ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΧΩΡΩΝ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ ΑΙΜΟΥ- ΤΟΥΡΚΟΛΟΓΙΑ ΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΟΒΟΥΛΓΑΡΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ Πρωτεύουσα μεταπτυχιακή εργασία του Μαστρογεώργη Γεωργίου Επιβλέπων καθηγητής: Σπυρίδων Σφέτας Θεσσαλονίκη 2007 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ 1
ΤΜΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΧΩΡΩΝ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ ΤΟΥ ΑΙΜΟΥ ΤΟΥΡΚΟΛΟΓΙΑ ΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΟΒΟΥΛΓΑΡΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΣΦΕΤΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΓΚΡΙΣΗΣ: 01/02/2008 «Η έγκριση της Μεταπτυχιακής Εργασίας από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ. δεν υποδηλώνει αναγκαστικά ότι αποδέχεται το Τμήμα τις γνώμες του συγγραφέα». 2
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1) Εισαγωγή στόχοι εργασίας... 5 2) Ιστορικό πλαίσιο των ελληνοβουλγαρικών σχέσεων μέχρι και την υπογραφή της Συνθήκης του Νεϊγύ...10 3) Η Συνθήκη του Νεϊγύ και η σύμβαση περί εθελούσιας ανταλλαγής πληθυσμών της 27 ης Νοεμβρίου 1919...28 α) Η Συμμαχική Διακήρυξη περί Θράκης...32 4) Εδαφικό ζήτημα...33 5) Μειονοτικό Ζήτημα Ανταλλαγή πληθυσμών...41 α) Η μετανάστευση στους Βαλκανικούς Πολέμους μέχρι τη Συνθήκη του Νεϊγύ...41 β) Εκτοπίσεις πληθυσμών...46 γ) Το επεισόδιο του Τερλίζ...53 δ) Το πρωτόκολλο Πολίτη Καλφώφ...56 ε) Η περίπτωση του ABECEDAR...64 στ) Η πρόταση Ρέντη για την υπογραφή Βαλκανικού Συμφώνου...68 ζ) Το επεισόδιο του 1925...70 η) Η διαδικασία της μετανάστευσης...76 θ) Ελληνική πολιτική...81 ι) Οι σχέσεις με τους πρόσφυγες...84 ια) Πολιτική του Ελευθέριου Βενιζέλου...88 ιβ) Η βουλγαρική καταγγελία στην Κοινωνία των Εθνών του 1931...89 ιγ) Πολιτική των Λαϊκών Μεταξά...92 ιδ) Οι Έλληνες της Βουλγαρίας...94 6) Ζήτημα αποζημιώσεων πολεμικών επανορθώσεων...99 α) Το σχέδιο του 1922...99 β) Η συμφωνία Καφαντάρη Μολλώφ.100 γ) Το σχέδιο Χέντερσον Moratorium Hoover... 104 δ) Οι εξελίξεις μετά το Moratorium Hoover... 108 7) Οι Βαλκανικές Διασκέψεις Το Βαλκανικό Σύμφωνο 112 α) Οι Βαλκανικές Διασκέψεις... 114 β) Το Βαλκανικό Σύμφωνο... 116 3
8) Η στάση της Βουλγαρίας μετά τον επανεξοπλισμό της Γερμανίας... 121 Η Συμφωνία της Θεσσαλονίκης της 31 ης Ιουλίου 1938... 125 9) Επίλογος... 131 10) Βιβλιογραφία... 143 11) Παράρτημα Χάρτες... 151 4
1.ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΣΤΟΧΟΙ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Η παρούσα εργασία έχει σκοπό να μελετήσει όψεις των ελληνοβουλγαρικών σχέσεων κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, της περιόδου δηλαδή από το τέλος του Α Παγκοσμίου Πολέμου ως την έναρξη του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Οι σχέσεις των δύο κρατών κατά την περίοδο αυτή παρέμειναν τεταμένες ως επί το πλείστον, συνεχίζοντας το προηγούμενο των περασμένων ετών. Κρίθηκε σκόπιμο προτού προχωρήσει η εργασία στα επί μέρους ζητήματα της περιόδου να γίνει μια αναφορά στο ιστορικό πλαίσιο των ελληνοβουλγαρικών σχέσεων, όπως αυτές διαμορφώθηκαν από το β μισό του 19 ου αιώνα ως το 1919, περίοδο με την οποία ξεκινά η εργασία. Η αρχή θα γίνει με την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870, η οποία αποτέλεσε και την αιτία για τον ανταγωνισμό μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων και την έναρξη των μεταξύ τους τεταμένων σχέσεων. Στη συνέχεια θα γίνει αναφορά στον Μακεδονικό Αγώνα, ο οποίος έληξε με το κίνημα των Νεότουρκων και τις ελπίδες που αυτό γέννησε. Η διάψευση αυτών των ελπίδων οδήγησε στον Α Βαλκανικό Πόλεμο, όπου για πρώτη φορά οι δύο χώρες βρίσκονται ως σύμμαχοι. Κατόπιν η Βουλγαρία, δυσαρεστημένη, θα επιτεθεί στις συμμάχους της και θα αρχίσει ο Β Βαλκανικός πόλεμος που θα τη βρει ηττημένη. Με την έναρξη του Α Παγκοσμίου Πολέμου η Βουλγαρία θα ταχθεί στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων, ενώ η Ελλάδα μετά από κλυδωνισμούς θα ταχθεί στο πλευρό της Τριπλής Συνεννόησης. Ο πόλεμος θα λήξει με τη Βουλγαρία να βρίσκεται ακόμα μία φορά ηττημένη. Ωστόσο, στην πορεία της εργασίας θα φανεί πως η Βουλγαρία προσπαθεί να αποφύγει όσο μπορεί δυσμενείς όρους ειρήνης και την εδαφική της συρρίκνωση. Θα εξεταστεί επίσης η θέση της Ελλάδας, η οποία απέστειλε στρατιωτική αποστολή στη Σόφια, κατά τη διάρκεια της Διάσκεψης Ειρήνης του Παρισιού και το υπόμνημα που παρουσίασε ο πρωθυπουργός Βενιζέλος υποστηρίζοντας τις ελληνικές θέσεις. 5
Κατόπιν θα εξεταστεί η πορεία των συζητήσεων για το λεγόμενο Θρακικό Ζήτημα και ο ρόλος που διαδραμάτισαν οι Μεγάλες Δυνάμεις κατά την εξέλιξη των συζητήσεων, καθώς και τα σχέδια που κατά καιρούς παρουσίασαν. Στη συνέχεια θα γίνει λόγος για την απόφαση να τεθεί η Δυτική Θράκη υπό διασυμμαχικό καθεστώς και πως διαμορφώθηκε η κατάσταση υπό το νέο καθεστώς, καθώς επίσης και ο σημαντικός ρόλος που διαδραμάτισε ο Χαρίσιος Βαμβακάς. Στο τέλος της αναφοράς για το ιστορικό πλαίσιο θα γίνει λόγος για την τελική απόφαση που λήφθηκε για την περιοχή της Δυτικής Θράκης και τις αντιδράσεις των ηγετών των δύο χωρών στην απόφαση. Στη συνέχεια και περνώντας στο κύριο μέρος της εργασίας θα γίνει αναφορά στους κυριότερους όρους της συνθήκης του Νεϊγύ που αφορούσαν α)τα σύνορα της Βουλγαρίας, β)τους πολιτικούς όρους, με κυριότερο το άρθρο 48 αναφορικά με την οικονομική έξοδο της Βουλγαρίας στο Αιγαίο, γ)τους στρατιωτικούς όρους που αφορούσαν τον αφοπλισμό της Βουλγαρίας, δ)τους δημοσιονομικούς και οικονομικούς όρους. Ακολούθως θα εξεταστεί η σύμβαση για την εθελούσια ανταλλαγή πληθυσμών που υπογράφηκε την ίδια μέρα με τη συνθήκη ειρήνης, καθώς επίσης και τη σύμβαση για τη Δυτική Θράκη της 10 ης Αυγούστου 1920 ως παράρτημα της συνθήκης ειρήνης των Σεβρών. Κατόπιν στην πορεία της εργασίας θα εξεταστούν τα τρία κύρια ζητήματα που απασχόλησαν τις ελληνοβουλγαρικές σχέσεις στη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Τα τρία αυτά ζητήματα ήταν τα ακόλουθα: 1)οι προσπάθειες της Βουλγαρίας για εδαφική διέξοδο στο Αιγαίο, 2)το μειονοτικό ζήτημα και η ανταλλαγή των πληθυσμών και 3)το ζήτημα των πολεμικών αποζημιώσεων και των επανορθώσεων των περιουσιών. Ξεκινώντας από το ζήτημα της εδαφικής διεξόδου της Βουλγαρίας στο Αιγαίο, θα μελετηθούν οι προσπάθειες που έκανε η Βουλγαρία στο παρασκήνιο με την Τουρκία για να συμπράξουν πολεμικά εναντίον της Ελλάδας κατά τη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1919-1922 και οι αιτίες αποτυχίας αυτών των προσπαθειών. Στη συνέχεια θα αναφερθούν και οι αποτυχημένες προσπάθειες που έκανε η 6
