ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ

Σχετικά έγγραφα
Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Συνταγματικό Δίκαιο. Ενότητα 3: Δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΙΚΑΙΟΥ

Διακρίσεις ελέγχου της συνταγματικότητα των νόμων

Σελίδα 1 από 5. Τ

Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΣΙΝΟΝΟΥ

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Ένα ερµηνευτικό παράδειγµα από το Σύνταγµα» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ : Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΛΟΥΚΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2003

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ :

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ»

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Ο διορισµός Πρωθυπουργού - Μια απόπειρα ερµηνείας του άρθρου 37 παρ. 4 του Συντάγµατος.

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΟΛΛΑΝΔΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (Συνοπτική παρουσίαση) ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:ΦΩΤΗΣ ΜΟΡΦΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ:

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Γεράσιμος Θεοδόσης «Συνταγματική Αναθεώρηση και Συνταγματικό Δικαστήριο»

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΜΕ ΕΜΦΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η :

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1382/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 24/2014

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

Νομιμοποίηση και ενστάσεις

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 1: Κράτος Δικαίου 1

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΘΕΜΑ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ-ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Περιεχόμενα. Χουρδάκης Ευστράτιος Σελίδα 1

Συνταγματικό Δίκαιο. Ενότητα 8: Συντακτική Εξουσία και Αναθεωρητική Λειτουργία

Τµήµα Μεταπτυχιακών Σπουδών Τοµέας ηµοσίου ικαίου Συνταγµατικό ίκαιο Αθήνα, ΤΟ ΣΛΟΒΕΝΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1991 ΚΑΙ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 12 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

<~ προηγούμενη σελίδα ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. ***Οι σωστές απαντήσεις είναι σημειωμένες με κόκκινο χρώμα. 1. Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας γίνεται :

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Δημόσια νομικά πρόσωπα Ιεραρχικός έλεγχος - εποπτεία

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

ΕΡΓΑΣΙΑ 6 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΕΠΙ ΤΗΣ Ι ΙΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

Λίνα Παπαδοπούλου. Μοντέλα δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητα των νόμων - Τα χαρακτηριστικά του ελληνικού συστήματος

Αρχή της ισότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου. Ενότητα 8 η : ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

IV. ΜΟΝΤΕΛΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ένωση

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος ΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΔΕΟ 24 Δημόσια διοίκηση και πολιτική. Τόμος 2 ος : Η διάρθρωση του Ελληνικού κράτους. Η Ελληνική Δημόσια Διοίκηση

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Βουλή είναι εξοπλισμένη με αναθεωρητική αρμοδιότητα. Το ερώτημα συνεπώς που τίθεται αφορά την κατά χρόνον αρμοδιότητα αυτού τούτου του αναθεωρητικού

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών Δημοσίου Δικαίου Μάθημα: Συνταγματικό Δίκαιο

Σουφλέρη Ευσταθία Α.Μ Φοιτήτρια της Νομικής Σχολής Αθηνών

Συνταγματικό Δίκαιο (Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας) LAW 102

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Ν.Ο.Π.Ε. ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ Α. ηµητρόπουλος

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων ΙΙ (ΣτΕ 438/2001)

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΕΝΙΚΗ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ. Έγγραφο καθοδήγησης 1

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Εργασιακά Θέματα «Το νέο καθεστώς της Μεσολάβησης Διαιτησίας μετά τον Ν. 4303/2014»

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1381/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 25/2014

Πολιτική και Δίκαιο Γραπτή Δοκιμασία Α Τετραμήνου

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΑ ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ

ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. Καθηγητές ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ Α., ΦΛΟΓΑΪΤΗΣ Σ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ Γ.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΒΟΥΛΗΣ Αριθμ. Πρωτ.:. S L Q J... Ημερομ. \ z q a 5 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ Μ ΑΡΙΑ ΚΟΤΣΙΝΟΝΟΥ 1 Η ΕΡΓΑΣΙΑ

Θέµα εργασίας : Ερµηνεία του Άρθρο 78 παρ. 5 του Συντάγµατος (Εξαίρεση από την απαγόρευση της κανονιστικής φορολογικής αρµοδιότητας).

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΕ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΙΚΑΣΤΙΚΗ ΙΑΤΑΓΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΜΟΝΗΣ ΑΛΛΟ ΑΠΩΝ

Το Συνταγματικό Δίκαιο και το Σύνταγμα. 3. Η παραγωγή του Συντάγματος και των συνταγματικών κανόνων

δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (EE ειδ. έκδ. 05/001,

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΙΠΛΩΜΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ «ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» Ι ΑΣΚΩΝ: Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΥΣΟΥΛΑ-ΕΙΡΗΝΗ ΜΑΛΛΙ Η. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η

Transcript:

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ : ΝΟΜΙΚΟ ΤΟΜΕΑΣ: ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ : ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ : ΑΝ ΡΕΑΣ Γ. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ ΦΟΙΤΗΤΡΙΑΣ ΚΑΛΛΙΟΠΗΣ ΧΑΜΑΚΟΥ ( Α.Μ. 1340200000623 ) ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ 2003 2004 1

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ : Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 4 1. ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ 4 2.ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑ ΡΟΜΗ.5 3.ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ.6 Β.1. ΤΑ ΚΥΡΙΟΤΕΡΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ.7 2.ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΥΟ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ 8 3. Ο ΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ..9 Γ. 1. ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ 11 2.H ΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ...13 3.Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΟΡΘΟΤΗΤΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΝΟΜΟΘΕΤΗ ΚΑΙ ΙΚΑΣΤΗ.13 4.ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΩΝ ΙΚΑΣΤΩΝ.14 5.Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΑΥΤΟΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΎ..14 6.Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΚΑΙ Η ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΝΟΜΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ 16 7.ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ...17.1. ΤΑ ΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΟΡΙΑ ΚΑΙ Ο ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ 17 2.ΤΟ ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟ....18 3.Η ΕΚΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ 20 4.ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΚΑΣΤΙΚΟ ΕΛΕΓΧΟ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ 22 Ε. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ 23 ΣΤ. ΕΝ ΕΙΚΤΙΚΗ ΣΧΕΤΙΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ..24 1. ΥΠΟΘΕΣΗ MARBURY MADISON, SUPREME COURT, WASHINGHTON, 1803..24 2. Α.Π. 23/1897, ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ ΚΩΠΑΪ ΑΣ... 25 3. ΣτΕ 27/1931, ΥΠΟΘΕΣΗ ΕΠΙ ΟΜΑΤΟΣ ΣΤΟΥΣ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ..26 4. Α.Ε.. 16/1983, ΑΡΣΗ ΤΗΣ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΙΑΤΑΞΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 22 ΠΑΡ.1 εδ.β ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ 27 5. Α.Ε. 30 /1985, Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΩΝ ΛΕΚΤΟΡΩΝ...28 6.ΣτΕ, 4751/1998, ΠΡΟΑΓΩΓΗ ΣΕ ΘΕΣΕΙΣ ΠΡΟΕ ΡΟΥ ΚΑΙ 2

ΑΝΤΙΠΡΟΕ ΡΟΥ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ 29 Ζ. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 31 3

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το κυριότερο νοµικό, αλλά και ιστορικό και πολιτικό, χαρακτηριστικό του Συντάγµατος αποτελεί η νοµική υπεροχή του σε σχέση µε όλους τους άλλους κανόνες του δικαίου, οι οποίοι συνιστούν το «κοινό δίκαιο» και παράγονται σύµφωνα µε τον τρόπο που προβλέπει το Σύνταγµα. ηλαδή, οι διατάξεις του Συντάγµατος διαθέτουν αυξηµένη τυπική ισχύ έναντι των διατάξεων των «κοινών» νόµων, οι οποίοι θεσπίζονται από τα αρµόδια όργανα που καθορίζονται από το Σύνταγµα και σύµφωνα µε την διαδικασία που προδιαγράφεται στο Σύνταγµα. Το Σύνταγµα περιέχει διατάξεις αφενός οργανωτικού χαρακτήρα, οι οποίες αναφέρονται στα όργανα και στις διαδικασίες παραγωγής των κανόνων του «κοινού» δικαίου, και αφετέρου ουσιαστικού χαρακτήρα ρυθµίσεις, οι οποίες αφορούν κυρίως στην προστασία των ατοµικών και κοινωνικών δικαιωµάτων, στις ατοµικές ελευθερίες και στα δικαιώµατα οµαδικής δράσης, τα οποία, επειδή διασφαλίζονται στο συνταγµατικό επίπεδο, µπορούν να προβληθούν σε όλα τα κρατικά όργανα και να περιορίζουν τη δράση και τις επιλογές του νοµοθέτη και της διοίκησης, ενώ ταυτόχρονα εφαρµόζονται άµεσα και υποχρεωτικά από τον δικαστή, χωρίς να είναι απαραίτητη η συνδροµή του νοµοθέτη 1. Η τυπική υπεροχή του Συντάγµατος και η αµεσότητα στην εφαρµογή του αποτελούν προϋποθέσεις για τον δικαστικό έλεγχο της συνταγµατικότητας των νόµων. Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγµατικότητας των νόµων βασίζεται, επίσης, και στις αρχές της διάκρισης των εξουσιών και της ανεξαρτησίας των δικαστηρίων. 1.ΈΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ : Στο σηµείο αυτό είναι απαραίτητη για την διεξοδικότερη ανάλυση του θέµατος η παράθεση της έννοιας της συνταγµατικότητας. Με τον όρο συνταγµατικότητα ( και αντισυνταγµατικότητα ) νοείται η συµφωνία ( και η ασυµφωνία αντιστοίχως )των νόµων προς το τυπικά ανώτερό τους Σύνταγµα, ως προς τον τρόπο παραγωγής τους αφενός και αφετέρου ως προς την ουσία του περιεχοµένου τους. ηλαδή, η συµφωνία του κοινού δικαίου µε το Σύνταγµα διακρίνεται στην συµφωνία σχετικά µε τον τύπο και σε συµφωνία σχετικά µε την ουσία της συνταγµατικής ρύθµισης. Ως εκ τούτου, οι µορφές της συνταγµατικότητας ( ή της 1 Ε.ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ, ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΙΚΑΙΟΥ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ, 1991,σ.167-169 4

