2 ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ (Ι) ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ. ΤΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ; Στο μάθημα «Κοινωνική Θεωρία της Γνώσης (I)» (όπως και στο (ΙΙ) που ακολουθεί) παρουσιάζονται θέσεις σύμφωνα με τις οποίες η γνώση είναι κοινωνικό δημιούργημα: είναι μια διαδικασία που επηρεάζεται (ή ακόμη και καθορίζεται) από κοινωνικές καταστάσεις. Με την προηγούμενη έκφραση εννοούμε ότι η αναζήτηση της γνώσης γίνεται στο πλαίσιο ερευνητικών ομάδων και όχι μόνο από μεμονωμένους ερευνητές ανεπηρέαστους από κοινωνικές επιρροές, ότι οι ερευνητικές αυτές ομάδες υφίστανται επιδράσεις από διάφορους παράγοντες καθώς, επίσης, και μια σωρεία άλλων καταστάσεων που αναφέρονται σε κοινωνικούς φορείς και στο ρόλο που μπορεί να έχουν οι φορείς αυτοί σε σχέση τόσο με την ερευνητική ομάδα όσο και με τα πρόσωπα που την απαρτίζουν. 1 Αυτό που θέλουμε να τονίσουμε - και πιστεύουμε ότι κατέστη προφανές από τη σύντομη αναφορά που προηγήθηκε - είναι ότι όταν καταλήγουμε να θεωρούμε μια πρόταση, μια παραδοχή ως γνώση, αυτή η γνώση δεν είναι αποτέλεσμα (ή τουλάχιστον δεν είναι μόνο αποτέλεσμα) της ατομικής και σχεδόν εν κενώ ενατένισης του κόσμου από έναν ερευνητή, αλλά είναι αποτέλεσμα της δράσης ατόμων στο πλαίσιο κοινωνικών θεσμών, οι οποίοι επηρεάζουν και εν μέρει καταναγκαστικά κατευθύνουν την έρευνα. Όπως θα φανεί στη 1 Για μια διεισδυτική πραγμάτευση των παραγόντων αυτών, βλ. Barry Barnes, About Science, (1985). Δεν αναφέρονται σελίδες επειδή το θέμα αυτό εξετάζεται από τον Barnes εκτενώς σε διάφορα σημεία του βιβλίου αυτού.
3 συνέχεια σύμφωνα με την κοινωνική θεωρία της γνώσης δεν απαλείφεται ο ρόλος του ατόμου ερευνητή, αλλά εντάσσεται στο πλαίσιο ενός ερευνητικού θεσμού. Εικάζεται, συνεπώς, μια θέση που μένει να ενισχυθεί στη συνέχεια αν όχι να «αποδειχθεί» - ότι ο ρόλος του ατόμου ως ουδέτερου παρατηρητή του κόσμου και καταγραφέα αυτών των παρατηρήσεων, χωρίς να παραμερίζεται ή να αγνοείται, είναι, ωστόσο, μικρότερος από αυτόν που βρίσκουμε στις παραδοσιακές αντιλήψεις για την παραγωγή της γνώσης. Σύμφωνα μ αυτές το άτομο, με ειλικρινές ενδιαφέρον και ελάχιστες ή και μηδενικές επιδράσεις από παράγοντες έξω από την επιστήμη 2 και την έρευνα γενικά, προσπαθεί, μέσω της εμπειρίας και του Λόγου, να αποκαλύψει την αλήθεια. Σημειώνουμε ότι οι διαφορετικές θεωρίες που υποστηρίζουν την κοινωνική παραγωγή της γνώσης αποδίδουν διαφορετική σημασία τόσο στο άτομο όσο και στους διάφορους κοινωνικούς παράγοντες που παίζουν ρόλο: με κάποια διαφορετική διατύπωση η ποσότητα, το είδος, η ένταση της επίδρασης των κοινωνικών παραγόντων και η σπουδαιότητα της ατομικής δράσης ποικίλλουν ανάλογα με τη θεωρία. Με τον ένα ή άλλο τρόπο, όμως, στις θεωρίες της κοινωνικής θεωρίας της γνώσης ενισχύεται ο ρόλος του ατόμου ως δημιουργού των υπό έρευνα φαινομένων: πράγματι, στις περισσότερες θεωρίες που δίνουν προτεραιότητα στο ρόλο των κοινωνικών παραγόντων στη δημιουργία της γνώσης, τα ίδια τα εμπειρικά δεδομένα εμφανίζονται σε μεγάλο βαθμό «δημιουργημένα», «κατασκευασμένα» από την ανθρώπινη 2 Ας έχουμε υπόψη μας ότι η αναφορά στην επιστήμη είναι κοινός τόπος σε οποιαδήποτε έρευνα γίνεται για την παραγωγή της γνώσης στην εποχή μας. Αυτό επειδή πολλές, αν όχι όλες, οι παραδοχές για τη δημιουργία της γνώσης συνδέουν - και πολλές φορές ταυτίζουν - την παραγωγή της γνώσης με την επιστήμη.
