ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Σχετικά έγγραφα
Σε απάντηση του διαλαµβανοµένου ερωτήµατος στο έγγραφό σας µε αριθµό πρωτ. 7011/ 5/ 79α/ σας γνωρίζουµε τα ακόλουθα:

Απόρρητο των επικοινωνιών. Επικοινωνία μέσω του διαδικτύου (Internet). Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών.

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

ΕΛΕΝΗ Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ρ.ν Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ο Σ ΤΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ Η ΤΑΧΥ ΡΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΑΓΗ

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Η ΑΡΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ 1. ΟΙ ΙΣΧΥΟΥΣΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΕ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΥΠΕΡΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ (ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ)

ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η εφαρµογή του δικαιώµατος της επικοινωνίας στον οικογενειακό χώρο» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ 6 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΕΠΙ ΤΗΣ Ι ΙΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ

Τελευταίως παρατηρείται έξαρση του φαινομένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς μετανάστες, σε σχέση με τη νομιμότητα της

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

ΙΙΙ. ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

Με το παρόν σας υποβάλουµε τις παρατηρήσεις της ΑΠ ΠΧ επί του σχεδίου κανονισµού της Α ΑΕ σχετικά µε τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών.

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ : ΝΟΜΙΚΗΣ

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΑΡ. 1 /2005

Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ ΥΠΟ ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ 40/1998 ΑΠ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Ηλίας Α. Στεφάνου Έλενα Α. Καπαρδή Δικηγόροι

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων ΙΙ (ΣτΕ 438/2001)

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ «Η ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ. ΤΟ ΑΡΘΡΟ 19 Σ»

Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΑΞΙΑ ΩΣ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ (άρ.2 παρ.1 Σ) Σχολιασµός της ΑΠ Ολ. 40/1998 ΚΛΟΥΚΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΘΗΝΑ 2003

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ - ΠΡΟΣΘΗΚΗ. Στο σ/ν «Μεταρρυθµίσεις ποινικών διατάξεων, κατάργηση των καταστηµάτων κράτησης Γ τύπου και άλλες διατάξεις»

ΕΡΓΑΣΙΑ. «Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας, ως γενικής συνταγµατικής αρχής της ελληνικής έννοµης τάξης»

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1382/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 24/2014

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...9 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Α ΕΚ ΟΣΗΣ...11 ΠΕΡΙΛΗΨΗ...13 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ...15 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ. «Πρόληψη και καταπολέµηση της εµπορίας ανθρώπων και προστασία των θυµάτων αυτής»

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ,ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΘΗΝΑ 2012

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4010, 8/7/2005.Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΣΠΙΣΗΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΕΡΓΟΔΟΤΟΥΜΕΝΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2005

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

Ο ΠΕΡΙ ΡΥΘΜΙΣΕΩΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥ ΡΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ ιάταγµα δυνάµει του άρθρου 19

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η :

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

Ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά µε τα νοµικά επαγγέλµατα και το γενικό συµφέρον στην οµαλή λειτουργία των νοµικών συστηµάτων

Σελίδα 1 από 5. Τ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ AΘΗΝΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΕΤΟΥΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΓΝΩΜΗ της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας

Διοικητικό Δίκαιο. Εισαγωγή στο Διοικητικό Δίκαιο 1 ο Μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Απόφαση ικαστηρίου 10 Σεπτεµβρίου 2002 Θεσσαλονίκη. Κατά πλειοψηφία αποφαίνεται το δικαστήριο ότι πρόκειται για παράβαση των άρθρων 1

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ : Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΛΟΥΚΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2003

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ :

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3277-1/ Γ Ν Ω Μ Ο Ο Τ Η Σ Η 4 /2016

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3828, 31/3/2004 Ο ΠΕΡΙ ΙΣΗΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΑΣΧΕΤΑ ΑΠΟ ΦΥΛΕΤΙΚΗ Ή ΕΘΝΟΤΙΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004

Θέµα εργασίας : Ερµηνεία του Άρθρο 78 παρ. 5 του Συντάγµατος (Εξαίρεση από την απαγόρευση της κανονιστικής φορολογικής αρµοδιότητας).

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΕ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΙΚΑΣΤΙΚΗ ΙΑΤΑΓΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΜΟΝΗΣ ΑΛΛΟ ΑΠΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΙΚΑΙΟΥ

Διοικητικό Δίκαιο. Δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα και δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΑΠΟΦΑΣΗ ( αριθμ: 358/2013 )

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/ 2656/ ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΗ 2/2016

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1091/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 4 /2019

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΒΡΕΤΤΟΥ (Α.Μ )

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 21 Μαΐου 2019 (OR. en)

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-125/03 R και Τ-253/03 R. Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Rui Teixeira Neves κατά Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Α Π Ο Φ Α Σ Η 43/2017

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Αθήνα ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Αριθ. Πρωτ. Τηλ. : Fax : ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΗ

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Ενωμένη στην πολυμορφία EL 2013/0402(COD) της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών

ΚΥΚΛΟΣ ΣΧΕΣΕΩΝ ΚΡΑΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΗ

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

ΟΙ ΑΡΜΟ ΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4592, (I)/2017 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος ΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ Β : TO ΔΙΚΑΙΟ

... ΕΝΣΤΑΣΗ ΚΑΤΑ *****

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ Συνοδευτικό έγγραφο στην

Transcript:

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΘΕΜΑ: Η ΑΜΕΣΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΑΝ ΡΕΑΣ Γ. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΚΟΥΤΣΗ ΝΑΤΑΛΙΑ Α.Μ.: 1340201000507 ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ: 2011-2012 1

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ.... 3 ΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ.... 3 1. ΓΕΝΙΚΑ... 3 2. ΕΝΝΟΙΑ- ΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ... 4 3. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑ ΡΟΜΗ.. 5 4. ΤΟ ΑΡΘΡΟ 19 ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΕΚΤΗΣ ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2001... 6 5. Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΑΞΙΑ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 19Σ.. 7 Α) Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΕΒΑΣΜΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ Β) Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Γ) ΤΟ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩ ΩΝ ΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ 6. ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΣ ΑΡΘΡΟΥ 19 ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 8 ΤΗΣ Ε.Σ..Α. ΚΑΙ ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑΤΑ ΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΤΟΥ Ε...Α. 10 7. ΦΟΡΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΕΚΤΕΣ ΤΟΥ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 19 11 8. Η ΑΜΕΣΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΕ ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΣΥΝΟΛΑ. 13 ΠΕΡΙΛΗΨΗ... 15 ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ... 15 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 25 2

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Θέµα: «Η άµεση επικοινωνία και το Σύνταγµα» Το άρθρο 19 του Συντάγµατος περιλαµβάνει την επικοινωνία. Με την παρούσα εργασία επιχειρείται η ανάλυση µιας επιµέρους έκφανσης της επικοινωνίας, η άµεση ή προσωπική επικοινωνία. Γίνεται, ακόµα, αναφορά στο θεµελιώδες δικαίωµα της ανθρώπινης αξίας, στο οποίο εντάσσεται έστω και έµµεσα το εξεταζόµενο θέµα, καθώς επίσης και στην ιδιωτική σφαίρα της ζωής του ανθρώπου και στη συνταγµατική κατοχύρωση της προστασίας προσωπικών δεδοµένων. Τέλος γίνεται παράθεση αποσπασµάτων συγγραφέων µέσω των οποίων αναλύονται µε ξεχωριστό τρόπο οι διάφορες πτυχές της άµεσης επικοινωνίας. ΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: 1.ΓΕΝΙΚΑ Άρθρο 19 του Συντάγµατος «1. Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας µε οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Ο Νόµος ορίζει της εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δε δεσµεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκληµάτων. 2. Νόµος ορίζει τα σχετικά µε την συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρµοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1. 3. Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών µέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α». 3

Ενταγµένο µέσα στο ευρύτερο πλαίσιο των ατοµικών ελευθεριών και δικαιωµάτων που στο Σύνταγµά µας θεµελιώνονται και προστατεύονται, το άρθρο 19Σ κατοχυρώνει το δικαίωµα στην επικοινωνία. Στενά συνδεόµενο µε την ιδιωτική ζωή του ανθρώπου το άρθρο 19 προστατεύει την ελεύθερη και εµπιστευτική προς ένα άλλο πρόσωπο εκδήλωση σκέψεων, συναισθηµάτων, αντιλήψεων και ιδεών. 2.ΕΝΝΟΙΑ- ΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ Ως επικοινωνία νοείται η αµοιβαία επαφή µεταξύ δύο ατόµων, η µεταβίβαση και η ανταλλαγή µηνυµάτων, πληροφοριών από κάποιον που θεωρείται ποµπός προς κάποιον που θεωρείται δέκτης, είτε αυτή είναι προσωπική, είτε γίνεται µε τη βοήθεια συσκευών ή άλλων µέσων που τη διασφαλίζουν. ιακρίνεται, εποµένως, η επικοινωνία σε άµεση ή προσωπική και σε έµµεση ή ανταπόκριση. Εν προκειµένω, στην άµεση επικοινωνία υπάρχει προσωπική επαφή των επικοινωνούντων. Η δραστηριότητα αυτή της επαφής, της συνεννόησης µε άλλους ανθρώπους προστατεύεται ειδικά από το Σύνταγµα. Η κοινωνική φύση του ανθρώπου είναι αυτή που προσδίδει στην επικοινωνία το σπουδαίο χαρακτηριστικό που τη διακρίνει. Η επαφή µε άλλους ανθρώπους, η µη αποµόνωσή του, αποτελεί θεµελιώδες δικαίωµα και βιοτική ανάγκη του ανθρώπου προερχόµενη από την ιδιότητά του ως homo sociologicus. Το Σύνταγµα µε τη σειρά του κατοχυρώνει δικαίωµα ελεύθερης συµµετοχής στη γενικότερη κοινωνική ζωή, σε όλο δηλαδή το φάσµα της ανθρώπινης ζωής, πέρα από την οικονοµική και την πολιτική. Με την αναφορά αυτή ο συντακτικός νοµοθέτης καλύπτει αναντίρρητα κάθε εκδήλωση της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας. Στην ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 του Συντάγµατος εντάσσεται και η ελευθερία της επικοινωνίας που ακολούθως περιλαµβάνει την πνευµατική ελευθερία, την ελευθερία της σκέψης, στοχασµών και ιδεών. Οι τρεις αυτές όψεις της ελευθερίας αποτελούν µια αδιάσπαστη ενότητα και προστατεύονται στο άρθρο 5. 4