Βουλγαρία να ανατρέψει το υπάρχον εδαφικό καθεστώς και στο διπλωματικό προσκήνιο μέσω επίσημων συζητήσεων α)στις συζητήσεις της Γένοβας το 1922 και β) στις συζητήσεις της διάσκεψης της Λωζάνης του 1922-1923. Προχωρώντας η εργασία θα ασχοληθεί με την πολιτική της Βουλγαρίας στο εδαφικό ζήτημα μετά την υπογραφή των συνθηκών, πολιτική που επιθυμούσε συνεχώς, αναθεώρηση των συνθηκών. Θα μελετηθούν οι παράγοντες εντός της Βουλγαρίας που ευνοούσαν αυτή την πολιτική. Θα εξεταστεί επίσης η πολιτική της Βουλγαρίας στα τέλη της δεκαετίας του 1920 μέσα από το πρίσμα των διεθνών εξελίξεων στο διεθνή διπλωματικό τομέα. Περνώντας στο δεύτερο μεγάλο ζήτημα της περιόδου, αυτό του μειονοτικού ζητήματος και της ανταλλαγής των πληθυσμών, αρχικά θα επισημανθεί η σπουδαιότητα που η Βουλγαρία απέδιδε σε αυτό το ζήτημα. Θα επισημανθεί επίσης η χρήση του όρου «Σλαβόφωνοι» καθώς η κάθε πλευρά έδινε διαφορετική εθνική χροιά σε αυτήν την ομάδα του πληθυσμού που διαβιούσε στον ελληνικό χώρο. Στη συνέχεια θα εξεταστεί η πληθυσμιακή κατάσταση του σλαβόφωνου πληθυσμού στη Μακεδονία και τη Θράκη στη δεκαετία του 1910 και πως αυτή επηρεάστηκε από τις πολεμικές συγκρούσεις της περιόδου. Μπαίνοντας στην περίοδο του Μεσοπολέμου θα παρακολουθήσουμε την πολιτική που ακολούθησε ο Σταμπολίνσκυ στο μειονοτικό ζήτημα τα πρώτα χρόνια μετά την υπογραφή των συνθηκών. Κατόπιν στην εργασία θα γίνει λόγος για τους εκτοπισμούς βουλγαρόφωνων πληθυσμών στη Δυτική Θράκη το 1923 και τις αιτίες που οδήγησαν σε αυτούς, Στην πορεία της εργασίας θα εξεταστεί η θέση της Βουλγαρίας και της διεθνούς κοινότητας στο συγκεκριμένο θέμα, καθώς επίσης και τα μέτρα που έλαβαν οι ελληνικές κυβερνήσεις για την αποκατάσταση των εκτοπισμένων. Στη συνέχεια της εργασίας θα γίνει αναφορά στο επεισόδιο του Τερλίζ και θα δοθεί έμφαση στην αντίδραση της Βουλγαρίας σε διεθνές επίπεδο, καθώς επίσης και στη στάση της ελληνικής κυβέρνησης στο συγκεκριμένο ζήτημα. 7
Άμεσα συνδεδεμένη με τα γεγονότα του Τερλίζ είναι η υπογραφή του πρωτοκόλλου Πολίτη-Καλφώφ το Σεπτέμβριο του 1924. Θα δοθεί έμφαση στο γεγονός ότι ήταν το πρώτο διπλωματικό κείμενο που έκανε λόγο για βουλγαρική μειονότητα στο χώρο της Ελλάδας και θα επισημανθεί η αντίδραση της Γιουγκοσλαβίας για την υπογραφή του συγκεκριμένου πρωτοκόλλου, καθώς επίσης και οι ενέργειες της ελληνικής κυβέρνησης προκειμένου να εξασθενήσει το πρωτόκολλο. Στην εξέλιξη της εργασίας θα γίνει αναφορά και στην περίπτωση έκδοσης του αλφαβηταρίου ABECEDAR,τις αντιδράσεις που προκάλεσε τόσο από την πλευρά της Βουλγαρίας όσο και από την πλευρά του σλαβόφωνου πληθυσμού και την τελική κατάληξη του όλου θέματος. Θα εξεταστούν επίσης τα μεθοριακά επεισόδια που έλαβαν χώρα κατά τα έτη 1924 και 1925, καθώς επίσης και η πρόταση του Έλληνα υπουργού εξωτερικών Κωνσταντίνου Ρέντη τον Ιούλιο του 1925 και οι αντιδράσεις που προκάλεσε, ιδίως από τη βουλγαρική πλευρά. Στη συνέχεια της εργασίας θα γίνει αναφορά στο μεθοριακό επεισόδιο του Οκτωβρίου του 1925 και την εισβολή του ελληνικού στρατού στη Βουλγαρία, που οδήγησε σε καταδίκη της Ελλάδας από την Κοινωνία των Εθνών, αλλά και πως επηρεάστηκε η διαδικασία της μετανάστευσης από αυτά τα γεγονότα. Θα παρακολουθήσουμε επίσης την πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων στα χρόνια του Μεσοπολέμου, ενώ παράλληλα θα μελετηθούν και οι παράγοντες που επηρέασαν τις σχέσεις με τους Σλαβόφωνους, καθώς επίσης και μια καταγγελία από τη βουλγαρική πλευρά στην Κοινωνία των Εθνών το 1931. Ολοκληρώνοντας το μειονοτικό ζήτημα, ιδιαίτερη αναφορά θα γίνει και στους Έλληνες της Βουλγαρίας και στις διώξεις που αυτό υπέστη στη δεκαετία του 1920 από τις βουλγαρικές αρχές και στην ουσιαστική συρρίκνωσή του. Άμεσα συνδεδεμένο με το μειονοτικό ζήτημα είναι το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων και το προσφυγικό ζήτημα. Η εξέταση του ζητήματος θα αρχίσει με την προσπάθεια επίλυσης 8
των οικονομικών ζητημάτων που σημειώθηκε το 1922 και αποτέλεσε τη βάση για το μετέπειτα σχέδιο Καφαντάρη- Μολλώφ. Στην πορεία εξέτασης του ζητήματος, θα επισημανθούν οι εξελίξεις ως το 1930 που οδήγησαν την ελληνική πλευρά στην καταγγελία της εμπορικής συμφωνίας του 1927 και θα τονισθεί η σημασία που απέδιδε η κάθε πλευρά στη συμφωνία Καφαντάρη-Μολλώφ με την Ελλάδα να τη συνδέει άμεσα με το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων, ενώ η Βουλγαρία τη θεωρούσε συμφωνία ιδιωτικής φύσεως. Στη συνέχεια της εργασίας θα δούμε την πορεία εκκαθάρισης των περιουσιών ως το 1931, χρονιά που κατατέθηκε το σχέδιο Χέντερσον για παραπομπή των διαφορών στο δικαστήριο της Χάγης. Θα εξεταστεί υπό ποιες συνθήκες η Βουλγαρία απέρριψε τελικά το σχέδιο. Κατόπιν θα παρακολουθήσουμε πως η πρόταση του αμερικανού προέδρου Χούβερ για αναστολή των πολεμικών επανορθώσεων της Γερμανίας ίσχυσε και για τη Βουλγαρία και τις επιπτώσεις που αυτό είχε στις ελληνοβουλγαρικές σχέσεις Εν συνεχεία θα εξεταστεί η περίπτωση των συζητήσεων του 1933 με τις απαιτήσεις των δύο πλευρών και θα επισημανθούν οι εξελίξεις των κατοπινών ετών. Η εξέταση του ζητήματος θα ολοκληρωθεί με μια σύντομη αναφορά στη μεταπολεμική επίλυση του προβλήματος. Μετά την εξέταση του ζητήματος των επανορθώσεων και των αποζημιώσεων ένα ξεχωριστό κεφάλαιο θα αφιερωθεί στην περίπτωση των Βαλκανικών Διασκέψεων της περιόδου 1929-1934 και στην υπογραφή του Βαλκανικού Συμφώνου το 1934.Αρχικά θα γίνει αναφορά για μια πρόδρομη προσπάθεια που σημειώθηκε το 1926 για τη δημιουργία ενός βαλκανικού συστήματος προστασίας. Στη συνέχεια θα γίνει λόγος για τις Βαλκανικές Διασκέψεις, τον αρχικό σκοπό τους και πως η Βουλγαρία προσπάθησε να τις εκμεταλλευθεί για να θέσει μειονοτικά ζητήματα. Θα εξεταστούν οι αποφάσεις που πάρθηκαν σε κάθε Διάσκεψη όσον αφορά τα μειονοτικά σχέδια αλλά και αυτές που αφορούσαν τον καταρτισμό σχεδίου ενός Βαλκανικού Συμφώνου. 9
