-346, εικ. 46, 91, 93, 119-121, 126. 9. Σ' αυτό τον τύπο ανήκουν τα κιονόκρανα του ναυαγίου του Marzamemi: G. K a p i t ä n, Elementi architettonici per una basilica dal relitto navale del VI secolo di Marzamemi, CorsiRav 27 (1980), σ. 81-84, εικ. 6-7, της βασιλικής Α του Latrun: W. Widrig, Two Churches at Latrun in Cyrenaica, BSR 46 (1978), 120-121, πίν. Va, τα κιονόκρανα του Μαρτυρίου του Κοδράτου στην Κόρινθο: Pallas, Monuments, σ. 156-163, εικ. 111, και ένα κιονόκρανο από την ανα σκαφή Παντανάσσης Φιλιππιάδος: Π. Β ο κ ο τ ό π ο υ λ ο ς. Ανασκα φή Παντανάσσης Φιλιππιάδος, 1976, AAA Χ (1977), σ. 161, εικ. 14. 153

ΝΑΤΑΛΙΑ ΠΟΥΛΟΥ-ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ τύπου των κιονόκρανων έχουν διατυπωθεί διαφορετι κές απόψεις. Ο Kautzsch ονόμασε Abdachung der Kernmasse αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό και την 10 ομάδα των κιονόκρανων αυτών τύπο VII. Ο Γερμα νός ερευνητής τοποθετεί τα χρονολογικά όρια του τύ που αυτού στο β' μισό του 5ου αι. μ.χ.". Διαφορετική είναι η άποψη του J. Ρ. Sodini, ο οποίος, βασιζόμενος 12 στα κιονόκρανα του ναυαγίου του Marzamemi και τα 13 κιονόκρανα της βασιλικής Α του Latrun, τοποθετεί χρονικά τον τύπο αυτό των κιονόκρανων στο α' μισό του 6ου αι. μ.χ. Υπέρ της άποψης αυτής συνηγορεί και το γεγονός ότι στα διπλά κιονόκρανα της Κωνσταντι νούπολης πολύ συχνά συναντάμε το κορινθιακό κιονό κρανο του τύπου VII στη μία όψη και την άκανθα «πεταλούδα» ή προσωπεία πλαισιωμένα με φυλλώματα στην άλλη, δύο διακοσμητικά θέματα χαρακτηριστικά του α ' μισού του 6ου αι. 1 4. Σύμφωνος για μία ύστερη χρονολόγηση των κιονόκρανων αυτού του τύπου είναι και ο Betsch, ο οποίος υποστηρίζει ότι η κατασκευή αυτού του τύπου θα πρέπει να άρχισε λίγο πριν από το 520 και συνέχισε κατά την ιουστινιάνεια περίοδο, δη λαδή γύρω στο 520-550 μ.χ.15. Όμως, στο κιονόκρανο που μελετάμε, συναντάμε και ένα άλλο μορφολογικό στοιχείο που θα μπορούσε να μας βοηθήσει στη χρονολόγηση: το σχηματισμό των στελεχών των εξωτερικών ελίκων με τη μορφή του Lederblatt, όπως των κιονόκρανων του τύπου IV του Kautzsch. Έχουν δηλαδή, τα στελέχη των ελίκων τη μορφή ενός μεγάλου φύλλου, που φαίνεται να βγαίνει από τον κάλαθο και να τυλίγεται κάτω από τις γωνίες του άβακα. Σύμφωνα με τον Kautzsch τα κιο νόκρανα αυτού του τύπου ανήκουν στο β' μισό του 5ου αι. μ.χ.16. Το γεγονός όμως ότι κιονόκρανα του τύπου IV έχουν βρεθεί στους Φιλίππους (βασιλική Α) μαζί με τα κιο νόκρανα του τύπου VI (μορφή λύρας) 1 7, στην Αμφίπο λη (βασιλική Α), όπου συνυπάρχουν με δίζωνα κιονό κρανα 1 8, και στο ναυάγιο του Marzamemi, που χρονο λογείται κατά την ιουστινιάνεια περίοδο 1 9, μας επιτρέ πει να πιθανολογήσουμε τη χρονολογία κατασκευής τους και μετά τα τέλη του 5ου αι. μ.