Παρά την τεχνική και επιστηµονική πρόοδο των µέσων επικοινωνίας η σωστή µεταβίβαση και λήψη ενός µηνύµατος, η συνεννόηση και η αµοιβαία εµπιστοσύνη και κατανόηση των ανθρώπων σπάνια επιτυγχάνεται στην εποχή µας. Έτσι τα άτοµα, οι οµάδες και οι κοινότητες δεν ολοκληρώνουν τους στόχους τους, µε απότοκο να επικρατεί η σύγχυση, η διάσπαση του κοινωνικού ιστού και η µοναξιά. Αυτό συµβαίνει διότι η αληθινή επικοινωνία µεταξύ των ανθρώπων δεν περιορίζεται σε µια απλή µεταβίβαση ενός µηνύµατος, µιας ιδέας ή µιας εντολής. Τουναντίον, πρόκειται για µια δηµιουργία διαπροσωπικών σχέσεων. Συµβαίνει επίσης και το αντίστροφο, δηλαδή η οποιαδήποτε σχέση δύναται να έχει επικοινωνιακά αποτελέσµατα. 3. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑ ΡΟΜΗ Η πορεία του δικαιώµατος της επικοινωνίας στο χώρο της ελληνικής συνταγµατικής ιστορίας χαράζει εκφραστικά τη διαδροµή του από την κατοχύρωση του απορρήτου των επιστολών ως τη κατοχύρωση της κάθε είδους ανταπόκρισης. Στην Ελλάδα για πρώτη φορά θεσπίστηκε στο Σύνταγµα του 1844, στο άρθρο 14, όπου οριζόταν κατά πιστή µετάφραση του άρθρου 22 του βελγικού Συντάγµατος του 1831, ότι το απόρρητο των επιστολών είναι απαραβίαστο. Αντιδρώντας στις κατά καιρούς παραβάσεις του άρθρου αυτού, στο άρθρο 20 του Συντάγµατος του 1844, παρουσιάζεται µια πιο κατηγορηµατική διατύπωση, καθώς προστίθεται το επίρρηµα απολύτως και χαρακτηρίζεται έτσι το απόρρητο των επιστολών ως απολύτως απαραβίαστο, διατύπωση που διατηρήθηκε και αργότερα στο Σύνταγµα του 1911. Η προστασία του απορρήτου επεκτάθηκε στο Σύνταγµα του 1927, άρθρο 12, όπου και κατοχυρώθηκε για πρώτη φορά το απόρρητο όχι µόνο των επιστολών, αλλά και των νεώτερων της επιστολογραφίας µορφών επικοινωνίας. Επίσης, και το Σύνταγµα του 1952, άρθρο 20 ορίζει ότι το απόρρητο των επιστολών και τις καθ οιονδήποτε άλλου τρόπου αποκρίσεως είναι απολύτως απαραβίαστο. Εξετάζοντας διεισδυτικότερα την κατά γράµµα ερµηνεία του άρθρου 19 του 1975, θα καταλήξουµε στο συµπέρασµα ότι παρουσιάζει στοιχεία προόδου, αλλά και οπισθοδρόµησης. Πληρέστερη, κατ αρχήν, εµφανίζεται η κατοχύρωση του απορρήτου των 5

ανταποκρίσεων στις διατάξεις του α εδαφίου του άρθρου 19 στο Σύνταγµα του 1975. Πιο συγκεκριµένα: Α) Κατοχυρώνεται το απόρρητο όχι µόνο των επιστολών και τις ανταπόκρισης, άλλα γενικότερα της επικοινωνίας µε οποιονδήποτε άµεσο ή έµµεσο τρόπο. Β) Η κατοχύρωση αφορά το απόρρητο της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας. Γ) Κατοχυρώνεται ότι το απόρρητο της επικοινωνίας είναι απόλυτα απαραβίαστο. Από την άλλη πλευρά, οπισθοδρόµηση αποτελεί η προσθήκη των διατάξεων του εδαφίου β. Ως προς την καταγωγή και τη σκοπιµότητα των διατάξεων αυτών, αξίζει να αναφερθεί πως καταρχάς θεσπίστηκαν στα δικτατορικά συνταγµατικά κείµενα του1968 και του 1973. Αν δούµε συγκριτικά τις διατάξεις αυτές οφείλουµε να παρατηρήσουµε ότι έχει απαλειφθεί η εξαίρεση άρσης του απορρήτου λόγω δηµόσιας τάξης καθώς και ότι αντικαταστάθηκε το επίθετο απεχθών από τον όρο ιδιαίτερα σοβαρών, ως πιο ακριβής, γεγονός που παύει να καθιστά πλέον τη συγκεκριµένη διάταξη εξαιρετικά επικίνδυνη και παρεξηγήσιµη. 4.ΤΟ ΑΡΘΡΟ 19 ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΕΚΤΗΣ ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2001 Ύστερα από την αναθεώρηση του 2001, το ελληνικό Σύνταγµα εξακολουθεί να προστατεύει στο άρθρο 19, παράγραφος 1 το απόρρητο της επικοινωνίας ως µορφή συµπεριφοράς ανάµεσα σε δύο ανθρώπους. Αντικείµενο της προστατευτικής διάταξης της πρώτης παραγράφου εξακολουθεί να είναι ο απόρρητος χαρακτήρας του µηνύµατος ανεξάρτητα από το µέσο που τυχόν χρησιµοποιείται. Με την αναθεώρηση αυτή προστέθηκαν στο άρθρο 19 οι παράγραφοι 2 και 3. Η παράγραφος 2 περικλείει την αρχή της διασφάλισης του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών, οι οποίες στην εποχή της τεχνολογίας κατέχουν ουσιώδη θέση στην καθηµερινή ζωή του ανθρώπου. Η παράγραφος 3 αναφέρεται στην απαγόρευση χρήσης παράνοµων αποδεικτικών µέσων τα οποία έχουν ληφθεί κατά παράβαση των άρθρων 19, 9 και 9 Α του Συντάγµατος. 6

5.Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΑΞΙΑ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 19Σ Α) Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΕΒΑΣΜΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ Αναφορικά µε την συνταγµατική υποχρέωση της κρατικής εξουσίας, πρέπει να σηµειωθεί πως περιεχόταν ήδη, όχι βέβαια χωρίς διαφορές, στο λογικό πυρήνα του κράτους δικαίου της φιλελεύθερης εποχής. Η κεντρική ιδέα του κράτους δικαίου ανάγεται στην από τα ατοµικά δικαιώµατα προερχόµενη συνταγµατική δέσµευση να σέβεται, δηλαδή να µην παραβιάζει τα ίδια ατοµικά δικαιώµατα. Από την άποψη αυτή, η υποχρέωση του κράτους να σέβεται την ανθρώπινη αξία ανήκει στη συνεχιζόµενη συνταγµατική παράδοση. Β) Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΕΒΑΣΜΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Ο συντακτικός νοµοθέτης υποχρεώνει την κρατική εξουσία, όχι µόνο να σέβεται, αλλά να προστατεύει την ανθρώπινη αξία. Όχι µόνο ο σεβασµός, αλλά και η προστασία της είναι υποχρέωση του κράτους. Η καθιέρωση της συνταγµατικής αυτής υποχρέωσης του κράτους αποτελεί σηµαντικότατη καινοτοµία. Ταυτόχρονα το Σύνταγµα καθιστά την κρατική εξουσία εγγυήτρια δύναµη των δικαιωµάτων του ανθρώπου ορίζοντας στην παράγραφο 1 του άρθρου 25 ότι τα δικαιώµατα του ανθρώπου, ως ατόµου και ως µέλους του κοινωνικού συνόλου, τελούν υπό την εγγύηση του κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ακώλυτη άσκηση των θεµελιωδών δικαιωµάτων. Το βασιζόµενο στην κοινωνική αρχή προστατευτικό σύστηµα της σύγχρονης έννοµης τάξης έχει πολύ ευρύτερο περιεχόµενο από εκείνο της κλασσικής, το οποίο προέκυψε ως αποτέλεσµα ιστορικοπολιτικής διαδικασίας δύο αιώνων. Στην σύγχρονη εποχή, η εξέλιξη οδήγησε στη διαµόρφωση των προστατευτικών αντικειµένων του κράτους, τα οποία εξάλλου συγκεκριµενοποιούν τη µορφή του και αποτελούν ταυτόχρονα, βασικά κριτήρια προσδιορισµού του περιεχοµένου και της έκτασης των κανόνων δικαίου και ιδιαίτερα των συνταγµατικών. Η εξέλιξη συνετέλεσε, επίσης, στη διαµόρφωση νέων τρόπων προστασίας, την οποία παρέχει η έννοµη τάξη. Η ιδέα της εφαρµογής των θεµελιωδών δικαιωµάτων ως ιδέα που αποσκοπεί 7

