ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΚΑΘ. ΑΝΔΡΕΑΣ Γ. ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΙΣΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΦΥΛΩΝ ΚΑΙ ΠΟΣΟΣΤΩΣΗ ΣΤΙΣ ΠΡΟΣΛΗΨΕΙΣ ΚΑΡΑΝΤΙΝΟΥ Κ. ΟΥΡΑΝΙΑ Α.Μ. 1340200300175 ΤΗΛ. 6944590570 ΑΘΗΝΑ 2005
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ...1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ...4 ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ...5 Α. ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑ...5 Β. ΤΕΛΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑ...6 ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΦΥΛΩΝ...7 Α. ΓΕΝΙΚΗ ΙΣΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ...7 Β. ΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΟΤΗΤΑ...8 Γ. ΕΙΔΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΙΣΟΤΗΤΑΣ. ΙΣΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΦΥΛΩΝ...9 - Περιεχόμενο...9 -Φορείς. Πεδίο ισχύος...11 -Εξαιρέσεις για αποχρώντες λόγους κατά το άρθρο 116 παρ. 2 Συντ. πριν την αναθεώρηση του 2001...11 -Ειδικές συνταγματικές εξαιρέσεις...12 -Η αναθεώρηση του άρθρου 116 παρ. 2 του Συντάγματος...12 - Αναθεώρηση. Αναστολή...15 ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΦΥΛΩΝ ΣΤΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ...16 Α. Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΡΙΘ. 100...16 Β. Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΑΛΕΙΨΗ ΤΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ ΛΟΓΩ ΦΥΛΟΥ 1979...16 Γ. ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΜΦΩΝΟ ΑΤΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ (ΔΣΑΠΔ)...18 ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΦΥΛΩΝ ΣΤΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ...19 Α. ΠΡΩΤΟΓΕΝΕΣ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ...19 Β. ΠΑΡΑΓΩΓΟ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ...19 ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ...22 Α. Ν.1414/1984 ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΔΥΟ ΦΥΛΩΝ ΣΤΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ...22 Β. Ν.1483/1984 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΕΥΚΟΛΥΝΣΗ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΜΕ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ...24 ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΩΝ ΠΟΣΟΣΤΩΣΕΩΝ - ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ...25 Α. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ (ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗ ΘΕΣΗ ΣΕ ΙΣΧΥ ΤΟΥ Ν.1414/1984)...25 Β. Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ...26 Γ. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΑΛΛΩΝ ΚΡΑΤΩΝ...29 ΒΑΣΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ...31 ΠΕΡΙΛΗΨΗ...32 ΛΗΜΜΑΤΑ LEMMAS...33 ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ...34 2
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...35 ΕΛΛΗΝΙΚΗ...35 ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ...37 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ...38 3
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Κατά τη διάταξη του άρθρου 4, παρ. 2 του Συντάγματος, «Έλληνες και Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Η διάταξη καθιερώνει την αρχή της ισότητας των φύλων. Επίσης, με τη συνταγματική αναθεώρηση του έτους 2001, τροποποιήθηκε η διάταξη του άρθρου 116, παρ. 2 Συντ. και ορίζεται πλέον ότι «δεν αποτελεί διάκριση λόγω φύλου η λήψη θετικών μέτρων για την προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Το κράτος μεριμνά για την άρση των ανισοτήτων που υφίστανται στην πράξη, ιδίως σε βάρος των γυναικών». Αντικείμενό της παρούσας μελέτης, πέρα από την παράθεση και θεωρητική ανάλυση της επιταγής των παραπάνω άρθρων του Συντάγματος, αποτελεί και η εξέταση της προβληματικής των θετικών διακρίσεων και ποσοστώσεων στα πλαίσια της εφαρμογής της ισότητας των φύλων. Ως εκ τούτου, απαραίτητη κρίθηκε η προσέγγιση της έννοιας της αρχής της ισότητας των φύλων, της σχέσης της με τη γενική αρχή της ισότητας, της κατοχύρωσής της σε διεθνές, κοινοτικό και εθνικό επίπεδο καθώς και των εξελίξεων στις δικαστικές αποφάσεις. 4
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ α. Αναδρομή στα ελληνικά Συντάγματα 1 Στη χώρα μας την ισότητα των φύλων διακήρυξε πρώτο το Σύνταγμα του 1927.Το Σύνταγμα του 1952 όμως δεν περιείχε σχετική διάταξη, αν και γινόταν δεκτό ότι τα ατομικά δικαιώματα απολαμβάνουν και οι γυναίκες, αφού δεν διέκρινε το Σύνταγμα, ο δε νομοθέτης δεν μπορούσε να εισάγει εξαιρέσεις εις βάρος τους. Ο νομοθέτης διατηρούσε όμως υπό το Σύνταγμα του 1952 πληθώρα διατάξεων που διέκριναν εις βάρος των γυναικών, η δε θεωρία δεν τις θεωρούσε αντισυνταγματικές και ανίσχυρες, αλλά απλώς τόνιζε ότι θα ώφειλεν ο νομοθέτης να τας καταργήση ως αποτελούσας αδικαιολόγητους και αυθαίρετους παρεκκλίσεις από της ισότητος του νόμου, κατά το άρθρο 3 παράγραφος 1 Συντ.. Τώρα φαίνεται δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι τέτοιες διατάξεις ίσχυαν μέχρι πρόσφατα στη χώρα μας. Το συνταγματικό καθεστώς έγινε σαφές με τη ρητή διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 του ισχύοντος συντάγματος του 1975, ότι Έλληνες και Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις και την ειδικότερη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 1 υποπαρ.2 ότι πάντες οι εργαζόμενοι ανεξαρτήτως φύλου ή άλλης διακρίσεως, δικαιούνται ίσης αμοιβής δι ίσης αξίας παρεχόμενην εργασίαν. Για να αποφύγει τον αιφνιδιασμό και να δώσει χρόνο στον νομοθέτη να προσαρμόσει την νομοθεσία συστηματικά στην αρχή της ισότητας των φύλων, το Σύνταγμα διατήρησε προσωρινά εν ισχύι διατάξεις θεσπισμένες ήδη προ της ενάρξεως ισχύος του και αντίθετες προς την αρχή της ισότητας εν γένει ή την αρχή της ίσης αμοιβής εργασίας ειδικότερα μέχρι της δια νόμου καταργήσεων των, το βραδύτερον δε μέχρι της 31 Δεκεμβρίου 1982 ή το βραδύτερον εντός τριετίας από της ενάρξεως ισχύος του Συντάγματος (δηλαδή μέχρι της 11 Ιουνίου 1978) αντιστοίχως. Το αργότερο δηλαδή από της 1ης Ιανουαρίου 1983, όσες διατάξεις διέκριναν εις βάρος των γυναικών και δεν είχαν ήδη καταργηθεί νομοθετικά έπρεπε να θεωρηθούν ως αντισυνταγματικές και ανίσχυρες. 1 Δαγτόγλου Π. Δ., «Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά δικαιώματα», τ. Β, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2005, σελ.1236-1238 5