αντισυνταγµατικότητας ) είναι η τυπική, η οποία αφορά την διαδικασία, και η ουσιαστική, η οποία αφορά το ουσιαστικό περιεχόµενο. Η υπόσταση του κοινού δικαίου εξαρτάται από το αν συµφωνεί ή όχι µε το Σύνταγµα. Η τυπική υπεροχή του Συντάγµατος είναι υπεροχή έναντι του κοινού δικαίου, ανεξάρτητα από την διάκρισή του σε δηµόσιο και ιδιωτικό 2. 2.ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑ ΡΟΜΗ : Ο έλεγχος της συνταγµατικότητας των νόµων καθιερώθηκε για πρώτη φορά στην ιστορία στις Ηνωµένες Πολιτείες της Αµερικής από την νοµολογία, αφού δεν υπήρχε σχετική διάταξη στο Σύνταγµα του 1787. Συγκεκριµένα, το 1803 η απόφαση Marbury κατά Madison του αρχιδικαστή Marshall που αναγνώρισε την εξουσία των Αµερικανών δικαστών, παρόλο που δεν υπήρχε σχετική συνταγµατική διάταξη, να ελέγχουν την συνταγµατικότητα των νόµων, επειδή είχαν την υποχρέωση να εξασφαλίζουν τον σεβασµό προς το Σύνταγµα, που προΐσταται κάθε άλλου κανόνα δικαίου. Η Ευρώπη, όµως, µέχρι τον εικοστό αιώνα δεν επηρεάστηκε από το προαναφερόµενο γεγονός. Εξαίρεση αποτέλεσε µόνο η Ελβετία, η οποία από το 1874 περιείχε στο Σύνταγµά της διάταξη, που προέβλεπε την δυνατότητα προσφυγής στο Οµοσπονδιακό ικαστήριο εναντίον νόµου καντονίου που παραβιάζει είτε το Οµοσπονδιακό Σύνταγµα είτε εκείνο του καντονίου που τον ψήφισε. Μετά τον Β Παγκόσµιο Πόλεµο, όµως, ο δικαστικός έλεγχος της συνταγµατικότητας των νόµων καθιερώθηκε από τα περισσότερα ευρωπαϊκά Συντάγµατα. Στην Ελλάδα, η αρµοδιότητα των δικαστηρίων για τον έλεγχο της συνταγµατικότητας των νόµων θεωρήθηκε σχεδόν ως αυτονόητη από τα τέλη του 19 ου αιώνα και αρκετά πριν αυτή καθιερωθεί από τα ελληνικά συνταγµατικά κείµενα. Η πρώτη ρητή συνταγµατική διάταξη στην ελληνική συνταγµατική ιστορία υπάρχει στο άρθρο 96 του Κρητικού Συντάγµατος της 8 ης Φεβρουαρίου του 1907, η οποία όριζε ότι «Τα δικαστήρια οφείλουν να µην εφαρµόζουν νόµο αντισυνταγµατικόν». Το Σύνταγµα της Ελληνικής ηµοκρατίας του 1927 περιείχε ερµηνευτική διάταξη, σύµφωνα µε την οποία τα δικαστήρια ήταν υποχρεωµένα να µην εφαρµόζουν νόµο που το περιεχόµενό του αντίκειται στο Σύνταγµα. Το Σύνταγµα του 1975 όριζε στο άρθρο 93 παρ. 4 ότι τα δικαστήρια υποχρεούνται να µην εφαρµόζουν νόµο, ούτινος το περιεχόµενο αντίκειται προς το Σύνταγµα. Επίσης, το άρθρο 100 παρ. 1 περ.ε του ίδιου Συντάγµατος καθιέρωνε για πρώτη φορά τη σύσταση του Ανώτατου Ειδικού ικαστηρίου και 2 ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ Α., ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ,ΤΟΜΟΣ Α, ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2000,σ.182-190 5

προέβλεπε ότι στην αρµοδιότητα του παραπάνω δικαστηρίου ανήκει και η άρση της αµφισβήτησης για την ουσιαστική αντισυνταγµατικότητα ή την έννοια διατάξεων τυπικού νόµου, αν εκδόθηκαν για αυτές αντίθετες αποφάσεις του Συµβουλίου τη Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Η νοµολογία µε την απόφαση Α.Π. 23/1897 ( ΘΕΜΙΣ Η, 329) προηγήθηκε στην ρητή καθιέρωση του δικαστικού ελέγχου 3, η οποία θα παρατεθεί παρακάτω στο παράρτηµα µε τις δικαστικές αποφάσεις. 3.ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ : Παρόλο που ο δικαστικός έλεγχος της συνταγµατικότητας των νόµων είναι απαραίτητο στοιχείο κάθε συνταγµατικού και ευνοµούµενου κράτους, στο σηµείο αυτό παρουσιάζεται ο προβληµατισµός ποια είναι τα όρια του δικαστικού ελέγχου της συνταγµατικότητας των νόµων. Αναφέρεται, δηλαδή, στα όρια της δικαιοδοσίας του δικαστή ιδιαίτερα λόγω της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας και της διάκρισης των εξουσιών, σε κάθε περίπτωση που αντικείµενο του ελέγχου είναι ο νόµος, που καθιδρύει την δηµοκρατική νοµιµοποίηση και τον αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα του Κοινοβουλίου. Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγµατικότητας των νόµων και τα όριά του παραπέµπουν στη διαρκή αντιπαραβολή των δύο βασικών χαρακτηριστικών του σύγχρονου συνταγµατικού κράτους, δηλαδή του δηµοκρατικού και του φιλελεύθερου χαρακτήρα του. Ο δηµοκρατικός χαρακτήρας αναφέρεται στην δηµοκρατική νοµιµοποίηση της Βουλής µε τον δικαστικό έλεγχο ως µηχανισµό που διασφαλίζει τα συνταγµατικά δικαιώµατα της κάθε µειοψηφίας ή των επιµέρους κοινωνικών ή και των µεµονωµένων ατόµων 4. Η σχέση δικαστή και νοµοθέτη είναι ιδιαίτερα σηµαντική για την οριοθέτηση του δικαστικού ελέγχου της συνταγµατικότητας των νόµων. Το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγµατος απαγορεύει ρητά στον δικαστή µα εφαρµόζει νόµο, ο οποίος έχει περιεχόµενο αντίθετο προς το Σύνταγµα Φυσικός ερµηνευτής του Συντάγµατος, εφόσον καλείται να επιλύσει διαφορές που προϋποθέτουν την εφαρµογή συνταγµατικών κανόνων είναι ο δικαστής. Όµως, εκτός από τον δικαστή, το Σύνταγµα ερµηνεύει και ο νοµοθέτης. Η ερµηνεία του νοµοθέτη είναι επίσηµη, αλλά όχι και 3 ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ Κ., ΕΠΊΤΟΜΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ, ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 1999, σ. 431 4 4 ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ Φ., Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΕΦΑΡΜΟΓΗ Ή ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑ ΟΣΙΑΚΗΣ ΜΕΘΟ ΟΛΟΓΊΑΣ ΤΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ;, ΑΘΗΝΑ ΚΟΜΟΤΗΝΗ, ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 1999. σ. 33 34 6

αυθεντική, δηλαδή ανεπίδεκτη αµφισβητήσεων. Εδώ εµφανίζεται το ερώτηµα : Μέχρι ποιου σηµείου η ερµηνευτική εξειδίκευση του Συντάγµατος εναπόκειται στο νοµοθέτη και από ποιο σηµείο και µετά στον δικαστή ; ηλαδή, µέχρι ποιου σηµείου η αρµοδιότητα για ερµηνεία απορρέει από την δηµοκρατική αρχή, που αποσκοπεί στο να εξασφαλίσει ένα ευρύ πεδίο επιλογών στον νοµοθέτη, και σε πιο σηµείο από την δικαιοκρατική αρχή, η οποία αυξάνει την ερµηνευτική αρµοδιότητα του δικαστή ; Η απάντηση στο παραπάνω ερώτηµα µπορεί να διευρύνει ή να συρρικνώσει την αρµοδιότητα των δικαστηρίων σχετικά µε τον έλεγχο της συνταγµατικότητας των νόµων. ηλαδή, όσο η απάντηση τείνει στην δηµοκρατική αρχή, τόσο περιορίζεται ο δικαστικός έλεγχος. Αν, όµως, η απάντηση τείνει προς την δικαιοκρατική αρχή, τόσο αυξάνονται οι ερµηνευτικές αρµοδιότητες του δικαστή. Β.1. ΤΑ ΚΥΡΙΟΤΕΡΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ : Τα κυριότερα συστήµατα δικαστικού ελέγχου της συνταγµατικότητας των νόµων που έχουν καθιερωθεί παγκοσµίως είναι τα ακόλουθα : α) Το συγκεντρωτικό σύστηµα ελέγχου, σύµφωνα µε το οποίο ο έλεγχος της συνταγµατικότητας των νόµων ανατίθεται σε συγκεκριµένο, ειδικό «συνταγµατικό» δικαστήριο. Ως εκ τούτου, το σύστηµα ονοµάζεται συγκεντρωτικό, επειδή ο έλεγχος της συνταγµατικότητας ασκείται από ένα ή τουλάχιστον από ορισµένα δικαστήρια, και όχι από όλα τα δικαστήρια. Με αυτόν τον τρόπο οργανώνεται η συνταγµατική δικαιοσύνη ως ειδικός δικαιοδοτικός κλάδος. β) Το αποκεντρωτικό σύστηµα ελέγχου, σύµφωνα µε το οποίο ο έλεγχος της συνταγµατικότητας διενεργείται από όλα τα δικαστήρια, δηλαδή όλων των βαθµών και των δικαιοδοσιών, τα οποία διαθέτουν την αρµοδιότητα να προβαίνουν στο δικαστικό έλεγχο, µε αφορµή και για την επίλυση υποθέσεων που εµπίπτουν στην δικαιοδοσία τους 5. Στο αποκεντρωτικό σύστηµα του ελέγχου ο πραγµατικός βαθµός διάχυσης του ελέγχου εξαρτάται από την έκταση του δεδικασµένου που παράγουν και την επιρροή που ασκούν οι αποφάσεις των ανώτερων και ιδίως των ανωτάτων δικαστηρίων, στην περίπτωση που σε αυτές περιλαµβάνονται και ζητήµατα σχετικά µε τη συνταγµατικότητα νόµου, στα κατώτερα. Το σύστηµα του συγκεντρωτικού ελέγχου κυριαρχεί στην ηπειρωτική Ευρώπη, αφού συνταγµατικά δικαστήρια λειτουργούν στη 5 οπ.π., ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ Α., σ.185 7