στην προστασία του ανθρώπου, συνδέεται στενά µε τους σκοπούς του κοινωνικού κράτους και ανήκει στο περιεχόµενο της περί κοινωνικού κράτους ρήτρας. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο καθηγητής U. Scheuner, ένα µέρος του προβλήµατος των σχέσεων θεµελιωδών δικαιωµάτων και κοινωνικού κράτους βρίσκει τη λύση του στην περιεχόµενη στη ρήτρα του κοινωνικού κράτους ρύθµιση. Σύµφωνα µε τα λεγόµενα του συγγραφέα, αντίθετα προς ορισµένες τάσεις που υποτιµούν την κανονιστική δύναµη της ρήτρας του κοινωνικού κράτους, σήµερα αναγνωρίζεται ότι η ρήτρα αυτή έχει ενεργητικό κανονιστικό περιεχόµενο, το οποίο θέτει όχι µόνο ερµηνευτικό κανόνα, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί τη βάση για τη δηµιουργία αξιώσεων κοινωνικών παροχών και θέτει κατευθυντήριες οδηγίες για τον κοινό νοµοθέτη, από τον οποίο εξαρτάται η πραγµατοποίηση της αρχής. Η ρήτρα του κοινωνικού κράτους αντιτίθεται στην ατοµικιστική εφαρµογή των θεµελιωδών δικαιωµάτων και λειτουργεί ως βάση της νοµοθετικής δραστηριότητας για την προστασία των κοινωνικά αδυνάτων. Η αρχή της ισότητας συνδέει την κοινωνική ιδέα µε την δηµοκρατική αρχή. Αποτελεί σήµερα γενικότερη πεποίθηση ότι τα θεµελιώδη δικαιώµατα δε θέτουν απλώς τα όρια της κρατικής δραστηριότητας, αλλά έχουν αναχθεί σε κρατικούς σκοπούς, κατευθυντήριες γραµµές της κρατικής δραστηριότητας. Η θετικοποίηση των θεµελιωδών δικαιωµάτων έχει ως αποτέλεσµα την αύξηση των υποχρεώσεων της κρατικής εξουσίας. Το κράτος, εν γένει, υποχρεούται να σέβεται, αλλά και να διασφαλίζει την συµµετοχή των ατόµων και την ελεύθερη άσκηση των θεµελιωδών δικαιωµάτων. Υποχρεούται σε πράξη και σε παράλειψη. Η αναγωγή των θεµελιωδών δικαιωµάτων σε κρατικούς σκοπούς συνεπάγεται την εφαρµογή τους στις διαπροσωπικές σχέσεις. Η αναγωγή αυτή σηµαίνει διεύρυνση του δεσµευτικού για το κράτος περιεχοµένου των θεµελιωδών δικαιωµάτων. Γ) ΤΟ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩ ΩΝ ΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ Η ανώτατη δικαιοπολιτική αρχή της έννοµης τάξης του κοινωνικού ανθρωπισµού, η ανθρωπιστική αρχή, ορίζει ότι η ανθρώπινη αξία είναι απαραβίαστη. Η ανθρώπινη αξία και το συνταγµατικό πρότυπο του πολίτη εξειδικεύεται µε τα θεµελιώδη δικαιώµατα. Με διαφορετική διατύπωση, τα θεµελιώδη δικαιώµατα είναι συνταγµατικά στοιχεία της 8

ανθρώπινης αξίας. Εφόσον η ανθρώπινη αξία είναι απαραβίαστη, απαραβίαστα είναι και τα συνταγµατικά δικαιώµατα που την εξειδικεύουν. Αναπόσπαστο, λοιπόν τµήµα της ανθρώπινης αξίας είναι και η ελευθερία της επικοινωνίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 19 του Συντάγµατος. Ιδιαίτερη πρακτική και θεωρητική σηµασία έχει η διάκριση της επικοινωνίας σε άµεση και έµµεση, καθώς και σε απόρρητη και ανοιχτή, όπως επίσης και η θεσµική εφαρµογή της αρχής του απαραβίαστου του επικοινωνιακού απορρήτου στις µερικότερες έννοµες σχέσεις και θεσµούς. Μια κατηγορία, λοιπόν της επικοινωνίας είναι, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η άµεση, δηλαδή η επικοινωνία µεταξύ corpore παρόντων. Στην άµεση επικοινωνία υπάρχει άµεση προσωπική επαφή των επικοινωνούντων και δε µεσολαβεί καταρχήν κανένα µεταξύ τους µέσο. Το κατά παράδοση προστατευτικό περιεχόµενο του άρθρου 19 αναφέρεται στην έµµεση επικοινωνία ή ανταπόκριση, η οποία ξεκίνησε µε τη µορφή επιστολών και πραγµατοποιείται σήµερα και µε πολλούς άλλους τρόπους. Όµως από το αντικειµενικό νόηµα και τη λεκτική διατύπωση της διάκρισης ( µε οποιονδήποτε άλλο τρόπο ) προκύπτει ότι στο άρθρο 19 θεµελιώνεται ένα ευρύτερο δικαίωµα επικοινωνίας και όχι αποκλειστικά το δικαίωµα του απορρήτου της επικοινωνίας. Η επικοινωνία αποτελεί, άλλωστε, ιδιαίτερης σηµασίας ειδικότερη µορφή της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 του Συντάγµατος. Η αυτονόµηση αυτή ενός γενικότερου δικαιώµατος επικοινωνίας, το οποίο περιλαµβάνει όχι µόνο την έµµεση, αλλά και την προσωπική επικοινωνία είναι ιδιαίτερα χρήσιµη στη σύγχρονη εποχή. Το δικαίωµα, λόγου χάριν, επικοινωνίας του κρατουµένου δεν περιορίζεται στην αποστολή επιστολής και στη διαφύλαξη του απορρήτου, αλλά παρουσιάζεται ιδιαίτερα έντονο και ως δικαίωµα προσωπικής, άµεσης επικοινωνίας. Ιδιαίτερη σηµασία έχει ακόµα το δικαίωµα προσωπικής επικοινωνίας των συγγενών µεταξύ τους, κυρίως σε περιπτώσεις διαζυγίου, του οποίου η θεµελίωση ανάγεται στην συνταγµατική προστασία του θεσµού της οικογένειας. Η ελευθερία της επικοινωνίας κατοχυρώνεται από το Σύνταγµα ως αρνητική και θετική ελευθερία και ως ελευθερία επιλογής του επικοινωνιακού µέσου. Καταρχήν ο καθένας είναι ελεύθερος να επικοινωνεί να µην επικοινωνεί. Κανένας δεν έχει δικαίωµα παρακώλυσης της επικοινωνίας του. Στη θετική ελευθερία της 9

επικοινωνίας υπάγεται η ελευθερία του επικοινωνιακού µέσου, η ελεύθερη επιλογή του τρόπου, του µέσου και του προσώπου µε το οποίο γίνεται η επικοινωνία. 6. ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΣ ΑΡΘΡΟΥ 19 ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 8 ΤΗΣ Ε.Σ..Α. ΚΑΙ ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑΤΑ ΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΤΟΥ Ε...Α. Η Ευρωπαϊκή Σύµβαση ικαιωµάτων του Ανθρώπου στο άρθρο 8 προβλέπει τα εξής: «1. Παν πρόσωπον δικαιούται εις τον σεβασµόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του. 2. εν επιτρέπεται να υπάρξει παρέµβασις δηµοσίας αρχής εν τη ασκήσει του δικαιώµατος τούτου, εκτός αν η επέµβασις αυτή προβλέπεται υπό του νόµου και αποτελεί µέτρον, το οποίον εις µίαν δηµοκρατικήν κοινωνίαν είναι αναγκαίο διά την εθνικήν ασφάλειαν, τη δηµόσιαν ασφάλειαν, την οικονοµικήν ευηµερίαν της χώρας, την προάσπισιν της τάξεως και την πρόληψιν ποινικών παραβάσεων, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής ή την προστασίαν των δικαιωµάτων και ελευθεριών άλλων». Σύµφωνα και µε την Ευρωπαϊκή Σύµβαση των ικαιωµάτων του Ανθρώπου ένα τµήµα της ιδιωτικής ζωής συνδέεται µε τις ανταποκρίσεις κάθε είδους, όπως είναι οι τηλεφωνικές, οι ταχυδροµικές, οι τηλεγραφικές κ.α. Εν προκειµένω, η προστασία της ιδιωτικής ζωής που αποτυπώνεται στις συνοµιλίες, στις επιστολές και αλλού και ειδικότερα η προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών εξετάζεται κατά βάση υπό την οπτική του ποινικού δικονοµικού δικαίου, όπου ανακύπτει το ερώτηµα κατά πόσο είναι θεµιτή η παραβίαση του απορρήτου αυτού στα πλαίσια των προσπαθειών για τη συλλογή του αποδεικτικού υλικού, την εξιχνίαση και τη διαλεύκανση εγκληµάτων και την ανακάλυψη των δραστών αυτών. Αξίζει να παρατηρηθεί πως οι διατάξεις του άρθρου 19 Συντάγµατος είναι αρκετά πιο αυστηρές συγκριτικά µε τιε αντίστοιχες του άρθρου 8 της Ε.Σ..Α., στο µέτρο που δεν αφήνουν περιθώρια παραβίασης του απορρήτου για λόγους δηµόσιας ασφάλειας, οικονοµικής ευηµερίας, προάσπισης της τάξης, της περιουσίας, της ηθικής, της υγείας, κλπ. 10