β. Τελική ρύθμιση από το ισχύον Σύνταγμα 1 Αναλυτικότερα η νομική κατάσταση της ισότητας των φύλων κατά το ισχύον Σύνταγμα έχει ως εξής: - Αποκλίσεις από τη γενική ισότητα των φύλων (άρθρο 4 παρ. 2) που θεσπίστηκαν ή επαναφέρθηκαν σε ισχύ πριν την έναρξη ισχύος του Συντάγματος (11.6.1975), επιτρέπονται μέχρι την 31.12.1982 (άρθρο 116 παρ. 1) μέχρι την αναθεώρηση του 2001: ανεξάρτητα από το πότε θεσπίστηκαν ή επαναφέρθηκαν σε ισχύ, επιτρέπονται χωρίς χρονικό περιορισμό, αλλά μόνο για αποχρώντες λόγους στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικά ο νόμος (άρθρο 116 παρ. 2 πριν την αναθεώρηση του 2001). μετά την αναθεώρηση του 2001 δεν επιτρέπονται πλέον αποκλίσεις από τη γενική ισότητα των φύλων. - Δεν αποτελεί διάκριση λόγω φύλου η λήψη θετικών μέτρων για την προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών (άρθρο 116 παρ. 2 όπως ανανεώθηκε το 2001) - Αποκλίσεις από την ισότητα αμοιβής των φύλων (άρθρο 22 παρ.1) που έχουν κανονιστικό χαρακτήρα με τη μορφή υπουργικών αποφάσεων και διατάξεων συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή διαιτητικών αποφάσεων περί ρυθμίσεως αμοιβής της εργασίας και θεσπίστηκαν ή επαναφέρθηκαν σε ισχύ πριν την έναρξη ισχύος του Συντάγματος (11.6.1975) εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι την αντικατάσταση τους, αλλά το βραδύτερο μέχρι τις 11.6.1978 (άρθρο 116 παρ.3) που έχουν κανονιστικό χαρακτήρα, αλλά με άλλη νομική μορφή δεν ισχύουν μετά την έναρξη ισχύος του Συντάγματος, ανεξάρτητα από το χρόνο που θεσπίστηκαν ή επαναφέρθηκαν σε ισχύ. που έχουν κανονιστικό χαρακτήρα με οποιαδήποτε νομική μορφή και θεσπίστηκαν ή επαναφέρθηκαν σε ισχύ μετά την έναρξη ισχύος του Συντάγματος (11.6.1975) δεν επιτρέπονται σε καμία περίπτωση. που έχουν ατομικό χαρακτήρα δεν επιτρέπονται σε καμία περίπτωση ανεξάρτητα από τον χρόνο που θεσπίστηκαν ή επαναφέρθηκαν σε ισχύ. 1 Δαγτόγλου Π. Δ., «Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά δικαιώματα», τ. Β, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2005, σελ. 1238-1239 6
ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΦΥΛΩΝ α. Γενική ισότητα και ειδικές μορφές ισότητας 1 Το Σύνταγμα διακηρύσσει στο άρθρο 4 παρ. 1, ακολουθώντας την παράδοση όλων των ελληνικών Συνταγμάτων, ότι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου (ισονομία). Εκτός από αυτή τη γενική αρχή της ισότητας, άλλες διατάξεις του Συντάγματος κατοχυρώνουν, μερικές φορές για πρώτη φορά, ειδικές πλευρές της ισότητας: την ισότητα των φύλων, την ισότητα προσβάσεως στις δημόσιες λειτουργίες, την ισότητα συνεισφοράς στα δημόσια βάρη αναλόγως των δυνάμεων (φορολογική ισότητα/ φορολογική δικαιοσύνη), ισότητα συμβολής στην άμυνα της πατρίδας (στρατολογική ισότητα), κοινωνική ισότητα ( τίτλοι ευγενείας ή διακρίσεως ούτε απονέμονται ούτε αναγνωρίζονται εις Έλληνας πολίτας ), ισότητα αμοιβής για εργασία ίσης αξίας. Η πολιτική ή δημοκρατική ισότητα εκφράζεται στην καθολικότητα της ψήφου, στην επί ίσοις όροις ραδιοτηλεοπτική μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων (ραδιοτηλεοπτική ισότητα), αλλά και στην ίση για όλους τους Έλληνες κατοχύρωση όλων των πολιτικά σημαντικών ατομικών δικαιωμάτων (ιδίως των δικαιωμάτων της συναθροίσεως, της ενώσεως, της εκφράσεως γνώμης δια των μαζικών μέσων ενημερώσεως και των πολιτικών κομμάτων). Αλλά και κάθε συνταγματική διάταξη που διακηρύσσει ατομικό δικαίωμα, το κατοχυρώνει για όλους τους Έλληνες ή ακόμη και όλους τους ανθρώπους (χρησιμοποιώντας τις λέξεις έκαστος, πάντες, ουδείς, ή το ουσιαστικό όνομα της ελευθερίας), εφαρμόζοντας κάθε φορά σε ένα ειδικό πεδίο την αρχή της ισότητας. Οι ειδικές αυτές διακηρύξεις της αρχής της ισότητας προηγούνται στην εφαρμογή από την γενική αρχή της ισότητας και μάλιστα με αποκλειστικό τρόπο. Όπου π.χ. πρόκειται για την ισότητα των φύλων εφαρμοστέες είναι οι διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 2 και 116 παρ. 2 και όχι (ούτε παράλληλα ) η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1. Η νομολογία όμως συχνά παραπέμπει συγχρόνως στην ειδική και στη γενική διάταξη. Η τακτική αυτή δεν είναι μόνο θεωρητικά αδόκιμη, αλλά μπορεί να 1 Δαγτόγλου Π. Δ., «Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά δικαιώματα», τ. Β, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2005, σελ.1196-97 7
οδηγήσει και σε ερμηνευτική σύγχυση, κυρίως γιατί το γενικό δικαίωμα της ισότητας επιφυλάσσεται μόνο στους Έλληνες πολίτες, ενώ το δικαίωμα ίσης αμοιβής για εργασία ίσης αξίας είναι ανεξάρτητο από την ιθαγένεια. β. Νομική και πραγματική ισότητα 1 Η ισότητα διακρίνεται σε νομική και πραγματική. Η νομική ισότητα διακρίνεται σε τυπική (ισότητα των πολιτών ενώπιον του νόμου) και ουσιαστική (ισότητα του νόμου ενώπιον των πολιτών, ισότητα δικαίου). Η πρώτη έχει τυπικό περιεχόμενο και είναι βασικά ισότητα κατά την (διοικητική και δικαστική) εφαρμογή του δικαίου. Η δεύτερη αναφέρεται στην ουσία της νομοθετικής ρύθμισης «στο ισοποιητικό περιεχόμενο» του νόμου. Σύμφωνα με την δεύτερη αυτή έννοια, η οποία τελικά επικράτησε, οφείλει ο κοινός νομοθέτης να παράγει δίκαιο, του οποίου το περιεχόμενο δεν έρχεται σε αντίθεση προς την αρχή της ισότητας. Όπως προκύπτει από το ίδιο το συνταγματικό κείμενο, κατοχυρώνεται η νομική ισότητα και όχι η πραγματική. Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Ο συντακτικός νομοθέτης αναφέρεται πάντως σε όλο το περιεχόμενο της νομικής ισότητας. Από την αντικειμενική αυτή συνταγματική αρχή απορρέει το αντίστοιχο ατομικό δικαίωμα του κάθε φορέα. Η αρχή της ισότητας, όπως κατοχυρώνεται συνταγματικά, έχει κυρίως την έννοια της ίσης μεταχείρισης. Η αρχή δεν σημαίνει την ίδια μεταχείριση όλων των περιπτώσεων, αλλά τη ίση μεταχείριση όλων των όμοιων περιπτώσεων. Ισότητα υπάρχει μόνο στην ομοιότητα. Αντίθετα η ίση μεταχείριση ανόμοιων περιπτώσεων αποτελεί ανισότητα. Η αρχή της ισότητας αποτελεί γενικότερη συνταγματική αρχή που διαχέεται σε ολόκληρο το οικοδόμημα του δικαίου. Η αρχή της ισότητας εμφανίζεται με δύο μορφές, τη θετική (αρχή της ίσης μεταχείρισης) και την αρνητική (απαγόρευση των διακρίσεων). Η δεύτερη εκδηλώνεται ως αρχή της απαγόρευσης των δυσμενών (Diskriminierungsverbot) ή και των ευμενών (Privilerungsverbot) διακρίσεων. Η αρνητική ισότητα εμφανίζεται ως επιταγή του δικαίου προς παράλειψη, ως απαγόρευση. Η απαγόρευση των διακρίσεων δυνατό να διαπλάσσεται με στενότερο περιεχόμενο από την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Η απαγόρευση των διακρίσεων δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε την ίση μεταχείριση, αλλά απαγορεύει τις διακρίσεις που βασίζονται σε προκαθορισμένο, με κανόνες δικαίου προσδιοριζόμενο, 1 Δημητρόπουλος Α., «Συνταγματικά δικαιώματα», Ι Έκδοση, Αθήνα 2004, σελ. 114-115 8
