ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

Σχετικά έγγραφα
Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

Σελίδα 1 από 5. Τ

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ:

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 1: Κράτος Δικαίου 1

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Το Συνταγματικό Δίκαιο και το Σύνταγμα. 3. Η παραγωγή του Συντάγματος και των συνταγματικών κανόνων

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

Συνταγματικό Δίκαιο. Ενότητα 8: Συντακτική Εξουσία και Αναθεωρητική Λειτουργία

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΟΛΛΑΝΔΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (Συνοπτική παρουσίαση) ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:ΦΩΤΗΣ ΜΟΡΦΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Η Αρχή της Νομιμότητας ως Οριοθέτηση των Συνταγματικών Δικαιωμάτων

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ. Εργασία: «Η ΕΠΙΦΥΛΑΞΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ» The reservation of law

Συνταγματικό Δίκαιο Ασκήσεις

Διοικητικό Δίκαιο Ι. Μαθητική σχέση έννομη σχέση δημόσιου διοικητικού δικαίου. Αντικείμενο Διοικητικού Δικαίου Διοίκηση

«Επιφύλαξη Νόμου» Μοράκου Σοφία Α.Μ Α.Τ Θέμα: έτος συγγραφής: 2005

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ : Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΛΟΥΚΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2003

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ :

<~ προηγούμενη σελίδα ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. ***Οι σωστές απαντήσεις είναι σημειωμένες με κόκκινο χρώμα. 1. Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας γίνεται :

Δικαίωμα στην εκπαίδευση. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Πολιτική και Δίκαιο Γραπτή Δοκιμασία Α Τετραμήνου

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

9. Έννοια του κράτους Στοιχεία του κράτους Μορφές κρατών Αρχές του σύγχρονου κράτους... 17

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Σελ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 3

ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟΥ

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Βουλή είναι εξοπλισμένη με αναθεωρητική αρμοδιότητα. Το ερώτημα συνεπώς που τίθεται αφορά την κατά χρόνον αρμοδιότητα αυτού τούτου του αναθεωρητικού

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

«ΥΠΑΓΩΓΗ ΘΕΣΜΙΚΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΩΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΣΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ»

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΙΚΑΙΟΥ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών Δημοσίου Δικαίου Μάθημα: Συνταγματικό Δίκαιο

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Ο διορισµός Πρωθυπουργού - Μια απόπειρα ερµηνείας του άρθρου 37 παρ. 4 του Συντάγµατος.

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

Διοικητικό Δίκαιο. Πηγές διοικητικού δικαίου 1 ο Μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

«ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» ΟΡΙΣΜΟΣ

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 12 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

-Να καταργεί διατάξεις που δεν ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα

Ενότητα 3 η : Τι είναι το Σύνταγμα Έννοια, διακρίσεις και λειτουργίες

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η :

Ενότητα 5 η : Δημοκρατία Αρχή της λαϊκής κυριαρχίας

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου

Μάθημα: «Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου» ΘΕΜΑ: ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

Ενότητα 20 - Από την έξωση του Όθωνα (1862) έως το κίνημα στο Γουδί (1909) Ιστορία Γ Γυμνασίου. Η άφιξη του βασιλιά Γεωργίου του Α.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

{ Μοναρχία. Κωνσταντίνος-Ιωάννης Δημητρόπουλος

Περιγραφή του ισχύοντος συστήµατος οριοθέτησης αρµοδιοτήτων µεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών µελών

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Άρθρο 1. Μορφή του πολιτεύματος * Άρθρο 2. Πρωταρχικές υποχρεώσεις της Πολιτείας ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

Εισαγωγή στο Δίκαιο και Συνταγματικό Δίκαιο

ΟΔΗΓΙΑ 93/109/EK ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Εισαγωγή στο Συγκριτικό Δίκαιο

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/0011(COD) της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων

"Τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα στο Σύνταγμα του Μαυροβουνίου"

Ενότητα 10 η : Κοινοβουλευτική αρχή

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ (Οι αριθμοί παραπέμπουν στις παραγράφους και στις σελίδες, όπου ενδείκνυται)

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 11 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΔΕΟ 24 Δημόσια διοίκηση και πολιτική. Τόμος 2 ος : Η διάρθρωση του Ελληνικού κράτους. Η Ελληνική Δημόσια Διοίκηση

Διακρίσεις ελέγχου της συνταγματικότητα των νόμων

ΥΛΗ ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ

ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΣΙΝΟΝΟΥ

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

ΟΙ ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ

Νομιμοποίηση και ενστάσεις

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΕΩΣ ΤΗΝ ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΜΕΝΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ( ) 1.ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ (Η ΠΡΩΤΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ)

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ. Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Δημοσίου Δικαίου

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. 4. Ποια από τις ακόλουθες πράξεις του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν απαιτείται να φέρει και την υπογραφή του αρμόδιου Υπουργού :

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Γ.Σ.Ε.Ε. ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Ομοσπονδίες δύναμης ΓΣΕΕ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Τα ατομικά δικαιώματα συνιστούν εξουσίες που το εκάστοτε. ισχύον δίκαιο απονέμει στα άτομα προκειμένου να τους εξασφαλίσει

Θέµα εργασίας : Γενικές Συνταγµατικές Αρχές «Απαγόρευση κατάχρησης δικαιώµατος» Καµιντζή Ιωάννα Α.Μ:322 Ε Mail:

Ενότητα 13 η : Απαλλαγή Κυβέρνησης από τα καθήκοντά της Η Διάλυση της Βουλής

ΕΡΓΑΣΙΑ. «Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας, ως γενικής συνταγµατικής αρχής της ελληνικής έννοµης τάξης»

Συνταγματικό Δίκαιο. μεταβολές του Συντάγματος Λίνα Παπαδοπούλου. Ενότητα 9: Άτυπες τροποποιήσεις και άδηλες

Transcript:

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Θέμα εργασίας : «Η ΕΠΙΦΥΛΑΞΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ» Μάθημα : Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα Τομέας Δημοσίου Δικαίου Διδάσκοντες : Ανδρέας Γ. Δημητρόπουλος Σπυρίδων Βλαχόπουλος Επιμέλεια : Μπαριτάκη Σοφία Α.Μ. 1340200300306 Δ Εξάμηνο Αθήνα Μάιος 2005

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ...σελ. 5 Α ΜΕΡΟΣ : ΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ 1. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΩΝ...σελ. 6 2. ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ σελ. 7 3. ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΩΝ...σελ. 8 Β ΜΕΡΟΣ : Η ΕΠΙΦΥΛΑΞΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 1. ΕΝΝΟΙΑ...σελ.11 2. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ...σελ.12 Α) γερμανική θεωρία i. πριν από τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο.σελ.12 ii. μετά από τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο σελ.14 Β) η επιφύλαξη του νόμου στο ελληνικό δίκαιο.σελ. 15 3. ΛΟΓΟΙ ΘΕΣΠΙΣΗΣ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ.σελ. 17 4. ΝΟΜΟΣ...σελ.17 I. Η έννοια του νόμου.σελ. 17 II. Η απαίτηση να είναι ο νόμος ειδικός σελ.19 5. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΠΙΦΥΛΑΞΗΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ..σελ.20 6. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΗΣ ΕΠΙΦΥΛΑΞΗΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ σελ.20 7. ΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΦΥΛΑΞΗΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ..σελ.21 2

8. ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΠΙΦΥΛΑΞΕΩΝ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ σελ.22 9. ΟΡΙΑ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΩΝ..σελ.28 10. ΑΝΕΠΙΦΥΛΑΚΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ..σελ.28 Γ ΜΕΡΟΣ : Η ΕΠΙΦΥΛΑΞΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ 1.ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΘΑΝΑΤΙΚΗ ΠΟΙΝΗ.σελ.30 2. ΑΣΥΛΟ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ.σελ.30 3. ΣΥΛΛΗΨΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΚΡΑΤΗΣΗ (ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑ) σελ.31 4. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΙΝΗΣΕΩΣ..σελ.32 5. ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ..σελ.32 6. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΚΦΡΑΣΗΣ..σελ.33 7. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ..σελ.33 8. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ...σελ.34 9. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΕΩΣ.σελ.34 10. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΝΩΣΕΩΣ...σελ.35 11. ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ σελ.35 12. ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΑΠΕΡΓΙΑ σελ.36 13. ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ.σελ.37 14. ΙΘΑΓΕΝΕΙΑ...σελ.37 15. ΕΠΙΒΟΛΗ ΟΡΚΟΥ...σελ.37 16. ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΝΑΦΟΡΑΣ...σελ.38 3

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ.σελ.39 ΠΕΡΙΛΗΨΗ..σελ.39 ΛΗΜΜΑΤΑ..σελ.40 ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ...σελ.41 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ..σελ.46 4