4 παρέμβαση. Γι αυτό το λόγο, όλες σχεδόν οι θεωρίες που υποστηρίζουν την κοινωνική παραγωγή της γνώσης ονομάζονται και κονστρουκτιβιστικές (constructivist theories of knowledge). 3 Επιθυμώντας να προσδιορίσουμε όσο γίνεται ακριβέστερα τα όρια όσων αντιλήψεων θα περιγράφαμε ως κοινωνικές θεωρίες της γνώσης, σημειώνουμε, επιπλέον, ότι μια βασική και αρκετά διαδεδομένη άποψη της εποχής μας είναι ότι μπορεί να ισχυριστεί κανείς πως, ανεξάρτητα από το αν ο νους ή οι αισθήσεις είναι το κυρίαρχο στοιχείο στη διαδικασία της δημιουργίας της γνώσης, η δημιουργία, παραγωγή, εξέλιξη, πρόοδος, διάδοση της γνώσης, είναι περισσότερο αποτέλεσμα παραγόντων κοινωνικών παρά της ατομικής δράσης του ατόμου. Είτε, λοιπόν, ξεκινάμε από τις αισθήσεις και την εμπειρία είτε ξεκινάμε από τη νόηση, το ζήτημα είναι αν η κοινωνία - διάφοροι κοινωνικοί παράγοντες - παίζουν ή όχι ρόλο στη δημιουργία της γνώσης. Έτσι, όταν αναφερόμαστε σε Κοινωνική θεωρία της γνώσης αυτό που πρέπει να έχουμε υπόψη μας είναι ότι αναφερόμαστε σε μια άποψη δημιουργίας, παραγωγής αλλά και διάδοσης της γνώσης, η οποία έχει ως αφετηρία παράγοντες οι οποίοι δεν σχετίζονται άμεσα με την τυπική και - σε πολλές περιπτώσεις - ατομική έρευνα, αλλά συνδέονται και κάποιες φορές συνυφαίνονται με θεσμούς, οργανώσεις, πρόσωπα τα οποία επιτακτικά και πιεστικά κατευθύνουν την έρευνα: χρηματοδοτικοί και πολιτικοί φορείς ή πρόσωπα που λειτουργούν στο επιστημονικό πεδίο ως αυθεντίες, είναι μερικοί μόνο από αυτούς (βλ. και σημ. 1). Επειδή αναφέραμε 3 Στην ελληνική μπορούμε να αποδώσουμε τον όρο με τη λέξη μάλλον αδόκιμη κατασκευασιοκρατία και τους υποστηρικτές τέτοιων απόψεων να τους ονομάσουμε κατασκευασιοκράτες- constructivists).
