1 ΦΛΩΡΑ Π.ΜΑΝΑΚΙΔΟΥ Σύνοψη από τον πρώτο τόμο της σχολιασμένης έκδοσης του A.S.F.Gow 1952 ΟΙ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΜΕΤΑΞΥ ΣΧΕΣΗ ΤΩΝ ΣΩΖΟΜΕΝΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΘΕΟΚΡΙΤΟΥ Oι ενδείξεις για το βίο και την σταδιοδρομία του Θεόκριτου προέρχονται βασικά από το σωζόμενο έργο του και γι' αυτό είναι αβέβαιες. Ήταν πιθανότατα από τη Συρακούσα αλλά η ζωή του συνδέεται μάλλον με το ανατολικό τμήμα του ελληνικού κόσμου παρά με τη Σικελία. Mοιάζει να έχει μια γνώση της Mεγάλης Eλλάδος (δηλ. Kάτω Iταλίας) αλλά τα ίσως πιο νεανικά του έργα, δηλαδή τα βουκολικά ειδύλλια δεν φαίνεται να γράφτηκαν με σιγουριά στη Σικελία και τα περισσότερα επιδεικνύουν μια γνώση της ανατολικής Mεσογείου. Ότι ήταν συνδεδεμένος συναισθηματικά με την πατρική του γη, φαίνεται από αναφορές σε αυτή και από την έκκληση για πατρωνεία στον ηεγμόνα της Σικελίας, τον τύραννο Iέρωνα πείπου το 275 ή 274 π.x. Aλλά εκτός από ένα επίγραμμα δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι δέχθηκε αποστολές εκεί ούτε ότι μπορεί να ξαναγύρισε όταν την εγκατέλειψε. Περίπου 5 χρόνια μετά την έκκληση στον Iέρωνα φαίνεται να έχει εξοικειωθεί με την Aλεξάνδρεια (ο Gow πιστεύει ότι το 17ο γράφεται μεταξύ 278 και 270 δηλαδή την εποχή του γάμου του Πτολεμαίου ΙΙ και της αδελφής του Αρσινόης ΙΙ (που πεθαίνει τον Ιούλιο του 270) και ίσως μεταξύ 274 και 270, πιο συγκεκριμένα το 273/2 βλ. τα σχόλιά του στους στ. 86 κ.ε. με αναφορά στον πρώτο συριακό πόλεμο, χωρίς να ξέρουμε αν όταν γράφει ο Θ., ο πόλεμος έχει τελειώσει, βλ. τον ενεστώτα στα ρήματα àποτέμνεται και κτεατίζεται πάντως με το τέλος του πολέμου το 274, το βασίλειο των Πτολεμαίων περιλαμβάνει τη Φοινίκη, μέρη της Συρίας, το δυτικό μισό της Κιλικίας και μέρη της
2 Παμφυλίας, της Λυκίας, της Καρίας, της Ιωνίας, τη Σάμο και τη Σαμοθράκη, τη Θήρα και τις Κυκλάδες το 15ο μεταξύ 278-270 και τα δύο αυτά ποιήματα πρέπει πάντως να γράφηκαν λίγο μετά από τη θεοποίηση της μητέρας των Πτολεμαίων Βερενίκης Ι της οποίας η χρονολόγηση δεν είναι γνωστή το 14 γενικά μέσα στη βασιλεία του Πτολεμαίου ΙΙ 285-245). Πάντως με το 17ο ειδύλλιο φαίνεται να έχει τραβήξει προσοχή στο πρόσωπό του με τη βουκολική του ποίηση και έτσι γράφει ένα αυλικό ποίημα. Aν αυτή η επιτυχία επιτεύχθηκε στην Aλεξάνδρεια ή από την Kω δεν φαίνεται, αλλά η Kως ήταν η γενέθλιος πόλη του Πτολεμαίου και ο Φιλητάς ήταν ο δάσκαλός του βασιλιά και ιδρυτής της αλεξανδρινής σχολής ποίησης και ο Θεόκριτος όπως φαίνεται από το έβδομο ειδύλλιο είχε αριστοκράτες