ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ-ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΟΣ ΚΛΑΔΟΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ:

Σχετικά έγγραφα
Πατρ τ ιάρχης Αλ εξα εξ νδρείας ένας από τους πέντε μεγάλους Πατέρες της Ανατολικής Εκκλησίας

Ο Μέγας Αθανάσιος: ανυποχώρητος αγωνιστής της ορθής πίστης.

Χριστιανική Γραμματεία

Η θεολογική διδασκαλία της προς Εβραίους. Οι βασικές θέσεις και οι ιδιαιτερότητες της επιστολής σε σχέση με τα υπόλοιπα βιβλία της Κ.Δ.

Ο Τριαδικός Θεός: Η Τριαδικότητα και η Μοναδικότητα του Θεού

Οι Γραφές αποκαλύπτουν αλήθειες της πίστης: Παράδεισος-Πτώση-Σωτηρία

Η ΑΠΑΤΗ ΤΗΣ ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΑΣ

Να ιεραρχήσετε τα παρακάτω στάδια από τις φάσεις της θείας οικονομίας

Ο άνθρωπος ως κοινωνός της θείας ζωής: κίνδυνος παρερμηνειών

Ο Τριαδικός Θεός: οι γιορτές της Πεντηκοστής και του Αγίου Πνεύματος. Διδ. Εν. 14

ΑΓΙΑΣ ΦΙΛΟΘΕΗΣ 19-21, ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ FAX: ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 18: ΤΑ ΔΟΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΩΣ ΔΕΙΚΤΕΣ ΖΩΗΣ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών

Να συμπληρώσετε κάθε μια από τις προτάσεις 1, 2, και 3 επιλέγοντας τη σωστή

Πατέρες και Οικουµενικοί Διδάσκαλοι. Πατρολογία Ι (Υ102) Διδάσκων: Συμεών Πασχαλίδης

Να ξαναγράψετε το κείμενο που ακολουθεί συμπληρώνοντας τα κενά με τις

Χριστιανική Γραμματεία Ι

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 10: Η ΣΧΕΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑΣ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών

4. ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ

Χριστιανική Γραμματεία ΙI

Οι τρεις Ιεράρχες. 30 Ιανουαρίου

ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ

Πατρολογία Ι. Εισαγωγή στην Πατρολογία Γραµµατεία και Θεολογία των Πατέρων των τεσσάρων πρώτων αιώνων.

Ιστορία και Θεολογία των Εκκλησιαστικών Ύμνων

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 26: ΕΚΚΛΗΣΙΑΤΙΚΗ ΑΚΡΙΒΕΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών

Πατρολογία Ι. Εισαγωγή στην Πατρολογία Γραµµατεία και Θεολογία των Πατέρων των τεσσάρων πρώτων αιώνων

Πατρολογία Ι. Εισαγωγή στην Πατρολογία Γραµµατεία και Θεολογία των Πατέρων των τεσσάρων πρώτων αιώνων.

ΟΙ 3 ΙΕΡΑΡΧΕΣ: Βασίλειος

Η Παύλεια Θεολογία. Σωτηριολογία. Αικατερίνη Τσαλαμπούνη Επίκουρη Καθηγήτρια Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας

Θρησκευτικά Α Λυκείου GI_A_THI_0_8712 Απαντήσεις των θεμάτων ΘΕΜΑ Α1

Τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι; Διδ. Εν. 7

Στοιχεία συνάντησης της εξομολόγησης με την προσωποκεντρική θεωρία

Χριστιανική Γραμματεία

Δερμάτινοι Χιτῶνες Ἀναφορά στήν βιολογική ζωή, τίς ἀσθένειες, τά γηρατειά, τόν θάνατο καί τήν ὥρα τοῦ θανάτου

Ομιλία στην Σχολική Εορτή των Τριών Ιεραρχών Γυμνάσιο Ξυλοφάγου

Κυριακή 28 Ἰουλίου 2019.

Γενικὴ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία Α

Ποιος είναι ο Θεός κατά την πίστη του Χριστιανισμού. Διδ. Εν. 4

Λόγων ὑποθῆκαι Θεσσαλονίκη, Απρίλιος 2011

Χριστιανική Γραμματεία Ι

1. Η Αγία Γραφή λέει ότι ο Χριστός είναι η μόνη δυνατότητα σωτηρίας. 2. Ο Θεός φανερώνεται στην Παλαιά Διαθήκη πάντα με κεραυνούς και αστραπές.

-17 ο - ΣΧΕΔΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

3 ο Δημοτικό Σχολείο Βροντάδου Χίου Οι Τρεις Ιεράρχες, η ζωή και το έργο τους. Χίος, 29 Ιανουαρίου 2016 Εκπαιδευτικός: Κωσταρή Αντωνία

Ερμηνεία του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου Ενότητα: 2

ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΚΟΛΑΣΗ ΑΣΚΗΣΗ - ΣΩΤΗΡΙ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ Α ΘΕΜΑΤΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ. Συντάκτης: Ευάγγελος Δεναξάς

Εἰς τήν Κυριακήν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναῒτου, συγγραφέως τῆς Κλίμακος. (Δ Κυριακή τῶν Νηστειῶν).

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το Άγιο Πνεύμα και Πνευματικότητα

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 3: Η ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών

Πατρολογία Ι. Εισαγωγή στην Πατρολογία Γραµµατεία και Θεολογία των Πατέρων των τεσσάρων πρώτων αιώνων.

ΠΡΟΣΕΥΧΗ: Η ΠΗΓΗ ΤΩΝ ΑΓΑΘΩΝ Β ΤΟΜΟΣ (Το πρακτικό μέρος)

5 Μαρτίου Το μυστήριο της ζωής. Θρησκεία / Θεολογία. Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς ( 1979)

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 1: Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

Πατρολογία Ι. Εισαγωγή στην Πατρολογία Γραµµατεία και Θεολογία των Πατέρων των τεσσάρων πρώτων αιώνων.

Επιτρέπεται να αρθρώνει η Εκκλησία πολιτικό λόγο;

Η ελευθερία του προσώπου

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 19: ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών

ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙ Ο ΘΕΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ

Εἰς τήν Κυριακήν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. (Β Κυριακή τῶν Νηστειῶν).

Να συμπληρώσετε κάθε μια από τις προτάσεις 1, 2, 3, 4 και 5, επιλέγοντας τη σωστή απάντηση από τις αντίστοιχες φράσεις α, β, γ:

Εισαγωγή στη Φιλοσοφία

Ένα γόνιμο μέλλον. στο παρόν και πνευματικές ιδιότητες που εκδηλώνουν οι Έλληνες όταν κάνουν τα καλά τους έργα

Γενικὴ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία Α

Αρχή και Πορεία του Κόσμου (Χριστιανική Κοσμολογία) Διδ. Εν. 9

Είπε ο Θεός: «Ας δημιουργήσουμε τον άνθρωπο σύμφωνα με την εικόνα τη δική μας κι έτσι που να μπορεί να μας μοιάσει κι ας εξουσιάζει τα ψάρια της

2 Μαρτίου Η Δύναμη της Αγάπης. Θρησκεία / Θρησκευτική ζωή. Μίνα Μπουλέκου, Συγγραφέας-Ποιήτρια

1. Στα αποστολικά χρόνια, η Θεία Ευχαριστία γινόταν διαφορετικά από τον τρόπο που έγινε τη βραδιά του Μυστικού Δείπνου.

