Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 2 Δεκεμβρίου 2016 (OR. en) 15164/16 EF 378 ECOFIN 1155 DELACT 250 ΔΙΑΒΙΒΑΣΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ Αποστολέας: Ημερομηνία Παραλαβής: Αποδέκτης: Αριθ. εγγρ. Επιτρ.: Θέμα: Για τον Γενικό Γραμματέα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο κ. Jordi AYET PUIGARNAU, Διευθυντής 1 Δεκεμβρίου 2016 κ. Jeppe TRANHOLM-MIKKELSEN, Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης C(2016) 7643 final ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 1.12.2016 για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τα κριτήρια βάσει των οποίων μια δραστηριότητα θεωρείται παρεπόμενη της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - C(2016) 7643 final. συνημμ.: C(2016) 7643 final 15164/16 DGG 1B EL
ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Βρυξέλλες, 1.12.2016 C(2016) 7643 final ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 1.12.2016 για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τα κριτήρια βάσει των οποίων μια δραστηριότητα θεωρείται παρεπόμενη της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) EL EL
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ 1. ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΠΡΑΞΗΣ Η οδηγία για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (οδηγία 2014/65/ΕΕ, MiFID II) εξαιρεί τα πρόσωπα που διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, ή παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες σε πελάτες, σε σχέση με παράγωγα επί εμπορευμάτων, δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα αυτών, υπό τον όρο ότι η δραστηριότητα είναι παρεπόμενη της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους σε επίπεδο ομίλου και ότι η κύρια επιχειρηματική δραστηριότητα δεν είναι η παροχή επενδυτικών υπηρεσιών κατά την έννοια της MiFID ούτε η άσκηση τραπεζικών δραστηριοτήτων βάσει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ. Σε αυτό το πλαίσιο, το άρθρο 2 παράγραφος 4 της MiFID II παρέχει εξουσιοδότηση στην Επιτροπή να εκδίδει ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα (ΡΤΠ) που θα προσδιορίζουν τα κριτήρια βάσει των οποίων μια δραστηριότητα θεωρείται παρεπόμενη της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας ενός ομίλου. Η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) υπέβαλε σχέδιο ΡΤΠ στην Επιτροπή στις 28 Σεπτεμβρίου 2015. Στις 20 Απριλίου 2016, η Επιτροπή κοινοποίησε στην ΕΑΚΑΑ, δυνάμει του άρθρου 10 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, την πρόθεσή της να εγκρίνει το εν λόγω σχέδιο ΡΤΠ (ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων), υπό την προϋπόθεση μιας σειράς αλλαγών. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η δοκιμή της κύριας δραστηριότητας θα είναι πιο ενδεικτική των κύριων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ενός ομίλου, η Επιτροπή πρότεινε την ανάπτυξη δοκιμής με βάση τα κεφάλαια για τη διάκριση των κύριων δραστηριοτήτων ενός ομίλου από τις παρεπόμενες δραστηριότητές του. Όμιλοι που έχουν πραγματοποιήσει σημαντικές επενδύσεις κεφαλαίου, αναλόγως του μεγέθους τους, στη δημιουργία εγκαταστάσεων υποδομής, μεταφορών και παραγωγής, καθώς και όμιλοι που έχουν πραγματοποιήσει σημαντικές επενδύσεις οι οποίες δεν μπορούν να αντισταθμιστούν εύκολα στις χρηματοπιστωτικές αγορές πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να επωφελούνται από τη δοκιμή με βάση τα κεφάλαια επειδή η εν λόγω δοκιμή θα αποτελούσε ακριβέστερη αποτύπωση των κύριων δραστηριοτήτων τους. Η Επιτροπή ζήτησε προς τούτο από την ΕΑΚΑΑ να αναπτύξει μεθοδολογία για την κατανομή των κεφαλαίων μεταξύ της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας και της παρεπόμενης δραστηριότητας έτσι ώστε οι όμιλοι να είναι σε θέση να αποδείξουν, με βάση τα απασχολούμενα κεφάλαια, ποιά είναι η κύρια επιχειρηματική δραστηριότητα του ομίλου. Στις 30 Μαΐου 2016, η ΕΑΚΑΑ υπέβαλε στην Επιτροπή επίσημη γνωμοδότηση και αναθεωρημένο σχέδιο τεχνικού προτύπου. Στη γνωμοδότησή της η ΕΑΚΑΑ δεν πρότεινε μία και μόνη μεθοδολογία με βάση τα κεφάλαια αλλά μια σειρά πιθανών μεθοδολογιών και μετρήσεων για τον υπολογισμό και την κατανομή των κεφαλαίων μεταξύ των δραστηριοτήτων ενός ομίλου. Στη γνωμοδότησή της τής 30ης Μαΐου, η ΕΑΚΑΑ περιέγραψε πέντε εναλλακτικές προτάσεις για τον αριθμητή (που υποδεικνύουν κερδοσκοπικές συναλλαγές) και τρεις εναλλακτικές προτάσεις για τον παρονομαστή (που υποδεικνύουν την κύρια δραστηριότητα ενός ομίλου). Η ΕΑΚΑΑ, στη γνωμοδότησή της, δεν εξέφρασε προτίμηση για κάποια από τις εναλλακτικές προτάσεις που υπέβαλε στην Επιτροπή. Η ΕΑΚΑΑ απέφυγε επίσης να προτείνει ένα κατώτατο όριο για το ποσοστό κερδοσκοπικών συναλλαγών σε σχέση με την κύρια δραστηριότητα ενός ομίλου το οποίο θα καθιστούσε υποχρεωτική την απόκτηση άδειας στο πλαίσιο της MiFID ΙΙ. EL 2 EL
Όσον αφορά τον αριθμητή (ο οποίος υποδεικνύει το κεφάλαιο που χρησιμοποιείται για «κερδοσκοπική» συναλλακτική δραστηριότητα) η ΕΑΚΑΑ υπέβαλε πέντε εναλλακτικές επιλογές. Οι επιλογές αυτές αξιολογήθηκαν έναντι των στόχων της δημιουργίας μιας λειτουργικής δοκιμής με βάση τα κεφάλαια: (1) Επιλογή 1 - Ακαθάριστη ονομαστική αξία των συναλλαγών σε παράγωγα. Η συγκεκριμένη επιλογή έχει τα πλεονεκτήματα της απλότητας και της διαθεσιμότητας αλλά, πολύ σημαντικό, δεν συνιστά μέτρο κατανομής κεφαλαίων. Η χρήση της «ακαθάριστης ονομαστικής» αξίας δεν συνάδει, επομένως, με τον σκοπό της θέσπισης ενός μέτρου «κατανομής κεφαλαίων». (2) Επιλογή 2 - Απλοποιημένη προσέγγιση βάσει του κανονισμού περί κεφαλαιακών απαιτήσεων (Κανονισμός 575/2013, ΚΚΑ). Πρόκειται για μια σχετικά απλή επιλογή, αν και οι όμιλοι ενδέχεται να χρειαστούν κάποια αρχική καθοδήγηση σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής της στην πράξη. Η επιλογή 2 έχει το πλεονέκτημα ότι αποτελεί μέτρο του κεφαλαίου (το κεφάλαιο υπολογίζεται ως το 15% της καθαρής θέσης επί παραγώγων συν 3% της ακαθάριστης θέσης επί παραγώγων). (3) Επιλογή 3 - Αποτίμηση των κερδοσκοπικών παραγώγων βάσει των τρεχουσών τιμών Δεν πρόκειται για μέτρο του κεφαλαίου, αλλά μάλλον για μέτρο που αντικατοπτρίζει το προφίλ κινδύνου ή το «χρηματοδοτικό άνοιγμα» μιας επιχείρησης. Το μέτρο υπόκειται επίσης σε σημαντική μεταβλητότητα καθώς η αξία τόσο των θετικών όσο και των αρνητικών ανοιγμάτων μεταβάλλεται διαρκώς, παρακολουθώντας τις υποκείμενες αγορές. Επιπροσθέτως, το μέτρο αποτίμησης βάσει των τρεχουσών τιμών εκθέτει τους ομίλους και τις αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές στον κίνδυνο να προκύψουν μη αξιόπιστα αποτελέσματα καθώς θα ήταν εκτεθειμένα σε σημαντική μεταβλητότητα τιμών, κυρίως στις αρνητικές θέσεις. (4) Επιλογή 4 - Προσέγγιση με βάση τις απαιτήσεις περιθωρίου για παράγωγα διαπραγματεύσιμα σε χρηματιστήριο Εκτός του ότι δεν αποτελεί μέτρο του κεφαλαίου, η συγκεκριμένη πρόταση έχει επίσης το μειονέκτημα ότι υπερεκτιμά την κερδοσκοπική δραστηριότητα μιας εταιρείας συμπεριλαμβάνοντας περιθώριο το οποίο παρέχεται για θέσεις αντιστάθμισης. Αλλά το εν λόγω μέτρο θα μπορούσε επίσης να υποτιμήσει τις κερδοσκοπικές συναλλαγές μιας επιχείρησης που ασκεί κερδοσκοπία σε εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, όταν δεν χρειάζεται να προβλεφθεί περιθώριο. (5) Επιλογή 5 - Προσέγγιση με βάση τη μεθοδολογία των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών σχετικά με τις απαιτήσεις περιθωρίου για τις μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων. Αν και το συγκεκριμένο μέτρο θα μπορούσε να προσαρμοστεί εύκολα για τους σκοπούς της MIFID ΙΙ, η ΕΑΚΑΑ δεν υπέβαλε μεθοδολογία βαθμονόμησης για τον τρόπο εφαρμογής της εν λόγω δοκιμής στην πράξη. Με βάση την ανωτέρω αξιολόγηση, το καταλληλότερο μέτρο για τον προσδιορισμό του μεγέθους των μη αντισταθμιστικών συναλλακτικών δραστηριοτήτων είναι το μέτρο που βασίζεται στην απλοποιημένη μέθοδο ΚΚΑ. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η εν λόγω μέτρηση απορρέει από ένα διεθνώς συμφωνημένο πλαίσιο για το ρυθμιστικό κεφάλαιο και παρέχει ένα αναλογικό μέτρο του μεγέθους των θέσεων σε παράγωγα επί εμπορευμάτων. EL 3 EL
Συνδέεται άμεσα με το ακαθάριστο ποσό των συναλλαγών, το οποίο αντιπροσωπεύει τη δραστηριότητα στον συγκεκριμένο τομέα. Τα άλλα μέτρα που παραθέτει η ΕΑΚΑΑ είναι λιγότερο εξεζητημένες μετρήσεις κεφαλαίου ή μετρούν το κέρδος (ή τη ζημία) της θέσης διαπραγμάτευσης παρά τη δραστηριότητα καθαυτή. Με βάση προσεκτική εξέταση του ακριβέστερου μέτρου και της πολυπλοκότητας εφαρμογής της δοκιμής με βάση τα κεφάλαια, η μέτρηση ΚΚΑ παρουσιάζει τα περισσότερα πλεονεκτήματα. Όσον αφορά τον παρονομαστή (ο οποίος υποδεικνύει το κεφάλαιο που χρησιμοποιείται κατά την άσκηση της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας ενός ομίλου), αξιολογήθηκαν οι εξής εναλλακτικές προτάσεις: (1) Λογιστικό μέτρο των «ενσώματων παγίων», ή (2) Σύνολο ιδίων κεφαλαίων, ή (3) Άλλα μέτρα χρηματοδότησης (με συνδυασμό δανειακών και ιδίων κεφαλαίων). Το μέτρο των πάγιων ενσώματων στοιχείων ενεργητικού δεν ενδείκνυται για διαμεσολαβητές με χαμηλές επενδύσεις σε πάγια ενσώματα στοιχεία ενεργητικού, ενώ το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων δεν αποτυπώνει όλες τις επενδύσεις σε επιχειρησιακές υποδομές όταν χρηματοδοτούνται μέσω χρεωστικών τίτλων. Ένα ευρύτερο μέτρο της χρηματοδότησης, όπως το απασχολούμενο κεφάλαιο, δεν θα παρουσίαζε αυτές τις αδυναμίες. Το απασχολούμενο κεφάλαιο θα υπολογιζόταν ως το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων του ομίλου συν τις μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις ή, εναλλακτικά, ως το σύνολο ενεργητικού μείον τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις του ομίλου. Η ΕΑΚΑΑ, στη γνωμοδότηση της 30ής Μαΐου, υπέδειξε ότι ένα τέτοιο ευρύτερο μέτρο της χρηματοδότησης θα ήταν ίσως ενδεδειγμένο. Η εν λόγω επιλογή θα παρουσίαζε πολύ μεγάλες ομοιότητες με το ευρέως αποδεκτό μέτρο του «απασχολούμενου κεφαλαίου» συνδυάζοντας το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων με το μακροπρόθεσμο χρέος. Η συγκεκριμένη μέθοδος μέτρησης είναι η καταλληλότερη για τη μέτρηση του απασχολούμενου κεφαλαίου στην κύρια δραστηριότητα ενός διαφοροποιημένου ομίλου. Υπάρχει, ωστόσο, ο κίνδυνος ότι ένα μέτρο που βασίζεται στο σύνολο ιδίων κεφαλαίων συν το χρέος ενδέχεται να είναι επιρρεπές σε υπερεκτίμηση της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας ενός ομίλου, καθώς τα ίδια κεφάλαια και το χρέος θα μπορούσαν επίσης να χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση μη εμπορικών ή κερδοσκοπικών περιουσιακών στοιχείων μιας εταιρείας. Το μέτρο του απασχολούμενου κεφαλαίου θα πρέπει συνεπώς να εφαρμόζεται με σύνεση. Σε τελική ανάλυση, το συγκεκριμένο μειονέκτημα μπορεί να ξεπεραστεί με τη θέσπιση αρκετά συνετών κανονιστικών ρυθμίσεων. Το απασχολούμενο κεφάλαιο παραμένει, συνεπώς, το καταλληλότερο μέτρο για τον προσδιορισμό της κύριας δραστηριότητας ενός ομίλου. Όσον αφορά το εφαρμοζόμενο κατώτατο όριο, η ΕΑΚΑΑ, στο σχέδιο ΡΤΠ της 28ης Σεπτεμβρίου, πρότεινε κατώτατο όριο της τάξης του 10%. Δεδομένου ότι η δοκιμή με βάση τα κεφάλαια, όπως και η δοκιμή με βάση τις συναλλαγές που πρότεινε η ΕΑΚΑΑ στο σχέδιο της 28ης Σεπτεμβρίου, επιδιώκει την επιβολή ανώτατου ορίου στο ποσό των κερδοσκοπικών συναλλαγών σε παράγωγα τις οποίες μπορεί να διενεργήσει ένας όμιλος χωρίς να απαιτείται άδεια λειτουργίας βάσει της MiFID ΙΙ, κρίνεται σκόπιμος ο καθορισμός ενός κατώτατου ορίου 10% και σε σχέση με τη δοκιμή με βάση τα κεφάλαια. EL 4 EL
Προκειμένου να αντιμετωπιστεί η έλλειψη ασφάλειας δικαίου που θα δημιουργούνταν για τους μη χρηματοοικονομικούς ομίλους οι οποίοι δεν διαθέτουν ένα ολοκληρωμένο και αντιπροσωπευτικό σύνολο δεδομένων που καλύπτει τις κύριες και παρεπόμενες δραστηριότητές τους, εισάγεται τριετής περίοδος υπολογισμού. Υπολογιζόμενο σε ετήσια βάση, το ποσό του απασχολούμενου κεφαλαίου και το μέγεθος της συναλλακτικής δραστηριότητας σε χρηματοπιστωτικά μέσα μπορεί να παρουσιάζει διακυμάνσεις από έτος σε έτος καθώς, π.χ., γεγονότα που χαρακτηρίζονται από περιοδικότητα μπορεί να απαιτούν αυξημένες δραστηριότητες αντιστάθμισης ορισμένα έτη, ενώ άλλα όχι. Συνεπώς, ένας μη χρηματοοικονομικός όμιλος μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο της MiFID II επειδή πληροί τα σχετικά κριτήρια ένα συγκεκριμένο έτος ωστόσο, ένα άλλο έτος μπορεί να πληροί τα κριτήρια εξαίρεσης από τη MiFID II. Για να αντιμετωπιστεί αυτό το πρακτικό ζήτημα ομίλων που άλλοτε εμπίπτουν στην MiFID II και άλλοτε όχι, οι υπολογισμοί που εκτελούνται προκειμένου να ελεγχθεί κατά πόσο μια μη αντισταθμιστική συναλλαγή είναι παρεπόμενη ή όχι, πρέπει να καλύπτουν έναν κυλιόμενο μέσο όρο τριών ετών. 2. ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΙΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ Σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, η ΕΑΚΑΑ διεξήγαγε δημόσια διαβούλευση σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων. Στις 19 Δεκεμβρίου 2014, αναρτήθηκε έγγραφο διαβούλευσης στον δικτυακό τόπο της ΕΑΚΑΑ και η διαβούλευση ολοκληρώθηκε στις 2 Μαρτίου 2015. Επιπλέον, η ΕΑΚΑΑ ζήτησε τις απόψεις της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών (SMSG), που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού ΕΑΚΑΑ. Η ομάδα συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών επέλεξε να μην παράσχει συμβουλές σχετικά με τα θέματα αυτά, λόγω της τεχνικής φύσης των προτύπων. Μαζί με τα σχέδια τεχνικών προτύπων, και σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, η ΕΑΚΑΑ υπέβαλε εκτίμηση επιπτώσεων, καθώς και ανάλυση του κόστους και του οφέλους σε σχέση με τα σχέδια τεχνικών προτύπων. Η ανάλυση αυτή είναι διαθέσιμη στη διεύθυνση: https://www.esma.europa.eu/databaseslibrary/esma-library 3. ΝΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΠΡΑΞΗΣ Το δικαίωμα έκδοσης κατ εξουσιοδότηση κανονισμού προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 4 της MiFID II. Βάσει αυτών των διατάξεων, η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδώσει κατ εξουσιοδότηση κανονισμό που θα καθορίζει τους όρους βάσει των οποίων μια δραστηριότητα πρέπει να θεωρείται παρεπόμενη της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας ενός ομίλου, θεσπίζοντας τρεις δοκιμές: Το άρθρο 1 περιγράφει το πεδίο εφαρμογής και τον σκοπό του κατ εξουσιοδότηση κανονισμού που είναι ο καθορισμός των δραστηριοτήτων ενός προσώπου οι οποίες θεωρούνται «παρεπόμενες» της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας ενός ομίλου στον οποίο ανήκει το εν λόγω πρόσωπο. Το άρθρο 2 περιλαμβάνει μια «δοκιμή μεριδίου αγοράς» με αντίστοιχα κατώτατα όρια για τη συναλλακτική δραστηριότητα, η οποία συγκρίνει το επίπεδο της συναλλακτικής δραστηριότητας ενός προσώπου σε σύγκριση με τη συνολική συναλλακτική δραστηριότητα στην ΕΕ ανά κατηγορία στοιχείων ενεργητικού. EL 5 EL
Το άρθρο 3 περιλαμβάνει «δοκιμή κύριας δραστηριότητας» με τα αντίστοιχα κατώτατα όρια, με την οποία προσδιορίζεται εάν οι μη αντισταθμιστικές συναλλαγές σε παράγωγα επί εμπορευμάτων συνιστούν μικρό μέρος των δραστηριοτήτων σε επίπεδο ομίλου. Το μέγεθος της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας μπορεί να υπολογιστεί με την άθροιση της συναλλακτικής δραστηριότητας ενός προσώπου σε όλες τις κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού που αναφέρονται στο άρθρο 2 ή με εκτίμηση των κεφαλαίων για τη συναλλακτική δραστηριότητα σε παράγωγα επί εμπορευμάτων, δικαιώματα εκπομπής και παράγωγα αυτών σύμφωνα με τη μέθοδο που ορίζεται στην πέμπτη παράγραφο του εν λόγω άρθρου. Το άρθρο 4 ορίζει τις ακριβείς λεπτομέρειες για τον υπολογισμό του μεγέθους των συναλλακτικών δραστηριοτήτων ενός ομίλου, τις εφαρμοζόμενες περιόδους αναφοράς καθώς και την ημερομηνία στην οποία από την οποία πρέπει να συλλέγονται τα σχετικά δεδομένα για τις συναλλαγές ή τα κεφάλαια.. Το άρθρο 5 περιλαμβάνει τα κριτήρια για τη διάκριση μεταξύ των μη αντισταθμιστικών συναλλαγών σε παράγωγα και των συναλλαγών οι οποίες, με αντικειμενική μέτρηση, θεωρούνται ότι μειώνουν τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα ή τη δραστηριότητα χρηματοδότησης επιχείρησης (αντιστάθμιση). Οι εν λόγω αντισταθμιστικές συναλλαγές δεν συνυπολογίζονται στη συναλλακτική δραστηριότητα στην οποία εφαρμόζεται η εξαίρεση όπως μετράται στον αριθμητή και στις δύο δοκιμασίες. EL 6 EL
ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 1.12.2016 για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τα κριτήρια βάσει των οποίων μια δραστηριότητα θεωρείται παρεπόμενη της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) Η ΕΥΡΩΠΑΪΚH ΕΠΙΤΡΟΠΗ, Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Έχοντας υπόψη την οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων 1, και ιδίως το άρθρο 2 παράγραφος 4, Εκτιμώντας τα ακόλουθα: (1) Η εκτίμηση για το κατά πόσο ένα πρόσωπο διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό ή παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες σε σχέση με παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα επί των δικαιωμάτων αυτών στην Ένωση ως δραστηριότητα παρεπόμενη της κύριας δραστηριότητάς του πρέπει να πραγματοποιείται σε επίπεδο ομίλου. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 11 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 2, ένας όμιλος θεωρείται ότι αποτελείται από τη μητρική επιχείρηση και όλες τις θυγατρικές επιχειρήσεις της και περιλαμβάνει οντότητες εγκατεστημένες στην Ένωση ή σε τρίτες χώρες ανεξαρτήτως του αν η έδρα του ομίλου βρίσκεται εντός ή εκτός της Ένωσης. (2) Η εκτίμηση πρέπει να συνίσταται σε δύο δοκιμές, οι οποίες βασίζονται αμφότερες στη συναλλακτική δραστηριότητα των προσώπων εντός του ομίλου και πρέπει να υπολογίζονται κατά κατηγορία στοιχείων ενεργητικού. Η πρώτη δοκιμή θα πρέπει να προσδιορίζει εάν τα πρόσωπα στο πλαίσιο του ομίλου είναι σημαντικοί συμμετέχοντες σε σχέση με το μέγεθος της χρηματοπιστωτικής αγοράς στη συγκεκριμένη κατηγορία στοιχείων ενεργητικού και εάν, ως εξ αυτού, θα έπρεπε να υποχρεούνται να λάβουν άδεια λειτουργίας ως επιχείρηση επενδύσεων. Η δεύτερη δοκιμή θα πρέπει να προσδιορίζει εάν τα πρόσωπα στο πλαίσιο του ομίλου διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό ή παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες σε σχέση με παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα επί των δικαιωμάτων αυτών σε 1 2 ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349. Οδηγία 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 182 της 29.6.2013, σ. 19). EL 7 EL
τόσο μεγάλη έκταση έναντι της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας του ομίλου ώστε οι εν λόγω δραστηριότητες δεν μπορούν να θεωρούνται παρεπόμενες σε επίπεδο ομίλου και εάν, συνεπώς, τα πρόσωπα θα έπρεπε να υποχρεούνται να λάβουν άδεια λειτουργίας ως επιχείρηση επενδύσεων. (3) Η πρώτη δοκιμή συγκρίνει το μέγεθος της συναλλακτικής δραστηριότητας ενός προσώπου με τη συνολική συναλλακτική δραστηριότητα στην Ένωση κατά κατηγορία στοιχείων ενεργητικού, προκειμένου να καθορίσει το μερίδιο αγοράς του προσώπου. Το μέγεθος της συναλλακτικής δραστηριότητας πρέπει να καθορίζεται αφαιρώντας από τον όγκο της συνολικής συναλλακτικής δραστηριότητας του προσώπου το σύνολο του όγκου των συναλλαγών για τους σκοπούς της ενδοομιλικής ρευστότητας ή της διαχείρισης κινδύνου, της αντικειμενικά μετρήσιμης μείωσης των κινδύνων που σχετίζονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα ή τη δραστηριότητα χρηματοδότησης επιχείρησης ή της εκπλήρωσης υποχρεώσεων για παροχή ρευστότητας σε τόπο διαπραγμάτευσης («προνομιακές συναλλαγές»). (4) Ο