Ο τουρισμός ως παράγοντας μετασχηματισμού στο νησιωτικό χώρο: Η περίπτωση της νήσου κύρου Φαρίκλεια ΑΠΟΤΝΣΖΗ Αρχιτέκτων μηχανικός ΕΜΠ e-mail: xaris.arch@yahoo.com ΠΕΡΙΛΗΨΗ τις ημέρες μας η τουριστική δραστηριότητα που λαμβάνει χώρα στις ελλαδικές νησιωτικές περιοχές αποτελεί σημαντική αναπτυξιακή συνιστώσα, η οποία παίζει καταλυτικό ρόλο ως μηχανισμός διαμόρφωσης τοπίων, κοινωνικών και οικονομικών δομών. Αφετηρία για την παρούσα εργασία αποτέλεσε το ενδιαφέρον διερεύνησης της εν λόγω αναπτυξιακής διαδικασίας που λαμβάνει χώρα υπό το πρίσμα της πολιτικής για τις μειονεκτικές ή λιγότερο ευνοημένες περιοχές σε μια προσπάθεια άρσης της απομόνωσης και περιορισμού των μειονεκτημάτων λόγω των γεωγραφικών χαρακτηριστικών του τόπου αυτού και σχετίζεται με το φαινόμενο του τουρισμού. Η εργασία στοχεύει στη διερεύνηση των μετασχηματισμών μέσω ενός πλαισίου που μελετά την αλληλεπίδραση μεταξύ της τουριστικής ανάπτυξης και των κοινωνικών, οικονομικών και χωρικών χαρακτηριστικών των λιγότερο ευνοημένων περιοχών και συγκεκριμένα της κύρου. 1. ΕΙΑΓΩΓΗ Ο νησιωτικός χώρος αντιμετωπίζει ιδιαίτερες προκλήσεις και προβλήματα αναφορικά με την ανάπτυξη και αποτελεί κεντροβαρικό ζήτημα της αναπτυξιακής πολιτικής σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο. ύμφωνα με την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις νησιωτικές περιοχές, ο πληθυσμός των οποίων ανέρχεται στο 3% του ευρωπαϊκού πληθυσμού και οι οποίες συχνά χαρακτηρίζονται ως ορεινές, περιλαμβάνεται το 86% των εξόχως απόκεντρων τόπων (Επιτροπή Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, 2008). Η ένταξη αυτού του χωρικού πεδίου στις Λιγότερο Ευνοημένες ή Μειονεκτικές Περιοχές επιβεβαιώνει τα έντονα διαρθρωτικά προβλήματα που το χαρακτηρίζουν και υπογραμμίζει την ανάγκη δραστηριοποίησης για την ανάσχεση της πτωτικής αναπτυξιακής του πορείας. Ένα εργαλείο που υιοθετήθηκε για την επίτευξη του σκοπού αυτού αποτελεί ο τουρισμός (Λαγός, 2001), προτάσσοντας τα τελευταία χρόνια την αξιοποίηση των τουριστικών πόρων σαν βάση για οικονομική ανάπτυξη λόγω των πολλαπλασιαστικών θετικών επιδράσεων του. τις ημέρες μας η τουριστική δραστηριότητα που λαμβάνει χώρα στις ελλαδικές νησιωτικές περιοχές αποτελεί σημαντική αναπτυξιακή συνιστώσα, η οποία παίζει καταλυτικό ρόλο ως μηχανισμός διαμόρφωσης τοπίων, κοινωνικών και οικονομικών δομών δεδομένου ότι η τουριστική ανάπτυξη στα νησιά συνήθως χαρακτηρίζεται από τη γοργή και πολλές φορές χωρίς έλεγχο αλλαγή των επαγγελματικών, παραγωγικών και επενδυτικών επιλογών των κατοίκων τους. Ο τριτογενής τομέας τείνει σε συνεχή διόγκωση εν αντιθέσει με το δευτερογενή και τον πρωτογενή που σημειώνουν σταδιακή συρρίκνωση με ταυτόχρονη αντικατάσταση των παραδοσιακών παραγωγικών δραστηριοτήτων. Η τουριστική κίνηση στο νησιωτικό χώρο ανέρχεται στο 35% της συνολικής σε επίπεδο χώρας και αφορά το 60% των συνολικών διανυκτερεύσεων(λαγός, 2001). ΕΜΠ ΔΠΜ Πολεοδομία Φωροταξία Γεωγραφικές Δυναμικές και ύγχρονοι Μετασχηματισμοί 2009/10 1
1.1. ΑΝΣΙΚΕΙΜΕΝΟ ΕΡΓΑΙΑ Ο ελλαδικός νησιωτικός χώρος, που αριθμεί 227 κατοικημένα νησιά εκ των οποίων μόνο το 34% έχει πάνω από 100 κατοίκους (http://old.mfa.gr, απογραφή 1991), αποτελεί πεδίο συνεχόμενων, δυναμικών χωρικών μετασχηματισμών και κοινωνικών μεταβολών μέσα στον ιστορικό χρόνο με ερευνητικό ενδιαφέρον. Αφετηρία για την παρούσα εργασία αποτέλεσε η αναπτυξιακή διαδικασία που λαμβάνει χώρα υπό το πρίσμα της πολιτικής για τις μειονεκτικές ή λιγότερο ευνοημένες περιοχές σε μια προσπάθεια άρσης της απομόνωσης και περιορισμού των μειονεκτημάτων λόγω των γεωγραφικών χαρακτηριστικών του τόπου αυτού και σχετίζεται με το φαινόμενο του τουρισμού. Η εργασία μελετώντας την αλληλεπίδραση μεταξύ της τουριστικής ανάπτυξης και των κοινωνικών, οικονομικών και χωρικών χαρακτηριστικών των λιγότερο ευνοημένων περιοχών στοχεύει στη διερεύνηση των μετασχηματισμών που έλαβαν χώρα στη Νήσο κύρο καθώς το εν λόγω νησί χαρακτηρίζεται ως ορεινό και αραιοκατοικημένο συνοψίζοντας όλα εκείνα τα στοιχεία των περιοχών που χρήζουν ειδικής αντιμετώπισης (Νήσος κύρος: Φωροταξική Μελέτη, 1977). Φρονικά η εργασία εστιάζει στη δεκαετία 1969-1979, περίοδος κατά την οποία πρωτοεμφανίζεται, μελετάται και σχεδιάζεται το φαινόμενο του τουρισμού στην περιοχή μέσω χωροταξικής μελέτης και στην περίοδο μεταξύ των ετών 1998-2009, κατά τη διάρκεια της οποίας το φαινόμενο αποτελεί κυρίαρχη συνιστώσα της αναπτυξιακής διαδικασίας. Η επιλογή της περιοχής μελέτης σχετίζεται αφενός με το προσωπικό ενδιαφέρον της σπουδάστριας για την περιοχή και αφετέρου με την στρατηγική της θέση στον αιγαιακό χώρο σε συνδυασμό με το είδος της τουριστικής ανάπτυξης που την χαρακτηρίζει. Η υπόθεση εργασίας αφορά την πρόταση ότι ο τουρισμός αποτελεί δυναμικό παράγοντα μετασχηματισμού τόσο σε χωρικό όσο σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Και εν συνεχεία τίθεται το ερώτημα κατά πόσο δύναται, ως παράγοντας μετασχηματισμού, υπό προϋποθέσεις να διαμορφώσει συνθήκες μετατροπής των μειονεκτημάτων των λιγότερο ευνοημένων περιοχών σε συγκριτικά πλεονεκτήματα. Η εργασία αποσκοπεί στην καταγραφή των συνιστωσών του φαινομένου και της πορείας εξέλιξης του, στην κατανόηση του μηχανισμού επίδρασης της τουριστικής δραστηριότητας στο κοινωνικό και οικονομικό προφίλ της περιοχής και αντιστρόφως καθώς και στην ερμηνεία της σημερινής τουριστικής ταυτότητας της περιοχής μελέτης με παράλληλη αναζήτηση των κατευθύνσεων προς τις οποίες προωθούν το τουριστικό προϊόν. Εντός των πλαισίων αυτών, μελετώνται τα γεωγραφικά, ιστορικά, κοινωνικά και οικονομικά χαρακτηριστικά που διαμορφώνουν την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του νησιού, το σημερινό αναπτυξιακό προφίλ του, τα πλεονεκτήματα του και τα στοιχεία που λειτούργησαν ως ανασταλτικοί παράγοντες για την ανάπτυξή του. Όπως επίσης, η διερεύνηση των στοιχείων που συνθέτουν τη φυσιογνωμία του Νομού και της Περιφέρειας και η θέση της περιοχής μελέτης στο περιβάλλον του Νομού. Επίσης, εστιάζει στη διερεύνηση της φυσιογνωμίας του τουρισμού μέσω της μελέτης της τουριστικής προσφοράς και ζήτησης και στα χαρακτηριστικά και τις επιπτώσεις του τουρισμού σε χωρικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο σε μια προσπάθεια ερμηνείας της εν δυνάμει αναπτυξιακής διαδικασίας. 1.2. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΕΓΓΙΗ Η προσέγγιση του θέματος γίνεται μέσω της συλλογής, μελέτης και ερμηνείας πρωτογενών και δευτερογενών δεδομένων. Η πρώτη φάση περιλαμβάνει ενδελεχή βιβλιογραφική επισκόπηση, με την ολοκλήρωση της οποίας εντοπίζεται ο προβληματισμός της εργασίας, συσχετίζονται έννοιες και σημειώνονται κατευθύνσεις και προβληματισμοί. Η βιβλιογραφία περιλαμβάνει πονήματα μελετητών, αρθρογραφία και υλικό από το διαδίκτυο. Σο δεύτερο στάδιο περιλαμβάνει τη συλλογή πρωτογενών στοιχείων μέσω της επαφής και της άτυπης συνέντευξης με οικονομικούς παράγοντες και κατοίκους της περιοχής μελέτης. Η συλλογή στοιχείων αποσκοπεί στην εννοιολογική προσέγγιση των λιγότερο ευνοημένων περιοχών, των χαρακτηριστικών τους και των πολιτικών που σχετίζονται με αυτές καθώς και 2 ΕΜΠ ΔΠΜ Πολεοδομία Φωροταξία Γεωγραφικές Δυναμικές και ύγχρονοι Μετασχηματισμοί 2009/10