Θρησκευτικά Α Λυκείου GI_A_THI_0_10296 Απαντήσεις των θεμάτων ΘΕΜΑ Α1

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 12: Ο ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΗΘΙΚΗΣ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών

Εὐλογημένη ἡ ἐπιθυμία τοῦ πλούσιου νέου σήμερα νά

Μέτρο για όλα ο άνθρωπος; (Μέρος 2o)

παρακαλώ! ... ένα βιβλίο με μήνυμα

Κυριακή 23 Ἰουνίου 2019.

Μητρ. Λαγκαδά: Θα πρέπει να κάνουμε βήματα «ασκήσεως» για να αλλάξει η ζωή μας

Τι είναι αυτό που καθιστά την ορθοδοξία μοναδική;. Παρακάτω καταγράφεται η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα.

Το φως του κόσμου. φαινομενικά αντιμάχονταν η μία την άλλη, ουσιαστικά όμως πολεμούσαν και οι δύο την Ορθοδοξία. Θρησκεία / Ιερός Άμβων

β. εκφράζουν αλήθειες για τον Χριστό, τη Θεοτόκο, την Αγία Τριάδα, τους αγίους

Να συμπληρώσετε κάθε μια από τις προτάσεις 1, 2, 3, 4 και 5, επιλέγοντας τη. 1. Ο χώρος τέλεσης της χριστιανικής λατρείας ονομάστηκε ναός

α. αποτελούνταν από τους Αποστόλους και όσους βαπτίστηκαν την ημέρα της Πεντηκοστής.

Γενικὴ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία [Α] Δρ. Ἰωάννης Ἀντ. Παναγιωτόπουλος

1 ο - ΣΧΕΔΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Σελ. ΠΡΟΛΟΓΟΣ 7-8 ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΆ 9-10

Ορθόδοξο Ορφανοτροφείο στην Ινδία. Ανακτήθηκε από (8/9/2016). * * *

ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ. 1. Θέματα Ερμηνείας και Θεολογίας των Επιστολών του Αποστόλου Παύλου. 2. Πατερική Ερμηνευτική.

Συναγμένοι στη Θεία Ευχαριστία: Η ουσία της Εκκλησίας. Διδ. Εν. 15

ΠΡΟΛΟΓΟΣ: 1 η σκηνή: στίχοι 1-82

(Εξήγηση του τίτλου και της εικόνας που επέλεξα για το ιστολόγιό μου)

Τι είναι το Άγιο Πνεύμα. Διδ. Εν. 8

Πατρολογία Ι. Εισαγωγή στην Πατρολογία Γραµµατεία και Θεολογία των Πατέρων των τεσσάρων πρώτων αιώνων.

Τεχνικοί Όροι στην Θεολογία

Η έννοια της Θρησκευτικής Εµπειρίας στη Διαπροσωπική Θεωρία Ψυχανάλυσης του Erich Fromm: Προεκτάσεις στη διδασκαλία του µαθήµατος των Θρησκευτικών

Κυριακή 2 Ἰουνίου 2019.

Αισθητική φιλοσοφία της τέχνης και του ωραίου

Βασισμένοι στην αποκάλυψη του Θεού 3 η Διάλεξη από τη σειρά μαθημάτων: «Διαμορφώνοντας τη θεολογία σου» Οδηγός μελέτης.

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ. (Επιλεγόμενο Μάθημα - Χειμερινού Εξαμήνου 2013)

Οι Καθολικές επιστολές

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΑ

Κατωτέρου Κατηχητικού Ιεραποστολικού Έτους Συνάντηση 1: Σαββατοκύριακο 13 και : Η αποστολή των δώδεκα μαθητών

«Η πνευματική διαθήκη του Γέροντος Σωφρονίου του Έσσεξ»

ΜΑΘΗΜΑ 11 Ο Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Transcript:

ΑΡ ΙΣ Τ ΟΤΕΛ ΕΙ Ο ΠΑΝ Ε ΠΙΣ Τ ΗΜΙ Ο ΘΕ ΣΣ ΑΛ ΟΝ ΙΚ ΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ-ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΟΣ ΚΛΑΔΟΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: Η ΓΕΝΕΣΙΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΔΥΣΙΣ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ ΚΑΙ Η ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΕΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟ ΜΕΓΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟ Εισηγήτρια: Ναλμπάντη Ειρήνη Σύμβουλος καθηγητής: Λάμπρος Χρ. Σιάσος Θεσσαλονίκη 2013

Στους γονείς μου, Παύλο και Δέσποινα. 2

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ.....σελ.4 ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ..σελ.5 ΕΙΣΑΓΩΓΗ.....σελ.6 ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ Ι. Το κακό ως μη ον και η σχέση του με το αγαθό......σελ.12 ΙΙ. Η προέλευση του ηθικού κακού......σελ.16 ΙΙΙ. Το πρόβλημα του κακού στην Ορθόδοξη Πατερική σκέψη σελ.19 ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΙ ΠΗΓΕΣ, ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ I. Η γένεσις, η ανάδυσις και η φύσις του κακού κατά τον Μέγα Αθανάσιο....σελ.27 II. Το λογικόν της ψυχής και η επίνοια των ειδώλων συνεπεία του κακού..........σελ.39 III. Η ειδωλολατρεία κατά τον Μέγα Αθανάσιο....σελ.47 ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΗ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΜΕΓΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟ I. Το αυτεξούσιο και η πτώση του κατ εικόνα ανθρώπου....σελ.61 II. Ο θάνατος ως λύτρωση...σελ.71 III.Το κίνητρο της ενανθρωπήσεως....σελ.75 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ...σελ.83 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ....σελ.87 3

ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ Ε.Π.Ε. Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, «Γρηγόριος ο Παλαμάς» Θεσσαλονίκη 1972 P.G. Patrologia Greaca Φ.Θ.Β. Φιλοσοφική και Θεολογική Βιβλιοθήκη Β.Β. Βιβλική Βιβλιοθήκη Π.Δ. Παλαιά Διαθήκη 4

