ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2009-2014 Επιτροπή Ελέγχου του Προϋπολογισμού 2.9.2011 ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ σχετικά με την αναθεώρηση του κανονισμού 1073/99 (ΜΕΡΟΣ 4) Ο θεσμικός συντονισμός στην καταπολέμηση της απάτης Επιτροπή Ελέγχου του Προϋπολογισμού Εισηγήτρια: Ingeborg Gräßle DT\876068.doc PE470.022v01-00 Eνωμένη στην πολυμορφία
Στο τελευταίο αυτό μέρος του εγγράφου εργασίας (μέρος 4) παρουσιάζονται οι παρατηρήσεις της εισηγήτριας σχετικά με τις διατάξεις που άπτονται των σχέσεων μεταξύ των θεσμικών οργάνων. Ο ΘΕΣΜΙΚΟΣ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΑΤΗΣ Γενική παρατήρηση Το ΕΚ έχει την άποψη ότι η καταπολέμηση της απάτης πρέπει να αποτελεί τακτικό θέμα συζήτησης μεταξύ των θεσμικών οργάνων. Σήμερα η καταπολέμηση της απάτης αποτελεί αντικείμενο διμερών συναντήσεων που δεν μπορούν να δώσουν συνολικές οριζόντιες απαντήσεις στα διοικητικά, νομοθετικά και επιχειρησιακά προβλήματα της Υπηρεσίας. Το ΕΚ θεωρεί ότι η αναθεώρηση του κανονισμού 1073/99 πρέπει να αποτελέσει, ύστερα από περισσότερα από 10 χρόνια δραστηριότητας της OLAF, την κατάλληλη στιγμή για έναν ανοικτό και διαφανή προβληματισμό μεταξύ των θεσμικών οργάνων, με στόχο τη δημιουργία ενός διοργανικού συστήματος συντονισμού περισσότερο αποτελεσματικού ως προς την καταπολέμηση της απάτης. Μία από τις προτάσεις του ΕΚ στο νομοθετικό του ψήφισμα του 2008 έχει ως στόχο να προωθήσει έναν περισσότερο εντατικό διάλογο μεταξύ των θεσμικών οργάνων: πρόκειται για τη διαδικασία συνεννόησης (βλ. άρθρο 11α). Άλλες προτάσεις που έγιναν από το ΕΚ καλούν τα θεσμικά όργανα, αφενός, να συντονίζονται κατά τη λήψη σημαντικών αποφάσεων, όπως ο διορισμός του γενικού διευθυντή και της επιτροπής εποπτείας, και, αφετέρου, να βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα των ενεργειών κατά της απάτης μέσω της στενότερης επιχειρησιακής συνεργασίας μεταξύ των θεσμικών οργάνων, όπως, για παράδειγμα, η παροχή πρόσβασης στις βάσεις δεδομένων. Η διαδικασία συνεννόησης Η διαδικασία συνεννόησης στην οποί αποβλέπει το ΕΚ επιτρέπει στη νομοθετική αρχή, στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή, στην Επιτροπή, καθώς και σε άλλα όργανα της ΕΕ, να συζητούν παρουσία της OLAF πολλές πτυχές της καταπολέμησης της απάτης. Όπως προτείνεται από το ΕΚ, η διάταξη που θεσπίζει τη διαδικασία συνεννόησης καθιστά δυνατό τον εντοπισμό των κατάλληλων λύσεων για την αντιμετώπιση δυσκολιών που συναντά η OLAF στην εκτέλεση της αποστολής της. Λαμβάνει επίσης υπόψη τα επιχειρήματα που έχει προβάλει στο παρελθόν το Συμβούλιο όσον αφορά την «επιτροπολογία». Δύο στοιχεία της διαδικασίας συνεννόησης που κατάρτισε το ΕΚ επιτρέπουν τη