στην προσέγγιση του τουρισμού τόσο μέσω των ορισμών όσο και μέσω της διάρθρωσης του φαινομένου στον ελλαδικό χώρο. Εν συνεχεία, γίνεται μια προσπάθεια αναγνώρισης της περιοχής και ακολουθεί η προσέγγιση του τουρισμού στην περιοχή μελέτης. τη συνέχεια μέσω της χρήσης των μεθοδολογικών εργαλείων της συγκριτικής αξιολόγησης και των δεικτών, της αποδελτίωσης και της συσχέτισης μεταξύ παραμέτρων, ακολουθεί ερμηνεία του φαινομένου. 2. ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΕΓΓΙΗ 2.1. ΟΙ ΛΙΓΟΣΕΡΟ ΕΤΝΟΗΜΕΝΕ ΠΕΡΙΟΦΕ (ΛΕΠ) Όπως έχει αναφερθεί ανωτέρω, ο νησιωτικός χώρος, μεγάλο τμήμα του οποίου είναι χαρακτηρισμένο ως ορεινό, όντας πεδίο ειδικής αντιμετώπισης καθώς χαρακτηρίζεται από αδυναμίες ανάπτυξης λόγω των φυσικών γεωγραφικών χαρακτηριστικών του αποτελεί το κέντρο του ενδιαφέροντος της κοινοτικής και εθνικής περιφερειακής πολιτικής σε μια προσπάθεια ενίσχυσής του αλλά και άρσης της απομόνωσης του. τα πλαίσια της παρούσας εργασίας θεωρείται βασική η αναφορά στις έννοιες που συσχετίζονται με τις πολιτικές αυτές καθώς η περιοχή μελέτης, ο δήμος κύρου, συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των μειονεκτικών περιοχών σύμφωνα με την οδηγία 81/645/ΕΟΚ, όπως και το 81,6% της συνολικής έκτασης της χώρας. Από αυτές το μεγαλύτερο ποσοστό (58,7%) είναι ορεινές περιοχές και ακολουθούν άλλες μειονεκτικές περιοχές (19,0%) σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά που αναφέρονται παρακάτω και περιοχές (3,8%) οι οποίες επηρεάζονται από άλλα ειδικά μειονεκτήματα (www.srcosmos.gr). Η έννοια των Λιγότερο Ευνοημένων ή Μειονεκτικών Περιοχών σχετίζεται με την Κοινοτική Οδηγία 75/268 περί «ορεινής και ημιορεινής γεωργίας» που προέβλεπε την εφαρμογή προγράμματος ενίσχυσης γεωργών και κτηνοτρόφων σε περιοχές όπου η αγροτική παραγωγή υπόκειται σε περιορισμούς είτε γεωγραφικής φύσης (ορεινές ή άγονες περιοχές) είτε πολιτικής και οικονομικής φύσης (απομονωμένες ή συνοριακές περιοχές). Η οδηγία αντικαταστάθηκε από τον Κανονισμό 950/97 και τελικά από τον 1257/99, διευρύνοντας τον ορισμό ώστε να αφορά τις περιοχές εκείνες όπου η αναπτυξιακή υστέρηση οφείλεται πρωτογενώς σε μόνιμα φυσικά χαρακτηριστικά που δεν επέτρεψαν την διατήρηση ή την εγκατάσταση ανταγωνιστικών δραστηριοτήτων. Οι λιγότερο ευνοημένες περιοχές περιλαμβάνουν ορεινούς τόπους που χαρακτηρίζονται από περιορισμό και σημαντική αύξηση του κόστους εκμετάλλευσης της γης, περιοχές που απειλούνται με εγκατάλειψη των χρήσεων γης και στις οποίες η διατήρηση του φυσικού χώρου θεωρείται αναγκαία, περιοχές που χαρακτηρίζονται από μικρή πληθυσμιακή πυκνότητα ή ετήσια πληθυσμιακή αποδυνάμωση της τάξης του 2% κ.α. (www.srcosmos.gr / Vakoufaris, 2003). υνοπτικά, λοιπόν, τα χαρακτηριστικά των εν λόγω περιοχών μεταξύ άλλων είναι η γεωγραφική απομόνωση, η ελλειπής σύνδεση με τα εύρωστα οικονομικά αστικά κέντρα, ο πληθυσμιακός αποδεκατισμός, οι φτωχές υποδομές (μεταφορές, τηλεπικοινωνίες, ύδρευση, αποχέτευση), ιδιαίτερα χαμηλό ΑΕΠ και χαμηλά ποσοστά δεικτών ευημερίας, υψηλός δείκτης ανεργίας, υποαπασχόληση ή πολυαπασχόληση, ελάχιστες κοινωνικές υποδομές, χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης και χαμηλή κατάρτιση (Αγγελίδης, 2004). Οι πολιτικές και οι τακτικές που συσχετίζονται με τις λιγότερο ευνοημένες περιοχές αποτελούν έναν συνδυασμό οικονομικών, περιβαλλοντικών και κοινωνικών στόχων και αφορούν στην στήριξη των αγροτών και της αγροτικής παραγωγής, στο ρόλο των τοπικών προϊόντων στην τοπική και περιφερειακή ανάπτυξη, σε ζητήματα δημογραφικής δυναμικής, δικτύωσης και καινοτομικής δραστηριότητας των επιχειρήσεων, συγκρότησης και εξέλιξης των τοπικών παραγωγικών συστημάτων καθώς και σε ζητήματα εναλλακτικής τουριστικής ανάπτυξης. ΕΜΠ ΔΠΜ Πολεοδομία Φωροταξία Γεωγραφικές Δυναμικές και ύγχρονοι Μετασχηματισμοί 2009/10 3
2.2. ΣΟ ΥΑΙΝΟΜΕΝΟ ΣΟΤ ΣΟΤΡΙΜΟΤ Προτού επικεντρωθεί η έρευνα στην περιοχή μελέτης, θεωρείται σκόπιμη η εννοιολογική προσέγγιση του φαινομένου του τουρισμού, των βασικών εννοιών του και η συνοπτική αναφορά στον τρόπο διάρθρωσης του στον ελλαδικό χώρο με σκοπό την κατανόηση του ευρύτερου πλαισίου μέσα στο οποίο εξελίσσεται το φαινόμενο στη νήσο κύρο. Ως σημαντικός μηχανισμός ανάπτυξης και βασική προσοδοφόρα οικονομική δραστηριότητα (Αυγερινού, 2001), όντας ένας από τους ταχύτερα αναπτυσσόμενους τομείς της οικονομίας σε παγκόσμιο επίπεδο, ο τουρισμός έχει αποτελέσει το επίκεντρο του προβληματισμού του συνόλου της επιστημονικής κοινότητας επιδεχόμενος μια ποικιλία ερμηνειών και εννοιολογικών προσδιορισμών αποτελώντας πεδίο αντιπαράθεσης αναφορικά με τις κοινωνικές, περιβαλλοντικές και οικονομικές επιπτώσεις αλλά και τη διασύνδεση του με το σύνολο των παραγόντων(οικονομικών, πολιτιστικών και κοινωνικών). Η τουριστική δραστηριότητα αφενός θεωρείται ως βασικός μηχανισμός αναζωογόνησης των οικονομιών, τοπικών και μη, αφετέρου μέσω της δόμησης και κατανάλωσης τουριστικών τόπων αποτελεί μια κοινωνική και πολιτισμική διεργασία (Σερκενλή, 2007). Μία από τις προσεγγίσεις του ορισμού (Hunziker & Krapf, 1942) περιγράφει τον τουρισμό ως το σύνολο των ενεργοποιημένων σχέσεων και γεγονότων κατά τη διάρκεια της μετακίνησης και παραμονής των ατόμων εκτός του τόπου συνήθους κατοικίας τους, υπό τον περιορισμό ότι τόσο η μετακίνηση όσο και η παραμονή δεν έχουν ως κίνητρο την άσκηση οποιασδήποτε κερδοσκοπικής δραστηριότητας (Βαρβαρέσος, 1998). ύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Σουρισμού, συνιστά ένα σύνολο δραστηριοτήτων των ατόμων που ταξιδεύουν και διαμένουν σε τόπους διαφορετικούς από το σύνηθες περιβάλλον τους για ένα χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο του ενός έτους για διάφορους λόγους, το οποίο έχει οικονομική, κοινωνική, πολιτισμική και χωρική διάσταση(www.unwto.org). Σα κίνητρα αυτής της δραστηριότητας καθώς και ο τρόπος οργάνωσης της κατηγοριοποιούν τον τουρισμό σε «μαζικό» και σε «εναλλακτικό», με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ποιότητας και ποσότητας και η κάθε μία από αυτές τις κατηγορίες αποτελείται από διάφορες μορφές. Σο σύνολο των αγαθών, υπηρεσιών, πληροφοριών και εμπειριών που αποζητούν να καταναλώσουν οι τουρίστες σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο αποτελεί την τουριστική ζήτηση, η οποία αλληλεπιδρά με την ανάπτυξη του τουρισμού σε ένα δεδομένο χωρικό πεδίο και συσχετίζεται με το σύνολο των αγαθών, υπηρεσιών, πληροφοριών και εμπειριών που προσφέρονται στον τουρίστα προς ικανοποίηση των επιθυμιών του, την τουριστική προσφορά (Βαρβαρέσος, 1998). Η διάρθρωση του φαινομένου στον ελλαδικό χώρο παρουσιάζει γενικές τάσεις μακροχρόνια αυξητικές και χαρακτηρίζεται από άνιση χωροχρονική κατανομή καθώς και από χωρική διάχυση με αποτέλεσμα να σημειώνονται ποικίλες πιέσεις στο κοινωνικό, οικιστικό και φυσικό περιβάλλον ορισμένων περιοχών της χώρας. ε χωροταξικό επίπεδο, η τουριστική δραστηριότητα συγκεντρώνεται σε σημαντικό ποσοστό στο νησιωτικό και παράκτιο χώρο, στις περιοικιστικές ζώνες των οποίων η χωρική διάχυση προσεγγίζει επίπεδα άτυπης αστικοποίησης, συνέπεια του επικρατούντος προσανατολισμού στο μαζικό τουρισμό του μοντέλου των 3S (Sun, Sand, Sea). Οι αναπτυξιακές επιπτώσεις του μοντέλου αυτού σχετίζονται με την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας τόσο σε εθνικό (ΑΕΠ, απασχόληση) όσο και σε τοπικό επίπεδο, καθώς προσφέρει έναν εναλλακτικό τομέα δραστηριοποίησης των τοπικών πληθυσμών έναντι του σταδιακά συρρικνούμενου αγροτικού τομέα (www.oke.gr). Ωστόσο, ο τουρισμός συχνά δεν παρουσιάζει λειτουργική συσχέτιση με τις λοιπές παραγωγικές δραστηριότητες των νησιών, γεγονός που οδηγεί στην πλήρη εξάρτησή τους από άλλες περιοχές της χώρας (Σσάρτας, 2006). Όσον αφορά τη χρονική κατανομή το συγκεκριμένο μοντέλο των 3S, που αποτέλεσε για μεγάλο χρονικό διάστημα το μόνο προϊόν 4 ΕΜΠ ΔΠΜ Πολεοδομία Φωροταξία Γεωγραφικές Δυναμικές και ύγχρονοι Μετασχηματισμοί 2009/10