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Με τον όρο συνταγματικά δικαιώματα νοείται το σύνολο των θεμελιωδών, πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων, που παρέχονται στο άτομο και που κατά την αντίληψη του συντακτικού νομοθέτη αποτελούν τις βασικές εξειδικεύσεις της ανθρώπινης αξίας. Το περιεχόμενο κάθε δικαιώματος έχει τρεις διαστάσεις. Κατά συνέπεια, το αμυντικό περιεχόμενο στρέφεται τόσο κατά του κράτους όσο και κατά των ιδιωτών (erga omnes), το προστατευτικό στρέφεται μόνο προς το κράτος ζητώντας την προστασία για την αποφυγή κάθε απειλής, ενώ το εξασφαλιστικό, που στρέφεται πάλι προς το κράτος, εφόσον αναγνωρίζεται, αξιώνει την παροχή των αναγκαίων μέσων για την άσκηση του δικαιώματος. 1 Η ρύθμιση των ατομικών δικαιωμάτων γίνεται σε γενικές γραμμές από το Σύνταγμα, το οποίο καθορίζει το περιεχόμενό τους, τον τρόπο άσκησής τους, καθώς και τις εγγυήσεις τους, αναθέτοντας την εξειδίκευσή της στον κοινό νομοθέτη και εν μέρει στη διοίκηση. 2 Ωστόσο, η συνταγματική προστασία των ατομικών δικαιωμάτων δεν είναι απόλυτη, αλλά καθένα από αυτά έχει ένα ορισμένο και περιορισμένο περιεχόμενο, που προβλέπεται από το Σύνταγμα. Αυτή η σχετικότητα στην προστασία των ατομικών δικαιωμάτων οφείλεται στην προτεραιότητα που δίνει η έννομη τάξη στην προστασία της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, καθώς και στη γενικότερη μέριμνα της άσκησης των δικαιωμάτων από όλους τους πολίτες. 3 Το θέμα: Στην παρούσα εργασία θα ασχοληθούμε με μια σημαντική κατηγορία περιορισμών των συνταγματικών δικαιωμάτων, την επιφύλαξη νόμου. Στο Α ΜΕΡΟΣ θα αναφερθούμε γενικά στους περιορισμούς των συνταγματικών δικαιωμάτων, στις διαφορές περιορισμού-οριοθέτησης, ενώ θα ακολουθήσει μια σύντομη κατηγοριοποίηση των περιορισμών που προβλέπονται στο Σύνταγμα. Στο Β ΜΕΡΟΣ θα ασχοληθούμε ειδικότερα με την επιφύλαξη του νόμου, ξεκινώντας με τον ορισμό της, συνεχίζοντας με μια ιστορική αναδρομή στην εξέλιξη του θεσμού τόσο στην γερμανική όσο και στην ελληνική έννομη τάξη, για να καταλήξουμε σε κάποια ζητήματα σχετικά με την επιφύλαξη του νόμου στο ισχύον ελληνικό Σύνταγμα. Στο Γ ΜΕΡΟΣ θα αναφερθούμε στη λειτουργία της ως προς τα επιμέρους συνταγματικά δικαιώματα. Στο τέλος της εργασίας θα 1 Βλ. Δημητρόπουλος Α., Συνταγματικά Δικαιώματα, Γενικό Μέρος, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη 2005, σελ.101 2 Βλ. Μάνεσης Α., Συνταγματικά Δικαιώματα, α Ατομικές Ελευθερίες, δ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1982, σελ.57 3 Βλ. όπ. παρ., σελ.58 5

παραθέσουμε κάποια συμπεράσματα, καθώς και ενδεικτικές αποφάσεις από τη νομολογία. Α ΜΕΡΟΣ ΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ 1. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΩΝ Με τον όρο περιορισμός ενός θεμελιώδους δικαιώματος νοείται κάθε συρρίκνωση του νόμιμου γενικού περιεχομένου του δικαιώματος, δηλαδή της κτήσης ή της άσκησής του, που προκαλείται από ανθρώπινες ενέργειες. Σύμφωνα με το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Δικαστήριο: <<περιορισμός είναι κάθε κρατική ενέργεια, που καθιστά καθ ολοκληρία ή προς ένα μέρος αδύνατη συμπεριφορά, που εμπίπτει στην προστατευτική περιοχή ενός θεμελιώδους δικαιώματος>>. 4 Ο περιορισμός με την ευρύτερη έννοια του όρου, όπως ορίστηκε παραπάνω, διακρίνεται σε απλό περιορισμό και σε προσβολή, που μαζί με τις απλές επιδράσεις συνιστούν τις τρεις δεσμεύσεις των συνταγματικών δικαιωμάτων, που πηγή έχουν τη φύση του πράγματος και τις ανθρώπινες ενέργειες. Βέβαια, οι φυσικές επιδράσεις είναι πάντοτε αιτιώδεις, γι αυτό και δε μπορούν να συνιστούν προσβολή του δικαιώματος. Απλές επιδράσεις αποτελούν επιρροές που ασκούνται από τη νόμιμη άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων στον ελεύθερο κοινωνικοοικονομικό και πολιτικό χώρο, χωρίς όμως να τέμνονται οι κύκλοι δράσης των ατόμων και χωρίς να θίγεται ο προστατευτικός νομικός κύκλος του δικαιώματος. 5 Αντίθετα, ο απλός περιορισμός και η προσβολή αποτελούν συρρίκνωση του προστατευτικού κύκλου του δικαιώματος, και μάλιστα ο πρώτος συνιστά επιτρεπόμενη συρρίκνωση, ενώ η δεύτερη απαγορευμένη συρρίκνωση. Ο απλός περιορισμός έχει έκτακτο, προσωρινό χαρακτήρα, και αποτελεί την εξαίρεση στον κανόνα της απόλυτης προστασίας των συνταγματικών δικαιωμάτων. Επιπλέον, δεν αφορά το σύνολο των δικαιωμάτων αλλά ένα συγκεκριμένο δικαίωμα, στο πλαίσιο συγκεκριμένης έννομης σχέσης ή θεσμού και όχι στο πλαίσιο της γενικής κυριαρχικής ή διαπροσωπικής σχέσης. Αντίθετα, οι προσβολές συνιστούν απαγορευμένους περιορισμούς του γενικού 4 Βλ. Δημητρόπουλος Α., Συνταγματικά Δικαιώματα, Γενικό Μέρος, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη 2005, σελ.200-201 5 Βλ. Δημητρόπουλος Α., όπ. παρ., σελ.198 6

αμυντικού περιεχομένου του δικαιώματος, που δεν επιβάλλονται από την αιτιώδη συνάφεια. 6 2.ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ Στη θεωρία, συχνά, δημιουργείται σύγχυση μεταξύ των εννοιών του περιορισμού και της οριοθέτησης του περιεχομένου των συνταγματικών δικαιωμάτων. Για το λόγο αυτό, θα ασχοληθούμε στο οικείο κεφάλαιο με τις διαφορές των δύο εννοιών. Οριοθέτηση είναι ο με διατάξεις δικαίου στο πλαίσιο της γενικής σχέσης πραγματοποιούμενος καθορισμός του γενικού περιεχομένου, ο προσδιορισμός των ανώτατων ορίων άσκησης του δικαιώματος. 7 Διακρίνεται σε γενική και ειδική οριοθέτηση, όταν ο καθορισμός του γενικού περιεχομένου του δικαιώματος γίνεται με γενικές ή ειδικές διατάξεις δικαίου, αντίστοιχα. Με βάση τα άρθρα 5 παρ.1, και 25 του Συντάγματος, μπορούμε να διακρίνουμε τις ακόλουθες γενικές οριοθετήσεις: α) τα δικαιώματα των άλλων, β) το Σύνταγμα, γ) τα χρηστά ήθη, δ) η απαγόρευση καταχρηστικής άσκησης, και ε) η κοινωνική οριοθέτηση. Και έπειτα από συστηματική ερμηνεία των παραπάνω άρθρων, καταλήγουμε στο οριοθετικό τρίπτυχο: νομιμότητα, κοινωνικότητα, χρηστότητα. 8 Ενώ, λοιπόν, η οριοθέτηση συνιστά καθορισμό της περιφέρειας του κύκλου, που αναπαριστά το δικαίωμα, ο περιορισμός αποτελεί επιτρεπόμενη συρρίκνωση αυτής της περιφέρειας. Αυτή είναι η εννοιολογική διαφορά των δύο εννοιών, που συνιστά ταυτόχρονα και διαφορά περιεχομένου και αξιολογικής αντιμετώπισης από πλευράς δικαίου. Άλλη διαφορά εντοπίζεται ως προς το πεδίο εφαρμογής των δύο εννοιών, καθώς η οριοθέτηση εφαρμόζεται στη γενική έννομη σχέση, ενώ ο περιορισμός στην ειδική έννομη σχέση. Επιπλέον, για τον περιορισμό απαιτείται να υπάρχει επιφύλαξη νόμου, πράγμα που δε συμβαίνει στην περίπτωση των οριοθετήσεων, όπου ο κοινός νομοθέτης είναι ελεύθερος να προβεί σε ρυθμίσεις. Τέλος, οι οριοθετήσεις έχουν χαρακτήρα τακτικό και γενικό, που καλύπτει το 6 Αυτό σημαίνει είτε ότι δεν υπάρχει κοινό αντικειμενικό στοιχείο δικαιώματος-σχέσης, είτε ότι υπάρχει αλλά ο περιορισμός ξεπέρασε το επιβαλλόμενο μέτρο. (Βλ. Δημητρόπουλος Α., όπ. παρ., σελ.208) 7 Βλ. Δημητρόπουλος Α., όπ. παρ., σελ.169 8 Βλ. Δημητρόπουλος Α., όπ. παρ., σελ.175 7

σύνολο των δικαιωμάτων, ενώ οι περιορισμοί έχουν χαρακτήρα έκτακτο, ειδικό και συγκεκριμένο. 3.ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΩΝ Οι περιορισμοί διακρίνονται με βάση διάφορα κριτήρια: I. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η διάκριση των περιορισμών, ανάλογα με την πηγή τους, σε συνταγματικούς, νομοθετικούς και, ενίοτε, διοικητικούς. Το άρθρο 25 παρ.1 εδ. δ του Συντάγματος, όπως διαμορφώθηκε με την αναθεώρηση του 2001, σύμφωνα με το οποίο << οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού >>, καθιερώνει την αρχή << nulla restricto sine lege constitutionale certa >>, δηλαδή την αρχή της συνταγματικής πρόβλεψης των περιορισμών. Η αρχή αυτή είναι θεμελιώδης για όλους τους περιορισμούς των συνταγματικών δικαιωμάτων και ιδιαίτερα για τη διάκριση μεταξύ συνταγματικών και νομοθετικών περιορισμών, όπου οι πρώτοι προβλέπονται από τις συνταγματικές διατάξεις, ενώ οι δεύτεροι με διατάξεις του κοινού δικαίου, ύστερα από εξουσιοδότηση του συντακτικού νομοθέτη (επιφύλαξη νόμου). Το Σύνταγμα περιέχει δύο ειδών περιορισμούς, τους εγγενείς και τους γνήσιους. Οι εγγενείς περιορισμοί αποτελούν εννοιολογικούς προσδιορισμούς, δηλαδή αφορούν το περιεχόμενο του προστατευόμενου δικαιώματος και όχι τον τρόπο ή σκοπό άσκησής του. Το περιεχόμενο του δικαιώματος προσδιορίζεται από το Σύνταγμα και με την απαγόρευση της αντικοινωνικής ή καταχρηστικής άσκησής του (Άρθρο 25 παρ.3). Από την άλλη μεριά, οι γνήσιοι περιορισμοί αφορούν τον τρόπο και το σκοπό ασκήσεως του δικαιώματος, και μπορούν να προβλέπονται είτε από το ίδιο το Σύνταγμα είτε, κατ εξουσιοδότησή του, από το νόμο, είτε, κατά συνταγματική αναγνώριση, και από το διεθνές δίκαιο 9 (Άρθρο 5 παρ.2 εδ. β Συντάγματος). 9 Δαγτόγλου Π.Δ., Συνταγματικό Δίκαιο-Ατομικά Δικαιώματα Α, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα- Κομοτηνή 1991, σελ.150 8