κριτήριο. Αυτό ακριβώς σημαίνει ότι επιτρέπονται οι διακρίσεις που δεν απαγορεύονται. Η κατοχυρούμενη συνταγματικά ισότητα δεν σημαίνει και δεν θα μπορούσε να σημαίνει, ότι όλοι είναι ίδιοι, όμοιοι μεταξύ τους. Δεν σημαίνει ομοιότητα, «φυσική ταυτότητα» μεταξύ των ανθρώπων. Οι άνθρωποι από την ίδια τη φύση διαφοροποιούνται ως προς το φύλο, τη φυλή, τις πνευματικές και σωματικές ικανότητες και επιδόσεις, την ηλικία κτλ. Οι φυσικές τους κλίσεις ασφαλώς δεν συμπίπτουν. Το Σύνταγμα καθιερώνοντας την αρχή της ισότητας ασφαλώς δεν «καταργεί» τις μεταξύ των ανθρώπων διαφοροποιήσεις, οι οποίες είναι αναπόφευκτες. Αλίμονο άλλωστε αν οι λαοί αποτελούντο από αθροίσματα ομοιόμορφων ατόμων-μονάδων. Η βασική κατεύθυνση της συνταγματικής αρχής της ισότητας είναι ότι, οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των ανθρώπων δεν συνιστούν λόγο διαφορετικής προνομιακής ή δυσμενούς νομικής μεταχείρισης. Με αυτήν την έννοια όλοι οι άνθρωποι έχουν την ίδια αξία και απαγορεύεται κάθε διάκριση, που έρχεται σε αντίθεση με την ανθρώπινη αξία. Όλοι έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις. Το δίκαιο οφείλει να διαγράφει διαδικασίες που εξασφαλίζουν σε όλους ίση συμμετοχή, που εξασφαλίζουν δηλαδή ισότητα ευκαιριών σε όλους. Η ισότητα του Συντάγματος δεν είναι και δεν θα μπορούσε να είναι ισότητα «φυσική». Αντίθετα το Σύνταγμα σαφέστατα ορίζει ότι και επί φυσικής ανισότητας πρέπει να υπάρχει νομική ισότητα, ίση νομική μεταχείριση. γ. Ειδική μορφή ισότητας. Ισότητα των φύλων - Περιεχόμενο 1 Η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 για την ισότητα των φύλων δεν είναι απλώς μερική επανάληψη της γενικής αρχής της ισότητας. Ενώ στην τελευταία η διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη παραμένει μεγάλη, διακρίσεις (ή ρυθμίσεις που συνεπάγονται de facto διακρίσεις) μεταξύ των φύλων, και όταν ακόμη γίνονται από το νομοθέτη, είναι σύμφωνες με το Σύνταγμα, μόνο όταν η παράλειψη τους θα αποτελούσε (για βιολογικούς κυρίως και συσχετιζόμενους λόγους) αυθαιρεσία. Όπως γενικά η αρχή της ισότητας, έτσι και η ειδική αρχή της ισότητας των φύλων αφενός απαγορεύει τις υπέρ του ενός ή του άλλου φύλου αυθαίρετες ευμενείς ή δυσμενείς νομοθετικές ή διοικητικές διακρίσεις, και αφετέρου επιβάλλει τη 1 Δαγτόγλου Π. Δ., «Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά δικαιώματα», τ. Β, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2005, σελ. 1240-1243 9
νομοθετική επέκταση των υπέρ του ενός μόνο φύλου ευμενών διατάξεων και υπέρ του άλλου (επεκτατική ισότητα). Στην περίπτωση πάντως της νομοθετικής διατάξεως που αντιβαίνει σε αυτή την απαγόρευση, ο δικαστής δε δικαιούται να τροποποιήσει το νόμο, ώστε να προσαρμοστεί στη συνταγματική επιταγή, αλλά πρέπει να αρκεστεί στη διαπίστωση της αντισυνταγματικότητας και του ανίσχυρου της επίμαχης διατάξεως. Σε μία περίπτωση, το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε να κρίνει μία αίτηση ακυρώσεως της αρνήσεως της διοικήσεως να μεταγράψει από αλλοδαπό σε ημεδαπό πανεπιστήμιο φοιτητή πατέρα παιδιού κάτω των 12 ετών, με το επιχείρημα παραβάσεως της αρχής της ισότητας, γιατί ο νόμος προβλέπει μεν τη μεταγραφή των αντίστοιχων μητέρων, αλλά όχι των πατέρων. Το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχθηκε σωστά, ότι η η παράβαση της αρχής της ισότητας των δύο φύλων, η οποία πράγματι υπάρχει, μπορεί να οδηγήσει στη μη εφαρμογή της πιο πάνω διατάξεως, όχι όμως και στην υπαγωγή σε αυτήν και φοιτητών πατέρων, γιατί κάτι τέτοιο αποτελεί ανεπίτρεπτη επέμβαση δικαστή στα έργα της νομοθετικής εξουσίας. Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο στις περιπτώσεις που η δικαστική επέκταση του πεδίου ισχύος μιας νομοθετικής διατάξεως θα σήμαινε επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού, στην οποία κατά το Σύνταγμα μπορεί να προβεί μόνο ο νομοθέτης και ποτέ ο δικαστής. Το Συμβούλιο της Επικρατείας όμως, ακολουθώντας τη νομολογία του Αρείου Πάγου, υιοθέτησε τη λεγόμενη επεκτατική ισότητα, σύμφωνα με την οποία π.χ. το ευμενές συνταξιοδοτικό καθεστώς που ισχύει για τη χήρα κοινωνικώς ασφαλισμένου επεκτείνεται και εις όφελος του χήρου ασφαλισμένου. Θετικές διακρίσεις (positive discrimination, reverse discrimination, affirmative action) υπέρ των γυναικών προς αντιστάθμιση της μακράς δυσμενούς κοινωνικο-οικονομικής και νομικής θέσεως τους επιτρέπονταν κατά το Σύνταγμα μέχρι την αναθεώρηση του το 2001 μόνο εάν και στο μέτρο που μπορούσαν να στηριχθούν σε συγκεκριμένους αποχρώντες λόγους. Η αναθεώρηση του 2001 προχωρεί περισσότερο και, υιοθετώντας τη νομολογία του ΣτΕ, ρητώς επιτρέπει τις θετικές διακρίσεις υπέρ των γυναικών, χωρίς να απαιτεί αποχρώντες λόγους. Δεν αποτελεί διάκριση λόγω φύλου η λήψη θετικών μέτρων για την προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Με τη νέα διάταξη η αναθεώρηση του 2001 επιβάλλει μάλιστα στο κράτος και θετική υποχρέωση: Το κράτος μεριμνά για την άρση των ανισοτήτων που υφίστανται στην πράξη ιδίως σε βάρος των γυναικών. 10
Το άρθρο 4 παρ. 2 δε θεμελιώνει έννομη αξίωση του ιδιώτη έναντι του κράτους προς ορισμένες παροχές, αλλά μόνο την υποχρέωση του κράτους να μεταχειρίζεται κατ αρχήν εξίσου τα δύο φύλα και αντίστοιχο κοινωνικό δικαίωμα του ιδιώτη. Έτσι επιβάλλεται π.χ. η ίση κατανομή μεταξύ ανδρών και γυναικών των βάσει άλλων διατάξεων χορηγούμενων παροχών (π.χ. επιδομάτων), εκτός αν συσχετίζονται με τις βιολογικές ιδιαιτερότητες της γυναίκας (π.χ. άδεια μητρότητας). Οι ίδιες αρχές εφαρμόζονται και στις συντάξεις, όπως ήδη στους όρους προσλήψεως και απασχολήσεως υπαλλήλων. Κατά τη ρητή συνταγματική διάταξη, η ισότητα των φύλων δεν αφορά μόνο δικαιώματα, αλλά και υποχρεώσεις τόσο των ανδρών, όσο και των γυναικών. Το Σύνταγμα επιβάλλει πλήρη κατ αρχήν νομική εξίσωση ανδρών και γυναικών. -Φορείς. Πεδίο ισχύος 1 Για προφανείς λόγους η διάταξη αυτή αφορά μόνο φυσικά πρόσωπα και μάλιστα όχι μόνο τις γυναίκες αλλά και τους άνδρες. -Εξαιρέσεις για αποχρώντες λόγους κατά το άρθρο 116 παρ. 2 Συντ. πριν την αναθεώρηση του 2001 2 Από τον κανόνα της ισότητας των φύλων το άρθρο 116 παρ. 2 του Συντάγματος προβλέπει μία γενική εξαίρεση, η οποία το 2001 τροποποιήθηκε. Μέχρι το 2001 η διάταξη αυτή όριζε ότι Αποκλίσεις εκ των ορισμών της παραγράφου 2 του άρθρου 4 επιτρέπονται μόνον δι αποχρώντες λόγους εις τας ειδικώς υπό του νόμου οριζόμενας περιπτώσεις. Το ίδιο ισχύει και για τη διατήρηση ή την κατ αρχήν απαγορευόμενη επαναφορά σε ισχύ διακρίσεων μεταξύ των δύο φύλων, οι οποίες είχαν θεσπιστεί πριν το Σύνταγμα του 1975 και καταργηθεί πριν τις 31.12,1982, έστω και για το υπολειπόμενο έως τότε χρονικό διάστημα. Οι προϋποθέσεις της εξαιρέσεως αυτής ήταν τρεις. i. Έπρεπε να συντρέχουν αποχρώντες λόγοι. Αποχρώντες δεν είναι οποιοιδήποτε σοβαροί λόγοι, αλλά μόνο αυτοί που αναφέρονται στις βιολογικές ή ψυχικές ιδιαιτερότητες της γυναίκας ή του άνδρα. Πότε συντρέχουν αποχρώντες 1 Δαγτόγλου Π. Δ., «Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά δικαιώματα», τ. Β, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2005, σελ. 1244 2 Δαγτόγλου Π. Δ., «Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά δικαιώματα», τ. Β, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2005, σελ. 1244-1246 11