Γερµανία, στην Ιταλία, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία και στην Αυστρία. 2.ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΥΟ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ : Χαρακτηριστικά του συγκεντρωτικού ελέγχου, που παρατηρούνται συχνά είναι τα εξής : 1. Τα κοινά δικαστήρια διαθέτουν την παράλληλη αρµοδιότητα να προβαίνουν σε έλεγχο της συνταγµατικότητας της διάταξης που είναι κρίσιµη για τη συγκεκριµένη υπόθεση και ή να εφαρµόζουν τη διάταξη που θεωρούν ότι είναι συνταγµατική ή να παραπέµπουν το ζήτηµα της ενδεχόµενης αντισυνταγµατικότητας στο Συνταγµατικό ικαστήριο, η απόφαση του οποίου είναι δεσµευτική erga omnes. 2. Προβλέπεται συνταγµατική προσφυγή, δηλαδή ατοµική προσφυγή απευθείας στο Συνταγµατικό ικαστήριο, όταν µια κρατική πράξη είτε της νοµοθετικής είτε της εκτελεστικής είτε δικαστικής εξουσίας παραβιάζει συνταγµατική διάταξη που αφορά στην προστασία των συνταγµατικών δικαιωµάτων. 3. Ανατίθεται στο Συνταγµατικό ικαστήριο και η αρµοδιότητα να επιλύει άλλες συνταγµατικές διαφορές, όπως αυτές που προκύπτουν από την κατανοµή των αρµοδιοτήτων µεταξύ των οργάνων του κράτους ή αυτές που προκύπτουν από την κατανοµή των αρµοδιοτήτων µεταξύ οµοσπονδιακού κράτους και οµόσπονδων κρατών. Πρέπει σε αυτό το σηµείο να αναφερθεί ότι το συγκεντρωτικό σύστηµα ελέγχου επικράτησε κυρίως σε κράτη, των οποίων η δοµή είναι οµοσπονδιακή. 4. Τα Συνταγµατικά ικαστήρια συγκροτούνται µε άλλες διαδικασίες, οι οποίες διαφέρουν από αυτές που ισχύουν για τη συγκρότηση των τακτικών δικαστηρίων. Επίσης, τα πολιτικά όργανα, και κυρίως τα κοινοβουλευτικά σώµατα, συµπράττουν αποφασιστικά για την επιλογή των συνταγµατικών δικαστών. 8

Αντιθέτως, τα χαρακτηριστικά του αποκεντρωτικού συστήµατος ελέγχου είναι ότι : 1. Όλα τα δικαστήρια αποτελούν όργανα του ελέγχου. 2. Ο έλεγχος είναι παρεµπίπτων και συγκεκριµένος. 3. Οι αποφάσεις που εκδίδονται και σχετίζονται µε τη συνταγµατικότητα ή την αντισυνταγµατικότητα διάταξης νόµου ισχύουν αποκλειστικά inter partes. Το παραπάνω σύστηµα ελέγχου εφαρµόζουν οι Η.Π.Α. 6. 3.Ο ΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ : Σύµφωνα µε το Σύνταγµα του 1975 καθιερώθηκε το µικτό σύστηµα δικαστικού ελέγχου της ουσιαστικής συνταγµατικότητας των νόµων. Καταρχήν θεσµοθετείται ο αποκεντρωτικός,σχετικός, κατ` ένσταση δικαστικός έλεγχος της συνταγµατικότητας των νόµων και κατ` εξαίρεση το συγκεντρωτικό και απόλυτο σύστηµα. Εκτός από τον δικαστικό κατασταλτικό έλεγχο, στον ΚΒ προβλέπεται η διενέργεια πολιτικού προληπτικού ελέγχου. Ο Πρόεδρος της Βουλής και κάθε βουλευτής ή µέλος της κυβέρνησης έχει το δικαίωµα να ζητήσει, στο στάδιο της καταρχήν συζήτησης, να αποφανθεί η Βουλή σχετικά µε συγκεκριµένες αντιρρήσεις που προβάλλει για τη συνταγµατικότητα σχεδίου ή πρότασης νόµου 7. Μετά την αναθεώρηση του 2001 το Σύνταγµα διατήρησε την διάταξη του άρθρου 93 παρ. 4. Το άρθρο αυτό ορίζει ότι «τα δικαστήρια υποχρεούνται να µην εφαρµόζουν νόµο που το περιεχόµενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγµα». Από το παραπάνω άρθρο καθορίζονται τα βασικά χαρακτηριστικά του ελέγχου. Συγκεκριµένα, ο έλεγχος είναι διάχυτος, αφού αρµόδια για την άσκηση του ελέγχου είναι όλα τα δικαστήρια, όλων των βαθµών και όλων των κλάδων, στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας τους. Εξαίρεση αποτελεί το άρθρο για το Ανώτατο Ειδικό ικαστήριο, που θα εξετάσουµε παρακάτω.ταυτόχρονα, ο έλεγχος είναι παρεµπίπτων, επειδή το ζήτηµα της αντισυνταγµατικότητας δεν αποτελεί το κύριο αντικείµενο µιας ειδικής δίκης για την αντισυνταγµατικότητα, αλλά τίθεται παρεµπιπτόντως στο πλαίσιο µιας οποιασδήποτε δίκης ανοιχτής σε οποιοδήποτε δικαστήριο. Εποµένως, το ζήτηµα της συνταγµατικότητας, µε την εξαίρεση του Α.Ε.., δεν περιλαµβάνεται ποτέ στο διατακτικό της σχετικής απόφασης, αλλά παραµένει απλά και µόνο στο σκεπτικό της. Το τρίτο χαρακτηριστικό του ελέγχου είναι ότι ο έλεγχος είναι συγκεκριµένος. Το χαρακτηριστικό αυτό είναι αφενός µεν δικονοµικό, αφετέρου δε µεθοδολογικό. Ως 6 Ε.ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ, ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΙΚΑΙΟΥ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ, 1991, σ. 176-179 7 οπ.π., ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ Α., σ. 186 9

δικονοµικό χαρακτηριστικό σηµαίνει ότι το κατά περίπτωση αρµόδιο δικαστήριο κρίνει τη συνταγµατικότητα της κρίσιµης και µόνο διάταξης του νόµου χωρίς να επεκτείνεται στο σύνολο του νόµο ή στην αρχή του νόµου. Κρίσιµη διάταξη υπό την έννοια αυτή είναι η διάταξη της κοινής νοµοθεσίας µε βάση την οποία ο δικαστής θα επέλυε τη διαφορά και γενικότερα θα δίκαζε την συγκεκριµένη απόφαση, αν δεν ετίθετο στο µεταξύ ζήτηµα ενδεχόµενης συνταγµατικότητάς της. Ως µεθοδολογικό κριτήριο ο συγκεκριµένος χαρακτήρας του ελέγχου επιβάλλει τη συγκεκριµένη ερµηνεία του Συντάγµατος ενόψει συγκεκριµένης διάταξης και των συγκεκριµένων πραγµατικών περιστατικών της υπόθεσης, για τις ανάγκες της οποίας και προβαίνει σε έλεγχο συνταγµατικότητας. Άµεσο και βασικό αποτέλεσµα των παραπάνω χαρακτηριστικών είναι η έννοµη συνέπεια του ελέγχου, η οποία περιορίζεται στον παραµερισµό της αντισυνταγµατικής διάταξης, δηλαδή τη µη εφαρµογή της στη συγκεκριµένη υπόθεση, ενώ κατά τα λοιπά η διάταξη εξακολουθεί να ισχύει. Από τη βασική αυτή αρχή αποκλίνει µόνο το Α.Ε.. 8. H υποχρέωση των δικαστηρίων να εξετάζουν τη συνταγµατικότητα των νόµων συνάγεται και από το άρθρο 87 παρ. 2 του Συντάγµατος που ορίζει ότι οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται µόνο στο Σύνταγµα και τους νόµους και σε καµία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συµµορφώνονται µε διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγµατος. Εποµένως, σύµφωνα µε το άρθρο 93 παρ.4 του Συντάγµατος, ο έλεγχος της συνταγµατικότητας των νόµων διενεργείται από τα δικαστήρια. Παράλληλα, ο συντακτικός νοµοθέτης εισήγαγε και περιορισµένο συγκεντρωτικό έλεγχο της συνταγµατικότητας. Το άρθρο 100 του Συντάγµατος προβλέπει τη σύσταση του Ανώτατου Ειδικού ικαστηρίου, το οποίο ιδρύθηκε για πρώτη φορά µε το Σύνταγµα του 1975. Στις αρµοδιότητες του Α.Ε.. περιλαµβάνεται και η άρση των αµφισβητήσεων σχετικά µε την ουσιαστική αντισυνταγµατικότητα διατάξεων τυπικού νόµου, εφόσον, όµως, έχει προκύψει αντίθεση στη νοµολογία δύο ανωτάτων δικαστηρίων. Αν συντρέχει η παραπάνω περίπτωση και, εφόσον συντρέχουν οι σχετικές δικονοµικές προϋποθέσεις, το Α.Ε.. µπορεί να κηρύξει την αντισυνταγµατικότητα της κρίσιµης διάταξης, η οποία παύει να ισχύει 9. Με την αναθεώρηση του 2001 προστέθηκε στο άρθρο 100 η παράγραφος 5, η οποία ορίζει ότι «όταν τµήµα του Συµβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου κρίνει 8 οπ.π., ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ Ε., σ.176-180 9 όπ.π., ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ Ε., σ.182 10