Οι νομοθετικοί περιορισμοί αφορούν περιορισμούς από τον κοινό νομοθέτη, ο οποίος δε μπορεί να περιορίσει τα συνταγματικά δικαιώματα, παρά μόνο αν και όπως το επιτρέπει το Σύνταγμα. Στις περιπτώσεις αυτές κάνουμε λόγο για επιφύλαξη του νόμου, δηλαδή το Σύνταγμα κατοχυρώνει το εκάστοτε δικαίωμα υπό την επιφύλαξη των περιορισμών που θεσπίζει ο νόμος. 10 Το Σύνταγμα προβλέπει και την πολλαπλή συμμετοχή της εκτελεστικής εξουσίας στον περιορισμό των συνταγματικών δικαιωμάτων, οπότε κάνουμε λόγο για διοικητικούς περιορισμούς. Ενδεικτικά, αναφέρουμε τα άρθρα 48 και 44 του Συντάγματος, που συνιστούν ιδιαίτερα σημαντικές περιπτώσεις διοικητικών περιορισμών. II. Ανάλογα με το περιεχόμενο τους, οι περιορισμοί διακρίνονται σε θετικούς και αποθετικούς. 11 Οι θετικοί περιορισμοί συνίστανται σε υποχρέωση πράξεως, ενώ οι αποθετικοί περιορισμοί σε υποχρέωση παραλείψεως ή ανοχής. III. Αληθείς και οιονεί περιορισμοί (ψευδοπεριορισμοί) 12 : οι μη γνήσιοι ή οιονεί περιορισμοί αφορούν αποδοκιμαζόμενη συμπεριφορά, η οποία όμως δεν προστατεύεται, καθώς βρίσκεται έξω από τα δικαιικά όρια. Δημιουργούν, λοιπόν, την εντύπωση ότι είναι περιορισμοί, ενώ στην ουσία πρόκειται για ψευδοπεριορισμούς. IV. Ουσιαστικοί και διαδικαστικοί περιορισμοί 13 : οι ουσιαστικοί περιορισμοί αναφέρονται στο περιεχόμενο του δικαιώματος, ενώ οι διαδικαστικοί αναφέρονται στη διαδικασία. V. Συνολικοί και μερικοί περιορισμοί 14 : ο συνολικός περιορισμός περιορίζει όλο το περιεχόμενο του δικαιώματος, ενώ ο μερικός ένα συγκεκριμένο μέρος αυτού. VI. Ανάλογα με το χρονικό κριτήριο (χρονικοί περιορισμοί) 15, οι περιορισμοί διακρίνονται σε προσωρινούς και μόνιμους. 10 Βλ. Δαγτόγλου Π. Δ, όπ. παρ., σελ.153 11 Βλ. Δαγτόγλου Π. Δ, όπ. παρ., σελ.114 12 Βλ. Δημητρόπουλος Α., όπ. παρ., σελ.209 13 Βλ. Δημητρόπουλος Α., όπ. παρ., σελ.210 14 Βλ. Δημητρόπουλος Α., όπ. παρ., σελ.210 15 Βλ. Δημητρόπουλος Α., όπ. παρ., σελ.211 9

VII. Περιορισμοί προσώπων (υποκειμενικοί) και πραγμάτων (αντικειμενικοί) 16 : υποκειμενικοί είναι οι περιορισμοί ως προς την ιδιότητα του υποκειμένου, ενώ οι αντικειμενικοί προβλέπονται ανεξάρτητα από τους φορείς τους. VIII. Κυρωτικοί και λειτουργικοί περιορισμοί 17 : κυρωτικοί είναι οι περιορισμοί των δικαιωμάτων, που επιβάλλονται ως κύρωση, ενώ λειτουργικοί είναι εκείνοι, που επιβάλλονται για την εύρυθμη λειτουργία των θεσμών. IX. Ρητοί και μη ρητοί περιορισμοί 18 : οι ρητοί περιορισμοί προβλέπονται expressis verbis στο κείμενο του Συντάγματος και έπειτα εξειδικεύονται με διατάξεις του κοινού δικαίου. Οι μη ρητοί περιορισμοί δεν έχουν αυτόνομη διατύπωση στο Σύνταγμα (expressis verbis), αλλά προκύπτουν από τη συνεφαρμογή των συνταγματικών διατάξεων. X. Πραγματικοί και νομικοί περιορισμοί 19 :πραγματικοί είναι οι περιορισμοί που προκαλούνται από ενέργειες των φορέων των δικαιωμάτων ή των κρατικών οργάνων, ενώ νομικοί είναι εκείνοι που εισάγονται με κανόνες δικαίου. XI. Περιορισμοί κτήσης και άσκησης 20 : οι περιορισμοί κτήσης αναφέρονται στην κτήση και απώλεια του δικαιώματος, ενώ οι περιορισμοί άσκησης περιορίζουν το δικαίωμα χρονικά, τοπικά και τροπικά. 16 Βλ. Δημητρόπουλος Α., όπ. παρ., σελ.211 17 Βλ. Δημητρόπουλος Α., όπ. παρ., σελ.211 18 Βλ. Δημητρόπουλος Α., όπ. παρ., σελ.212 19 Βλ. Δημητρόπουλος Α., όπ. παρ., σελ.213 20 Βλ. Δημητρόπουλος Α., όπ. παρ., σελ.213, 215 10

Β ΜΕΡΟΣ Η ΕΠΙΦΥΛΑΞΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 1. ΕΝΝΟΙΑ Επιφύλαξη του νόμου είναι η ρητή παραπομπή στο νόμο, που περιέχει το Σύνταγμα του 1975, τόσο στο δεύτερο μέρος του που αφορά τα συνταγματικά δικαιώματα, όσο και στο τρίτο μέρος, σχετικά με την οργάνωση και τις λειτουργίες της πολιτείας. 21 Αφορά τους εκτελεστικούς του Συντάγματος νόμους, οι οποίοι διακρίνονται σε απλούς εκτελεστικούς νόμους (όταν η σχετική συνταγματική διάταξη μπορεί να εφαρμοστεί άμεσα, χωρίς να έχει θεσπιστεί ο νόμος αυτός) και σε οργανικούς ή οργανωτικούς (ρυθμίζουν τη συγκρότηση και λειτουργία των άμεσων κρατικών οργάνων και δεν μπορούν να καταργηθούν χωρίς προηγούμενη ισοδύναμη αντικατάστασή τους). 22 Όσον αφορά τα συνταγματικά δικαιώματα, επιφύλαξη του νόμου (Gesetzesvorbehalt, reserve de la loi ) 23 είναι η ρητή εξουσιοδότηση του κοινού νομοθέτη από τον συντακτικό νομοθέτη να θεσπίσει περιορισμούς των δικαιωμάτων. Η επιφύλαξη του νόμου θεμελιώνεται στο άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ (<<οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού >>), το οποίο εισήχθη με την αναθεώρηση του 2001 και κατοχυρώνει την αρχή <<ουδείς περιορισμός χωρίς ορισμένη συνταγματική διάταξη>>. Όπως έχει αναφερθεί και προηγουμένως, η προστασία των συνταγματικών δικαιωμάτων δεν είναι απόλυτη, αλλά αυτά υπόκεινται στους περιορισμούς που επιβάλλει το ίδιο το Σύνταγμα ή ο κοινός νομοθέτης. Ο κοινός νομοθέτης, όμως, που δεσμεύεται κατ αρχήν από τα ατομικά δικαιώματα μπορεί να τα περιορίζει μόνο εάν και όποτε το Σύνταγμα του το επιτρέψει. Ο θεσμός της επιφυλάξεως του νόμου συνιστά συγχρόνως τη δύναμη και την αδυναμία των ατομικών δικαιωμάτων, καθώς ο νομοθέτης μπορεί με τη ρυθμιστική του εξουσία να προστατεύσει ή να περιορίσει κάποιο δικαίωμα, αντίστοιχα. Προκειμένου, όμως, να αποφευχθεί η καταχρηστική άσκηση της εξουσίας αυτής εις βάρος του ατόμου, πολλά Συντάγματα (π.χ. Η.Π.Α., 21 Βλ. Χρυσόγονος Κ.Χ.,Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, 2 η έκδοση αναθεωρημένη και συμπληρωμένη, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2002, σελ.74 22 Βλ. Χρυσόγονος Κ.Χ., όπ. παρ.,σελ.74 23 Βλ. Δημητρόπουλος Α., όπ. παρ.,σελ.221 11

Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας) καθορίζουν ρητώς ότι τα ατομικά δικαιώματα δεσμεύουν όχι μόνο την εκτελεστική και δικαστική, αλλά και τη νομοθετική εξουσία. Το ελληνικό Σύνταγμα δεν το λέει ρητά, αλλά σύμφωνα με τον κ. Κυριακόπουλο, κατά το σαφές πνεύμα του Συντάγματος, τα ατομικά δικαιώματα δεσμεύουν και το νομοθέτη. 24 Το κείμενο, λοιπόν, του Συντάγματος παρέχει ένα minimum βαθμό ελευθεριών στο άτομο, τον οποίο δεν μπορεί να υπερβεί ο νομοθέτης σε βάρος του, αλλά μόνο εις όφελός του. Για το λόγο αυτό, για να προβεί σε περιοριστικές των δικαιωμάτων ρυθμίσεις, πρέπει να υπάρχει ρητή και περιορισμένη εξουσιοδότηση του συντακτικού νομοθέτη. Ακόμη, όμως, και αν δεν περιγράφεται με την επιφύλαξη του νόμου ρητός περιορισμός του δικαιώματος, αυτό δε σημαίνει ότι ο κοινός νομοθέτης εξουσιοδοτείται εν λευκώ να προβεί σε περιορισμούς αόριστα και κατά βούλησή του. Αντιθέτως, ο μη ρητός περιορισμός, που θα εισαχθεί, θα πρέπει να είναι αναγκαίο αποτέλεσμα αιτιώδους συνάφειας από την συνεφαρμογή περισσοτέρων συνταγματικών διατάξεων. 25 Έτσι, καταλήγουμε σε δύο συμπεράσματα: πρώτον, ότι για οποιοδήποτε νομοθετικό περιορισμό απαιτείται συνταγματική εξουσιοδότηση, οπότε η επιφύλαξη του νόμου συμπληρώνεται από την επιφύλαξη του Συντάγματος, και δεύτερον, ότι η επιφύλαξη του νόμου είναι λιγότερο επικίνδυνη όσο περισσότερο περιορισμένη είναι. 26 2. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ Α)Γερμανική θεωρία i. Πριν από τον Α Παγκόσμιο πόλεμο Μέχρι το τέλος του Α Παγκοσμίου πολέμου, τα πρώτα Συντάγματα των ετών 1818-1819 καθιέρωναν ρητά τη μοναρχική αρχή, ενώ η πραγματικότητα διέψευδε τις αμφιβολίες ως προς τη νομική θέση του αυτοκράτορα σύμφωνα με το <<Σύνταγμα Βίσμαρκ >> του 1871, το οποίο καθιέρωνε ως φορείς της κρατικής εξουσίας τις ομόσπονδες κυβερνήσεις και όχι τον αυτοκράτορα ή το λαό. Κι αυτό γιατί η θέση του Κάιζερ ήταν πολύ σημαντική και ολοένα ενισχυόμενη. Έτσι λοιπόν, η μοναρχική αρχή αποτέλεσε θεμελιώδη κανόνα της γερμανικής έννομης 24 Βλ. Bettermann Karl August, Περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων, Αρμενόπουλος 1965, τόμος ΙΘ, σελ.266-269 25 Βλ. Δημητρόπουλος Α., όπ. παρ., σελ.221,223 26 Βλ. Bettermann Karl August, όπ. παρ., σελ.268 12

τάξης, και υποδηλώνει κατ αρχήν την απόκρουση της λαϊκής κυριαρχίας, ενώ υιοθετούσε το κοινοβουλευτικό σύστημα. Δεν πρέπει, επίσης, να παραλείψουμε τον καθοριστικό ρόλο που διαδραμάτισε η διάκριση κράτους-κοινωνίας για τη θεωρητική σύλληψη του γερμανικού πολιτειακού δικαίου. Κράτος θεωρείται η οργάνωση της κρατικής εξουσίας, που ρυθμιζόταν αποκλειστικά από το μονάρχη, έτσι δε θα μπορούσε να γίνει λόγος για διάκριση των εξουσιών, αντιθέτως επικρατούσε το δόγμα <<quod principi placuit, legis habet vigorem>>. Κοινωνία, από την άλλη μεριά, θεωρείται το σύνολο των σχέσεων και καταστάσεων που προκύπτουν από την ελεύθερη και αμοιβαία επίδραση των ανθρώπων. Όμως, παρά τον απόλυτο χαρακτήρα της μοναρχικής εξουσίας, για τα ζητήματα της ελευθερίας και της ιδιοκτησίας, που αφορούσαν την κοινωνία, ο μονάρχης έπρεπε να εξασφαλίσει την συγκατάθεση των αντιπροσώπων του λαού, προκειμένου να προβεί σε ρύθμισή τους. Το 19 ο αι., ο γερμανικός λαός διεκδικεί την εγκαθίδρυση δημοκρατικού πολιτεύματος και την παραχώρηση Συντάγματος, μέσα από το σύνθημα <<Να ελευθερωθούμε από το κράτος συμμετέχοντας στο κράτος>>, με σκοπό τη συρρίκνωση της εκτελεστικής εξουσίας, την οποία χαρακτήριζε η απόλυτη ελευθερία δράσεως. Την αντίθεση μεταξύ της μοναρχικής, από τη μια πλευρά, και της λαϊκής, από την άλλη, κυριαρχίας ήρθε να άρει η νομική κατασκευή της επιφυλάξεως του νόμου, που περιόρισε την εξουσία του μονάρχη αλλά δεν αφαίρεσε το τεκμήριο της αρμοδιότητας από αυτόν. Η επιφύλαξη του νόμου απαγόρευε στην εκτελεστική εξουσία, που ήταν συγκεντρωμένη στα χέρια του μονάρχη, να επεμβαίνει και να ρυθμίζει αυτόνομα θέματα προσωπικής ελευθερίας και ιδιοκτησίας χωρίς νόμο, έχοντας λάβει έτσι τη συγκατάθεση των αντιπροσώπων του λαού, ή χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση να πράξει κάτι τέτοιο. Πρόκειται για μια πρώτη μορφή της αρχής της νομιμότητας. Με βάση τα θέματα που καθιστούσαν υπό την επιφύλαξη του νόμου, τα Συντάγματα της Γερμανίας του 19 ου αι. διακρίνονταν σε δύο ομάδες. Τα Συντάγματα της πρώτης ομάδας όριζαν ρητώς ότι τα θέματα της προσωπικής ελευθερίας και της ιδιοκτησίας για να ρυθμιστούν απαιτούσαν τη σύμπραξη μονάρχη και λαϊκών αντιπροσώπων. Τα Συντάγματα της δεύτερης ομάδας όριζαν απλώς ότι στη νομοθεσία απαιτείται η σύμπραξη μονάρχη-κοινοβουλίου. Και στις δύο ομάδες,όμως, μπορούσαν να τεθούν υπό την επιφύλαξη του νόμου κάποια ειδικά ζητήματα (ειδική επιφύλαξη), εκτός της ελευθερίας και της ιδιοκτησίας. 13

Η επέκταση της επιφυλάξεως του νόμου και στις ατομικές διοικητικές πράξεις έγινε νομολογιακώς το 1876 από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Πρωσίας αλλά μόνο για τις επαχθείς για το διοικούμενο πράξεις. Η επιφύλαξη του νόμου, τέλος, συνδέεται εννοιολογικά με την αρχή του κράτους δικαίου, κατά την οποία η άσκηση της κρατικής εξουσίας στις σχέσεις της με τους πολίτες καθορίζεται από το δίκαιο, ενώ προστατεύεται η ελευθερία και η ιδιοκτησία, των οποίων η ρύθμιση από την εκτελεστική εξουσία μπορεί να γίνει μόνο αν στηρίζεται σε νόμο και όχι σε αυτονομία. ii. Μετά τον Α Παγκόσμιο πόλεμο Με τη λήξη του Α Παγκοσμίου Πολέμου, δύο Συντάγματα υπήρξαν καθοριστικά για την εξέλιξη της θεωρίας της επιφυλάξεως του νόμου υπό τη δημοκρατική πλέον Γερμανία, το Σύνταγμα της Βαϊμάρης (1919) και ο Θεμελιώδης Νόμος της Βόννης (1949). Η θεμελίωση του Συντάγματος της Βαϊμάρης στη λαϊκή κυριαρχία και τον κοινοβουλευτισμό δεν καθιστούσε πλέον απαραίτητη την επιφύλαξη νόμου, η οποία όμως διατηρήθηκε σιωπηρά. Η απεριόριστη προστασία της ελευθερίας και της ιδιοκτησίας, καθώς και η δυνατότητα της πλειοψηφίας να καταπιέζει τη μειοψηφία, οδήγησε στη ρύθμιση του άρθρου 77, σύμφωνα με το οποίο οι με νόμο περιορισμοί των θεμελιωδών δικαιωμάτων γίνονται μόνο κατόπιν ειδικής νομοθετικής εξουσιοδότησης. Ο Θεμελιώδης Νόμος της Βόννης, που κατοχυρώνει το κοινοβουλευτικό σύστημα και την έμμεση εκλογή του αρχηγού του κράτους, δεν προβλέπει ρητά την επιφύλαξη του νόμου με την ιστορική της έννοια, η οποία συνάγεται από το σύνολο των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται υπό την επιφύλαξη του νόμου. Ωστόσο, δεν επιτρέπονται οι γενικές και απεριόριστες νομοθετικές εξουσιοδοτήσεις, αλλά θα πρέπει να είναι καθορισμένα στο νόμο το περιεχόμενο, ο σκοπός και η έκταση της παρεχόμενης εξουσιοδότησης (Άρθρο 80 παρ. 1 εδ. 1 και 2). Η δημοκρατική γερμανική έννομη τάξη, εκτός από τη συνταγματική δέσμευση του νομοθέτη, την υπεροχή του τυπικού νόμου και το τεκμήριο της αρμοδιότητας υπέρ του νομοθέτη να επιλέγει κατά το δοκούν τα θέματα που ρυθμίζει με νόμο, κατοχύρωσε και τη συνταγματική απαγόρευση της εκτελεστικής εξουσίας να επεμβαίνει αυτοτελώς για την επίλυση των εκάστοτε προβλημάτων. Με βάση λοιπόν την επιφύλαξη του νόμου, ο νομοθέτης έχει την αποκλειστική εξουσία να ρυθμίζει ένα θέμα, 14