5 προηγουμένως ότι η γνώση σχετίζεται με την επιστήμη, θα παρουσιάσουμε τον τρόπο με τον οποίο σύμφωνα με πολλούς μελετητές του θέματος η επιστημονική γνώση σχετίζεται με κοινωνικούς παράγοντες. Αλλά στο βαθμό που η πεποίθηση αυτή δεν είναι κάτι που υπήρχε πάντα, θα παρουσιάσουμε πρώτα την «παραδοσιακή» και - σε πολλές περιπτώσεις - ακόμη και σήμερα κυρίαρχη αντίληψη για την επιστήμη, σε αντίθεση με την οποία αναπτύσσονται οι σύγχρονες κοινωνικές θεωρίες της γνώσης. Ποιο είναι, σε τι αναφέρεται, το κλασικό μοντέλο θεμελίωσης της επιστήμης; Οι «κατεστημένες» αντιλήψεις για την επιστήμη θεωρούν ότι η επιστήμη είναι μια δραστηριότητα που οργανώνεται με απόλυτα ορθολογικό τρόπο. Με άλλα λόγια είναι μια δραστηριότητα η οποία ξεκινά από την ουδέτερη παρατήρηση του κόσμου και την επεξεργασία των δεδομένων που αντλούμε από την παρατήρηση. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή η επιστημονική γνώση προοδεύει σωρευτικά: κάθε καινούρια θεωρία που δημιουργείται στηρίζεται σε κάποια προηγούμενη, εξηγεί κάτι περισσότερο και έτσι οι γνώσεις συσσωρεύονται. Κατά παράδοση οι περισσότεροι άνθρωποι, αλλά και σημαντικοί φιλόσοφοι και άλλοι μελετητές του θέματος της επιστήμης γενικά, αποδέχονται και υποστηρίζουν την προαναφερόμενη άποψη: ό,τι μαθαίνουμε και μέσω αυτού κατανοούμε, κατακτούμε ή ακόμα και αλλάζουμε τον κόσμο, είναι αποτέλεσμα μιας συσσώρευσης, μιας πρόσθεσης νέων γνώσεων πάνω σε παλαιότερες. Κατά κάποιον τρόπο οι νέες γνώσεις έχουν με τις παλιές μια σχέση αιτίου και αποτελέσματος. Με τον τρόπο αυτό η επιστήμη για τους περισσότερους πλησιάζει προς την αλήθεια. Πλησιάζει, δηλαδή, σε μια
6 κατάσταση στην οποία έχοντας περιορίσει σε κάθε της βήμα το «υπόλοιπο του σύμπαντος» που πρέπει να εξηγήσει, θα φτάσει κάποια στιγμή να έχει εξηγήσει πλήρως τον κόσμο. Το ερώτημα που δημιουργείται στη συνέχεια είναι πώς η επιστήμη καταφέρνει κάτι τέτοιο. Αυτό, σύμφωνα με την παραδεδομένη αντίληψη, σχετίζεται με τη μέθοδο την οποία εφαρμόζει η επιστήμη στη μελέτη του κόσμου που μας περιβάλλει. Η μέθοδος αυτή είναι η ορθολογική. Τι σημαίνει ορθολογική μέθοδος; Σημαίνει τη διαδικασία εκείνη σύμφωνα με την οποία ο ερευνητής παρατηρεί μεν το περιβάλλον, με άλλα λόγια χρησιμοποιεί τις αισθήσεις του για να παρατηρήσει τον κόσμο, αλλά στη συνέχεια επεξεργάζεται λογικά και εν πολλοίς πειραματικά, τα δεδομένα των αισθήσεων που συγκέντρωσε. 4 Έτσι, με τον τρόπο αυτό, προοδεύει η επιστήμη και μαθαίνουμε συνεχώς περισσότερα πράγματα, επιλύουμε περισσότερα προβλήματα και υποτίθεται ότι πλησιάζουμε σ ένα ιδανικό αλήθειας. Εκτός των προαναφερομένων, ιδιαίτερης σπουδαιότητας κρίνεται το ζήτημα της επιστημονικής αλλαγής: το πώς, δηλαδή, μια επιστημονική θεωρία αλλάζει, επαναστατικά ή σταδιακά, αποκλείοντας παλαιότερες θέσεις ή ενσωματώνοντας τις παλαιότερες στις νεότερες θεωρίες. Το ζήτημα αυτό μοιάζει να μετατρέπεται στη λυδία λίθο στην οποία κρίνονται οι αντικρουόμενες απόψεις τόσο των υποστηρικτών της παραδεδομένης αντίληψης για την επιστήμη, όσο και των αντιπάλων τους. Τέλος, το κλασικό μοντέλο για την επιστήμη, λειτουργώντας κάπως θετικιστικά, θεωρεί ότι οι μόνες προτάσεις που έχουν νόημα είναι αυτές οι οποίες μπορούν να επιβεβαιωθούν εμπειρικά, κάτι που για τους περισσότερους 4 Άρα δεν εννοείται ως ορθολογική μέθοδος μια καρτεσιανού τύπου ενδοσκόπηση.