διεξαγωγή ενός πραγματικού διαλόγου: το αντικείμενο και η μέθοδός της. Το αντικείμενο της συνεννόησης συνίσταται στην ανάλυση της συνεργασίας μεταξύ της Υπηρεσίας και των κρατών μελών (η εφαρμογή των κανονισμών 1073/99 και 2185/96 η σύμβαση του 1995 και τα δύο πρωτόκολλά της) οι δράσεις που έχουν αναληφθεί από τα κράτη μέλη μετά τη διαβίβαση πληροφοριών από την OLAF (ιδίως η «έκθεση προόδου» («progress report»)) η συνεργασία μεταξύ της Υπηρεσίας και των θεσμικών οργάνων της ΕΕ, καθώς και τρίτων χωρών και διεθνών οργανισμών οι προτεραιότητες έρευνας της Υπηρεσίας και οι εκθέσεις της επιτροπής εποπτείας. Χωρίς να παρεμβαίνει στις τρέχουσες έρευνες, η διαδικασία αυτή επιτρέπει για πρώτη φορά σε όλους PE470.022v01-00 2/5 DT\876068.doc
τους θεσμικούς εταίρους να συνδιαλέγονται με την OLAF, με βάση τις κοινές πληροφορίες, και να κάνουν κοινές συστάσεις. Κατά την άποψη του ΕΚ, η διαδικασία συνεννόησης πρέπει να προπαρασκευάζεται από συνεδριάσεις τεχνικού χαρακτήρα και να πραγματοποιείται τουλάχιστον μία φορά το χρόνο (ή μετά από αίτηση ενός θεσμικού οργάνου ή της OLAF). Ωστόσο, μολονότι η Επιτροπή και το Συμβούλιο αποδέχονται την αρχή των διοργανικών συναντήσεων, δεν συμφωνούν με ορισμένες πτυχές του αντικειμένου του διαλόγου και τη μέθοδο που προτείνει το ΕΚ. Στο πλαίσιο της «ανταλλαγής απόψεων» (βλ. άρθρο11α) η μέθοδος που προτείνεται από την Επιτροπή και το Συμβούλιο περιορίζεται στην οργάνωση συναντήσεων σε «τακτά» διαστήματα ή, για την Επιτροπή, ύστερα επίσης από αίτηση ενός από τα θεσμικά όργανα. Η αρχή του ΕΚ να θεσπιστεί μια σταθερή συνεδρίαση κάθε χρόνο δεν συμπεριλήφθηκε στην πρόταση της Επιτροπής του 2011. Όσον αφορά το αντικείμενο των συναντήσεων, αυτό αφορά ουσιαστικά την πολιτική ερευνών της Υπηρεσίας. Αυτή η πολιτική ερευνών αφορά: τις στρατηγικές προτεραιότητες της OLAF τις σχέσεις της επιτροπής εποπτείας και του γενικού διευθυντή τις σχέσεις μεταξύ της OLAF και των θεσμικών και λοιπών οργάνων της ΕΕ, καθώς και των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών την αποτελεσματικότητα του επιχειρησιακού έργου της Υπηρεσίας, όσον αφορά τις έρευνες, και της επιτροπής εποπτείας. Είναι σαφές ότι η προστιθέμενη αξία που προτείνει το ΕΚ για τη δημιουργία ενός διοργανικού «φόρουμ» για να συζητούνται τα συγκεκριμένα αποτελέσματα στην καταπολέμηση της απάτης περιορίστηκε από την Επιτροπή και το Συμβούλιο: το χρονοδιάγραμμα των συναντήσεων δεν είναι πλέον προκαθορισμένο, και τα προς συζήτηση θέματα γίνονται περισσότερο αόριστα ή και δεν υπάρχουν (όπως, π.