χ.20. Το ίδιο μορ φολογικό στοιχείο παρατηρούμε σε ένα διπλό κιονό κρανο από την Αντιόχεια, που έχει παρουσιαστεί το 1940 από τον Deichmann 2 1. Στη μια όψη βλέπουμε ένα κιονόκρανο με έλικες τύπου Lederblatt, ενώ η άλλη έχει τη μορφή επίκρανου, το οποίο είναι στολισμένο με την à jour τεχνική και τοποθετείται χρονικά μετά το 520 μ.χ. Η εύρεση και δημοσίευση αυτού του κιο νόκρανου από τον Deichmann είναι πολύ σημαντική και συντελεί στην ακριβέστερη χρονολόγηση του τύ που IV του Kautzsch. Ο συνδυασμός των δύο στοιχεί ων, δηλαδή του Lederblatt με την à jour τεχνική, με Εικ. 3. Ραβέννα. Κιονόκρανο στο Museo Nazionale (F. W. Deichmann, Ravenna Ι, εικ. 37). την οποία είναι διακοσμημένο το επίκρανο, επιτρέπει τη χρονολόγηση του τύπου IV και κατά τη διάρκεια του α ' μισού του 6ου αι. μ.χ. Παρατηρούμε λοιπόν ότι τα επιμέρους μορφολογικά στοιχεία του κιονόκρανου, καθώς και τα τεχνοτροπικά στοιχεία της άκανθας, τοποθετούν την κατασκευή του έργου στην ιουστινιάνεια περίοδο και πάντως όχι πριν από το 520 μ.χ. Τα στοιχεία που μας δίνονται από τη μελέτη των αρχιτεκτονικών μνημείων του νησιού συ νηγορούν γγ αυτή τη χρονολόγηση. Έχουμε δηλαδή καταλήξει στο συμπέρασμα ότι σε βασιλικές της Σά μου (βασιλική στα Τρία Δόντια, βασιλική Κάστρου) παρατηρείται μια φάση ανοικοδόμησης, η οποία χρο νικά τοποθετείται στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Ιουστινιανού και μετά 2 2. Δεν μπορούμε βέβαια να αποκλείσουμε τελείως την πιθανότητα το συγκεκριμέ νο κιονόκρανο να μην προέρχεται από μνημείο της νήσου αλλά να έχει μεταφερθεί εκεί. Β.' Θεωρήσαμε ότι ήταν αναγκαία μια σύντομη ανα φορά στα ήδη γνωστά παραδείγματα με άκανθα «πετα λούδα» προκειμένου να διευκολυνθεί η ένταξη του κιονόκρανου της Σάμου σ' αυτή την ομάδα. Ι. Ραβέννα. Το γεγονός ότι στη Ραβέννα έχουν βρεθεί τα μόνα ακριβώς χρονολογημένα παραδείγματα, μας επιβάλλει να αρχίσουμε την εξέταση από τα κιονό κρανα που βρίσκονται σε αυτή την πόλη. Η μελέτη του Deichmann για τα παλαιοχριστιανικά μνημεία της παραμένει θεμελιώδης 23. Από την εκκλησία S. Andrea dei Goti, κτισμένη από το Θεοδώριχο και κατεστραμμένη από τους Βενετούς το 1453, προέρχονται συνολικά δέκα σύνθετα κιονό κρανα, από τα οποία τα έξι φέρουν το μονόγραμμα του Θεοδώριχου του Μεγάλου. Από αυτά τα τρία βρίσκο- 154

ΠΑΛΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΚΙΟΝΟΚΡΑΝΟ ΜΕ ΑΚΑΝΘΑ «ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ» Εικ. 4. Ραβέννα. Κιονόκρανο στην Piazza del Popolo (F. W. Deichmann, Ravenna Ι, εικ. 35). νται στο Εθνικό Μουσείο της Ραβέννας (αριθ. ευρ. 738, 739, 740) (Εικ. 3), ενώ τα υπόλοιπα επτά μπορεί κανείς να τα δει, σε δεύτερη χρήση, στο Palazzo Vene ziano της Piazza del Popolo 2 4 (Εικ. 4). Το μονόγραμμα του Θεοδώριχου του