διάταξη τυπικού νόµου αντισυνταγµατική παραπέµπει υποχρεωτικά το ζήτηµα στην οικεία Ολοµέλεια, εκτός αν αυτό έχει κριθεί µε προηγούµενη απόφαση της Ολοµέλειας ή του Ανώτατου Ειδικού ικαστηρίου του άρθρου αυτού. Η Ολοµέλεια συγκροτείται σε δικαστικό σχηµατισµό και αποφαίνεται οριστικά, όπως νόµος ορίζει. Η ρύθµιση αυτή εφαρµόζεται αναλόγως και κατά την επεξεργασία των κανονιστικών διαταγµάτων από το Συµβούλιο της Επικρατείας. Με τη διάταξη αυτή εισάγεται εξαίρεση από την αρχή του άρθρου 93 παρ.4 του Συντάγµατος, σύµφωνα µε την οποία όλα τα δικαστήρια οφείλουν να µην εφαρµόζουν διάταξη τυπικού νόµου που κρίνουν αντισυνταγµατική. Η εξαίρεση αυτή αφορά τους µικρότερους σχηµατισµούς των τριών Ανωτάτων ικαστηρίων 10. Πρέπει να αναφέρουµε ότι το ελληνικό σύστηµα του δικαστικού ελέγχου της συνταγµατικότητας των νόµων δεν θεµελιώνεται µόνο στις προαναφερθείσες διατάξεις, αλλά εντάσσεται στο συνολικό σύστηµα της δικαστικής οργάνωσης που εγκαθιδρύουν τα άρθρα 87 100 του Συντάγµατος 11. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι το ελληνικού σύστηµα του δικαστικού ελέγχου της συνταγµατικότητας των νόµων, ενώ εµφανίζεται καταρχήν διάχυτο, παρεµπίπτον και συγκεκριµένο, παρουσιάζει και στοιχεία συγκεντρωτικού, κυρίου και αφηρηµένου συστήµατος ελέγχου. Γ.1. ΤΑ ΌΡΙΑ ΤΟΥ ΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ : Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγµατικότητας των νόµων καθιερώνεται σε πολλά Συντάγµατα της σύγχρονης εποχής. Ανεξάρτητα από τη µορφή του συστήµατος ελέγχου, που υιοθετεί κάθε κράτος, ο δικαστικός έλεγχος της συνταγµατικότητας των νόµων καθίσταται βασικό στοιχείο του συνταγµατικού κράτους, στοιχείο που συνδέεται άµεσα µε τον τυπικό χαρακτήρα του Συντάγµατος. Στο σηµείο αυτό ανακύπτουν τα εξής ερωτήµατα : πως θεµελιώνεται και ποια είναι η φύση του ελέγχου αυτού και ποια είναι τα όρια του ελέγχου αυτού. Το ζήτηµα της θεµελίωσης και της φύσης του ελέγχου αυτού συνδέεται και µε το ζήτηµα των ορίων του ελέγχου, στα οποία εκτείνεται 10 ΡΑΪΚΟΥ Α., ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ, ΑΘΗΝΑ ΚΟΜΟΤΗΝΗ, ΕΚ. ΑΝΤ.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 2002,σ. 1074 1075 11 ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ Ε., Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ, ΑΘΗΝΑ ΚΟΜΟΤΗΝΗ, ΕΚ. ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 1994,σ.14 11

η δικαιοδοσία του δικαστή, λόγω της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας και της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, εφόσον αντικείµενο του ελέγχου είναι ο νόµος, δηλαδή µια κοινοβουλευτική απόφαση, που βασίζεται στη δηµοκρατική νοµιµοποίηση και τον αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα του κοινοβουλίου. Ο έλεγχος της συνταγµατικότητας, που διενεργείται από τα δικαστήρια, και τα όριά του οδηγούν στην αντιπαραβολή των δύο θεµελιωδών χαρακτηριστικών του σύγχρονου συνταγµατικού κράτους, αφενός του δηµοκρατικού και αφετέρου του φιλελεύθερου χαρακτήρα του. Το πρώτο στοιχείο αναφέρεται στη δηµοκρατική νοµιµοποίηση της βουλής και το δεύτερο στο δικαστικό έλεγχο ως µηχανισµό διασφάλισης των συνταγµατικών δικαιωµάτων, ιδίως, ως εγγυήσεων της εκάστοτε µειοψηφίας ή επιµέρους κοινωνικών οµάδων ή και µεµονωµένων ατόµων. Η αναγνωρισµένη αρµοδιότητα των δικαστηρίων να προβαίνουν σε έλεγχο της συνταγµατικότητας των νόµων καθιστά απαραίτητο τον καθορισµό ορίων στον έλεγχο αυτό. Η αναζήτηση ορίων σχετίζεται µε τα παρακάτω τέσσερα βασικά σηµεία : Πρώτον, µε το ότι το πρόβληµα των ορίων του ελέγχου αποτελεί εντέλει πρόβληµα αιτιολογίας των σχετικών δικαστικών αποφάσεων, οι οποίες σύµφωνα µε το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγµατος πρέπει να είναι ειδικά και εµπεριστατωµένα αιτιολογηµένες. εύτερον, µε το ότι το πρόβληµα των ορίων του ελέγχου είναι πάντα πρόβληµα ερµηνείας, αφενός του Συντάγµατος και αφετέρου της κρίσιµης διάταξης της κοινής νοµοθεσίας, η ενδεχόµενη αντισυνταγµατικότητα της οποίας ελέγχεται από το δικαστή. Τρίτον, µε το γεγονός ότι η ίδια η νοµοθετική λειτουργία σηµαίνει ότι ο κοινός νοµοθέτης ασκώντας τη συγκεκριµένη νοµοθετική του αρµοδιότητα ενεργεί ως ερµηνευτής και εφαρµοστής του Συντάγµατος και προβαίνει σε µια επιλογή µεταξύ περισσοτέρων δυνατών λύσεων, που µπορεί να είναι όλες ή τουλάχιστον οι περισσότερες από αυτές σύµφωνες µε το Σύνταγµα ή µάλλον µη αντίθετες προς αυτό. Τέταρτον, µε τη διαπίστωση ότι ο δικαστικός έλεγχος της συνταγµατικότητας των νόµων δεν είναι έλεγχος σκοπιµότητας, δηλαδή έλεγχος πολιτικός, αλλά έλεγχος νοµικός, που πρέπει να έχει τη µορφή ενός αυστηρά και πειστικά διατυπωµένου δικανικού συλλογισµού. Ως εκ τούτου, η διαφωνία του δικαστή µε τις αισθητικές, ιδεολογικές, κοινωνικές, οικονοµικές και πολιτικές επιλογές του νοµοθέτη δεν συνεπάγεται αντισυνταγµατικότητα. Αντίθετα, αφετηρία του δικαστή οφείλει να αποτελεί η διαπίστωση ότι το Σύνταγµα από τη φύση του επιτρέπει καταρχήν περισσότερες επιλογές στο νοµοθέτη, µε τις οποίες βέβαια κάθε φορά άλλοι συµφωνούν και άλλοι διαφωνούν. Κάθε πολιτική διαφωνία προς τις επιλογές του νοµοθέτη δεν σηµαίνει 12

οπωσδήποτε και αντισυνταγµατικότητα, ακόµη και στην περίπτωση που η διαφωνία αυτή ανάγεται σε θεµελιώδεις φιλοσοφικές ή ιδεολογικές επιλογές 12. 2.Η ΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ: Στο σηµείο αυτό είναι απαραίτητο να αναφερθούµε στις τάσεις της ελληνικής νοµολογίας. Συγκεκριµένα, το Συµβούλιο της Επικρατείας παρουσιάζει στην νοµολογία του µια µάλλον σταθερή µαξιµαλιστική διάθεση ως προς την ερµηνεία του Συντάγµατος.Η ερµηνεία, στην οποία προβαίνει το ΣτΕ κατά την άσκηση του δικαστικού ελέγχου της συνταγµατικότητας των νόµων, είναι συχνά µια ερµηνεία δηµιουργική, που ανακαλύπτει νέους συνταγµατικούς κανόνες µέσα στη γραµµατική διατύπωση των συνταγµατικών διατάξεων. Ο µαξιµαλισµός αυτός οφείλεται ιδίως στη συγκέντρωση του ελέγχου στο ΣτΕ και στην εξειδίκευση που απέκτησε εκ των πραγµάτων το δικαστήριο. Αντιθέτως, ο Άρειος Πάγος µε την νοµολογία του παρουσιάζει µια µινιµαλιστική διάθεση στην ερµηνεία των συνταγµατικών διατάξεων. Ο Α.Π. διστάζει να αντλήσει και να επιβάλει νέους συνταγµατικούς κανόνες και οι σχετικές αιτιολογίες του διατυπώνονται πολύ πιο υπαινικτικά και αξιωµατικά. Το αποκλειστικό πεδίο, όπου ο Α.Π. παρουσιάζει σταθερή µαξιµαλιστική διάθεση,είναι η αρχή της ισότητας και η επεκτατική εφαρµογή ευνοϊκών ρυθµίσεων και σε περιπτώσεις που δεν περιλαµβάνονται στην κρίσιµη διάταξη ρητά 13. 3.Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΟΡΘΟΤΗΤΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ ΝΟΜΟΘΕΤΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΙΚΑΣΤΗ: Ο έλεγχος της συνταγµατικότητας των νόµων από τα δικαστήρια είναι από το Σύνταγµα µια εξουσία θεµιτή. Απαραίτητη είναι, επίσης, και η οριοθέτηση αυτής της εξουσίας. Βασικό στοιχείο της οριοθέτησης του προαναφερθέντος ελέγχου αποτελεί η προτεραιότητα του νοµοθέτη να προβαίνει στην ερµηνεία του Συντάγµατος. Ο δικαστής, ως όργανο του κράτους, υπόκειται στην αρχή της λειτουργικής ορθότητας, η οποία επιτάσσει σε όλα τα κρατικά όργανα να ερµηνεύουν µε τέτοιο τρόπο την αρµοδιότητά τους, ώστε να µην υπεισέρχονται στην αρµοδιότητα κανενός άλλου οργάνου του κράτους 14 15. 12 οπ.π., ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ Ε., ΜΑΘΗΜΑΤΑ, σ. 187 189 13 οπ.π., ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ Ε., Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ, σ. 24 26 14 οπ.π., ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ Ε., Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ,σ. 147 15 ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ Φ., Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ. ΕΦΑΡΜΟΓΗ Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑ ΟΣΙΑΚΗΣ ΜΕΘΟ ΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ;, ΑΘΗΝΑ ΚΟΜΟΤΗΝΗ ΕΚ. ΑΝΤ. Ν ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 1999 σ. 155 156 13