Σε αδρές γραµµές, και νοµολογία του Ε...Α. αντιµετωπίζει το ζήτηµα υπό το ίδιο πρίσµα. Πιο συγκεκριµένα: Στη βρετανική υπόθεση Khan και στην απόφαση της 12.05.2000 το Ε...Α. αποτυπώνοντας τις προηγούµενες νοµολογιακές κατευθύνσεις του διαπίστωσε µεν παραβίαση του άρθρου 8 της Ε.Σ..Α., που συντελέστηκε µε την αξιοποίηση σε υπόθεση εµπορίας ναρκωτικών, ως αποδεικτικού µέσου της µαγνητοταινίας, που αποκτήθηκε µετά από εγκατάσταση µηχανισµού ακουστικής παρακολούθησης στην οικεία φίλου του κατηγορουµένου, αλλά ενέκρινε ότι η χρήση του παράνοµου αποδεικτικού µέσου για τη στήριξη της κατηγορίας σε βάρος του θύµατος της υποκλοπής τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, δεν οδηγεί αυτόµατα σε παραβίαση του δικαιώµατος για δίκαιη δίκη κατά το άρθρο 6 παράγραφος 1 Ε.Σ..Α., είτε το παράνοµο αυτό αποδεικτικό µέσο αποτελεί και τη µοναδική και αδιάσειστη απόδειξη ενοχής του κατηγορουµένου, είτε συρρέει µε άλλα. εν µπορεί κανείς να εξηγήσει από µεθοδολογική σκοπιά την αυτή απόκλιση του Ε...Α. από το γράµµα της Ε.Σ..Α. παρά µόνο µε σκέψεις, οι οποίες ανάγονται στη στάθµιση αντικρουόµενων εννόµων αγαθών, δικαιωµάτων και συµφερόντων µε τη βοήθεια της αρχής της αναλογικότητας. Ενδιαφέρουσα από άποψη νοµολογίας είναι και η απόφαση του Ευρωπαϊκού ικαστηρίου που εκδόθηκε για την υπόθεση Klass et autres στις 6 Σεπτεµβρίου 1978, κατά την οποία κρίθηκε ότι δεν εκτίθενται στην Ε.Σ..Α. οι διατάξεις εκείνες της γερµανικής νοµοθεσίας που καθιέρωναν τη δυνατότητα παρακολούθησης των τηλεφωνικών ανταποκρίσεων από τις διοικητικές αρχές. Αντίθετα, στην απόφαση για την υπόθεση Malone (2 Αυγούστου 1984) κρίθηκε ότι η αγγλική νοµοθεσία είναι αντίθετη προς το άρθρο 8 της Ε.Σ..Α. στο µέτρο που δεν καθιερώνει σαφείς όρους για την παρακολούθηση των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων από τις διοικητικές αρχές. 7.ΦΟΡΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΕΚΤΕΣ ΤΟΥ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 19 Ως φορείς του δικαιώµατος του άρθρου 19 παράγραφος 1 εδάφιο α, δηλαδή της απόρρητης επικοινωνίας µπορούν να θεωρηθούν, δεδοµένου ότι δε γίνεται κάποια σχετική διάκριση στο Σύνταγµα, όλα τα 11

φυσικά πρόσωπα, ανεξάρτητα από το αν είναι Έλληνες πολίτες, αλλοδαποί ή ανιθαγενείς καθώς και ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για επικοινωνία στην επικράτεια ή το εξωτερικό. Φορείς µπορούν επίσης να θεωρηθούν και όλα τα νοµικά πρόσωπα ιδιωτικού και δηµοσίου δικαίου όσα συγκέντρωσαν τις καταρχήν προϋποθέσεις για να είναι φορείς συνταγµατικών δικαιωµάτων, ενδεχοµένως δε και ενώσεις χωρίς νοµική προσωπικότητα, όπως για παράδειγµα τα πολιτικά κόµµατα εφόσον συµµετέχουν στη διεξαγωγή των ανταποκρίσεων της επικοινωνίας. Ως αποδέκτες τις ισχύος του δικαιώµατος είναι κατά πρώτο λόγο η δηµόσια εξουσία, όπως εµφανίζεται µε τις παραδοσιακές της µορφές, του νοµικού προσώπου του κράτους και των νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου. Το άρθρο 19 δεσµεύει όλα τα κρατικά νοµικά πρόσωπα, ανεξάρτητα από την ειδικότερη νοµική τους µορφή, είτε, δηλαδή, εµφανίζονται ως νοµικά πρόσωπα δηµοσίου είτε ως νοµικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Η συνταγµατική προστασία δεν αίρεται σε περίπτωση µεταβολής της νοµικής µορφής ούτε σε περίπτωση µεταβολής του ιδιοκτησιακού καθεστώτος και δεν εξαρτάται από την ιδιωτικοποίηση ή την κρατικοποίηση του φορέα των επικοινωνιακών υπηρεσιών. Όσον αφορά την περίπτωση τριτενέργειας στο άρθρο 19 διαπιστώνεται διάσταση απόψεων για το αν το πεδίο ισχύος του άρθρου εκτείνεται και στους ιδιώτες. Αφενός, υποστηρίζεται πως η διαπροσωπική ενέργεια (τριτενέργεια) του απορρήτου της ανταπόκρισης προκύπτει από το ίδιο το συνταγµατικό κείµενο ( απόλυτα απαραβίαστο ), ανεξάρτητα και πέρα από τη γενική της θεµελίωση. Κατά την άποψη αυτή, καθώς η σύγχρονη τεχνολογική εξέλιξη έχει διευρύνει κατά πολύ τους τρόπους επικοινωνίας, αλλά και τα µέσα για την παραβίαση του απορρήτου, θα ήταν αδιανόητο να παραµείνουν αυτοί συνταγµατικά απροστάτευτοι από την ιδιωτική εξουσία, τη στιγµή µάλιστα που η προστασία του απορρήτου από τους ιδιώτες εµφανίζει στη σύγχρονη εποχή µεγαλύτερη ένταση και επικαιρότητα από εκείνη που εµφανίζει η προστασία του ίδιου του δικαιώµατος από την κρατική εξουσία. Αφετέρου, διατυπώνεται η γνώµη πως το Σύνταγµα διακηρύσσει το απαραβίαστο της επικοινωνίας έναντι των φορέων δηµόσιας εξουσίας, ενώ η προστασία έναντι άλλων ιδιωτών διέπεται από τους νόµους. Το κράτος υποχρεούται να προβαίνει στη θέσπιση τέτοιων νόµων και η ερµηνεία τους πρέπει να γίνεται υπό το πρίσµα των διατάξεων του άρθρου 19. Συνεπώς, υποστηρίζεται το 12

δικαίωµα της επικοινωνίας δεν αναπτύσσει άµεση, αλλά έχει πάντως έµµεση τριτενέργεια. 8. Η ΑΜΕΣΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΕ ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΣΥΝΟΛΑ Υπάρχουν περιπτώσεις διαπροσωπικής ενέργειας στις οποίες είναι δυνατό να καµφθεί η ισχύς του δικαιώµατος της απόρρητης επικοινωνίας του άρθρου 19 του Συντάγµατος και κατ επέκταση παραδεκτά να αξιοποιηθούν αποδεικτικά µέσα, τα οποία έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση της τρίτης παραγράφου του ίδιου άρθρου. Αναλυτικότερα: Α) Στις συζυγικές σχέσεις To θέµα του απορρήτου της επικοινωνίας και ιδιαίτερα της τηλεφωνικής και το αν θα πρέπει να νοµίµως να λαµβάνεται υπόψη ως αποδεικτικό στοιχείο παρανόµως κτηθείσα µαγνητοταινία από τη οποία συζυγική απιστία έχει εντόνως απασχολήσει κατά καιρούς τη νοµολογία. Τα αντικειµενικά στοιχεία του γάµου, που ως θεσµός προστατεύεται στο άρθρο 21Σ, ανήκει η συµβίωση, η κοινωνία του συζυγικού βίου και κατά συνέπεια η τήρηση της συζυγικής πίστης. Το δικαίωµα του απορρήτου δεν εκτείνεται και σε ζητήµατα συζυγικής πίστης καθόσον µεταξύ δικαιώµατος και θεσµού υπάρχει αιτιώδης συνάφεια. Ό, τι µεταξύ των συζύγων είναι κοινό, ως απόρροια του θεσµού του γάµου (21Σ) και κατά συνέπεια µη απόρρητο δεν µπορεί να είναι απόρρητο κατά το άρθρο 19Σ. Η έκταση, εποµένως, του δικαιώµατος της απόρρητης επικοινωνίας µεταξύ συζύγων περιορίζεται από τη θεσµική προσαρµογή του δικαιώµατος, προκειµένου να µην καταλήγει στην ανατροπή του θεσµού του γάµου, ο οποίος επίσης προστατεύεται συνταγµατικά. Πάντως το δικαίωµα του άρθρου 19 µεταξύ συζύγων ισχύει για όλα τα άλλα ζητήµατα, τα οποία δεν συνδέονται µε αντικειµενικά στοιχεία του γάµου, όπως π.χ. το επαγγελµατικό απόρρητο. Έτσι, παράνοµα αποκτηθείσες κασέτες για την ερωτική ζωή της συζύγου δε θίγουν το απόρρητο της τηλεφωνικής επικοινωνίας και µπορούν να χρησιµοποιηθούν ως αποδεικτικό µέσο, υπό την προϋπόθεση ότι πρόκειται για δίκη έκδοσης και όχι στα πλαίσια άλλης διαφοράς. 13

Β) Στους εργαζοµένους Ο εργοδότης δεν µπορεί να περιορίσει το δικαίωµα επικοινωνίας των υπαλλήλων του, ούτε καν επικαλούµενος τον κίνδυνο βιοµηχανικής κατασκοπείας ή αθέµιτου ανταγωνισµού. Πρόκειται για ανοµοιογενή αντίθεση ανάµεσα στο δικαίωµα στην επικοινωνία, που ανήκει στην ιδιωτική σφαίρα του ατόµου και στο περιεχόµενο της σχέσης εργασίας, που αφορά την οικονοµική και επαγγελµατική ζωή. Από τη έλλειψη αιτιώδους συνάφειας προκύπτει ότι δεν είναι επιτρεπτός ο περιορισµός του δικαιώµατος της επικοινωνίας στη συγκεκριµένη σχέση και κατά συνέπεια δεν τίθεται θέµα θεσµικής προσαρµογής του. Γ) Στους κρατουµένους Οι κρατούµενοι απολαύουν το δικαίωµα του άρθρου 19 του Συντάγµατος θεσµικά προσαρµοζόµενο. Έχουν δικαίωµα επικοινωνίας όπως και δικαίωµα απόρρητης επικοινωνίας. Ειδικά, όµως, στους ποινικούς κρατούµενους υπάρχει η δυνατότητα άρσης του απορρήτου για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκληµάτων. Ο Κώδικας βασικών κανόνων για τη µεταχείριση των κρατουµένων περιέχει στα άρθρα 49-56 του Ν.1851/1989 ειδικές διατάξεις για την επικοινωνία των κρατουµένων µε το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Σε καµία πάντως περίπτωση η φυλάκιση δεν µπορεί να οδηγήσει σε στέρηση του δικαιώµατος άµεσης ή έµµεσης επικοινωνίας (ταχυδροµείο ή επισκεπτήριο). ) Στου στρατευµένους Η στράτευση ουδόλως επηρεάζει το δικαίωµα απόρρητης επικοινωνίας. Πρόσφορη, όµως, και εδώ είναι η άρση του απορρήτου, κυρίως για λόγους εθνικής ασφάλειας. Το δικαίωµα των στρατευµένων δεν υπάγεται σε κανένα θεσµικό περιορισµό. 14

