Journal Odysseus Environmental & Cultural Sustainability of the Mediterranean Region: 1 (2012): 33-42. http://www.jodysseus.gr υδάτων και διαχείριση σε ευαίσθητα νησιωτικά Διονύσιος Κουλουγλιώτης, Αναπληρωτής Καθηγητής και Αδαμαντία Καμπιώτη, Επιστημονική Συνεργάτης, Τμήμα Τεχνολογίας Περιβάλλοντος & Οικολογίας, ΤΕΙ Ιονίων Νήσων >33 1. Εισαγωγή Κύριος στόχος του παρόντος έργου ήταν η εκτίμηση της ποιότητας των φυσικών υδάτων της Ζακύνθου. Δευτερευόντως πραγματοποιήθηκε και μία αρχική καταγραφή και αποτίμηση των διαφόρων μεθόδων διαχείρισης στο νησί και εξετάστηκε η ανάγκη και η πιθανότητα επαναχρησιμοποίησης γκρι νερού προκειμένου να επιτευχθεί χρηστή διαχείριση των υδάτινων πόρων. Το πιο σημαντικό αποτέλεσμα της μελέτης και στο οποίο θα επικεντρωθούμε παρακάτω, είναι η δημιουργία μίας βάσης δεδομένων για πρώτη φορά αναφορικά με την σύσταση και τα φυσικοχημικά χαρακτηριστικά των φυσικών υδάτων του νησιού κατά τη διάρκεια ενός ολόκληρου έτους μέσα από συστηματικές δειγματοληψίες σε 14 διαφορετικά σημεία. Η μελέτη πραγματοποιήθηκε με τη συμβολή μόνιμων μελών εκπαιδευτικού προσωπικού (Δ. Κουλουγλιώτης, Ε. Ηρειώτου), επιστημονικών συνεργατών και ερευνητών (Α. Καμπιώτη, Χ. Τόκη, Α. Παναγοπούλου), προπτυχιακών φοιτητών (Γ. Κονιδάρη, Ε. Μακαριάδου, Α. Κολοκοτσά) και βοηθητικού προσωπικού (Α. Παράσχη, Σ. Ζούγρας). Η Ζάκυνθος αποτελεί το νοτιότερο νησί του Ιόνιου πελάγους με συνολική έκταση 408 Κm2 και συνολικό μήκος ακτογραμμής 123 Κm. Το έδαφος της είναι κατά τα 2/3 ορεινό (ψηλότερες κορυφές Βραχίονας 758 μ και Σκοπός 492 μ) και κατά το 1/3 πεδινό. Παρουσιάζει δε μεγάλη ποικιλία γεωλογικών σχηματισμών και πετρωμάτων. Ο μόνιμος πληθυσμός της ανέρχεται στους 40.650 κατοίκους (απογραφή 2011) αλλά πολλαπλασιάζεται κατά τους καλοκαιρινούς μήνες λόγω του τουρισμού. Αυτό το δημογραφικό γεγονός σε συνδυασμό με τα ιδιαίτερα υδρογεωλογικά χαρακτηριστικά του νησιού επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό την ποιότητα και τη διαχείριση των υδάτινων πόρων. 2. Φυσικοχημικά χαρακτηριστικά των υδάτων Οι θεμελιώδεις γνώσεις των ποιοτικών χαρακτηριστικών του νερού αποτελούν βασική προϋπόθεση για την ορθολογική και ολοκληρωμένη διαχείρισή του. Με βάση τα ποιοτικά του χαρακτηριστικά προσδιορίζεται ο βαθμός, τα στάδια και οι μέθοδοι επεξεργασίας του όταν αυτό προορίζεται για ανθρώπινη κατανάλωση. Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του νερού μπορούν να διακριθούν σε φυσι-