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ Το πρόβλημα του κακού είναι ένα από τα πιο δυσεπίλυτα και διαχρονικά προβλήματα, που απασχόλησε την ανθρώπινη σκέψη. Με την προβληματική περί κακού ασχολήθηκε η αρχαία ελληνική φιλοσοφική σκέψη, οι Ανατολικοί και Δυτικοί Πατέρες της Εκκλησίας, ακόμη και οι αιρετικοί. Η προβληματική περί του κακού αφορά στην αρχή της δημιουργίας του, στη γένεση και στην ανάδυσή του στον κόσμο. Στην παρούσα εργασία, θα καταδειχθεί πως συμβιβάζεται η ύπαρξη του κακού προς την ιδέα του παντοδύναμου και πανάγαθου Δημιουργού. Επίσης θα αναλυθεί η σχέση του κακού με τα είδωλα ως απόρροια της φαντασίας και του θολωμένου λογικού των ανθρώπων και η εφεύρεσις της ειδωλολατρείας από τους ανθρώπους, κατά τη διδασκαλία του Μεγάλου Αθανασίου. Επιπλέον, θα αναζητηθούν οι πηγές, τα αίτια και οι συνέπειες του κακού καθώς και οι σωτηριολογικές προϋποθέσεις σύμφωνα με το Μέγα Αθανάσιο. Η προσπάθειά μας συνοψίζεται στην παρουσίαση του φιλοσοφικού και θεολογικού περιεχομένου των θέσεων του Μεγάλου Αθανασίου, χωρίς να αλλοιώσουμε ή να θέσουμε υπό αμφισβήτηση τις θεολογικές απόψεις του. Εκφράζω στο σημείο αυτό, τις θερμές ευχαριστίες στο σύμβουλο και επόπτη του παρόντος πονήματος, καθηγητή κ. Λάμπρο Σιάσο, ο οποίος με βοήθησε στην επιλογή του θέματος, παρακολούθησε την πορεία της έρευνάς μου και βοήθησε με τις μεθοδολογικές υποδείξεις του. Σέρρες 2014 Ειρήνη Π. Ναλμπάντη 5

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το πρόβλημα του κακού έχει προκαλέσει έντονο ενδιαφέρον όχι μόνο κατά την εποχή του Μεγάλου Αθανασίου αλλά γενικότερα έχουν ασχοληθεί με αυτό φιλόσοφοι, συγγραφείς, Πατέρες της Εκκλησίας, ακόμη και αιρετικοί. Η προέλευση, η φύση και η ουσία του κακού, δημιουργούσαν πάντοτε σύγχυση και αποπροσανατολισμό στην αναζήτηση της αληθείας. Αυτός ο προβληματισμός είναι ο σκοπός της επικείμενης εργασίας. Η αναζήτηση του ορισμού ή καλύτερα του προσδιορισμού του κακού, η προσπάθεια να αντιμετωπιστεί ή και να εξαλειφθεί, είναι πτυχές της προβληματικής του κακού. Στα πλαίσια της παρούσας εργασίας θα παρουσιαστούν οι απόψεις περί κακού του Μεγάλου Αθανασίου. Συγκεκριμένα το πώς αυτό γεννήθηκε και αναδύθηκε και η σχέση αυτού με τα είδωλα και την ειδωλολατρεία της εποχής του. Σκοπός μας είναι να παρουσιάσουμε μία σαφή εικόνα για τον άνθρωπο, την προέλευσή του από την αρχή της δημιουργίας, μέχρι και τη θέωσή του, για να ερευνήσουμε πότε εκδηλώθηκε το κακό, από πού προήλθε, ποιες είναι οι αιτίες και οι συνέπειες του στην εξέλιξη της ανθρωπίνης πορείας από την αρχή της δημιουργίας μέχρι και σήμερα. Ο Μέγας Αθανάσιος (295μ.Χ.-373μ.Χ.) 1 υπήρξε ο πιο γνωστός πατριάρχης της Αλεξανδρείας, θερμός υποστηρικτής της ορθοδόξου πίστεως, που ο ζήλος του και η αφοσίωσή του στον αγώνα κατά των Αρειανών στάθηκαν σημαντική αφορμή για τις εξορίες που υπέστη. Ο Μέγας Αθανάσιος γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και πιθανολογείται ως έτος γέννησης το 295 2, δεδομένου ότι εξελέγη αρχιεπίσκοπος το 328(στα 33 του έτη) 3. Σημαντική πληροφορία αποτελεί για εμάς το γεγονός ότι ανατράφηκε σ ένα εκκλησιαστικό περιβάλλον 4. 1 Για τη ζωή και τα έργα του Μεγάλου Αθανασίου, βλ. Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία Γ (Περίοδος Θεολογικής Ακμής Δ και Ε αιώνες), «Το Βυζάντιον» Ελευθερίου Γ.Μερετάκη, Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1987 2 George Florofsky, The Eastern Fathers of the fourth century,richard S.Haugh,USA 1987,σ.36 3.Π. Χρήστου.,Ελληνική Πατρολογία Γ (Περίοδος Θεολογικής Ακμής Δ και Ε αιώνες), σ.468 4 Χρ.Αραμπατζή, Χριστιανική Γραμματεία (Εκκλησιαστικοί Συγγραφείς και Κείμενα της Πρώτης Χιλιετίας) τ.α,π.πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2008,σ.73 6

Οι αντιλήψεις και οι ιδέες της εποχής που έζησε και έδρασε ο Μέγας Αθανάσιος, είχαν υποστεί μεγάλες επιρροές αφ ενός από την παράδοση της ελληνικής φιλοσοφίας και πιο συγκεκριμένα από το νεοπλατωνισμό 5 και αφ ετέρου από την εκκλησιαστική παράδοση των Πατέρων που προϋπήρξαν της εποχής του Μεγάλου Αθανασίου. Η αγάπη του Μεγάλου Αντωνίου και των μοναχών της Αιγύπτου για το μοναχισμό αλλά και οι επιρροές 6 του αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας Αλεξάνδρου συνέβαλαν στην εγκράτεια και στην προσήλωσή του στην Αγία Γραφή και στην εκκλησιαστική παράδοση. Τα συγγράμματά του μαρτυρούν την πλούσια χριστιανική και κλασική μόρφωσή του. Από νεαρή ηλικία, τον απασχολούσαν τα συγκλονιστικά ερωτήματα για την ανθρώπινη ύπαρξη γι αυτό και σπούδασε θεολογία και φιλοσοφία. Πριν χειροτονηθεί διάκονος, στη νεανική του ηλικία ασκήτευσε κοντά στον Μέγα Αντώνιο για λίγο καιρό. Ήδη από πολύ μικρή ηλικία, περί το 324, τα απολογητικής φύσεως έργα του, «Κατά Ελλήνων» και «Περί ενανθρωπήσεως του Λόγου» καθιέρωσαν την αξία του και τον ανέδειξαν σ έναν από τους σημαντικότερους θεολόγους της εποχής. Το 325 μ.χ. συνόδεψε τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Αλέξανδρο στην Α Οικουμενική Σύνοδο που συνεκλήθη στη Νίκαια, με την ιδιότητα του γραμματέα, συμμετείχε στις θεολογικές συζητήσεις και αντιμετώπισε τον Άρειο. Ο Άρειος υποστήριζε ότι ο Χριστός δεν είναι Υιός του Θεού αλλά κτίσμα Του και αρνήθηκε τη θεότητα Του. Το χριστολογικό ζήτημα ήταν από τα πρώτα που ασχολήθηκε και η διδασκαλία του ομοουσίου του Υιού με το Θεό Πατέρα αποτέλεσε τη βάση της σωτηριολογίας της Εκκλησίας. 7 Στις 18 Απριλίου του 328, ο Μέγας Αθανάσιος εκλέχθηκε αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας, ύστερα από το θάνατο του Αλεξάνδρου 8. Η εκλογή του αποφασίστηκε παρουσία των επισκόπων της Αιγύπτου και του λαού. Η χειροτονία του έλαβε χώρα στις 8 Ιουλίου του 328 9 σε ηλικία 33 ετών. Ο Μέγας Αθανάσιος υπέστη πέντε εξορίες, η πρώτη από τον Κωνσταντίνο, στα Τρέβηρα της Γαλλίας (με απόφαση της Συνόδου της Τύρου το 335 μ.χ.), 5 George Florofsky, The Eastern Fathers of the fourth century,σ.36 6 Χρ. Αραμπατζή, Χριστιανική Γραμματεία (Εκκλησιαστικοί Συγγραφείς και Κείμενα της Πρώτης Χιλιετίας), σ.74 7 οπ.π.σ.77 8 Π.Χρήστου,Ελληνική Πατρολογία Γ (Περίοδος Θεολογικής Ακμής Δ και Ε αιώνες),σ.469 9 Π.Χρήστου,Ελληνική Πατρολογία Γ (Περίοδος Θεολογικής Ακμής Δ και Ε αιώνες),σ.470 7