Στη συνέχεια θα εξεταστεί πώς οι επίσημες κυβερνήσεις οδηγήθηκαν στην υπογραφή του Βαλκανικού Συμφώνου το 1934. Αντικείμενο μελέτης θα αποτελέσουν οι όροι του Συμφώνου, καθώς επίσης και οι όροι του μυστικού πρωτοκόλλου και κατά πόσο αυτοί διαφοροποιούνταν από όσα είχαν συζητηθεί στις Βαλκανικές Διασκέψεις. Στην επόμενη θεματική ενότητα θα αναλυθεί πως η άνοδος της ναζιστικής Γερμανίας επηρέασε και τη στάση της Βουλγαρίας, οδηγώντας την στον επανεξοπλισμό της και ουσιαστικά επέφερε την ατόνηση του Βαλκανικού Συμφώνου. Θα αναφερθούν οι ενέργειες της Γερμανίας και της Βουλγαρίας ιδίως ο επανεξοπλισμός της και η πολιτική προσέγγισης με τη Γιουγκοσλαβία. Μετά από αυτές τις εξελίξεις θα μελετηθεί η συμφωνία της Θεσσαλονίκης της 31 ης Ιουλίου 1938, και πιο συγκεκριμένα ποιος ανέλαβε την πρωτοβουλία για την προσπάθεια προσέγγισης με τη Βουλγαρία, τις εξελίξεις μέχρι να φτάσουμε στην υπογραφή της συμφωνίας και τι όριζε η συμφωνία. Ολοκληρώνοντας το κεφάλαιο θα παρακολουθήσουμε και τον τρόπο με τον οποίο υποδέχθηκαν την υπογραφή της συμφωνίας οι χώρες που μετείχαν σε αυτήν και οι Μεγάλες Δυνάμεις. Στον επίλογο της εργασίας θα παρακολουθήσουμε τις κατοπινές εξελίξεις, ξεκινώντας από την έναρξη του Β Παγκοσμίου Πολέμου το 1939. Θα μελετηθεί η στάση της Βουλγαρίας και η ουδετερότητά της μέχρι την τελική της έξοδο στον πόλεμο με τις δυνάμεις του Άξονα.. Η εργασία θα ολοκληρωθεί με την αναφορά στην προσπάθεια που έκανε η Βουλγαρία να ενσωματώσει στον εθνικό ης κορμό περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης με την εκδίωξη του ελληνικού στοιχείου, την εγκατάσταση αποίκων από τη Βουλγαρία και την προπαγάνδα που άσκησε, προσπάθεια που απέτυχε οριστικά με την ήττα της το 1944. 2.ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΟΒΟΥΛΓΑΡΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΤΟΥ ΝΕΪΓΥ Η ένταση στις ελληνοβουλγαρικές σχέσεις παρατηρείται από την προσπάθεια ίδρυσης του βουλγαρικού κράτους κατά το 10
δεύτερο ήμισυ του 19 ου αιώνα. H αποδοχή από την Οθωμανική αυτοκρατορία ίδρυσης της βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870 και η απόφαση να εντάσσονται σε αυτήν οι περιοχές όπου οι κάτοικοί τους κατά τα 2/3 θα την υποστήριζαν οδήγησε τη βουλγαρική πλευρά στην προσπάθεια να προσεταιριστεί τμήματα των Σλαβόφωνων πληθυσμών, έστω και με τη βία. Η μη υλοποίηση των αποφάσεων της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου και η αναθεώρηση της συνθήκης από αυτήν του Βερολίνου το 1878 που προέβλεπε δύο αυτόνομες επαρχίες εξόργισε τους Βούλγαρους, οι οποίοι έκτοτε δε σταμάτησαν να κάνουν προσπάθειες για τη δημιουργία μεγάλου και ανεξάρτητου κράτους. Η προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας το 1885 ήταν η αρχή. Ο επόμενος στόχος ήταν η Μακεδονία. Στην προσπάθειά τους να εντάξουν όσο το δυνατόν περισσότερες περιοχές στη δικαιοδοσία της βουλγαρικής Εξαρχίας συγκρότησαν ένοπλες ομάδες οι οποίες άρχισαν να τρομοκρατούν το τοπικό στοιχείο. Η αντίδραση της ελληνικής πλευράς στην αρχή ήταν υποτυπώδης λόγω και της έμφασης που δινόταν στο Κρητικό Ζήτημα. Στις αρχές ωστόσο του 20 ου αιώνα και ιδίως μετά την αποτυχημένη εξέγερση του Ίλιντεν το 1903 η Ελλάδα αντέδρασε σχηματίζοντας και αποστέλλοντας στη Μακεδονία ένοπλες ομάδες. Ο Μακεδονικός Αγώνας (1904-1908) απέτρεψε την ένταξη του χώρου της Μακεδονίας στη Βουλγαρία, ωστόσο οδήγησε σε απηνή διωγμό των Ελλήνων που διαβιούσαν στη Βουλγαρία το 1906 με αποκορύφωμα το κάψιμο της πόλης της Αγχιάλου. Το κίνημα των Νεότουρκων το 1908 έδωσε τέλος στον ένοπλο αγώνα. Η διάψευση ωστόσο των διακηρύξεων των Τούρκων και η προσπάθεια εκτουρκισμού των άλλων εθνικών ομάδων που διαβιούσαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία οδήγησε τα βαλκανικά κράτη σε σχηματισμό συμμαχίας. Η Ελλάδα και η Βουλγαρία για πρώτη φορά βρέθηκαν στη ίδια πλευρά. Υπέγραψαν το Μάιο του 1912 αμυντική συμμαχία την οποία ακολούθησε η υπογραφή στρατιωτικής συμφωνίας αλληλοϋποστήριξης σε περίπτωση πολέμου με την Οθωμανική αυτοκρατορία. Τον Οκτώβριο του 1912 τα βαλκανικά κράτη κήρυξαν τον πόλεμο στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Οι 11
Βούλγαροι κατέλαβαν τη Δυτική Θράκη και την Ανατολική Μακεδονία και κατευθύνονταν προς τη Θεσσαλονίκη, την οποία κατέλαβε με διαφορά λίγων ωρών ο ελληνικός στρατός. Ο Α Βαλκανικός πόλεμος έληξε με την υπογραφή της συνθήκης του Λονδίνου το Μάιο του 1913, χωρίς να αποσαφηνίζεται το θέμα της διανομής των εδαφών της Μακεδονίας και της Θράκης. Η Βουλγαρία, νιώθοντας δυσαρεστημένη, επιτέθηκε τον Ιούνιο εναντίον των πρώην συμμάχων της, ωστόσο στο στρατιωτικό πεδίο ηττήθηκε. Ο ελληνικός στρατός κατέλαβε την Ανατολική Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη. Η Βουλγαρία υπέγραψε ανακωχή με την Ελλάδα τον Ιούλιο του ίδιου έτους. Η συνθήκη του Βουκουρεστίου τερμάτισε το Β Βαλκανικό Πόλεμο. Η Ελλάδα απέκτησε την Ανατολική Μακεδονία ως και την περιοχή του Νέστου ενώ στη Βουλγαρία παραχωρήθηκε η περιοχή μεταξύ Πόρτο-Λάγος και Αδριανούπολης. Κατά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο η Βουλγαρία τάχθηκε στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων. Η Ελλάδα για αρκετό διάστημα παρέμενε ουδέτερη, κυρίως λόγω των διαφωνιών Βενιζέλου και βασιλιά Κωνσταντίνου. Τον Οκτώβριο του 1915 οι δυνάμεις της Αντάντ αποβιβάστηκαν στη Θεσσαλονίκη, παραβιάζοντας την ελληνική ουδετερότητα. Ακολούθησε εισβολή γερμανικών και βουλγαρικών δυνάμεων στον ελληνικό χώρο το Μάιο του 1916 και κατάληψη του οχυρού του Ρούπελ χωρίς αντίσταση από πλευράς των ελληνικών δυνάμεων, ενώ οι Βούλγαροι εισέβαλαν και στην Ανατολική Μακεδονία και άρχισαν την εκδίωξη του ελληνικού στοιχείου. Αποκορύφωμα όλων αυτών των ενεργειών υπήρξε η παράδοση του Δ Σώματος στην Καβάλα και η παράδοση της πόλης στους Βούλγαρους. Η επικράτηση του Βενιζέλου στη διαμάχη με το βασιλιά τροποποίησε την κατάσταση. Η Ελλάδα κήρυξε τον πόλεμο στις Κεντρικές Δυνάμεις και τη Βουλγαρία και στη μάχη του Σκρα το Μάιο 1918 η ελληνική ταξιαρχία του Αρχιπελάγους πέτυχε σημαντική νίκη κατά των βουλγαρικού στρατού. Ο ελληνικός στρατός συμμετείχε και σε όλες τις επιχειρήσεις κατά του βουλγαρικού στρατού ως και τη συνθηκολόγηση των Βουλγάρων το Σεπτέμβριο του 1918. 12
Τον Ιούνιο του 1918 η φιλογερμανική κυβέρνηση Ραδοσλάβωφ αντικαταστάθηκε από την κυβέρνηση Μαλίνωφ, η οποία αμέσως προσπάθησε να συνδιαλλαγεί με την Αντάντ. Οι ελπίδες των Συμμάχων για μια χωριστή ειρήνη με τη Βουλγαρία ανανεώθηκαν, ενώ η βουλγαρική προπαγάνδα στη Ρώμη, το Παρίσι και ιδιαίτερα το Λονδίνο έγινε πολύ δραστήρια. Ο Λόυντ Τζωρτζ ρώτησε την ελληνική πλευρά αν θα συζητούσε περίπτωση αυτονομίας στη Μακεδονία, αλλά ο Βενιζέλος αρνήθηκε επίμονα, δηλώνοντας ότι αν το 1915 είχε δεχτεί την παραχώρηση της Καβάλας το έκανε μόνο για να προσχωρήσει η Βουλγαρία στον πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων. 1 Στο διάστημα μεταξύ 3 και 10 Οκτωβρίου 1918 σε εκπλήρωση του άρθρου 1 της ανακωχής με τη Βουλγαρία ο ελληνικός στρατός κατέλαβε την Ανατολική Μακεδονία. Στις 7 Οκτωβρίου συμμαχικές δυνάμεις Κατοχής υπό το στρατηγό Κρετιέν μπήκαν στη Σόφια για να εφαρμόσουν τους όρους της ανακωχής. Στις κατειλημμένες περιοχές η βουλγαρική διοίκηση θα συνέχιζε να λειτουργεί. Εν τούτοις ο βουλγαρικός στρατός θα αφοπλιζόταν, εκτός από τις τρεις μεραρχίες για την άμυνα των δυτικών και ανατολικών συνόρων και των σιδηροδρόμων η χρήση των οποίων ήταν πολύ ζωτική για τους Συμμάχους. Τα όπλα και τα πυρομαχικά έπρεπε να τεθούν υπό συμμαχικό έλεγχο. 2 Στη Δυτική Θράκη παρέμεινε η Χ Βουλγαρική Μεραρχία Αιγαίου υπό το στρατηγό Σκουένωφ με έδρα την Κομοτηνή. Η Ελληνική Στρατιωτική Αποστολή Κωνσταντινούπολης πέτυχε από τον Ιούλιο του 1919 να σταλεί ως σύνδεσμος στην περιοχή ο Υπολοχαγός Εμμανουήλ Βακάς. 3 Οι Βούλγαροι προσπάθησαν να παρουσιάσουν τους εαυτούς τους ότι εξαναγκάστηκαν σε έχθρα προς την Αντάντ από τη φιλογερμανική κυβέρνησή τους, όπως και οι Έλληνες. Ο Μαλίνωφ, όπως και ο Βενιζέλος, είχε φέρει στην εξουσία το σωστό κόμμα, είχε απομακρύνει το βασιλιά και τον αντικατέστησε με το γιο του Βόρι. Η Βουλγαρία είχε εγκαταλείψει τις Κεντρικές Δυνάμεις με τη θέλησή της και γι 1 D. Petsalis, Greece at the Paris Peace Conference, Thessaloniki 1978, σ..59 2 Αυτόθι σ..85 3 Γενικό Επιτελείο Στρατού., Επιχειρήσεις εις Θράκην 1919 1923, επιμέλεια έκδοσης Λάζαρος Θεότικος Αθήνα 1969, σ.. 10-11 13