>34 κοχημικά, βιοχημικά και μικροβιολογικά. Στα φυσικοχημικά χαρακτηριστικά συμπεριλαμβάνονται η θερμοκρασία, η οξύτητα, η αλκαλικότητα, η αγωγιμότητα, η αλατότητα, η θολότητα, η οσμή, η γεύση, το χρώμα, οι στερεές ουσίες, διάφορα άλατα, η σκληρότητα του νερού. Στη συνέχεια παρουσιάζονται συνοπτικά τα πειραματικά αποτελέσματα όσον αφορά σε αυτά τα χαρακτηριστικά. 2.1 Πειραματικό Μέρος Συλλέχθηκαν δείγματα από διάφορες περιοχές της ανατολικής Ζακύνθου, όπως φαίνεται στον χάρτη του Σχήματος 1. Τα δείγματα προέρχονται από υπόγεια ύδατα και πηγές που χρησιμοποιούνται για ύδρευση και άρδευση στο νησί της Ζακύνθου. Οι μετρήσεις των παραμέτρων ph, αλατότητας, αγωγιμότητας, διαλυμένου οξυγόνου, Ολικών Διαλυμένων Στερεών και θερμοκρασίας, πραγματοποιήθηκαν άμεσα στο σημείο δειγματοληψίας με τη βοήθεια ενός φορητού οργάνου μοντέλο HI9828 της εταιρείας HANNA. Οι δειγματοληψίες ξεκίνησαν τον Ιανουάριο του 2012 και επαναλήφθηκαν κάθε μήνα μέχρι και τον Ιούλιο του 2012. Σχήμα 1. Χάρτης με τα σημεία δειγματοληψίας στο νησί της Ζακύνθου. 2.2 Αποτελέσματα Στην συνέχεια παρουσιάζονται τα αποτελέσματα των μετρήσεων που αφορούν το ph, τη συγκέντρωση του διαλυμένου οξυγόνου, την αγωγιμότητα, τη θερμοκρασία και την αλατότητα που προσδιορίστηκαν στα νερά από τις διάφορες περιοχές της Ζακύνθου (Πίνακας 1).
Η συγκέντρωση του διαλυμένου οξυγόνου στα νερά που μελετήθηκαν ήταν πολύ χαμηλή και κυμάνθηκε από 0.030-5.210 ppm, με μέση συγκέντρωση 2.785 ppm. Το οξυγόνο της ατμόσφαιρας διαλύεται ή διαχέεται φυσικά στο νερό. Ένας άλλος τρόπος εμπλουτισμού των φυσικών νερών σε οξυγόνο είναι η φωτοσυνθετική παραγωγή οξυγόνου από τα ανώτερα υδρόβια φυτά και το φυτοπλαγκτόν. Πίνακας 1: Ελάχιστη, μέγιστη και μέση τιμή μερικών φυσικοχημικών παραμέτρων στα νερά της Ζακύνθου. >35 Ελάχιστο Μέγιστο Μέσος όρος Διαλυμένο οξυγόνο (ppm) 0,030 5,210 2,785 Θερμοκρασία (oc) 10,9 25,5 16,8 Αγωγιμότητα (μs/cm) 588 3646 963 Ολικά διαλυμένα στερεά (ppm) 294 1823 482 Αλατότητα 0,29 1,94 0,48 ph 6,71 7,10 6,90 Η συγκέντρωση του διαλυμένου οξυγόνου στο νερό αποτελεί αναμφισβήτητο δείκτη της κατάστασης και της βιωσιμότητας του υδάτινου οικοσυστήματος. Όταν τα επίπεδα του διαλυμένου οξυγόνου βρίσκονται κάτω από 3 ppm, προκαλούν στρες στους περισσότερους υδρόβιους οργανισμούς, ενώ επίπεδα κάτω από 2 ή 1 ppm δεν ευνοούν τη ζωή των ψαριών. Επίπεδα 5 ή 6 ppm είναι συνήθως τα χαμηλότερα όρια για την ανάπτυξη και τις δραστηριότητες των υδρόβιων οργανισμών. Όταν στα φυσικά νερά καταλήξουν οργανικές ύλες, το διαλυμένο οξυγόνο καταναλώνεται λόγω της αερόβιας αναπνοής των μικροοργανισμών που τις αποσυνθέτουν. Η θερμοκρασία είναι μία παράμετρος που υπεισέρχεται σε όλες τις φυσικοχημικές και βιοχημικές αντιδράσεις. Η πλέον επιθυμητή διακύμανση της