όπου αρνήθηκε να υποταχθεί στις αυτοκρατορικές πιέσεις και να ακυρώσει τις αποφάσεις της Α Οικουμενικής Συνόδου που καταδίκαζαν τον Άρειο. Εξορίστηκε για δεύτερη φορά με απόφαση της Συνόδου της Αντιοχείας (340) από τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο, οπαδό του Αρείου. 10 Η σύνοδος της Ρώμης το 341 τον αθώωσε από τη δεύτερη εξορία. Με τον θάνατο του αυτοκράτορος Κώνσταντος (350), οι Αρειανοί ξεκίνησαν εκ νέου ενέργειες πείθοντας τον Κωνστάντιο να επιβάλλει τις αρειανικές απόψεις. Με τις συνόδους Αρελάτης(353) και Μεδιολάνων(356) καταδικάστηκε σε εξορία για τρίτη φορά, στην έρημο της Αιγύπτου, με τον Μάρκελλο και τον Φωτεινό. Επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια το 362, επί Ιουλιανού και εξορίστηκε πάλι (τέταρτη εξορία) στη Θηβαΐδα, από τον ίδιο γιατί θα στεκόταν ο Αθανάσιος, εμπόδιο στην εξάπλωση της ειδωλολατρείας. Για τον Μέγα Αθανάσιο η πολεμική του Ιουλιανού δεν έμοιαζε με κάτι σοβαρό αλλά «νεφύδριον γάρ ἐστι, καὶ παρέρχεται 11». Η τελευταία εξορία του Αθανασίου πραγματοποιήθηκε το 365 στα Περίχωρα της Αλεξάνδρειας από τον Ουάλη, συνάρχοντα του Ουαλεντιανού Α, αργότερα όμως ο Ουάλης φοβούμενος τον αλεξανδρινό λαό που εξεγέρθηκε ανακάλεσε και τον επανέφερε. Μετά το πέρας της πέμπτης εξορίας του ο Μέγας Αθανάσιος πέρασε τα υπόλοιπα χρόνια του εν ειρήνη. Επί 48 έτη διετέλεσε αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας εκ των οποίων τα 16 ήταν εξόριστος. Συμπαραστάτης του Μεγάλου Αθανασίου στάθηκε ο λαός της Αλεξάνδρειας και οι μοναχοί της ερήμου, τους οποίους συχνά επισκεπτόταν. Στις 2 Μαΐου του 373 12 απεβίωσε και η μνήμη του τελείται στις 18 Ιανουαρίου μαζί με την μνήμη του Κυρίλλου Αλεξανδρείας καθώς και στις 2 Μαΐου όπου εορτάζεται η ανακομιδή των λειψάνων του. Στη διδασκαλία του Μεγάλου Αθανασίου βάση αποτελεί η Αγία Γραφή και η εκκλησιαστική παράδοση 13 της χριστιανικής διδασκαλίας. Πρόκειται για την διδασκαλία του Κυρίου η οποία μεταδόθηκε στους Πατέρες της Εκκλησίας και στους Αποστόλους ώστε να διασωθεί άσπιλη και αμόλυντη και να διαδοθεί στους 10 Δ.Τσάμη,Ἐκκλησιαστικὴ Γραμματολογία(Ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴ ἐποχὴ ὣς τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης),Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2001 6,σ. 123 11 Σωκράτους, Εκκλησιαστική Ιστορία, PG 67, 416A. 12 Π.Χρήστου,Ελληνική Πατρολογία Γ (Περίοδος Θεολογικής Ακμής Δ και Ε αιώνες), σ.483 13 Κων. Σκουτέρη, Ιστορία Δογμάτων (Η Ορθόδοξη δογματική διδασκαλία και οι νοθεύσεις της από τις αρχές του τετάρτου αιώνα μέχρι και την Τρίτη Οικουμενική Σύνοδο), Αθήνα 2004,σ.185 κ.ε. 8