Μεγάλου μας βοηθά στη χρονολό γηση των κιονόκρανων μετά το 493, έτος κατά το οποίο έγινε ηγεμόνας της Ραβέννας και οπωσδήποτε πριν από το 526, έτος θανάτου του. Ό π ω ς πολύ σωστά παρατήρησε ο Deichmann, πρόκει ται για κιονόκρανα σπάνια, έργα των καλύτερων ερ γαστηρίων της Πρωτεύουσας 25. Η άκανθα είναι λεπτότμητη, όχι όμως σε όλα. Σε ένα κιονόκρανο του Palaz zo Veneziano 26 (Εικ. 5), αυτό που κοσμεί τον τρίτο κίονα από δυτικά, η άκανθα παρουσιάζει την εξής ιδιομορφία: το τμήμα των φύλλων της που αποκολλάται από τον κάλαθο είναι αδρότμητο. Το τρυπάνι χρη σιμοποιήθηκε για να δηλώσει τα κεντρικά φυτικά νεύ ρα, ενώ οι γλωσσίδες των φύλλων ενώνονται σχηματί ζοντας γεωμετρικά σχέδια πάνω στο σκούρο βάθος. Λεπτότμητη, αντίθετα, είναι η άκανθα του τμήματος των φύλλων που διαγράφεται πάνω στην επιφάνεια του κάλαθου. Εδώ η συχνή χρήση του τρυπάνου έχει σαν αποτέλεσμα να προβάλλονται στο σκούρο βάθος τα λεπτεπίλεπτα, σχεδόν εξαϋλωμένα φύλλα της άκαν θας. Το γεγονός ότι οι δύο παραλλαγές της άκανθας, δηλα δή η λεπτότμητη και η αδρότμητη, συνυπάρχουν όχι απλώς σε διαφορετικά κιονόκρανα της ίδιας εκκλη σίας, αλλά στο ίδιο κιονόκρανο, μας βεβαιώνει, για μια ακόμη φορά, για τη σύγχρονη χρησιμοποίηση των δύο αυτών τεχνικών κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων δεκαετιών του 6ου αι. 2 7. Στην εκκλησία του S. Apollinare in Classe βλέπει κα νείς in situ τα είκοσι τέσσερα ωραία κιονόκρανα με άκανθα «πεταλούδα» να στολίζουν τους κίονες του να ού φτιαγμένους από προκοννήσιο μάρμαρο. Ο ναός, που άρχισε να κτίζεται το 532-536, τελείωσε το 549. Η κατασκευή των κιονόκρανων έχει τοποθετηθεί γύρω 10. Ακολουθήσαμε την τυπολογία του Kautzsch, γιατί παρά τις ελ λείψεις της, αφ' ενός δεν υπάρχει άλλη νεότερη, αφ' ετέρου είναι γενικώς παραδεκτή. 11. K a u t z s c h, Kapitellstudien, σ. 61-62. 12. K a p i t ä n, ό.π., σ. 81-84, εικ. 6-7. 13. Widrig, ό.π., σ. 120-121, πίν. V a. 14. Για τα κιονόκρανα με προσωπεία, βλ. F. W. D e i c h m a n n, Zu einigen spätantiken Figuralkapitellen, ΔΧΑΕ, περ. Δ' τ. Δ' (19641965), σ. 79-80 (ο Deichmann χρονολογεί τα κιονόκρανα με προσω πεία στο α' μισό του 6ου αι.) βλ. και Sodini, Rapports, σ. 36, υποσημ. 39. 15. Betsch, The History, σ. 142-144 και 216-221. 16. K a u t z s c h, Kapitellstudien, σ. 56 κ.ε. 17. Lemerle, Philippes, σ. 405, πίν. XI και XXVIII, 6. 18. Pallas, Monuments, σ. 41, εικ. 22 και 39-40. 19. K a p i t ä n, ό.π., σ. 89, υποσημ. 14 και σ. 129-130. 20. ΓΓ αυτό το θέμα βλ. Sodini, Rapports, σ. 34-35. 21. F. W. D e i c h m a n n, Beobachtungen zur frühchristlichen Architektur in Syrien, AA 1940, στ. 81-82, εικ. 1-2. 22. P o u l o u - P a p a d i m i t r i o u, Samos paléochrétienne, σ. 66, 76-77, 385 κ.