>36 θερμοκρασίας του νερού που προορίζεται για πόσιμο είναι μεταξύ 5 και 12 C, ενώ η ανώτατη παραδεκτή θερμοκρασία είναι οι 12 C (ΦΕΚ 53 / 20.02.1986, τεύχος Β ). Η θερμοκρασία που προσδιορίστηκε στα ύδατα που αναλύθηκαν κυμάνθηκε όπως φαίνεται στον Πίνακα 3.1, μεταξύ 10.9 C και 25.5 C, με μέση τιμή 16.8 C. Οι θερμοκρασίες αυτές είναι πολύ υψηλότερες σε σχέση με αυτές που συνήθως προσδιορίζονται στα φυσικά νερά, ενώ στα περισσότερα δείγματα η θερμοκρασία είναι μεγαλύτερη από την ανώτατη παραδεκτή θερμοκρασία των 12 C. Η ενεργός οξύτητα (ph) του νερού εξαρτάται από τη θερμοκρασία, την αλατότητα, τις συγκεντρώσεις του διοξειδίου του άνθρακα και του οξυγόνου, καθώς και από τη μεταβολική δραστηριότητα των υδρόβιων οργανισμών (φωτοσύνθεση, αναπνοή) και την αποσύνθεση των οργανικών ουσιών. Η ενεργός οξύτητα επηρεάζει πολλές βιολογικές και χημικές αντιδράσεις και πολλές φορές χρησιμεύει σαν δείκτης ρύπανσης. Το σύνολο των βιοχημικών αντιδράσεων πραγματοποιείται σε ουδέτερο ph. Τα φυσικά νερά έχουν τιμές ph που κυμαίνονται μεταξύ 4.0 και 9.0, ενώ τιμές από 6.5 έως 8.5 είναι στις περισσότερες περιπτώσεις οι καταλληλότερες για τους υδρόβιους οργανισμούς. Η ανώτατη παραδεκτή τιμή ph για το πόσιμο νερό είναι 9.5 (ΦΕΚ 53 / 20.02.1986, τεύχος Β ). Το εύρος τιμών του ph που προσδιορίστηκε ήταν μεταξύ 6.71 με 7.10, με μέση τιμή ph 6.90. Οι τιμές αυτές είναι μέσα στο εύρος τιμών που παρουσιάζουν τα φυσικά νερά, και σε κανένα δείγμα δεν παρατηρήθηκε τιμή μεγαλύτερη από 9.5, που είναι η ανώτατη παραδεκτή τιμή ph για το πόσιμο νερό (ΦΕΚ 53 / 20.02.1986, τεύχος Β ). Η ηλεκτρική αγωγιμότητα του νερού αναφέρεται στην ικανότητά του να μεταφέρει ηλεκτρικά φορτία. Οι τιμές της αγωγιμότητας είναι ενδεικτικές για την ποιότητα των φυσικών νερών. Απότομη αύξηση της αγωγιμότητας του νερού ενός φυσικού αποδέκτη αποτελεί ένδειξη ρύπανσης. Συνήθως στα φυσικά γλυκά νερά η αγωγιμότητα κυμαίνεται από 50-1500 μs/cm. Με την αγωγιμότητα συνδέεται και η αλατότητα, η οποία εκφράζεται ως ποσοστό επί τοις χιλίοις (S ). Η αλατότητα είναι η περιεκτικότητα του νερού σε αλάτι (NaCl) και ορίζεται ως η «συνολική ποσότητα των στερεών ουσιών σε γραμμάρια που περιέχονται σε 1 Kg θαλασσινό νερό, όταν όλα τα ανθρακικά (CO32-) έχουν μετατραπεί σε οξείδια, τα βρωμιούχα (Br-) και ιωδιούχα (I-) έχουν αντικατασταθεί από χλωριούχα (Cl-) ιόντα και έχει οξειδωθεί όλη η οργανική ύλη». Οι τιμές της ηλεκτρικής αγωγιμότητας που προσδιορίστηκαν στα δείγματα κυμάνθηκαν από 588 έως 3646 μs/cm, με μέση τιμή 963 μs/cm. Οι τιμές αυτές είναι πολύ υψηλότερες από την ενδεικτική τιμή των 400 μs/cm για το πόσιμο νερό, ενώ σε αρκετά δείγματα παρουσιάστηκαν και τιμές