φίλους στο νησί. Ένας ανερχόμενος ποιητής που εργαζόταν εκεί δεν μπορεί να ξέφυγε της προσοχής στην Aλεξάνδρεια, και δεν χρειάζεται να δεχθούμε μια πρώιμη επίσκεψη στην Aίγυπτο ακόμη κι αν δεν μπορεί να αποκλειστεί και αυτό το ενδεχόμενο. Ίσως μερικά ποιήματά του γράφονται μετά το 270, αλλά αν ναί, δεν μπορούμε να πούμε ποιά, παρόλο που τα αιολικά λυρικά και ίσως καποια από τα αναθηματικά επιγράμματα, αν ήταν δικά του, μοιάζουν μεταγενέστερα των βουκολικών ποιημάτων. Yπάρχουν διαφορές στη γνώμη για το ποια ποιήματά του είναι τα καλύτερα, και από αυτά μια λογική επιλογή θα ήταν το 2, 7, 13, 15, 16, και από αυτά το 15 και το 16 σχεδόν σίγουρα γράφηκαν πριν το 270, και δεν υπάρχει λόγος να μας αναγκάσει να τοποθετήσουμε σε μετέπειτα χρονολογία τα 2, 7, 13. Δεν έχουμε και εξωτερικές όπως δεν έχουμε και εσωτερικές ενδείξεις για τα ονόματα των γονέων του. H πληροφορία ότι πέρασε από την Kω καθ'οδόν για την Aλεξάνδρεια, μπορεί να είναι αληθινή αλλά και εικασία. H άποψη ότι ήταν μαθητής του Φιλητά και του Aσκληπιάδη δεν μπορεί να απορριφθεί, αλλά μπορεί και να πηγάζει από την αναφορά στο 7.40. Tο floruit (δηλ. η ακμή του) στην 124η Ολυμπιάδα, δηλαδή στα 284-281 (που σημαίνει ημερομηνία γεννησης στα 320) μοιάζει να είναι πολύ νωρίς,
3 αλλά ίσως ο Θ. άρχισε να γράφει τότε. Δεν ξέρουμε από πού προέκυψε αυτή η χρονολόγηση, αλλά η 124η Ολ. ήταν η πρώτη που έπεσε στην εποχή βασιλείας του Πτολεμαίου ΙΙ, στην εποχή του οποίου τοποθετείται το floruit του ποιητή και στον οποίον αναφέρονται όλοι οι αναγνωρίσιμοι υπαινιγμοί στα έργα του εκτός του 16ου, και ίσως να επιλέχθηκε γι' αυτό το λόγο. Εκτός από το όνομα των γονέων, καμία εξωτερική μαρτυρία δεν κάνει κρίσεις, που να μην μπορούν αν προέρχονται από τα ποιήματα και επομένως είναι φρόνιμο να θεωρήσουμε ότι οι κρίσεις αυτές στην πραγματικότητα δεν είναι παρά εικασίες και να αποτιμηθούν ως τέτοιες. Φαίνεται ότι όταν η φιλολογία άρχισε να ενδιαφέρεται για το θέμα, δεν είχε σωθεί κάτι από την προσωπική ιστορια του ποιητή, αν και απορούμε για την πηγή του επιγράμματος 27 που αναφέρεται στα ονόματα των γονέων τουλ. Εκτός από τα ονόματα των γονέων του (Πραξαγόρας και Φιλίννα) και τις χρονολογήσεις των ειδ. 15-17, το υπόλοιπα για τη ζωή του Θεόκριτου στηρίζονται σε μια σειρά από εικασίες, από τις οποίες κάποιες είναι ανοικτές σε διαμάχη. Ο Gow δεν αμφιβάλλει ότι τα βουκολικά ποιήματα 1, 3-7, 10, 11 αποτελούν μια ενότητα και δεν μπορεί να είναι χωρισμένα μεταξύ τους σε χρονολόγηση. Tα επανερχόμενα θέματα και φράσεις και ιδέες, η ομοιότητα στην