απαγορεύοντας στην εκτελεστική εξουσία να προβεί σε οποιαδήποτε ρύθμιση, πριν τη νομοθετική ρύθμιση. Ο Θεμελιώδης Νόμος της Βόννης αναγνωρίζει όχι μόνο την ειδική επιφύλαξη του νόμου, την οποία είχε συνδέσει με τα περισσότερα θεμελιώδη δικαιώματα, αλλά και τη γενική επιφύλαξη, η οποία θεμελιώνεται μάλλον σε συνταγματικό έθιμο ή λανθάνει στο άρθρο 20 παρ. 2 εδ. 2. Έτσι, η επιφύλαξη του νόμου εκτείνεται όχι μόνο σε θέματα ελευθερίας και ιδιοκτησίας, αλλά σε όλες τις επαχθείς 27 πράξεις της διοικήσεως, που αφορούν τη σφαίρα ελεύθερης δράσεως του ατόμου. Β)Η επιφύλαξη του νόμου στο ελληνικό δίκαιο Μεγάλο σταθμό στην ελληνική συνταγματική ιστορία αποτέλεσε η κατοχύρωση της θεμελιώδους αρχής της λαϊκής κυριαρχίας στο Σύνταγμα του 1864. Πριν το 1864, η ελληνική έννομη τάξη μπορεί να διακριθεί σε δύο περιόδους, εκείνη της επαναστάσεως (1821-1832) και εκείνη της βασιλείας του Όθωνα (1833-1862): 1821-1832: την περίοδο της Επαναστάσεως, τα Συντάγματα της Επιδαύρου, του Άστρους και της Τροιζήνας καθιέρωναν τεκμήριο της αρμοδιότητας υπέρ του νομοθετικού οργάνου (Βουλευτικό και Εκτελεστικό Σώμα στα δύο πρώτα, η Βουλή μόνο στο τρίτο με δικαίωμα αναβλητικής αρνησικυρίας του κυβερνήτη). Την περίοδο της διακυβέρνησης του Ιωάννη Καποδίστρια που ακολουθεί (1828-1831), το πολίτευμα πρέπει να χαρακτηριστεί δημοκρατικός καισαρισμός, καθώς περιείχε στοιχεία και μονοκρατίας και δημοκρατίας. Ο χαρακτηρισμός αυτός του πολιτεύματος οφείλεται στη συγκέντρωση όλης της εξουσίας στα χέρια του κυβερνήτη με τη συγκατάθεση των εθνοσυνελεύσεων, δηλαδή άσκηση της εξουσίας στο όνομα του λαού, σε αντίθεση με την περιορισμένη μοναρχία, που αν και έχει μεγάλη ομοιότητα με το δημοκρατικό καισαρισμό, σ αυτήν ο αρχηγός του κράτους ασκεί την εξουσία στο όνομά του. Παρόλο που το πολίτευμα του Καποδίστρια ήταν η αρχή ενός ανδρός, ωστόσο αναγνώριζε κατά κάποιο τρόπο τη διάκριση των λειτουργιών και το τεκμήριο της αρμοδιότητας υπέρ του νομοθετικού οργάνου. Την επιφύλαξη του νόμου, όταν αντικείμενο της ρύθμισης είναι η διάθεση εθνικών κτημάτων, η ιδιοκτησία ή οι οικονομικοί πόροι του κράτους, αναγνώριζε και το ψήφισμα Β της Δ Εθνικής Συνελεύσεως του Άργους, που 27 Στο ζήτημα αν η επιφύλαξη του νόμου αφορά και τις διοικητικές παροχές έχει επικρατήσει η καταφατική απάντηση (Βλ. Παντελής Μ. Αντώνης, Ζητήματα Συνταγματικών Επιφυλάξεων, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1984, σελ.65) 15

αντικαθιστούσε το πανελλήνιο με τη Γερουσία. 1833-1862 : όταν ο Όθωνας έφτασε στην Ελλάδα στις 25 Ιανουαρίου 1833, βρέθηκε μπροστά σε κενό εξουσίας και έτσι ιδιοποιήθηκε την κυριαρχία, χωρίς κανείς να την υπερασπιστεί, εγκαινιάζοντας το πολίτευμα της <<ελέω Θεού>> μοναρχίας. Το μοναρχικό πολίτευμα καθορίστηκε από τις μεγάλες δυνάμεις με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830. Ούτε αυτό, όμως, αλλά ούτε και το Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1832, με το οποίο ο Όθωνας αποδέχτηκε το στέμμα, έκαναν λόγο για την παραχώρηση Συντάγματος, παρά τις υποσχέσεις που είχαν δοθεί. Έτσι, μέχρι την Επανάσταση της 3 ης Σεπτεμβρίου του 1843, ο Όθωνας βασίλευε ως απόλυτος μονάρχης. Την περίοδο εκείνη, ήταν απαραίτητη η γνώμη του Συμβουλίου της Επικρατείας πριν δημοσιευθεί, καταργηθεί ή τροποποιηθεί νόμος, το οποίο λειτούργησε το 1835 με συμβουλευτικές και δικαστικές αρμοδιότητες. Το Σύνταγμα του 1844, που αποτέλεσε ένα Σύνταγμα-συνάλλαγμα, καθώς θεωρήθηκε συνθήκη μεταξύ βασιλιά-έθνους, καθιέρωνε το πολίτευμα της συνταγματικής ή περιορισμένης μοναρχίας. Παρ όλα αυτά, αναγνώριζε συγχρόνως και την αρχή της νομιμότητας, ώστε στην πράξη να ισχύει το τεκμήριο της αρμοδιότητας υπέρ του νομοθετικού οργάνου, καθώς με βάση το Άρθρο 28 δεν αναγνωρίζεται η αυτόνομη κανονιστική αρμοδιότητα της εκτελεστικής εξουσίας. Με το Σύνταγμα του 1864, που καθιερώνει για πρώτη φορά την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, το πολίτευμα έλαβε τη μορφή της βασιλευόμενης δημοκρατίας, ενώ το τεκμήριο της αρμοδιότητας απολαμβάνει ο λαός και όχι ο ανώτατος άρχων. Ακόμα και σήμερα, υπό το κράτος της λαϊκής κυριαρχίας, όλη τη δράση της δημόσιας διοίκησης καλύπτει η αρχή της νομιμότητας, η οποία αναγνωρίζεται παγίως από όλα τα μεταγενέστερα του 1864 ελληνικά Συντάγματα. Έτσι, δε μπορούμε να κάνουμε διαχωρισμό μεταξύ κανόνων δικαίου-διοικητικών κανόνων, μεταξύ τυπικού-ουσιαστικού νόμου βάσει της φύσεως των διατάξεων. Με εξαίρεση τα άρθρα 47 παρ. 3 (διατάγματα παροχής αμνηστίας επί πολιτικών εγκλημάτων), 43 παρ. 3 (οργανωτικά διατάγματα που εκδίδει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας), 48 παρ. 2 (διοικητικής φύσεως μέτρα που λαμβάνει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας όταν κηρυχθεί κατάσταση πολιορκίας), 54 παρ. 2 (προεδρικά διατάγματα για τον καθορισμό του αριθμού των βουλευτών κάθε εκλογικής περιφέρειας και παραπομπή για επεξεργασία στο ΣτΕ των διαταγμάτων καθορισμού των βουλευτικών εδρών) και 83 (καθορισμός των αρμοδιοτήτων των υπουργών άνευ 16

χαρτοφυλακίου και των υφυπουργών με απόφαση μόνο του Πρωθυπουργού ή με κοινή απόφαση του Πρωθυπουργού και του οικείου υπουργού), δεν αναγνωρίζεται αυτοτελής κανονιστική αρμοδιότητα της διοικήσεως στο ελληνικό δίκαιο, ενώ κάθε θέμα, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων, μπορεί να ρυθμιστεί με νομοθετική εξουσιοδότηση. Όσον αφορά την επιφύλαξη του νόμου ως περιορισμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, νόμος νοείται κάθε κανόνας δικαίου, που έχει παραχθεί έγκυρα βάσει των κανόνων της ελληνικής έννομης τάξης, 28 3. ΛΟΓΟΙ ΘΕΣΠΙΣΗΣ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ Ο συντακτικός νομοθέτης συνήθως κατοχυρώνει τα ατομικά δικαιώματα υπό την επιφύλαξη του νόμου για συγκεκριμένους λόγους. 29 Πρώτον, υπάρχουν πάρα πολλές περιπτώσεις, στις οποίες το Σύνταγμα επιτρέπει στον κοινό νομοθέτη να θεσπίσει περιορισμούς των δικαιωμάτων και τις οποίες ο συντακτικός νομοθέτης συχνά δε μπορεί ή δεν θέλει να τις προβλέψει όλες ή, ακόμη, δεν έχει γνώση όλων αυτών των περιπτώσεων. Δεύτερον, το Σύνταγμα δε μπορεί να ρυθμίσει από μόνο του όλα τα πολυάριθμα ζητήματα συγκρούσεως και επικαλύψεως των συνταγματικών δικαιωμάτων και άλλων έννομων αγαθών, γι αυτό και αναθέτει το συντονισμό τους στον κοινό νομοθέτη, ο οποίος καλείται να εξισορροπήσει τις καταστάσεις. Τρίτον, η λεπτομερής απαρίθμηση όλων των περιπτώσεων, στις οποίες ένα δικαίωμα περιορίζεται, θα οδηγούσε σε ένα ακόμη εκτενέστερο κείμενο του Συντάγματος, ενώ οι θεσπιζόμενοι περιορισμοί θα αποκτούσαν δυσμετάβλητο χαρακτήρα. Γι αυτούς, λοιπόν, τους λόγους, το Σύνταγμα επιτρέπει τους νομοθετικούς περιορισμούς των συνταγματικών δικαιωμάτων, εφόσον στηρίζονται σε επιφύλαξη νόμου και καλύπτονται πλήρως από αυτήν. 30 4. ΝΟΜΟΣ I. Η έννοια του νόμου Τόσο τη θεωρία, όσο και τη νομολογία, έχει απασχολήσει κατά καιρούς το ζήτημα του εάν με τον όρο νόμος νοείται ο τυπικός μόνο ή και ο ουσιαστικός. Τυπικός νόμος συνιστά πράξη των νομοθετικών οργάνων του κράτους, δηλαδή της Βουλής, που κυρώνεται, εκδίδεται και 28 Για το κεφάλαιο της Ιστορικής Αναδρομής, βλ. Παντελής μ. Αντώνης, όπ. παρ., σελ.22-108 29 Βλ. Δαγτόγλου Π. Δ., όπ. παρ., σελ.155 30 Βλ. Ράικος Α., Συνταγματικό Δίκαιο, Θεμελιώδη Δικαιώματα, 2 ος τόμος, β έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2002, σελ.240 17

δημοσιεύεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Αντίθετα, ουσιαστικός νόμος είναι κάθε κρατική πράξη με την οποία θεσπίζονται κανόνες δικαίου, που προβλέπουν δικαιώματα και υποχρεώσεις (π.χ. διατάγματα, υπουργικές αποφάσεις ). 31 Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, τόσο στη θεωρία όσο και στη νομολογία 32, ο συντακτικός νομοθέτης, όταν κάνει λόγο για επιφύλαξη νόμου, χρησιμοποιεί τον όρο νόμος με την ουσιαστική του έννοια. Οπότε, περιορισμοί των δικαιωμάτων εισάγονται και με ουσιαστικό νόμο. 33 Ωστόσο, μια άλλη άποψη δέχεται ότι το Σύνταγμα αναφέρεται μόνο στον τυπικό νόμο, ο οποίος αποτελεί αποτέλεσμα του ορθού λόγου, προέρχεται δηλαδή από το διάλογο των αντιπροσώπων που έχει εκλέξει ο λαός, καθώς η επιφύλαξη υπέρ του ουσιαστικού νόμου σχετικοποιεί επικίνδυνα την προστασία των δικαιωμάτων, θέμα με μεγάλη κοινωνική σημασία, και δεν έχει στέρεο έρεισμα ούτε στο άρθρο 72 παρ. 1, αλλά ούτε στο γενικότερο πνεύμα του Συντάγματος. 34 Η έκδοση τυπικού νόμου με βάση τον ορθό λόγο, όμως, συνέβαινε την εποχή που το κοινοβούλιο ήταν κοινωνικά ομοιογενές. Από τη στιγμή που οι λαϊκοί αντιπρόσωποι άρχισαν να υποστηρίζουν συγκεκριμένα αντιτιθέμενα συμφέροντα και η θέση που έπαιρναν καθοριζόταν από την ηγεσία του κόμματος, και ιδιαίτερα σήμερα, που η κοινοβουλευτική πλειοψηφία ταυτίζεται με την εκτελεστική εξουσία, ο τυπικός νόμος δεν προέρχεται υποχρεωτικά από τον ορθό λόγο. Εξάλλου, στην εποχή μας, πολλές πράξεις της εκτελεστικής εξουσίας αποκτούν ισχύ τυπικού νόμου, όπως οι έκτακτες ή εξαιρετικές νομοθετικές αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας (άρθρα 43, και άρθρα 44 και 48 παρ. 2, αντίστοιχα), υπουργικές αποφάσεις, αστυνομικές διατάξεις κ.α., οπότε και μπορούν να επέμβουν στις διατάξεις σχετικά με τα δικαιώματα και δε μπορούν να τροποποιηθούν / ανασταλούν / καταργηθούν παρά με κρατικές πράξεις που έχουν ισχύ νόμου. 35 Προκειμένου να εκδοθούν, όμως, τέτοιες πράξεις πρέπει να υπάρχει σχετικός τυπικός νόμος, που εξουσιοδοτεί τη διοίκηση (άρθρο 43 παρ. 2 Συντάγματος) ή εκτελείται από αυτή (άρθρο 43 παρ. 1 Συντάγματος), με μόνη εξαίρεση την έκδοση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου (άρθρο 44 παρ.1 Συντάγματος). 36 31 Βλ. Μάνεσης Α., όπ. παρ., σελ.67 32 Μια επιεικέστερη εκδοχή του ζητήματος ακολουθούν ορισμένες αποφάσεις του ΣτΕ, σύμφωνα με τις οποίες απαιτείται είτε τυπικός νόμος είτε διάταγμα ειδικής εξουσιοδότησης, στις περιπτώσεις <<βαθειάς επέμβασης>> σε συνταγματικό δικαίωμα. Έτσι, αποκλείονται οι λοιπές κατηγορίες κανονιστικών πράξεων της διοίκησης του άρθρου 43. (βλ. Χρυσόγονος Κ.X., όπ. παρ., σελ.79) 33 Βλ. Μάνεσης Α., όπ. παρ., σελ.68 34 Βλ. Μάνεσης Α., όπ. παρ., σελ.68-69 και Δημητρόπουλος Α., οπ. παρ., σελ.223 35 Βλ. Μάνεσης Α., όπ. παρ., σελ.70-71 36 Βλ. Δαγτόγλου Π. Δ., όπ. παρ., σελ.157 18

Παρά τη σημερινή ταύτιση τυπικού και ουσιαστικού νόμου στο πεδίο των συνταγματικών δικαιωμάτων, η παλαιότερη διαφοροποίηση τους δεν έχει εκλείψει εντελώς. Αυτό συμβαίνει, κυρίως, λόγω της δυνατότητας συγκρότησης κυβερνήσεων συνασπισμών ή μειοψηφίας, της μεγαλύτερης δημοσιότητας του τυπικού νόμου, της ευρύτερης πολιτικής ομοφωνίας που απαιτείται να υπάρχει στην Κυβέρνηση προκειμένου να εκδοθεί ο τυπικός νόμος, και της μεγαλύτερης δυσκολίας που υπάρχει για την ψήφιση, τροποποίηση και κατάργησή του. 37 Ωστόσο, όσες θεωρητικές διαμάχες κι αν υπάρξουν πάνω στο θέμα αυτό, κρατούσα παραμένει η άποψη που δίνει τη δυνατότητα περιορισμού των δικαιωμάτων τόσο στον τυπικό όσο και στον ουσιαστικό νόμο. Βασικό πλεονέκτημα της άποψης αυτής συνιστά ο εκτενέστερος δικαστικός έλεγχος του ουσιαστικού νόμου σε σύγκριση με τον τυπικό, και κατά συνέπεια η μεγαλύτερη κατοχύρωση των δικαιωμάτων. 38 II. Η απαίτηση να είναι ο νόμος ειδικός Στα άρθρα 4 παρ. 4, 16 παρ 5 εδ. δ, 18 παρ. 1,3,4, και 22 παρ. 4 εδ. β, ο συντακτικός νομοθέτης εισάγει τον όρο ειδικός νόμος, τον οποίο θεωρεί απαραίτητο προκειμένου να θεσπιστούν περιορισμοί των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στις συγκεκριμένες διατάξεις. Η απαίτηση να είναι ο νόμος ειδικός δεν μπορεί να αναφέρεται στη θέσπιση περιορισμών ως προς συγκεκριμένα πρόσωπα, γιατί αυτό θα ήταν αντίθετο στην θεμελιώδους αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος). Κατά συνέπεια, με τον όρο ειδικός νόμος το Σύνταγμα εννοεί ότι ο νόμος θα πρέπει να έχει το συγκεκριμένο θέμα ως αποκλειστικό του αντικείμενο 39, χωρίς την παρεμβολή διατάξεων άσχετων με αυτό. Και αυτό είναι σύμφωνο με το άρθρο 74 παρ. 5 εδ. β του Συντάγματος, κατά το οποίο <<Νομοσχέδιο ή πρόταση νόμου που περιέχει διατάξεις άσχετες με το κύριο αντικείμενό τους δεν εισάγεται για συζήτηση>>.ακόμη και αν το εδ. στ της ίδιας παραγράφου αποκλείει το δικαστικό έλεγχο της παραβίασης του εδ. β κατά τη νομολογία, θα πρέπει να γίνει δεκτός ο δικαστικός έλεγχος για την τυχόν παρεμβολή άσχετων διατάξεων όταν έχουμε να κάνουμε με ειδικό νόμο. 37 Βλ. Χρυσόγονος Κ.Χ.,όπ. παρ., σελ. 80 38 Βλ. Δαγτόγλου Π.Δ., όπ. παρ., σελ. 158 39 Εξαίρεση αποτελεί το άρθρο 4 παρ. 4 του Συντάγματος, καθώς ο ειδικός νόμος θα αναφέρεται σε συγκεκριμένες θέσεις τις οποίες μπορούν να καταλάβουν αλλοδαποί. Οπότε, πρόκειται για διαφορετική ερμηνεία της έννοιας του ειδικού νόμου. (Βλ. Χρυσόγονος Κ.Χ.,όπ. παρ., σελ.82) 19

Διαφορετικά, η παραπομπή σε ειδικό νόμο, όπως ρητά αναφέρεται στα συγκεκριμένα άρθρα, θα ήταν χωρίς νόημα, απλώς μια επανάληψη του άρθρου 74 παρ. 5 εδ. β. 40 5. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΠΙΦΥΛΑΞΗΣ ΝΟΜΟΥ Το περιεχόμενο της επιφύλαξης του νόμου ποικίλει. Με αυτήν μπορεί να τίθενται εξαιρέσεις (π.χ. άρθρο 9 παρ. 1) από γενικότερη συνταγματική αρχή ή να ορίζονται κυρώσεις λόγω της παράβασης συνταγματικής επιταγής (π.χ. άρθρο 9 παρ. 2). Επίσης, μπορεί να καθορίζονται με αυτήν οι προϋποθέσεις και γενικότερα η συμπεριφορά του κράτους (π.χ. άρθρο 10 παρ. 3) ή να καθορίζεται η δραστηριότητα των φορέων των συνταγματικών δικαιωμάτων (π.χ. άρθρο 10 παρ. 1). Τέλος, η επιφύλαξη του νόμου μπορεί να αποτελεί την βασική <<φυσική>> προϋπόθεση της άσκησης του δικαιώματος (π.χ. άρθρο 8 εδ. α ). 41 6. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΗΣ ΕΠΙΦΥΛΑΞΗΣ ΝΟΜΟΥ Ιστορικά, ο θεσμός της επιφύλαξης του νόμου εμφανίστηκε τον 19 ο αι. στην Ευρώπη όχι ως περιορισμός αλλά ως εγγύηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων (κυρίως, ιδιοκτησία και ελευθερία), τα οποία προστάτευε από την αυθαίρετη επέμβαση του μονάρχη, καθώς του απαγόρευε να τα ρυθμίσει χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση της Βουλής. 42 Ωστόσο, σήμερα η επιφύλαξη του νόμου δε συνιστά μόνο εγγύηση απέναντι στην εκτελεστική εξουσία, αλλά έχουν υποστηριχθεί πολλές απόψεις, καθεμιά από τις οποίες προσδίδουν διαφορετική λειτουργία στο θεσμό. Κρατούσα άποψη τόσο στη θεωρία, όσο και στη νομολογία, είναι εκείνη που θέλει την επιφύλαξη νόμου να αποτελεί ρητή εξουσιοδότηση προς τον κοινό νομοθέτη να θεσπίσει περιορισμούς στα ατομικά δικαιώματα στο μέτρο που του το επιτρέπει το Σύνταγμα. 43 Μόνο όταν η παρέμβαση του κοινού νομοθέτη είναι περιοριστική, απαιτείται συνταγματική πρόβλεψη. Αντίθετα, όταν η παρέμβαση υλοποιεί ή διευρύνει το δικαίωμα, δεν απαιτείται πρόβλεψη του Συντάγματος και, κατά συνέπεια, 40 Βλ. Χρυσόγονος Κ.Χ., όπ. παρ.,σελ.81-82 41 Βλ. Δημητρόπουλος Α., όπ. παρ., σελ.221-222 42 Βλ. Τσάτσος Δ., Συνταγματικό Δίκαιο, Θεμελιώδη Δικαιώματα, Γενικό Μέρος, Τόμος Γ, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1988, σελ.240-241 43 Βλ. Καμτσίδου Ιφ., Η επιφύλαξη υπέρ του νόμου ως περιορισμός, εγγύηση και διάμεσος των ελευθεριών, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2001, σελ.134,139 20