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Από όσα ειπώθηκαν ανωτέρω, έχει καταστεί σαφές πως η άµεση επικοινωνία ενισχύεται καταρχάς από το συνταγµατικό και εν γένει από το νοµοθετικό πλαίσιο. Χωρίς αµφιβολία, εποµένως, το δικαίωµα στη άµεση επικοινωνία καθίσταται απαραβίαστο µέσω της συνταγµατικής επιταγής του άρθρου 19 καθώς και των επιµέρους άρθρων, που κατοχυρώνουν την επικοινωνία σε µερικότερες πτυχές της, όπως π.χ. στα άρθρα 21 και 16 του Συντάγµατος, αλλά και στην επικουρική συνδροµή νόµων, που την συµπληρώνουν, χωρίς πάντως να την απολυτοποιούν, δεδοµένων και των σχετικών επιφυλάξεων και των περιπτώσεων άρσης του απορρήτου. Τόσο ο διαµορφωτής όσο και ο εφαρµοστής του νόµου είναι επιφορτισµένος µε τη µεγάλη ευθύνη της αποστολής που πρέπει να φέρει εις πέρας, έχοντας σε κάθε περίπτωση ως γνώµονα το σεβασµό και την προστασία της ανθρώπινης ζωής, αξίας και αξιοπρέπειας. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Ολοµέλεια Αρείου Πάγου 40/1998 Υπόθεση σεβασµού και προστασίας της αξίας του ανθρώπου Η απόφαση αυτή εξεδόθη µε έναυσµα τη αγωγή που ασκήθηκε ενώπιον του Πολυµελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης, µε την οποία ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι οι εναγόµενοι σε τηλεοπτική εκποµπή που µεταδόθηκε από τον τηλεοπτικό σταθµό Mega Channel, αναφέρθηκαν εν γνώσει της αναλήθειας τους στα στην αγωγή περιεχόµενα ψευδή και συκοφαντικά γεγονότα, µε αποτέλεσµα να προσβληθεί βάναυσα η προσωπικότητα του ενάγοντος. Ο ενάγων αιτήθηκε να υποχρεωθούν οι αντίδικοι να του καταβάλουν εις ολόκληρο χρηµατική αποζηµίωση λόγω ηθικής βλάβης. Το Πολυµελές Πρωτοδικείο Σπάρτης απέρριψε το αίτηµα αυτό, µε την αιτιολογία ότι η παραπάνω αξίωση είχε αποσβεστεί βάσει της διάταξης του άρθρου 45 παρ.3 (συνδυαστικά µε τη παρ.1 Α ) του Ν.2172/1993, που προβλέπει την απόσβεση των αστικών κυρώσεων για 15

τις προσβολές της ανθρώπινης αξίας που έγιναν διά του τύπου και των ραδιοτηλεοπτικών µέσων. Κατά της απόφασης του Πολυµελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης ασκήθηκε ένσταση αναιρέσεως από τον ενάγοντα ενώπιον του Α Τµήµατος του Αρείου Πάγου, η οποία λόγω σπουδαιότητας παραπέµφθηκε στην Ολοµέλεια. Με την απόφαση της Ολοµέλειας του Α.Π. αναιρέθηκε η ως άνω απόφαση του Πολυµελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης, µε την αιτιολογία ότι η ως άνω διάταξη του Ν.2172/1993 προσκρούει στη διάταξη του άρθρου 2 παρ.1 του Συντάγµατος που ορίζει ότι ο σεβασµός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας. Στο σκεπτικό της απόφασης αναφέρεται ότι η διάταξη του άρθρου 2 παρ.1 βρίσκεται στο τµήµα Α του πρώτου µέρους του Συντάγµατος, που τιτλοφορείται Μορφή του Πολιτεύµατος, και ότι δεν θεσπίζει ατοµικά δικαιώµατα, αλλά χαρακτηρίζει το δηµοκρατικό µας πολίτευµα ως ανθρωποκεντρικό, µε θεµέλιο την αξία του ανθρώπου. Ο σεβασµός της αναγορεύεται σε ύπατο κριτήριο της έκφρασης και δράσης των οργάνων της πολιτείας. Στην αξία του ανθρώπου περιλαµβάνεται πρωτίστως η ανθρώπινη προσωπικότητα ως εσωτερικό συναίσθηµα και ως κοινωνική αναγνώριση υπόληψης. Συνεπώς βάσει της διάταξης του άρθρου 2, η οποία δεν αποτελεί απλή διακήρυξη, αλλά κανόνα δικαίου συνταγµατικού επιπέδου, όλα τα πολιτειακά όργανα οφείλουν όχι µόνο να σέβονται, αλλά και να προστατεύουν την αξία αυτή, αποκρούοντας παράλληλα προσβολές από τρίτους. Εποµένως, όταν ορισµένη πολιτειακή πράξη µειώνει ή καταργεί σε συγκεκριµένη περίπτωση την προστασία που προέρχεται από την κοινή νοµοθεσία (άρθρα 39,57, 52, 932 ΑΚ) η πράξη αυτή αντιβαίνει στο άρθρο 2 παρ.1 του Συντάγµατος και είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγµατική. Η κατάσταση δε µεταβάλλεται ακόµα κι αν θεωρηθεί ότι το άρθρο 2 παρ.1 ιδρύει ατοµικά δικαιώµατα δεδοµένο ότι στο ατοµικό αυτό δικαίωµα περιλαµβάνεται όχι µόνο η άµυνα κατά επεµβάσεων της πολιτειακής εξουσίας, αλλά και η αξίωση προς την πολιτεία για θετική ενέργεια προς αποτροπή προσβολών της αξίας του ανθρώπου από τρίτους, κατά τρόπο ώστε το περιεχόµενο του συγκεκριµένου ατοµικού δικαιώµατος να εµποδίζει το νοµοθέτη να υποβιβάσει σε συγκεκριµένη περίπτωση το υφιστάµενο επίπεδο προστασίας. Καταλήγει, λοιπόν η απόφαση της Ολοµέλειας ότι µε τις διατάξεις του άρθρου 45 παρ.1 Α και 3 του Ν.2172/1993 αναιρείται η προβλεπόµενη βάσει των άρθρων 57, 59 και 932 ΑΚ προστασία της 16

αξίας του ανθρώπου, αφού θεσπίζεται η απόφαση των συγκεκριµένων αξιώσεων των προσώπων των οποίων η ανθρώπινη αξία έχει προσβληθεί από τον τύπο και τα µέσα µαζικής ενηµέρωσης µέχρι τη δηµοσίευση του νόµου αυτού. ΓνωµΕισΑΠ 9/2009 Τµ. 5ο [...] Α. Με το άρθρο 26 Συντ. ορίζεται ότι η νοµοθετική λειτουργία ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της ηµοκρατίας, η εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της ηµοκρατίας και την Κυβέρνηση και η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια, οι αποφάσεις των οποίων εκτελούνται στο όνοµα του Ελληνικού Λαού, από τον οποίο πηγάζουν όλες οι εξουσίες (άρθρο 1), ενώ µε το άρθρο 87 παρ. 1 Συντ. ορίζεται ότι η δικαιοσύνη απονέµεται από τα δικαστήρια που απολαµβάνουν λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας. Περαιτέρω µε το άρθρο 101Α Συντ. ορίζεται ότι όπου από το Σύνταγµα προβλέπεται η συγκρότηση και λειτουργία ανεξάρτητης αρχής, τα µέλη της διορίζονται µε ορισµένη θητεία και διέπονται από προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία, όπως νόµος ορίζει, ενώ µε τα άρθρα 6 παρ. 1, 19 παρ. 1, 2 και 20 παρ. 1 Συντ. ορίζονται τα ακόλουθα: "άρθρο 6 παρ. 1«Κανένας δεν συλλαµβάνεται, ούτε φυλακίζεται χωρίς αιτιολογηµένο δικαστικό ένταλµα που πρέπει να επιδοθεί τη στιγµή που γίνεται η σύλληψη ή η προφυλάκιση. Εξαιρούνται τα αυτόφωρα εγκλήµατα», άρθρο 19 παρ. 1: "Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας µε οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόµος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσµεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκληµάτων", παρ. 2: "Νόµος ορίζει τα σχετικά µε τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρµοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παρ. 1", άρθρο 20 παρ. 1: "Καθένας έχει δικαίωµα στην παροχή έννοµης προστασίας από τα δικαστήρια και µπορεί να αναπτύξει σ` αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώµατα ή συµφέροντα του, όπως νόµος ορίζει". Με το άρθρο 6 παρ. 1 στ` του άνω Ν 3115/2003, µε τον οποίο συστήθηκε η εκ του άρθρου 19 παρ. 2 Συντ. προβλεποµένη Αρχή ιασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α ΑΕ), ορίζεται ότι: "στις περιπτώσεις των άρθρων 3, 4 και 5 του Ν 2225/1994 η Α ΑΕ υπεισέρχεται µόνο στον έλεγχο της τήρησης των όρων και της διαδικασίας της άρσης του απορρήτου, χωρίς να εξετάζει την κρίση των αρµοδίων δικαστικών αρχών", ενώ µε το άρθρο 9 του αυτού νόµου ορίζονται τα ακόλουθα: "Με Προεδρικό ιάταγµα που εκδίδεται, ύστερα από πρόταση των Υπουργών Οικονοµίας και Οικονοµικών, Εσωτερικών, ηµόσιας ιοίκησης και 17