ανθρώπους γνήσια, χωρίς τον φόβο της παρερμηνείας. Στην εκκλησιαστική παράδοση διασώζεται ο «λόγος και η διάνοια» 14 των Αγίων Πατέρων, όχι κατά γράμμα αλλά βασιζόμενο στην αυθεντικότητα του πνεύματος των ιερών κειμένων. Η θεολογία της παραδόσεως είναι αυτή που καθιστά τα έργα των Πατέρων γενικότερα, αλλά και του Μεγάλου Αθανασίου ειδικότερα, να έχουν πολεμικό χαρακτήρα και βαθύτερα πνευματικό και θεολογικό. 15 Η γνώσις του Θεού κατέχει σημαντική θέση στα έργα του μεγάλου Πατρός, διότι είναι η γνώσις που βρίσκεται μέσα μας και απαιτεί προσωπικό αγώνα και προσπάθεια να την ανακαλύψει κανείς. Με την ψυχή και το νου «δι αυτού γαρ μόνου δύναται Θεός θεωρείσθαι και νοείσθαι». 16 Ο άνθρωπος αν και πλασμένος «κατ εικόνα και καθ ομοίωσιν» εξέπεσε δια των αμαρτιών του, με τη λογική μπορεί να κατανοήσει και με τις αισθήσεις να αισθανθεί το Δημιουργό, στα όρια που Εκείνος το επιτρέπει. Επειδή όμως τα όρια του Θεού ξεπερνούν τον άνθρωπο στο σύνολό του, η γνώσις του Θεού καθίσταται ατελής και ατέρμονη. Ο Μέγας Αθανάσιος έθεσε το τριαδολογικό δόγμα ως ζήτημα σωτηριολογικoύ προβληματισμού, κατά το οποίο ο Τριαδικός Θεός έχει μία ουσία και τρεις υποστάσεις (πρόσωπα). Ο Υιός και Λόγος είναι το γέννημα του Πατρός, δεν προήλθε από την θέληση του Πατρός αλλά είναι υποστατικό ιδίωμα του Πατρός να γεννά τον Υιό και υποστατικό ιδίωμα του Υιού να γεννάται προαιωνίως από τον Πατέρα. Η ουσία του Πατρός είναι αναλλοίωτη, μετεχόμενη, κοινωνική και εκχωρούμενη στον Υιό, δηλαδή Πατέρας και Υιός είναι ομοούσιοι. Ο άνθρωπος μπορεί να ενωθεί με το Θεό σχετικώς 17 με τη μίμηση, ενώ ο Πατήρ και ο Υιός συναντώνται στη βάση της φύσεως και της ατρεψίας. Όπως το απαύγασμα δεν χωρίζεται από το φως τοιουτοτρόπως και ο Υιός δεν δύναται να χωρισθεί από τον Πατέρα. Το ομοούσιο είναι θεμέλιο του Τριαδικού δόγματος. Η διαφορά του Υιού από τα κτίσματα είναι ότι είναι η ίδια η εικόνα και η ομοίωσις του Θεού ενώ ο άνθρωπος είναι το «κατ εικόνα και καθ ομοίωσιν του Θεού.» 18 Η πίστη στην τελειότητα της Αγίας Τριάδας δεν έχει σχέση με έξωθεν επινοήματα αλλά είναι 14 Κων. Σκουτέρη, Ιστορία Δογμάτων(Η Ορθόδοξη δογματική διδασκαλία και οι νοθεύσεις της από τις αρχές του τετάρτου αιώνα μέχρι και την Τρίτη Οικουμενική Σύνοδο),σ.188 15 Νίκου Ματσούκα,Θεολογία,κτισιολογία,εκκλησιολογία κατά τον Μέγαν Αθανάσιον(Σημεία πατερικής και οικουμενικής θεολογίας), Π.Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2001,σ.106 16 Βλ.Μεγάλου Αθανασίου, Κατά Ἐλλήνων 30 PG 25, 61AB 17 Κωνσταντίνου Σκουτέρη, Ιστορία Δογμάτων(Η Ορθόδοξη δογματική διδασκαλία και οι νοθεύσεις της από τις αρχές του τετάρτου αιώνα μέχρι και την Τρίτη Οικουμενική Σύνοδο),σ.200 18 βλ. Π. Χρήστου,Ελληνική Πατρολογία Γ (Περίοδος Θεολογικής Ακμής Δ και Ε αιώνες),σ.486 9

θεία δωρεά. 19 Κατά το Μέγα Αθανάσιο, η σχέση Λόγου και Πατέρα είναι κατά φύσιν, η οποία προηγείται του κατά βούλησιν. 20 Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ εικόνα και καθ ομοίωσιν, ψυχή και σώμα ως μία ενιαία σύνθεση. Η ψυχή είναι η κινητήρια δύναμη του σώματος και κινείται και από μόνη της. Ζει και μετά το θάνατο του σώματος. Το σώμα πεθαίνει όταν η ψυχή το αποχωρίζεται. Κατά το Μέγα Αθανάσιο η ψυχή είναι μία δύναμη ενεργοποιός του σώματος, που δεν το ορίζει η φύση της αυτό, αλλά το θέλημα του Θεού. 21 Η πτώση απομάκρυνε τον άνθρωπο από το Θεό και τον κατέστησε έγκλειστο στον εαυτό του. Ο Μέγας Αθανάσιος επισημαίνει την τραγικότητα της πτώσεως διαχωρίζοντας ωστόσο την καταστροφή του ανθρώπου από την παράβαση της εντολής του Θεού. 22 Με το προπατορικό αμάρτημα αμαυρώθηκε το κατ εικόνα του και ο μόνος τρόπος να το αποκαταστήσει ήταν να δει την εικόνα του Πατρός μέσω του κατόπτρου 23 να αποκτήσει αγαπητική σχέση πάλι με το Θεό, τους συνανθρώπους του αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό. Η ενανθρώπιση στα έργα του Μεγάλου Αθανασίου είναι η κορύφωση της θείας οικονομίας. Ο Χριστός ενανθρώπησε για να θεοποιήσει τους ανθρώπους, έλαβε σώμα και ψυχή. Με τη διδασκαλία περί ενανθρωπήσεως καταπολεμά την αίρεση του Απολλιναρίου, κατά τον οποίο ο Λόγος όταν ενανθρώπησε έλαβε μόνο το σώμα το ανθρώπινο, η ψυχή παρέμεινε του Υιού, ήταν άψυχος ως άνθρωπος. Η σωτηρία έπεται της ενανθρωπήσεως, όπου ο Λόγος σαρξ εγένετο για την λύτρωση των ανθρώπων. Η θεολογία του Μεγάλου Αθανασίου αποτέλεσε τη βάση για τη διαμόρφωση των επτά πρώτων άρθρων του Συμβόλου της Πίστεως από την Α Οικουμενική Σύνοδο. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός λέει: «Ἀθανάσιον ἐπαινῶν, ἀρετήν ἐπαινέσομαι ταὐτόν γάρ ἐκεῖνον τε εἰπεῖν καί ἀρετήν ἐπαινέσαι» 24. 19 Κωνσταντίνου Σκουτέρη, Ιστορία Δογμάτων(Η Ορθόδοξη δογματική διδασκαλία και οι νοθεύσεις της από τις αρχές του τετάρτου αιώνα μέχρι και την Τρίτη Οικουμενική Σύνοδο),σ.190 20 Μεγάλου Αθανασίου, Κατ Ἀρειανών, PG 26,149C: «Και αναιροῦντες δέ το κατά φύσιν, πῶς το κατά βούλησιν προηγεῖσθαι θέλοντες οὐκ ἐρυθρυῶσιν;» 21 Μεγάλου Αθανασίου, Κατά Ἐλλήνων 33 PG 25, 68ΑΒ 22 Κωνσταντίνου Σκουτέρη, Ιστορία Δογμάτων(Η Ορθόδοξη δογματική διδασκαλία και οι νοθεύσεις της από τις αρχές του τετάρτου αιώνα μέχρι και την Τρίτη Οικουμενική Σύνοδο),σ.210 23 Μεγάλου Αθανασίου, Κατά Ἐλλήνων 34, PG 25, 68D 24 Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγον 21 Εις τον Μέγαν Αθανάσιον επίσκοπον Αλεξανδρείας, PG 35, 1081Α-1084Α 10