επιφύλαξη νόμου. 44 Η εξουσία αυτή, όμως, του κοινού νομοθέτη δεν είναι απεριόριστη αλλά υπόκειται και αυτή σε περιορισμούς, για τους οποίους θα μιλήσουμε παρακάτω (βλ. <<όρια των περιορισμών>>). Σύμφωνα με μια άλλη άποψη, η επιφύλαξη του νόμου επιτελεί μια αμιγώς διαδικαστική λειτουργία, συνιστώντας έτσι τον συνταγματικό κανόνα που καθορίζει την εξουσία του κοινού νομοθέτη να θεσπίζει περιορισμούς των ατομικών δικαιωμάτων, χωρίς να θέτει όρια ή στόχους στην δράση του. Η λειτουργία αυτή δικαιολογείται από την ανάγκη συντονισμού των ελευθεριών και από το ότι συχνά ο συντακτικός νομοθέτης δεν μπορεί να προβλέψει όλες τις παρεκκλίσεις από τα δικαιώματα, γι αυτό ο κοινός νομοθέτης καλείται να υποκαταστήσει τη θέληση του πρώτου, συστέλλοντας την εφαρμογή τους. 45 Τέλος, μια άλλη άποψη, που σήμερα γίνεται πλειοψηφική στη συνταγματική θεωρία, θεμελιώνει κυρίως την εγγυητική αποστολή του νόμου ως προς τα ατομικά δικαιώματα, χωρίς, ωστόσο, να παραβλέπει τη δυνατότητα του κοινού νομοθέτη να θεσπίσει περιορισμούς, την οποία όμως θεωρεί δευτερεύουσα και αυστηρά οριοθετημένη. Η επιφύλαξη του νόμου θεωρείται απαραίτητη για την πληρέστερη προστασία των δικαιωμάτων, ενώ ο κοινός νόμος έχει τη θεσμική αποστολή να τα εξειδικεύει, να ρυθμίζει τους όρους απόλαυσής τους και να οργανώνει την αποτελεσματικότερη εφαρμογή τους. 46 Με βάση αυτήν την τελευταία άποψη, έχουν αναπτυχθεί τρεις διαφορετικές εκδοχές ως προς τη λειτουργία της επιφύλαξης του νόμου, που τη θεωρούν: πρώτον, ως ρήτρα εντολής για ρύθμιση των δικαιωμάτων, δεύτερον, ως συνταγματική εξουσιοδότηση για την οργανωτική και διαδικαστική θωράκισή τους, και, τρίτον, ως αίτημα πραγμάτωσης του περιεχομένου τους (ουσιαστική θεώρηση). 47 7. ΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΦΥΛΑΞΗΣ ΝΟΜΟΥ Η επιφύλαξη του νόμου είχε ιστορικά την έννοια ότι μόνο ο νομοθέτης και μόνο στο επιτρεπόμενο από το Σύνταγμα μέτρο έχει την εξουσία του περιορισμού των συνταγματικών δικαιωμάτων. Ωστόσο, αυτή η διπλή 44 Βλ. Τσάτσος Δ., όπ. παρ., σελ.242 45 Βλ. Καμτσίδου Ιφ., όπ. παρ., σελ.145 46 Βλ. Καμτσίδου Ιφ., όπ. παρ., σελ.149-150 47 Βλ. Καμτσίδου Ιφ., όπ. παρ., σελ.150,155,160 21

έννοια της επιφυλάξεως του νόμου έχει σχετικοποιηθεί στις μέρες μας. Για τη σχετικοποίηση της τότε αποκλειστικής εξουσίας του νομοθέτη να θεσπίσει περιορισμούς έχει γίνει λόγος στο κεφάλαιο σχετικά με την έννοια του <<νόμου>>. Σε αυτό το κεφάλαιο θα γίνει λόγος για την έκταση της εξουσιοδότησης. 48 Όπως προείπαμε, ο νομοθέτης μπορεί να περιορίσει ένα δικαίωμα μόνο εάν και στο μέτρο που του το επιτρέπει ο συντακτικός νομοθέτης. Πέρα, λοιπόν, από την επιφύλαξη νόμου, πρέπει να υπάρχει και η επιφύλαξη του Συντάγματος. Χωρίς αυτήν, δε χωρούν νομοθετικοί περιορισμοί, ούτε κατ αναλογία άλλων διατάξεων. Στην περίπτωση αυτή, το δικαίωμα υπόκειται μόνο στους εγγενείς ή γνήσιους περιορισμούς, που απορρέουν από το Σύνταγμα. Ωστόσο, ο νομοθέτης μπορεί, σε εκτέλεση των συνταγματικών αυτών περιορισμών ή προκειμένου να συμμορφωθεί προς συγγενείς συνταγματικές εντολές, να εκδώσει νόμους περιοριστικούς των δικαιωμάτων. 49 Η έκταση της επιφύλαξης του νόμου μπορεί να είναι ευρεία, όταν το Σύνταγμα προβλέπει ότι <<με νόμο μπορούν να επιβληθούν περιορισμοί>> ή και όταν ο κοινός νομοθέτης εξουσιοδοτείται από αυτό να ρυθμίσει ειδικές μορφές ενός δικαιώματος (π.χ. ιδιοκτησία). Όμως, η εξουσιοδότηση του κοινού νομοθέτη μπορεί να μην είναι ευρείας, αλλά περιορισμένης έκτασης. 50 8. ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΠΙΦΥΛΑΞΕΩΝ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ Με βάση το εκάστοτε ισχύον Σύνταγμα κάθε χώρας και τη συνταγματική της παράδοση, οι επιφυλάξεις του νόμου διακρίνονται σύμφωνα με κάποια κριτήρια σε διάφορες κατηγορίες. Μέσα από τις διακρίσεις αυτές βλέπουμε την ιστορικότητα του περιεχομένου της έννοιας, καθώς και τις μετεξελίξεις της θεσμικής αποστολής της. Επίσης, μπορούμε να κατανοήσουμε τη λειτουργία του θεσμού και να επισημάνουμε τα κοινά στοιχεία που συγκροτούν κάθε κατηγορία. Η ταξινόμηση, λοιπόν, των επιφυλάξεων του νόμου διαθέτει ένα διαπλαστικό χαρακτήρα. 51 48 Βλ. Δαγτόγλου Π.Δ.,όπ. παρ.,σελ 157 49 Βλ. Δαγτόγλου Π.Δ.,όπ. παρ.,σελ. 159 50 Βλ. Δαγτόγλου Π.Δ., όπ. παρ.,σελ. 159 51 Βλ. Καμτσίδου Ιφ., όπ. παρ., σελ. 170-172 22

Στο ισχύον ελληνικό Σύνταγμα μπορούμε να κάνουμε τις ακόλουθες διακρίσεις των επιφυλάξεων του νόμου: Α) γενική-ειδική: με τον όρο γενική επιφύλαξη του νόμου εννοούμε τις ρητές συνταγματικές εξουσιοδοτήσεις προς τον κοινό νομοθέτη, που δε συνοδεύονται από ειδικότερες οδηγίες του συνταγματικού νομοθέτη, αλλά για τον πρώτο ισχύουν μόνο κάποιοι γενικοί περιορισμοί. 52 Δεν πρόκειται ακριβώς για περιορισμό των δικαιωμάτων, αλλά για αποθετικό προσδιορισμό του περιεχομένου τους, καθώς κάθε ατομική ελευθερία δε συνιστά γενική απαλλαγή από τις νομοθετικές δεσμεύσεις, όπως παρατηρεί ο Π.Δ. Δαγτόγλου. 53 Γενική επιφύλαξη του νόμου περιλαμβάνεται, για παράδειγμα, στα άρθρα 5 παρ. 3 (<<όταν και όπως νόμος ορίζει>>), 12 παρ. 1 (<<τηρώντας τους νόμους>>), 13 παρ. 2 (<<υπό την προστασία των νόμων>>). Αντίθετα, ειδική επιφύλαξη του νόμου υπάρχει όταν το Σύνταγμα εξουσιοδοτεί τον κοινό νομοθέτη να περιορίσει κάποιο δικαίωμα υπό ορισμένους όρους, που καθορίζουν τα όρια και τον τρόπο του περιορισμού. Η ειδική επιφύλαξη του νόμου, που συνιστά γνήσιο νομοθετικό περιορισμό, είναι συνήθως περιορισμένη, όταν ο συντακτικός νομοθέτης προβλέπει ειδικούς όρους υπό τους οποίους ο κοινός νομοθέτης θα προβεί στη θέσπιση περιορισμών, ενώ, κατ εξαίρεση, μπορεί να είναι και απλή, όταν δεν προβλέπονται ρητώς αυτοί οι όροι. 54 Με τις ειδικές επιφυλάξεις, λοιπόν, το Σύνταγμα οριοθετεί την εξουσία του κοινού νομοθέτη είτε περιορίζοντας το πεδίο της κανονιστικής του παρέμβασης (π.χ. άρθρο 9 παρ. 1 εδ. β ),είτε στοχοθετώντας τη ρυθμιστική του δραστηριότητα (π.χ. άρθρο 11 παρ. 2 εδ. β ). 55 Εκτός από τις προαναφερθείσες άμεσες επιφυλάξεις, το Σύνταγμα θεσπίζει και έμμεσες επιφυλάξεις του νόμου, επιβάλλοντας στο κράτος κάποιες ειδικές υποχρεώσεις, κυρίως στις διατάξεις του περί κοινωνικών δικαιωμάτων: π.χ. άρθρο 21 (<<τελούν υπό την προστασία του Κράτους>>, <<έχουν δικαίωμα ειδικής φροντίδας από το Κράτος>>, <<το Κράτος μεριμνά>>, <<αποτελεί αντικείμενο ειδικής φροντίδας του Κράτους>>, <<αποτελεί υποχρέωση του Κράτους>>, <<δικαίωμα να απολαμβάνουν μέτρων>>), άρθρο 22 (<<προστατεύεται από το Κράτος, που μεριμνά >>, <<το Κράτος μεριμνά>>), άρθρο 24 (<<αποτελεί 52 Βλ. Τσάτσος Δ., όπ. παρ., σελ. 243 53 Βλ. Δαγτόγλου Π.Δ., όπ. παρ., σελ. 153 54 Βλ. Δαγτόγλου Π.Δ., όπ. παρ., σελ. 153 55 Βλ. Καμτσίδου Ιφ., όπ. παρ., σελ. 174 23