λόγοι κρίνει κατ αρχήν ο νομοθέτης, ο οποίος ελέγχεται για τυχόν αντισυνταγματικότητα από το δικαστή. ii. Οι εξαιρέσεις έπρεπε να προβλέπονται από το νόμο και μάλιστα, εν όψει του άρθρου 72 παρ. 1, από τυπικό νόμο, και όχι από κανονιστική πράξη της διοίκησης. iii. Οι εξαιρέσεις έπρεπε να είναι όχι γενικές, αλλά εξειδικευμένες ( εις τας ειδικώς υπό του νόμου οριζόμενας περιπτώσεις ) -Ειδικές συνταγματικές εξαιρέσεις 1 Το Σύνταγμα προέβλεπε ή ανεχόταν μέχρι το 2001 δύο ειδικές εξαιρέσεις εις βάρος των γυναικών από την γενική αρχή της ισότητας των φύλων: i. Εκλόγιμος ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας ήταν μόνο ο «εκ πατρός την καταγωγήν Έλλην πολίτης» (άρθρο 31). Δεν ήταν επομένως εκλόγιμος όποιος αντλούσε την ελληνική καταγωγή από την μητέρα του μόνο. ii. Με την αναγνώριση του ειδικού καθεστώτος του Αγίου Όρους (άρθρο 105) το Σύνταγμα ανέχεται την απαγόρευση της εισόδου σ αυτό των γυναικών («άβατο») για την οποία μάλιστα νόμος προβλέπει και ποινική κύρωση. Από τις δύο αυτές εξαιρέσεις η αναθεώρηση του 2001 κατάργησε την πρώτη. Η απαιτούμενη ελληνική καταγωγή του Προέδρου της Δημοκρατίας μπορεί δηλαδή τώρα να αντλείται τόσο από τον πατέρα όσο και από την μητέρα. Το «άβατο» του Αγίου Όρους παραμένει. -Η αναθεώρηση του άρθρου 116 παρ. 2 του Συντάγματος 2 Με την αναθεώρηση του άρθρου 116 παρ. 2 Συντ. επιβεβαιώνεται πανηγυρικά η ιστορική μεταστροφή της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, στην οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια, και δεσμεύονται πλέον ρητά όλα τα κρατικά όργανα να μεριμνούν για την άρση των πραγματικών ανισοτήτων. Στην περίπτωση του άρθρου 116 παρ. 2 Συντ. κατ ουσίαν δεν επρόκειτο για τροποποίηση, αλλά για αντικατάσταση της προϊσχύουσας διάταξης. Η κατάργηση της προϊσχύουσας ρύθμισης συνεπάγεται ότι δεν επιτρέπονται πλέον αποκλίσεις από την αρχή της ισότητας των δύο φύλων, ακόμη και αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι. Η νέα 1 Δαγτόγλου Π. Δ., «Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά δικαιώματα», τ. Β, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2005, σελ. 1246-1247 2 Κοντιάδης, «Ο νέος συνταγματισμός και τα θεμελιώδη δικαιώματα», 2002, σελ. 172-178 12
διάταξη του άρθρου 116 παρ. 2 δεν αποτελεί πλέον εξαίρεση του άρθρου 4 παρ. 2, όπως συνέβαινε υπό την προηγούμενη διατύπωση της, αλλά θετική του συμπλήρωση. Η εξ ολοκλήρου απάλειψη της προηγούμενης διατύπωσης του άρθρου 116 παρ. 2 απηχεί τη σύγχρονη αντίληψη για την ισότητα των φύλων, που απορρίπτει την παραδοσιακή κατανομή ρόλων μεταξύ των δύο φύλων με πρόσχημα αμιγώς βιολογικές διαφορές. Υπό αυτό το πρίσμα, διατάξεις που εισάγουν αποκλίσεις από την επιταγή του άρθρου 4 παρ. 2 Συντ. με γνώμονα βιολογικές ή λειτουργικές διαφοροποιήσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών, δεν θεωρούνται πλέον συνταγματικά ανεκτές. Η θεμελίωση συνταγματικών διαφοροποιήσεων οφείλει να βασίζεται συνεπώς σε αυτοτελείς καταστάσεις, που προστατεύονται ήδη με άλλες συνταγματικές επιταγές, όπως επί παραδείγματι η μητρότητα, χωρίς δηλαδή να αντιμετωπίζονται ως διακρίσεις με βάση το φύλο. Η νέα ρύθμιση του άρθρου 116 παρ. 2 εδάφιο ά Συντ. έχει ως υποκείμενο εξίσου τους άνδρες και τις γυναίκες. Η διάταξη αυτή αποσαφηνίζει ότι η ύπαρξη δυσμενών πραγματικών διακρίσεων αποτελεί επαρκή δικαιολογητικό λόγο για τη λήψη θετικών μέτρων αποκατάστασης της ισότητας. Αδιευκρίνιστο παραμένει ωστόσο εάν εν προκειμένω επιχειρείται η εισαγωγή ισότητας ευκαιριών ή ισότητας αποτελέσματος. Το ερμηνευτικό αυτό πρόβλημα έχει ιδιαίτερη πρακτική σημασία ενόψει της εισαγωγής ποσοστώσεων (Quotas) για τη συμμετοχή των γυναικών σε κέντρα λήψης αποφάσεων, εκπαιδευτικούς φορείς κ.λπ. Στο πλαίσιο της συνταγματικής επιταγής για βελτίωση της θέσης του υποκειμένου που μειονεκτεί σε επιμέρους τομείς, λόγω προκαταλήψεων και στερεοτύπων σχετικά με το ρόλο ή τις ικανότητες του, ορθότερο είναι να γίνει δεκτό ότι η χρησιμοποίηση και μέσων όπως οι άκαμπτες ποσοστώσεις, οι οποίες αποσκοπούν στην ισότητα αποτελέσματος, δεν μπορεί να αποκλειστεί a priori, αλλά θα πρέπει να αξιολογηθεί ad hoc κατά πόσον συνάδει με τη ratio του άρθρου 116 παρ. 2 Συντ., ιδίως ενόψει και της αρχής της αναλογικότητας. Η άποψη αυτή, που κατ αρχάς δεν απορρίπτει την άμεση παρέμβαση στις κοινωνικές πρακτικές, ενισχύεται και από το πρίσμα της ρητά πλέον κατοχυρωμένης αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου, στο μέτρο που η εισαγωγή της ισότητας αποτελέσματος αποτελεί έκφανση της διανεμητικής δικαιοσύνης. Η νέα ρύθμιση του άρθρου 116 παρ. 2 Συντ. δε θεμελιώνει ευθέως εκ του Συντάγματος αγώγιμο εξ υποκειμένου δικαίωμα για τη λήψη θετικών μέτρων αποκατάστασης της ισότητας. Η αντικειμενική διάσταση της επίμαχης ρύθμισης εκδηλώνεται με νομικές μορφές που προσομοιάζουν ως ένα βαθμό στις μορφές 13
συνταγματοποίησης των διατάξεων που κατοχυρώνουν κοινωνικά δικαιώματα. Ασφαλώς το άρθρο 116 παρ. 2 Συντ. συνιστά συνταγματική εντολή προς τον κοινό και τον κανονιστικό νομοθέτη να λάβει θετικά μέτρα, εφόσον διαπιστώνει ότι, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, υφίσταται μία αναμφισβήτητη εν τοις πράγμασι δυσμενής διακριτική μεταχείριση. Επίσης η ρητή συνταγματική κατοχύρωση της λήψης θετικών μέτρων διασφαλίζει μία ιδιαίτερη μορφή προσωρινού κεκτημένου, υπό την έννοια ότι, εφόσον θεσπιστούν από τον κοινό νομοθέτη θετικά μέτρα, δεν είναι συνταγματικά ανεκτή, με γνώμονα το άρθρο 116 παρ. 2 Συντ., η μεταγενέστερη κατάργηση τους, παρά μόνον εάν διαπιστωθεί ότι έχει αποκατασταθεί η πραγματική ισότητα στο κρίσιμο πεδίο. Η νέα διάταξη του άρθρου 116 παρ. 2 εδ. β Συντ. δεν αναφέρεται αποκλειστικά σε διακρίσεις λόγω φύλου, αλλά και σε πληθυσμιακές ομάδες που υφίστανται δυσμενή διακριτική μεταχείριση λόγω ειδικών αναγκών (π.χ. άτομα με αναπηρίες), θρησκευτικών πεποιθήσεων, φυλετικών διαφορών κ.λπ. Υπό αυτό το πρίσμα η διάταξη διευρύνει το κανονιστικό της περιεχόμενο στη λήψη θετικών μέτρων για την αποκατάσταση ανισοτήτων που διαπιστώνονται σε επιμέρους κοινωνικά πεδία, ως επιταγή που συμπληρώνει την αρχή της αναλογικής ισότητας κατά το άρθρο 4 παρ.1 Συντ., σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. β Συντ. Νομοτεχνικά πάντως θα ήταν σκοπιμότερο, κατά μία άποψη, να μην εμπλακούν στη διάταξη του άρθρου 116 παρ.2 εδ. β Συντ. δύο αυτοτελείς αρχές, δεδομένου ότι στη λήψη θετικών μέτρων για την αποκατάσταση της ισότητας των δύο φύλων λειτουργεί συμπληρωματικά προς το άρθρο 4 παρ. 2 Συντ., ενώ μεριμνά για την αποκατάσταση διακρίσεων που υφίστανται επιμέρους πληθυσμιακές ομάδες συναρτάται κατεξοχήν με τα άρθρα 4 παρ. 1, 5 παρ. 2, 21 παρ. 3 και 6 και 25 παρ. 1 Συντ. Η αναθεώρηση του άρθρου 116 παρ.2 Συντ. δε νομιμοποιεί απλώς τις θετικές δράσεις, αλλά εισάγει θετική υποχρέωση της πολιτείας να λάβει μέτρα για την άρση των διακρίσεων, δεσμεύοντας τα κρατικά όργανα να υιοθετήσουν εκείνες τις επιλογές που είναι πιο πρόσφορες για την επίτευξη του τασσόμενου από τη νέα διάταξη σκοπού. Όπως επισημάνθηκε, η αναθεώρηση του άρθρου 116 παρ. 2 Συντ. συμβάλλει στη διαμόρφωση της κοινής συνταγματικής παράδοσης των κρατώνμελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ουσιαστική ισότητα των φύλων. Εξάλλου, εναρμονίζεται με τις αυξημένης τυπικής ισχύος δεσμεύσεις που προκύπτουν από το Σύμφωνο για τον παραμερισμό κάθε μορφής διάκρισης της γυναίκας. Χωρίς 14
