Ομιλία καθ. Μ.Ζ. Κοπιδάκη στη Δαμάστα



Σχετικά έγγραφα
Επιστολή ορθόδοξου χριστιανού προς τους αδελφούς μας Ινδιάνους

Δυο κουβέντες στο γιο μου... - Δημητρίου Φθενάκη (Α Βραβείο)

Πετρώνουν τα Δάκρυά μας;

Λάκης Φουρουκλάς. Δυο φωνές και μια σιωπή

«Γιατί μου προσφέρεσαι χωρίς να με γνωρίζεις;»

ΣΚΕΨΕΙΣ. ΑΣΤΗΡ της ΑΝΑΤΟΛΗΣ Εκδίδεται από το 1858 ΜΠΙΛΥ ΓΚΡΑΧΑΜ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΗΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

ΜΑΝΕΣ ΣΠΕΡΜΠΕΡ, ΔΑΚΡΥ ΣΤΟΝ ΩΚΕΑΝΟ Τ. 3 Χωρίς τέλος

Ο ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ ΟΠΩΣ ΤΟΝ ΕΞΗΓΗΣΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΗ ΜΟΥ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗ ΣΤΕΓΗ ΖΟΟΜ ΣΤΟ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ

Κίνα. Τσισμετζόγου Λεωνίδας Α 4 Λυκείου Εργασία ιστορίας Διδάσκουσα:Ν.Τρίγκα

Του Αναπλιού τ' Αγάλματα εξιστορούν με ρίμες

Τ ΜΑΡΤΙΟΣ ΜΑΡΤΙΟ

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ. Οδυσσέας Ελύτης

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ 1 ο Λύκειο Καισαριανής

Α. ΜΕΡΟΣ-ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΩΝ ΡΟΜΩΝ 1. ΤΑ ΜΑΤΙΑ 7 2. ΚΑΘ Ο ΟΝ ΟΡΑ 8 3. ΚΟΜΜΕΝΕΣ ΓΕΦΥΡΕΣ ΨΑΧΝΩ ΝΑ ΒΡΩ ΚΥΚΝΕΙΟ ΑΣΜΑ..11

«Ερωφίλη» Κρητική Λογοτεχνία

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ. «Τι μάτια Θαυμάσια γυναίκα!» Άντον Τσέχοφ, Θείος Βάνια

ΤΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ τεύχος

ΓΙΑΤΙ ΕΠΙΛΕΧΘΗΚΑΝ ΟΙ ΠΙΟ ΚΑΤΩ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΔΙΑΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 1. Ο ΒΑΣΙΛΗΣ

βιβλίο παιδικων ονείρων

Είναι ο Ιησούς Θεός; Η Βίβλος Λέει: ΟΧΙ

Θέμου Κορνάρου ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ. Οι Άγιοι χωρίς μάσκα. Κείμενα από τις σελίδες. Τυπογραφική επιμέλεια κειμένου

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΩΝΗ. Εθνικό είναι ότι είναι αληθινό! Μηνιαία Εφημερίδα Έτος Ιδρύσεως 2005 Αριθμός Φύλλου 105 Δεκέμβριος 2013

Μια ποιητική της Ιστορίας

ISBN Η γενική επιμέλεια της έκδοσης έγινε από τις εκδόσεις οσελότος ΕΚΔΟΣΕΙΣ. οσελότος. Βατάτζη 55, Αθήνα Τηλ.

Μονόλογοι απ τη Γάζα. µαθητές-µαθήτριες γράφουν για τη ζωή τους

Αλφαβητική σειρά. Ασκήσεις. π.χ. αρχίζω, βόδι, γάτα, δάσος

Μια παρέα με... καρδιά!

Transcript:

Ομιλία καθ. Μ.Ζ. Κοπιδάκη στη Δαμάστα Η Δαμάστα, σαν μαυροφορεμένη μάνα κάθε χρονιά, θυμάται και τιμά τους 32 αδικοσκοτωμένους της, γιατί γνωρίζει πως οι νεκροί πεθαίνουν τότε μόνο όταν τους λησμονούν οι ζωντανοί. Οι στέφανοι από νικητήριο δάφνη και δοξαστική μυρτιά, τα μνημόσυνα και οι επετειακές εκδηλώσεις δεν είναι παρά μειλίγματα και παραμυθίες που προσφέρει η ζώσα μνήμη στο βαρύ πένθος και στην άφατη οδύνη. Η πιο ευωδιαστή ωστόσο λαβή στο μακάριο χώμα που αλαφρύ σκεπάζει τους μάρτυρες της ελευθερίας είναι κατά τη γνώμη μου το βιβλίο του παλιού δασκάλου Νικολάου Χαρίδημου Σαρρή «Η Δαμάστα στο πέρασμα του χρόνου» που εκδόθηκε το 1994. Το πρώτο του μέρος όπου σκιαγραφείται η ιστορική διαδρομή και κατατίθενται οι προσωπικές αναμνήσεις του συγγραφέα είναι ξεχείλισμα αγάπης ριζωμένης και τρυφερότητας. Το συγκινητικότερο όμως μέρος του βιβλίου είναι το δεύτερο με τις 33 θρηνητικές ελεγείες σε δεκαπεντασύλλαβο, αφιερωμένες μια για τον καθένα στους ήρωες που πορφύρωσαν με τα ρείθρα των αιμάτων τους την μητρίδα γη κατά τη δίσεκτη εκείνη μέρα του Αυγούστου. Μέσα από το κάθε ποίημα και την επισυναπτόμενη όταν υπάρχει φωτογραφία ο απρόσωπος συλλογικός αριθμός αναλύεται στις μονάδες που τον συναπαρτίζουν. Έτσι η κάθε προσωπικότητα με τα ιδιαίτερα της σωματικά χαρακτηριστικά και τα ψυχοπνευματικά της χαρίσματα εμφανίζεται για να αναληφθεί άμωμη στον καθαρό ουρανό της αρετής. Ο Νικόλαος Σαρρής δεν γεννήθηκε, έγινε όμως ποιητής με μοναδικό σκοπό να αποθανατίσει τους συγχωριανούς του. Αυτές οι μεταμορφώσεις συμβαίνουν μόνο στην Κρήτη. Του εκφράζουμε λοιπόν τη βαθιά μας ευγνωμοσύνη. Και πάλι μέσα από τον υπαινικτικό λόγο της ποίησης θα προσεγγίσουμε ένα ακανθώδες θέμα, που αν και παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, κατά κανόνα αποσιωπάται. Τι άραγε να ένιωθα για τις ωμότητες που διέπραττε στην Κρήτη και αλλαχού ο στρατός κατοχής; Ήταν όλοι τους ανεξαιρέτως πωρωμένοι εγκληματίες τυφλοί θεράποντες της βίας και της βαρβαρότητας; Τι αισθάνονταν για το άδικο ο απλός στρατιώτης, ο βαθμοφόρος, ο αμούστακος νεοσύλλεκτος, ο δημοκράτης, ο οικογενειάρχης, ο βαπτισόμενος χριστιανός; Ήταν παγιδευμένοι στα αδιέξοδα ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος ή μήπως ενσυνείδητα υπηρετούσαν το κακό; Δεν φοβόταν τη δίκαιη ανταπόδοση, δεν ένιωθαν οίκτο για τους αθώους, δεν αναλογίζονταν τις συνέπιες των πράξεων τους; Δεν άκουγαν τη βουή του χαμένου αίματος, που υψώνονταν ως τον ουρανό; Επί παραδείγματι, ποιες σκέψεις να έκανε επάνω στον Ψηλορείτη αιχμάλωτος ο σκληροτράχηλος στρατηγός Κράϊπερ, του οποίου η απαγωγή [1]

στάθηκε ένα από τα προσχήματα ή έστω τις αιτίες για τη σφαγή της 21 ης Αυγούστου του 1944; [2]