όγκος της συναλλακτικής δραστηριότητας θα πρέπει να καθορίζεται από την ακαθάριστη ονομαστική αξία των συμβάσεων παραγώγων επί εμπορευμάτων, δικαιωμάτων εκπομπής και παραγώγων αυτών με βάση έναν κυλιόμενο μέσο όρο των τριών προηγούμενων ετήσιων περιόδων. Το συνολικό μέγεθος της αγοράς θα πρέπει να καθορίζεται με βάση τη συναλλακτική δραστηριότητα που ασκείται στην Ένωση σε σχέση με κάθε κατηγορία στοιχείων ενεργητικού για την οποία επιδιώκεται η εξαίρεση, συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης εντός και εκτός τόπων διαπραγμάτευσης στην Ένωση. (5) Επειδή οι αγορές εμπορευμάτων διαφέρουν σημαντικά ως προς το μέγεθος, τον αριθμό των συμμετεχόντων στην αγορά, το επίπεδο ρευστότητας και άλλα χαρακτηριστικά, εφαρμόζονται διαφορετικά κατώτατα όρια για τις διάφορες κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού όσον αφορά τη δοκιμή για το μέγεθος της συναλλακτικής δραστηριότητας. (6) Η δεύτερη δοκιμή παρέχει δύο μεθόδους για τον καθορισμό του μεγέθους της συναλλακτικής δραστηριότητας προκειμένου να γίνει σύγκρισή της με το μέγεθος της κύριας δραστηριότητας που ασκεί ο όμιλος. Η εν λόγω δοκιμή λαμβάνει δύο μορφές ώστε να αποτυπώνει καλύτερα τις υποκείμενες δραστηριότητες των προσώπων που προτίθενται να χρησιμοποιήσουν την εξαίρεση ελαχιστοποιώντας ταυτόχρονα την κανονιστική επιβάρυνση και την πολυπλοκότητα της διεξαγωγής της δοκιμασίας. Η δοκιμή με βάση τα κεφάλαια παρέχεται ως εναλλακτική επιλογή της δοκιμής με βάση τις συναλλαγές προκειμένου να ληφθεί υπόψη η οικονομική πραγματικότητα των πολύ ετερογενών ομίλων που πρέπει να υποβληθούν στην αξιολόγηση για το αν η συναλλακτική δραστηριότητά τους είναι παρεπόμενη της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, συμπεριλαμβανομένων ομίλων που έχουν πραγματοποιήσει σημαντικές επενδύσεις κεφαλαίου, αναλόγως του μεγέθους τους, στη δημιουργία εγκαταστάσεων υποδομής, μεταφορών και παραγωγής, καθώς και επενδύσεις οι οποίες δεν μπορούν να αντισταθμιστούν εύκολα στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Δεδομένου ότι οι δύο μορφές της δεύτερης δοκιμής καλύπτουν τις διαφορετικές οικονομικές πραγματικότητες διαφόρων ομίλων, οι δύο δοκιμές αποτελούν εξίσου κατάλληλες μεθόδους για τον προσδιορισμό του κατά πόσο μια συναλλακτική δραστηριότητα είναι παρεπόμενη της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας ενός συγκεκριμένου ομίλου. EL 8 EL
(7) Το μέγεθος της συναλλακτικής δραστηριότητας όπως χρησιμοποιείται βάσει της πρώτης μεθόδου της δεύτερης δοκιμής λαμβάνεται ως προσεγγιστική μεταβλητή για την εμπορική δραστηριότητα που ασκεί το πρόσωπο ή ο όμιλος ως κύρια δραστηριότητά του. Η εν λόγω προσεγγιστική μεταβλητή είναι εύκολη και οικονομικά συμφέρουσα στην εφαρμογή της από τα πρόσωπα καθώς βασίζεται σε δεδομένα τα οποία έπρεπε να έχουν ήδη συλλεγεί για την πρώτη δοκιμή και, ταυτόχρονα, συμβάλλει στη διενέργεια μιας ουσιαστικής δοκιμής. (8) Η εν λόγω προσεγγιστική μεταβλητή είναι κατάλληλη επειδή μια ορθολογική, αποστρεφόμενη τους κινδύνους οντότητα, όπως ένας παραγωγός, μεταποιητής ή καταναλωτής εμπορευμάτων ή δικαιωμάτων εκπομπής, θεωρείται ότι αντισταθμίζει τον όγκο της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας του με ισοδύναμο όγκο παραγώγων επί εμπορευμάτων, δικαιωμάτων εκπομπής ή παραγώγων αυτών. Συνεπώς, ο όγκος της συνολικής συναλλακτικής δραστηριότητάς του σε παράγωγα επί εμπορευμάτων, δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα αυτών υπολογιζόμενος βάσει της ακαθάριστης ονομαστικής αξίας του υποκείμενου μέσου αποτελεί κατάλληλη προσεγγιστική μεταβλητή για το μέγεθος της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας του ομίλου. Επειδή οι όμιλοι των οποίων οι κύριες επιχειρηματικές δραστηριότητες δεν σχετίζονται με εμπορεύματα ή δικαιώματα εκπομπής δεν θα χρησιμοποιούσαν παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιωμάτων εκπομπής ως εργαλείο μείωσης του κινδύνου, οι συναλλαγές τους σε παράγωγα επί εμπορευμάτων, δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα αυτών δεν θα χαρακτηρίζονταν ως αντιστάθμιση. (9) Η χρήση παραγώγων επί εμπορευμάτων ως εργαλείου μείωσης του κινδύνου δεν μπορεί, ωστόσο, να θεωρηθεί τέλεια προσεγγιστική μεταβλητή για το σύνολο της εμπορικής δραστηριότητας που ασκεί το πρόσωπο ή ο όμιλος ως κύρια επιχειρηματική δραστηριότητα καθώς μπορεί να μην λαμβάνει υπόψη άλλες επενδύσεις σε πάγια στοιχεία που δεν σχετίζονται με τις αγορές παραγώγων. Για την αποκατάσταση της πιθανής αναντιστοιχίας ανάμεσα στις συναλλαγές σε παράγωγα επί εμπορευμάτων ενός ομίλου και στο πραγματικό μέγεθος της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητάς του για τους μικρούς, ιδίως, ομίλους, η πρώτη μέθοδος της δεύτερης δοκιμής θα πρέπει να περιέχει έναν μηχανισμό ασφαλείας ο οποίος θα αναγνωρίζει ότι η συναλλακτική δραστηριότητα που ασκούν τα πρόσωπα στο πλαίσιο του ομίλου θα πρέπει επίσης να μην υπερβαίνει ένα ορισμένο ποσοστό των κατώτατων ορίων που ορίζονται βάσει της πρώτης δοκιμής για κάθε σχετική κατηγορία στοιχείων ενεργητικού για να θεωρείται παρεπόμενη. Όσο υψηλότερο το ποσοστό κερδοσκοπικής δραστηριότητας προς τη συνολική συναλλακτική δραστηριότητα ενός ομίλου, τόσο χαμηλότερο το κατώτατο όριο που ορίζεται στο πλαίσιο της πρώτης δοκιμής. (10) Ο μηχανισμός ασφαλείας βάσει ενός ομίλου ο οποίος δεν υπερβαίνει ένα ορισμένο ποσοστό των κατώτατων ορίων που ορίζονται βάσει της πρώτης δοκιμής για κάθε σχετική κατηγορία στοιχείων ενεργητικού έχει ιδιαίτερη σημασία για τους πολύ μικρούς ομίλους με αμελητέο συνολικό αποτύπωμα στις σχετικές συναλλαγές παραγώγων επί εμπορευμάτων. Από τη μια πλευρά, οι εν λόγω όμιλοι μπορεί να υποχρεωθούν να προχωρήσουν σε δαπανηρή ανάλυση των συναλλακτικών δραστηριοτήτων τους προκειμένου να καθορίσουν κατά πόσο οι εν λόγω συναλλαγές μειώνουν ή όχι τον κίνδυνο χωρίς να προκύψει οριστικό αποτέλεσμα ως προς τον παρεπόμενο χαρακτήρα της συναλλακτικής δραστηριότητας. Από την άλλη, οι εν λόγω όμιλοι δεν είναι συνήθως επαρκώς εξοπλισμένοι για τη διενέργεια τη δοκιμής με βάση τα κεφάλαια ως εναλλακτική λύση στη δοκιμή με βάση τις συναλλαγές. Για να EL 9 EL