αυτό της άξιζε η μέριμνα εκ μέρους των Συμμάχων. 4 Οι Βούλγαροι αγωνίζονταν με κάθε μέσο να πετύχουν τη διάσωση της Δυτικής Θράκης και τη διατήρηση της γαλλικής κατοχής και να αποφύγουν την κατάληψή της από τον ελληνικό στρατό. 5 Στις 11 Οκτωβρίου η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε από τους Συμμάχους να δημιουργηθεί Διεθνής Επιτροπή, ώστε να εξετάσει τη φύση και το μέγεθος των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν στην Ανατολική Μακεδονία από τους Βούλγαρους και η ίδια απέστειλε πεντηκονταπενταμελή στρατιωτική αποστολή στη Σόφια υπό τον Συνταγματάρχη Πυροβολικού Κωνσταντίνο Μαζαράκη. Οι σκοποί αυτής της αποστολής ήταν να αντικρούσουν τη βουλγαρική προπαγάνδα, να στηρίξουν τα συμφέροντα του τοπικού ελληνικού στοιχείου και να αντιμετωπίσουν τα βασικά ελληνοβουλγαρικά ζητήματα εκτός από τα εδαφικής φύσης. Αυτά ήταν η επιστροφή των ζώων που είχαν κλαπεί από την Ανατολική Μακεδονία, ο επαναπατρισμός των Ελλήνων που είχαν οδηγηθεί στη Βουλγαρία των αγοριών και των κοριτσιών που είχαν απαχθείη προστασία των Ελλήνων που ζούσαν στη Βουλγαρία, η πολιτική, οικονομική και θρησκευτική τους ελευθερία, η ανάκληση δικαστικών αποφάσεων κατά Ελλήνων, η επανόρθωση των αδικιών που διαπράχθηκαν από τις βουλγαρικές αρχές κατά τη διάρκεια του πολέμου και η βίαιη στρατολόγηση Ελλήνων στο βουλγαρικό στρατό. 6 Στις αρχές Δεκεμβρίου η άρνηση των Βουλγάρων να επιτρέψουν τη διέλευση Ελλήνων υπηκόων που επαναπατρίζονταν ώθησε το στρατηγό Παρασκευόπουλο με δική του πρωτοβουλία να στείλει δυο ελληνικές μεραρχίες ενισχυμένες με πυροβολικό, με οδηγίες να διασχίσουν τα σύνορα και να καταλάβουν το Νευροκόπι εκτός και αν οι Βούλγαροι αποδέχονταν τους όρους μέσα σε 48 ώρες. Οι Έλληνες τελικά απελευθερώθηκαν και μια ελληνογαλλική στρατιωτική επιτροπή δημιουργήθηκε το Δεκέμβριο του 1918 για να ρυθμίσει ανάλογα προβλήματα. 4 βλ. Petsalis,ό.π. σ.. 85 5 βλ. Γενικό Επιτελείο Στρατού, ό.π. σ.. 11 6 Χ. Kotzageorgi-Zymari, «The Greek Military Mission in Sofia 1918-1920 Fields and Coordinates of its action», στο συλλογικό έργο The Salonika Theatre of operations and the outcome of the Great War,επιμέλεια έκδοσης Δανάη Καπλανίδου, Thessaloniki 2005, σ..369-370 και 376-377 14
Στη Σόφια ο Μαζαράκης βρήκε την κατάσταση εξαιρετικά ανησυχητική. Η αποστράτευση και ο αφοπλισμός των Βουλγάρων ήταν αργός και ανολοκλήρωτος. Ο στρατηγός Κρετιέν υποστήριζε τις βουλγαρικές εθνικές προσδοκίες, μια αυτόνομη Μακεδονία που θα περιελάμβανε εδάφη και από την ελληνική, τη βουλγαρική έξοδο στο Αιγαίο, στην Καβάλα. Ο Συνταγματάρχης Νάπιερ, ο Άγγλος στρατιωτικός εκπρόσωπος, ήταν επίσης υπέρ του βουλγαρικού σκοπού και οι Ιταλοί, η μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη στη Σόφια, δεν έκαναν καμιά προσπάθεια να αποκρύψουν τη βουλγαρόφιλη πολιτική τους. Τέλη Δεκεμβρίου έφτασε στη Σόφια ο ιταλός εκπρόσωπος, βαρόνος Αλιόττι. Στην πρώτη του συνάντηση με το νέο πρωθυπουργό Τοντόρωφ του ζητήθηκε να μεταφέρει στη Ρώμη την ευγνωμοσύνη της βουλγαρικής κυβέρνησης και του λαού για την αποστολή στη Σόφια ενός διπλωματικού εκπροσώπου κατεχόμενου από πνεύμα δικαιοσύνης και αμεροληψίας. Η παρουσία επίσης στη Σόφια των Ουίλσον και Μέρφι, των βουλγαρόφιλων Αμερικανών επιτετραμμένου και γενικού γραμματέα της αμερικανικής πρεσβείας αντίστοιχα, έκανε τους Βούλγαρους να υποβάλουν αιτήσεις στον Πρόεδρο Ουίλσον να τους σώσει από την εξόντωση. Καθώς τα συμμαχικά στρατεύματα ήταν ανεπαρκή και απρόθυμα να παρατείνουν την παραμονή τους στη Σόφια δεν ενήργησαν ώστε να εφαρμοστούν οι όροι της ανακωχής. Άσχημα περιστατικά σημειώθηκαν στη Φιλιππούπολη και τη Βάρνα με την εμπλοκή ελληνικών στρατευμάτων, για τα οποία οι Βούλγαροι, οι Ιταλοί και οι Γάλλοι θεωρούσαν υπεύθυνους τους Έλληνες και ιδιαίτερα το Μαζαράκη. Κανονίστηκε συνάντηση ανάμεσα στον Τοντόρωφ και το Μαζαράκη από το στρατηγό Κρετιέν. Ο Τοντόρωφ απέδωσε τις δυσκολίες κυρίως στην παράλυση του κράτους και των άλλων υπηρεσιών. Ικέτευσε το Μαζαράκη να απέχει από πράξεις που ενοχλούσαν τους Βούλγαρους και υποσχέθηκε σε αντάλλαγμα να προωθήσει σε γρήγορη επίλυση τα ελληνοβουλγαρικά ζητήματα. Ωστόσο, η κατάσταση δε βελτιώθηκε και άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες για επικείμενο διωγμό των Ελλήνων της Βουλγαρίας. Ο Βενιζέλος έδωσε οδηγίες στο Μαζαράκη να συμβουλέψει τους 15
Έλληνες να ετοιμαστούν να εγκαταλείψουν τη Βουλγαρία μεταφέροντας οτιδήποτε μπορούσαν, να ορίσουν διαχειριστές των ακινήτων περιουσιών τους και να συλλέξουν στοιχεία για ενδεχόμενη ανταλλαγή τους με τους Βούλγαρους της Μακεδονίας. Ωστόσο, ο Μαζαράκης, παρόλο που θεωρούσε ότι μια ανταλλαγή πληθυσμών πιθανόν να αποτελούσε λύση, πίστευε ότι οι φήμες ήταν υπερβολικές και δεν ήταν προς το συμφέρον των ελληνικών πληθυσμών να εγκαταλείψουν τη Βουλγαρία. Ο Μαζαράκης είχε μια διπλωματική επιτυχία κατά την παραμονή του στη Βουλγαρία. Το Νοέμβριο του 1918 απέκτησε επαφή με μια ομάδα Μουσουλμάνων αντιπροσώπων της Βουλής, μέσω της προσωπικής του γνωριμίας με τον Ισμαήλ Χακί Μπέη, ενός από τους πιο ισχυρούς ανάμεσά τους. Αυτοί είχαν ήδη σχεδιάσει ένα υπόμνημα το οποίο σκόπευαν να υποβάλουν στη Βουλή διαμαρτυρόμενοι κατά της βουλγαρικής διοίκησης και τη μη ανοχή της προς τους Μουσουλμάνους της Δυτικής Θράκης. Ο Μαζαράκης τους πίεσε να υποβάλουν το υπόμνημά τους στις συμμαχικές αρχές και να ζητήσουν ακρόαση. Εν τούτοις, ο Κρετιέν αρνήθηκε να τους δεχτεί και ο Μαζαράκης τους ζήτησε να στείλουν αναφορές στο Βενιζέλο και το στρατηγό Ντεσπερέ. Οι αναφορές στάλθηκαν στις 2 Ιανουαρίου 1919. Οι Μουσουλμάνοι αντιπρόσωποι κατήγγειλαν την κακομεταχείριση και τη σκληρότητα της μικρής βουλγαρικής μειονότητας στη Δυτική Θράκη και ζητούσαν η περιοχή να καταληφθεί από συμμαχικές δυνάμεις, μεταξύ των οποίων και ελληνικές, οι οποίες, ενώ θα προστάτευαν τους Έλληνες από τις υπερβολές των Βουλγάρων, θα προστάτευαν επίσης και τους Μουσουλμάνους, οι οποίοι καλωσόριζαν την παρουσία τους. 7 Μετά από αίτημα του Ουίλσον, ο Βενιζέλος είχε συντάξει ένα υπόμνημα με τίτλο «Η Ελλάδα στο Συνέδριο της Ειρήνης». Αυτό το υπόμνημα που έφερε την ημερομηνία 30 Δεκεμβρίου 1918 τυπώθηκε στα γαλλικά και τα αγγλικά και μοιράστηκε στα βασικά μέλη των συμμαχικών αντιπροσωπειών στις αρχές Ιανουαρίου 1919. Άρχιζε με έναν πίνακα με τον αριθμό των 7 βλ. Petsalis, ό.π. σ.86-89 16