υποχρέωση του Κράτους>>, <<υπό την προστασία του Κράτους>>). Αυτές οι υποχρεώσεις δεν είναι απλώς ηθικές ή πολιτικές αλλά νομικές. Στην περίπτωση σύγκρουσης της εκπλήρωσης αυτών των υποχρεώσεων με κάποιο ατομικό δικαίωμα δημιουργείται πρόβλημα, το οποίο λύνεται ως προς το άρθρο 22 παρ. 4 με τη θέσπιση ρητής επιφύλαξης νόμου. Ως προς τα άλλα άρθρα, το πρόβλημα μπορεί να λυθεί μόνο με την εισαγωγή της έννοιας της έμμεσης επιφύλαξης του νόμου, την οποία περιέχει κατ ανάγκη κάθε υποχρέωση του Κράτους που προβλέπει το Σύνταγμα. 56 Β) άλλες διακρίσεις: μια διαφορετική ταξινόμηση των επιφυλάξεων του νόμου προκύπτει από τον τρόπο με τον οποίο αναφέρεται σε αυτές ο συντακτικός νομοθέτης. Κατόπιν γραμματικής ερμηνείας του Συντάγματος, βλέπουμε ότι χρησιμοποιούνται παρεμφερείς όροι προκειμένου να υποδηλωθεί η έννοια της επιφύλαξης του νόμου (<<όταν και όπως νόμος ορίζει>>, <<τηρώντας τους νόμους του Κράτους>>, <<τηρώντας τους νόμους>>, <<νόμος ορίζει>>, <<με νόμο>>, <<υπό την προστασία των νόμων>>, <<σύμφωνα με τους νόμους>>). Ωστόσο, τόσο η θεωρία όσο και η νομολογία δε δέχονται ότι από το γράμμα του Συντάγματος συνάγονται διάφορες επιταγές προς τον κοινό νομοθέτη, ο οποίος καλείται είτε να προστατεύσει μια ελευθερία, είτε να ρυθμίσει την άσκησή της, είτε να κάνει στάθμιση μεταξύ ελευθερίας και άλλων αγαθών, επιβάλλοντας περιορισμούς στους φορείς της. 57 Μόνο ο Π.Δ. Δαγτόγλου 58 εντοπίζει την ιδιαιτερότητα των διατυπώσεων <<τηρώντας τους νόμους>>, <<εντός των ορίων των νόμων>>, κατά τον οποίο οι διατυπώσεις αυτές δεν αποτελούν γνήσιες επιφυλάξεις, δηλαδή ακριβή περιορισμό, αλλά μάλλον αποθετικό προσδιορισμό του περιεχομένου των δικαιωμάτων. Επιπλέον, παραβλέπεται και η ιστορική ερμηνεία των ποικίλων διατυπώσεων του Συντάγματος, παρά το γεγονός ότι οι ρήτρες αυτές έχουν διαφορετική σημασία, καθώς εντάχθηκαν στο κείμενο του Συντάγματος σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και έτσι εκφράζουν ανόμοιες κοινωνικοπολιτικές καταστάσεις. Για παράδειγμα, η ρήτρα <<τηρώντας τους νόμους του Κράτους>> πρωτοεμφανίστηκε στο μοναρχικό Σύνταγμα του 1844 ως προς το δικαίωμα του αναφέρεσθαι και την ελευθερία των στοχασμών, και 56 Βλ. Δαγτόγλου Π.Δ., όπ. παρ., σελ. 160-161 57 Βλ. Καμτσίδου Ιφ., όπ. παρ., σελ. 185-186 58 Βλ. Δαγτόγλου Π.Δ., όπ. παρ., σελ. 153 24

επιτελούσε διπλό εγγυητικό ρόλο, δηλαδή απαγόρευε την ανάμειξη της εκτελεστικής εξουσίας στα δικαιώματα αυτά, από τη μια πλευρά, και αξίωνε από τους φορείς τους να σεβαστούν τις άλλες αξίες και τα αγαθά, που είχαν αναγνωρισθεί ως άξια προστασίας, από την άλλη. Κάθε ρήτρα, λοιπόν, κατά τη στιγμή της ένταξής της στο Σύνταγμα, καλούταν να αντιμετωπίσει συγκεκριμένα θεσμικά προβλήματα και να δώσει λύση σε αυτά. Με το πέρασμα όμως του χρόνου, η ερμηνεία των σχετικών διατάξεων έχει περιορίσει το περιεχόμενο των ρητρών αυτών μόνο στο επίπεδο περιορισμού των δικαιωμάτων, παραβλέποντας τον εγγυητικό τους ρόλο. 59 Ακόμα, η άποψη σύμφωνα με την οποία η κατάταξη των επιφυλάξεων του νόμου σε κατηγορίες θα μπορούσε να γίνει σε συνάρτηση με την κατάταξη των δικαιωμάτων βάσει του περιεχομένου τους σε πέντε κατηγορίες (προσωπική ελευθερία, πνευματικές ελευθερίες, ιδιοκτησία, δικαιώματα διαδικασίας, δικαιώματα συλλογικής δράσης), οδηγεί σε αδιέξοδο. Κι αυτό συμβαίνει, τόσο γιατί σε ορισμένες κατηγορίες δικαιωμάτων περιλαμβάνονται περισσότερα είδη επιφυλάξεων, όσο και γιατί οι διαφορετικές επιφυλάξεις δεν περιορίζονται σε μια μόνο κατηγορία δικαιωμάτων. 60 Μια άλλη, λιγότερο διαδεδομένη άποψη, η οποία στηρίχθηκε σε ουσιαστικά κριτήρια, διατυπώθηκε ήδη υπό την ισχύ του Συντάγματος του 1975, κυρίως από τον Γ. Βλάχο. Σύμφωνα με αυτήν, η αναφορά του Συντάγματος στο νόμο δε μπορεί και δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως εξουσιοδότηση περιορισμού των ελευθεριών, αλλά ως εγγύηση και όριο τους. Μάλιστα, επειδή οι ελευθερίες ταξινομούνται σε κατηγορίες με κριτήριο τη νομική φύση τους και επειδή το Σύνταγμα χρησιμοποιεί την ίδια έκφραση για να παραπέμψει στο νόμο σε όλες τις ελευθερίες μιας κατηγορίας και μόνο σ αυτές, οι επιφυλάξεις του νόμου θα ταξινομηθούν με αφετηρία τη γραμματική τους ερμηνεία σε τέσσερις κατηγορίες 61 : i. <<τηρώντας τους νόμους του Κράτους>> 62 : η θεωρία και η νομολογία την ερμηνεύουν ως γενική επιφύλαξη νόμου. Σύμφωνα με τον Γ. Βλάχο, ορισμένες ελευθερίες 59 Βλ. Καμτσίδου Ιφ., όπ. παρ., σελ. 186-190 60 Βλ. Καμτσίδου Ιφ., όπ. παρ., σελ. 194-195 61 Βλ. Καμτσίδου Ιφ., όπ. παρ., σελ. 195-197 62 Βλ. Καμτσίδου Ιφ., όπ. παρ., σελ. 198-210 25

περιέχονται σε διατάξεις άμεσης εφαρμογής, οι οποίες προσδιορίζουν επαρκώς το περιεχόμενο αυτών των ελευθεριών. Έτσι, η περιεχόμενη στις διατάξεις αυτές επιφύλαξη νόμου έχει συμβολικό κυρίως χαρακτήρα, καθώς περιλαμβάνει την υποχρέωση του Κοινοβουλίου να διασφαλίζει την προστασία της ελευθερίας και την υποχρέωση των πολιτών να σέβονται την έννομη τάξη μέσα στην οποία αναπτύσσουν την προσωπικότητα τους, υποχρεώσεις εξίσου αυτονόητες. Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή, η επιφύλαξη του νόμου επιτελεί εγγυητική λειτουργία για την άσκηση και απόλαυση των ελευθεριών. Ενδεικτικά, αναφέρουμε τις επιφυλάξεις των άρθρων 10 (αναφέρεσθαι), 12 (συνεταιρίζεσθαι), και 14 (ελευθερία έκφρασης). Ωστόσο, εύλογο είναι το ερώτημα, μήπως τα τρία αυτά δικαιώματα ενώνει κάποιο άλλο κοινό στοιχείο, το οποίο δικαιολογεί την ταξινόμηση τους στην ίδια κατηγορία. Και τα τρία καταλαμβάνουν τις αναγκαίες σχέσεις επικοινωνίας και συνεννόησης των ατόμων. Οι κανόνες αυτοί κατοχυρώνουν τα δικαιώματα, όταν το πρόσωπο αναπτύσσει κοινωνική δράση. Έτσι, η ρήτρα <<τηρώντας τους νόμους του Κράτους>> αποβάλλει τον περιοριστικό χαρακτήρα της και υποδηλώνει το καθήκον νομοταγούς συμπεριφοράς, με στόχο την αποτελεσματικότερη εφαρμογή των σχετικών συνταγματικών διατάξεων. Στους νόμους του Κράτους, υπό την παραπάνω έννοια, ανήκουν όσοι συγκροτούν τους μηχανισμούς πραγμάτωσης και εγγύησης της συλλογικής αυτονομίας, όσοι εξασφαλίζουν τις προϋποθέσεις ισότιμης απόλαυσης μιας συγκεκριμένης ελευθερίας, και όσοι συγκεκριμενοποιούν το προστατευτικό πεδίο άλλων ελευθεριών και δικαιωμάτων και, για το λόγο αυτό, μεσολαβούν σε τυχόν συγκρούσεις τους. ii. <<όταν και όπως νόμος ορίζει>> : η ρήτρα αυτή θεμελιώνει και νομιμοποιεί τον περιοριστικό χαρακτήρα της επιφύλαξης του νόμου, που συνιστά την κρατούσα θεώρηση. Αντίθετα η εγγυητική θέση του Γ. Βλάχου την αντιμετωπίζει ως δίαυλο για την πρόβλεψη των απολύτως αναγκαίων εξαιρέσεων. Η έκφραση αυτή αφορά κυρίως στην απόλαυση της προσωπικής ελευθερίας και ασφάλειας, στο άσυλο της κατοικίας και στην ιδιοκτησία, ενώ ο όρος <<νόμος>> 26