μεγαλύτερες από 2500 μs/cm, που είναι η ανώτατη επιτρεπτή τιμή για την ηλεκτρική αγωγιμότητα στο πόσιμο νερό. Οι τιμές για την αλατότητα των υδάτων κυμάνθηκαν από 0.29-1.34, με μέση τιμή 0.48. Τέλος, στα φυσικά συστατικά του νερού ανήκουν τα ολικά στερεά (ΤS), τα οποία βρίσκονται αιωρούμενα (ΤSS) ή διαλυμένα (ΤDS) στη μάζα του νερού. Οφείλονται κυρίως στην παρουσία ευδιάλυτων ανόργανων αλάτων όπως χλωριούχα, θειικά, νιτρικά, νιτρώδη, αμμωνιακά κλπ. Η τιμή TDS είναι σημαντική για την αξιολόγηση της ποιότητας του πόσιμου νερού. Η ανώτατη παραδεκτή τιμή: 1500 ppm. Οι συγκεντρώσεις των Ολικών Διαλυμένων Στερεών (TDS) στα δείγματα κυμάνθηκαν από 294 εως και 1823 ppm, με μέση συγκέντρωση 482 ppm.
3. Ιοντική Σύσταση Υδάτων >37 Το νερό αποτελείται από διάφορα οργανικά και ανόργανα συστατικά. Πρακτικά όλα τα στοιχεία ή οι ενώσεις που αποτελούν το στερεό φλοιό της γης μπορούν να βρεθούν στα φυσικά νερά σε διάφορες ποσότητες ανάλογα τις φυσικές, χημικές, γεωλογικές και βιολογικές διεργασίες. Πολλές ιδιότητες του νερού, όπως το χρώμα και η γεύση του, εξαρτώνται από την περιεκτικότητα του σε ορισμένες ενώσεις οι συγκεντρώσεις των οποίων είναι της τάξης των μερικών mg/l, και αναφέρονται συνήθως ως βασικά ιόντα. Στη συνέχεια θα παρουσιαστούν τα αποτελέσματα των μετρήσεων μερικά από τα βασικά ανιόντα και κατιόντα που συναντώνται στα φυσικά νερά. 3.1 Πειραματικό Μέρος Για την ανάλυση των ιόντων, τα δείγματα συλλέχθηκαν σε δοχεία από πολυαιθυλένιο όγκου 250 μl, που ήταν πλυμένα με υπερκάθαρο νερό. Τα δείγματα φυλάσσονται στους 4 C, μέχρι την ανάλυση τους. Τα ανιόντα που προσδιορίστηκαν είναι τα παρακάτω: Cl-, Br-, F-, NO3-, NO2-, SO42- και HPO4-2. Τα κατιόντα που προσδιορίστηκαν είναι τα παρακάτω: Na+, NH4+, K+, Mg2+ και Ca2+. Ο προσδιορισμός των ιόντων πραγματοποιήθηκε με ιοντική χρωματογραφία (USEPA, 1993, Standard Methods, 1995). Ο ποσοτικός προσδιορισμός των δειγμάτων γίνεται με τη χρήση καμπύλων αναφοράς. Για τις καμπύλες αναφοράς παρασκευάζονται τουλάχιστο πέντε διαφορετικών συγκεντρώσεων πρότυπα διαλύματα, που περιέχουν τα αναλυόμενα ιόντα, τα οποία αναλύονται στην αρχή και στο τέλος της ημέρας. Ενδιάμεσα στα δείγματα, η σταθερότητα και η επαναληψιμότητα της μεθόδου ελέγχεται με λευκά και πρότυπα διαλύματα, που δεν πρέπει να παρουσιάζουν μεγαλύτερη απόκλιση από 5 % σε σχέση με τις αρχικές μετρήσεις. 