ε. 23. D e i c h m a n n, Ravenna I, Ravenna II, 1, Ravenna II, 2, Ravenna III. 24. Σύμφωνα με τον Deichmann, από την ίδια κατεστραμμένη εκ κλησία πιθανώς προέρχονται άλλα δύο κιονόκρανα του ιδίου τύπου, από τα οποία το ένα βρίσκεται σε ένα παρεκκλήσιο του Cesato, ενώ το άλλο στη villa Massari, στο Fabriago di Lugo, προάστιο, λίγο έξω από τη Ravenna, βλ. D e i c h m a n n, Ravenna II, σ. 327. 25. D e i c h m a n n, Ravenna Ι, σ. 65. 26. D e i c h m a n n, Ravenna II, σ. 328, αριθ. 4, εικ. 58, και Ravenna Ι, εικ. 36. F a r i o l i, Corpus III, σ. 31, αριθ. 41, εικ. 40. 27. D e i c h m a n n, Ravenna Ι, σ. 65 κ.ε. Την ίδια άποψη έχει και ο Kautzsch, βλ. K a u t z s c h, Kapitellstudien, σ. 150. 155

ΝΑΤΑΛΙΑ 28 ΠΟΥΛΟΥ-ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ στο 530. Αυτά τα κιονόκρανα είναι επίσης σύνθετα (Εικ. 6). Η άκανθα είναι λεπτότμητη και πολύ ωραία δουλεμένη. Το τρυπάνι έχει χρησιμοποιηθεί με προ σοχή και επιμέλεια για να δηλώσει όλες τις λεπτομέ ρειες, με μια σαφή διακοσμητική διάθεση. Ακόμη και στη μικρή έλικα διακρίνονται όχι απλές οπές τρυπάνου, αλλά γλωσσίδες άκανθας να περιστρέφονται κυ κλικά. Εχει ήδη υποστηριχθεί η καταγωγή του τύπου αυτού των κιονόκρανων από την Κωνσταντινούπο λη 2 9. Βέβαια, θα ήταν δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι τα λεπτοδουλεμένα κιονόκρανα των εκκλησιών της Ραβέννας μεταφέρθηκαν τελειωμένα από την Πρ(οτεύουσα. Είναι πολύ πιθανότερο τεχνίτες από την Κωνσταντινούπολη να ταξίδεψαν μέχρι τη Ραβέννα για να κάνουν επιτόπου τα θαυμάσια έργα γλυπτικής, παραδείγματα των οποίων αναφέραμε 30. Κωνσταντι νούπολ η Δύο κιονόκρανα που βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο κοσμούνται με σεραφείμ στις γωνίες, ενώ στις όψεις τρία ζεύγη φύλλων λεπτότμητης άκανθας 33 «πεταλούδας» πλαισιώνουν ένα έξεργο κομβίο. Κυρίως Ελλάδα α) Στην εκκλησία της Αγίας Θεοδώρας της Ά ρ τ α ς βρίσκονται τέσσερα σύνθετα κιονόκρανα, πιθανότατα από τη Νικόπολη. Ενώ η κάτω ζώνη κοσμείται με μία σειρά όρθιων φύλλων αδρότμητης άκανθας, η επάνω σειρά φέρει τέσσερα ζεύγη φύλλων λεπτότμητης άκανθας που έχει τη μορφή της άκανθας «πεταλούδας» (Εικ. 7) 3 4. β) Σε ένα διζωνο κιονόκρανο από την Πρέβεζα τα τέσ σερα ζεύγη φύλλων της άκανθας «πεταλούδας», που εί ναι λεπτότμητα κοσμούν την κάτω ζώνη, ενώ στην επάνω βλέπουμε περιστέρια στις τέσσερις γωνίες κάτω Η. Κωνσταντινούπολη. Κανένα από τα μέχρι σήμερα από τον άβακα 3 5. γνωστά παραδείγματα που βρέθηκαν στην Κωνσταντι γ) Έ ν α ζεύγος φύλλων άκανθας «πεταλούδας» στολί νούπολη δεν έχει τη μορφή και την τεχνοτροπία των ζει ένα επίκρανο του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών, κιονόκρανων της Ραβέννας. το οποίο προέρχεται από την Ακρόπολη και έχει χρο Τέσσερα κιονόκρανα διπλής όψεως, από τα οποία