αποφεύγεται ο δυσανάλογος φόρτος για τους εν λόγω ομίλους, είναι σκόπιμο οι όμιλοι των οποίων η εμπορική δραστηριότητα για κάθε κατηγορία περιουσιακών στοιχείων αντιπροσωπεύει λιγότερο από το ένα πέμπτο του κατωτάτου ορίου που τίθεται στο πλαίσιο της πρώτης δοκιμής να θεωρείται ότι διεξάγουν τις σχετικές συναλλαγές ως παρεπόμενη δραστηριότητα της κύριας δραστηριότητάς τους. Η πρώτη μέθοδος σύμφωνα με τη δεύτερη δοκιμή, ωστόσο, δεν μετρά καταλλήλως την κύρια δραστηριότητα των προσώπων που έχουν σημαντικές επενδύσεις κεφαλαίου, σε σχέση με το μέγεθός τους, στη δημιουργία εγκαταστάσεων υποδομών, μεταφορών και παραγωγής. Επίσης, δεν αναγνωρίζει τις επενδύσεις που δεν μπορούν να αντισταθμιστούν σε χρηματοπιστωτικές αγορές. Είναι, συνεπώς, ανάγκη η δεύτερη δοκιμασία να περιέχει μια δεύτερη μέθοδο που θα χρησιμοποιεί μέτρηση με βάση το κεφάλαιο προκειμένου να εκτιμηθεί εάν η εν λόγω συναλλακτική δραστηριότητα είναι παρεπόμενη της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας του ομίλου. (11) Η δεύτερη μέθοδος στο πλαίσιο της δεύτερης δοκιμασίας χρησιμοποιεί το εκτιμώμενο κεφάλαιο που ένας μη χρηματοοικονομικός όμιλος θα όφειλε να κατέχει έναντι του εγγενούς κινδύνου αγοράς στις θέσεις του ο οποίος απορρέει από τη διαπραγμάτευση σε παράγωγα επί εμπορευμάτων, δικαιώματα εκπομπής και παράγωγα αυτών, εξαιρουμένων των προνομιακών συναλλαγών, ως δείκτη για το ποσό των παρεπόμενων δραστηριοτήτων που ασκούν τα πρόσωπα στο πλαίσιο ομίλου. Το πλαίσιο που αναπτύχθηκε υπό την αιγίδα της Επιτροπής της Βασιλείας και τέθηκε σε εφαρμογή στην Ένωση μέσω της οδηγίας για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις χρησιμοποιείται για την εφαρμογή αναλογικής θεωρητικής στάθμισης κεφαλαίου σε θέσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, η καθαρή θέση σε παράγωγο επί εμπορεύματος, δικαίωμα εκπομπής ή παράγωγο αυτού, καθορίζεται με συμψηφισμό των θετικών και των αρνητικών θέσεων σε συγκεκριμένο είδος σύμβασης παραγώγων επί εμπορευμάτων, σύμβασης δικαιωμάτων εκπομπής ή παραγώγων αυτών, όπως τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, τα δικαιώματα προαίρεσης, τα προθεσμιακά συμβόλαια και οι τίτλοι δικαιωμάτων (warrants). Κατά τον καθορισμό της καθαρής θέσης, ο συμψηφισμός πρέπει να γίνεται ανεξαρτήτως του τόπου διαπραγμάτευσης της σύμβασης, του αντισυμβαλλόμενου ή της ημερομηνίας λήξης της σύμβασης. Η ακαθάριστη θέση σε σχετική σύμβαση παραγώγων επί εμπορευμάτων, σύμβαση δικαιωμάτων εκπομπής ή παραγώγων αυτών πρέπει, από την άλλη πλευρά, να υπολογίζεται προσθέτοντας τις καθαρές θέσεις ειδών συμβάσεων που σχετίζονται με συγκεκριμένο εμπόρευμα, δικαίωμα εκπομπής ή παράγωγο αυτού. Σε αυτό το πλαίσιο, οι καθαρές θέσεις σε συγκεκριμένο είδος σύμβασης παραγώγων επί εμπορευμάτων, σύμβασης δικαιωμάτων εκπομπής ή σύμβασης παραγώγων αυτών δεν πρέπει να συμψηφίζονται η μία με την άλλη. (12) Στο πλαίσιο της δεύτερης μεθόδου της δεύτερης δοκιμής, το ποσό του εκτιμώμενου κεφαλαίου ενός ομίλου συγκρίνεται στη συνέχεια με το πραγματικό μέγεθος του απασχολούμενου κεφαλαίου του εν λόγω ομίλου που θα πρέπει να αντανακλά το μέγεθος της κύριας δραστηριότητάς του. Το απασχολούμενο κεφάλαιο υπολογίζεται στη βάση των συνολικών στοιχείων ενεργητικού του ομίλου μείον το τρέχον χρέος του. Το τρέχον χρέος θα πρέπει να περιλαμβάνει χρέος που πρέπει να διακανονιστεί εντός δώδεκα μηνών. (13) Το σκεπτικό των δοκιμών που αφορούν την παρεπόμενη δραστηριότητα είναι να εξακριβωθεί εάν πρόσωπα εντός ομίλου τα οποία δεν διαθέτουν άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ θα πρέπει να υποβάλλουν αίτηση για χορήγηση άδειας λόγω του σχετικού ή απόλυτου μεγέθους της δραστηριότητάς του σε παράγωγα EL 10 EL
επί εμπορευμάτων, δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα αυτών. Οι δοκιμές που αφορούν την παρεπόμενη δραστηριότητα καθορίζουν συνεπώς το μέγεθος των δραστηριοτήτων σε παράγωγα επί εμπορευμάτων, δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα αυτών που μπορούν να διενεργούν πρόσωπα στο πλαίσιο ομίλου χωρίς άδεια λειτουργίας βάσει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ λόγω του χαρακτήρα τους ως δραστηριοτήτων παρεπόμενων σε σχέση με την κύρια επιχειρηματική δραστηριότητα του ομίλου. Πρέπει, συνεπώς, να υπολογιστεί το μέγεθος της παρεπόμενης δραστηριότητας του ομίλου χρησιμοποιώντας κριτήρια τα οποία αποκλείουν τη δραστηριότητα που ασκούν μέλη του ομίλου τα οποία διαθέτουν άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία ώστε να εκτιμηθεί το μέγεθος της πραγματικής παρεπόμενης δραστηριότητας που πραγματοποιείται από τα μη αδειοδοτημένα μέλη του ομίλου. (14) Για να έχουν οι συμμετέχοντες στην αγορά τη δυνατότητα να προγραμματίζουν και να ασκούν την επιχειρηματική δραστηριότητά τους με εύλογο τρόπο και να λαμβάνουν υπόψη τα εποχικά πρότυπα δραστηριότητας, ο υπολογισμός των δοκιμών που καθορίζουν πότε μια δραστηριότητα θεωρείται παρεπόμενη της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας θα πρέπει να έχει ως βάση μια περίοδο τριετούς διάρκειας. Κατά συνέπεια, οι οντότητες θα πρέπει να προβαίνουν στην εκτίμηση του κατά πόσο παραβιάζουν ένα από τα δύο κατώτατα όρια σε ετήσια βάση υπολογίζοντας έναν απλό μέσο όρο τριών ετών σε κυλιόμενη βάση ώστε να είναι σε θέση να υποβάλουν την ετήσια κοινοποίησή τους στην αρμόδια αρχή. Η υποχρέωση αυτή δεν επηρεάζει το δικαίωμα της αρμόδια αρχής να ζητήσει ανά πάσα στιγμή υποβολή έκθεσης από ένα πρόσωπο σχετικά με τη βάση πάνω στην οποία στηρίζει την πεποίθησή του ότι η δραστηριότητά του στο πλαίσιο των σημείων i) και ii) του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο ι) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ είναι παρεπόμενη ως προς την κύρια δραστηριότητά του. (15) Οι συναλλαγές οι οποίες, με αντικειμενικό υπολογισμό, θεωρούνται ότι μειώνουν τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα ή τη δραστηριότητα χρηματοδότησης επιχείρησης καθώς και οι συναλλαγές εντός ομίλου θα πρέπει να εξετάζονται κατά τρόπο που συνάδει με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 3. Ωστόσο, σε σχέση με τις συναλλαγές σε παράγωγα οι οποίες, με αντικειμενικό υπολογισμό, θεωρούνται ότι μειώνουν τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα ή τη δραστηριότητα χρηματοδότησης επιχείρησης, ο κατ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 149/2013 της Επιτροπής 4 αναφέρεται μόνο στα παράγωγα που δεν τελούν υπό διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενες αγορές ενώ το άρθρο 2 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ καλύπτει τα παράγωγα που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπους διαπραγμάτευσης. Συνεπώς, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να επίσης να λαμβάνει υπόψη τα παράγωγα που δεν τελούν υπό διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενες 3 4 Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1). Κατ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 149/2013 της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 2012, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις ρυθμίσεις έμμεσης εκκαθάρισης, την υποχρέωση εκκαθάρισης, το δημόσιο μητρώο, την πρόσβαση σε τόπο διαπραγμάτευσης, τους μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους, τις τεχνικές μετριασμού του κινδύνου για συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που δεν εκκαθαρίζονται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο (ΕΕ L 52 της 23.2.2013, σ. 11). EL 11 EL