Ελλήνων που ζούσαν μέσα στα όρια του Βασιλείου και έξω από αυτό. Για τη Θράκη ο αριθμός ήταν 731.000, ενώ στη Βουλγαρία ζούσαν 43.000 Έλληνες. Το υπόμνημα συνέχιζε με τις διεκδικήσεις. Αναφορικά με τη Θράκη ο Βενιζέλος υποστήριζε ότι στην περίπτωση που η Κωνσταντινούπολη θα γινόταν διεθνές κράτος, η Ελλάδα θα έπρεπε να προσαρτήσει και τη Δυτική και την Ανατολική Θράκη. Στα εδάφη που διεκδικούσε η Ελλάδα περιλαμβανόταν βουλγαρική μειονότητα με 69.000 άτομα. Αποκομμένη από το Αιγαίο η Βουλγαρία θα είχε έξοδο στη Μαύρη Θάλασσα μέσω των λιμανιών του Μπουργκάς και της Βάρνας και θα είχε οφέλη από την εξασφαλισμένη ελευθερία των Στενών. Επιπλέον, η Αλεξανδρούπολη θα μπορούσε να γίνει ελεύθερο λιμάνι. Αντίθετα, το Πόρτο- Λάγος δε μπορούσε να δοθεί στη Βουλγαρία, γιατί θα μπορούσε να μετατραπεί σε βάση υποβρυχίων. 8 Η αγγλική πλευρά ετοίμασε μια περίληψη και ένα σχόλιο για το υπόμνημα του Βενιζέλου στις 28 Ιανουαρίου. Στα σχόλια αναφορικά με τη Θράκη υποστηριζόταν ότι α) εθνικά ο ισχυρισμός του Βενιζέλου υποστηριζόταν γιατί οι Έλληνες έχουν ή είχαν πριν το 1913 την πλειοψηφία από κάθε άλλη εθνότητα στην περιοχή πλην των Τούρκων, β) οικονομικά η Βουλγαρία δε θα μπορούσε να παραπονιέται ότι στραγγαλίζεται αν της δίνονταν εγγυημένες έξοδοι στην Καβάλα και την Αλεξανδρούπολη και γ) στρατηγικά η οριοθέτηση που προτεινόταν από το Βενιζέλο δεν ήταν ασφαλής και θεωρούταν καλύτερη από τη γραμμή των συνόρων που κατείχαν οι Τούρκοι μέχρι το 1913. Στα συμπεράσματα σχετικά με τη Θράκη γίνονταν αποδεκτές οι ελληνικές διεκδικήσεις εκτός από την Αδριανούπολη και το Κιρκ Κιλισσέ που θα ανήκαν στη Βουλγαρία. 9 Στις αρχές Ιανουαρίου 1919 οι Έλληνες βρήκαν σε αιχμαλώτους Βουλγάρους κομιτατζήδες προκηρύξεις μιας Τουρκικής Θρακικής Επιτροπής. Η επιτροπή που είχε ιδρυθεί όταν οι Τούρκοι εθνικιστές συνειδητοποίησαν ότι η Θράκη θα αποσπόταν από την Τουρκία, υποστήριζε την αυτονομία της 8 Αυτόθι, σ. 123-124 9 Αυτόθι, σ. 127-128 17
Θράκης ιδιαίτερα υπό βρετανική προστασία και είχε τη στήριξη του τουρκικού πληθυσμού που δεν είχε αφοπλιστεί μετά την ανακωχή. Επιπλέον οι επιδρομές ομάδων κομιτατζήδων αυξήθηκαν και η βουλγαρική προπαγάνδα ήταν ενεργή και στην Ανατολική Μακεδονία και στη Δυτική Θράκη. Στις 20 Φεβρουαρίου η Ελληνική Επιτροπή στο Παρίσι εξέτασε το Θρακικό Ζήτημα. Ο Αμερικανός εκπρόσωπος Ντέι δήλωσε ότι οι Έλληνες ήταν εθνολογικά ισχυρότεροι από τους Βούλγαρους και στην Ανατολική και στη Δυτική Θράκη. Η οριοθέτηση της βουλγαρικής μεθορίου ωστόσο έπρεπε να μελετηθεί προσεκτικά και να εξασφαλιστεί βουλγαρική εμπορική έξοδος στο Αιγαίο. Στη συνάντηση της 26 ης Φεβρουαρίου ο Βενιζέλος επισήμανε ότι η Ελλάδα ήταν έτοιμη να προσφέρει εμπορική διέξοδο στο Αιγαίο, στην Αλεξανδρούπολη ή στην Καβάλα ή ακόμα και στη Θεσσαλονίκη. Στις 1 Μαρτίου οι Ιταλοί υπέβαλαν δυο διπλωματικές διαμαρτυρίες, από τις οποίες στην πρώτη δηλωνόταν ότι η Αλεξανδρούπολη έπρεπε να δοθεί στη Βουλγαρία. Στη συνάντηση της 4 ης Μαρτίου ο Καμπόν πρότεινε και οι Ντέι και Κρόου συμφώνησαν ότι η Δυτική Θράκη στο σύνολό της έπρεπε να δοθεί στην Ελλάδα, αρκεί να εξασφαλιζόταν έξοδος στη Βουλγαρία είτε στην Καβάλα, είτε στην Αλεξανδρούπολη, είτε στη Θεσσαλονίκη. Ο Ιταλός αντιπρόσωπος Καστόλντι ωστόσο επανέλαβε τις ιταλικές επιφυλάξεις. Ο Άγγλος Κρόου δήλωσε ότι η Βρετανία και η Γαλλία δέχονταν τη γραμμή που πρότεινε η Ελλάδα, ενώ ο Αμερικανός Ντέι πρότεινε λίγο διαφοροποιημένη συνοριακή γραμμή. 10 Εν τω μεταξύ στη Σόφια οι Βούλγαροι είχαν ανησυχήσει σοβαρά από την επιρροή του Βενιζέλου στο Συνέδριο και ο Τοντόρωφ επανειλημμένα ζήτησε άδεια μέσω της αμερικανικής πρεσβείας να στείλει αντιπροσώπους στο Παρίσι για ανεπίσημες συζητήσεις με εκπροσώπους άλλων βαλκανικών κρατών. Οι Σύμμαχοι ωστόσο αρνούνταν να αντιμετωπίσουν τα βαλκανικά ζητήματα χωριστά και απάντησαν ότι μέχρι να γίνει γενική ειρήνη δε θα καλούσαν τους Βούλγαρους για διαπραγματεύσεις. 10 Αυτόθι, σ.153-156 18
Οι Βούλγαροι τότε άρχισαν να ανακυκλώνουν φήμες ότι ήταν έτοιμοι να υπογράψουν συμφωνία με τους Σέρβους, στοχεύοντας στην ένταξη της Βουλγαρίας σε μια νοτιοσλαβική συνομοσπονδία. Το γεγονός αυτό είχε ως στόχο τη διάσπαση της Ρουμανο-ελληνο-σερβικής συνεργασίας, την αποφυγή υποχρέωσης πληρωμής πολεμικών επανορθώσεων και την απόκτηση δικαιωμάτων στη Μακεδονία, ενώ οι Βούλγαροι τόνιζαν ότι σε διαφορετική περίπτωση δε θα μπορούσαν να απεμπλακούν από τη γερμανική επιρροή ή να αποφύγουν την καταστροφή του μπολσεβικισμού. Στο μεταξύ ο φόβος για βουλγαρική αντίσταση μεγάλωνε. Όταν στις αρχές Μαρτίου ο Τοντόρωφ δήλωσε στη βουλγαρική Βουλή ότι χάρη στην βρετανική, ιταλική και αμερικανική υποστήριξη η Δυτική Θράκη δε θα παραδιδόταν στην Ελλάδα, οι Μουσουλμάνοι αντιπρόσωποι πανικοβλήθηκαν και πρότειναν στο Μαζαράκη αντί για προσχώρηση στην Ελλάδα να τους δοθεί αυτονομία υπό ή με τη συμμετοχή Ελλήνων διοικητών. Σε απάντηση ο Βενιζέλος τους πληροφόρησε ότι η Βρετανία, η Γαλλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν ψηφίσει υπέρ της ένταξης της Δυτικής Θράκης στην Ελλάδα, αλλά κρατούσαν την απόφασή τους μυστική περιμένοντας τις αποφάσεις του Ανώτατου Συμβουλίου. Τους προειδοποίησε ότι η Ιταλία λειτουργούσε υπέρ της Βουλγαρίας και ότι μια Θράκη αυτόνομη θα βρισκόταν στο έλεός της. Τους συμβούλεψε να στείλουν αντιπροσώπους στο Παρίσι για να το διαπιστώσουν μόνοι τους και να έρθουν σε συνεννόηση με την ελληνική κυβέρνηση, η οποία θα πλήρωνε τα έξοδά τους. Τους κατέστησε επίσης σαφές πως δεν τους ζητούσε να ενεργήσουν για την προσάρτηση της Θράκης στην Ελλάδα, πως αν ήθελαν θα μπορούσαν να δουλέψουν για τα συμφέροντα της Τουρκίας, απλώς το μόνο που τους ζητούσε ήταν μια κατηγορηματική δήλωση ότι σε καμία περίπτωση αυτοί, ως εκπρόσωποι του μουσουλμανικού πληθυσμού στη Δυτική Θράκη, δεν επιθυμούσαν να παραμείνουν υπό βουλγαρική κυριαρχία. Οι Μουσουλμάνοι διασπάστηκαν σε δύο ομάδες. Η μία υποστήριζε την αυτονομία της Θράκης και η άλλη την ένταξη της περιοχής στην Ελλάδα. Και οι δύο ομάδες έστειλαν 19