7 μελετητές ή απλούς ανθρώπους, προσδίδει κύρος και δύναμη στα πορίσματα της επιστήμης. Αυτή είναι με μεγάλη συντομία η παραδοσιακή άποψη. Οι αντιρρήσεις στην άποψη αυτή είναι αρκετές. Στη συνέχεια θα αναφερθούμε στις αμφισβητήσεις του παραδοσιακού μοντέλου συγκρότησης της επιστήμης και παραγωγής της γνώσης. Η παρουσίαση αυτή θα γίνει κυρίως αλλά όχι απολύτως- με χρονολογική σειρά. Οι αμφισβητήσεις του κατεστημένου μοντέλου Οι αμφισβητήσεις της αντίληψης ότι η παραγωγή της γνώσης είναι μια ατομική δραστηριότητα η οποία διεξάγεται σε «αποστειρωμένες» από κοινωνικές επιδράσεις συνθήκες, δεν είναι κάτι εντελώς καινούριο. Μπορούμε να πούμε ότι οι αμφισβητήσεις αυτές αναπτύχθηκαν και διατυπώθηκαν όχι βέβαια πριν από την επιστημονική επανάσταση του 17 ου αι., αλλά οπωσδήποτε πριν την απόλυτη ιδεολογική κυριαρχία της επιστήμης ως της μοναδικού παραγωγού γνώσης και οπωσδήποτε πριν από τον εικοστό αιώνα. Είναι δύσκολο, πάντως, να επιλέξει κανείς μια αρχή, ένα πρώτο σημείο και να ισχυριστεί ότι από εκείνο το σημείο χρονικό ή επιστημονικό / φιλοσοφικό ξεκινάει ό,τι μπορούμε να ονομάσουμε κοινωνική θεωρία της γνώσης. Οπωσδήποτε μπορούμε να πούμε ότι η κοινωνική θεωρία της γνώσης συνδέεται με την Κοινωνιολογία της γνώσης και τις απόψεις τις οποίες εκφράζει για επίδραση των κοινωνικών παραγόντων στην παραγωγή της γνώσης. Έτσι, αν παρακάμψει κανείς τον Max Scheler, μπορεί να αναφερθεί στον Karl Mannheim ως πρωτεργάτη της Κοινωνιολογίας της γνώσης και κατά συνέπεια της δημιουργίας των βάσεων για μια κοινωνική θεωρία της γνώσης. Δεν πρόκειται, όμως, στο πλαίσιο αυτών των σημειώσεων να ασχοληθούμε συστηματικά με τις απόψεις
8 του Mannheim. 5 Θα δούμε μόνο τις θέσεις ορισμένων φιλοσόφων και ερευνητών για το θέμα της παραγωγής της γνώσης κυρίως σε σχέση με την επιστημονική έρευνα. 5 Αυτό θα γίνει στο μάθημα Κοινωνική θεωρία της γνώσης (ΙΙ) και οι απόψεις του για την Κοινωνιολογία της Γνώσης θα συνδεθούν με τις νεότερες απόψεις στο πεδίο αυτό.