Η αρχή αυτή εφαρµόζεται στη σχέση του νοµοθέτη και του δικαστή και αποσκοπεί στον περιορισµό της άκρατης δικαστικής δικαιοπλασίας. ηλαδή,επιτάσσει στον δικαστή να επιτελεί µε ορθό τρόπο την αρµοδιότητα που του επιβάλει ο νόµος, η οποία έγκειται στο να ερµηνεύει και να εφαρµόζει το Σύνταγµα και όχι να το τροποποιεί και να το διαπλάθει. 4.ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΩΝ ΙΚΑΣΤΩΝ : Ο όρος κράτος των δικαστών προδιατυπώθηκε για το Ανώτατο ικαστήριο των Η.Π.Α. στις αρχές του εικοστού αιώνα, όταν το προαναφερθέν δικαστήριο αντιτάχθηκε στην εισαγωγή κοινωνικών µέτρων και µιας νέας οικονοµικής και κοινωνικής πολιτικής, κηρύσσοντας τους σχετικούς νόµους αντισυνταγµατικούς. Ο δικαστής λειτουργεί ως νοµοθέτης, όταν καταργεί έναν νόµο που τον κρίνει αντισυνταγµατικό ή όταν δεν εφαρµόζει έναν αντισυνταγµατικό νόµο στην διαφορά που εκδικάζει.με το να ακυρώνει έναν νόµο ή µε το να τον καθιστά ανενεργό, νοµοθετεί αρνητικά.ο δικαστής νοµοθετεί θετικά στην περίπτωση που ερµηνεύει τον νόµο µε τρόπο διαφορετικό από εκείνο στον οποίο απέβλεπε ο νοµοθέτης, προβαίνοντας στην επονοµαζόµενη «σύµφωνη µε το Σύνταγµα ερµηνεία του νόµου». Ο όρος κράτος των δικαστών χρησιµοποιείται συνήθως µε αρνητική σηµασία. Σηµαίνει γενικά τον µη νοµιµοποιούµενο ρόλο των δικαστών να προβαίνουν σε τυπικά «νοµική», ουσιαστικά όµως σε πολιτική ερµηνεία του δικαίου. Αυτή η ερµηνεία, όµως, είναι υπερβολική. Πάντως, γενικά θεωρείται ότι η έννοια του κράτους των δικαστών ως ανιστόρητη και παράλογη 16. 5.Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΑΥΤΟΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥ : Στον αντίποδα της προαναφερθείσας στάσης του δικαστή βρίσκεται η θεωρία του δικαστικού αυτοπεριορισµού. Η θεωρία αυτή πρωτοδιατυπώθηκε από το Ανώτατο ικαστήριο των Η.Π.Α. ως νοµολογιακή θεωρία για την οριοθέτηση της εξουσίας του δικαστή έναντι του νοµοθέτη. Υιοθετήθηκε, επίσης, από το γερµανικό Οµοσπονδιακό Συνταγµατικό ικαστήριο. Η θεωρία του δικαστικού αυτοπεριορισµού στηρίζεται αφενός στην ιδιαιτερότητα των συνταγµατικών κανόνων, η ερµηνεία των οποίων επιτρέπει συχνά ευρέα περιθώρια εκτίµησης και αφετέρου στη δηµοκρατική νοµιµοποίηση του κοινού νοµοθέτη που εξειδικεύει την συνταγµατική διάταξη. Ακολουθώντας την παραπάνω θεωρία ο δικαστής δηλώνει τη στάση του έναντι του νοµοθέτη κατά τον 16 ΤΣΑΤΣΟΣ., ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ, ΑΘΗΝΑ ΚΟΜΟΤΗΝΗ, ΕΚ. ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 1993, σ.496 497 14

έλεγχο της συνταγµατικότητας των νόµων : κατά την άσκηση του ελέγχου ο δικαστής οριοθετεί την εξουσία του µε κριτήριο τη νοµική ή την πραγµατική προτεραιότητα του νοµοθέτη κατά την εξειδίκευση και εφαρµογή του Συντάγµατος. Συναφές προς την προαναφερθείσα θεωρία είναι και το δόγµα του πολιτικού ζητήµατος, µε την αναφορά στο οποίο ο δικαστής δηλώνει ότι απέχει από το να δώσει τη δική του ερµηνεία της κρίσιµης συνταγµατικής διάταξης και υιοθετεί την ερµηνεία του νοµοθέτη, που είναι σε θέση να γνωρίζει κι ως εκ τούτου να αξιολογήσει καλύτερα το επίµαχο ζήτηµα. Με τη θεωρία αυτή ο δικαστής κατά τον έλεγχο της συνταγµατικότητας των νόµων αναγνωρίζει στο νοµοθέτη ένα περιθώριο ευχέρειας πολιτικών επιλογών και περιορίζει τον έλεγχό του στην τήρηση ορισµένων άκρων νοµικών ορίων, βάσει της έννοιας της κατάχρησης εξουσίας, της αρχής της αναλογικότητας και της αρχής της απαγόρευσης της αυθαιρεσίας. Ιδίως, στις χώρες στις οποίες τα συνταγµατικά δικαστήρια είναι αρµόδια για τον έλεγχο της κατανοµής των αρµοδιοτήτων µεταξύ των άµεσων οργάνων του κράτους και του τρόπου άσκησής τους, αποφεύγουν να ασκήσουν κατ` ουσίαν τις αρµοδιότητές τους αυτές µε διάφορα συνήθως δικονοµικού χαρακτήρα επιχειρήµατα. Η θεωρία του δικαστικού αυτοπεριορισµού οδηγεί σε δικαστική στάση διπλής κατεύθυνσης. Άλλες φορές διευκολύνει τις επιλογές του νοµοθέτη, ενώ άλλες φορές µπορεί να λειτουργεί ως επιχείρηµα για να αποτραπεί ο δικαστικός έλεγχος νοµοθετικών µέτρων που προσβάλλουν ατοµικές ελευθερίες, οι οποίες δεν καταγράφονται ρητά στο συνταγµατικό κείµενο, ιδίως όταν αυτό έχει τεθεί σε ισχύ πριν από µακρό χρόνο και είναι ιδιαίτερα αρχαϊκό και κλειστό σε σύγκριση µε τα σηµερινά κοινωνικά και νοµοθετικά δεδοµένα. Η θεωρία του δικαστικού αυτοπεριορισµού καταλήγει στην διατύπωση ερµηνευτικών και τεχνικών κριτηρίων που εφαρµόζει ο δικαστής κατά τον έλεγχο της συνταγµατικότητας των νόµων. Στο πλαίσιο αυτό ιδιαίτερα σηµαντική είναι η αρχή της σύµφωνης µε το Σύνταγµα ερµηνείας των νόµων. Σύµφωνα µε την αρχή αυτή, µεταξύ περισσοτέρων ερµηνευτικών εκδοχών της κρίσιµης νοµοθετικής διάταξης, ο δικαστής οφείλει να επιλέξει εκείνη που δεν δηµιουργεί πρόβληµα αντίθεσης προς το Σύνταγµα. Από την ανάλυση της νοµολογίας των ελληνικών δικαστηρίων σχετικά µε τον έλεγχο της συνταγµατικότητας των νόµων δεν προκύπτει η υιοθέτηση από τα ελληνικά δικαστήρια µιας συστηµατικής και σταθερής µεθόδου 17 18. Εξαίρεση στην παραπάνω διαπίστωση αποτελεί η πρακτική του Α.Ε... Συγκεκριµένα, το Α.Ε.. φαίνεται να ακολουθεί τη θεωρία του 17 οπ.π., ΤΣΑΤΣΟΣ., σ, 497 18 οπ. π., ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ Ε., ΜΑΘΗΜΑΤΑ, σ. 191 192 15

δικαστικού αυτοπεριορισµού. ηλαδή, προέβη σε «αυτοπεριορισµό» της αρµοδιότητάς του στις υποθέσεις που αφορούσαν την άρση της αµφισβήτησης για την ουσιαστική συνταγµατικότητα διάταξης τυπικού νόµου µε το να προσδιορίζει κάθε φορά µε µεγάλη ακρίβεια την κρίσιµη διάταξη για την ουσιαστική συνταγµατικότητα της οποίας είχε δηµιουργηθεί αµφισβήτηση. Σύµφωνα µε το Α.Ε.. η κρίσιµη διάταξη πρέπει να είναι ταυτόσηµη και στις δύο αντίθετες αποφάσεις των δύο ανωτάτων δικαστηρίων. ηλαδή, πρέπει να εντοπίζεται στο ίδιο εδάφιο της ίδιας παραγράφου του ιδίου άρθρου ή έστω να έχει το ίδιο ακριβώς κανονιστικό περιεχόµενο. Επίσης, η κρίσιµη αυτή διάταξη είναι απαραίτητο να είναι πράγµατι κρίσιµη για την εκδίκαση της συγκεκριµένης υπόθεσης και στα δύο ανώτατα δικαστήρια που εξέδωσαν αντίθετες αποφάσεις. Επίσης, το Α.Ε.. περιόρισε µε απόλυτο τρόπο τον έλεγχό του µόνο στην ουσιαστική συνταγµατικότητα διατάξεων τυπικού νόµου. Σε ορισµένες περιπτώσεις, όµως, το Α.Ε.. επέκτεινε τον έλεγχό του και σε ζητήµατα αφηρηµένης συνταγµατικής ερµηνείας 19. 6.Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΉΡΑΣ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ Η ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΝΟΜΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ : Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγµατικότητας των νόµων ενέχει ορισµένους κινδύνους. Η γενικότητα και η φύση του περιεχοµένου των συνταγµατικών ζητηµάτων δηµιουργεί ιδιαιτερότητες στον έλεγχο της συνταγµατικότητας των νόµων. Ο συνδυασµός πολιτικού και νοµικού περιεχοµένου των συνταγµατικών κανόνων επιφέρει δυσκολίες στην ερµηνεία τους. Στο σηµείο αυτό υπάρχει ο κίνδυνος της υποκατάστασης του δικαστή στο έργο του νοµοθέτη 20. Πρέπει να αναφερθεί ότι οτιδήποτε έχει σχέση µε το Σύνταγµα και την ερµηνεία του έχει πολιτικές συνέπειες. Στο σηµείο αυτό ανακύπτει το θέµα για την διάκριση της «πολιτικής» από την «νοµική» ερµηνεία. Η αξίωση για «νοµική» ερµηνεία στρέφεται προς τα δικαστικά όργανα και αποσκοπεί αφενός στην οριοθέτηση του δικαστικού ελέγχου της συνταγµατικότητας των νόµων και αφετέρου στην οριοθέτηση του δικαστικού ελέγχου του τρόπου µε τον οποίο ασκείται η συνταγµατική αρµοδιότητα των άµεσων οργάνων του κράτους. Με αυτόν τον τρόπο διαµορφώνεται ένας χώρος στον οποίο ο νοµοθέτης και τα άλλα όργανα 19 οπ.π., ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ Ε., Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ,σ. 35 37 20 οπ.π., ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ Α., σ. 188 16