3.2 Αποτελέσματα και Συζήτηση 3.2.1 Προσδιορισμός Ανιονικής Σύστασης Σε όλα τα δείγματα στα οποία έγινε ανάλυση της ιοντικής τους σύστασης προσδιορίστηκαν τα ιόντα Cl-, Br-, NO3- και SO4-2, ενώ σε κανένα από τα δείγματα δεν ανιχνεύτηκαν νιτρώδη ανιόντα και μόνο σε ένα δείγμα ανιχνεύτηκε HPO4-2 η συγκέντρωση του οποίου ήταν 3.75 mg/l. Τα χλωριούχα ιόντα είναι ευρέως διαδεδομένα στη φύση σαν άλατα νατρίου (NaCl), καλίου (KCl), ασβεστίου (CaCl2) και μαγνησίου (MgCl2). Προέρχονται από τη διάβρωση των πετρωμάτων, είναι πολύ ευδιάλυτα και εισδύουν στο έδαφος ή μεταφέρονται σε κλειστές δεξαμενές και τους ωκεανούς. Μπορεί όμως να προκύψουν και από τη χρήση λιπασμάτων, από λύματα και βιομηχανικά απόβλητα ή διείσδυση θαλασσινού νερού σε παράκτιες περιοχές. Στα δείγματα των υδάτων από το νησί της Ζακύνθου οι
>38 συγκεντρώσεις των ιόντων χλωρίου κυμάνθηκαν από 2.8-1066 mg/l. Παρατηρούμε ότι σε ποσοστό μόλις 3.3 % των δειγμάτων που αναλύθηκαν, η συγκέντρωση των χλωριούχων ανιόντων ήταν μεγαλύτερη από την ανώτατη επιτρεπτή συγκέντρωση (250 mg/l) που έχει προταθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Council Directive 1998). Οι συγκεντρώσεις των βρωμιούχων ανιόντων στα δείγματα κυμαίνονται από 0.020 έως 3.225 mg/l. Παρατηρείται ότι σε ποσοστό περίπου 1.7 % επί του συνόλου των δειγμάτων η συγκέντρωση ήταν μεγαλύτερη από 1 mg/l (Σχήμα 2). Οι συγκεντρώσεις των θειικών ανιόντων, που προσδιορίστηκαν στα δείγματα, κυμαίνονται από 2.04 έως 165.56 mg/l, με μέση συγκέντρωση 64.95 mg/l. Από το Σχήμα 2 είναι φανερό ότι στο 85.16 % του συνόλου των δειγμάτων οι συγκεντρώσεις κυμαίνονται από 40 εως 150 mg/l, ενώ σε κανένα δείγμα δεν προσδιορίστηκαν συγκεντρώσεις υψηλότερες από την ανώτερη επιτρεπτή συγκέντρωση (250 mg/l), με βάση τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Council Directive 1998). Στο Σχήμα 3 παρουσιάζεται η μεταβολή της συγκέντρωσης του Cl- και του Brγια το νερό στη περιοχή Μαρίνα Ζακύνθου, για το χρονικό διάστημα 9/2011 εως 8/2012, όπου φαίνεται ότι οι συγκεντρώσεις των δύο ιόντων ακολουθούν την ίδια τάση, γεγονός που ενισχύει την υπόθεση ότι τα δύο αυτά ανιόντα έχουν κοινή πηγή προέλευσης, την θάλασσα. Παρατηρείται μια εποχική μεταβολή της συγκέντρωσης των ιόντων. Το φαινόμενο αυτό δικαιολογείται αν ληφθεί υπόψη ότι το καλοκαίρι είναι περίοδος ξηρασίας και αυξημένης κατανάλωσης νερού (τουριστική περίοδος), με αποτέλεσμα την διείσδυση του θαλάσσιου ύδατος στον υδροφόρο ορίζοντα. Αντίθετα κατά τους χειμερινούς μήνες λόγω των βροχών και της μικρότερης ζήτησης νερού, οι συγκεντρώσεις των ανιόντων είναι κατά πολύ μικρότερες. 140 0,50 120 100 0,45 0,40 0,35 [Cl - ], mg/l 80 60 40 20 0,30 0,25 0,20 0,15 0,10 0,05 0 0,00 Σεπ-11 Οκτ-11 Δεκ-11 Ιαν-12 Φεβ-12 Μαρ-12 Απρ-12 Μαϊ-12 Ιουν-12 Αυγ-12 Ημερομηνία Σχήμα 2. Κατανομή της συχνότητας των συγκεντρώσεων (mg/l) των Cl-, Br- και SO4-2 ανιόντων, στα δείγματα.