ατμόσφαιρα μοιάζει να είναι προϊόν μίας και μοναδικής διάθεσης, και θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι το πιο πρώιμο από αυτά μπορεί να χωρίζεται από το τελευταίο μόνο από λίγα χρόνια το πολύ ίσως και το λιγότερο δυνατό. Δύο από τα ποιήματα που ταξινομούνται ως βουκολικά, είναι εντούτοις λιγότερο έτσι όσο τα υπόλοιπα. Tο 11ο με τον Kύκλωπα δεν περιέχει ανθρώπινους βοσκούς,αν και ο ερωτευμένος Kύκλωπας έχει κοινά με τον ερωτευμένο στο 3 και στο 10ο. O Wilamowitz πιστεύει ότι είναι το πιο παλιό και ο Gow συμφωνεί. Από την άλλη, ο Gow τείνει να πιστέψει ότι το 7ο που είναι αγροτικό στο σκηνικό και στο περιεχόεμνο ενμέρει, είναι βασικά μια προσωπική ανάμνηση μιας εξόρμησης του ποιητή στην εξοχή. Το θέμα της
4 ολοκλήρωσης είναι ένα επικίνδυνο κριτήριο για χρονολόγηση στην αρχαιότητα, αλλά το 16ο μοιάζει πολύ πιο ολοκληρωμένο από το 17ο, το 13ο από το 11ο, αν και πρακτικά είναι βέβαιο ότι το 17 είναι μετά το 16 και ίσως το 13 και το 11 να απέχουν λίγα χρόνια το ένα από το άλλο. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίον ο Gow δεν επιχειρηματολογεί ότι το 7 με την ολοκλήρωση και την ωριμότητά του μοιάζει να είναι μεταγενέστερο του πρώτου ειδυλλίου, αλλά σημειώνει ότι σε κάθε περίπτωση είναι συνεπές με την άποψη αυτή ότι αυτά τα δύο ειδύλλια είναι τα πιο φιλόδοξα από τα βουκολικά και ότι παρόλο που είναι γεμάτα από επιτήδευση, στο 7ο η επιτήδευση είναι υπό έλεγχο και κρυμμένη όπως δεν είναι στο πρώτο. Το 7ο το ίδιο ομολογεί ότι δεν είναι η πρώτη απόπειρα του Θ. στη βουκολική ποίηση (στ. 91 κ.ε.). Θα μπορούσε να υποτεθεί κατά τον Gow ότι είναι η τελευταία του σύνθεση, αν και η σαφής σύνδεσή του με το 6ο αποθαρρύνει την υπόθεση ότι είναι πολύ μεταγενέστερο από τα υπόλοιπα. Στο 7ο, αν ο Gow ερμηνεύει σωστά τους στ. 91 κ.ε., ο Θ. ισχυρίζεται ότι η βουκολική του ποίηση είναι ήδη γνωστή στην αλεξανδρινή βασιλική αυλή. Και ίσως αυτό ενισχύει την άποψη ότι το ποίημα είναι προς το τέλος της βουκολικής σειράς. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι μόνον η βουκολική του ποίηση ήταν γνωστή εκεί, ούτε ότι αν και τα βουκολικά φαίνεται ότι ήταν τα πιο πρώιμα ποιήματα, μπορούμε να πούμε ότι ο Θ. οφείλει την πρόσκλησή του στην Αίγυπτο σε αυτά. Δεν υπάρχει ένδειξη ότι κάποια από αυτά γράφηκαν στη Σικελία, ούτε ότι ο Θ. τα έγραψε, αφού εγκατέλειψε το νησί. Η νοσταλγία για την απλή ζωή στην οποία προπάντων οφείλει τη γοητεία της η βουκολική ποίηση δεν νιώθεται ως τέτοια σε μέρη όπως η Κως αλλά σε μεγάλες πόλεις όπως η Αλεξάνδρεια και συνεπώς κάποια ή και όλα από τα βουκολικά μπορεί να συντέθηκαν στην Αλεξάνδρεια. Το 11ο, όπως είναι, συνδέεται χρονικά με το 13ο και ίσως και τα δύο είναι πρώιμα ποιήματα. Το 13ο συνδέεται με το δεύτερο τμήμα του 22ου, αφού και τα δύο ποιήματα επαναπραγματεύονται θέματα που τα χειρίστηκε ο