χ., η συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών και τους διεθνείς οργανισμούς). Ούτε οι προπαρασκευαστικές συνεδριάσεις τεχνικού χαρακτήρα στις οποίες απέβλεπε το ΕΚ διατηρήθηκαν. Επιπλέον, στο σχήμα που προτείνει η Επιτροπή, ο γενικός διευθυντής έχει υποχρέωση να ενσωματώνει τις συστάσεις που εγκρίνονται στο πλαίσιο της «ανταλλαγής απόψεων», ενώ το ΕΚ περιβάλλει με «ευθύνη παρακολούθησης» όλα τα θεσμικά και λοιπά όργανα της ΕΕ, επιπλέον της OLAF. Πράγματι, στην οπτική του ΕΚ η διοργανική συνεννόηση επιφορτίζει όλους τους εταίρους της Υπηρεσίας με την ευθύνη για τη βελτίωση της καταπολέμησης της απάτης, εντοπίζοντας προβλήματα και λύσεις με κοινή συμφωνία. Έτσι, το ΕΚ, στο πλαίσιο της διαδικασίας συναπόφασης, καλεί το Συμβούλιο να θεωρεί τη διαδικασία συνεννόησης ως τη διαδικασία που θα πρέπει να εφαρμόζεται για τα επόμενα χρόνια. Ο διορισμός των μελών της επιτροπής εποπτείας Το ΕΚ πρότεινε επίσης την ενίσχυση του συντονισμού μεταξύ των θεσμικών οργάνων κατά το διορισμό των μελών της επιτροπής εποπτείας. Όσον αφορά το διορισμό των μελών της επιτροπής εποπτείας, τον Ιούλιο του 2011 σε συνεδρίαση της Ομάδας Υψηλού Επιπέδου επιτεύχθηκε συμβιβασμός μεταξύ των τριών θεσμικών οργάνων ως προς τη διατύπωση της πρόσκλησης υποβολής υποψηφιοτήτων, ενώ εξακολούθησε να παραμένει ανοικτό το ζήτημα της ακολουθητέας διαδικασίας για την υποβολή του καταλόγου των υποψηφίων. Το ΕΚ, στο σημείο αυτό, είναι πεπεισμένο ότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή θα ακούσουν την έκκληση του ΕΚ για μια πιο διαφανή επιλογή των υποψηφίων που θα προτείνει κάθε θεσμικό όργανο. DT\876068.doc 3/5 PE470.022v01-00
Ο διορισμός του γενικού διευθυντή Αντίθετα, όσον αφορά το διορισμό του γενικού διευθυντή (βλ. άρθρο 12, παράγραφος 2), η πρόταση του ΕΚ για ορισμό με "κοινή συμφωνία" μεταξύ του ΕΚ και του Συμβουλίου δεν έγινε δεκτή από την Επιτροπή. Η εισηγήτρια θεωρεί ότι, δεδομένου του ανεξάρτητου καθεστώτος της Υπηρεσίας, ο διορισμός του γενικού διευθυντή θα πρέπει να γίνεται με την ισχύουσα διαδικασία. Έτσι, η νέα διατύπωση της Επιτροπής, του 2011, σύμφωνα με την οποία ο διορισμός γίνεται αφού προηγουμένως «διαβουλεύεται δεόντως» («duly consulted») με το ΕΚ, το Συμβούλιο και την επιτροπή εποπτείας, δεν είναι αποδεκτή. Επίσης, η διατύπωση που χρησιμοποιείται από το Συμβούλιο, το οποίο προτείνει «μετά από διαβούλευση» («after consultations») με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Η εισηγήτρια θεωρεί πολύ σημαντικό να διατηρηθεί η διαδικασία διορισμού που ισχύει σήμερα, με στόχο τη στενή συνεργασία μεταξύ των θεσμικών οργάνων για το διορισμό του γενικού διευθυντή. Η εισηγήτρια διαπιστώνει επίσης ότι η Επιτροπή δεν περιέλαβε - στην πρότασή της του 2011 ούτε τις προθεσμίες που πρέπει να τηρούν τα θεσμικά όργανα για την επιλογή του νέου γενικού διευθυντή εντός συγκεκριμένης χρονικής περιόδου (6 μήνες