στο µέτρο που επιτρέπει η αρµοδιότητά τους αναπτύσσει ελεύθερα τις πολιτικές επιλογές 21. 7.ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ : Όπως προκύπτει από το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγµατος, αντικείµενο του παρεµπίπτοντος δικαστικού ελέγχου της συνταγµατικότητας των νόµων αποτελεί ο νόµος. Ο όρος αυτός χρησιµοποιείται από τη διάταξη µε την ουσιαστική του έννοια. ηλαδή, περιλαµβάνει οποιοδήποτε γραπτό κανόνα δικαίου ( τυπικό νόµο, πράξη νοµοθετικού περιεχοµένου και κανονιστική πράξη της διοίκησης ). Υπέρ της ευρείας αυτής έννοιας του όρου συµβάλλει και το επιχείρηµα εξ αντιδιαστολής από τη διάταξη 100 παρ. 1 στοιχείο ε` του Συντάγµατος, µε την οποία ανατίθεται στο Α.Ε.. η άρση της αµφισβήτησης για την αντισυνταγµατικότητα ή την έννοια διατάξεων «τυπικού» νόµου και από τη διάταξη του άρθρου 100 παρ. 5 εδ.α`, η οποία εγκαθιδρύει την υποχρέωση των τµηµάτων των Ανωτάτων ικαστηρίων να παραπέµπουν το ζήτηµα της αντισυνταγµατικότητας διάταξης «τυπικού νόµου» στην Ολοµέλειά τους. Αντικείµενο του ελέγχου είναι µόνο οι κανόνες δικαίου που θεσπίστηκαν από τα συνταγµατικά όργανα της νοµοθετικής λειτουργίας. Ως εκ τούτου, δεν αποτελούν αντικείµενο του ελέγχου οι κανόνες δικαίου που τίθενται από όργανα που δεν προβλέπονται στο Σύνταγµα,όπως από όργανα που προέρχονται από πραξικόπηµα. Η εφαρµογή των συντακτικών και νοµοθετικών διατάξεων µιας δικτατορικής Κυβέρνησης απαγορεύεται ρητά από το άρθρο 87 παρ. 2 του Συντάγµατος, σύµφωνα µε την οποία σε καµία περίπτωση οι δικαστές δεν υποχρεούνται να συµµορφώνονται µε διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγµατος. Συνεπώς, τα δικαστήρια οφείλουν να αρνούνται την εφαρµογή του δικτατορικού δικαίου..1.τα ΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΟΡΙΑ ΚΑΙ Ο ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ : Η ένταξη κάθε συστήµατος δικαστικού ελέγχου της συνταγµατικότητας των νόµων σε ένα ευρύτερο δικονοµικό σύστηµα και ιδίως σε ένα σύστηµα δικαστικής οργάνωσης δηµιουργεί σοβαρά δικονοµικά όρια στον έλεγχο της συνταγµατικότητας. Σε ένα σύστηµα διάχυτου και παρεµπίπτοντος ελέγχου, ο ίδιος ο συγκεκριµένος χαρακτήρας του ελέγχου αποτελεί το πιο σοβαρό ίσως 21 ΣΚΟΥΡΗ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ, Ο ΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ, ΑΘΗΝΑ ΚΟΜΟΤΗΝΗ, ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 1995, σ. 90 92 17

όριο. Συγκεκριµένα, ο δικαστής ελέγχει τη συγκεκριµένη διάταξη, η οποία είναι κρίσιµη για την εκδίκαση της υπόθεσης. ηλαδή, ο δικαστής ελέγχει τη συγκεκριµένη διάταξη ενόψει των συγκεκριµένων πραγµατικών περιστατικών και τις ανάγκες της συγκεκριµένης υπόθεσης, άρα στο πλαίσιο µιας συγκεκριµένης ερµηνείας του Συντάγµατος 22. Όπως αναφέρθηκε προηγουµένως, το Α.Ε.. προσδιόριζε πάντα µε µεγάλη ακρίβεια την κρίσιµη διάταξη για την συνταγµατικότητα της οποίας είχε γεννηθεί αµφισβήτηση.κατά τη νοµολογία του Α.Ε.., η διάταξη για την οποία τίθεται ζήτηµα αντισυνταγµατικότητας και για την οποία έχουν εκδοθεί αντίθετες αποφάσεις των Ανωτάτων ικαστηρίων, πρέπει να εντοπίζεται στο ίδιο εδάφιο της ίδιας παραγράφου του ίδιου άρθρου ή τουλάχιστον να έχει το ίδιο κανονιστικό περιεχόµενο. Η άποψη αυτή της νοµολογίας του ΣτΕ άρχισε να κλονίζεται. Συγκεκριµένα, για τον προσδιορισµό της κρίσιµης διάταξης αρκεί η ταυτότητα του νοµικού ζητήµατος, για το οποίο εκδόθηκαν αντίθετες αποφάσεις από τα δύο Ανώτατα ικαστήρια. Σύµφωνα µε την απόφαση 27/1999, το Α.Ε.. δέχθηκε ότι έχει αρµοδιότητα να άρει την αµφισβήτηση ως προς την έννοια διάταξης νόµου και όταν οι αποφάσεις των δύο Ανώτατων ικαστηρίων δεν ερµηνεύουν µεν την ίδια ακριβώς διάταξης, έµµεσα όµως αναφέρονται σε αυτή 23. Έτσι, το Α.Ε.. περιορίζει τη δικαιοδοσία του και ταυτόχρονα διασφαλίζει τον παρεµπίπτοντα και συγκεκριµένο χαρακτήρα του ελέγχου της συνταγµατικότητας που ασκούν τα κοινά δικαστήρια. Με αυτό τον τρόπο το Α.Ε.. θέτει όρια στον έλεγχο των κοινών δικαστηρίων. ηλαδή, τον περιορίζει στο πλαίσιο της συγκεκριµένης υπόθεσης που δικάζουν και δεν του επιτρέπει να έχει αφηρηµένα στοιχεία 24. Ένας επιπλέον φραγµός του δικαστικού ελέγχου της συνταγµατικότητας είναι η υποχρέωση πλήρους και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων. Η υποχρέωση αυτή απορρέει από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγµατος 25. 2.ΤΟ ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ : 22 οπ.π.,βενιζελοσ Ε.,ΜΑΘΗΜΑΤΑ, σ. 190-191 23 ΜΑΥΡΙΑΣ Κ., ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ, ΑΘΗΝΑ ΚΟΜΟΤΗΝΗ, ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 2002, σ.292 24 οπ.π., ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ Ε., Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ, σ. 35-37 25 οπ.π., ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ Ε., ΜΑΘΗΜΑΤΑ, σ. 191 18

Στο ελληνικό σύστηµα ελέγχου της συνταγµατικότητας, ο δικαστικός έλεγχος είναι κατασταλτικός. Εξαρτάται είτε από την προβολή του σχετικού ισχυρισµού από κάποιον διάδικο στο πλαίσιο τη σχετικής δίκης είτε από το ίδιο δικαστήριο, που εξετάζει το ζήτηµα αυτεπαγγέλτως. Το γεγονός αυτό µπορεί να λάβει χώρα σε σύντοµο χρονικό διάστηµα ή πολύ µετά τη θέση σε ισχύ του νόµου ή να µην γίνει ποτέ ανάλογα µε τα συγκεκριµένα πραγµατικά περιστατικά, τις διάφορες ερµηνευτικές προσεγγίσεις και τις πρακτικές εφαρµογές του νόµου. Στην ελληνική έννοµη τάξη, κάθε νόµος από την έκδοση και δηµοσίευσή του συνοδεύεται από την επίσηµη βεβαίωση ότι φέρει τα στοιχεία της εσωτερικής και της εξωτερικής τυπικής συνταγµατικότητας, ενώ η ουσιαστική συνταγµατικότητα του ή δεν έχει αµφισβητηθεί ή αµφισβητήθηκε και η σχετική αντίρρηση απορρίφθηκε κατά τις δύο φάσεις του προληπτικού ελέγχου : αυτή που διενεργείται από τη Βουλή και αυτή που διεξάγεται από τον Πρόεδρο της ηµοκρατίας. Εποµένως, από τη δηµοσίευσή του και από τη θέση του σε ισχύ ο νόµος διαθέτει τεκµήριο συνταγµατικότητας. Το τεκµήριο αυτό είναι µαχητό. Το γεγονός αυτό συµβαδίζει µε το ότι ο δικαστικός έλεγχος της συνταγµατικότητας επιβάλλεται από το Σύνταγµα 26. Ο κάθε νόµος ισχύει, εφαρµόζεται και παράγει τις έννοµες συνέπειές του αµέσως από το χρόνο που αυτός ορίζει, αλλιώς 10 ηµέρες µετά τη δηµοσίευσή του στο ΦΕΚ, χωρίς να είναι απαραίτητη κάποια ειδική προληπτική δικαστική διάγνωση της συνταγµατικότητας του. Ο δικαστικός έλεγχος είναι δυνητικός,κατασταλτικός και µάλιστα έλεγχος αντίθεσης προς το Σύνταγµα και όχι έλεγχος συµφωνίας προς αυτό. Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγµατικότητας είναι δυνητικός και ενεργοποιείται µόνο όταν είναι αναγκαίος, δηλαδή όταν ο νόµος είναι προδήλως αντίθετος προς το Σύνταγµα. Όριο, εποµένως, για τον δικαστικό έλεγχο της αντισυνταγµατικότητας των νόµων αποτελεί από τα ελληνικά δικαστήρια η πρόδηλη αντισυνταγµατικότητα του νόµου στο Σύνταγµα. Η νοµολογία των ελληνικών δικαστηρίων απαιτεί να υπάρχει σαφή αντίθεση του νόµου προς το Σύνταγµα, για να τον κρίνει αντισυνταγµατικό, και δεν αρκείται στην έλλειψη συµφωνίας προς το Σύνταγµα. Ο χαρακτηρισµός µιας διάταξης από τα δικαστήρια ως αντισυνταγµατικής καθιστά τη διάταξη ανενεργή για την συγκεκριµένη επίδικη διαφορά. ηλαδή, δεν εφαρµόζεται στη συγκεκριµένη περίπτωση που τίθεται στην κρίση του δικαστηρίου. Ως εκ τούτου, µια διάταξη είναι πιθανόν από κάποιο δικαστήριο να κριθεί ως συνταγµατική και από κάποιο άλλο δικαστήριο να κριθεί ως αντισυνταγµατική. Όπως αναφέρθηκε προηγουµένως, δεν είναι δυνατόν να προσβληθεί µια 26 οπ.π., ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ Ε., ΜΑΘΗΜΑΤΑ, σ.189 190 19