Αποκέντρωσης, ικαιοσύνης, ηµόσιας Τάξης και Μεταφορών και Επικοινωνιών και γνώµη της Α ΑΕ, ρυθµίζονται οι διαδικασίες καθώς και οι τεχνικές και οργανωτικές εγγυήσεις για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, όταν αυτή διατάσσεται από τις αρµόδιες δικαστικές και εισαγγελικές αρχές και ειδικότερα ο καθορισµός των στοιχείων στα οποία επιτρέπεται η πρόσβαση, η τεχνική µέθοδος πρόσβασης στα στοιχεία και το είδος του χρησιµοποιουµένου τεχνολογικού εξοπλισµού, οι υποχρεώσεις των παροχών υπηρεσιών επικοινωνίας, η τεχνική µέθοδος λήψης, αναπαραγωγής και µεταβίβασης των στοιχείων, όπως και οι εγγυήσεις για τη χρήση και καταστροφή τους, η διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών από άποψη τεχνική, από άποψη αρµοδίων εξουσιοδοτηµένων προσώπων καθώς και κάθε άλλο θέµα ειδικού, τεχνικού ή λεπτοµερειακού χαρακτήρα, το οποίο άπτεται της εγγύησης και διασφάλισης της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών». Τέλος, µε τα άρθρα 243 παρ. 1 και 2, 251 και 276 παρ. 1 του ΚΠ ορίζονται τα ακόλουθα: "άρθρο 243 παρ. 1 και 2: «Η προανάκριση ενεργείται από οποιονδήποτε ανακριτικό υπάλληλο µετά γραπτή παραγγελία του εισαγγελέα. Αν από την αναβολή απειλείται άµεσος κίνδυνος ή αν πρόκειται για αυτόφωρο κακούργηµα ή πληµµέληµα, τότε όλοι οι κατά το άρθρο 33 ανακριτικοί υπάλληλοι είναι υποχρεωµένοι να επιχειρούν όλες τις προανακριτικές πράξειςπου είναι αναγκαίες για να βεβαιωθεί η πράξη και να ανακαλυφθεί ο δράστης, έστω και χωρίς προηγούµενη παραγγελία του εισαγγελέα...", άρθρο 251: "Ο ανακριτής και οι ανακριτικοί υπάλληλοι που αναφέρονται στο άρθρο 33, όταν λάβουν παραγγελία του Εισαγγελέα και στις περιπτώσεις του άρθρο 243 παρ. 2 αυτεπαγγέλτως, οφείλουν χωρίς χρονοτριβή να συγκεντρώνουν πληροφορίες για το έγκληµα και τους υπαιτίους του, να εξετάζουν µάρτυρες και κατηγορούµενους, να µεταβαίνουν επί τόπου για ενέργεια αυτοψίας, να διεξάγουν έρευνες, να καταλαµβάνουν πειστήρια και γενικά να ενεργούν ο,τιδήποτε είναι αναγκαίο για τη συλλογή και τη διατήρηση των αποδείξεων, καθώς και για την εξασφάλιση των ιχνών του εγκλήµατος", άρθρο 275 παρ. 1: "Προκειµένου για αυτόφωρα κακουργήµατα και πληµµελήµατα οι ανακριτικοί υπάλληλοι του άρθρου 33 καθώς και κάθε αστυνοµικό όργανο έχουν υποχρέωση, ενώ οποιοσδήποτε πολίτης το δικαίωµα, να συλλάβουν το δράστη τηρώντας τις διατάξεις του Συντάγµατος και του άρθρου 279 του Κώδικα για την άµεση προσαγωγή του στον Εισαγγελέα". Β. Από το γράµµα και το σκοπό των ανωτέρω διατάξεων, σε συνδυασµό µεταξύ τους, προκύπτουν τα ακόλουθα: Η προστασία του απορρήτου αποσκοπεί στη διασφάλιση της ελεύθερης προσωπικής επικοινωνίας και προϋποθέτει δύο τουλάχιστον πρόσωπα, ήτοι τον αποστολέα και τον παραλήπτη. Βασικό στοιχείο της προσωπικής ανταπόκρισης ή επικοινωνίας είναι η µυστικότητα του περιεχοµένου, η εγγύηση δηλ. ότι το µήνυµα έφθασε στον παραλήπτη χωρίς να γνωστοποιηθεί σε τρίτους. Το άρθρο 19 Συντ., προεκτείνοντας τη lato sensu προσωπική ελευθερία, καθιερώνει την προστασία 18

της επικοινωνίας σε οικειότητα, ενώ το άρθρο 14 προστατεύει την επικοινωνία σε δηµοσιότητα. Το εκ του άρθρου 19 Συντ. δικαίωµα έχει δύο συνιστώσες: Πρώτον, την ελευθερία της ανταπόκρισης ή επικοινωνίας µέσω επιστολών ή µε οποιονδήποτε άλλο τρόπο. εύτερο, το απόρρητο όλων αυτών των µορφών επικοινωνίας, εφόσον όσοι επικοινωνούν θέλησαν να διατηρήσουν τη µυστικότητα και έλαβαν τα κατάλληλα προς τούτο µέτρα π.χ. τοποθέτηση επιστολής σε κλειστό φάκελο. Αντιθέτως εάν ουδείς εκ των επικοινωνούντων θέλει τη µυστικότητα, τότε δεν τίθεται θέµα απορρήτου των ανταποκρίσεων αλλά ελευθερίαςτης έκφρασης. Αν τη θέλει ο ένας εκ των δύο τότε ως προστατευτέο αγαθό θα δύναται να θεωρηθεί ο ιδιωτικός βίος του επιθυµούντος τη µυστικότητα {Κ. Χρυσόγονος Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα εκδ. 2002, σελ. 238, Α. Μάνεσης Ατοµικές Ελευθερίες εκδ. α` 1978 σελ. 164). Όπως προκύπτει σαφώς από τη διατύπωση του άρθρου 19 παρ. 1 εδ. α` Συντ., το απόρρητο προστατεύεται για κάθε µέσο επικοινωνίας υπαρκτό ή µελλοντικό, εφόσον το µέσον αυτό είναι από τη φύση του κατάλληλο για τη διεξαγωγή της επικοινωνίας µέσα σε οικειότητα, έστω και υπό την προϋπόθεση ότι οι επικοινωνούντες έλαβαν ειδικά µέτρα για το σκοπό αυτό. Εκ τούτων παρέπεται ότι υπάρχει απόρρητο π.χ. στην επικοινωνία µέσω fax, όχι όµως και στην επικοινωνία µέσω του Internet αφού η τελευταία είναι εξ ορισµού επικοινωνία σε δηµοσιότητα (Κ. Χρυσόγονος ενθ` ανωτέρω σελ. 239, Απόστολος Παπακωνσταντίνου Το Συνταγµατικό ικαίωµα συµµετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας Ε 2006,233 επ. και ιδία 242). Το διαδίκτυο είναι εξ ορισµού χώρος ελεύθερης έκφρασης και η δηµιουργία ή άλλως κατασκευή ιστοσελίδας σ` αυτό είναι ελεύθερη σε οποιονδήποτε. Τούτο άλλωστε προκύπτει και από τη διάταξη του άρθρου 5Α παρ. 2 Συντ., µε την οποία θεσπίζεται τo ατοµικό δικαίωµα συµµετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας και µε την οποία ορίζονται τα ακόλουθα "Καθένας έχει δικαίωµα συµµετοχής στην Κοινωνία της Πληροφορίας. Η διευκόλυνση της πρόσβασης στις πληροφορίες που διακινούνται ηλεκτρονικά, καθώς και της παραγωγής, ανταλλαγής και διάδοσης τους αποτελεί υποχρέωση του Κράτους, τηρουµένων πάντοτε των εγγυήσεων των άρθρων 9, 9Α και 19".Είναι, βεβαίως, αυτονόητο ότι υπάρχει απόρρητο και στην επικοινωνία µέσω Internet εάν έχει χρησιµοποιηθεί ειδική διαδικασία διαφύλαξης του απορρήτου. Τούτο π.χ. ισχύει όταν µέσω της ιστοσελίδας έχει δηµιουργήσει κάποιος ένα απόρρητο προφίλ στο οποίο θα έχει δικαίωµα πρόσβασης ο ίδιος και κάποιο ή κάποια συγκεκριµένα πρόσωπα που έχει επιλέξει και έχουν τα απαραίτητα "κλειδιά". Εκ των ανωτέρω κατά λογική αναγκαιότητα παρέπεται ότι στην περίπτωση τελέσεως οποιουδήποτε εγκλήµατος µέσω του διαδικτύου (Internet) και εν όψει του 19