αντιπροσώπους στο Παρίσι, αλλά η ομάδα που υποστήριζε την αυτονομία της Θράκης και η οποία ταξίδευε υπό την αιγίδα των Ιταλών κρατήθηκε στη Ρώμη. 11 Όταν τελικά οι Ιταλοί δέχθηκαν να επιτρέψουν στη μουσουλμανική αντιπροσωπεία να ταξιδέψει στο Παρίσι, οι Γάλλοι αρνήθηκαν να τους εκδώσουν βίζα. Έστειλαν ωστόσο τον Αρμένιο γραμματέα τους Σερμπεντζιάν για να λειτουργεί ως διαμεσολαβητής ανάμεσα σε αυτούς και την ιταλική αποστολή στο Παρίσι. Ωστόσο, αυτός πρόσφερε τις υπηρεσίες του στην Ελλάδα και από τις αρχές Ιουνίου ενημέρωνε την ελληνική αντιπροσωπεία για τις κινήσεις των ιταλών αντιπροσώπωνιδιαίτερα του Καστόλντι-στο Θρακικό Ζήτημα. Στις 12 Ιουνίου ο Ισμαήλ Χακί, επικεφαλής των Μουσουλμάνων που επιθυμούσαν την προσάρτηση της Δυτικής Θράκης στην Ελλάδα, υπέβαλε υπόμνημα στις αντιπροσωπείες των Μεγάλων Δυνάμεων. Προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι αντιπροσωπεύει τους Μουσουλμάνους της Δυτικής Θράκης και ότι μιλά και εκ μέρους των αντιπροσώπων που παρέμεναν στη Ρώμη, απαίτησε την απόσχισή τους από τη Βουλγαρία και δεχόταν την προσάρτηση στην Ελλάδα. Ζήτησε επίσης άμεση κατάληψη της περιοχής από συμμαχικά και ελληνικά στρατεύματα, καθώς και των περιοχών Κιρτζαλί και Αχί-Τσελέ, στις οποίες ο μουσουλμανικός πληθυσμός ήθελε να απαλλαγεί από τους Βούλγαρους. Το υπόμνημα αυτό έθεσε σε συναγερμό τους Ιταλούς, οι οποίοι πίεσαν τους Μουσουλμάνους που βρίσκονταν στη Ρώμη να διαμαρτυρηθούν για την παρουσία του Ισμαήλ Χακί στο Παρίσι, ενώ αντίθετα σε αυτούς είχαν αρνηθεί να εκδώσουν βίζα. Ωστόσο, η διαμαρτυρία τους δεν έγινε αποδεκτή. 12 Την 1 η Ιουλίου επανήλθε το ζήτημα των βουλγαρικών συνόρων στην ατζέντα του Συμβουλίου των επικεφαλών των αντιπροσωπειών. Εκείνη την ημέρα ο Μπάλφουρ πρότεινε να δημιουργηθεί μια επιτροπή, η οποία θα προχωρούσε με την υπόθεση ότι η γραμμή Αίνου-Μήδειας θα ήταν το όριο του κράτους της Κωνσταντινούπολης. Αυτή η υπόθεση εργασίας 11 Αυτόθι, σ.159-164 12 Αυτόθι, σ.171-172 20
υιοθετήθηκε στις 2 Ιουλίου και η Κεντρική Εδαφική Επιτροπή υπό τον Ταρντιέ ορίστηκε να καθορίσει τα βουλγαρικά σύνορα. Από την πρώτη στιγμή οι Ιταλοί έλαβαν μέτρα ώστε να αποσοβήσουν μια θετική απόφαση για την Ελλάδα. Σχεδίαζαν να προωθήσουν εξέγερση των εθνικιστών Μουσουλμάνων στη Θράκη. Στο Παρίσι οι Ιταλοί προσπάθησαν να εξασφαλίσουν πλειοψηφία 3-2 ψήφων μέσω της αμερικανικής και ιαπωνικής υποστήριξης για διατήρηση του status quo ante bellum. Και ενώ αρχικά στις 9 Ιουλίου οι Ιάπωνες τάχθηκαν υπέρ της ιταλικής πρότασης τελικά συμφώνησαν με τη Βρετανία και τη Γαλλία. Στις 11 Ιουλίου οι Αμερικάνοι αναίρεσαν την απόφαση που είχαν πάρει τέσσερις μήνες νωρίτερα, ότι η Δυτική Θράκη δεν ήταν εθνολογικά βουλγαρική και ότι τα βουλγαρικά οικονομικά συμφέροντα μπορούσαν να διασφαλιστούν με διεθνείς εγγυήσεις. Η μόνη λογική εξήγηση για αυτήν την ενέργεια ήταν ότι οι Αμερικάνοι επιθυμούσαν να δώσουν «ηθική ικανοποίηση» στη Βουλγαρία για τη συμμετοχή της στον πόλεμο. Αυτό που εξόργιζε τους Βρετανούς και τους Γάλλους ήταν ότι οι Η.Π.Α. δεν είχαν πολεμήσει εναντίον της Βουλγαρίας και ίσως να μην υπέγραφαν το Σύμφωνο Ειρήνης μαζί της. Επιπλέον, έχοντας ως δεδομένο ότι η Βουλγαρία θα χάσει εδάφη είχαν φερθεί ήπια στη Βουλγαρία στο θέμα των επανορθώσεων και της οικονομίας. Το ίδιο απόγευμα ο Ταρντιέ ενημέρωσε το Βενιζέλο ότι το Βουλγαρικό Σύμφωνο αντί να δίνει την κατοχή στην Ελλάδα πιθανόν να τη δίνει στις Συμμάχους και Συνασπισμένες Δυνάμεις. Ο Βενιζέλος ενοχλημένος ζήτησε από τον Ταρντιέ να παρουσιάσει την ελληνική υπόθεση ακόμα μια φορά στην Επιτροπή. Ο Ταρντιέ κανόνισε τη συνάντηση για τις 15 Ιουλίου οπότε και έγινε η παρουσίαση του Βενιζέλου αλλά με μηδενική επίδραση. 13 Η συμφωνία ωστόσο Τιτόνι-Βενιζέλου στις 29 Ιουλίου άλλαξε τη ροή των πραγμάτων. Στη συνάντηση του Συμβουλίου στις 31 Ιουλίου οι Ιταλοί για πρώτη φορά στήριξαν την Ελλάδα και άφησαν απομονωμένους τους Αμερικάνους στο Θρακικό Ζήτημα. Ο Τιτόνι πρότεινε να δοθεί η Δυτική Θράκη 13 Αυτόθι, σ. 256-259 21
στην Ελλάδα και η γραμμή Αίνου-Μήδειας να διαιρεθεί μεταξύ Βουλγαρίας και Ελλάδας. Η αλλαγή στάσης της Ιταλίας ενόχλησε τους Αμερικανούς. Ο Πόλκ επικεφαλής της αμερικανικής αντιπροσωπείας, παραπονιόταν ότι οι Βρετανοί είχαν οικοδομήσει μια ελληνοϊταλική συμφωνία με αντάλλαγμα για την ιταλική υποστήριξη στη Θράκη εδαφικά ανταλλάγματα στην Ανατολία. Ο ίδιος ο πρόεδρος Ουίλσον θεωρούσε το Σύμφωνο Τιτόνι- Βενιζέλου «απαράδεκτο». 14 Οι Αμερικάνοι επέμεναν να δοθεί στη Βουλγαρία έξοδος στο Αιγαίο, αλλά ο Μπάλφουρ επέμενε ότι στην Ελλάδα έπρεπε να δοθεί η ακτή της Δυτικής Θράκης με μια ουσιαστική ενδοχώρα και στη Βουλγαρία τα βορειότερα τμήματα όπου ζούσαν σχεδόν όλοι οι Βούλγαροι. Ο Μπάλφουρ, έχοντας αποτύχει να πείσει τον Πόλκ, έθεσε σε εφαρμογή ένα άλλο σχέδιο, ένα αυτόνομο κράτος που έθετε όλη τη Θράκη υπό ελληνική κυριαρχία. Το σχέδιο αυτό ο Βενιζέλος ήταν έτοιμος να το δεχθεί γιατί η ελληνική κυριαρχία θα περικοπτόταν μόνο σε γλωσσικά, εκπαιδευτικά και θρησκευτικά ζητήματα. Στην αρχή ο Πόλκ το υποστήριξε, αλλά γρήγορα άλλαξε γνώμη με το επιχείρημα ότι η Βουλγαρία θα αποκόπτονταν και πάλι από το Αιγαίο. Τελικά ο Μπάλφουρ και ο Πόλκ συμφώνησαν ότι οι ειδικοί έπρεπε να εξετάσουν την πιθανότητα να δώσουν στην Ελλάδα και τη Δυτική και την Ανατολική Θράκη, εκτός από ένα διάδρομο στο Αιγαίο που θα περιελάμβανε και την Αλεξανδρούπολη, ο οποίος θα δινόταν υπό πλήρη κυριαρχία στη Βουλγαρία. Στις 7 Αυγούστου οι ειδικοί ζήτησαν την έγκριση του Βενιζέλου, ο οποίος με έκπληξη διαπίστωσε ότι εκτός από τις περιοχές της Ξάνθης και της Κομοτηνής, η υπόλοιπη Δυτική Θράκη δινόταν στη Βουλγαρία συμπεριλαμβανομένων και των τμημάτων που της αποδόθηκαν από την Τουρκία το 1915 και τα οποία οι Γάλλοι και οι Βρετανοί είχαν πρόσφατα αρνηθεί να την αφήσουν να τα διατηρήσει υπό την κατοχή της. Όπως ήταν φυσικό, ο Βενιζέλος απέρριψε το σχέδιο. Η συνάντηση του Συμβουλίου το απόγευμα της ίδιας ημέρας οδήγησε σε πλήρες αδιέξοδο. Ο Ταρντιέ πρότεινε η ζώνη του 14 Αυτόθι, σ. 265-266 22