αμφιβολία η νέα διάταξη του άρθρου 116 παρ. 2 Συντ. αποτελεί θεμέλιο για ποικίλες νομοθετικές παρεμβάσεις και νομολογιακές κατασκευές, στο πλαίσιο του εξαιρετικά πλούσιου σύγχρονου προβληματισμού για τη λειτουργία και τα όρια της λήψης μέτρων αποκαταστατικών της ισότητας. - Αναθεώρηση. Αναστολή 1 Το άρθρο 110 παρ. 1 Συντ. αναφέρει ανάμεσα στις μη αναθεωρημένες διατάξεις την παρ. 1, αλλά όχι την παρ. 2 του άρθρου 4. Στην εποχή μας όμως πρέπει να θεωρηθεί ότι η απαγόρευση αναθεωρήσεως της ισότητας των Ελλήνων δεν μπορεί να εξαιρεί την ισότητα Ελλήνων και Ελληνίδων. Η ισχύς της παρ. 2 δεν μπορεί να ανασταλεί κατά το άρθρο 48 παρ. 1. 1 Δαγτόγλου Π. Δ., «Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά δικαιώματα», τ. Β, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2005, σελ. 1247 15
ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΦΥΛΩΝ ΣΤΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ α. Η Διεθνής Σύμβαση Εργασίας αριθ. 100 1 Η Διεθνής Σύμβαση Εργασίας αριθ.100 του έτους 1951 περί ισότητας της αμοιβής μεταξύ αρρένων και θηλέων εργαζομένων δι εργασίαν ίσης αξίας επικυρώθηκε μόλις το 1975 από την Ελλάδα με το ν. 46/1975. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ.1 της Διεθνούς αυτής Σύμβασης, τα μέλη της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας υποχρεώνονται να ενισχύσουν και να εξασφαλίσουν υπέρ όλων των εργαζομένων την εφαρμογή της αρχής της ίσης αμοιβής ανδρών και γυναικών για εργασία ίσης αξίας. Η Διεθνής Σύμβαση αριθ. 100 υπήρξε το πρότυπο όχι μόνο όλων των διεθνών συνθηκών, που επιβάλλουν την ισότητα αμοιβών ανδρών και γυναικών, αλλά και των σχετικών διατάξεων του κοινοτικού δικαίου. Πρέπει, εξάλλου, να σημειωθεί ότι οι διατάξεις της Διεθνούς αυτής Σύμβασης χρησιμεύουν και για τον προσδιορισμό των εννοιών αμοιβή και εργασία ίσης αξίας που περιλαμβάνονται στη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 1 του Συντάγματος. β. Η Διεθνής Σύμβαση για την εξάλειψη των διακρίσεων λόγω φύλου 1979 2 Αποφασιστικής σημασίας για την αναγνώριση αφενός της αναγκαιότητας ειδικών μέτρων για την επίτευξη της de facto ισότητας των φύλων, αφετέρου της ρητής θέσης ότι αυτά τα μέτρα δεν αποτελούν διακρίσεις λόγω φύλου (υπέρ των γυναικών), είναι η Διεθνής Σύμβαση για την εξάλειψη των διακρίσεων λόγω φύλου (1979, που κυρώθηκε με τον ελληνικό νόμο 1342/1983), της οποίας οι διατάξεις, στις χώρες όπου κυρώθηκε, αποτελούν δεσμευτικούς κανόνες, σε πολλές, μάλιστα όπως η Ελλάδα- επικρατέστερους από τους εθνικούς νόμους (ά.28 παρ. 1 του Σ.). 1 Αγαλλοπούλου Π., «Παραβιάσεις της αρχής της ισότητας των φύλων στις εργασιακές σχέσεις», εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 1992, σελ. 21-22 2 Γιωτοπούλου - Μαραγκοπούλου Α., «Η ιστορική στροφή του ΣτΕ προς την πραγματική ισότητα - Σχόλιο στις αποφάσεις ΟλΣΕ 1933/98 και 1917-1929/98», ΤοΣ 1998, σελ. 780-782 16
Πολλά άρθρα αυτής της σύμβασης αναφέρονται σε θετικά μέτρα. Άξια ιδιαίτερης μνείας είναι τα άρθρα 3 και 4 παρ. 1, των οποίων τα κύρια σημεία, λόγω της σημασίας τους, αναγράφουμε στη συνέχεια. Άρθρο 3 «Τα κράτη- μέλη θα λάβουν σε όλους τους τομείς, ιδίως στον πολιτικό, τον κοινωνικό και τον πολιτιστικό, όλα τα κατάλληλα μέτρα ώστε να εξασφαλίσουν στις γυναίκες την άσκηση και τη απόλαυση των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών σε βάση ισότητας με τους άντρες» Άρθρο 4 «Η αναγνώριση από τα συμβαλλόμενα κράτη προσωρινών ειδικών μέτρων με σκοπό την ταχύτερη επέλευση de facto ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών δεν πρέπει να θεωρείται ως διάκριση, όπως αυτή ορίζεται σε τούτη τη Σύμβαση, δεν πρέπει όμως με κανένα τρόπο να συνεπάγεται τη διατήρηση άδικων ή ιδιαίτερων προτύπων (standards). Τα μέτρα αυτά πρέπει να πάψουν να ισχύουν όταν οι στόχοι της ισότητας των ευκαιριών και της μεταχείρισης θα έχουν επιτευχθεί. Οι διατάξεις αυτές της Σύμβασης του ΟΗΕ για την εξάλειψη των διακρίσεων λόγω φύλου έχουν σημαντικό αντίχτυπο στη θέση της γυναίκας της κάθε χώρας που κύρωσε τη Σύμβαση και συγκεκριμένα: Επιβάλλουν τη λήψη ειδικών θετικών μέτρων για την ουσιαστικοποίηση της ισότητας. Η ερμηνεία νομοθετικών διατάξεων που αφορούν τη θέση της γυναίκας σε κάθε χώρα πρέπει να λαβαίνει υπ όψη τις διατάξεις και τις κατευθυντήριες γραμμές που αυτή η Σύμβαση περιέχει. Σαφώς παρέχει τα ορθά κριτήρια με βάση τα οποία θα διακρίνουμε από τα ποικιλώνυμα προτεινόμενα «θετικά μέτρα» ποια πρέπει να γίνονται δεκτά και ποια να απορρίπτονται. 17
γ. Διεθνές Σύμφωνο Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων (ΔΣΑΠΔ) 1 Σημαντική συμβολή στην εφαρμογή για τη πραγματοποίηση ουσιαστικής ισότητας γενικά και ισότητας των δύο φύλων ειδικότερα αποτελούν οι διατάξεις του Διεθνούς Συμφώνου Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων (ΔΣΑΠΔ), Ν. 2462/97. Πράγματι, το Σύμφωνο αυτό στο ά. 2 ορίζει ότι τα Κράτη-μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να εξασφαλίσουν σε όλα τα πρόσωπα που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους τα δικαιώματα που περιλαμβάνονται σ αυτό το Σύμφωνο χωρίς διακρίσεις κάθε είδους (ανάμεσα στις οποίες ρητώς αναφέρει και τις διακρίσεις λόγω φύλου). Με το ά. 3 τα Κράτη-μέρη αναλαμβάνουν να εξασφαλίσουν σε άντρες και γυναίκες την ίση απόλαυση όλων των πολιτικών και πολιτικών δικαιωμάτων που περιλαμβάνονται σ αυτό το Σύμφωνο. 1 Γιωτοπούλου - Μαραγκοπούλου Α., «Η ιστορική στροφή του ΣτΕ προς την πραγματική ισότητα - Σχόλιο στις αποφάσεις ΟλΣΕ 1933/98 και 1917-1929/98», ΤοΣ 1998, σελ. 781-782 18
ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΦΥΛΩΝ ΣΤΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ 1 α. Πρωτογενές Κοινοτικό δίκαιο Το άρθρο 119 της Συνθήκης της ΕΟΚ αναφέρεται στην ισότητα αμοιβής των εργαζομένων ανδρών και γυναικών για όμοια εργασία. Από την 1 η Ιανουαρίου 1981, που άρχισε η ισχύς της Συνθήκης Προσχώρησης της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, το άρθρο 119 παρέχει άμεσα έννομα αποτελέσματα στην ελληνική έννομη τάξη, υπερέχοντας έναντι του ελληνικού δικαίου. Η υπεροχή δε του άρθρου 119 απέναντι στο ελληνικό δίκαιο, την οποία αποδέχεται και το ελληνικό σύνταγμα, σημαίνει τα εξής : Αυτοδίκαιη κατάργηση, από 1.1.1981, κάθε προγενέστερης αντίθετης ρύθμισης, προερχόμενης από οποιαδήποτε εθνική πηγή (νομοθετική πράξη, διοικητική πράξη, συλλογική σύμβαση εργασίας, διαιτητική απόφαση, ιδιωτική συμφωνία, μονομερή δικαιοπραξία). Την 1.1.1981 όμως καμία τέτοια ρύθμιση δεν ίσχυε πλέον στην Ελλάδα, γιατί όλες είχαν ήδη γίνει ανίσχυρες ή ανεφάρμοστες, σύμφωνα με το Σύνταγμα και την επικυρωθείσα από την Ελλάδα Διεθνή Σύμβαση Εργασίας αριθ. 100. Παρεμπόδιση της ισχύος οποιασδήποτε μεταγενέστερης αντίθετης ρύθμισης. β. Παράγωγο Κοινοτικό δίκαιο Από το παράγωγο Κοινοτικό δίκαιο οι Οδηγίες 75/117 και 76/207 καθιερώνουν υποχρέωση των Κρατών-μελών για λήψη των αναγκαίων μέτρων που εξασφαλίζουν την ισότητα των δύο φύλων στις εργασιακές σχέσεις. i. Οδηγία 75/117/ΕΟΚ περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των Κρατώνμελών που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών. 1 Αγαλλοπούλου Π., «Παραβιάσεις της αρχής της ισότητας των φύλων στις εργασιακές σχέσεις», εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 1992, σελ. 22-26 19