δύο νολογηθεί «γύρω στα 500»36. βρίσκονται στον κήπο του Αρχαιολογικού Μουσείου 31 Ο Kitzinger, βασιζόμενος στη μορφή των πουλιών που και δύο στην Κινστέρνα ΙΟ32, παρουσιάζουν στην μία στηρίζουν τον άβακα του κιονόκρανου της Πρέβεζας, τους όψη σύνθετο κιονόκρανο με άκανθα «πεταλού υποστηρίζει ότι το έργο, που ανήκει χρονολογικά δα», ενώ η άλλη είναι διακοσμημένη με κορινθιακό στον 6ο αι., είναι προϊόν επαρχιακού εργαστηρίου. Ο κιονόκρανο του τύπου VII με αδρότμητη άκανθα. Deichmann επίσης έχει υποστηρίξει την ίδια άποψη, Τα τεχνοτροπικά στοιχεία που παρουσιάζει η άκανθα στηριζόμενος όμως στη μορφή της άκανθας «πεταλού των διπλών κιονόκρανων της Κωνσταντινούπολης εί δας». Σύμφωνα με τον ίδιο ερευνητή ο τεχνίτης του ναι κοινά με του κιονόκρανου που μελετάμε: παρατη κιονόκρανου της Πρέβεζας προσπάθησε να αποδώσει ρούμε δηλαδή παρόμοια χρήση του τρυπανιού (στα όσο πιστότερα ήταν δυνατόν την άκανθα «πεταλούδα», κιονόκρανα της Πρωτεύουσας το τρυπάνι δηλώνει με χωρίς όμως να έχει απόλυτη επιτυχία. Η άκανθα του στικτή γραμμή μόνο το κεντρικό νεύρο κάθε φύλλου), κιονόκρανου της Πρέβεζας πλησιάζει την άκανθα όμοια διαμόρφωση των εγκοπών της ακμής καθώς και «πεταλούδα» των προϊόντων της Κωνσταντινούπολης, των φυτικών νεύρων. δεν μπορούμε να πούμε όμως ότι είναι η ίδια 3 7. Ακόμη και η γενική εντύπωση που μας δίνουν τα κιο Έ ρ γ ο επαρχιακού εργαστηρίου ίσως είναι και το επί νόκρανα της Κωνσταντινούπολης μοιάζει με αυτή του κρανο του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών. Και σε αυτό κιονόκρανου της Σάμου. Οι τεχνίτες των κιονόκρανων ο τεχνίτης προσπάθησε να μιμηθεί την άκανθα «πετα αυτών δούλεψαν με την ίδια τεχνική και κατάφεραν να λούδα». Το αποτέλεσμα όμως δεν θυμίζει σε τίποτα δώσουν μια άκανθα αρκετά ζωντανή και χυμώδη, χα την άκανθα των κιονόκρανων της Κωνσταντινούπο ρακτηριστική για την ευλυγισία της, που περιβάλλει λης, της Ραβέννας ή της Σάμου. Εδώ βλέπουμε δύο με χάρη τον κάλαθο. φύλλα αδρότμητης άκανθας να γέρνουν συμμετρικά, Αυτά τα στοιχεία μας επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι χωρίς όμως να υπάρχει η «ραφή» που χαρακτηρίζει το κιονόκρανο της Σάμου ίσως δουλεύτηκε στο ίδιο την άκανθα των άλλων κιονόκρανων. εργαστήριο με τα κιονόκρανα της Κωνσταντινούπο Είναι φανερό ότι η ακριβής χρονολόγηση όλων αυτών των κιονόκρανων με μόνο στοιχείο την τεχνική της λης. άκανθας είναι δύσκολη. Βρισκόμαστε στο α' μισό του 6ου αι., εποχή κατά την οποία οι γλύπτες χρησιμο III. Σε μια τρίτη ομάδα έχουμε περιλάβει όλα τα κιονό ποιούν, χωρίς να κωλύονται, διαφορετικές τεχνοτρο κρανα, στα οποία η άκανθα «πεταλούδα» δεν κοσμεί πίες για να κοσμήσουν τα έργα τους. Παρατηρούμε όλο το έργο αλλά αποτελεί απλώς ένα από τα επιμέ όμως ότι οι τεχνίτες συνδυάζουν με μεγάλη ελευθερία, ρους διακοσμητικά στοιχεία του. τώρα για πρώτη φορά, νέες μορφές άλλοτε με παλαιο ί 56

ΠΑΛΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΚΙΟΝΟΚΡΑΝΟ ΜΕ ΑΚΑΝΘΑ «ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ» Εικ. 6. Ραβέννα. Κιονόκρανο στο S. Apollinare in Classe (Fa ri ο li, Corpus HI, εικ. 40). Εικ. 7. Άρτα. Κιονόκρανο στην Αγία Θεοδώρα. τερους και άλλοτε με νεότερους τύπους κιονόκρανων. Τα διπλής όψεως κιονόκρανα της Κωνσταντινούπο λης και της Αντιόχειας, καθώς και το κιονόκρανο της Σάμου, επιβεβαιώνουν ακριβώς αυτό το γεγονός. Στα κιονόκρανα διπλής όψεως, συγκεκριμένα, παρατηρού με ότι γίνεται μία πρώτη προσπάθεια ένταξης της νέας μορφής άκανθας στο κορινθιακό κιονόκρανο. Ό μ ω ς ο τεχνίτης, παρόλο που χρησιμοποιεί τα στοιχεία αυ τά στο ίδιο κιονόκρανο, τα βάζει σε διαφορετικές όψεις. Αυτή την καινοτομία τολμά ο γλύπτης του κιο νόκρανου που μελετάμε: το κορινθιακό κιονόκρανο ενός σπάνιου τύπου (τύπος VII) συνδυάζεται για πρώ τη φορά με την άκανθα «πεταλούδα», χαρακτηριστική των σύνθετων κιονόκρανων. Τα έργα που αναφέραμε χρονολογούνται από τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 5ου αι. έως και τα μέσα του 6ου αι. μ.χ. Παρατηρούμε λοιπόν ότι η περίοδος παραγωγής κιο νόκρανων με άκανθα «πεταλούδα» ήταν σχετικά μι κρή. Η άποψη αυτή επιμαρτυρείται και από το μικρό αριθμό έργων που έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα. Είναι Κιονόκρανα του Palazzo Vene ziano και του Museo Nazionale της Ραβέννας με το μονόγραμμα του Θεοδώριχου του Μεγάλου 493-526 μ.χ. Διπλά κιονόκρανα της Κωνστα ντινούπολης 500-530 μ.χ. Κιονόκρανο 520 και μετά (ιουστινιάνεια περίοδος) της Σάμου Κιονόκρανα του S. Apollinare in Classe 532-549 μ.χ. Κιονόκρανα της Αγίας Θεο δώρας στην Ά ρ τ α και κιονό κρανο της Πρέβεζας α' μισό του 6ου αι. 28. Betsch, The History, σ. 224. Ο Deichmann χρονολογεί τα κιονό κρανα του S. Apollinare in Classe κατά είκοσι χρόνια αργότερα από αυτά του S. Andrea dei Goti, βλ. D e i c h m a n n, Ravenna II, σ. 327. 29. K a u t z s c h, Kapitellstudien, σ. 148. D e i c h m a n n, Ravenna Ι, σ. 65. M a n g o, Byzantine Architecture, σ. 136-137, εικ. 148. 30. Betsch, The History, σ. 222-225 και 147-148. 31. Σύμφωνα με τον Deichmann, και τα κιονόκρανα του Αρχαιολο γικού Μουσείου της Κωνσταντινούπολης προέρχονται από την Κιστέρνα 10, βλ. D e i c h m a n n, ό.π. (υποσημ. 14), σ. 76, πίν. 26, 6a. 32. Τα κιονόκρανα της Κιστέρνας 10, που ήταν αρχικά, σύμφωνα με τον Kautzsch, πέντε, χρονολογούνται από τον ίδιο στις αρχές του 6ου αι. μ.χ., βλ. K a u t z s c h, Kapitellstudien, σ. 149 κ.ε., αριθ. 471, πίν. 29, Betsch, The History, σ. 104 και 226, εικ. 66-67, όπου αναφέ ρονται επίσης πέντε κιονόκρανα διπλής όψεως. 