του ελληνικού τουρισμού, σχετίζεται αφενός με το φαινόμενο της εποχικότητας και αφετέρου με τη μικρή χρονική διάρκεια της δραστηριότητας. Ωστόσο, το παραδοσιακό τουριστικό μοντέλο διευθέτησης και ανάπτυξης, τουτέστιν ο παράκτιος παραθεριστικός τουρισμός, βραδέως και σταδιακά τείνει σε εγκατάλειψη καθώς ένα μοντέλο επικεντρωμένο στην ποιότητα του προσφερόμενου τουριστικού προϊόντος προτείνεται από την επιστημονική κοινότητα και προωθείται μέσω των χρηματοδοτήσεων των εναλλακτικών μορφών τουρισμού από την ευρωπαϊκή κοινότητα (Βαρβαρέσος, 2009). 3. Η ΠΕΡΙΠΣΩΗ ΣΗ ΝΗΟΤ ΚΤΡΟΤ 3.1. ΓΕΝΙΚΑ ΦΑΡΑΚΣΗΡΙΣΙΚΑ Η κύρος ανήκει στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Βόρειων ποράδων όντας το νοτιότερο και το μεγαλύτερο σε έκταση νησί με επιφάνεια 223,00 τ.χιλιόμετρα., μέγιστο μήκος 29,00 χιλιόμετρα, ελάχιστο πλάτος 2,00 χιλιόμετρα και μήκος ακτών 129,60 χιλιόμετρα (Επιχειρησιακό Πρόγραμμα κύρου, 2008). Η νήσος μαζί με τις νησίδες κυροπούλα, Βαλάξα και αρακινό, που βρίσκονται σε μικρή απόσταση από τις νότιες και δυτικές ακτές της, αποτελούν ενιαίο νησιωτικό σύμπλεγμα. Διοικητικά ανήκει στο Νομό Ευβοίας της Περιφέρειας τερεάς Ελλάδας και γεωγραφικά εντοπίζεται στο κέντρο του Αιγαίου, νότια των ποράδων και ανατολικά της Εύβοιας εκτός των θαλάσσιων δρόμων επικοινωνίας της ευρύτερης περιοχής. Η γεωγραφική ενότητα της νήσου συνταυτίζεται με τη διοικητική ενότητα του δήμου κύρου. Ο δήμος αποτελείται από ένα δημοτικό διαμέρισμα, το οποίο είναι χαρακτηρισμένο ως ορεινό σύμφωνα με την οδηγία 75/268 /ΕΟΚ. Βάσει του χεδίου Φωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοιχτής Πόλης, που βρίσκεται σε εξέλιξη τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, καταγράφονται, οργανώνονται και οριοθετούνται 14 οικισμοί στο σύνολο της έκτασης του νησιού. χετικά με το μέγεθος του, οι οικισμοί είναι λίγοι και χωροθετούνται στο κεντρικό και βόρειο τμήμα του. Οι περισσότεροι, εκτός από τους οικισμούς της Φώρας, που είναι η Πρωτεύουσα της κύρου και της Λιναριάς, το επίνειό της, αποτελούν απλά σύνολα κατοικιών και χαρακτηρίζονται από την απουσία κοινόχρηστων χώρων και κοινωφελών εξυπηρετήσεων. Οι εν λόγω οικισμοί έχουν αναπτυχθεί σε γεωργικές γαίες (κυρίως οι οικισμοί Μώλος, Ασπούς, Αχίλλι, Λουτρό), σε λιμνάζουσες και γεωλογικά ακατάλληλες περιοχές (Αχερούνες, Καλίκρι) και υπάρχουν οικισμοί που ενώ παρουσιάζονται στην καταγραφή της ΕΤΕ δεν είναι οριοθετημένοι(πεύκος, Νύφι) (ΦΟΟΑΠ Δήμου κύρου, 2009). Γεωμορφολογικά η νήσος αποτελείται από τρία διακριτά τμήματα των οποίων η βλάστηση και η δομή του τοπίου είναι διαφορετική έως αντιθετική. Σο βορειοδυτικό τμήμα χαρακτηρίζεται από χαμηλές βουνοκορφές, πεδινές εκτάσεις, ομαλές ακτές με πολλούς ορμίσκους και δύο φυσικά λιμάνια, στην περιοχή Καλαμίτσας Λιναριάς δυτικά και ανατολικά στο Αχίλλι. Δύο κύριες πεδιάδες εντοπίζονται εκεί, ο Κάμπος και το Σραχύ. Σο εν λόγω τμήμα χαρακτηρίζεται από σημαντική εδαφοκάλυψη με κυρίαρχο φυτικό είδος το πεύκο. Σο νοτιοανατολικό τμήμα χαρακτηρίζεται από γυμνές ψηλές οροσειρές όπου δεσπόζει το όρος Κόχυλας (792μ.), βαθιές χαράδρες, πλαγιές με θαμνώδη βλάστηση και απότομες ακτές. Δυτικά και σε μικρή απόσταση από τον οικισμό της Φώρας βρίσκεται η πηγή Αναβάλσα, τα νερά της οποίας σχηματίζουν τον ποταμό Κηφισό. Άλλες πηγές σε διάφορες τοποθεσίες, υπόγειος ορυκτός πλούτος, όπως τα μάρμαρα κύρου κι ένα σύνολο περιοχών με οικολογικό, τοπιολογικό και αισθητικό ενδιαφέρον, εκ των οποίων κάποιες προστατεύονται θεσμικά ενώ άλλες βρίσκονται στη διαδικασία θεσμοθέτησής τους ως Περιοχές Ειδικής Προστασίας, συμπληρώνουν την εικόνα της σκυριανής γης. Θεωρώντας ότι οι περιοχές αυτές έχουν ή μπορούν να αποκτήσουν κι ένα τουριστικό ενδιαφέρον συνοπτικά αναφέρονται. Η Φώρα της κύρου (ΑΣ5011082) καθώς και η νησίδα αρακινό (ΑΣ5011061), ο όρμος της Καλογριάς, η περιοχή Ατσίτσα και το γειτνιάζον με ΕΜΠ ΔΠΜ Πολεοδομία Φωροταξία Γεωγραφικές Δυναμικές και ύγχρονοι Μετασχηματισμοί 2009/10 5
αυτή πευκοδάσος (ΑΣ2011032) αποτελούν Σοπία Ιδιαίτερου Υυσικού Κάλλους. Ως βιότοποι έχουν χαρακτηριστεί οι νησίδες κυροπούλα, Βάλαξα και οι νήσοι Έξω και Μέσα Διαβάτης ενώ έχει γίνει καταγραφή από την αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία WWF δέκα περιοχών με σκοπό να συμπεριληφθούν στον κατάλογο των σημαντικών υγροβιότοπων της χώρας. Ως περιοχή Natura 2000 με κωδικό SPA GR2420006 έχει χαρακτηριστεί το όρος Κόχυλας, η ανατολική πλευρά του οποίου είναι περιοχή Corine καθώς και οι νοτιοανατολικές βραχώδεις ακτές, οι νησίδες κυροπούλα, Κούλουρη, Λακκονήσια, Μέσα και Έξω Διαβάτης, Κοτσίλες, Ατσίτσα, Μέσα και Έξω Ποδιές με κωδικό SPA GR2420009. τους θεσμοθετημένους αρχαιολογικούς χώρους συγκαταλέγονται ο προϊστορικός οικισμός στο ακρωτήριο Παλαμάρι στη βόρεια πλευρά του ομώνυμου όρμου(υεκ 1555/Β/2002), το αρχαίο λατομείο στα Πουριά στην περιοχή Μώλος (ΥΕΚ 23Β/1990), ο αρχαιολογικός χώρος νεκροταφείου Γεωμετρικής και Αρχαϊκής Εποχής στην περιοχή Φωράφα δυτικά του οικισμού του Μώλου (ΥΕΚ 212Β/1996), η Φώρα της κύρου, η ΒΑ πλευρά της Ακρόπολης (ΥΕΚ 145/Β/1991) καθώς και η θέση Μαρκέσι στο βόρειο τμήμα του νησιού (ΥΕΚ 35/Β/1962). Κατάλοιπα οικισμών και ευρήματα προϊστορικών και μεσαιωνικών χρόνων έχουν εντοπισθεί στην παράκτια ζώνη του νησιού, τα νησάκια αλλά και την ενδοχώρα. (ΦΟΟΑΠ Δήμου κύρου, 2009) 3.2. ΙΣΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ Σο σύγχρονο τοπίο της κύρου και η μέχρι σήμερα οικονομική και κοινωνική εξέλιξή της καθορίστηκε αφενός από τη στρατηγική της θέση στο χάρτη κι αφετέρου από τις ιστορικές συνθήκες συμβάλλοντας στη διαμόρφωση μιας πολυσύνθετης πραγματικότητας η οποία αναπαριστά δομές που αντανακλούν τη βασική οργάνωση της κοινωνίας και της οικονομίας μέσα στον ιστορικό χρόνο (Terkenli, 2001). Δόκιμη θα ήταν, λοιπόν, μια σύντομη ιστορική ανασκόπηση μέσω της πλούσιας βιβλιογραφίας που αφορά την προϊστορική, κλασική, μετακλασική και ρωμαϊκή εποχή του νησιού, των ελάχιστων πηγών που αναφέρονται στην περίοδο του Βυζαντίου, της Υραγκοκρατίας και της οθωμανικής κατοχής και των μεμονωμένων αναφορών που σχετίζονται με τα νεώτερα χρόνια. Οι πρώτοι ιστορικά καταγεγραμμένοι κάτοικοι της περιοχής ήταν οι Πελασγοί που ήρθαν από τη Θράκη γύρω στο 2500 1900 π.φ., και υποτάχθηκαν ή εκδιώχθηκαν από τους Κάρες όταν εξόρμησαν κατά της κύρου από την Καρία της Μ. Ασίας. Κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου σημειώθηκε σημαντικό ρεύμα προσφύγων προς την Αττική. την συνέχεια, όταν οι Κρήτες έγιναν οι κύριοι των νησιών του Αιγαίου και καθ όλη την εποχή του Μινωικού πολιτισμού κατεγράφη στη κύρο σημαντική πολιτιστική πρόοδος, αύξηση του πληθυσμού, ανακωχή μεταξύ των οικισμών, διάδοση της καλλιέργειας του αμπελιού και της ελιάς. Αυτή η περίοδος άνθισης διεκόπη γύρω στα 1540 π.φ. όταν οι Κρήτες εκδιώχθηκαν από μια ομάδα Αχαιών, τους Δόλοπες, οι οποίοι κατέλαβαν το νησί και έγιναν κυρίαρχοι του για πολλούς αιώνες. Η κύρος μετά τους Δόλοπες υποτάχθηκε και αποικίστηκε από τους Φαλκιδείς και τους Αθηναίους ενώ μόλις μετά το τέλος του Ληλάντιου Πολέμου οι Δόλοπες έγιναν και πάλι κύριοι της κύρου μέχρι το 475 π.φ. τη συνέχεια, εκδιώχθηκαν από τους Αθηναίους, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο νησί ασκώντας ένα είδος στρατιωτικής κατοχής καθώς αποτέλεσε γι αυτούς ενδιάμεσος σταθμός και ναυτική βάση. Μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο παραχωρήθηκε στο νησί αυτονομία αλλά κατά τον Κορινθιακό Πόλεμο αποτέλεσε πάλι τμήμα του Αθηναϊκού κράτους. Από το 86 π.φ. η κύρος πέρασε στη ρωμαϊκή Κυριαρχία, ανήκοντας στην επαρχία της Αχαΐας. τα χρόνια του αυτοκράτορα Μάρκου Αυρήλιου υπάχθηκε στη διοίκηση της Μακεδονίας και στα χρόνια του Διοκλητιανού στην επαρχία των Νήσων. Κατά την πρώτη περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η κύρος άνηκε διοικητικά στο θέμα της Αχαΐας ενώ αργότερα υπάχθηκε στο θέμα του Αιγαίου Πελάγους αποτελώντας τόπο εξορίας. Οι Βυζαντινοί εξόριστοι και οι οικογένειες που απέκτησαν στα χρόνια της 6 ΕΜΠ ΔΠΜ Πολεοδομία Φωροταξία Γεωγραφικές Δυναμικές και ύγχρονοι Μετασχηματισμοί 2009/10