Η Οδηγία 75/117 έχει στόχο την επίσπευση της πλήρους εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης της ΕΟΚ, που αναφέρεται στην αρχή της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών. Σύμφωνα με το άρθρο 1 της Οδηγίας αυτής η αρχή της ισότητας των αμοιβών συνεπάγεται για την ίδια εργασία ή για εργασία στην οποία αποδίδεται ίση αξία, την κατάργηση για το σύνολο των στοιχείων και όρων αμοιβής κάθε διάκρισης βασιζόμενης στο φύλο. Στην Οδηγία επιβάλλονται, στη συνέχεια, συγκεκριμένες υποχρεώσεις στα Κράτη-μέλη για να πραγματοποιηθεί η αρχή της ισότητας των αμοιβών. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι για την εφαρμογή της θεμελιώδους αρχής της ίσης αμοιβής ανδρών και γυναικών κατευθυντήριες γραμμές της νομολογίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είναι κυρίως οι εξής- Ευρεία εφαρμογή της έννοιας αμοιβή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 119 παρ. 2 της Συνθήκης της ΕΟΚ. Άμεση εφαρμογή της αρχής της ίσης αμοιβής ανδρών και γυναικών από τον εθνικό δικαστή τόσο στον ιδιωτικό, όσο και στο δημόσιο τομέα. Επέκταση της ίδιας αρχής και σε μορφές έμμεσης διάκρισης που διαπιστώνεται από τον εθνικό δικαστή. Τα Ελληνικά δικαστήρια έχουν υποχρέωση να ακολουθούν τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, γιατί βασική υποχρέωση των Κρατώνμελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είναι η τήρηση των κανόνων του Κοινοτικού δικαίου και των αποφάσεων του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. ii. Οδηγία 76/207/ΕΟΚ περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών όσον αφορά στην πρόσβαση στην απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας. Η Οδηγία 76/207 καθιερώνει την ισότητα της μεταχείρισης ανδρών και γυναικών όσον αφορά στην πρόσβαση στην απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση, καθώς και τις συνθήκες εργασίας. Η Οδηγία αυτή απαγορεύει κάθε, άμεση ή έμμεση, διάκριση λόγω φύλου όσον αφορά στην πρόσβαση στην απασχόληση, τον επαγγελματικό προσανατολισμό, την επαγγελματική εκπαίδευση και επιμόρφωση, τους όρους εργασίας και την απόλυση. 20
Το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας είναι ευρύτατο, γιατί διέπει τις σχέσεις εργασίας ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου. Η Οδηγία 76/207 επιτρέπει εξαιρέσεις από τον κανόνα της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων των δύο φύλων μόνο στις εξής περιπτώσεις- Όταν δικαιολογούνται από τη φύση ή τις συνθήκες άσκησης μιας επαγγελματικής δραστηριότητας (άρθρο 2 παρ. 2). Όταν αφορούν στην προστασία της γυναίκας, ιδίως όσον αφορά στην εγκυμοσύνη και στη μητρότητα (άρθρο 2 παρ. 3) Όταν συνιστούν θετικές δράσεις (άρθρο 2 παρ. 4). Στην Οδηγία αυτή ορίζεται, στη συνέχεια, ότι τα Κράτη-μέλη πρέπει να πάρουν τα αναγκαία μέτρα για να εφαρμοστεί στην πράξη η αρχή της ίσης μεταχείρισης. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι η επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κίνησε διαδικασία παράβασης, σύμφωνα με το άρθρο 169 ΣυνθΕΟΚ, κατά της Ελλάδας για κακή εφαρμογή της Οδηγίας 76/207.Η Επιτροπή ισχυρίστηκε ότι ο ν.1414/1984, που ψηφίστηκε για να εναρμονιστεί η Ελληνική νομοθεσία στις Οδηγίες 75/117 και 76/207 έχει περιορισμένο πεδίο εφαρμογής, ότι η διάταξη του που επιτρέπει αποκλίσεις από την αρχή της ισότητας είναι γενική και αόριστη, ότι δεν έχει γίνει μελέτη των προστατευτικών διατάξεων για τις γυναίκες καθώς και ότι τα κατώτατα όρια ηλικίας για την απασχόληση έχουν εξισωθεί προς τα κάτω. Προς την Ελλάδα έχουν επίσης υποβληθεί προειδοποιητικές της Επιτροπής λόγω διακρίσεων ως προς το οικογενειακό επίδομα. 21
ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ Από τους ελληνικούς νόμους θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε στους εξής δύο: α. Ν.1414/1984 για την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των δύο φύλων στις εργασιακές σχέσεις Στον τομέα των εργασιακών σχέσεων θεμελιώδης είναι ο ν.1414/1984,που σκοπό έχει τη δημιουργία πραγματικών συνθηκών ισότητας μεταξύ των δύο φύλων. Με το νόμο αυτό εναρμονίστηκε η Ελληνική νομοθεσία στις Οδηγίες 75/117 και 76/207 της ΕΟΚ. Συγκεκριμένα ο νόμος 1414/84 απαγορεύει κάθε διάκριση που βασίζεται στο φύλο κατά την εκπαίδευση, τους όρους συμμετοχής στις εξετάσεις καθώς και κατά την πρόσληψη. Απαγορεύει, επίσης, κάθε διάκριση που στηρίζεται είτε άμεσα είτε έμμεσα στο φύλο όσον αφορά στις συνθήκες εργασίας, την επαγγελματική εξέλιξη και την καταγγελία της σχέσης εργασίας. Επαναλαμβάνει τη συνταγματική επιταγή για ίση αμοιβή ανδρών και γυναικών. i. Απαγόρευση των διακρίσεων κατά την πρόσβαση στην απασχόληση 1 Ιδιαίτερα ως προς την πρόσβαση στην απασχόληση που μας ενδιαφέρει, το άρθρο 3 του νόμου 1414/84 ορίζει ότι η πρόσβαση σε όλους τους κλάδους και σε όλες στις βαθμίδες της απασχόλησης γίνεται αδιακρίτως φύλου και οικογενειακής κατάστασης. Στις δημοσιεύσεις, αγγελίες, διαφημίσεις, προκηρύξεις εγκυκλίους και κανονισμούς που αφορούν στην επιλογή εργαζομένων για να καλυφθούν κενές θέσεις εργασίας ή την παροχή εκπαίδευσης ή επαγγελματικής κατάρτισης ή χορήγηση επαγγελματικών αδειών, απαγορεύεται να γίνεται αναφορά στο φύλο ή στην οικογενειακή κατάσταση ή ακόμη να χρησιμοποιούνται κριτήρια ή στοιχεία που έστω και έμμεσα καταλήγουν σε διάκριση των φύλων. Το άρθρο προβλέπει ότι ο εργοδότης δεν μπορεί να αρνηθεί την πρόσληψη γυναίκας λόγω εγκυμοσύνης και ότι σε εργασίες όπου για την πρόσληψη χρειάζεται η προσκόμιση ιατρικής βεβαίωσης, η έγκυος προσλαμβάνεται χωρίς αυτήν, εφόσον οι απαιτούμενες εξετάσεις είναι επικίνδυνες για τη δική της υγεία ή την υγεία του εμβρύου. Θα προσκομίσει τις εξετάσεις μετά τη λήξη της λοχείας. 1 Κραβαρίτου Γιώτα, «Εργασία και δικαιώματα της γυναίκας», 1991, σελ. 169-170 22