Συγκέντρωση, mg/l 1000 260 220 180 140 100 60 Cl - Cl >39 20 0,00 5,00 10,00 15,00 20,00 25,00 30,00 4,00 Br- Br Συγκέντρωση, mg/l 0,90 0,70 0,50 0,30 0,10 0,00 5,00 10,00 15,00 20,00 25,00 30,00 35,00 40,00 SO 4-2 SO 4-2 200 Συγκέντρωση, mg/l 150 100 80 40 20 10 5 0,00 5,00 10,00 15,00 20,00 25,00 30,00 35,00 Σχήμα 3. Μεταβολή των συγκεντρώσεων των ιόντων Cl- και Br- στα υπόγεια ύδατα στην περιοχή Μαρίνα Ζακύνθου
>40 3.3.2 Προσδιορισμός Κατιονικής Σύστασης Σε όλα τα δείγματα που συλλέχθηκαν, έγινε ανάλυση της κατιονικής τους σύστασης και προσδιορίστηκαν τα κατιόντα Na+, Ca+2, Mg+2, K+ και NH4+. Το νάτριο είναι βασικό στοιχείο για τον άνθρωπο. Τα άλατά του βρίσκονται σε όλες τις τροφές και το πόσιμο νερό. Λόγω της αφθονίας του στη φύση περιέχεται σε όλα τα φυσικά νερά σε συγκεντρώσεις που κυμαίνονται από 1-500 mg/l. Η συνήθης συγκέντρωση του Na+ στα επιφανειακά και υπόγεια ύδατα είναι μικρότερη από 20 mg/l, ενώ η ανώτατη επιτρεπτή συγκέντρωση στο πόσιμο νερό είναι 200 mg/l (WHO 1993) γιατί σε μεγαλύτερες συγκεντρώσεις επηρεάζει τη γεύση του νερού. Στα δείγματα που αναλύθηκαν συγκεντρώσεις του νατρίου κυμαίνονται από 2.2 εως 509.1 mg/l, με μέση συγκέντρωση 58.2 mg/l. Περίπου το 50 % των δειγμάτων δεν παρουσίασε συγκεντρώσεις μεγαλύτερες από 40 mg/l, ενώ σε ένα ποσοστό 2.2 % των δειγμάτων η συγκέντρωση του νατρίου ήταν 80 Mg +2 Mg +2 Συγκέντρωση, mg/l 70 60 50 40 30 20 10 0,00 5,00 10,00 15,00 20,00 25,00 30,00 Ca +2 Ca +2 250 Συγκέντρωση, mg/l 200 150 100 80 60 40 0,00 10,00 20,00 30,00 40,00 50,00 Σχήμα 4: Κατανομή της συχνότητας των συγκεντρώσεων (mg/l) των κατιόντων μαγνησίου και ασβεστίου στα ύδατα της Ζακύνθου.