εξορίας τους αποτέλεσαν τη νέα ηγετική τάξη του τόπου. Αργότερα, όταν Άραβες από την Ανδαλουσία κυρίευσαν τη Κρήτη και την μετέτρεψαν σε ορμητήριο για τις ληστρικές τους επιδρομές, πολλά νησιά του Αιγαίου αλλά και πολλές πόλεις της κύρου καταστράφηκαν. Για τέσσερις περίπου αιώνες σημειώθηκε εναλλαγή κατακτητών μεταξύ Υράγκων, Σούρκων και Βυζαντινών αρχόντων. Κατά τη συνθήκη διανομής της βυζαντινής αυτοκρατορίας, η κύρος μαζί με την Σήνο, Κέα, Μύκονο, κόπελο, κιάθο και Αλόννησο δόθηκε στους επιχειρηματίες αδελφούς Γκίζι. Σο 1403 μ.φ. καταλήφθηκε από τις δυνάμεις του ουλεϊμάν αλλά μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης την ξαναπήραν οι Ενετοί. Σο 1537μ.Φ., ο Βαρβαρόσα, γνωστός πειρατής και αργότερα ναύαρχος, κατέλαβε με ισχυρό στόλο τις νήσους κιάθο και κύρο χωρίς να σημειωθεί ιδιαίτερη αντίσταση. Από το 1538μ.Φ. μέχρι το 1821 μ.φ. η κύρος ήταν πλέον υποτελής στο ουλτάνο, είχε κοινοτική και τοπική αυτοδιοίκηση όπως ήταν κανόνας στον ελλαδικό χώρο και οι κάτοικοι της ήταν γεωργοί, ποιμένες. Λίγα χρόνια πριν από την επανάσταση κλέφτες της τερεάς Ελλάδας και της Μακεδονίας κυνηγημένοι από τους Σούρκους κατέφυγαν στο νησί χρησιμοποιώντας το καθ όλη τη διάρκεια της επανάστασης ως ορμητήριο και καταφύγιο των πειρατικών τους επιδρομών. Η κύρος και οι υπόλοιπες ποράδες απελευθερώθηκαν το 1829. Σο 1833 υπάχθηκε στη διοίκηση των Βόρειων ποράδων με έδρα τη κόπελο, το 1836 δημιουργήθηκε ο δήμος κύρου με έδρα τη κύρο υπό τη διοίκηση Καρυστίας, ο οποίος το 1912 αριθμούσε 28 οικισμούς, το 1941 υπάχθηκε στο νομό Θεσσαλονίκης και τελικά το 1942 υπάχθηκε στο νομό της Εύβοιας. Επίσημα σε δήμο αναγνωρίσθηκε τον Ιούλιο του 1950, με έδρα τη Φώρα, στον οποίο υπάχθηκαν οι οικισμοί Λιναριά, που αποτελούσε ιδιαίτερη κοινότητα από το 1912, το Λουτρό, το Σραχύ και οι Αχερούνες. (http://www.servitoros.gr / Νήσος κύρος: Φωροταξική Μελέτη, 1977 / πινέλλη, 1974) 3.3. Η ΘΕΗ ΣΗ ΚΤΡΟΤ ΣΟ ΝΟΜΟ ΚΑΙ ΣΗΝ ΠΕΡΙΥΕΡΕΙΑ Η κεντροβαρική θέση που κατέχει στο Αιγαίο η νήσος κύρος έχει παίξει ιδιαίτερο ρόλο στην εξέλιξη του τόπου και τις επιδράσεις που έχει δεχθεί όπως αυτό διαφαίνεται μέσω της ανάγνωσης της ιστορίας του. Ποιος είναι όμως ο ρόλος που κατέχει η νήσος σήμερα; Όπως έχει προαναφερθεί, ο δήμος, ο οποίος καταλαμβάνει το σύνολο της έκτασης του νησιού, υπάγεται διοικητικά στο νομό Εύβοιας της Περιφέρειας τερεάς Ελλάδας ενώ γεωγραφικά ανήκει στο σύμπλεγμα των Βόρειων ποράδων. Η διοικητική του ένταξη αποτελεί συνέπεια των ελάχιστων έως μηδενικών αλληλεπιδράσεων με τα υπόλοιπα νησιά του συμπλέγματος όμως λόγω του νησιωτικού χαρακτήρα της περιοχής και οι επιδράσεις από τη Κύμη ή τη Φαλκίδα παρουσιάζονται ασθενείς με αποτέλεσμα ο δήμος να αναπτύσσεται σχετικά ως ανεξάρτητη οντότητα, λαμβάνοντας υπόψη τις δεδομένες εξαρτήσεις που σχετίζονται με την εγχώρια διοικητική οργάνωση (ΦΟΟΑΠ Δήμου κύρου, 2009). Η Περιφέρεια τερεάς Ελλάδας αποτελείται από τους νομούς Βοιωτίας, Εύβοιας, Ευρυτανίας, Υθιώτιδας και Υωκίδας με πρωτεύουσα τη Λαμία και διακρίνεται από μεγάλη γεωγραφική, οικονομική και κοινωνική ανομοιογένεια. Σο μεγαλύτερο μέρος της έκτασής της χαρακτηρίζεται ως ορεινό (47,4%) και οι εν λόγω περιοχές θεωρούνται από τις πιο μειονεκτικές περιοχές της χώρας. ύμφωνα με το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα της Περιφέρειας διακρίνονται τρεις αναπτυξιακές ζώνες εκ των οποίων η πρώτη αναφέρεται στις ανεπτυγμένες περιοχές κατά μήκος του άξονα ανάπτυξης (εθνική οδός, Οινόφυτα, χηματάρι, Φαλκίδα, Λαμία), η δεύτερη αφορά τμήματα ορισμένων νομών με άμεση εξάρτηση από την περιφέρεια της πρωτεύουσας και η τρίτη περιλαμβάνει τις προβληματικές περιοχές κυρίως στις ορεινές ζώνες. Ο πιο ανεπτυγμένος νομός της Περιφέρειας είναι η Βοιωτία και ακολουθεί η Εύβοια. Ο νομός της Εύβοιας περιλαμβάνει τα νησιά Εύβοια, κύρο, τα νησιά του Ευβοϊκού κόλπου και ένα ηπειρωτικό τμήμα της τερεάς Ελλάδας και το μεγαλύτερο τμήμα της έκτασης του χαρακτηρίζεται ως ορεινό και ημιορεινό. Αριθμεί 215.136 κατοίκους (απογραφή ΕΜΠ ΔΠΜ Πολεοδομία Φωροταξία Γεωγραφικές Δυναμικές και ύγχρονοι Μετασχηματισμοί 2009/10 7
2001) και παρουσιάζει σταθερή πληθυσμιακή ενδυνάμωση. Ο νομός εμφανίζει συγκεκριμένη παραγωγική εξειδίκευση που χαρακτηρίζεται αφενός από συνεχή ανάπτυξη του τριτογενή τομέα, με έμφαση στον τουρισμό και αφετέρου από την προσπάθεια σταθεροποίησης της παραγωγικής δραστηριότητας του δευτερογενή τομέα. (Έκθεση Επιχειρηματικότητας Περιφέρειας τερεάς Ελλάδας, 2005) Οι διασυνδέσεις και οι εξαρτήσεις του δήμου κύρου από το νομό Ευβοίας αφορούν το διπολικό κέντρο Αλιβερίου - Κύμης. Η νήσος συνδέεται ακτοπλοϊκά με την Εύβοια μέσω της Κύμης, από την οποία απέχει 18 ναυτικά μίλια και μέσω της οποίας συνδέεται με την Φαλκίδα που αποτελεί το μεγαλύτερο εμπορικό, οικονομικό και διοικητικό κέντρο του Νομού. Μετακινήσεις πραγματοποιούνται από τους οικισμούς του δήμου, αλλά και τις πόλεις της Ευβοίας, προς την Κύμη που διαθέτει Δασαρχείο και Πολεοδομία, προς το Αλιβέρι για υποθέσεις της εφορείας και της ΔΕΗ και προς τη Φαλκίδα για νομαρχιακές υποθέσεις. ήμερα ο οικισμός της κύρου είναι οικιστικό κέντρο 4 ης τάξης από το οποίο εξαρτώνται οι υπόλοιποι οικισμοί του νησιού, οι οποίοι είναι οικισμοί 5 ης τάξης με τη Λιναριά ενισχυμένο κέντρο 5 ης τάξης. ύμφωνα με το Περιφερειακό Πλαίσιο Φωροταξικού χεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης της Περιφέρειας τερεάς Ελλάδας, η κύρος αναλαμβάνει αναβαθμισμένο ρόλο, φέρεται να αποτελεί κέντρο 3 ης τάξης, εξαρτώμενο από το διπολικό κέντρο Αλιβερίου Κύμης ( 2 ης τάξης στο οικιστικό σύστημα της Περιφέρειας), λόγω των μικρότερων μεγεθών που επιβάλει ο νησιωτικός χαρακτήρας της αλλά και λόγω των ιδιαίτερων τουριστικών εγκαταστάσεων (στρατιωτικό αεροδρόμιο κύρου μικτής χρήσης) και τον αυξημένο τουριστικό ρόλο στην ευρύτερη τουριστική περιοχή Κύμη-Αλιβέρι-Κάρυστος (ΦΟΟΑΠ Δήμου κύρου, 2009). 3.4. ΠΛΗΘΤΜΙΑΚΑ ΦΑΡΑΚΣΗΡΙΣΙΚΑ Πίνακας 1 ( Πηγή: ΕΤΕ http://www.servitoros.gr/population/population.php/21) Εστιάζοντας στα στοιχεία του υπερκείμενου πίνακα (Πίνακας 1) παρατηρούνται αφενός πολλές ανακολουθίες και μεγάλες διακυμάνσεις μεταξύ του πληθυσμιακού δυναμικού των οικισμών και αφετέρου σημαντική πληθυσμιακή αποδυνάμωση και σημαντικές ανακατατάξεις 8 ΕΜΠ ΔΠΜ Πολεοδομία Φωροταξία Γεωγραφικές Δυναμικές και ύγχρονοι Μετασχηματισμοί 2009/10
κατά τη διάρκεια του 20 ου αι. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου η εξέλιξη του πληθυσμού της Φώρας υπήρξε δυσμενής καθώς χαρακτηρίζεται από σταδιακή μείωση με παράλληλη καταγραφή πληθυσμού σε νέους οικισμούς. ύμφωνα με την κοινωνιολογική έρευνα που πλαισίωνε τη Φωροταξική Μελέτη του 1977, η νήσος εκτός από το φαινόμενο αποδυνάμωσης εμφάνιζε και το φαινόμενο γήρανσης του πληθυσμού και οι κάτοικοι της είχαν αποκτήσει εκείνα τα κοινωνικά χαρακτηριστικά που προσομοίαζαν με αυτά των αγροκτηνοτροφικών περιοχών. χεδόν το σύνολο των κατοίκων είχε γεννηθεί στο νησί χωρίς να παρουσιάζονται στοιχεία ανανέωσης πληθυσμού. Η κύρος στα μέσα της δεκαετίας του 1970 αποτελούσε μια μικρή και ομοιογενή κοινότητα, όπου το μορφωτικό επίπεδο ήταν χαμηλό, δεδομένου ότι το 60% του πληθυσμού της κύρου είχε ελάχιστη ή καθόλου μόρφωση(πινέλλη, 1974). ύμφωνα με την απογραφή του 2001 καταμετρήθηκαν συνολικά 2.602 κάτοικοι αντιστοιχώντας στο 1.2% του πληθυσμού του Νομού με πυκνότητα 12 κατ./τ.