Οι θέσεις του Μεγάλου Αθανασίου, είναι προϊόν της θεολογικής του παιδείας, της πλούσιας μορφώσεως του και της έντονης πίστεώς του. Η επιχειρηματολογία του Μεγάλου Αθανασίου έχει μεγάλο ενδιαφέρον και παιδαγωγικό χαρακτήρα. Στο πρώτο κεφάλαιο της παρούσης εργασίας, θα παρουσιαστούν οι θεολογικές ομολογίες περί του κακού, κατά πόσο αυτό υφίσταται και ποιες είναι οι πηγές του κακού. Στόχος είναι να ερευνηθεί η διδασκαλία του Μεγάλου Αθανασίου περί του κακού, αλλά και των Πατέρων που έδρασαν περίπου στην εποχή του Μεγάλου Αθανασίου για να κατανοήσουμε τις επιρροές που πιθανόν να δέχτηκε αλλά και το υπόβαθρο που άφησε ως κληρονομιά στους Πατέρες των μετέπειτα αιώνων. Στο δεύτερο κεφάλαιο θα αναδειχθεί με ποιο τρόπο ο άνθρωπος καθίσταται δημιουργός του κακού. Ο άνθρωπος είναι εκείνος που φέρνει το κακό στην αγαθή θεϊκή δημιουργία. Θα δοθεί έμφαση στο πως γεννήθηκε και αναδύθηκε το κακό μέσω των ανθρώπων, θα γίνει μία εκτενής παρουσίαση για το ρόλο που διαδραμάτισε το λογικό της ψυχής στην επίνοια των ειδώλων και θα αναλυθεί το πώς συστάθηκε η ειδωλολατρία, από τη λατρεία των φυσικών φαινομένων, των ζώων, της τέχνης, των προσώπων και ούτω καθεξής. Βάσει των εκτεθεισών απόψεων στα δύο πρώτα κεφάλαια, στο τρίτο κεφάλαιο θα καταβληθεί προσπάθεια να επισημανθούν τα στοιχεία εκείνα, τα οποία αποτελούν προϋποθέσεις, αφ ενός της πτώσεως του κατ εικόνα ανθρώπου και τι ρόλο έπαιξε στην πτωτική κατάσταση το αυτεξούσιο και αφ ετέρου ο διττός ρόλος του θανάτου, ως τραγική συνέπεια της πτώσεως ή ως λύτρωση. Επιπροσθέτως, θα δοθεί έμφαση στο διπλό σκοπό της ενανθρωπήσεως, όπως ερμηνεύεται από τη θεολογική σκέψη του Μεγάλου Αθανασίου. 11

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ Ι. Το κακό ως μη ον και η σχέση του με το αγαθό. Ο άνθρωπος έμφυτα, επιθυμεί το αγαθό. Το αγαθό είναι πάντα το ελκυστικό και ωραίο ενώ το κακό είναι το άσχημο 25 και αυτό που o άνθρωπος μόνο στο άκουσμά του, αποστρέφεται. Κατά τη χριστιανική διδασκαλία το αγαθό είναι ο ίδιος ο Θεός. Επομένως η αναζήτηση του αγαθού οδηγεί στον ίδιο το Θεό. Ο Θεός ως μοναδική πηγή αγαθότητος, βρίσκεται στον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά με το «κατ εἰκόνα και καθ ὁμοίωσιν». Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από το Θεό εκ του μη όντος. Ο Θεός είναι άναρχος, ο άνθρωπος έχει αρχή και άρα τρέπεται. Η λογική φύση του όμως έχει το αυτεξούσιο και μπορεί να κινηθεί προς το καλό ή το κακό αντίστοιχα. Με την έννοια του καλού είναι συνυφασμένος και ο όρος του κάλλους κάθε δημιουργήματος, ο οποίος κατοπτρίζει το θείο κάλλος. Το προπατορικό αμάρτημα αποξένωσε τον άνθρωπο από το Θεό, με αποτέλεσμα να απωλέσει τη χάρη 26 του κτιστού αυτού κάλλους. Η πτώση του ανθρώπου είναι και πτώση κάθε κτιστής πραγματικότητας. Για παράδειγμα, στην καταστροφή του περιβάλλοντος συνέβαλλε και η ανάρμοστη συμπεριφορά 27 του ανθρώπου. Ο άνθρωπος για να μεταβεί από το αισθητό στο νοητό κάλλος πρέπει να απαλλαγεί από τα πάθη του. Το κακό δεν είναι το αντίθετο του καλού, αλλά η άρνησή του. Ο ορισμός του, αγαθού είναι ανέφικτος διότι δεν έχει τέλος. Με τη στέρηση του αγαθού, δηλαδή, την ύπαρξη του κακού μπορεί κανείς να εννοήσει τα περί του αγαθού. Ωστόσο, η διάκριση μεταξύ αγαθού και κακού, δεν εξαρτάται από αυτά όσο από τον άνθρωπο και τη στάση του απέναντι στο Θεό και στην κτίση. Το αγαθό, εφ όσον, προκύπτει εκ του Θεού, δεν είναι στατικό αλλά δυναμικό. 28 Εμφανίζεται ως πρόσωπο και όχι ως αντικείμενο, ως κοινωνία και προσωπική σχέση με το Θεό. 25 Διονυσίου Αρεοπαγίτη, Περὶ θείων ὀνομάτων, 4,7 PG 3, 701C 26 Ιωάννου Ρωμανίδου, Το προπατορικόν αμάρτημα, Δόμος,Αθήνα 1989 2, σ. 156 27 Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β ( Έκθεση της ορθόδοξης πίστης σε αντιπαράθεση με τη δυτική χριστιανοσύνη), Π.Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2003,σ.209 28 Γεωργίου Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική II, Π.Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2004 2,σ.32 12

Όταν αυτή η κοινωνία μεταξύ ανθρώπου και Θεού επιτυγχάνεται, πραγματώνεται η αρετή του αγαθού. 29 Η έννοια του κακού υφίσταται διαφοροποιήσεις ανάμεσα στα διαρχικά συστήματα των αιρέσων και την Χριστιανική διδασκαλία. Η Χριστιανική διδασκαλία της Εκκλησίας αναγνωρίζει την αγαθή πραγματικότητα και τη διάβρωση της. Τα πάντα δημιουργήθηκαν «λίαν καλώς» και η αποστασία είναι αυτή που φθείρει την πραγματικότητα. Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με την άποψη του καθηγητή Νίκου Ματσούκα, οι διαρχικοί 30 θεωρούν πως το αγαθό και το κακό είναι δύο πόλοι αντίθετοι, ανυποχώρητοι και ασυμβίβαστοι. Αν θα θέλαμε να προσδιορίσουμε την έννοια του κακού θα λέγαμε εν πρώτοις πως ο καθένας μας ξεχωριστά, αντιλαμβάνεται το κακό διαφορετικά, ανάλογα με τα γεγυμνασμένα αισθητήρια 31 που έχει ώστε να διακρίνει και να ξεχωρίσει τη διαφορά του καλού από το κακό, τη διαφορά δηλαδή του όντος από το μη όν. Με μία πρώτη ματιά θα μπορούσαμε να κατανοήσουμε πως το καλό είναι αυτό που προοδεύει, βελτιώνεται και επιβιώνει αρμονικά ενώ το κακό είναι αυτό που καταστρέφει και αυτοκαταστρέφεται υπονομεύοντας το καλό. Το κακό εμφανίζεται με την απουσία του αγαθού στην ηθική συμπεριφορά κατ επέκταση και στην πνευματική ζωή, αλλά συναντάται και σε βιολογικό επίπεδο, ήτοι υλικό. 32 Συνεπώς, το καλό είναι το ελκυστικό και αυτό επιδιώκει ο άνθρωπος, ενώ το κακό είναι το αποκρουστικό, το οποίο υφίσταται μόνο με τη διάβρωση κάθε αγαθού και παρουσιάζεται ως πρόβλημα στον άνθρωπο. Η ατέλεια, η έλλειψη, ο ακρωτηριασμός, η αδύναμη μα συνάμα καταστροφική ενέργειά του, αποτελούν χαρακτηριστικά του κακού. Το παράδοξο της υπόθεσης είναι πως όσο αδύναμο και αν είναι το κακό έναντι του αγαθού, τόσο δυναμικά έχει την τάση να εισβάλλει και να εξαπλώνεται. Το κακό, ως διαβρωμένη αγαθή πραγματικότητα, «διεκδικεί τα δικαιώματα της ως παραμορφωμένο Σύμπαν» 33 29 ό.π.σ.32 30 Νίκου Ματσούκα, Ορθοδοξία και αίρεση στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς του Δ Ε ΣΤ αιώνα, Π.Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1992 2, σ.153 31 Βλ. Εβρ. 5,14 32 Νίκου Ματσούκα Το πρόβλημα του κακού, Δοκίμιο Πατερικής Θεολογίας, Π.Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1992 3, σ.17 33 Γ. Φλωρόφσκυ, Δημιουργία και Απολύτρωση, μτφρ. Παναγιώτου Κ Πάλλη, Π.Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1983,σ.95 13