ότι τα συνθέτοντα αυτό (το έγκληµα) στοιχεία (δηµοσίευµα υβριστικό, φωτογραφίες παιδικής πορνογραφίας, απόφαση ή εκδήλωση βουλήσεως ανηλίκου για αυτοκτονία κ.λπ.), έχουν καταστεί κοινά και προσιτά σε οποιονδήποτε χρήστη η διαχειριστή ιστοσελίδας, δεν απαιτείται άδεια οποιασδήποτε αρχής και προεχόντως της αρχής προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών προκειµένου να εξακριβωθεί και να εντοπισθεί τόσο το ηλεκτρονικό ίχνος της εγκληµατικής πράξεως όσο και το πρόσωπο, το οποίο κρύπτεται πίσω από το ηλεκτρονικό ίχνος.συνεπώς, οι εισαγγελικές, ανακριτικές και προανακριτικές αρχές, πολύ δε περισσότερο τα δικαστικά συµβούλια και τα δικαστήρια, στα πλαίσια των ερευνών για τη διακρίβωση τελέσεως ενός εγκλήµατος και του δράστη, δικαιούνται να ζητούν από το Internet τα ηλεκτρονικά ίχνη µιας εγκληµατικής πράξεως, την ηµεροχρονολογία και τα στοιχεία του προσώπου στο οποίο αντιστοιχεί το ηλεκτρονικό ίχνος και ο πάροχος υποχρεούται να τα παραδίδει χωρίς να είναι αναγκαίο να προηγηθεί άδεια κάποιας αρχής και ιδία της Αρχής ιασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών.Τα τελευταία ισχύουν πολύ περισσότερο επί αυτοφώρων εγκληµάτων, εν όψει, αφ` ενός της δυνατότητας και του κινδύνου εξαφανίσεως ενός ηλεκτρονικού ίχνους ανά πάσα στιγµή και αφ` ετέρου των ρηθέντων δικαιωµάτων και καθηκόντων των εισαγγελικών, ανακριτικών, προανακριτικών αρχών αλλά και των αστυνοµικών οργάνων επί αυτοφώρων εγκληµάτων (σύλληψη δραστών και εξασφάλιση των αποδεικτικών µέσων από τα οποία να βεβαιώνεται η έννοµη συµπεριφορά τους).ούτε όµως περαιτέρω απαιτείται άδετα της Αρχής Προστασίας εδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα καθόσον η εγκληµατική συµπεριφορά του ατόµου ούτε εµπίπτει ούτε είναι δυνατόν να εµπίπτει στην έννοια των προσωπικών δεδοµένων, ούτε καλύπτεται από αυτήν. Ούτε περαιτέρω η αποκάλυψη και επιβεβαίωση της εγκληµατικής συµπεριφοράς και του δράστου είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι αποτελεί προσβολή της προσωπικότητας και παραβίαση των προσωπικών δεδοµένων.τόσο η διάταξη του άρθρου 5Α Συντ. όσο και πολύ περισσότερο oι διατάξεις του Ν 2472/1997 δεν εκτείνονται στο πεδίο της ποινικής διαδικασίας και στο πλαίσιο απονοµής της ποινικής δικαιοσύνης, όπως άλλωστε τούτο προκύπτει και από τη διάταξη του άρθρου 7Α παρ. 1 περ. στ` του άνω νόµου που προστέθηκε µε το άρθρο 10 του Ν 3090/2002 (περί των ανωτέρω βλ. πλείονα στην υπ` αριθµ. 4450/2006 Γνωµ., 14/2007 γνωµοδότησή µας).αντίθετη εκδοχή θα οδηγεί στην υπόθαλψη των εγκληµατιών και των εγκληµάτων, τα οποία τελούνται µέσω του διαδικτύου (Internet), το οποίο έτσι θα καθίσταται ο παράδεισος του ηλεκτρονικού εγκλήµατος. Πέραν τούτου δηµιουργεί και θα δηµιουργεί προβλήµατα στη συνεργασία, µε αστυνοµικές αρχές άλλων χωρών, οι οποίες (αστυνοµικές αρχές) διαβιβάζουν µέσω της Interpol και της Europol αιτήµατα που αφορούν υποθέσεις αδικηµάτων τελουµένων ή τελεσθέντων µέσω του διαδικτύου στην ηµεδαπή ή αλλοδαπή. Γ. Ι. Συναφές µε το ανωτέρω θέµα είναι και το θέµα της εκτάσεως του απορρήτου της επικοινωνίας. Κατά την έννοια και το σκοπό της διατάξεως του άρθρου 19 παρ. 1 Συντ. το απόρρητο αφορά στο περιεχόµενο της επιστολής και των εν γένει 20

ανταποκρίσεων και όχι στα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας, π.χ. τα στοιχεία του αποστολέα ή του αποδέκτη. Τούτο σηµαίνει ότι είναι επιτρεπτή η αποκάλυψη των στοιχείων εκείνων που κάνουν π.χ. υβριστικά, απειλητικά ή εκβιαστικά τηλεφωνήµατα και εν γένει διαπράττουν εγκλήµατα µέσω οπουδήποτε µέσου επικοινωνίας.σης περιπτώσεις αυτές δεν πρόκειται για παραβίαση του απορρήτου, αφού δεν υπάρχει βούληση των επικοινωνούντωννα παραµείνει η συνοµιλία τους µυστική, το δε κύκλωµα παύει να είναι κλειστό ύστερα από αίτηση του ενός από τους ανταποκριτές [Μάνεσης, Ατοµικές Ελευθερίες, σελ, 167, Γ. Α. Μαγκάκης, Περί της προστασίας του απορρήτου των τηλεφωνηµάτων Ποιν. ΧρΙ 10 επ., Γ. Καραµάνος, Το απόρρητο της τηλεφωνικής επικοινωνίας ΝοΒ 20-21,1137,Γνωµοδοτήσεις ΕτσΑΠ 36/1969 (Σακελλαρίου) και 31/1952 (Κόλλιας) ΠοινΧρ 1950,56 κατ 1952,457].Με την άνω ορθή αυτή θέση έχει στοιχηθεί και η Ανεξάρτητη Αρχή Προστασίας εδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα, µε την υπ` αρ. 79/2002 Γνωµοδότησή της.απαντώντας µε την τελευταία σε έγγραφο τηλεφωνικής εταιρίας για το τι πρέπει η τελευταία να πράξει εάν της ζητείται µε έγγραφο από Εισαγγελείς ή πολίτες η ανακοίνωση προσωπικών δεδοµένων συνδροµητών (ονοµατεπώνυµο,αριθµός κλήσης, διεύθυνση κατοικίας κ.λπ.), καταλήγει µετά την απάντηση που δίνει επί του ερωτήµατος, ως ακολούθως "Είναι αυτονόητο ότι τα παραπάνω δεν ισχύουν ως προς το εσωτερικό περιεχόµενο της τηλεφωνικής π.χ συνοµιλίας για την οποία έχει εφαρµογή το άρθρο 19 Συντ. και όχι ο Ν 2225/1994" (Ποιν ικ 2003,799). έχεται δηλ. ανενδοιάστως ότι όλα τ` άλλα σ τοιχεία δεν εµπίπτουν στο προστατευόµενο από το άρθρο 19 Συντ. απόρρητο. Τέλος, ο Αρειος Πάγος µε την υπ` αρ. 570/2006 απόφαση του δέχθηκε ότι τα συνταγµατικό απόρρητο των επικοινωνιών καλύπτει µόνον το περιεχόµενο των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και όχι τα εξωτερικά στοιχεία των επικοινωνιών. Είναι προφανές, ενόψει των ανωτέρω, ότι η όποια αντίθετη θέση δεν δύναται να εύρει έρεισµα στη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 Συντ. Πέραν όµως των ως άνω εκτεθέντων η µη αποδοχή των ανωτέρω θα είχε ως συνέπεια: 1. Την παραβίαση της διατάξεως του άρθρου 20 Συντ., αφού οι πολίτες οι οποίοι δέχονται π.χ. υβριστικά, απειλητικά ή εκβιαστικά τηλεφωνήµατα ή έχουν εξαπατηθεί µέσω τηλεφωνηµάτων, θα υστερούντο του δικαιώµατος παροχής εννόµου προστασίας από τα δικαστήρια, αφού δεν θα ήταν εφικτή η αποκάλυψη των δραστών. Και δεν θα ήταν εφικτή διότι τα εγκλήµατα κατά της τιµής αλλά και γενικότερα τα πλείστα των σε βαθµό πληµµελήµατος διωκοµένων καθώς και πολλά κακουργήµατα δεν περιλαµβάνονται µεταξύ των εγκληµάτων για τα οποία, σύµφωνα µε το Ν 2225/1994, είναι επιτρεπτή η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών. 2. Την παραβίαση της υπό της διατάξεως του άρθρου 25 Συντ. καθιερωθείσα µε την αναθεώρηση του 2001 αρχή της αναλογικότητας. Τούτο διότι το αυστηρό νοµοθετικό καθεστώς των διατάξεων του Ν 2225/1994, όσον αφορά το περιεχόµενο της επικοινωνίας, που αποτελεί τον πυρήνα του προστατευτέου 21

δικαιώµατος και ορθώς θεσπίσθηκε, θα επεκτεινόταν και σε στοιχεία της επικοινωνίας δευτερεύοντα, όπως είναι τα εξωτερικά στοιχεία, χωρίς µάλιστα αποχρώντα λόγο, µε συνέπεια να καθίσταται έκδηλη η από πλευράς του νοµοθέτη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Και όχι µόνον τούτο. Η θέση αυτή θα οδηγούσε στο ανέφικτο της διώξεως εγκληµατιών που έχουν τελέσει εγκληµατικές πράξεις, άλλες εκτός από εκείνες για τις οποίες είναι επιτρεπτή η άρση του απορρήτου, σύµφωνα µε το Ν 2225/1994 και εντεύθεν στην (συγ)κάλυψη και υπόθαλψη εγκληµατικών πράξεων και εγκληµατιών, οι οποίοι θα ήταν δυνατόν να αποκαλυφθούν ευχερώς µέσω των εξωτερικών στοιχείων επικοινωνίας, περαιτέρω δε στην στέρηση του δικαιώµατος παροχής εννόµου προστασίας για τους παθόντες.. Ι. Τα ανωτέρω υπό στοιχεία Α και Β εκτεθέντα καθιστούν πρόδηλα τα ακόλουθα: 1) Οι διατάξεις του Π 47/ 2005, εκδοθέντος κατ` εξουσιοδότηση των Ν 2225/1994 και 3115/2003 (άρθρο 9) µε τις οποίες επεκτείνεται το απόρρητο των επικοινωνιών: α) στις επικοινωνίες µέσω διαδικτύου (Internet) και β) στα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας (αριθµός κλήσεως, στοιχεία καλούντος και καλουµένου,ώρα κλήσεως κ.λπ.) είναι ανίσχυρες διότι: αα) έρχονται σε αντίθεση προς το άρθρο 19 Συντ., ββ) έχουν εκδοθεί καθ` υπέρβαση νοµοθετικής εξουσιοδοτήσεως, αφού ούτε από τις διατάξεις του Ν 2225/1994 ούτε από τις διατάξεις του Ν 3115/2003 παρέχεται εξουσιοδότηση να προσδιορισθεί µε Π η έκταση του απορρήτου της επικοινωνίας και τι αυτό καλύπτει, ενώ εξ άλλου µε τις διατάξεις των ανωτέρω νόµων δεν ορίζεται ότι το απόρρητο της επικοινωνίας ψήφιση του Ν 3471/2006 "Προστασία δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα και της ιδιωτικής ζωής στον τοµέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και τροποποίηση του Ν 2472/1997", µε τον οποίο ενσωµατώθηκε η Οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά µε την επεξεργασία των δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τοµέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, κατ` ουδέν επηρεάζει τα ως άνω εκτεθέντα, µολονότι στο απόρρητο των επικοινωνιών εντάσσει µε το άρθρο 4 και τα δεδοµένα κίνησης στα οποία περιλαµβάνονται και τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας. Τούτο διότι µε την ανωτέρω διάταξη ορίζεται ότι "η άρση του απορρήτου είναι επιτρεπτή µόνο υπό τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες που προβλέπονται από το άρθρο 19 Συντ.". Όµως µε το άρθρο 19 Συντ., όπως εξετέθη, δεν προστατεύονται τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας, αλλά µόνον το περιεχόµενο της επικοινωνίας. Η διάταξη, εξ άλλου, του άρθρου 19 Συντ. υπερισχύει της διατάξεως του άρθρου 4 του έχοντος απλώς αυξηµένη τυπική ισχύ Ν 3471/2006 µε την οποία ενσωµατώθηκε η Οδηγία2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου της 12ης Ιουλίου 2002. Εκ τούτου παρέπεται ότι θέµα άρσεως του απορρήτου µιας επικοινωνίας, ως προς τα εξωτερικά αυτής στοιχεία, µε την υπότου Ν 2225/1994 προβλεποµένη διαδικασία δεν δύναται να 22