χλμ. έναντι του 52,62% του Νομού, δηλαδή αρκετά χαμηλή. Όπως σημειώνεται και στον πίνακα, παρατηρούνται τάσεις εγκατάλειψης του νησιού προς όφελος αστικών περιοχών αλλά ο ρυθμός αποδυνάμωσης θα μπορούσε να θεωρηθεί σχετικά συγκρατημένος. Ο μέσος ετήσιος όρος της περιόδου 1998-2009 ήταν 33 γεννήσεις και 27 θάνατοι. Ο πραγματικός πληθυσμός, όπως προαναφέρθηκε, είναι 2.602 άτομα εκ των οποίων τα 2.300 2.400 αποτελούν τον εντόπιο πληθυσμό και τα 117 είναι μετανάστες. Ωστόσο, ο μόνιμος πληθυσμός του νησιού προσεγγίζει τα 2.711 άτομα υπολογίζοντας και τον πληθυσμό των στρατιωτικών της αεροπορίας. Αναφορικά με το επίπεδο μόρφωσης των κατοίκων του νησιού, εκτιμάται πως το 12.54% είναι απόφοιτοι γυμνασίου, το ποσοστό που έχει ολοκληρώσει και τη μέση εκπαίδευση ανέρχεται στο 21.26% ενώ οι αναλφάβητοι προσεγγίζουν το 9.63%, ποσοστό κοντά σε εκείνο του Νομού. (Επιχειρησιακό Πρόγραμμα κύρου, 2008) Πίνακας 2 ( Πηγή: ΕΤΕ, επεξεργασία τμήμα GIS ΟΑΕ ΑΕ) Πίνακας 3 ( Πηγή: ΕΤΕ, επεξεργασία τμήμα GIS ΟΑΕ ΑΕ) 3.5. ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΙ ΣΟΜΕΙ ΚΑΙ ΦΑΡΑΚΣΗΡΙΣΙΚΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ Ο νησιωτικός χαρακτήρας της περιοχής, η σχετική γεωγραφική απομόνωση, η κακή προσπελασιμότητα με επακόλουθο την αδυναμία μεταφοράς ανθρώπινου δυναμικού, εμπορευμάτων σε συνδυασμό με τους περιορισμένους πόρους αλλά και τη μετανάστευση προς τα αστικά κέντρα, καθόρισαν τον προσανατολισμό της αναπτυξιακής διαδικασίας. Ωστόσο, η ιδιαίτερη γεωμορφολογία του νησιού αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα και συγκριτικό πλεονέκτημα δημιουργώντας προϋποθέσεις για την ενασχόληση με διάφορους παραγωγικούς τομείς. Η οικονομική οργάνωση της νήσου κύρου προσδιόριζε σημαντικά τις κοινωνικές τάξεις καθορίζοντας αυστηρά την χωρική αποτύπωση της δομής αυτής. Η χωροθετική οργάνωση της Φώρας, του βασικού οικισμού του νησιού, ήταν καθαρά ταξική: η συνοικία ΒΔ ΕΜΠ ΔΠΜ Πολεοδομία Φωροταξία Γεωγραφικές Δυναμικές και ύγχρονοι Μετασχηματισμοί 2009/10 9
του κάστρου αποτελούσε τη γειτονιά των αρχόντων (βυζαντινής περιόδου), ακολουθούσε η συνοικία των κτηνοτρόφων (οικονομικός παράγων του νησιού), η συνοικία των γεωργών και τέλος νοτιότερα η φτωχογειτονιά. Η κτηνοτροφία και η γεωργία, λοιπόν, παρουσιάζονται ως οι κυρίαρχοι τομείς της οικονομίας της κύρου μέχρι και την πρώτη περίοδο μελέτης (1969-1979), χωρίς να απουσιάζει η αλιεία, η ενασχόληση με τη βιοτεχνία και τη χειροτεχνία, η εξόρυξη μεταλλευμάτων, η επεξεργασία ρητίνης κ.α. Εντός της προαναφερθείσας περιόδου, ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός σημείωσε μείωση, η οποία συνοδεύεται από μια συνολική πληθυσμιακή αποδυνάμωση (βλ. Πίνακα 1) δεδομένου ότι το 1977 αποτελούσε το 29.7% του συνόλου έναντι του 36% κατά το έτος 1969. Από τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό το ποσοστό 57.70% ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και τη γεωργία, το 15.90% με τη βιοτεχνία - χειροτεχνία και το 26,40% απασχολούνταν στις υπηρεσίες (Νήσος κύρος: Φωροταξική Μελέτη, 1977). ύμφωνα με τα στοιχεία της κοινωνιολογικής έρευνας που συνόδευε τη Φωροταξική Μελέτη, ο πληθυσμός των κτηνοτρόφων καθώς και των γεωργών, μολονότι κατείχε ακόμα συντριπτικά την πρώτη θέση μεταξύ διάφορων κλάδων οικονομικής δραστηριότητας, παρουσίαζε μείωση και χαρακτηριστικά γήρανσης. ημαντική παράμετρος για την κατάσταση αυτή αποτελούσε το ζήτημα των χορτονομών, καθώς οι περισσότεροι κτηνοτρόφοι δεν ήταν ιδιοκτήτες εκτάσεων βοσκής και αναγκάζονταν να πληρώνουν υψηλό αντίτιμο στην Ιερά Μονή της Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους (σχεδόν τα 2/3 της σκυριανής ήταν μοναστηριακές ιδιοκτησίες), την κοινότητα και σε έναν μικρό αριθμό γαιοκτημόνων. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, αυξητική τάση σημειώθηκε στον τομέα των κατασκευών με τους τεχνίτες να αναδύονται σε σημαντικούς οικονομικούς παράγοντες της περιοχής, ενώ η στάση των κατοίκων απέναντι στον τομέα του τουρισμού παρουσιαζόταν αδιάφορη έως αρνητική (πινέλλη, 1974). ύμφωνα με το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα κύρου (2008), κατά τη δεύτερη περίοδο μελέτης (1998-2009) οι δύο κυρίαρχοι τομείς είναι ο πρωτογενής με έμφαση στην κτηνοτροφία και ο τριτογενής με έμφαση στον τουρισμό. Βάσει της απογραφής του 2001, ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός του δήμου υπολογίζεται στα 1.053 άτομα, εκ των οποίων οι απασχολούμενοι ανέρχονται σε 873 καταλαμβάνοντας ποσοστό 82,9% επί του συνόλου του πληθυσμού. Παρατηρείται πως η ανεργία στην περιοχή πλήττει ένα ποσοστό της τάξεως του 16%, ποσοστό σημαντικά υψηλότερο από εκείνο του νομού (13,15%). Βασικό χαρακτηριστικό της απασχόλησης στην περιοχή αποτελεί η εποχικότητα, στοιχείο που χαρακτηρίζει το σύμπλεγμα των ποράδων και σχεδόν το σύνολο του νησιωτικού χώρου (ΠΚΑ «Ανατολική Ακτή», 2007). Από τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό το ποσοστό 18,44% απασχολείται στον πρωτογενή τομέα, το 20,27% στο δευτερογενή και το 61,28% απασχολούνταν στον τριτογενή. (Επιχειρησιακό Πρόγραμμα κύρου, 2008) Λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που αφορούν τις δύο περιόδους μελέτης, σημειώνεται σημαντική μείωση της συμμετοχής στον πρωτογενή τομέα, αύξηση στο δευτερογενή τομέα και τριπλασιασμός του ποσοστού του οικονομικά ενεργού πληθυσμού που απασχολείται στον τριτογενή τομέα (βλ. Πίνακα 4). Παρατηρείται δηλαδή σημαντική ανακατανομή του οικονομικά ενεργού πληθυσμού κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών σε βαθμό ανατροπής ιστορικών κεκτημένων. ΔΗΜΟ ΚΤΡΟΤ 1971 (1969-1979) 2001 (1998-2009) Πρωτογενής Τομέας 57,70% 18,44% - Δευτερογενής Τομέας 15,90% 20,27% + Τριτογενής Τομέας 26,40% 61,28% + Πίνακας 4 ( Πηγή: ιδία επεξεργαζία) 10 ΕΜΠ ΔΠΜ Πολεοδομία Φωροταξία Γεωγραφικές Δυναμικές και ύγχρονοι Μετασχηματισμοί 2009/10
Ο πρωτογενής τομέας στο τέλος του 20 ου αι. καταλαμβάνει πλέον την τελευταία θέση αναλαμβάνοντας κατά βάση συμπληρωματικό χαρακτήρα. Η γεωργία αποτελεί τον κλάδο που έχει πληγεί περισσότερο δεδομένου ότι η ποσοστιαία μείωση της εκμετάλλευσης της γεωργικής γης προσεγγίζει το 53,5% (ΠΚΑ «Ανατολική Ακτή», 2007). Παράλληλα η μείωση των υφιστάμενων εκτάσεων για καλλιέργεια λόγω της επέκτασης οικισμών και της δόμησης νέων καθώς και της εγκατάστασης του αεροδρομίου σε τόπο πρόσφορο για καλλιέργεια, αποτελούν σημαντικό ανασταλτικό παράγοντα σε συνδυασμό με το ισχύον ιδιοκτησιακό καθεστώς του νησιού και το βαθμό εκμηχάνισης του γεωργικού τομέα, ο οποίος θεωρείται υποτυπώδης δεδομένου του βαθμού εισαγωγής και εκσυγχρονισμού του γεωργικού μηχανολογικού εξοπλισμού. Αντιθέτως, η κτηνοτροφία παρουσιάζει μια εικόνα δυναμική λόγω της επάρκειας βοσκήσιμων εκτάσεων ενώ ο υφιστάμενος τρόπος εκτροφής συνιστά σοβαρό πλεονέκτημα προσεγγίζοντας τα όρια της βιολογικής εκτροφής. Οι επενδυτικές δραστηριότητες στον πρωτογενή τομέα αφορούν ενισχύσεις, σχέδια βελτίωσης και εκσυγχρονισμού της γεωργικής εκμετάλλευσης. Η μεταποιητική δραστηριότητα της περιοχής παρουσιάζεται περιορισμένη (20.27%), ενισχυμένη σε σχέση με το παρελθόν και μειωμένη σε σχέση με εκείνη του Νομού (31.01%) (Επιχειρησιακό Πρόγραμμα κύρου, 2008). Ο δευτερογενής τομέας αφορά βιοτεχνικές μονάδες, ενταγμένες στον οικιστικό ιστό, συνήθως οικογενειακού χαρακτήρα, με έμφαση στις παραδοσιακές τέχνες, την ξυλογλυπτική, την κεραμική, την κεντητική αλλά και μικρή παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων και γλυκών. την περιοχή δραστηριοποιείται αγροτικός συνεταιρισμός για μεταποίηση, τυποποίηση και συσκευασία αγροτικών προϊόντων. Διάσπαρτα χωροθετημένες συναντώνται μάντρες οικοδομικών υλικών και μονάδες παραγωγής τσιμέντου καθώς και τέσσερα λατομεία εξόρυξης μαρμάρου και αδρανών υλικών, δύο εκ των οποίων είναι πλέον ανενεργά. Σα τελευταία χρόνια παρατηρείται ραγδαία ανάπτυξη του τριτογενή τομέα της οικονομίας, εμφανής τάση άλλωστε και του συνόλου της Περιφέρειας, και αποτελεί πλέον την κύρια απασχόληση στο δήμο καθώς απασχολεί το 61.28%(απογραφή 2001) της συνολικής καταγεγραμμένης απασχόλησης. Ο εν λόγω παραγωγικός τομέας χαρακτηρίζεται από τη δυναμική παρουσία του τουρισμού ενώ η τουριστική ανάπτυξη του νησιού τα τελευταία χρόνια έχει ωθήσει ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού να ασχοληθεί με τον κλάδο «Εμπόριο - Ξενοδοχεία - Εστιατόρια». το σύνολο του ο τομέας αφορά τουριστικές επιχειρήσεις και επιχειρήσεις εμπορίου, εστίασης και αναψυχής, συνήθως οικογενειακού και εποχικού χαρακτήρα, δίνοντας στην περιοχή την ίδια αναπτυξιακή κατεύθυνση με εκείνη των περισσότερων ορεινών περιοχών του Νομού προσομοιάζοντας αρκετά και με εκείνες του νησιωτικού χώρου. ύμφωνα με το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα κύρου, δεν υπάρχει δυνατότητα προσέγγισης του παραγόμενου ΑΕΠ που εισφέρει ο δήμος στο Νομό με τα διαθέσιμα στοιχεία αλλά λαμβάνοντας υπόψη το μεγάλο ποσοστό συμμετοχής στον τριτογενή τομέα εικάζεται ότι η συμμετοχή στο ΑΕΠ του Νομού είναι σημαντική. Επιπλέον, σημαντική πηγή εισοδήματος για την περιοχή αποτελεί η διαβίωση του στρατιωτικού πληθυσμού ο οποίος ενισχύει σημαντικά την οικονομική αγορά του νησιού (Επιχειρησιακό Πρόγραμμα κύρου, 2008, ΦΟΟΑΠ Δήμου κύρου, 2009) Πίνακας 5 ( Πηγή: ΕΤΕ, επεξεργασία τμήμα GIS ΟΑΕ ΑΕ) ΕΜΠ ΔΠΜ Πολεοδομία Φωροταξία Γεωγραφικές Δυναμικές και ύγχρονοι Μετασχηματισμοί 2009/10 11