διάταξη κατευθείαν στα δικαστήρια ως αντισυνταγµατική, αλλά το ζήτηµα της συνταγµατικότητάς ή µη ανακύπτει και ερευνάται µε αφορµή συγκεκριµένη υπόθεση 27. 3.Η ΕΚΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ: Αντικείµενο του δικαστικού ελέγχου της συνταγµατικότητας των νόµων αποτελεί µόνο η ουσιαστική αντισυνταγµατικότητα του νόµου. Ως ουσιαστική συνταγµατικότητα νοείται εκείνη που αναφέρεται στο κανονιστικό περιεχόµενο των διατάξεων του κοινού νόµου, το οποίο δεν πρέπει να είναι αντίθετο προς τις ουσιαστικές διατάξεις του Συντάγµατος. Ως εκ τούτου, κατά κυριολεξία, αφορά στην ουσιαστική αντισυνταγµατικότητα και όχι συνταγµατικότητα του νόµου. Ο έλεγχος της ουσιαστικής αντισυνταγµατικότητας είναι σύµφωνα µε νοµική ακριβολογία έλεγχος µη αντίθεσης και όχι έλεγχος συµφωνίας. Η διάκριση αυτή συνδέεται µε την κατεύθυνση του ελέγχου και είναι ιδιαίτερα σηµαντική για τα όρια του ελέγχου της συνταγµατικότητας και την ερµηνεία των κρίσιµων συνταγµατικών διατάξεων.ως κριτήρια του ελέγχου αυτού ενεργοποιούνται κυρίως οι διατάξεις που θεµελιώνουν τα συνταγµατικά δικαιώµατα αλλά και οι γενικές αρχές του Συντάγµατος 28. Η εσωτερική τυπική συνταγµατικότητα ελέγχεται µόνο στα πλαίσια του προληπτικού ελέγχου, ο οποίος διενεργείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της ηµοκρατίας. εν εµπίπτει στην αρµοδιότητα των δικαστηρίων. Η απαγόρευση από το Σύνταγµα του παρεµπίπτοντος ελέγχου της τυπικής συνταγµατικότητας αναφέρεται προφανώς στους τυπικούς νόµους και δεν επεκτείνεται και στους άλλους νόµους, όπως οι πράξεις νοµοθετικού περιεχοµένου και οι κανονιστικές πράξεις της διοίκησης, το κύρος των οποίων κρίνεται από τα δικαστήρια από κάθε άποψη 29. Είναι, όµως, εύλογο ότι ο δικαστής, πριν προβεί σε εφαρµογή διάταξης νόµου, ελέγχει την εξωτερική τυπική συνταγµατικότητα, δηλαδή τα στοιχεία που συνιστούν την υπόσταση του νόµου, που συνήθως συµπίπτουν µε τη δηµοσίευση του νόµου στο Φ.Ε.Κ..Επίσης, στην περίπτωση που το κείµενο του νόµου που εκδίδεται και δηµοσιεύεται στο Φ.Ε.Κ. δεν φέρει όλα τα εξωτερικά γνωρίσµατα του νόµου, τότε είναι απαραίτητος και ο έλεγχος της τυπικής συνταγµατικότητας του νόµου από το δικαστήριο. Σε αυτές τις 27 ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ Κ, ΕΠΙΤΟΜΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ, ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 1999, σ. 434 28 οπ.π., ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ Ε., ΜΑΘΗΜΑΤΑ, σ.169 170 29 οπ.π., ΡΑΪΚΟΥ Α.,σ. 1082 20

περιπτώσεις ο έλεγχος της εξωτερικής τυπικής συνταγµατικότητας των νόµων από τα δικαστήρια είναι επιβεβληµένος. Το άρθρο 93 παρ.4 του Συντάγµατος περιορίζει τον δικαστικό έλεγχο µόνο στην ουσιαστική αντισυνταγµατικότητα, αναφέροντας την λέξη «περιεχόµενο» του νόµου, το οποίο πρέπει είναι αντίθετο προς το Σύνταγµα. Η διατύπωση του άρθρου 100 παρ. 1 του Συντάγµατος είναι πιο σαφής. Συγκεκριµένα, ορίζει ότι η δικαιοδοσία του Α.Ε.. επεκτείνεται και στην άρση των αµφισβητήσεων σχετικά µε την ουσιαστική αντισυνταγµατικότητα ή την έννοια διατάξεως τυπικού νόµου. Από την παραπάνω διατύπωση της διάταξης προκύπτει και ο έµµεσος περιορισµός της αντίστοιχης αρµοδιότητας όλων των κοινών δικαστηρίων, εφόσον µια αµφισβήτηση που µπορεί να ανακύψει για ζήτηµα σχετικό µε την ουσιαστική αντισυνταγµατικότητα διατάξεων τυπικού νόµου µεταξύ των τριών ανωτάτων δικαστηρίων επιτρέπει την πρόσβαση στο Α.Ε... Εποµένως, η αρµοδιότητα του Α.Ε.. περιορίζεται εποµένως στην ουσιαστική αντισυνταγµατικότητα, γιατί σε αυτήν περιορίζεται και η αρµοδιότητα των κοινών δικαστηρίων 30. Είναι απαραίτητο σε αυτό το σηµείο να αναφερθεί ότι το δικαστήριο δεν δεσµεύεται από αποφάσεις άλλων δικαστηρίων που έκριναν για τη συνταγµατικότητα ενός νόµου, συµπεριλαµβανοµένου και των αποφάσεων του Ανωτάτου ικαστηρίου του οικείου κλάδου της δικαιοσύνης που δεν αφορούν την ίδια υπόθεση. Οι αποφάσεις του Α.Ε.., οι οποίες εξετάζουν παρεµπιπτόντως το κύρος των νόµων, δεν δεσµεύουν τα άλλα δικαστήρια. Το Α.Ε.. έχει την αρµοδιότητα να αποφαίνεται για την συνταγµατικότητα ενός νόµου δεσµευτικά για όλα τα δικαστήρια µόνο στην περίπτωση του άρθρου 100 παρ. 1 στοιχ. ε` του Συντάγµατος, δηλαδή στην περίπτωση που εκδίδονται αντίθετες αποφάσεις των δύο από τα τρία Ανώτατα ικαστήρια. Τα δικαστήρια δεσµεύονται κατά τον έλεγχο της συνταγµατικότητας των νόµων από την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, που εγκαθιδρύεται στο άρθρο 26 του Συντάγµατος. Οι δικαστές, λοιπόν, µπορούν να εξετάζουν µόνο τη συµφωνία των νόµων µε το Σύνταγµα και όχι και τη σκοπιµότητά τους. Η ορθότητα των επιλογών του νοµοθέτη, η οποία είναι πολιτικό και όχι νοµικό ζήτηµα δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο.τα δικαστήρια µπορούν αν θεωρούν έναν νόµο αντισυνταγµατικό µόνο όταν είναι βέβαια για την αντίθεσή του µε µια διάταξη του Συντάγµατος. Σε περίπτωση αµφιβολίας ο νόµος πρέπει να θεωρείται σύµφωνος µε το Σύνταγµα λόγω του τεκµηρίου της συνταγµατικότητας των νόµων. 30 οπ.π. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ Ε., ΜΑΘΗΜΑΤΑ, σ. 186 21

Επίσης, ο νόµος δεν πρέπει καταρχήν να κηρύσσεται αντισυνταγµατικός, στην περίπτωση που µπορεί να ερµηνευθεί σύµφωνα µε το Σύνταγµα. Πρόκειται για την «αρχή της σύµφωνης µε το Σύνταγµα ερµηνείας των νόµων», η οποία βασίζεται στο τεκµήριο της συνταγµατικότητας των νόµων και στην αρχή της ενότητας της έννοµης τάξης.σύµφωνα µε αυτή την αρχή, πρέπει σε κάθε συγκεκριµένη περίπτωση από τις τυχόν περισσότερες ερµηνείες της νοµοθετικής διάταξης να προκρίνεται εκείνη, η οποία προσδίδει σε αυτή έννοια σύµφωνη µε το Σύνταγµα. Η διάταξη πρέπει να κηρύσσεται ανίσχυρη µόνο, όταν δεν είναι δυνατή τέτοια ερµηνεία 31. Το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγµατος όταν αναφέρεται στον έλεγχο της συνταγµατικότητας των νόµων εννοεί τις διατάξεις εκείνες που έχουν κανονιστικό περιεχόµενο. 4.ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΙΚΑΣΤΙΚΟ ΕΛΕΓΧΟ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ : Υπάρχουν και ορισµένες εξαιρέσεις που δεν εµπίπτουν στον δικαστικό έλεγχο της συνταγµατικότητας των νόµων. Συγκεκριµένα, οι κανόνες του διεθνούς δικαίου και οι κανόνες που απορρέουν από τα κείµενα διεθνών συνθηκών και, οι οποίες µε κυρωτικό νόµο έχουν καταστεί εσωτερικό δίκαιο µε αυξηµένη τυπική ισχύ έναντι των κοινών νόµων, δεν υπόκεινται στον έλεγχο της συνταγµατικότητας. Στην αρµοδιότητα του Α.Ε.. δεν εµπίπτουν οι γενικά παραδεδεγµένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, λόγω του ότι υπερισχύουν σύµφωνα µε ρητή συνταγµατική διάταξη κάθε άλλης αντίθετης διάταξης νόµου και, ως εκ τούτου, βρίσκονται σε ανώτερη βαθµίδα από τους τυπικούς νόµους στην ιεραρχία των κανόνων δικαίου. Οι κανόνες του κοινοτικού δικαίου δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο της συνταγµατικότητας, αν και καθίστανται εσωτερικό δίκαιο, λόγω του ότι ανήκουν στην κοινοτική έννοµη τάξη, η οποία είναι αυτόνοµη έννοµη τάξη και για την οποία είναι αρµόδια µόνο τα δικαστήριά της. Στην ελληνική έννοµη τάξη, τα στοιχεία της εσωτερικής τυπικής συνταγµατικότητας της Βουλής και οι κυβερνητικές πράξεις εξαιρούνται από τον δικαστικό έλεγχο της συνταγµατικότητας των νόµων. εν υπόκεινται, επίσης, στον παραπάνω έλεγχο το δικαιοδοτικό στεγανό ως προς τον διορισµό του Πρόεδρου και των Αντιπροέδρων των Ανωτάτων ικαστηρίων και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου σύµφωνα µε το άρθρο 90 παρ.6 του Συντάγµατος, το δικαστικά ανέλεγκτο της 31 οπ.π.., ΡΑΪΚΟΥ Α., σ. 1081-1086 22