τεθεί, αφού αυτά δεν καλύπτονται από τη διάταξη του άρθρου 19 Συντ. Αυτά δε ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι ένα εκβιαστικό, απειλητικό, υβριστικό ή παραπλανητικό τηλεφώνηµα δεν συνιστά ιδιωτική συζήτηση, ώστε να προστατεύεται και ως προς το περιεχόµενο του και συνεπώς το θύµα, δηλ. ο καθού απευθύνονται π.χ. οι ύβρεις, οι απειλές κατά της ζωής του ή των µελών της οικογένειας ή του λειτουργήµατος ή της επιχειρήσεως του, έχει δικαίωµα, µε βάση τα άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 20 παρ. 1 Συντ., να το µαγνητοφωνήσει και να χρησιµοποιήσει τη µαγνητοταινία ως αποδεικτικό µέσο(κ. Χρυσόγονος ενθ` άνω σελ. 242).Στην περίπτωση, εξ άλλου, κατά την οποία µε τη χρήση ενός µέσου επικοινωνίας, π.χ. του τηλεφώνου, τελούνται υπό του χρήστη εγκλήµατα (π.χ. υβριστικό, απειλητικό ή απατηλό τηλεφώνηµα κ.λπ.) δεν δύναται να υπάρξει προστασία ούτε µε την επίκληση του άρθρου 9 παρ. 1 Συντ., καθόσον όπωςεξετέθη ανωτέρω. Β) η εγκληµατική συµπεριφορά του ατόµου ούτε εµπίπτει ούτε είναι δυνατόν να εµπίπτει στην έννοια των προσωπικών δεδοµένων και ούτε τέλος καλύπτεται από αυτήν. Ε. Ι. Η δικαστική λειτουργία είναι µια των τριών συντεταγµένων εξουσιών, το πλαίσιο της λειτουργίας, της δικαιοδοσίας και των αρµοδιοτήτων της οποίας ορίζεται προεχόντως από το Σύνταγµα και δεν υπόκειται ούτε στις άλλες δύο εξουσίες (λειτουργίες) ούτε πολύ περισσότερο σε οποιαδήποτε από τις ανεξάρτητες αρχές. Αντιθέτως, οι ανεξάρτητες αρχές υπόκεινται στη ικαστική Λειτουργία, αφού οι αποφάσεις ελέγχονται από αυτή και προεχόντως από το ΣτΕ.Την απόφαση της ικαστικής αρχής για την άρση του απορρήτου της ελεύθερης επικοινωνίας, όπως αυτή προβλέπεται από το άρθρο 19 Συντ. και τον εκάστοτε ισχύοντα εκτελεστικό νόµο, και το εάν η άρση έγινε συννόµως, αρµόδια να κρίνει είναι µόνον η ίδια η ικαιοσύνη µέσω των οργάνων της (Εισαγγελέων, Ανακριτών, ικαστικών Συµβουλίων, ικαστηρίων) Η συσταθείσα µε το Ν 3115/2003 Αρχή ιασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών, ούτε νοµιµοποιείται, ούτε δικαιούται να ελέγξει, µε οποιονδήποτε τρόπο, αµέσως ή εµµέσως το εάν η ικαιοσύνη διά των οργάνων άσκησε συννόµως ή µη το δικαίωµα άρσεως του απορρήτου των επικοινωνιών, ενώ η θέσπιση τέτοιας διατάξεως θα ευρίσκεται εκτός της Συνταγµατικής Τάξεως. II. Εφ` όσον τα όργανα της ικαστικής Λειτουργίας κρίνουν ότι συντρέχει λόγος άρσεως του απορρήτου της ελεύθερης επικοινωνίας και ζητούν σχετικά στοιχεία από τους παρόχους των υπηρεσιών επικοινωνίας (ΟΤΕ, εταιρίες κινητής τηλεφωνίας κ.λπ.), αυτοί οφείλουν να τα παραδίδουν χωρίς να δύνανται να αρνηθούν την παράδοση των στοιχείων, επειδή κατά την κρίση τους το αίτηµα δεν είναι σύννοµο.η Αρχή ιασφαλίσεως του Απορρήτου των Επικοινωνιών δεν δικαιούται να ζητήσει εξηγήσεις από τους παρόχους των υπηρεσιών επικοινωνίας (ΟΤΕ, εταιρίες κινητής τηλεφωνίας κ.λπ.) για την παράδοση των στοιχείων στα όργανα της ικαιοσύνης, ούτε πολύ περισσότερο δικαιούται να ζητήσει να ελέγξει 23

τι και ποια στοιχεία παρεδόθησαν στη ικαιοσύνη, θέσπιση τέτοιας διατάξεως θα ευρίσκεται εκτός της Συνταγµατικής Τάξεως. Οι πάροχοι υπηρεσιών επικοινωνίας (ΟΤΕ, εταιρίες κινητής τηλεφωνίας κ.λπ.), σε περίπτωση αποστολής τέτοιου αιτήµατος από την Αρχή, υποχρεούνται να απαντήσουν µόνο ότι τα στοιχεία παρεδόθησαν στα όργανα της ικαιοσύνης κατόπιν αιτήµατος τους, αναφέροντας απλώς και µόνον τους αριθµούς των διατάξεων ή βουλευµάτων, όπως άλλωστε τούτο προκύπτει σαφώς από το άρθρο 7 του Ν 3674/2008 "Ενίσχυση του θεσµικού πλαισίου διασφάλισης του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας". Η Αρχή, εξ άλλου, υποχρεούται και έχει καθήκον να σεβασθεί τα ανωτέρω, εφ` όσον δε εµµένει στο αίτηµα της και θέτει περαιτέρω µε οποιονδήποτε τρόπο θέµατα ευθύνης των παροχών (ΟΤΕ, εταιρίες κινητής τηλεφωνίας κ.λπ.), είναι προφανές ότι ενεργεί καθ` υπέρβαση της δικαιοδοσίας της, ότι υπεισέρχεται σε θέµατα που αποτελούν αντικείµενο της ικαιοσύνης και ότι, συνεπώς, ευχερώς δύναται να τεθεί θέµα παραβάσεως καθήκοντος των µελών της. ΣΤ. Απ` όλα τα µέχρι τούδε εκτεθέντα συνάγονται αβιάστως τα ακόλουθα: 1) Το απόρρητο των επικοινωνιών δεν καλύπτει: α) την επικοινωνία µέσω του διαδικτύου (Internet) και β) τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας (ονοµατεπώνυµα και λοιπά στοιχεία συνδροµητών, αριθµοί τηλεφώνων, χρόνος και τόπος κλήσεως, διάρκεια συνδιάλεξης κ.λπ.). 2) Οι εισαγγελικές, ανακριτικές και προανακριτικές αρχές, πολύ δε περισσότερο τα ικαστικά Συµβούλια και τα ικαστήρια, δικαιούνται να ζητούν από τους παρόχους των υπηρεσιών Επικοινωνίας, µέσω του διαδικτύου (Internet), τα ηλεκτρονικά ίχνη µιας εγκληµατικής πράξεως, την ηµεροχρονολογία και τα στοιχεία του προσώπου στο οποίο αντιστοιχείτο ηλεκτρονικό ίχνος, από τους λοιπούς δε παρόχους των υπηρεσιών επικοινωνίας τα "εξωτερικά στοιχεία" της επικοινωνίας και ο πάροχος υποχρεούται να τα παραδίδει χωρίς να είναι αναγκαίο να προηγηθεί άδεια κάποιας Αρχής και ιδία της Αρχής ιασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών. 3) Η Αρχή ιασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών αλλά και οποιαδήποτε άλλη Ανεξάρτητη Αρχή ούτε νοµιµοποιείται ούτε δικαιούται να ελέγξει µε οποιονδήποτε τρόπο, αµέσως ή εµµέσως, το εάν η περί άρσεως ή µη του απορρήτου απόφαση των οργάνων της ικαιοσύνης είναι σύννοµη ή όχι. Αυτό κρίνεται από τα ίδια τα όργανα της ικαιοσύνης. Ούτε όµως περαιτέρω η ρηθείσα Αρχή µπορεί να ελέγξει τους παρόχους υπηρεσιών επικοινωνίας για τη, σε κάθε περίπτωση, συµµόρφωση τους προς τις αποφάσεις των οργάνων της ικαιοσύνης. Εάν πράξει τούτο ενεργεί καθ` υπέρβαση της δικαιοδοσίας της. Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Γεώργιος Σανίδας 24