3.6. ΒΑΙΚΑ ΔΙΚΣΤΑ ΤΠΟΔΟΜΗ Ολοκληρώνοντας μια πρώτη προσέγγιση της περιοχής μελέτης, γίνεται αναφορά στις υποδομές του νησιού καθώς κάθε αναπτυξιακή διαδικασία, και συνεπώς κάθε ερμηνεία αυτής, διατηρεί ένα βαθμό εξάρτησης και συσχέτισης με το υπόβαθρο αυτό. Σα χαρακτηριστικά της νησιωτικότητας και του ορεινού ανάγλυφου κατά μεγάλο μέρος λειτουργούν ανασταλτικά στο επίπεδο των βασικών υποδομών. Σο οδικό δίκτυο αποτελείται από το πρωτεύον δίκτυο, το δευτερεύον και το δίκτυο τοπικής εξυπηρέτησης. χεδόν στο σύνολό του αναπτύσσεται στο βόρειο και κεντρικό τμήμα του νησιού ενώ στο νότιο (περιοχή Natura 2000) υπάρχει μόνο ένας κλάδος, προσφάτως κατασκευασμένος λόγω ανέγερσης στρατιωτικών εγκαταστάσεων. Σο συνολικό μήκος του δικτύου προσεγγίζει τα 80 χλμ. εκ των οποίων το μεγαλύτερο ποσοστό είναι ασφαλτοστρωμένο και δεν παρουσιάζεται ιδιαιτέρως αναπτυγμένο σε σχέση με το παρελθόν δεδομένου ότι το 1977 αριθμούσε 61 χλμ το 20% του οποίου ήταν στρωμένο με κακής ποιότητας ασφαλτικό τάπητα, δίκτυο που θεωρούνταν ικανοποιητικό για την περιοχή την εποχή εκείνη (1969-1979). Αντιθέτως, η κατάσταση του οδικού δικτύου σήμερα(1998-2009) χαρακτηρίζεται τόσο από ελλείψεις στην ποσοτική του ανάπτυξη όσο και από ελλείψεις σε χώρους στάθμευσης. Σο δίκτυο μαζικής μεταφοράς για την εξυπηρέτηση της εσωτερικής συγκοινωνίας του νησιού θεωρείται επαρκές και γίνεται μέσω δρομολογίων Κτελ που συνδέουν τη Φώρα σχεδόν με το σύνολο των οικισμών. Τποδομές για εναλλακτικούς τρόπους μεταφοράς, ποδηλατόδρομοι, λωρίδες πεζοπορίας, μονοπάτια δεν υπάρχουν (ΦΟΟΑΠ Δήμου κύρου, 2009). Ακτοπλοϊκά το νησί συνδέεται σε καθημερινή βάση με την Εύβοια μέσω της Κύμης, από την οποία απέχει 18 ναυτικά μίλια, ενώ κατά τη διάρκεια των θερινών μηνών σημειώνεται ένταση δρομολογίων. Παλαιότερα συνδεόταν και με τη γραμμή Φαλκίδα- Βόλος ποράδες, η οποία όμως διεκόπη. Σο λιμάνι του νησιού, η Λιναριά, εντοπίζεται στον ομώνυμο όρμο και λειτουργεί ως επιβατικό και εμπορικό λιμάνι, ως χώρος στάθμευσης για σκάφη αναψυχής και ως αλιευτικό καταφύγιο με αποτέλεσμα να χαρακτηρίζεται από σύγχυση χρήσεων (εμπορευματική διαμετακομιστική τουριστική στάθμευσης). Επιπλέον, παρουσιάζει προβλήματα χωρητικότητας και προβλήματα πρόσβασης από και προς το κεντρικό οδικό δίκτυο. Λειτουργεί, επίσης, αλιευτικό λιμάνι στην περιοχή Μώλος, αυθαίρετα κατασκευασμένο με προβλήματα πρόσβασης και υπάρχει και στον όρμο Αχίλλι μαρίνα 150 θέσεων που λόγω κακού προσανατολισμού δεν λειτουργεί. ύμφωνα με το Περιφερειακό Πλαίσιο Φωροταξικού χεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης τερεάς Ελλάδας η μαρίνα στο Αχίλλι αποτελεί πρωτεύον τουριστικό λιμάνι. το νησί της κύρου εντοπίζεται το μοναδικό αεροδρόμιο του Νομού Ευβοίας. Πρόκειται για στρατιωτικό αεροδρόμιο, το οποίο κατασκευάστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 (1975-1981) και εξυπηρετεί με μικτή χρήση το νησί, από το 1984 τις εσωτερικές πτήσεις και από το 1996 τις πτήσεις εξωτερικού. Οι υποδομές αποχέτευσης και ύδρευσης του νησιού χαρακτηρίζονται από προβλήματα, όπως και στο σύνολο του Νομού. Σο δίκτυο αποχέτευσης των δύο μεγάλων οικισμών, της Φώρας και της Λιναριάς, θεωρείται υποτυπώδες ενώ οι υπόλοιποι οικισμοί έχουν βόθρο. Ο οικισμός της Λιναριάς έχει ΒΙΟΚΑ, οποίος βρίσκεται σε λειτουργία σε αντίθεση με εκείνον της Φώρας που δε λειτουργεί. Όσον αφορά τη διαχείριση απορριμμάτων, συνήθως παραχώνονται ή καίγονται. Φωματερή υπάρχει και βρίσκεται υπό κατασκευή ΦΤΣΑ. Σο νησί χαρακτηρίζεται από καλό υδάτινο δυναμικό. Βρίσκεται υπό κατασκευή φράγμα και το σύνολο των οικισμών υδρεύονται είτε από πηγές (Αναβάλσα) είτε από γεωτρήσεις. Αναφορικά με τις κοινωνικές υποδομές βρίσκεται εν λειτουργία περιφερειακό ιατρείο, η υπηρεσία «βοήθεια στο σπίτι», γηροκομείο και παιδικό σταθμό. Όσον αφορά τις εκπαιδευτικές υποδομές, στο νησί λειτουργεί ένα λύκειο, ένα γυμνάσιο, ένα δημοτικό σχολείο και δύο νηπιαγωγεία. 12 ΕΜΠ ΔΠΜ Πολεοδομία Φωροταξία Γεωγραφικές Δυναμικές και ύγχρονοι Μετασχηματισμοί 2009/10
ΣΙΣΛΟ ΕΠΕΝΔΤΣΙΚΟΤ ΦΕΔΙΟΤ 4. ΣΟ ΥΑΙΝΟΜΕΝΟ ΣΟΤ ΣΟΤΡΙΜΟΤ ΣΗ ΚΤΡΟ Η εμφάνιση του φαινομένου στο νοτιότερο νησί των ποράδων λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, οπότε σημειώνεται μια μικρή τουριστική ζήτηση και μια υποτυπώδης τουριστική προσφορά λειτουργώντας συμπληρωματικά σε μια οικονομία σταδιακά φθίνουσα, λόγω διάφορων ανασταλτικών παραγόντων όπως η γήρανση του γεωργικού και κτηνοτροφικού πληθυσμού, το ιδιοκτησιακό καθεστώς της εκμεταλλεύσιμης γης, η έλλειψη εκσυγχρονισμού και εκμηχάνισης της γεωργικής διαδικασίας κ.α. ε αυτή την πρώτη περίοδο μελέτης (1969 1979) επί της ουσίας ο τουρισμός εισέρχεται στη κοινωνία του νησιού «εκ των άνω» μέσω των πολεοδομικών πρακτικών. Ερμηνεύοντας τους αριθμούς κι αποκωδικοποιώντας τις εικόνες, διαπιστώνεται πως ο τουρισμός στη νήσο κύρο αποκτά στρατηγικό ρόλο αποτελώντας τον αναδυόμενο δυναμικό κλάδο του τριτογενή τομέα μεταξύ των ετών 1998-2009. Η διείσδυση του φαινομένου στις αναπτυξιακές διαδικασίες της περιοχές σημειώνει μια μικρή καθυστέρηση αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση στον αιγαιακό χώρο με συνέπεια η τουριστική δραστηριότητα να διέρχεται τη φάση της έντονης ανάπτυξης την τελευταία δεκαετία, η οποία εκφράζεται με την συνεχώς αυξανόμενη απασχόληση στον κλάδο (βλ. Κεφ. 3.5) και τις προτεινόμενες ή υλοποιούμενες ιδιωτικές επενδύσεις μέσω των Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων Αγροτικής Ανάπτυξης (ΟΠΑΑΦ) (βλ. Πίνακα 6). ΟΠΑΑΦ ΚΤΡΟΤ ΕΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ΙΔΙΩΣΙΚΑ ΕΡΓΑ (ΟΚΣΩΜΒΡΙΟ 2004) ΣΟΤΡΙΜΟ ΕΣΙΑΗ ΜΕΣΑΠΟΙΗΗ ΑΛΛΑ ΑΝΕΓΕΡΗ ΚΑΣΟΙΚΙΩΝ ΔΤΝΑΜΙΚΟΣΗΣΑ 18 ΚΛΙΝΩΝ ΚΑΣΑΚΕΤΗ ΣΑΒΕΡΝΑ ΠΑΡΑΔΟΙΑΚΗ ΚΟΤΖΙΝΑ ΕΚΤΓΦΡΟΝΙΜΟ ΕΡΓΑΣΗΡΙΟΤ ΠΑΡΑΔΟΙΑΚΩΝ ΚΤΡΙΑΝΩΝ ΞΤΛΟΓΚΤΠΣΩΝ ΕΠΙΠΛΩΝ - ΙΔΡΤΗ ΑΓΡΟΣΟΤΡΙΣΙΚΟΤ ΚΑΣΑΛΤΜΑΣΟ 4 ΚΑΣΟΙΚΙΩΝ ΙΔΡΤΗ ΑΓΡΟΣΟΤΡΙΣΙΚΗ ΕΠΙΦΕΙΡΗΗ ΕΣΙΑΗ ΑΝΑΠΑΛΑΙΩΗ ΠΑΡΑΔΟΙΑΚΟΤ ΟΙΚΗΜΑΣΟ ΚΑΙ ΚΑΣΑΚΕΤΗ ΞΕΝΩΝΑ ΣΟΤΡΙΣΙΚΕ ΕΙΠΛΩΜΕΝΕ ΚΑΣΟΙΚΙΕ ΣΟΤΡΙΣΙΚΕ ΕΙΠΛΩΜΕΝΕ ΚΑΣΟΙΚΙΕ ΤΝΟΛΟ 5 2 1 0 4.1. ΣΟΙΦΕΙΑ ΣΟΤΡΙΣΙΚΗ ΕΛΞΗ Πίνακας 6 ( Πηγή: ΠΕΠ τερεάς Ελλάδας 2000-2006, ιδία επεξεργασία) υστατικό στοιχείο της τουριστικής ανάπτυξης του νησιού αποτελεί η διατήρηση σε ένα βαθμό ικανοποιητικό των πρωτογενών χαρακτηριστικών της ιδιαίτερης γεωμορφολογίας του, του ανθρωπογενούς και του φυσικού τοπίου καθώς και του νησιώτικου χαρακτήρα του. Όπως αναλύθηκε και παραπάνω, η περιοχή διαθέτει τόπους που χρήζουν ιδιαίτερης αντιμετώπισης και προστασίας και αποτελούν στοιχεία τουριστικής έλξης. ημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα, λοιπόν, αποτελούν αφενός το φυσικό περιβάλλον, το δάσος και το βουνό με την ιδιαίτερη χλωρίδα και πανίδα του, το τοπίο των βραχονησίδων και οι ακτές και αφετέρου το ανθρωπογενές περιβάλλον, η τοπική κουλτούρα και η πολιτιστική κληρονομιά της κύρου. Καταγεγραμμένοι τόποι με αρχαιολογικό τουριστικό ενδιαφέρον είναι ο οικισμός της Φώρας, χαρακτηρισμένος ως Σοπίο Ιδιαίτερου Υυσικού Κάλλους, το ενετικό κάστρο, ο αρχαιολογικός τόπος στο Παλαμάρι, το νεκροταφείο κυβόσχημων τάφων της Πρώιμης εποχής του ιδήρου στην περιοχή Μαγαζιά, το αρχαιολογικό μουσείο του νησιού και το λαογραφικό μουσείο Μάνου Υαλτάιτς. Επιπλέον, στα στοιχεία τουριστικής έλξης ΕΜΠ ΔΠΜ Πολεοδομία Φωροταξία Γεωγραφικές Δυναμικές και ύγχρονοι Μετασχηματισμοί 2009/10 13