Τη νύχτα της 26 ης Απριλίου του 1944 ο ταγματάρχης Patrick Leigh Formor και ο λοχαγός William Stanley Moss επικεφαλής μίας Ομάδας από ψυχωμένους κρήτες πολεμιστές απήγαγαν τον υποστράτηγο Heinrich Kreipe από τη βίλα Αριάδνη όπου διέμενε. Μετά από περιπετειώδη περιπλάνηση στον Ψηλορείτη και μόνο χάρη στη βοήθεια που προσέφεραν στην ομάδα των απαγωγέων χωριά ολόκληρα, εν οις και η Δαμάστα, η επιχείρηση ολοκληρώθηκε επιτυχώς. Ο Κράιπε φυγαδεύτηκε την 14 η Μαΐου στη Μέση Ανατολή. Ο Λη Φέρμορ, γνωστός στους αντιστασιακούς κύκλους ως Καπετάν Μιχάλης, αν και μετά τον πόλεμο εξελίχθηκε σε διάσημο συγγραφέα, δεν θέλησε από μετριοφροσύνη να συγγράψει ένα βιβλίο για αυτή την ανδραγαθία. Το 1969 ωστόσο κατά παράκληση του Αυτοκρατορικού Πολεμικού Μουσείου κατέθεσε μία προσωπική αφήγηση με τον τίτλο απαγάγοντας ένα στρατηγό (abducting a General). Αποσπάσματα της συναρπαστικής αυτής αφήγησης μετέφρασε ο συντοπίτης μας Στέφανος Χελιδόνης και δημοσίευσε στην εφημερίδα Η Καθημερινή (26 Ιουνίου 2011), ένα απόσπασμα: Δύο μέρες αργότερα, καθώς δεν υπήρχαν αρκετά καλύμματα, ο Μπίλλυ, ο στρατηγός κι εγώ καταλήξαμε, όχι για τελευταία φορά να κοιμόμαστε και οι τρεις μας κάτω από την ίδια κουβέρτα, με τον Μανώλη στη μία πλευρά και τον Γιώργη στην άλλη, να περιποιούνται τα Marlin τους και να κοιμούνται με βάρδιες. Ξυπνήσαμε στα βράχια, ακριβώς τη στιγμή που μία εκτυφλωτική αυγή ξημέρωνε πάνω από την κορυφογραμμή του Όρους Ίδη, το οποίο επί δύο μέρες πασχίζαμε να διασχίσουμε. Και οι τρεις μας καπνίζαμε ξαπλωμένοι χωρίς να μιλάμε, όταν ο στρατηγός, μιλώντας πιο πολύ στον εαυτό του, είπε αργά: Vides ut alta stet nive candidum Soracte Ήμουν τυχερός. Είναι η πρώτη γραμμή μίας από τις λίγες ωδές του Ορατίου που ξέρω απέξω (Ad Thaliarchum). Άρχισα να απαγγέλω από κεί που είχε σταματήσει: Nec iam sustineant onus Silvae laborantes, geluque Flumina constiterint acuto Και συνέχισα, με τις πέντε στροφές που είχαν απομείνει, μέχρι το τέλος. Τα γαλάζια μάτια του στρατηγού σταμάτησαν να κοιτούν τη βουνοκορφή και στράφηκαν στα δικά μου και όταν τέλειωσα, μετά από μια μακρά σιωπή, είπε: Ach so, Herr Major! Ήταν πολύ παράξενο. Ja, Herr General. Λες και, για μία παρατεταμένη στιγμή, ο πόλεμος είχε πάψει να υπάρχει. Είχαμε πιει και οι δύο από τις ίδιες πηγές πριν από πολύ καιρό και τα πράγματα μεταξύ μας θα ήταν διαφορετικά για το υπόλοιπο του χρόνου μας μαζί. [3]