μεγαλύτερη από 200 mg/l, που είναι η ανώτατη επιτρεπτή συγκέντρωση στο πόσιμο νερό. Το κάλιο είναι ένα στοιχείο σε αφθονία στη φύση και βρίσκεται σε όλα τα φυσικά νερά. Σπάνια όμως η περιεκτικότητά του στο πόσιμο νερό φθάνει τα 20 mg/l. Στα δείγματα που αναλύθηκαν η συγκέντρωση του καλίου κυμαίνεται από 0.43 εως 18.64 mg/l, με μέση τιμή τα 4.04 mg/l. Το μαγνήσιο βρίσκεται σε αφθονία στη φύση και είναι από τα πιο συνηθισμένα συστατικά των φυσικών νερών. Τα άλατά του μαζί με του ασβεστίου αποτελούν την ολική σκληρότητα του νερού. Νερά με συγκεντρώσεις μαγνησίου μεγαλύτερες από 125 mg/l μπορεί να έχουν καθαρτικές και διουρητικές ιδιότητες. Ενδεικτικό επίπεδο για το πόσιμο νερό είναι τα 30 mg/l, ενώ η ανώτατη επιτρεπτή τιμή είναι τα 50 mg/l (ΦΕΚ 53 / 20.02.1986, τεύχος Β ). Στα νερά της Ζακύνθου οι συγκεντρώσεις του Mg+2 κυμάνθηκαν από 4 εως 77.8 mg/l με μέση τιμή 31 mg/l. Σε ποσοστό 38.46 % των δειγμάτων η συγκέντρωση του μαγνησίου ήταν μικρότερη από το ενδεικτικό επίπεδο για το πόσιμο νερό, ενώ σε περίπου 6 % των δειγμάτων προσδιορίστηκε συγκέντρωση μεγαλύτερη από τα 50 mg/l (Σχήμα 4). Το ασβέστιο υπάρχει σε όλα τα φυσικά νερά και προέρχεται από τα πετρώματα (ασβεστόλιθος, δολομίτης, γύψος) δια μέσου των οποίων διέρχεται το νερό. Η συγκέντρωση ασβεστίου κυμαίνεται από μηδέν μέχρι μερικές εκατοντάδες mg/l ανάλογα με την προέλευση του νερού και συμβάλει στην ολική σκληρότητά του. Ενδεικτική συγκέντρωση του ασβεστίου στο πόσιμο νερό είναι τα 100 mg/l, ενώ δεν έχει οριστεί ανώτατη επιτρεπτή συγκέντρωση. Οι συγκεντρώσεις του ασβεστίου που προσδιορίστηκαν στα νερά της Ζακύνθου κυμαίνονται από 17.5 έως 210.4 mg/l, με μέση τιμή 115.6 mg/l. Σε ποσοστό 62.09 % των υδάτων που αναλύθηκαν η συγκέντρωση του ασβεστίου ήταν μεγαλύτερη από την ενδεικτική συγκέντρωση των 100 mg/l για το πόσιμο νερό (Σχήμα 4). Τα υπόγεια νερά περιέχουν συνήθως αμμωνία σε χαμηλές συγκεντρώσεις >41 ΝΗ 4 + NH 4 + Συγκέντρωση, mg/l 2 1 0,5 0,4 0,2 0 0,00 10,00 20,00 30,00 40,00 50,00 Σχήμα 5: Κατανομή της συχνότητας των συγκεντρώσεων (mg/l) του κατιόντος αμμωνίου στα ύδατα της Ζακύνθου.
>42 (περίπου 0,2 mg/l). Η αμμωνία δεν επηρεάζει άμεσα την υγεία στις συγκεντρώσεις που ενδέχεται να υπάρχει στο πόσιμο νερό, αποτελεί όμως σημαντικό δείκτη ρύπανσης από κοπρανώδεις ουσίες. Σε συγκεντρώσεις μεγαλύτερες από 0,2 mg/l δημιουργεί προβλήματα οσμής και γεύσης στο νερό και ελαττώνει την αποτελεσματικότητα της απολύμανσης. Επίσης, συμβάλλει στο σχηματισμό νιτρωδών αλάτων στα συστήματα ύδρευσης. Η ανώτατη επιτρεπτή συγκέντρωση του NH4+ στο πόσιμο νερό είναι τα 0.5 mg/l. Διαπιστώθηκε ότι σε ποσοστό 27.62 % των δειγμάτων η συγκέντρωση ήταν μεγαλύτερη από την ανώτατη επιτρεπτή συγκέντρωση για το πόσιμο νερό. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Council Directive, (1998). Directive 98/ /EC relating to the quality of water intended for human consumption. DG I. 19/12/97. Standard Methods for the Examination of Water and Waste Water, (1995). APHA, AWWA, and WEF, Washington, D.C. (19th ed., 1995). US Environmental Protection Agency, (1993). Determination of inorganic anions by Ion Chromatography (Method 300.0), In: Methods for determination of inorganic substances in environmental samples, EPA/600/R-93/100. WHO (1993) Guidelines for drinking-water quality, 2nd edition, vol. 1. Geneva: World Health Organization Publ. Οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23/10/2000 για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων (L 327 EL 22.12.2000) Ποιότητα του πόσιμου νερού σε συμμόρφωση προς την 80/778 οδηγία του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ΦΕΚ 53 τεύχος Β, 20/02/1986