συμπεριλαμβάνονται οι πολιτιστικές εκδηλώσεις με έντονο τοπικό χαρακτήρα όπως το κυριανό Καρναβάλι και η παραδοσιακή χειροτεχνία (κεντητική, ξυλογλυπτική). 4.2. ΣΟΤΡΙΣΙΚΗ ΜΕΣΑΚΙΝΗΗ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΥΟΡΗΗ τα πλαίσια της διερεύνησης της τουριστικής δραστηριότητας στη νήσο κύρο, σκόπιμη κρίνεται η αναφορά στις δυνατότητες μετακίνησης και πληροφόρησης. Αναφορικά με τις μετακινήσεις τόσο τις εσωτερικές όσο και τις εξωτερικές και τις συνδέσεις του νησιού με τον υπόλοιπο νομό και τα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας ενδελεχής προσέγγιση έχει γίνει στα κεφάλαια 3.3 και 3.6 της παρούσας εργασίας. Η υπηρεσία τουριστικής πληροφόρησης εξυπηρετείται μέσω των ποικίλων διαδικτυακών τόπων που προωθούν ιδιωτικές επενδύσεις αλλά και του δικτύου κέντρου πληροφόρησης των Δήμων Καρπενησιού, Λιδωρικίου και κύρου που αποτελεί τη συνέχεια και αναβάθμιση, μέσω της δικτυακής σύνδεσης και κοινής προβολής, των πολυχώρων που είχαν δημιουργήσει αυτόνομα οι τρεις δήμοι στα πλαίσια του κοινοτικού προγράμματος RISE στις αρχές τις δεκαετίας του 2000. κοπός του κέντρου είναι, μέσω σειράς καινοτόμων δράσεων, εκπαιδευτικών, ψυχαγωγικών και άλλων δραστηριοτήτων, η συμβολή στην τοπική και περιφερειακή πολιτιστική και τουριστική ανάπτυξη. Η δημιουργία του Δικτύου Κέντρων Πληροφόρησης χρηματοδοτήθηκε από το ΠΕΠ τερεάς Ελλάδας. (http://www.infocenternet.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=12&itemid=30) 4.3. ΔΕΙΚΣΕ ΣΟΤΡΙΣΙΚΗ ΚΙΝΗΗ Μελετώντας τους δείκτες τουριστικής κίνησης, μεταξύ των ετών 1969-1979, σημειώνεται σημαντική αύξηση στη μετακίνηση επιβατών και εμπορευμάτων της τάξης του 69,70% και 133,30% αντίστοιχα καθώς και αύξηση κατά 99.80% των διακινούμενων αυτοκινήτων. Βάσει των στοιχείων της χωροταξικής μελέτης (1977) ο μέσος αριθμός τουριστών που έμειναν σε ξενοδοχειακά καταλύματα κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδου μελέτης ήταν περίπου 325 άτομα και το μέγιστο σύνολο των διανυκτερεύσεων ετησίως προσέγγιζε τις 2.205. (Νήσος κύρος: Φωροταξική Μελέτη, 1977) τη συνέχεια παρουσιάζεται μια προσέγγιση της τουριστικής κίνησης όπως αυτή ερμηνεύτηκε από τη μελετητική ομάδα του χεδίου Φωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοιχτής Πόλης (2009). Με βάση τα στοιχεία που εξετάστηκαν για τα ξενοδοχειακά καταλύματα της περιοχής, οι αφίξεις που αναφέρονται στη δεύτερη περίοδο μελέτης (1998 2009) παρέμειναν περίπου σταθερές κατά τη διάρκεια αυτής σημειώνοντας, όμως, έντονες ετήσιες διακυμάνσεις. Οι αφίξεις της προαναφερθείσας περιόδου δεν υπερβαίνουν τις 7.000 ετησίως και οι διανυκτερεύσεις τις 24.000. Βάσει των ανωτέρω στοιχείων και των δεδομένων που αφορούν τις παραξενοδοχειακές μονάδες, ο θερινός τουριστικός πληθυσμός μέγιστης ημερήσιας αιχμής εκτιμάται σε 1.250 άτομα. ε αυτό το σημείο πρέπει να επισημανθεί ότι τα στοιχεία αφορούν διανυκτερεύσεις σε ξενοδοχειακά καταλύματα και σε ενοικιαζόμενα δωμάτια ενώ θα ήταν αυθαίρετη μια προσέγγιση των μεγεθών που αφορούν τον τουρίστα «περιηγητή» ή τον τουρίστα «πλάνητα» που κάνει ελεύθερη κατασκήνωση, η οποία αποτελεί συνήθη τουριστική δραστηριότητα στην περιοχή. Όσον αφορά τον αριθμό των παραθεριστών εξοχικής ή δεύτερης κατοικίας, τεκμαίρεται μια σχέση 1: 0,7 ή 1:0,8 μόνιμου πληθυσμού προς παραθεριστές (ΦΟΟΑΠ Δήμου κύρου, 2009). ύμφωνα με τα στοιχεία της Τπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας, οι αφίξεις εσωτερικού του αερολιμένα της κύρου μεταξύ των ετών 1998-2009 σχεδόν εξαπλασιάστηκαν (1998: 773 επιβάτες, 2008: 4.368 επιβάτες) με μια αντίστοιχη αύξηση αναχωρήσεων, ενώ οι αφίξεις εξωτερικού σημείωσαν μέγιστη επιβατική κίνηση 1.468 ατόμων (2004) και στη συνέχεια σταδιακή μείωση ώστε το 2008 οι επιβάτες να ανέρχονται σε 916 άτομα (http://www.hcaa.gr/content/index.asp?tid=359). Με βάση τα στοιχεία των ετών 2006-2007 (βλ. Πίνακας 7), υπολογίσθηκε ένας ενδεικτικός δείκτης συγκέντρωσης σύμφωνα με τον οποίο το 63-72% των διανυκτερεύσεων 14 ΕΜΠ ΔΠΜ Πολεοδομία Φωροταξία Γεωγραφικές Δυναμικές και ύγχρονοι Μετασχηματισμοί 2009/10
συγκεντρώνεται τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο, ενώ το 39-44% του συνόλου των διανυκτερεύσεων το μήνα Αύγουστο με μέση διάρκεια παραμονής τις 4 ½ - 5 ½ μέρες, στοιχείο που υπογραμμίζει αφενός την έντονη εποχικότητα του τουριστικού φαινομένου στην περιοχή και αφετέρου τη μικρή διάρκεια της τουριστικής περιόδου. Λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που αφορούν το μέγιστο αριθμό διανυκτερεύσεων ετησίως στις δύο περιόδους μελέτης, 2.205 και 24.000 διανυκτερεύσεις αντίστοιχα, παρατηρείται ότι σχεδόν ενδεκαπλασιάστηκαν γεγονός που υποδηλώνει μια πολύ σημαντική αύξηση της τουριστικής κίνησης στη κύρο εντός των τελευταίων 50 ετών. 4.4. ΣΟΤΡΙΣΙΚΗ ΠΡΟΥΟΡΑ Πίνακας 7 (Πηγή: ΦΟΟΑΠ Δήμου κύρου, 2009) Η εκπόνηση της χωροταξικής μελέτης του 1977 και της κοινωνιολογικής έρευνας που τη συνόδευε είχε ως άμεσο επακόλουθο την προώθηση του τουρισμού ως δραστηριότητα οικονομικής ανανέωσης της περιοχής καθώς αυτή κρίθηκε ως μειονεκτική. τα πλαίσια της εν λόγω μελέτης, δεδομένης της οικονομικής και κοινωνικής εικόνας του νησιού και των συγκριτικών πλεονεκτημάτων του και θεωρώντας ως βασικό παράγοντα οικονομικής άνθησης την τουριστική ανάπτυξη, προσδιορίστηκε ως γενική επιδίωξη η δημιουργία κατάλληλης τουριστικής υποδομής εντός κι εκτός των υφιστάμενων οικισμών. Η πρόταση αφορούσε την προσφορά 5.500 κλινών τόσο ξενοδοχειακών μονάδων όσο και ενοικιαζόμενων δωματίων στο σύνολο της έκτασης του νησιού ενώ σύμφωνα με στοιχεία της δεκαετίας του 1969-1979 το υφιστάμενο ξενοδοχειακό δυναμικό ανερχόταν σε 48 κλίνες (Νήσος κύρος: Φωροταξική Μελέτη,1977). Ο Πίνακας 8 που ακολουθεί αναφέρεται στην πρώτη περίοδο μελέτης και παρουσιάζει διαγραμματικά τη διάρθρωση των βασικών χρήσεων γης. υγκεκριμένα την κτηνοτροφική γη, τους οργανωμένους οικισμούς, τις εκτάσεις γεωργικού χαρακτήρα, τις δασικές εκτάσεις και τις περιοχές που χαρακτηρίζονται από σχετική τουριστική ανάπτυξη, η οποία αναφέρεται τόσο στην προσφορά καταλυμάτων όσο και στην προσφορά συμπληρωματικών σε αυτή λειτουργιών όπως λειτουργίες εστίασης και ψυχαγωγίας. Παρατηρείται ένα βασικό δίπολο χρήσεων γης που σχετίζεται με το γεωμορφολογικό υπόβαθρο του νησιού καθώς η κτηνοτροφία καταλαμβάνει την περιοχή του όρους Κόχυλα και την ευρύτερη περιφέρειά του ενώ οι υπόλοιπες δραστηριότητες καταλαμβάνουν το βόρειο τμήμα. Οι οργανωμένοι οικισμοί είναι δύο, η Φώρα και η Λιναριά, και στις γειτνιάζουσες σε αυτούς περιοχές σημειώνεται ανοργάνωτη και διάχυτη τουριστική ανάπτυξη. ΕΜΠ ΔΠΜ Πολεοδομία Φωροταξία Γεωγραφικές Δυναμικές και ύγχρονοι Μετασχηματισμοί 2009/10 15