33. Για τα κιονόκρανα αυτά, που έχουν χρονολογηθεί στον 6ο αι. μ.χ., βλ. M e n d e l, Catalogue, II, σ. 543-544, αριθ. 746 και 747, L. Bréhier, Sculpture iconographique, BSHAR XI (1924), σ. 8, Μ π ο ύ ρα, Ο γλυπτός διάκοσμος, σ. 76, πίν. 117. 34. Α. Ο ρ λ ά ν δ ο ς, Η Αγία Θεοδώρα της Ά ρ τ η ς, ΑΒΜΕ Β' (1936), σ. 97, εικ. 7. Sod ini, Rapports, σ. 43-44. 35. Ε. Kitzinger, The Horse and Lion Tapestry at Dumbarton Oaks, DOP 3 (1946), σ. 17 κ.ε. Για το ίδιο κιονόκρανο βλ. Η. W. Inwood, The Erechtheion at Athens, 1819, σ. 161, πίν. 39, J. Strzygowski, Die Akropolis in altbyzantinischer Zeit, AM 14 (1889), σ. 288, Kautzsch, Kapitellstudien,σ. 155, αριθ. 483, Ο ρ λ ά ν δ ο ς, Βασιλική, II, σ. 302, εικ. 257, D e i c h m a n n, ό.π. (υποσημ. 14), σ. 76, Sodini, Rapports, σ. 53, J. K r a m e r, Skulpturen mit Adlerfiguren am Bauten des 5. Jahrhunderts nach Christi in Konstantinopel, Köln 1968, σ. 94. 36. Μ. Π α ν α γ ι ω τ ί δ η, Βυζαντινά κιονόκρανα με ανάγλυφα ζώα, ΔΧΑΕ,περ.Δ' τ. ΣΤ' (1970-72), σ. 98, πίν. 34α. S t r z y g o w s k i, ό.π., σ. 286, εικ. 5. Ο ρ λ ά ν δ ο ς, Βασιλική, II, σ. 301-303. 37. D e i c h m a n n, ό.π. (υποσημ. 14), σ. 76. Sodini, Rapports, σ. 53. 157

ΝΑΤΑΛΙΑ ΠΟΥΛΟΥ-ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ γεγονός ότι έχουμε να κάνουμε με μια μορφή άκανθας που απαιτεί μεγάλη επιδεξιότητα στην εκτέλεση και ως εκ τούτου δεν είναι από τις περιπτώσεις εκείνες που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να κοσμήσουν κιονόκρανα προορισμένα για «μαζική παραγωγή». ΓΓ αυτό ακριβώς το λόγο τα κιονόκρανα που παρήχθησαν πρέπει να ήταν φτιαγμένα για κτίσματα μεγαλοπρεπή, στα οποία θα είχαν εργαστεί οι καλύτεροι τεχνίτες, σταλμένοι ίσως από την Πρωτεύουσα. Το παράδειγμα των κιονόκρανων του S. Apollinare in Classe της Ρα βέννας είναι χαρακτηριστικό. Με την ανακάλυψη του κιονόκρανου της Σάμου ενι σχύεται ακόμη περισσότερο η άποψη, σύμφωνα με την οποία τα πρότυπα του τύπου αυτού πρέπει να αναζητη θούν στην Κωνσταντινούπολη και όχι στη Ραβέννα. Είναι γνωστό εξάλλου το γεγονός ότι τα πρότυπα των αρχιτεκτονικών μορφών αποστέλλονταν από την Κων σταντινούπολη σε όλες τις επαρχίες, ακόμη και τις πιο απομακρυσμένες. Ό π ω ς έχει ήδη αναφερθεί, τα γλυ πτά μέλη άλλοτε αποστέλλονταν έτοιμα, άλλοτε πάλι μισοτελειωμένα και έπαιρναν επιτόπου την οριστική τους μορφή από τεχνίτες των εργαστηρίων της Πρω τεύουσας ή από ντόπιους συναδέλφους τους. Τα ευρή ματα των ανασκαφών από τις πόλεις των παραλίων του Αιγαίου Πελάγους ή της Βόρειας Αφρικής, που είναι φτιαγμένα από μάρμαρο Προκοννήσου 3 8 ή από μάρ μαρο άλλων περιοχών, όπως της Θάσου 3 9, ή τα ευρή ματα του ναυαγίου του Marzamemi 40 πιστοποιούν την ήδη υπάρχουσα υπόθεση. Τα μισοτελειωμένα γλυπτά από προκοννήσιο