5 Απολλώνιος Ρόδιος. Τόσο το 13ο όσο και το δεύτερο τμήμα του 22ου συνδέονται με το 7ο, που έχει μια διακήρυξη πίστης εναντίον του Απολλώνιου και στην πλευρά του Καλλίμαχου στην περίφημη αντιδικία για το ελληνιστικό έπος. Το 13ο και το δεύτερο τμήμα του 22ου είναι εξόχως επεξεργασμένα αλλά όχι τόσο όσο το 7ο και περιέχουν κομμάτια που είναι παρόμοια με τις εικόνες των βουκολικών ειδυλλίων. Ο Gow δεν μπορεί να δει το 22ο ως μία ενότητα (αντίθετα και τελευταία ο Hunter) και το δεύτερο τμήμα του ίσως να γράφηκε μετά το πρώτο, και πιστεύει ότι το 13, 22 και το 7 γράφονται την ίδια εποχή, ίσως λίγο αργότερα από τα άλλα βουκολικά. Και αφού η αντιδικία είχε σημαντική θέση στην Αλεξάνδρεια, δεν θα εξέπληττε αν αυτά όπως και τα βουκολικά ήταν γνωστά στους υψηλούς κύκλους μέσα στους οποίους γράφεται το 7ο. Αν έτσι είναι τα πράγματα, ο Gow θα τα τοποθετούσε πριν από το 15 και 17 και όχι μακριά από το 16, που έχει και αυτό αγροτικές σκηνές (στ. 90 κ.ε.) όχι λιγότερο φρέσκιες σε όψη, παρόλο που υπάρχει αβεβαιότητα για τη χρονολόγηση του Απολλώνιου που αν συνδέεται με τα 13 και 22, τότε αυτά θα πρέπει να χρονολογηθούν πολύ αργότερα από ό,τι στην εδώ επιχειρηματολογία. Από τα άλλα ποιήματα τα 28-31 και ίσως το 18 μοιάζουν να είναι μεταγενέστερα. Το 14 και ίσως τα 18, 22, 24, συνδέονται με την αλεξανδρινή σειρά, αλλά δεν φαίνεται να μπορούν να χρονολογηθούν μέσα σε αυτή. Το 26 πιθανόν χρονολογείται στα 272 π.χ.. Το 2 και 12 δεν προσφέρουν στον Gow μια βάση για συλλογισμό, αν και το πρώτο του φαίνεται ένα πολύ πρώιμο έργο. Ο Gow πιστεύει ότι είναι βέβαιο ότι δεν διαθέτουμε όλο το έργο του Θεόκριτου. Τα σωζόμενα δεν μας επιτρέπουν να δεχθούμε μια μακρά περίοδο ποιητικής δράσης, και παρόλη την ποικιλία των θεμάτων, διακρίνεται μικρή αλλαγή ή εξέλιξη της ποιητικής διάθεσης και του ταμπεραμέντου. Ο επικός ποιητής νιώθεται μέσα στα βουκολικά ποιήματα και ο βουκολικός στα επικά. Η ακμή της ελληνιστικής ποίηση ήταν οι
6 τέσσερεις δεκαετίες από το 300 ώς το 260 και κανένα ποίημα του Θεόκριτου δεν είναι μεταγενέστερο από την τρίτη δεκαετία, συνεπώς η υπόθεση ότι γεννιέται γύρω στα 300 και πεθαίνει ή σταματά να παράγει όχι αργότερα του 260, αν και όχι αναγκαστικά αληθινή, μπορεί να ταιριάζει με ικανοποιητικό τρόπο στις ενδείξεις.