Στην περίπτωση που ο εργοδότης παραβιάσει τις διατάξεις αυτές και προβεί σε διακρίσεις κατά την πρόσληψη των εργαζομένων είτε στη χρήση των μέσων προσέλκυσης είτε στη χρήση των κριτηρίων πρόσληψης τότε, σύμφωνα με τις γενικότερες σχετικές διατάξεις του εργατικού δικαίου, η πράξη ή παράλειψη του εργοδότη είναι άκυρη και θεωρείται ανύπαρκτη. ii. Ατέλειες του νόμου 1414/1984 1 Ο νόμος όμως έχει ορισμένες ατέλειες κυριότερες από τις οποίες είναι οι εξής: -Σύμφωνα με το άρθρο 1 του νόμου, οι διατάξεις του εφαρμόζονται στους εργαζομένους με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου και σε όσους ασκούν ελευθέρια επαγγέλματα. Το πεδίο εφαρμογής που ορίζει ο ελληνικός νόμος και για την ισότητα φαίνεται να είναι πολύ περιορισμένο, γιατί δεν περιλαμβάνει το δημόσιο τομέα (τις σχέσεις δημοσίου τομέα, δηλαδή τους δημόσιους υπαλλήλους) και δεν καλύπτει όσες παρέχουν υπηρεσίες με σύμβαση έργου ή ανεξάρτητες υπηρεσίες. Γνωρίζουμε ότι ένας μεγάλος αριθμός γυναικών που εργάζονται κατά κανόνα εκτός επιχείρησης, στο σπίτι ή και σε άλλους χώρους εργασίας, με συνθήκες κατ ουσίαν εξάρτησης, θεωρείται ότι εκτελούν έργο ή ότι παρέχουν ανεξάρτητη εργασία. Αυτή η μεγάλη κατηγορία των εργαζομένων θα μπορούσε να είναι η ίδια αντικείμενο διάκρισης από ένα νόμο που θέλει να εξαλείψει τις διακρίσεις και να μένει εκτός των προστατευτικών στόχων αυτού του νόμου; Πιστεύουμε ότι αυτό δεν είναι δυνατό, γιατί αντιβαίνει σε συνταγματικές και κοινοτικές διατάξεις και πως, με την κατάλληλη ερμηνεία του όρου σχέση εξαρτημένης εργασίας,μπορεί να περιληφθεί και αυτή η κατηγορία των εργαζομένων στην ειδική προστασία που περιέχει ο νόμος 1414/84. -Μία ακόμη παρατήρηση σχετικά με το ν.1414/1984 αναφέρεται στον ορισμό της αμοιβής που δίνει. Σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 ως αμοιβή νοείται ο μισθός και κάθε άλλη πρόσθετη παροχή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο, άμεσα ή έμμεσα, σε χρήμα ή σε είδος, ως αντάλλαγμα της προσφερόμενης εργασίας. Όπως φαίνεται από τον παραπάνω ορισμό, ο ν. 1414/1984 περιορίζει πολύ την έννοια της αμοιβής και δεν ακολουθεί την έννοια που δίνουν η διάταξη του άρθρου 119 της Συνθήκης της ΕΟΚ και η Διεθνής Σύμβαση Εργασίας αριθ.100, σύμφωνα με 1 Αγαλλοπούλου Π., «Παραβιάσεις της αρχής της ισότητας των φύλων στις εργασιακές σχέσεις», εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 1992, σελ. 26-27 23
τις οποίες αμοιβή είναι όλες οι παροχές που χορηγούνται λόγω της απασχόλησης (π.χ. και τα οικογενειακά επιδόματα αποτελούν αμοιβή γιατί παρέχονται λόγω της σχέσης εργασίας ). β. Ν.1483/1984 για την προστασία και διευκόλυνση εργαζομένων με οικογενειακές υποχρεώσεις 1 Ο ν. 1483/1984 είναι σημαντικός, γιατί με τις διατάξεις του καθιερώνεται ισότητα ευκαιριών και μεταχείρισης για τους εργαζομένους των δύο φύλων που έχουν οικογενειακές υποχρεώσεις. Με το νόμο αυτό, βελτιώνεται η προστασία της μητρότητας και προβλέπεται η χορήγηση διαφόρων αδειών σε όσους έχουν προστατευόμενα μέλη. Ειδικότερα: Παρέχεται γονική άδεια ανατροφής σε κάθε γονέα μετά τη λήξη της άδειας μητρότητας και μέχρις ότου το παιδί συμπληρώσει ηλικία δυόμισι ετών. Καθιερώνεται χορήγηση άδειας για ασθένεια εξαρτωμένων μελών. Προβλέπεται δυνατότητα άδειας απουσίας στους γονείς για να μπορούν να επισκεφθούν το σχολείο των παιδιών τους. Παρέχεται η δυνατότητα σε γονείς που έχουν ανάπηρα ή προβληματικά παιδιά να έχουν μειωμένο ωράριο εργασίας. Σύμφωνα με το ν. 1483/1984 και οι δύο εργαζόμενοι γονείς μπορούν να πάρουν άδειες για να ασχοληθούν με τα παιδιά τους χωρίς να κινδυνεύουν να χάσουν την εργασία τους και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτήν. Σχετικά όμως με το νόμο αυτό, που αποτελεί αναμφισβήτητα ένα προοδευτικό νομοθέτημα, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι αφενός οι προϋποθέσεις που απαιτεί για τη χορήγηση των αδειών που προβλέπει περιορίζουν κατά πολύ την εφαρμογή του και αφετέρου, η χρονική διάρκεια των προβλεπόμενων αδειών είναι ανεπαρκής. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι ενώ αρχικά ο ν. 1483/1984 εφαρμοζόταν μόνο στους εργαζομένους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, με το π.δ. 193/1988 επεκτάθηκε η εφαρμογή και στους απασχολούμενους, με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, στο Δημόσιο, στα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης. 1 Αγαλλοπούλου Π., «Παραβιάσεις της αρχής της ισότητας των φύλων στις εργασιακές σχέσεις», εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 1992, σελ. 27-28 24
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΩΝ ΠΟΣΟΣΤΩΣΕΩΝ - ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ α. Νομολογιακά παραδείγματα ελληνικών δικαστηρίων (πριν και μετά τη θέση σε ισχύ του ν.1414/1984) 1 Πριν τη θέση σε ισχύ του νόμου 1414/1984, έχουμε πολλά παραδείγματα στα οποία τα δικαστήρια εφάρμοσαν την αρχή της ισότητας, θεωρώντας άκυρη κάθε διάκριση που γίνεται σε βάρος γυναίκας υποψήφιας για κατάληψη θέσης εργασίας. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τις εξής δικαστικές αποφάσεις: Απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία ακύρωσε πράξη που απέκλειε τις γυναίκες από τις θέσεις των αερολιμενικών και ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας της πολιτικής αεροπορίας. Αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες ακύρωσαν πράξεις κατάταξης γυναικών δημοσίων υπαλλήλων σε θέσεις δακτυλογράφων με την αιτιολογία ότι έγινε επίκληση του μη νόμιμου κριτηρίου, όπως είναι η διαφορά του φύλου. Οι πράξεις αυτές περιείχαν γενική αιτιολογία ότι τις θέσεις δακτυλογράφων κατά παράδοση κατέχουν γυναίκες, γιατί η φύση της εργασίας προσιδιάζει στο χαρακτήρα και τις ιδιότητες των γυναικών. Απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών που ακύρωσε πράξεις τοποθέτησης δασκάλων σε θέσεις που είχαν κατανεμηθεί κατά φύλο. Μετά τη θέση σε ισχύ του νόμου 1414/1984 επισημαίνουμε μία απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που ορθά δέχθηκε ότι η διενέργεια πρόσληψης μετά διαγωνισμό, με βάση χωριστούς πίνακες επιτυχόντων ανδρών και γυναικών συνιστά απαγορευμένη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 3 και 6 της Οδηγίας ΕΟΚ 76/207 και του άρθρου 3 του ν. 1414/1984, διάκριση αφού καταλήγει στην προνομιακή πρόσληψη ανδρών επιτυχόντων απλώς και μόνο λόγω του φύλου τους, χωρίς κανένα άλλο αξιολογούμενο κριτήριο υπεροχής τους. Διαφορετική όμως άποψη ακολούθησε απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, που υποστηρίζει ότι η κατάρτιση δύο πινάκων επιτυχίας στο διαγωνισμό κατά φύλο δεν αντιβαίνει στην αρχή της ισότητας ανδρών και γυναικών στις εργασιακές σχέσεις. 1 Αγαλλοπούλου Π., «Παραβιάσεις της αρχής της ισότητας των φύλων στις εργασιακές σχέσεις», εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 1992, σελ 38-39 25