μάρμαρο, που βρέθηκαν κατά τη διάρκεια των ανασκαφών της βασιλικής του Λε41 χαίου, επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι μερικά αρχιτε κτονικά μέλη έπαιρναν επιτόπου την οριστική τους μορφή, όπως ήδη τονίσαμε παραπάνω. Το κιονόκρανο της Σάμου είναι, κατά πάσα πιθανότη τα, προϊόν των εργαστηρίων της Κωνσταντινούπολης. Αυτό αποδεικνύεται από την τεχνοτροπική ομοιότητα του με τα κιονόκρανα του κήπου του Αρχαιολογικού Μουσείου και της Κινστέρνας 10. Το λευκό μάρμαρο με τις γκρίζες φλέβες είναι πιθανόν Προκοννήσου, χωρίς όμως να μπορούμε να το υποστηρίξουμε με από λυτη βεβαιότητα. Έχει εξάλλου αποδειχθεί σε παλαιό τερη μελέτη μας ότι πολλά από τα γλυπτά αρχιτεκτο νικά μέλη των παλαιοχριστιανικών βασιλικών της Σά μου είναι προϊόντα των εργαστηρίων της Κωνσταντι νούπολης ενώ άλλα τα αντιγράφουν πιστά 4 2. 38. J. Β. Ward- Per kins, Tripolitania and the Marble Trade, JRS 41 (1951), a. 89-104. W. H. W i d r i g - R. G ο odchi Id, The West Church at Apollonia in Cyrenaica, BSR 28 (1960), σ. 77. 39. J. H e r m a n n - J. P. S o d i n i, Exportations de marbre thasien à l'époque paléochrétienne: le cas des chapiteaux ioniques, BCH CI (1977), II, σ. 481 κ.ε. 40. K a p i t ä n, ό.π. (υποσημ. 9), σ. 125-130. 41. J. Ρ. Sodini, Remarques sur la sculpture architecturale d'attique, de Béotie et du Péloponnèse à l'époque paléochrétienne, BCH CI (1977), II, σ. 425 κ.ε. 42. P o u l o u - P a p a d i m i t r i o u, Samos paléochrétienne, σ. 385. Natalia Poulou-Papadimitriou AN EARLY CHRISTIAN CAPITAL WITH "BUTTERFLY ACANTHUS" FROM SAMOS 1 he capital discussed in this paper belongs to a small group of "butterfly acanthus" capitals, which are all dated to the Early Christian period. It was found lying in the countryside and is now on display in the Archaeo logical Collection of Samos. It is essentially a Corinthian capital with two zones of four pairs of "butterfly acanthus" leaves. The outer vo lutes have lost all traces of plasticity, and the inner ones are omitted; the abacus is decorated with a wave maeander. The capital is on the whole carefully executed. Part of the acanthus leaves are modelled on the surface of the calathus with free ends forming a wreath around them. The capital belongs to Kautzsch's type VII, and the outer volutes are rendered in the form of a "Lederblatt". The stylistic features of this capital all suggest a date in the reign of Justinian. Other examples from this same group, in Ravenna, Constantinople and Mainland Greece may be dated to the late 5th and first half of the 6th centuries. Their models are to be sought in Constan tinople, and the examples found in Greece may be at tributed to local workshops. 158 Powered by TCPDF (www.tcpdf.org)