Ας αφήσουμε τον Άγγλο ταγματάρχη και τον Γερμανό Στρατηγό να σχολιάζουν την ωδή και ας μεταφερθούμε στην αρχαία Ελλάδα αναζητώντας την πηγή από όπου άντλησε την έμπνευση του ο Οράτιος. Τον 7 ο αιώνα π.χ. η Λέσβος σπαράσσονταν από εμφύλιες διαμάχες ανάμεσα στους παλαιούς αριστοκράτες και τους τυράννους που ήταν και αυτοί αριστοκράτες αλλά έχοντας κερδίσει την εύνοια του απλού λαού είχαν σφετερισθεί την εξουσία. Ο λυρικός ποιητής Αλκαίος, λίγο νεότερος από τη Σαπφώ, δεν ήταν ασφαλώς ο τύπος του ατρόμητου Πολεμιστή, αλλά με τα δημεγερτικά ποιήματα του, στα στασιωτικά, υπεραναπλήρωνε την έλλειψη πολεμικής αρετής. Δική του επίνοια ήταν η αλληγορία του πλοίου της πολιτείας, που επιβίωνε ως τις μέρες μας στη Λογοτεχνία, στην πολιτική φιλοσοφία και στις γελοιογραφίες. Η εδαφική επικράτεια συμπτύσσεται στην εικόνα ενός πλοίου που κλυδωνίζεται πάνω στην τρικυμισμένη θάλασσα. Ο αρχηγός του κράτους εμφανίζεται ως Κυβερνήτης, οι αξιωματούχοι ως πελαγωμένοι ναύτες, ο λαός ως κατατρομαγμένοι επιβάτες. Οι άνεμοι που κανείς δεν αντιλαμβάνεται από πού φυσούν είναι βέβαια κατά περιπτώσοι οι εσωτερικές έριδες, οι προαιώνιοι εχθροί ή οι διεθνείς αγορές. Ο επικρεμάμενος κίνδυνος είναι κοινός για όλους, πλούσιος και φτωχούς, νέους και γέροντες, αθώους και ενόχους. «Μακρυά από τους εταίρους είναι σαν να μη ζω», λέει σε ένα τον στίχο. Οι εταίροι ήταν οι ομοϊδεάτες, οι πολιτικοί του σύντροφοι, που συγκεντρώνονταν για να συνωμοτήσουν, να αναλύσουν την κατάσταση και να πιουν κρασί. Η οινοποσία την οποία είχε απαγορεύσει ο αισυμνήτης Πιττακός, εθεωρείτο αντιστασιακή πράξη. Εκτός από τα στασιωτικά ποιήματα όπου εξυμνούσε αρματωσιές, πολέμου ταραχές και ανδραγαθήματα ο Αλκαίος συνέθεσε και συμποτικά, όπου εξυπνούσε το δώρο του Διόνυσου, που φέρνει μια γλυκιά ζάλη και πνίγει τους καημούς στα ρεύματα της λήθης. Καμιά φορά τα δύο είδη ασμάτων συνδυάζονται: «Βάλτε να πιούμε! Πέθανε ο τύραννος Μυρσίλος». Σε ένα συμποτικό του τραγούδι ζωγραφίζει την απόλυτη ευδαιμονία: «Όταν πετιέται» λέει «ο ανθός του γαϊδουράγκαθου και το οξύφωνο τζιτζίκι σου παίρνει τα αυτιά, να ήρθε το καλοκαιράκι από τις τέσσερις η πιο κουραστική εποχή. Τετράπαχες οι αίγες, στην πιο γλυκιά ώρα το κρασί. Φλογίζονται από τους πόθους οι γυναίκες, οι άντρες όμως είναι ανήμποροι γιατί ο σκύλος του ουρανού, το άστρο Σείριος με τα σκυλόδοντα του στα γόνατα και το κεφάλι του χτυπά. Ε τότε πια πήγαινε κάθισε στον ίσκιο βράχου και να έχεις δίπλα σου κρασί, ξυνόχοντρο και κρέας από ρίφι ή θηλυκό μοσχάρι. Να κάθεσαι λοιπόν στον παχύ ασκιανό και να φυσά το πρόσωπο σου ο Ζέφυρος δροσερός». [4]