αγορές στο πλαίσιο συναλλαγών οι οποίες, με αντικειμενικό υπολογισμό, θεωρούνται ότι μειώνουν τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα ή τη δραστηριότητα χρηματοδότησης επιχείρησης. (16) Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να μην είναι δυνατή η αντιστάθμιση ενός εμπορικού κινδύνου χρησιμοποιώντας άμεσα συνδεδεμένη σύμβαση παραγώγων επί εμπορευμάτων: μια σύμβαση με το ίδιο ακριβώς υποκείμενο μέσο και ημερομηνία διακανονισμού με τον καλυπτόμενο κίνδυνο. Σε μία τέτοια περίπτωση, το πρόσωπο μπορεί να χρησιμοποιήσει προσεγγιστική μεταβλητή αντιστάθμισης για την κάλυψη της έκθεσής του με τη χρήση μέσου το οποίο παρουσιάζει στενή συσχέτιση, όπως ένα μέσο με διαφορετικό αλλά πολύ παραπλήσιο υποκείμενο περιουσιακό στοιχείο όσον αφορά την οικονομική συμπεριφορά. Επιπροσθέτως, η αντιστάθμιση σε μακροοικονομικό επίπεδο ή η αντιστάθμιση χαρτοφυλακίου μπορούν να χρησιμοποιούνται από πρόσωπα, τα οποία συνάπτουν συμβάσεις παραγώγων επί εμπορευμάτων με στόχο την αντιστάθμιση κινδύνου σε σχέση με τους γενικούς κινδύνους τους ή τους γενικούς κινδύνους του ομίλου. Οι εν λόγω συμβάσεις παραγώγων επί εμπορευμάτων με σκοπό την μακροαντιστάθμιση σε μακροοικονομικό επίπεδο, την αντιστάθμιση χαρτοφυλακίου ή με χρήση προσεγγιστικού μέσου είναι δυνατό να συνιστούν αντιστάθμιση για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού. (17) Όταν ένα πρόσωπο που εφαρμόζει τη δοκιμή της παρεπόμενης δραστηριότητας χρησιμοποιεί αντιστάθμιση σε μακροοικονομικό επίπεδο ή αντιστάθμιση χαρτοφυλακίου, ενδέχεται να μην μπορεί να τεκμηριώσει μονοσήμαντη σχέση ανάμεσα σε μια συγκεκριμένη συναλλαγή σε παράγωγο επί εμπορευμάτων και σε έναν συγκεκριμένο κίνδυνο που συνδέεται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα και τη δραστηριότητα χρηματοδότησης επιχείρησης, για την αντιστάθμιση του οποίου διεξάγεται η εν λόγω συναλλαγή. Οι κίνδυνοι που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα και τη δραστηριότητα ταμειακής χρηματοδότησης επιχείρησης μπορεί να έχουν σύνθετο χαρακτήρα, π.χ. περισσότερες γεωγραφικές αγορές, προϊόντα, χρονικούς ορίζοντες ή οντότητες. Το χαρτοφυλάκιο των συμβάσεων παραγώγων επί εμπορευμάτων οι οποίες συνάπτονται για τον περιορισμό των εν λόγω κινδύνων μπορεί να προέρχεται από σύνθετα συστήματα διαχείρισης κινδύνων. Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα συστήματα διαχείρισης κινδύνων θα πρέπει να μην επιτρέπουν τον χαρακτηρισμό των μη αντισταθμιστικών συναλλαγών ως αντισταθμιστικών και να προβλέπουν μια επαρκώς επιμερισμένη εποπτεία του χαρτοφυλακίου αντιστάθμισης ώστε οι κερδοσκοπικές συνιστώσες να εντοπίζονται και να προσμετρώνται ως προς τα κατώτατα όρια. Οι θέσεις δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι μειώνουν τους κινδύνους που συνδέονται με την εμπορική δραστηριότητα αποκλειστικά και μόνο διότι αποτελούν τμήμα χαρτοφυλακίου μείωσης των κινδύνων συνολικά. (18) Ένας κίνδυνος είναι δυνατό να εξελίσσεται σε βάθος χρόνου και, για την προσαρμογή στην εξέλιξη του κινδύνου, συμβάσεις σε παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιωμάτων εκπομπής οι οποίες αρχικώς συνάπτονταν με σκοπό τη μείωση του κινδύνου που σχετίζεται με την εμπορική δραστηριότητα, είναι δυνατό να πρέπει να συμψηφιστούν μέσω χρήσης συμπληρωματικών συμβάσεων παραγώγων επί εμπορευμάτων ή δικαιωμάτων εκπομπής. Αποτέλεσμα αυτού είναι ότι η αντιστάθμιση κινδύνου μπορεί να επιτευχθεί με συνδυασμό συμβάσεων παραγώγων επί εμπορευμάτων ή δικαιωμάτων εκπομπής, μεταξύ άλλων με συμψηφισμό των συμβάσεων παραγώγων επί εμπορευμάτων που εκκαθαρίζουν τις εν λόγω συμβάσεις παραγώγων επί εμπορευμάτων που δεν σχετίζονται πλέον με εμπορικό κίνδυνο. Επιπροσθέτως, η εξέλιξη ενός κινδύνου ο οποίος έχει αντιμετωπιστεί με τη EL 12 EL
δημιουργία θέσης σε παράγωγο επί εμπορευμάτων ή δικαιωμάτων εκπομπής για σκοπούς μείωσης του εν λόγω κινδύνου δεν θα πρέπει, στη συνέχεια, να προκαλεί την επαναξιολόγηση της εν λόγω θέσης ως μη προνομιακής συναλλαγής εξ υπαρχής. (19) Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) στην Επιτροπή. (20) Η ΕΑΚΑΑ διενήργησε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, προέβη σε ανάλυση του δυνητικού σχετικού κόστους/οφέλους και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών, που συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ.1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 5. (21) Για λόγους συνέπειας και προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, είναι αναγκαίο οι διατάξεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και οι σχετικές εθνικές διατάξεις για τη μεταφορά της οδηγίας 2014/65/ΕΕ να εφαρμόζονται από την ίδια ημερομηνία. ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ: Άρθρο 1 Εφαρμογή κατώτατων ορίων Οι δραστηριότητες των προσώπων που αναφέρονται στα σημεία i) και ii) του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο ι) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ θεωρούνται παρεπόμενες της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας του ομίλου εάν οι εν λόγω δραστηριότητες πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 2 και αποτελούν μειοψηφία επί του συνόλου των δραστηριοτήτων σε επίπεδο ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 3. Άρθρο 2 Συνολικό κατώτατο όριο αγοράς 1. Το μέγεθος των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 1, υπολογιζόμενο σύμφωνα με την παράγραφο 2 και διαιρούμενο δια της συνολικής αγοραίας συναλλακτικής δραστηριότητας η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 αντιπροσωπεύει, σε κάθε μία από τις ακόλουθες κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού, ποσοστό χαμηλότερο από: α) το 4 % για παράγωγα επί μετάλλων β) το 3 % για παράγωγα επί πετρελαίου και προϊόντων πετρελαίου 5 Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84). EL 13 EL