διαδρόμου να γίνει ελεύθερο κράτος, υπό τη διοίκηση Διεθνούς Επιτροπής με έδρα την Αλεξανδρούπολη, η οποία θα συνδεόταν σιδηροδρομικά με την Αδριανούπολη. Η Γαλλία συμφωνούσε να στερήσει από την Ελλάδα τη Δυτική Θράκη, αλλά όχι και να παραδώσει την περιοχή στη Βουλγαρία. Ο Πόλκ επέμεινε στις αμερικανικές θέσεις και τότε ο Ταρντιέ τον πίεσε να παραδεχτεί πως οι οδηγίες του Ουίλσον έκαναν λόγο για εμπορική έξοδο της Βουλγαρίας στην Αλεξανδρούπολη μέσω διεθνούς εδάφους, ωστόσο δεν μπόρεσε να τον πείσει να δοθεί η υπόλοιπη περιοχή στην Ελλάδα ακόμα και με δικαιώματα αυτονομίας, ενισχυμένα με διεθνείς εγγυήσεις. Στις 8 Αυγούστου ο Γάλλος πρωθυπουργός Κλεμανσό πρότεινε στην ελληνική πλευρά να πάρει την Ανατολική Θράκη και το τρίγωνο της περιοχής της Δυτικής Θράκης, την ακτή του Αιγαίου και μια γραμμή από το Πόσαζικ ως τη Μάκρη 10 χιλιόμετρα δυτικά της Αλεξανδρούπολης. Ο Βενιζέλος αποδέχτηκε την πρόταση με μερικές τροποποιήσεις. 15 Ωστόσο, ο Ουίλσον στον οποίο έστειλε μήνυμα ο Βενιζέλος μετά από συνεννόηση και με τον Πόλκ στις 15 Αυγούστου, αποδεχόταν μόνο κατοχή του δυτικού τμήματος της Δυτικής Θράκης από την Ελλάδα, ενώ το ανατολικό της τμήμα και ολόκληρη η Ανατολική Θράκη θεωρούσε ότι θα έπρεπε να συμπεριληφθούν στο διεθνές κράτος της Κωνσταντινούπολης. Στη συνάντηση της 1 ης Σεπτεμβρίου αποφασίστηκε η Κεντρική Επιτροπή να ορίσει τα σύνορα παίρνοντας υπόψη το μήνυμα του Ουίλσον. Η Δυτική Θράκη θα παραδινόταν από τους Βούλγαρους στις Συμμάχους και Συνασπισμένες Δυνάμεις και θα βρισκόταν υπό την κατοχή βρετανικών, γαλλικών, ιταλικών και ελληνικών στρατευμάτων, με τους Έλληνες περιορισμένους στο τμήμα της περιοχής που προσφερόταν στην Ελλάδα με γενική συμφωνία, ενώ στη Βουλγαρία δινόταν πρόσβαση σε ένα λιμάνι στο Αιγαίο. Η Επιτροπή πρότεινε επίσης την ελεύθερη εμπορική πρόσβαση της Βουλγαρίας στο Αιγαίο, η οποία θα ρυθμιζόταν από την Επιτροπή στα λιμάνια τις υδάτινες οδούς και τους σιδηροδρόμους. Η πρόταση υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο στις 2 Σεπτεμβρίου. 15 Αυτόθι, σ. 268-271 23
Στις 4 Σεπτεμβρίου οι Σύμμαχοι ρώτησαν τον Πόλκ, αν συμφωνούν οι Η.Π.Α. ότι: α) η Βουλγαρία έπρεπε να έχει το δικαίωμα για πρόσβαση στην Αλεξανδρούπολη και το σιδηρόδρομο της κοιλάδας του Έβρου β) ότι το διεθνές κράτος της Κωνσταντινούπολης έπρεπε να έχει κοινά σύνορα με τη Βουλγαρία γ)ότι οι περιοχές στις οποίες ζούσαν μεγάλες πλειοψηφίες Ελλήνων πρέπει να προσαρτηθούν στην Ελλάδα και στις περιοχές όπου ζούσαν μεικτοί πληθυσμοί να τους εγγυηθούν αυτονομία. Επιπλέον, αν συμφωνούσε α) να γίνει η Αλεξανδρούπολη ελεύθερη πόλη και να διοικείται από έναν Επίτροπο βοηθούμενο από έναν Έλληνα, ένα Βούλγαρο και έναν Τούρκο αντιπρόσωπο β)αν αυτός ο επίτροπος θα μπορούσε να ελέγχει τη σιδηροδρομική γραμμή γ) αν η ελληνική συνοριακή γραμμή θα έπρεπε να ακολουθεί τη συνοριακή γραμμή που υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο στις 2 Σεπτεμβρίου και αν στα εδάφη πίσω από τη γραμμή αυτή θα δινόταν αυτονομία υπό ελληνική κυριαρχία. Η προτεινόμενη λύση έμοιαζε με ιδανικό συμβιβασμό. Η Βουλγαρία θα κρατούσε το βόρειο μισό της Δυτικής Θράκης, θα της δινόταν εγγύηση για ελεύθερη πρόσβαση στην Αλεξανδρούπολη και θα έπαιρνε περίπου τα 3/4 των εδαφών που διεκδικούσε αρχικά. Η αμερικανική πλευρά δύσκολα θα μπορούσε να απορρίψει αυτήν την πρόταση. Στο μεταξύ από τις 30 Αυγούστου η ελληνική αντιπροσωπεία είχε ζητήσει να ενσωματωθούν στη Συνθήκη και όροι που αφορούσαν τη μετανάστευση Ελλήνων από τη Βουλγαρία και αντίστροφα. Η Επιτροπή Νέων Κρατών εξέτασε το ζήτημα και στην έκθεσή της αποδέχτηκε ομόφωνα την είσοδο στο σχέδιο της συνθήκης του όρου περί εθελοντικής μετανάστευσης, ο οποίος έγινε το άρθρο 56&2 της Συνθήκης. Στις 19 Σεπτεμβρίου το Συμβούλιο παρουσίασε τους όρους στους Βούλγαρους και τους έδωσε διορία 25 ημερών για να ετοιμάσουν την απάντησή τους. Η απόφαση για την κατοχή της Δυτικής Θράκης πάρθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου παρά τις αντιρρήσεις του Πόλκ. Τα ελληνικά στρατεύματα θα περιορίζονταν σε μια γραμμή που θα άφηνε την Κομοτηνή 24
εκτός της ελληνικής ζώνης, χωρίς αυτό όμως να προδικάζει τις αποφάσεις για τα ανατολικά σύνορα της Ελλάδας. 16 Οι Βούλγαροι βρέθηκαν προ δυσάρεστης εκπλήξεως. Όταν έστειλαν τους αντιπροσώπους τους στο Παρίσι στα τέλη Ιουλίου είχαν ακόμα ελπίδες για ειρηνευτικούς όρους που δε θα έθιγαν τη βουλγαρική κυριαρχία και υπερηφάνεια. Στο Παρίσι ωστόσο έτυχαν ψυχρής υποδοχής και επικέντρωσαν τις προσπάθειές τους στο να διατηρήσουν καλές σχέσεις με τους Αμερικανούς και βομβάρδιζαν τη Γραμματεία του Συνεδρίου με νότες. Ο πρωθυπουργός Τοντόρωφ, επικεφαλής της αντιπροσωπείας, σύντομα κατάλαβε τη σοβαρότητα της κατάστασης. Επιστρέφοντας στη Σόφια με τους ειρηνευτικούς όρους, ο Σταμπουλίνσκυ τους χαρακτήρισε ως «θάνατο». Η έλλειψη κάθε αναφοράς στη Μακεδονία και τη Δοβρουτσά, περιοχές για τις οποίες βγήκε η Βουλγαρία στον πόλεμο, ήταν μια μεγάλη απογοήτευση και οι αποφάσεις που αφορούσαν την απομάκρυνση του βουλγαρικού στρατού προκάλεσαν ακόμα μεγαλύτερη απογοήτευση. Στις 6 Οκτωβρίου ο στρατηγός Ντ Εσπεραί ενημέρωσε τους Βούλγαρους ότι σύμφωνα με την απόφαση του Συνεδρίου της 22ας Σεπτεμβρίου, έπρεπε μέχρι τις 14 Οκτωβρίου να εκκενώσουν την περιοχή που οριζόταν από το άρθρο 27&3 της μελλοντικής Συνθήκης Ειρήνης. Οι Βούλγαροι διαμαρτυρήθηκαν ότι δεν μπορούσαν να εκκενώσουν τη Δυτική Θράκη βασιζόμενοι σε ένα σχέδιο συνθήκης. Οι Σύμμαχοι αγνόησαν αυτήν την παρατήρηση με αποτέλεσμα μια ξαφνική είσοδο προσφύγων από τη Θράκη στη Βουλγαρία. Ως διοικητής της Θράκης ορίστηκε ο στρατηγός Σαρπύ. 17 Η πρώτη περιοχή που καταλήφθηκε ήταν αυτή της Ξάνθης, στις 18 Απριλίου 1919 από τον ελληνικό στρατό και πιο συγκεκριμένα από την 9 η Ελληνική Μεραρχία υπό το στρατηγό Λεοναρδόπουλο ενώ η υπόλοιπη Θράκη εκκενώθηκε και καταλήφθηκε ως τις 22 Οκτωβρίου από το στρατηγό Σαρπύ. Η περιοχή διαιρέθηκε σε τρεις περιφέρειες: Ξάνθης, Γκιουμουλτζίνας (Κομοτηνής), Καραγάτς υπό τους 16 Αυτόθι, σ. 273-278 17 Αυτόθι, σ.285-286 25
Λεοναρδόπουλο, Ντορέ και Ρουντεσί αντίστοιχα υπό τη διοίκηση του Σαρπύ. 18 Σύμφωνα με την απόφαση του Συνεδρίου της 22ας Σεπτεμβρίου η πολιτική διοίκηση θα διατηρούνταν, θα λειτουργούσε όμως υπό τις οδηγίες των συμμαχικών στρατιωτικών αρχών. Καθώς όμως οι περισσότεροι Βούλγαροι δημόσιοι υπάλληλοι είχαν φύγει, έπρεπε να βρεθεί ένα καινούριο διοικητικό σύστημα. Αυτό το καθήκον το ανέλαβαν οι Γάλλοι και ο Χαρίσιος Βαμβακάς, συνεργάτης του Βενιζέλου, ο οποίος στάλθηκε στην Κομοτηνή ως πολιτικός σύμβουλος του στρατηγού Σαρπύ, ο οποίος διορίστηκε ως διοικητής της Δυτικής Θράκης όπως προαναφέρθηκε. Τον Σαρπύ θα τον βοηθούσε ένα συμβούλιο με καθαρά συμβουλευτικές λειτουργίες σε όλα τα διοικητικά, πολιτικά οικονομικά ζητήματα. Η Θράκη υποδιαιρέθηκε σε έξι υποδιοικήσεις που αντιστοιχούσαν στους καζάδες Ξάνθης, Κομοτηνής, Αλεξανδρούπολης, Σουφλίου, Διδυμοτείχου και Καραγάτς. Σε κάθε υποδιοίκηση οι μειονότητες θα εκπροσωπούνταν από ένα βοηθό διοικητή της φυλής και της θρησκείας της μειονότητας. 19 Η συμβολή του Χαρίσιου Βαμβακά ήταν πολύ σημαντική. Ο σκοπός της αποστολής του ήταν πέρα από την καταπολέμηση της προπαγάνδας για αυτονόμηση της Δυτικής Θράκης 20 όπως είπε και ο ίδιος, να δώσει ελληνικό διοικητικό χαρακτήρα στις περιοχές που δε βρίσκονταν υπό ελληνική κατοχή. 21 Τις προσπάθειές του διευκόλυναν αφενός η επιστροφή των Ελλήνων προσφύγων και η αποχώρηση πολλών Βουλγάρων από την περιοχή 22 και αφετέρου η φιλία και ο φιλελληνισμός του Σαρπύ, ο οποίος διασφάλισε στο διοικητικό συμβούλιο το διορισμό τεσσάρων Ελλήνων, τεσσάρων Τούρκων, ενός Εβραίου και ενός Αρμενίου, καθώς επίσης και το διορισμό τριών Ελλήνων και τριών Τούρκων ως διοικητών στις υποδιοικήσεις με βοηθούς από την άλλη εθνότητα. 18 Α. Καραθανάσης «Αντάντ Τη δίνω δεν τη δίνω πάρτε τη», Αθήνα 2000, Ε-Ιστορικά Ελευθεροτυπίας(11/5/2000), τόμος 3, τεύχος 30,σ.30 19 βλ. Petsalis, ό.π. σ.287-288 20 βλ. Καραθανάσης, ό.π. σ.31 21 βλ.petsalis, ό.π. σ.288 22 βλ. Καραθανάσης, ό.π. σ.31 26