Σε ορισμένα από αυτά τα ποιήματα της τάβλας και του κρασιού ο Αλκαίος γνωμολογεί για τον έρωτα, τη ζωή την ανθρώπινη μοίρα και βέβαια το κρασί, επί παραδείγματι: «ο μεθυσμένος λέει πάντα την αλήθεια», «το κρασί είναι ο καθρέπτης της ψυχής», «Πιες να ξεχάσεις, με στενοχώριες δε θα δεις προκοπή». Σε όλες λοιπόν τις εποχές το κρασί κάνει καλό, αλλά το χειμώνα ιδίως είναι απαραίτητο. Λέει λοιπόν ο ποιητής: «Βρέχει ο Θεός. Σταμνιά από τον ουρανό χύνονται τα νερά, πάγωσαν και τα ποτάμια Νίκησε το χειμώνα ανάβοντας με κούτσουρα φωτιά πάνω στην παραστιά. Απλόχερα ρίχνε στον κρατήρα γλυκόπιοτο κρασί, και κάτω από το κεφάλι σου βάλε ένα μαξιλάρι μαλακό». Το ποίημα για τον χειμώνα μας παραδόθηκε με χάσματα, λείπουν τουλάχιστο τρεις στροφές. Έστω όμως και κολοβό δημιουργεί μία ατμόσφαιρα με την αντίθεση του έξω, όπου λυσσομανούν τα στοιχεία της φύσεως και του έσω, όπου βασιλεύει η θαλπωρή. Έξω λοιπόν η βροχή και η παγωνιά, μέσα η φωτιά, το κρασί και το μαλακό μαξιλάρι. Οι προϋποθέσεις της καλοπέρασης υπάρχουν, οφείλει όμως και ο τυχερός να δραστηριοποιηθεί. Οι προσταγές δίνουν ένα τόνο κινητικότητας. Τα εφόδια υπάρχουν, κάνε όμως κάτι και εσύ για να αντιμετωπίσεις το χειμώνα παραινεί ο ποιητής. Ο μεγαλύτερος λατίνος ποιητής, ο Οράτιος δεν έτρεφε αυταπάτες για την πρωτοτυπία του ρωμαϊκού πολιτισμού. Ομολογούσε ότι η κατεκτημένη Ελλάδα τελικά υπέταξε τον βάναυσο κατακτητή και εισήγαγε τις καλές τέχνες στον αγροίκο Λάτιο. Συμβούλευε λοιπόν τους συμπατριώτες του να έχουν στα χέρια τους μέρα και νύχτα τα ελληνικά λογοτεχνικά υποδείγματα και να τα μιμούνται. Το ίδιο άλλωστε έπραττε και ο ίδιος μιμούμενος τον Πίνδαρο, τη Σαπφώ και τον Αλκαίο. Υπέρτατη φιλοδοξία του ήταν να συγκαταριθμηθεί κάποτε και αυτός ανάμεσα στους μεγάλους Έλληνες δασκάλους του. Το ποίημα του Αλκαίου, που μόλις προαναφέραμε αλλά ακέραιο φαίνεται πως ήταν το πρωτότυπο για την ακόλουθη ωδή του Ορατίου, την οποία είχαν αποστηθίσει και ο στρατηγός Κράϊπερ και ο Λη Φέρμορ. Ας δούμε πρώτα το ποίημα (Carmina I,9): «Βλέπεις το βουνό το Σώρακτο πως στέκει κάτασπρο από το στοιβαγμένο χιόνι. Κουράστηκαν από το βάρος τα δάση και δεν αντέχουν πια. Να, πάγωσαν οι νεροσυρμές. Θαλίαρχε, καλέ μου φίλε, μαλάκωσε το κρύο στοιβάζοντας ξύλα πάνω στη φωτιά. Άφθονο τώρα από κανάτι πλουμιστό κέρνα το τετράχρονο κρασί σου. Άφησε τα άλλα στους Θεούς. Να, σιγάνεψαν κιόλας τους καιρούς που πάλευαν στο μανιασμένο πέλαγος. Ηρέμησαν τα κυπαρίσσια και οι γέρικες μελιές. Αύριο τι θα γίνει μη ρωτάς. Κέρδος σου όποια και να σου δώσει η τύχη μέρα. Σαν νιός που είναι γλυκειές αγάπες και χορούς κυνήγα, τώρα που στέκουν [5]