πριν από τη λήξη της εντολής για την πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων 9 μήνες συνολικά για την τελική επιλογή). Η Επιτροπή περιλαμβάνει μόνο την υποχρέωση για πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων 6 μήνες πριν από τη λήξη της θητείας του γενικού διευθυντή. Τέλος, το ζήτημα της διάρκειας και της ανανέωσης της θητείας του γενικού διευθυντή θα πρέπει να συζητηθεί περαιτέρω κατά τη διαδικασία συναπόφασης. Η πρόσβαση στις βάσεις δεδομένων Στο νομοθετικό ψήφισμά του το 2008 το ΕΚ καλεί όλα τα θεσμικά όργανα, τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και των τρίτων χωρών, καθώς και τις οργανώσεις, να συνεργάζονται με την OLAF. Οι προτάσεις του ΕΚ κινούνται όλες προς την ίδια κατεύθυνση. Αυτή η έκκληση για στενότερη συνεργασία πρέπει πρώτα να ενσωματωθεί από την Επιτροπή. Το ΕΚ το έχει ήδη καταστήσει φανερό στα προηγούμενά του έγγραφα εργασίας: ένα από τα στοιχεία που μπορούν να βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα των ερευνών (με τη μείωση του χρόνου για την αρχική αξιολόγηση, για παράδειγμα) είναι η άμεση και αυτόματη πρόσβαση στις πληροφορίες. Οι βάσεις δεδομένων των δικαιούχων κονδυλίων της ΕΕ και εκείνες του προσωπικού που εργάζεται για τα θεσμικά όργανα, τα λοιπά όργανα, τους οργανισμούς ή τις υπηρεσίες αποτελούν βασικό εργαλείο για τις δραστηριότητες έρευνας και τον αρχικό έλεγχο των πληροφοριών που λαμβάνονται από τους διενεργούντες τις έρευνες. Όσον αφορά τις βάσεις δεδομένων που βρίσκονται υπό τον έλεγχο των αρμόδιων υπηρεσιών της Επιτροπής, φαίνεται ότι η πρόσβαση της OLAF σε αυτές εξακολουθεί να είναι δύσκολη, παρά το πλήθος των διμερών πρωτοβουλιών μεταξύ της OLAF και της Επιτροπής. Το ΕΚ πρότεινε διάταξη που επιτρέπει την άμεση και αυτόματη πρόσβαση στις βάσεις δεδομένων που αφορούν τους κοινοτικούς πόρους, για τους σκοπούς της έρευνας ή της προκαταρκτικής αξιολόγησης (βλ. άρθρο 5, παράγραφος 5, τελευταίο εδάφιο). Ούτε η Επιτροπή ούτε το Συμβούλιο συμπεριέλαβαν τη διάταξη αυτή. Η εισηγήτρια καλεί το Συμβούλιο, στις τρέχουσες διαπραγματεύσεις, να υιοθετήσει την πρόταση. Ρυθμίσεις για την προστασία των δεδομένων, κατά την πρόσβαση των διενεργούντων τις έρευνες, μπορούν να εισαχθούν στο PE470.022v01-00 4/5 DT\876068.doc
τελικό κείμενο της διάταξης. Οι ευρωπαίοι πολίτες και φορολογούμενοι θα δυσκολευτούν να κατανοήσουν τους λόγους μιας ενδεχόμενης απόρριψης της πρότασης αυτής. Αν οι προτάσεις του ΕΚ ληφθούν υπόψη σε πρώτη ανάγνωση, τα κράτη μέλη και οι άλλοι διεθνείς εταίροι της OLAF θα κληθούν να επενδύσουν περισσότερους πόρους στην καταπολέμηση της απάτης. Η Επιτροπή δεν θα μπορεί να κάνει λιγότερα από τους άλλους εταίρους. DT\876068.doc 5/5 PE470.022v01-00