Στις 24 Οκτωβρίου η βουλγαρική αντιπροσωπεία προσκόμισε στο Συνέδριο ένα μακροσκελές σχόλιο για τη σχεδιαζόμενη συνθήκη. Αγνοώντας το ρόλο της Βουλγαρίας στους πρόσφατους πολέμους ζητούσαν διατήρηση του status quo ante bellum για τη Θράκη και την ίδρυση ανεξάρτητης Μακεδονίας. Στις 25 Οκτωβρίου το Συμβούλιο ζήτησε από την Κεντρική Εδαφική Επιτροπή να ετοιμάσει ένα σχέδιο τελικής απάντησης προς τις βουλγαρικές παρατηρήσεις ως την 1 η Νοεμβρίου. Το σχέδιο παραδόθηκε στους Βούλγαρους στις 3 Ιανουαρίου με μικρές τροποποιήσεις σε μη εδαφικά ζητήματα και με την απαίτηση να δοθεί απάντηση μέσα σε δέκα μέρες. Στις 31 Νοεμβρίου οι Βούλγαροι δέχτηκαν να υπογράψουν τη συνθήκη χωρίς όρους. Παρόλα αυτά στις 22 Νοεμβρίου ο Σταμπουλίνσκυ που είχε διαδεχθεί στην πρωθυπουργία τον Τοντόρωφ έκανε μια τελευταία προσπάθεια να σώσει τη Θράκη, απευθύνοντας προσωπική έκκληση στο Βενιζέλο όπου τόνιζε ότι η Βουλγαρία ήταν ένα κράτος αγροτικό, που παρήγαγε μόνο αγροτικά προϊόντα και που είχε ανάγκη την εδαφική διέξοδο στο Αιγαίο. Επεσήμανε επίσης πως στα πλαίσια της πολιτικής προσέγγισης των δύο κρατών η Δυτική Θράκη που τη χαρακτήριζε ως βουλγαρική δεν ήταν απαραίτητη στην Ελλάδα ούτε για πολιτικούς, ούτε για οικονομικούς, ούτε για γεωγραφικούς λόγους. 23 Ο Βενιζέλος απάντησε στις 27 Νοεμβρίου την ημέρα που υπογράφηκε η συνθήκη. Αφού απέρριψε τα βουλγαρικά επιχειρήματα, ιστορικά, εθνολογικά και οικονομικά και τονίζοντας στο Σταμπολίνσκυ ότι η επιθυμία του να εξυπηρετήσει τα βουλγαρικά συμφέροντα τον έκαναν να παραβλέπει το καθήκον του να αμυνθεί των ελληνικών συμφερόντων, του υπενθύμισε το ρόλο της Βουλγαρίας στους Βαλκανικούς πολέμους και στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο και πως η Βουλγαρία παραβίασε τους όρους της συμμαχίας του 1912 και ολοκλήρωσε αναφέροντας πως ήλπιζε σε πιστή εκτέλεση των όρων της συνθήκης από την πλευρά της Βουλγαρίας. 24 23 βλ. Petsalis, ό.π. σ.289 24 Sp. Sfetas, Makedonien und interbalkanische Beziehungen 1920-1924, Munchen 1992, σ.48 27
3.Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΝΕΪΓΥ ΚΑΙ Η ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΕΡΙ ΕΘΕΛΟΥΣΙΑΣ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ ΤΗΣ 27 ΗΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1919 Τα κυριότερα άρθρα της συνθήκης που υπογράφηκε στο Νεϊγύ τη 14 η /27 η Νοεμβρίου 1919 προέβλεπαν: Βουλγαρικά σύνορα: Σύμφωνα με το άρθρο 27 αυτά ορίζονταν στο σημείο όπου η μεθόριος του 1913 κατέλειπε τη γραμμή του διαχωρισμού των υδάτων μεταξύ των λεκανοπεδίων του Μεστά Καρασού προς Νότο και Μαρίτσα προς Βορρά παρά το υψόμετρο 1587(Dibikli). Με το άρθρο 29 προβλεπόταν ότι οροθετικές επιτροπές θα καθόριζαν τα σύνορα και οι αποφάσεις τους θα ήταν υποχρεωτικές, ενώ τα ενδιαφερόμενα μέρη ήταν υποχρεωμένα να παρέχουν κάθε έγγραφο που θα ζητούσε η επιτροπή, ιδίως αντίγραφα πρακτικών καθορισμού των συνόρων(άρθρο 31) 25 Πολιτικοί όροι: Με το άρθρο 42 η Βουλγαρία παραιτούνταν κάθε δικαιώματος και τίτλου στα εδάφη που δίνονταν στην Ελλάδα. Με το άρθρο 43 διοριζόταν Επιτροπή αποτελούμενη από εφτά μέλη, πέντε ουδέτερα, ένα από την Ελλάδα και ένα από τη Βουλγαρία για τη χάραξη της μεθοριακής γραμμής. Το άρθρο 44 όριζε ότι όσοι Βούλγαροι υπήκοοι εγκαταστάθηκαν στα εδάφη τα οποία παραχωρούνταν στην Ελλάδα μετά την 1η Ιανουαρίου 1913 δεν μπορούσαν να αποκτήσουν ελληνική υπηκοότητα, χωρίς την άδεια της Ελλάδας, ενώ με το άρθρο 45 οι Βούλγαροι υπήκοοι άνω των δεκαοχτώ ετών θα είχαν το δικαίωμα να επιλέξουν ιθαγένεια και να μεταφέρουν την κατοικία τους στο κράτος την ιθαγένεια του οποίου θα επέλεγαν. Ιδιαίτερα σημαντικό ήταν το άρθρο 48. Σύμφωνα με αυτό η Βουλγαρία παραιτούνταν κάθε δικαιώματος και τίτλου από τη Θράκη και οι Σύμμαχοι υπόσχονταν να της εξασφαλίσουν ελεύθερη οικονομική διέξοδο στο Αιγαίο. Η Βουλγαρία τα επόμενα χρόνια παρερμήνευε σκόπιμα το συγκεκριμένο άρθρο, επιδιώκοντας εδαφική διέξοδο στο Αιγαίο. 25 Συνθήκη Ειρήνης υπογραφείσα εν Νεϊγύ τη 14-27 Νοεμβρίου 1919, εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, Αθήνα 1919 σ. 14-16 28
Το άρθρο 50 καθόριζε ότι η Βουλγαρία υποχρεωνόταν να παρέχει στους κατοίκους της πλήρη προστασία της ζωής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση γλώσσας, εθνικότητας ή θρησκείας, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 53, όλοι οι Βούλγαροι υπήκοοι ήταν ίσοι απέναντι στο νόμο και θα απολάμβαναν τα αστικά και πολιτικά δικαιώματα, ενώ μπορούσαν να χρησιμοποιούν και τη γλώσσα τους. Όλες οι μειονότητες μπορούσαν να έχουν τα δικά τους ιδρύματα και σχολεία, όπου επίσης θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τη γλώσσα τους(άρθρο 54). Το άρθρο 56 υποχρέωνε τη Βουλγαρία να αναγνωρίσει μέτρα για την αμοιβαία και εθελούσια μετανάστευση φυλετικών μειονοτήτων. Στο άρθρο αυτό στηρίχθηκε και η σύμβαση περί εθελούσιας ανταλλαγής πληθυσμών που υπογράφηκε την ίδια ημέρα. Με το άρθρο 57 οι παραπάνω υποχρεώσεις θέτονταν υπό την εγγύηση της Κοινωνίας Των Εθνών και κάθε διαφορά θα μπορούσε να θεωρηθεί και διεθνής διαφορά αν διαμαρτυρόταν μέλος της. Τέλος με το άρθρο 59 η Βουλγαρία αναγνώριζε μεταξύ των άλλων και τα σύνορα με την Ελλάδα. 26 Στρατιωτικοί όροι: Σύμφωνα με το άρθρο 66 ο συνολικός αριθμός των στρατιωτικών δυνάμεων δεν μπορούσε να υπερβαίνει τους 20.000 άνδρες, 27 ενώ σύμφωνα με το άρθρο 69 ο αριθμός των χωροφυλάκων, τελωνοφυλάκων, δασοφυλάκων και δημοτικών αστυνομικών δεν έπρεπε να υπερβαίνει τους 10.000, ενώ το σώμα των συνοροροφυλάκων τους 3.000. 28 Όσον αφορά το πολεμικό υλικό σύμφωνα με το άρθρο 80 τρεις μήνες από την έναρξη της συμφωνίας όλα τα όπλα, πυρομαχικά και το υλικό πολέμου, που θα υπερέβαιναν την ποσότητα που καθοριζόταν, θα παραδίδονταν στους Συμμάχους, ενώ με το άρθρο 81 απαγορευόταν η εισαγωγή και εξαγωγή όπλων, πυρομαχικών και κάθε είδους υλικό πολέμου. 29 Για το ναυτικό προβλεπόταν η παράδοση των βουλγαρικών πλοίων στους Συμμάχους(άρθρο 83) και η διάλυσή τους(άρθρο 84). Τα αντικείμενα από τη διάλυση των πλοίων θα 26 Αυτόθι, σ.17-21 27 Αυτόθι, σ..23 28 Αυτόθι, σ.24 29 Αυτόθι, σ.26 29