μακριά από την ανθισμένη νιότη σου τα δύστροπα γηρατειά. Ξέτρεχε τώρα όπου βρεθείς το δειλινό στους σιγανούς ψιθυρισμούς. Απ τον κρυψώνα ψάχνε το γέλιο, τον πρόσχαρο προδότη της κρυμμένης κοπελιάς. Κλέψε το βραχιόλι της να τη θυμάσαι. Άρπαξε το χρυσαφικό από το δάχτυλο που κάνει και καλά πεισματικά.» Από το συμποτικό ποίημα του Αλκαίου ο Οράτιος δανείζεται το μέτρο και τη στροφή, που ονομάζεται μάλιστα Αλκαϊκή, τις καιρικές συνθήκες, το άναμμα της φωτιάς και τη γενναία οινοποσία. Ίσως και από τα υπόλοιπα στοιχεία του ποιήματος ορισμένα τουλάχιστον να υπήρχαν στις στροφές που έχει παραλείψει από την παράθεση του ποιήματος ο Αθηναίος () Οι προτροπές για το ηδονοθηρικό βίο και την ξεγνοιασιά του χαροκόπου είναι κοινός τόπος στην λυρική ποίηση και σε διάφορες φιλοσοφικές σχολές της Ελληνικής και Ρωμαϊκής εποχής. Και σε άλλες ωδές του ο Οράτιος διακηρύσσει το ευδαιμονικό του πιστεύω: Δρέψε τη μέρα. Δώσε όσο πιο λίγη πίστη μπορείς στο αύριο! ( στοίχος αυτός έμεινε παροιμιώδης. ). Ο Πως συνέβη τώρα και ανέσυρε εκείνη τη δύσκολη στιγμή ο Γερμανός στρατηγός από τα κατάβαθα της εφηβικής του μνήμης το ποίημα του Οράτιου; Στην ανάδυση αυτή φαίνεται να συντέλεσαν πολλοί παράγοντες. Πρώτα από όλα η εντύπωση του χιονισμένου τοπίου, μετά η ενστικτώδης αναζήτηση του ποτού και της ζεστασιάς και βέβαια η αβεβαιότητα για το μέλλον. «Αύριο τι θα γίνει μη ρωτάς. Κέρδος σου όποια και να σου δώσει η τύχη η μέρα» συμβουλεύει, σαν να ήταν βαλτός ο Οράτιος. Και πράγματι όλα είναι δυνατό να συμβούν. Από την άλλη πλευρά η παρεμβολή του Λη Φέρμορ που αρπάζει από το στόμα του γερμανού το λατινικό ποίημα και ολοκληρώνει την απαγγελία συνιστά μια επιφάνεια, μια στιγμή αυτογνωσίας και των δύο αντιπάλων, σε τελευταία ανάλυση το θρίαμβο του ενιαίου ευρωπαϊκού πνεύματος. Και οι δυο τους είχαν διδαχθεί κάποτε τα κλασσικά γράμματα ο γερμανός στο περιώνυμο Gymnasium, ο Άγγλος στο αριστοκρατικό σχολείο. Ο ίδιος εκμυστηρεύτηκε πως όταν σε ηλικία 17 ετών έφυγε για το πρώτο του ταξίδι στην Ευρώπη πήρε μαζί του μόνο δύο βιβλία, την Ανθολογία της Αγγλικής ποίησης και τις ωδές του Οράτιου. Και οι δύο λοιπόν αναγνωρίζουν ότι κατ ουσίαν ανήκουν στον ίδιο πολιτιστικό κύκλο, ότι έχουν ίδια ανθρωπιστική παιδεία, ότι οι πνευματικές τους πηγές ανάγονται στην αρχαία Ελλάδα και στη Ρώμη. Γι αυτό το λόγο όπως μας διαβεβαιώνει ο Λη Φέρμορ ο Κράϊπερ από εκείνη την αποκαλυπτική στιγμή συνεργάζεται με τους απαγωγείς του. Ξεχάσαμε τους Κρητικούς αντάρτες που παρευρίσκονταν στην σκηνή της καταλλαγής. Το πιθανότερο είναι οι περισσότεροι να ήταν ολιγογράμματοι ή και αγράμματοι παντελώς. Δύσκολο να υποθέσει κανείς ότι είχαν διαβάσει ποτέ Οράτιο ή Αλκαίο. Όμως είχαν το μέγα πλεονέκτημα ότι η δική τους [6]

παιδεία ήταν βιωματική. Αυτοί αντιπροσώπευαν δια μέσου της γλώσσας που μιλούσαν και δια μέσου του πολιτισμού τους, δηλαδή της ιεράρχησης των αξιών και του νοήματος της ζωής, με τον πιο αυθεντικό τρόπο αυτό το θαύμα που ονομάζεται ελληνική αρχαιότητα. Ένας σαν κι αυτούς κάπως παλαιότερος τους, έβλεπε τη φύση και αισθανόταν τον Αλκαίο. Αυτός ο ανώνυμος πρόγονος τους είχε συνθέσει το ακόλουθο ριζίτικο που αναπαράγει σε αδρές γραμμές το ποίημα του Αλκαίου. Σιγά σιγά βρεχεν ο Θιός και σιγανά χιονίζει Κι έχει το κρύγιος στα βουνά, το χιόνι στσι Μαδάρες Κι απού χει σπίθια ροδωτά και σπίθια ροδωμένα Κι έχει καρπούς στ αμπάρια του και λάδι στα πιθάρια και στα βαρέλια του κρασί και ξύλα στη αυλή του Κι έχει και κόρη και φιλεί και στη φωθιά καθίζει Δεν τονε νοιάζει ο βοριάς αν βρέχει, αν χιονίζει. (Στ. Α. Αποστολάκης, Ριζίτικα αρ. 505) [7]