Το κακό ως ανυπόστατο, δεν αποτελεί μία δεύτερη πηγή του «είναι» και της «ζωής» αλλά αποτελεί τη διάβρωση του ενός «είναι» και της μίας «ζωής» 34. Αν και ανύπαρκτο έχει την τάση να δεσπόζει σε κάθε γωνιά και πτυχή της ζωής. Νοείται μόνο με ότι έχει να κάνει έξω από τη θεία πραγματικότητα. Το κακό ως ανεξάρτητη οντότητα δεν υπάρχει, έναντι του αγαθού. Πάντα υπάρχει η επιθυμία το καλό να υπερνικήσει το καταστροφικό κακό. Οι καλοί έχουν την τάση να κατηγορούν τους κακούς ότι καταστρέφουν τον κόσμο, οι κακοί αντίστοιχα κατηγορούν τους καλούς 35. Το καλό και το κακό φαίνεται να συνυπάρχουν όμως δεν είναι ταυτόσημα. Κατά τον καθηγητή Νίκο Ματσούκα, το καλό και το κακό βιώνονται μόνο εμπειρικά 36. Εάν υπάρχει φορέας του κακού και είναι κτιστός, πως ο πανάγαθος Θεός έκτισε έναν κακό; Στα κτίσματα, το κακό δεν είναι απόλυτο, αλλά υπάρχει ως επιμέρους κακό. Επομένως όλα τα καλά στοιχεία που έχει, είναι δοσμένα από τον καλό Δημιουργό του. Η ελευθερία της βούλησης που του δόθηκε είναι ένα από αυτά τα καλά. Αυτοβούλως λοιπόν, μπορεί να στερηθεί κάποιος τα καλά του στοιχεία και να γίνει κακός. Το κακό προήλθε στον κόσμο, με ποικίλους τρόπους ως προϊόν της πτώσεως 37. Συνεπώς, το κακό, είναι συνέπεια της αυτόβουλης απώλειας των καλών στοιχείων κάποιου όντος, Το κακό, προκύπτει από ένα λογικό φορέα που μπορεί είτε να το διακρίνει, είτε να το επιλέξει αυτοβούλως. Επομένως, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το κακό, γίνεται χωρίς την επιδοκιμασία του Δημιουργού και ότι Εκείνος είναι απλώς σημείο αναφοράς. Το κακό βρίσκεται στα δημιουργήματα ή στα έργα των προσώπων 38. Από εκεί πηγάζει το λεγόμενο κοσμικό ή φυσικό κακό. Κατ αυτόν τον τρόπο δραστηριοποιείται και αποκτά δύναμη. Από το πρόσωπο καταλήγει στο απρόσωπο και το διαστρεβλώνει και αυτό. Το κακό εδραιώνεται και ισχυροποιείται μέσω των παθών στον άνθρωπο. 34 Νίκου Ματσούκα, Ορθοδοξία και αίρεση στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς του Δ Ε ΣΤ αιώνα, Π.Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1992 2, σ. 196 35 ό.π.σ.197-198 36 ό.π.σ.198 37 Ν. Μπερδιάγιεφ, Για την κοινωνική ανισότητα, Π.Πουρναράς, μτφ. Ε.Δ.Νιάνιος, Θεσσαλονίκη 1984,σ.184 κ.ε. 38 Γ. Φλωρόφσκυ, Δημιουργία και Απολύτρωση, μτφρ. Παναγιώτου Κ. Πάλλη, Π.Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1983,σ.100 14

Στο κακό πολλές φορές προβάλλεται το πιο ωραίο και ελκυστικό προσωπείο, όπως για παράδειγμα στην τέχνη (στη λογοτεχνία, στα μυθιστορήματα, στη ζωγραφική, στην ποίηση, στο θέατρο) όπου επίκεντρο αποτελεί συνήθως η τραγικότητα και η δυστυχία των προσώπων. Στην τέχνη, το κακό βρίσκεται σε έξαρση. Σ αυτήν κρύβεται η πραγματικότητα της ζωής, διαβρωμένη αλλά και καλυμμένη από ένα όμορφο προσωπείο. Τα πάθη είναι απρόσωπα και ενεργά και έχουν την ιδιότητα να σκλαβώνουν την ανθρώπινη ψυχή, είναι παρά φύσιν καταστάσεις όπως και το κακό. Ο υπόδουλος στα πάθη άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος ουσιαστικά, αφήνεται στις απρόσωπες επιδράσεις των παθών και αυτές τον χειραγωγούν αδυσώπητα. Αίτιο εξάπλωσης του κακού, δεν είναι μόνο τα πάθη που φωλιάζουν στην ψυχή του ανθρώπου, αλλά και η άγνοια του Θεού. Αυτή σκοτίζει το νου και το λογικό του ανθρώπου και τον προσηλώνει στα αισθητά 39. Επειδή η ανθρώπινη ψυχή είναι πολυδιάστατη και ενιαία 40, μολύνεται όχι μόνο από το νου αλλά και οποιοδήποτε άλλο μέρος της. Ο άνθρωπος εύκολα διακρίνει το κακό που πράττουν οι γύρω του, αλλά δεν το αναγνωρίζει όταν το πράττει ο ίδιος. Ουσιαστικά αυτή η αποποίηση των ευθυνών, μας θυμίζει το αμάρτημα του Αδάμ. Το κακό δεν εξαλείφεται στα πρόσωπα των άλλων, με τη λογική αυτή το κακό αυξάνει την εμπάθεια και την έπαρση και ενισχύει το κακό σε κάθε έκφανσή του. Το κακό ως στέρηση της αγαθής πραγματικότητας, ξεπερνιέται μόνο με την ωρίμανση του καλού, την παροχή της «εν Χριστώ» ζωής. Η θεία αγάπη είναι ανεξάντλητη πηγή και σ αυτήν καλείται κάθε άνθρωπος να επιστρέψει. Στο Χριστιανισμό, είναι επιτρεπτά οι αστοχίες και τα στραβοπατήματα του ανθρώπου, γιατί μέσω αυτών ο άνθρωπος μπορεί να αγωνιστεί με τη κάθαρση και να επανέλθει στη δημιουργία. 39 Μαξίμου Ομολογητού, Προς Θαλάσσιον, PG 90, 257A 40 Γεωργίου Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική II, Π.Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2004 2, σ.61 15