γ) το 10 % για παράγωγα επί άνθρακα δ) το 3 % για παράγωγα επί φυσικού αερίου ε) το 6 % για τα παράγωγα επί ηλεκτρικής ενέργειας στ) το 4 % για παράγωγα επί γεωργικών προϊόντων ζ) το 15 % για παράγωγα επί άλλων εμπορευμάτων, συμπεριλαμβανομένων των φορτίων και των εμπορευμάτων που αναφέρονται στην Ενότητα Γ του παραρτήματος I της οδηγίας 2014/65/ΕΕ η) το 20 % για τα δικαιώματα εκπομπής ή τα παράγωγα αυτών. 2. Το μέγεθος των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 1 οι οποίες ασκούνται στην Ένωση από πρόσωπο στο πλαίσιο ομίλου σε κάθε μία από τις κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού που αναφέρονται στην παράγραφο 1, υπολογίζεται αθροίζοντας την ακαθάριστη ονομαστική αξία όλων των συμβάσεων εντός της σχετικής κατηγορίας στοιχείων ενεργητικού στις οποίες το εν λόγω πρόσωπο είναι συμβαλλόμενο μέρος. Στο άθροισμα που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο δεν περιλαμβάνονται συμβάσεις οι οποίες απορρέουν από τις συναλλαγές που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) του πέμπτου εδαφίου του άρθρου 2 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή συμβάσεις για τις οποίες το πρόσωπο στο πλαίσιο ομίλου που είναι συμβαλλόμενος σε αυτές διαθέτει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ ή την οδηγία 2013/36/ΕΕ. 3. Η συνολική συναλλακτική δραστηριότητα σε κάθε μία από τις κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού που αναφέρονται στην παράγραφο 1 υπολογίζεται αθροίζοντας την ακαθάριστη ονομαστική αξία όλων των συμβάσεων που δεν αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης στο πλαίσιο της σχετικής κατηγορίας στοιχείων ενεργητικού στις οποίες το εν λόγω πρόσωπο είναι συμβαλλόμενος, και κάθε άλλης σύμβασης στο πλαίσιο της σχετικής κατηγορίας στοιχείων ενεργητικού η οποία αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης εντός της Ένωσης στη διάρκεια της σχετικής ετήσιας λογιστικής περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2. 4. Οι αθροιστικές τιμές που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 εκφράζονται σε EUR. Άρθρο 3 Κατώτατο όριο κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας 1. Οι δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 θεωρούνται ότι αποτελούν μειοψηφία των δραστηριοτήτων σε επίπεδο ομίλου εφόσον πληρούν οποιαδήποτε από τις εξής προϋποθέσεις: α) το μέγεθος των εν λόγω δραστηριοτήτων όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 δεν αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 10% EL 14 EL
του συνολικού μεγέθους της συναλλακτικής δραστηριότητας του ομίλου όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 β) ο εκτιμώμενος όγκος των κεφαλαίων που χρησιμοποιούνται για τη διεξαγωγή των εν λόγω δραστηριοτήτων όπως υπολογίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 5 έως 7 δεν αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 10% του όγκου των κεφαλαίων που χρησιμοποιούνται σε επίπεδο ομίλου όπως υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 9. 2. Εφαρμόζονται οι ακόλουθες παρεκκλίσεις από την παράγραφο 1 στοιχείο α): α) όταν το μέγεθος των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 1, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3, αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 10% αλλά λιγότερο από το 50% του συνολικού μεγέθους της συναλλακτικής δραστηριότητας του ομίλου, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3, οι παρεπόμενες δραστηριότητες θεωρείται ότι αποτελούν μειοψηφία των δραστηριοτήτων σε επίπεδο ομίλου μόνον όταν το μέγεθος της συναλλακτικής δραστηριότητας για κάθε μία από κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 50% του κατώτατου ορίου που θεσπίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 για κάθε σχετική κατηγορία στοιχείων ενεργητικού β) όταν το μέγεθος των συναλλακτικών δραστηριοτήτων που υπολογίζεται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 αντιπροσωπεύει ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο από το 50% του συνολικού μεγέθους της συναλλακτικής δραστηριότητας του ομίλου, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3, οι παρεπόμενες δραστηριότητες θεωρείται ότι αποτελούν μειοψηφία των δραστηριοτήτων σε επίπεδο ομίλου μόνον όταν το μέγεθος της συναλλακτικής δραστηριότητας για κάθε μία από κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 20 % του κατώτατου ορίου που θεσπίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 για κάθε σχετική κατηγορία στοιχείων ενεργητικού. 3. Το μέγεθος των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 1, οι οποίες ασκούνται από πρόσωπο εντός ομίλου, υπολογίζονται αθροίζοντας το μέγεθος των δραστηριοτήτων που διεξάγει το εν λόγω πρόσωπο σε σχέση με όλες τις κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σύμφωνα με τα ίδια κριτήρια υπολογισμού όπως αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2. Το συνολικό μέγεθος της συναλλακτικής δραστηριότητας του ομίλου υπολογίζεται αθροίζοντας την ακαθάριστη ονομαστική αξία όλων των συμβάσεων παραγώγων επί εμπορευμάτων, δικαιωμάτων εκπομπής και παραγώγων αυτών στις οποίες πρόσωπα εντός του εν λόγω ομίλου είναι συμβαλλόμενα μέρη. 4. Στο άθροισμα που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 δεν περιλαμβάνονται συμβάσεις για τις οποίες το πρόσωπο εντός του ομίλου που είναι συμβαλλόμενο μέρος σε οποιαδήποτε από τις εν λόγω συμβάσεις διαθέτει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ ή την οδηγία 2013/36/ΕΕ. EL 15 EL
5. Ο εκτιμώμενος όγκος των κεφαλαίων που χρησιμοποιούνται για τη διεξαγωγή των εν λόγω δραστηριοτήτων όπως αναφέρονται στο άρθρο 1 είναι το άθροισμα των κατωτέρω: α) του 15 % κάθε καθαρής θέσης, θετικής ή αρνητικής, πολλαπλασιαζόμενου επί την τιμή για το παράγωγο επί εμπορεύματος, το δικαίωμα εκπομπής ή παράγωγα αυτού β) του 3 % της ακαθάριστης θέσης, θετικής ή αρνητικής, πολλαπλασιαζόμενου επί την τιμή για το παράγωγο επί εμπορεύματος, το δικαίωμα εκπομπής ή παράγωγα αυτού. 