συνδροµής των ουσιαστικών προϋποθέσεων για την έκδοση πράξεων νοµοθετικού περιεχοµένου σύµφωνα µε το άρθρο 44 παρ. 1 του Συντάγµατος, όπως επίσης και τα µέτρα εσωτερικής πράξης στο στρατό, το σχολείο και την φυλακή. Οι περιπτώσεις αυτές καλούνται και δικαιοδοτικά άβατα και εξαιρούνται από τον δικαστικό έλεγχο, καθότι αφορούν σε ζητήµατα πολιτικού περιεχοµένου. Ε. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ Στο σηµείο αυτό καταλήγουµε συµπερασµατικά στο ότι ο δικαστικός έλεγχος της συνταγµατικότητας των νόµων αποτελεί βασικό και απαραίτητο στοιχείο κάθε ευνοµούµενου κράτους. ιασφαλίζει τα κατοχυρωµένα συνταγµατικά δικαιώµατα των πολιτών κάθε κράτους,µε το να αποτρέπει την εφαρµογή νόµων που καταστρατηγούν τα δικαιώµατα που ο νοµοθέτης του Συντάγµατος έχει ρητώς απονείµει στους πολίτες κάθε κράτους. Στην Ελλάδα, όπως προαναφέρθηκε, έχει καθιερωθεί το µικτό σύστηµα δικαστικού ελέγχου της ουσιαστικής συνταγµατικότητας των νόµων. Συγκεκριµένα, ο παραπάνω έλεγχος είναι καταρχήν αποκεντρωτικός, σχετικός και κατ` ένσταση. Κατ` εξαίρεση, όµως, υιοθετείται και το συγκεντρωτικό και απόλυτο σύστηµα. Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγµατικότητας των νόµων δεν είναι απεριόριστος. Είναι απαραίτητο να υπάρχουν και κάποια όρια σε αυτόν, επειδή το Σύνταγµα θέτει όρια όχι µόνο στον νοµοθέτη και στην εκτελεστική εξουσία, αλλά και στον δικαστή. Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγµατικότητας καθιστά τον νοµοθέτη πιο προσεκτικό, όταν εκτελεί τα καθήκοντα του, επειδή γνωρίζει ότι υπάρχει το ενδεχόµενο να µην εφαρµοστούν οι νόµοι, αν αντιτίθενται στο Σύνταγµα. Τα όρια του δικαστικού ελέγχου της συνταγµατικότητας των νόµων είναι ένα θέµα που απασχόλησε και συνεχίζει να απασχολεί τη νοµική επιστήµη, καθότι, όπως είναι εύλογο, δεν είναι δυνατόν να προκαθορισθούν αυτά τα όρια εκ των προτέρων. Στο σηµείο αυτό εµφανίζεται ο κίνδυνος, λόγω της φύσης και της γενικότητας του περιεχοµένου των συνταγµατικών θεµάτων, της υποκατάστασης του δικαστή στο έργο του νοµοθέτη. Ο παραπάνω κίνδυνος δύναται να περιορισθεί σηµαντικά µε την προσεκτική διαµόρφωση των λεπτοµερειών του κάθε συστήµατος. Ταυτόχρονα, οι ίδιοι οι δικαστικοί λειτουργοί οφείλουν να εφαρµόζουν την αρχή του «δικαστικού αυτοπεριορισµού» σε κάθε υπόθεση που προκύπτει ζήτηµα 23

αντισυνταγµατικότητας νόµου και να είναι προσεκτικοί και επιφυλακτικοί, όταν πρόκειται να κηρύξουν κάποια διάταξη νόµου αντισυνταγµατική, και ιδίως όταν αυτή η διάταξη νόµου αναφέρεται σε ζητήµατα πολιτικού χαρακτήρα. Σε αυτό θα τους βοηθήσει η δικαστική τους εµπειρία, η ευσυνειδησία τους, η ηθικοπολιτική τους ακεραιότητα και η ειδική νοµική τους µόρφωση. Οι δικαστές λόγω του ιδιαίτερου συνταγµατικού καθεστώτος της δικαστικής ανεξαρτησίας αποτελούν τα πιο κατάλληλα για την κρίση της συνταγµατικότητας όργανα. ΣΤ. ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΙΚΑΣΤΙΚΟ ΕΛΕΓΧΟ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ: Στο σηµείο αυτό είναι απαραίτητη, για την σφαιρικότερη ανάλυση του θέµατος, η παράθεση ορισµένων δικαστικών αποφάσεων που αφορούν στον δικαστικό έλεγχο της συνταγµατικότητας των νόµων. 1. ΥΠΟΘΕΣΗ MARBURY MADISON, SUPREME COURT, WASHINGTON, (1803) : 1. Πραγµατικά περιστατικά 32 : Η υπόθεση λαµβάνει χώρα µεταξύ δύο προεδρικών εκλογών το 1801. Ο Πρόεδρος JOHN ADAMS ηττήθηκε στον εκλογική διαµάχη και νέος Πρόεδρος των Η.Π.Α. εκλέχθηκε ο THOMAS JEFFERSON. Πριν αποχωρήσει ο ηττηθείς Πρόεδρος προέβη στην πλήρωση πολλών κενών, υφισταµένων και νεοϊδρυθεισών, θέσεων δικαστών µε οπαδούς του κόµµατός του, δηλαδή του κόµµατος των Φεντεραλιστών. Ανάµεσα στους παραπάνω δικαστές ήταν και ο JOHN MARSHALL, Αρχιδικαστή του Ανωτάτου ικαστηρίου των Η.Π.Α., και κάποιος WILLIAM MARBURY, ο οποίος διορίστηκε στην κατώτερη θέση του JUSTICE OF THE PEACE του DISTRICT OF COLUMBIA. Η διαδικασία του διορισµού του τελευταίου είχε ακολουθήσει τις διατυπώσεις που επέτασσε ο νόµος.το µόνο που έλειπε, για να ολοκληρωθεί ο διορισµός, ήταν το τυπικό θέµα της κοινοποίησής του προς τον ενδιαφερόµενο. Ο ηττηθείς Πρόεδρος είχε ήδη αποχωρήσει και νέος αρµόδιος Υπουργός της νέας Κυβέρνησης, JAMES 32 ΜΑΥΡΙΑ Κ., ΑΝΩΤΑΤΟ ΙΚΑΣΤΗΡΙΟ Η.Π.Α., ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ, ΤΟ Σ, 1979, σ. 672 677 24

MADISON, αρνήθηκε ακολουθώντας εντολή του Προέδρου του να προβεί στην κοινοποίηση του διορισµού προς τον ενδιαφερόµενο. Ο MARBURY προσέφυγε στο Ανώτατο ικαστήριο και ζήτησε, κατ` εφαρµογή διατάξεως του JUDICIAL ACT του 1789, να απευθύνει διαταγή προς τον Υπουργό MADISON, έτσι ώστε να υποχρεωνόταν ο τελευταίος στην κοινοποίηση του παραπάνω διορισµού. Το Ανώτατο ικαστήριο αρνήθηκε να εκδώσει τη διαταγή, παρά την σχετική ευχέρεια που του παρείχε ο νόµος του 1789, επικαλούµενο την αντισυνταγµατικότητα της αντίστοιχης διάταξης και καθιερώνοντας έτσι τον έλεγχο της συνταγµατικότητας. 2. Σκεπτικό της απόφασης : Στην παραπάνω υπόθεση τέθηκε το ερώτηµα αν µπορεί να εφαρµοσθεί στην επικράτεια νόµος που αντίκειται στο Σύνταγµα. Το Ανώτατο ικαστήριο των Η.Π.Α. θεώρησε µε αυτήν του την απόφαση προφανές το δεδοµένο ότι το Σύνταγµα υπερέχει κάθε αντίθετης νοµοθετικής πράξης. Συγκεκριµένα, το Ανώτατο ικαστήριο αποφάνθηκε ότι, αν τα δικαστήρια πρέπει να αναφέρονται στο Σύνταγµα και αν το Σύνταγµα είναι υπέρτερο κάθε κοινού νόµου, τότε το Σύνταγµα και όχι ο κοινός νόµος πρέπει να ρυθµίσει την εκάστοτε συγκεκριµένη περίπτωση κατά την οποία και το Σύνταγµα και ο αντίθετος προς αυτό νόµος τυχαίνουν εφαρµογής. Με αυτήν την ερµηνευτική προσέγγιση το Σύνταγµα, λόγω του ότι διαθέτει αυξηµένη τυπική ισχύ και αυστηρό χαρακτήρα, υπερέχει του κοινού νόµου, ο οποίος και δεν εφαρµόζεται, εφόσον είναι αντίθετος προς το Σύνταγµα. 3. ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ : Στην παραπάνω απόφαση εφαρµόστηκε ο διάχυτος και παρεµπίπτων έλεγχος της συνταγµατικότητας του νόµου για πρώτη φορά. Επίσης, θεµελιώθηκε για πρώτη φορά η αυξηµένη τυπική ισχύ του γραπτού Συντάγµατος και η αρχή του υποχρεωτικού ελέγχου της συνταγµατικότητας των νόµων από όλα τα δικαστήρια. Με την παραπάνω απόφαση αναγνωρίστηκε και καθιερώθηκε ο δικαστικός έλεγχος της συνταγµατικότητας των νόµων και αργότερα επεκτάθηκε σε όλα τα ευνοµούµενα κράτη. 2. Α.Π. 23/1897:ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ ΚΩΠΑΪ ΑΣ 33 : 1. Ιστορικό : Η διάταξη του άρθρου 4 του νόµου ΡΟΓ` του 1867 κήρυσσε απαράδεκτη κάθε αξίωση σε γαίες που βρίσκονταν µέσα στη νόµιµη 33 ΘΕΜΙΣ Η`, σ. 329 25