Οργανωμένοι Οικισμοί Δασικές εκτάσεις Κτηνοτροφική γη Σουριστική δραστηριότητα Γεωργική Γη Πίνακας 8 Φρήσεις Γης 1969-1979 (Πηγή: πινέλλη, 1974 / ιδία επεξεργασία) Η τουριστική προσφορά της κύρου κατά τη διάρκεια των ετών 1998 2009, με βάση τα στοιχεία ξενοδοχειακής προσφοράς της εν λόγω περιόδου, παρουσιάζει ρυθμό αύξησης της τάξης του 20% τη δεκαετία. Οι περισσότερες μονάδες χαρακτηρίζονται ως καταλύματα Δ κατηγορίας αποτελώντας το 58% του συνόλου της ξενοδοχειακής προσφοράς, το 27% αναφέρεται σε μονάδες Γ κατηγορίας και το υπόλοιπο αφορά μονάδες Β κατηγορίας ενώ στο νησί δεν εντοπίζονται καταλύματα Α κατηγορίας. Η προσφορά των ενοικιαζόμενων δωματίων τεκμαίρεται κατά 60% μεγαλύτερη των ξενοδοχειακών καταλυμάτων (ΦΟΟΑΠ, Δήμου κύρου, 2009) και σύμφωνα με τα δεδομένα της έρευνας πεδίου το φαινόμενο της παραξενοδοχείας δεν θεωρείται περιορισμένο, οργανωμένο κάμπινγκ δεν καταγράφεται στην περιοχή ενώ το φαινόμενο της ελεύθερης κατασκήνωσης είναι συχνό και θεωρείται ως αποδεκτή πρακτική από την τοπική κοινωνία. Έχοντας ως στόχο την αποσαφήνιση της τουριστικής προσφοράς των καταγεγραμμένων καταλυμάτων της περιοχής, η έννοια θα μελετηθεί ανά οικισμό. Η τουριστική προσφορά σήμερα κατανέμεται ως εξής: Η πρωτεύουσα του νησιού, η Φώρα, αποτελεί τον παλιό οικισμό, εντοπίζεται στο βόρειο τμήμα και αναπτύσσεται στην ΝΔ πλαγιά του κωνικού βράχου του ενετικού κάστρου. Με την απογραφή του 2001 καταμετρήθηκαν 1.748 κάτοικοι αποτελώντας το 67% του πληθυσμού. Ως κέντρο του δήμου συγκεντρώνει όλες τις δημόσιες και δημοτικές υπηρεσίες, τράπεζες κ.α. τη Φώρα συγκεντρώνονται 18 τουριστικά καταλύματα. ε τμήμα του οικισμού, το ποσοστό των κενών κατοικιών ανέρχεται σε 80%, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων λειτουργεί ως παραθεριστική κατοικία κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Η περιοχή Μαγαζιά, το επίνειο της Φώρας, λειτουργεί ως περιοχή β κατοικίας και τουριστικών καταλυμάτων κατά τη θερινή περίοδο. Ο οικισμός του Μώλου εντοπίζεται βόρεια της Φώρας και αριθμεί 134 κατοίκους (απογραφή 2001). Ο οικισμός πρωτοεμφανίστηκε στην απογραφή της ΕΤΕ το 1991 και οριοθετήθηκε το 1994 καταλαμβάνοντας μια περιοχή που αντιστοιχεί στο 45,55% της συνολικής δομημένης έκτασης του νησιού. Ο Μώλος άρχισε να κτίζεται αυθαίρετα χωρίς 16 ΕΜΠ ΔΠΜ Πολεοδομία Φωροταξία Γεωγραφικές Δυναμικές και ύγχρονοι Μετασχηματισμοί 2009/10
ρυμοτομία, δρόμους και κοινόχρηστους χώρους και μεγάλο τμήμα ενώ ανήκει ιδιοκτησιακά στο δημόσιο έχει καταλειφθεί από ιδιώτες. Η εποίκηση του οικισμού από μόνιμους κατοίκους και παραθεριστές, χωρίς να προηγηθεί εκπόνηση πολεοδομικής μελέτης, έχει ως συνέπεια τη μετατροπή μιας έκτασης χωραφιών σε περιοχή κατοικίας με άναρχη δόμηση, προβλήματα προσπέλασης, στοιχεία υποβάθμισης και παράνομη κατάληψη της παραλιακής ζώνης προς τουριστική εκμετάλλευση. την περιοχή είναι εγκατεστημένα 25 καταλύματα με τον μεγαλύτερο αριθμό κλινών και επιχειρήσεις αναψυχής και εστίασης. Ο οικισμός της Λιναριάς αριθμεί 319 κατοίκους (απογραφή 2001) και αποτελεί το επίνειο του νησιού, η λειτουργία του οποίου τοποθετείται χρονικά το 1828 μ.φ. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας παρουσιάζει μεγάλη αύξηση πληθυσμού της τάξης του 140%, η οποία οφείλεται στην αυξημένη κίνηση του λιμανιού. Παρά το γεγονός αυτό, δεν έχει εγκαταστάσεις εκπαίδευσης ούτε άλλες κοινωφελείς χρήσεις. την περιοχή υπάρχουν δύο τουριστικά καταλύματα και λειτουργίες εμπορικές και αναψυχής. Ο οικισμός Αχερούνες πρωτοεμφανίζεται στην απογραφή του 1971 και αριθμεί 43 κατοίκους(απογραφή 2001). Οριοθετήθηκε το 1979 καταλαμβάνοντας όλο το νότιο τμήμα της κοιλάδας, όπου εντοπίζεται ο ποταμός Κηφισός. Ο οικισμός αποτελεί σύνολο διάσπαρτων κτισμάτων, χωρίς οργάνωση και έχει 111 κατοικίες που αντιστοιχούν σε 285 κατοίκους μόνιμους και παραθεριστές (απογραφή οικοδομών κτιρίων 2000). Φαρακτηρίζεται ως δυναμικός οικισμός με ζήτηση τόσο σε Α όσο και σε Β κατοικία και λειτουργούν 3 τουριστικά καταλύματα. Ο οικισμός Ασπούς αποτελεί έναν από τους παλαιότερους οικισμούς του νησιού, εμφανίζεται στην απογραφή του 1971 (21 κατοίκους) και αριθμεί 120 κατοίκους(απογραφή 2001). Οριοθετήθηκε το 1989 καταλαμβάνοντας καλλιεργήσιμη έκταση με δενδρώδεις καλλιέργειες και κηπευτικά και από την περιοχή διέρχεται ο Ασωπός ποταμός. χεδόν όλος ο οριοθετημένος οικισμός χωροθετείται πάνω στον υδροφόρο σχηματισμό που κινείται εκατέρωθεν και κατά μήκος του ποταμού, και όπως οι περισσότεροι, στερείται σχεδίου. Λειτουργεί ως οικισμός Α και Β κατοικίας, έχει 9 τουριστικά καταλύματα και αρκετές επιχειρήσεις εστίασης. Ο οικισμός Αχίλλι οριοθετήθηκε το 1989, αριθμεί 16 κατοίκους(απογραφή 2001), αποτελεί περιοχή Β κατοικίας και καταγράφονται δυο τουριστικά καταλύματα. Ο οικισμός Λουτρό εμφανίζεται στην απογραφή του 1940 με 217 κατοίκους και μόλις 88 το έτος 2001. Η περιοχή, όπου κάποτε λειτουργούσε δημοτικό σχολείο, δεν έχει καταγεγραμμένα καταλύματα και αποτελεί περιοχή Α και Β κατοικίας. Ο οικισμός Καλλίκρι οριοθετήθηκε το 1989, αριθμεί 12 κατοίκους (απογραφή 2001), στερείται κοινόχρηστων χώρων και εξυπηρετήσεων, παρουσιάζεται ως οικιστικός υποδοχέας Α και Β κατοικίας χωρίς να αναφέρονται καταγεγραμμένα καταλύματα. Ο οικισμός Ατσίτσα, οριοθετημένος το 1989, αριθμεί 15 κατοίκους και είναι παλιός οικισμός όπου λειτουργούσε λιμάνι για τη μεταφορά σιδηρομεταλλεύματος και ξυλείας και σχολείο. την περιοχή είναι εγκατεστημένη μονάδα αγροτουρισμού και υπάρχουν 2 τουριστικά καταλύματα καθώς και επιχειρήσεις εστίασης. Ο οικισμός Καλαμίτσα αποτελεί περιοχή Α και κυρίως Β κατοικίας με αυξητικές τάσεις ζήτησης σε παραθεριστική κατοικία, χρήσεις τουρισμού και αναψυχής. Αναπτύσσεται σε εκτός σχεδίου περιοχή, οριοθετήθηκε το 1989 και αριθμεί 43 κατοίκους. Ο οικισμός Πεύκος είναι μη οριοθετημένος οικισμός με μόλις 3 κατοίκους και 37 κατοικίες (απογραφή οικοδομών το 2000) αποτελώντας οικισμό Β κατοικίας. ΕΜΠ ΔΠΜ Πολεοδομία Φωροταξία Γεωγραφικές Δυναμικές και ύγχρονοι Μετασχηματισμοί 2009/10 17
Ο οικισμός Κατούνες, εγκαταλελειμμένος οικισμός με ερείπια αγροτικών κατοικιών επί του πρωτεύοντα οδικού άξονα που συνδέει τη Φώρα με το αεροδρόμιο, προτείνεται ως οικιστικός υποδοχέας Β κατοικίας (ΦΟΟΑΠ Δήμου κύρου (2009), www.skyrosnet.gr). ύμφωνα με την καταγραφή τα τουριστικά καταλύματα ανέρχονται σε 62 αποτελώντας ένα μέγεθος μικρό σε σχέση με τα μεγέθη της επιβατικής κίνησης και με την ένταση που φαίνεται να έχει αποκτήσει το φαινόμενο στην περιοχή. τρατιωτικό Αεροδρόμιο κύρου μικτής χρήσης Οργανωμένοι Οικισμοί Δασικές εκτάσεις Κτηνοτροφική γη Σουριστική δραστηριότητα Γεωργική Γη Πίνακας 9 Φρήσεις Γης 1998-2009 (Πηγή: ΦΟΟΑΠ Δήμου κύρου / ιδία επεξεργασία) Ο υπερκείμενος πίνακας 9 αναφέρεται στη δεύτερη περίοδο μελέτης και παρουσιάζει αφαιρετικά και διαγραμματικά τη διάρθρωση των βασικών χρήσεων γης δίνοντας μια προσεγγιστική εικόνα της υφιστάμενης κατάστασης. υγκεκριμένα οι χρήσεις γης αφορούν την κτηνοτροφική γη, τους οργανωμένους οικισμούς, τις εκτάσεις γεωργικού χαρακτήρα, τις δασικές εκτάσεις και τις περιοχές που χαρακτηρίζονται από τουριστική ανάπτυξη, η οποία αναφέρεται τόσο στην προσφορά καταλυμάτων όσο και στην προσφορά συμπληρωματικών σε αυτή λειτουργιών όπως λειτουργίες εστίασης και ψυχαγωγίας. Παρατηρείται ότι διατηρείται το βασικό δίπολο χρήσεων γης που αναφέρθηκε ανωτέρω (βλ. Πίνακας 8) και σημειώνεται κατάληψη της γεωργικής γης από άλλες δραστηριότητες (τουρισμός, αεροδρόμιο κ.α.). ημαντικό στοιχείο αυτού του διαγραμματικού χάρτη αποτελεί η διάχυση της τουριστικής δραστηριότητας στο βόρειο και κεντρικό τμήμα της νήσου, η οποία αφενός διακρίνεται μέσα στους οργανωμένους οικισμούς και αφετέρου συγκροτείται υπό την μορφή νέων οικιστικών μορφωμάτων. 4.5. ΚΑΣΕΤΘΤΝΕΙ ΠΡΟΩΘΗΗ ΣΟΤ ΣΟΤΡΙΣΙΚΟΤ ΠΡΟΙΟΝΣΟ Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, τόσο στα πλαίσια της επιστημονικής κοινότητας όσο και των τοπικών κοινοτήτων, έχει γίνει συνείδηση το σύνολο των επιπτώσεων της τουριστικής δραστηριότητας. Ο τουρισμός «αυτοτροφοδοτώντας τη συνεχή ανάπτυξη του και αλληλοτροφοδοτούμενος με τους άλλους κλάδους» (Λαγός, 2001) πλέον προβάλλει ως βασικός 18 ΕΜΠ ΔΠΜ Πολεοδομία Φωροταξία Γεωγραφικές Δυναμικές και ύγχρονοι Μετασχηματισμοί 2009/10