6. Για τους σκοπούς της παραγράφου 5 στοιχείο α), η καθαρή θέση σε παράγωγα επί εμπορευμάτων, δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα αυτών καθορίζεται με συμψηφισμό των θετικών και αρνητικών θέσεων: α) σε κάθε είδος σύμβασης παραγώγων επί εμπορευμάτων με συγκεκριμένο εμπόρευμα ως υποκείμενο μέσο με σκοπό τον υπολογισμό της καθαρής θέσης ανά είδος σύμβασης με το συγκεκριμένο εμπόρευμα ως υποκείμενο μέσο β) σε σύμβαση δικαιωμάτων εκπομπής με σκοπό τον υπολογισμό της καθαρής θέσης στην εν λόγω σύμβαση δικαιωμάτων εκπομπής ή γ) σε κάθε είδος σύμβασης παραγώγων επί δικαιωμάτων εκπομπής με σκοπό τον υπολογισμό της καθαρής θέσης ανά είδος σύμβασης παραγώγων επί δικαιωμάτων εκπομπής. Για τους σκοπούς της παραγράφου 5 στοιχείο α), οι καθαρές θέσεις στα διάφορα είδη συμβάσεων με το ίδιο εμπόρευμα ως υποκείμενο μέσο ή στα διάφορα είδη συμβάσεων παραγώγων με το ίδιο δικαίωμα εκπομπής ως υποκείμενο μέσο μπορούν να συμψηφίζονται μεταξύ τους. 7. Για τους σκοπούς της παραγράφου 5 στοιχείο β), η ακαθάριστη θέση σε σύμβαση παραγώγων επί εμπορευμάτων, δικαιωμάτων εκπομπής ή παραγώγων αυτών, καθορίζεται με υπολογισμό του αθροίσματος των απόλυτων τιμών των καθαρών θέσεων ανά είδος σύμβασης με συγκεκριμένο εμπόρευμα ως υποκείμενο μέσο, ανά σύμβαση δικαιωμάτων εκπομπής ή ανά είδος σύμβασης με συγκεκριμένο δικαίωμα εκπομπής ως υποκείμενο. Για τους σκοπούς της παραγράφου 5 στοιχείο β), οι καθαρές θέσεις στα διάφορα είδη συμβάσεων παραγώγων με το ίδιο εμπόρευμα ως υποκείμενο μέσο ή στα διάφορα είδη συμβάσεων παραγώγων με το ίδιο δικαίωμα εκπομπής ως υποκείμενο μέσο δεν είναι δυνατό να συμψηφίζονται μεταξύ τους. 8. Ο υπολογισμός του εκτιμώμενου κεφαλαίου δεν περιλαμβάνει θέσεις που απορρέουν από συναλλαγές οι οποίες αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) του εδαφίου 5 του άρθρου 2 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ. 9. Τα κεφάλαια που χρησιμοποιούνται για τη διεξαγωγή των κύριων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ενός ομίλου είναι η διαφορά του συνόλου των στοιχείων του ενεργητικού του ομίλου μείον τις βραχυπρόθεσμες οφειλές του όπως καταχωρίζονται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις του ομίλου στο τέλος EL 16 EL
της σχετικής ετήσιας περιόδου υπολογισμού. Για τους σκοπούς της πρώτης περιόδου, ως βραχυπρόθεσμο χρέος ορίζεται το χρέος ληκτότητας μικρότερης των 12 μηνών. 10. Οι τιμές που προκύπτουν από τους υπολογισμούς που αναφέρονται στο παρόν άρθρο εκφράζονται σε EUR. Άρθρο 4 Διαδικασία υπολογισμού 1. Ο υπολογισμός του μεγέθους των συναλλακτικών δραστηριοτήτων και των κεφαλαίων που αναφέρονται στα άρθρα 2 και 3 βασίζεται σε έναν απλό μέσο όρο των ημερήσιων συναλλακτικών δραστηριοτήτων ή εκτιμώμενου κεφαλαίου που διατίθεται στις εν λόγω συναλλακτικές δραστηριότητες, στη διάρκεια τριών ετήσιων περιόδων υπολογισμού που προηγούνται της ημερομηνίας υπολογισμού. Οι υπολογισμοί πραγματοποιούνται σε ετήσια βάση κατά το πρώτο τρίμηνο του ημερολογιακού έτους που έπεται μιας ετήσιας περιόδου υπολογισμού. 2. Για τον σκοπό της παραγράφου 1, ως ετήσια περίοδος υπολογισμού νοείται η περίοδος που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου ενός δεδομένου έτους και τελειώνει στις 31 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους. 3. Για τον σκοπό της παραγράφου 1, ο υπολογισμός του μεγέθους των συναλλακτικών δραστηριοτήτων ή του εκτιμώμενου κεφαλαίου που διατίθεται στις εν λόγω συναλλακτικές δραστηριότητες ο οποίος θα πραγματοποιηθεί το 2018 λαμβάνει υπόψη τις τρεις προηγούμενες ετήσιες περιόδους υπολογισμού, με αφετηρία την 1η Ιανουαρίου 2015, την 1η Ιανουαρίου2016 και την 1η Ιανουαρίου 2017, και ο υπολογισμός που θα πραγματοποιηθεί το 2019 λαμβάνει υπόψη τις τρεις προηγούμενες ετήσιες περιόδους υπολογισμού, με αφετηρία την 1η Ιανουαρίου 2016, την 1η Ιανουαρίου 2017 και την 1η Ιανουαρίου 2018. 4. Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 3, η περίοδος αναφοράς για τον υπολογισμό των ημερήσιων συναλλακτικών δραστηριοτήτων ή εκτιμώμενου κεφαλαίου που διατίθεται στις εν λόγω συναλλακτικές δραστηριότητες περιλαμβάνει μόνο την πιο πρόσφατη ετήσια περίοδο υπολογισμού όταν πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις: α) οι ημερήσιες συναλλακτικές δραστηριότητες ή το εκτιμώμενο κεφάλαιο που διατίθεται στις εν λόγω συναλλακτικές δραστηριότητες παρουσιάζουν απόκλιση άνω του 10% όταν συγκρίνεται η πρώτη εκ των τριών προηγούμενων ετήσιων περιόδων υπολογισμού με την πιο πρόσφατη ετήσια περίοδο υπολογισμού ii) β) οι ημερήσιες συναλλακτικές δραστηριότητες ή το εκτιμώμενο κεφάλαιο που διατίθεται στις εν λόγω συναλλακτικές δραστηριότητες στην πιο πρόσφατη εκ των τριών ετήσιων περιόδων υπολογισμού υπολείπεται των δύο προηγούμενων περιόδων υπολογισμού. EL 17 EL
Άρθρο 5 Συναλλαγές που θεωρούνται ότι μειώνουν τους κινδύνους 1. Για τους σκοπούς του στοιχείου β) του πέμπτου εδαφίου του άρθρου 2 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, μια συναλλαγή σε παράγωγα θεωρείται, με αντικειμενικό υπολογισμό, ότι μειώνει τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα ή τη δραστηριότητα χρηματοδότησης επιχείρησης όταν πληρούνται ένα ή περισσότερα από τα εξής κριτήρια: α) η συναλλαγή μειώνει τους κινδύνους που προκύπτουν από τη δυνητική αλλαγή της αξίας περιουσιακών στοιχείων, υπηρεσιών, εισροών, προϊόντων, εμπορευμάτων ή υποχρεώσεων που το πρόσωπο ή ο όμιλός του κατέχει, παράγει, κατασκευάζει, επεξεργάζεται, παρέχει, αγοράζει, εμπορεύεται, εκμισθώνει, πωλεί ή βαρύνεται με αυτές ή προβλέπει εύλογα ότι θα κατέχει, παράγει, κατασκευάζει, επεξεργάζεται, παρέχει, αγοράζει, εμπορεύεται, εκμισθώνει, πωλεί ή βαρύνεται με αυτές κατά την κανονική πορεία της δραστηριότητάς του β) η συναλλαγή καλύπτει τους κινδύνους που ανακύπτουν από τον δυνητικό έμμεσο αντίκτυπο στην αξία των περιουσιακών στοιχείων, υπηρεσιών, εισροών, προϊόντων, βασικών προϊόντων ή υποχρεώσεων που αναφέρονται στο στοιχείο α), οι οποίοι προκύπτουν από διακύμανση των επιτοκίων, των ποσοστών πληθωρισμού, των συναλλαγματικών ισοτιμιών ή του πιστωτικού κινδύνου γ) η συναλλαγή χαρακτηρίζεται ως σύμβαση αντιστάθμισης, σύμφωνα με τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς που εκδόθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. 2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ως συναλλαγή που θεωρείται ότι μειώνει τους κινδύνους μόνη της ή σε συνδυασμό με άλλα παράγωγα ορίζεται μια συναλλαγή για την οποία μια μη χρηματοοικονομική οντότητα: α) περιγράφει τα ακόλουθα στις εσωτερικές πολιτικές της: (i) ii) iii) τα είδη συμβάσεων παραγώγων επί εμπορευμάτων, δικαιωμάτων εκπομπής ή παραγώγων αυτών που περιλαμβάνονται στα χαρτοφυλάκια που χρησιμοποιούνται με σκοπό τη μείωση των κινδύνων που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα ή τη δραστηριότητα χρηματοδότησης επιχείρησης και τα κριτήρια επιλεξιμότητάς τους τη σύνδεση μεταξύ του χαρτοφυλακίου και των κινδύνων που μειώνει το χαρτοφυλάκιο τα μέτρα που έχουν ληφθεί για να διασφαλιστεί ότι οι συναλλαγές που αφορούν τις εν λόγω συμβάσεις δεν εξυπηρετούν άλλον σκοπό πέραν της κάλυψης των κινδύνων που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα ή τη δραστηριότητα χρηματοδότησης επιχείρησης της μη EL 18 EL