β. Η ιστορική στροφή του Συμβουλίου της Επικρατείας 1 Η Ολομέλεια του Συμβουλίου Επικρατείας στις 8 Μαΐου 1998 δημοσίευσε τις αποφάσεις 1933 και 1917-1929, που αποτελούν για τη χώρα μας σταθμό στην εξέλιξη της έννοιας της ισότητας γενικά και της ισότητας των φύλων ειδικότερα. Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο Επικρατείας (ΣτΕ) ευθυγραμμίστηκε με τις αντιλήψεις για την ανάγκη ουσιαστικοποίησης της ισότητας για τις αδύνατες κοινωνικοοικονομικά ομάδες, για τις οποίες η τυπική ισότητα ενώπιον του νόμου αποδείχτηκε ότι αποτελεί φενάκη ως προς την ίση απόλαυση των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Επιπλέον δέχεται τα θετικά μέτρα (ποσοστώσεις) υπέρ των αδύνατων αυτών κατηγοριών ως μέσα αποκατάστασης της πραγματικής (ουσιαστικής) ισότητας. Με βάση τη σκέψη ότι η θέση και ο ρόλος των γυναικών στην οικογένεια και στην κοινωνία άλλαξαν και ότι αυτές έχουν πια τους ίδιους ρόλους και ίσα δικαιώματα με τους άντρες, η νομολογία μας έως το 1998 θεώρησε ότι οι νόμοι που προβλέπουν αποκλίσεις σε βάρος των ανδρών, δυσμενέστερους, δηλαδή, για αυτούς παρά για τις γυναίκες όρους για την απόλαυση ορισμένων δικαιωμάτων είναι αντισυνταγματικοί. Για αυτό πρέπει να επεκταθούν και στους άντρες οι ευνοϊκότερες διατάξει που αφορούν τις γυναίκες. Αυτό έγινε δεκτό για τους όρους υπό τους οποίους συνταξιοδοτούνται οι άντρες από μεταβίβαση από την αποθανούσα σύζυγο, για το κληρονομούμενο εφάπαξ, για τη γαμήλια παροχή υιών και θυγατέρων, για την ηλικία μέχρι την οποία οι γονείς των αγοριών δικαιούνται επιδόματος τέκνου. Με τη νομολογία αυτή, που ωφελεί τους άντρες κατά τρόπο πολύ σοβαρό και απτό, συμφωνούμε, γιατί, με ορθή σκέψη επεκτείνει την ισότητα. Διαφωνούμε, όμως, όταν το επιχείρημα της ίδιας θέσης και των ίδιων ρόλων των δύο φύλων ξεχνιέται από τα δικαστήρια, προκειμένου για μέτρα δυσμενή και περιοριστικά της ανάπτυξης και δράσης των γυναικών, και έτσι αυτά δεν κρίνονται αντισυνταγματικά. Αντίθετα, μάλιστα, κρίνεται ως αντισυνταγματική διάταξη που προβλέπει θετικό μέτρο υπέρ των γυναικών, προωθητικό της ουσιαστικότερης συμμετοχής της σε υπηρεσιακά συμβούλια κτλ. Συγκεκριμένα, η νομολογία μέχρι το 1998 δεν είχε ποτέ κηρύξει αντισυνταγματικές ποσοστώσεις κατά των γυναικών, που 1 Γιωτοπούλου - Μαραγκοπούλου Α., «Η ιστορική στροφή του ΣτΕ προς την πραγματική ισότητα - Σχόλιο στις αποφάσεις ΟλΣτΕ 1933/98 και 1917-1929/98», ΤοΣ 1998, σελ. 783-789 26
δεν αποτελούν θετικά μέτρα, αλλά διακρίσεις, τις οποίες και θεωρία και διεθνείς δεσμεύσεις μας αλλά και το ίδιο το άρθρο 4, παρ. 2 του Συντ., ορθώς ερμηνευμένο, αποκλείουν. Αντίθετα, είχε κηρύξει αντισυνταγματικές διατάξεις υπέρ των γυναικών, που αποτελούν θετικά μέτρα, που το δικαιϊκό μας σύστημα έχει προβλέψει. Στην πρώτη κατηγορία των αποφάσεων που αφορούν ποσοστώσειςδιακρίσεις κατά των γυναικών ανήκουν εκείνες που έκριναν υποθέσεις επιβολής ποσοστού περιοριστικού των γυναικών σε μερικά επαγγέλματα και τις παραγωγικές σχολές του. Οι αποκλίσεις αυτές στηρίχτηκαν στη διάταξη άρθρ. 116, παρ. 2 του Συντ. που πριν την αναθεώρησή του επέτρεπε αποκλίσεις από την ισότητα με νόμο και μόνο για αποχρώντες λόγους. Οι αποχρώντες λόγοι κατά αυτές τις αποφάσεις, «αναφέρονται είτε εις την ανάγκην μείζονος προστασίας της γυναικός και δη εις τα θέματα της μητρότητος, του γάμου και της οικογένειας (βλ. και άρθρ. 21, παρ. 1 του Συντ.) είτε ως καθαρώς βιολογικάς διαφοράς επιβάλλουσας την λήψιν ιδιαιτέρων μέτρων ή την διάφορον μεταχείρισιν εν όψει του αντικειμένου της υπό ρύθμισιν σχέσεως». Όσο για τα υπέρ των γυναικών θετικά μέτρα, η απόφαση του Στ Τμήμ. του ΣτΕ 6275/95 είχε κηρύξει αντισυνταγματική την επιταγή του άρθρου 29 του Ν. 2085/92 να μετέχει τουλάχιστον μια γυναίκα, που έχει τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, στα υπηρεσιακά συμβούλια. Αυτή η επιταγή συμμετοχής τουλάχιστον μιας γυναίκας θεωρήθηκε από την παραπάνω απόφαση προσβλητική της ισότητας σε βάρος του άνδρα, ενώ η συμμετοχή αποκλειστικά ανδρών δεν θεωρήθηκε προσβλητική της ισότητας των γυναικών, παρόλο που οι κρινόμενοι από τα υπηρεσιακά συμβούλια είναι υπάλληλοι και των δύο φύλων και μάλιστα οι γυναίκες υπάλληλοι είναι πολυάριθμες. Μετά τη γενική ματιά στην προηγούμενη νομολογία είμαστε σε θέση να κρίνουμε πόσο οι σχολιαζόμενες αποφάσεις του ΣτΕ αποτελούν ριζική στροφή της νομολογίας στο σημαντικό θέμα της ισότητας γενικά και της ισότητας των φύλων ειδικότερα. Οι κύριες σκέψεις της απόφασης 1933 είναι οι παρακάτω. Στην ισότητα του άρθρου 4 παρ. 1 και 2 του Συντ. Αποδίδεται έννοια ουσιαστική: όπως στην πράξη λειτουργούν λόγω κοινωνικών προκαταλήψεων διακρίσεις σε βάρος μιας κατηγορίας προσώπων «η απαρέγκλιτη εφαρμογή της τυπικής ισότητας καταλήγει σε μια κατ επίφαση μόνο ισότητα, ενώ ουσιαστικά 27
παγιώνει και διαιωνίζει μιαν υφιστάμενη άνιση κατάσταση». Η λήψη, λοιπόν, υπέρ της κατηγορίας αυτής θετικών μέτρων για την αποκατάσταση της πραγματικής ισότητας είναι εντός του πνεύματος της συνταγματικής αρχής της ισότητας. Τη θέση αυτή η απόφαση δέχεται και ορθά για κάθε περιθωριοποιημένη κοινωνική κατηγορία και ύστερα την εξειδικεύει για τις γυναίκες. Η απόφαση, λοιπόν, 1917 στο θέμα των αποκλίσεων που συνίστανται σε ποσοστώσεις κατά των γυναικών, στην έκτη σκέψη της θέτει τον κανόνα ότι τόσο οι διατάξεις του Συντάγματος όσο και της Οδηγίας 76/207 θεσπίζουν την αρχή της ισότητας των φύλων και κατά την πρόσβαση στα διάφορα επαγγέλματα και στην εκπαίδευση που είναι απαραίτητη για την είσοδο σε αυτά, χωρίς καμία διάκριση. Απόκλιση επιτρέπεται εφόσον θεσπίστηκε από νόμο με βάση συγκεκριμένα και πρόσφορα κριτήρια, που επιτρέπουν στους ενδιαφερόμενους πολίτες και στα δικαστήρια να ελέγχουν αν αυτή δικαιολογείται από αποχρώντες λόγους και είναι αναγκαία και πρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Άλλως είναι αντισυνταγματική και αντίθετη με την Οδηγία 76/207. Με βάση αυτή τη σκέψη η απόφαση 1917/98 έκρινε αντισυνταγματικές τις περιοριστικές ποσοστώσεις κατά των γυναικών για την εισαγωγή τους στις Αστυνομικές Σχολές (το πολύ 10%), δηλαδή τον αποκλεισμό των γυναικών αφού συμπληρωθεί το ποσοστό αυτό, παρόλο που μερικοί προσληφθέντες ή εισαχθέντες άντρες ήταν χαμηλότερα από αυτές στον πίνακα επιτυχίας. Η απόφαση 1917 θεώρησε, στη συνέχεια, ότι η επίκληση της γενικής αρμοδιότητας και της αποστολής της Αστυνομίας από τις κρινόμενες διατάξεις, δεν αποτελούν, λόγω της γενικότητάς τους, κριτήρια συγκεκριμένα και πρόσφορα για να δικαιολογήσουν τις περιοριστικές σε βάρος των γυναικών ποσοστώσεις κατά την είσοδό τους στις Αστυνομικές Σχολές, αφού τα σχετικά αστυνομικά καθήκοντα είναι διαφόρων ειδών και ποικίλης φύσης. Για αυτό, οι διατάξεις οι προβλέπουσες τις περιοριστικές ποσοστώσεις στερούμενες συγκεκριμένα στοιχεία, αντιτίθενται στην ισότητα και για το λόγο αυτό είναι ανίσχυρες. Η θέση αυτή της Ολομέλειας του ΣτΕ αποτέλεσε αναμφισβήτητα πρόοδο σε σχέση με την προηγούμενη νομολογία του ίδιου δικαστηρίου επί του ίδιου θέματος. Οι προηγούμενες αποφάσεις είχαν φθάσει μεν στην ακύρωση της παράλειψης πρόσληψης των γυναικών που είχαν σειρά επιτυχίας ανώτερη από άντρες που προσλήφθηκαν αλλά με βάση τη νομική κατασκευή της δήθεν υπέρβασης από τη 28