ΙΙ. Η προέλευση του ηθικού κακού. Κάποιες αντιλήψεις θεολογικές και φιλοσοφικές επιμένουν στη διάκριση του κακού σε φυσικό και ηθικό 41. Ως φυσικό κακό νοείται ο σωματικός ή ψυχικός πόνος, η φθορά και ο θάνατος και ως ηθικό κακό η αμαρτία. Το ηθικό κακό ως αμαρτία και πηγή της ελεύθερης βουλήσεως, προηγείται του φυσικού κακού. Κάποιες απόψεις επιμένουν ότι μόνο το ηθικό κακό υπάρχει στην ουσία. Επιπροσθέτως, υπάρχει και το κοινωνικό κακό, που γεννάται από τη φιλαυτία του ανθρώπου. Με δεδομένο πως ο θάνατος είναι φυσικό κακό, διαπιστώνουμε πως είναι μεταγενέστερο της πτώσεως του Αδάμ και της Εύας. Κάποιες απόψεις επιμένουν ότι μόνο το ηθικό κακό υπάρχει στην ουσία. Υπάρχει και το κοινωνικό κακό το οποίο στηρίζεται στο ανθρώπινο πρόσωπο και γεννάται από τη φιλαυτία του ανθρώπου. Πως είναι δυνατόν, να υπάρχει υγιής κοινωνία, όταν υπάρχουν αρρωστημένα και διαβρωμένα από το κακό πρόσωπα; Ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης μας λέγει πως εκ της φιλαυτίας οι άνθρωποι γίνονται «ἀνάρμοστοι καὶ ἀκόλλητοι καὶ ἀσύζωοι» 42. Με τον περιορισμό της φιλαυτίας, εξαλείφεται και το κοινωνικό κακό 43. Ο θάνατος ως προϊόν της πτώσεως είναι το πρώτο φυσικό κακό. Η θλίψη, ο πόνος, τα δάκρυα συνακολουθούν το θάνατο. Η Σταύρωση του Κυρίου εκφράζει το φυσικό και ηθικό κακό, όμως επειδή ακολουθεί η Ανάσταση αποτελεί πηγή σωτηρίας και λύτρωσης. Για να εξαγνιστούμε από το φυσικό κακό, θα πρέπει να προηγηθεί η ηθική θεραπεία, μέσω της ταπείνωσης, της αγαθότητος και της ευσέβειας. Όπως για παράδειγμα, ο λεπρός που με ταπείνωση ζήτησε από τον Κύριο να τον θεραπεύσει. Το φυσικό κακό άλλοτε εμφανίζεται ως τιμωρία του ηθικού κακού που απορρέει από την ασέβεια των ανθρώπων. Κατά το Μέγα Αθανάσιο 44, το φυσικό κακό είναι απόρροια του ηθικού και προέκυψε από την απιστία των ανθρώπων προς το Θεό. Μόνο με την προσευχή 41 Παν.Χ. Δημητρόπουλου, Ορθόδοξος Χριστιανική Ηθική, Αθήνα 1970,σ.43 42 Διονυσίου Αρεοπαγίτη, Περὶ ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας, 3,12 PG 3, 444B 43 Γεωργίου Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική II, Π.Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2004 2, σ.60 44 Μεγάλου Αθανασίου, Περι Ενανθρωπήσεως του Λόγου,3 PG 25,101CD : «εἰ δὲ παραβαῖεν καὶ στραφέντες γένοιντο φαῦλοι, γινώσκοιεν ἑαυτοὺς τὴν ἐν θανάτῳ κατὰ φύσιν φθορὰν ὑπομένειν, 16

και την ειλικρινή μεταμέλεια μπορεί κανείς να ζητήσει το έλεος του Κυρίου. Το φυσικό κακό και οι οδύνες είναι το προϊόν των αμαρτιών 45, οι οποίες προκάλεσαν την οργή, η οργή επέφερε την τιμωρία και η τιμωρία οδήγησε στον πόνο. Οι συνέπειες του ηθικού κακού επομένως καταλήγουν στο φυσικό κακό. Αντιλαμβάνεται κανείς, ότι το ηθικό κακό τιμωρείται πάντοτε δια του φυσικού κακού και στην περίπτωση που οι αμαρτωλοί δεν τιμωρούνται, έρχεται η τιμωρία τους δια του φυσικού κακού. Ο Μέγας Αθανάσιος μας πληροφορεί ότι ο άνθρωπος λόγω της αδυναμίας της ανθρώπινης φύσεώς του καταπίπτει σε οδύνες και συμφορές 46 γι αυτό είναι καταδικασμένος να πληρώνει τις αμαρτίες του. Το ηθικό κακό μετατρέπεται σε φυσικό κακό και συνεπώς, η σχέση τους είναι αλληλοεξαρτώμενη. Αυτή η διάκριση του φυσικού και ηθικού κακού απορρίπτεται από τον καθηγητή Νίκο Ματσούκα διότι με την αναφορά στο φυσικό και ηθικό κακό, αφ ενός δημιουργούνται παρανοήσεις και εισάγεται μία μορφή διαρχίας στη θεολογία μεταξύ πνεύματος και σώματος και αφ ετέρου στη φιλοσοφία, τον κίνδυνο του Μανιχαϊσμού, αφού και εκεί γίνεται η διάκριση του κακού σε φυσικό και ηθικό. Κατά τον καθηγητή Νίκο Ματσούκα, το κακό δεν είναι ούτε μόνο φυσικό, ούτε μόνο ηθικό. δεν υπάρχει διάκριση φυσικού και ηθικού κακού 47. Η ορθόδοξη θεολογία δεν δέχεται αυτή την διάκριση γιατί δεν δέχεται ότι η φυσική και ηθική πραγματικότητα είναι αυθύπαρκτες 48. Συμπερασματικά, φυσικό κακό δεν υπάρχει, αλλά υπάρχει φθορά της μηδενιζόμενης κτιστής πραγματικότητας με την ελεύθερη βούληση και συγκατάθεση των κτιστών όντων έναντι της Χάριτος του Θεού. Θα μπορούσαμε να πούμε, πως το ηθικό κακό προκύπτει όταν οι άνθρωποι παρεκκλίνουν από την πορεία τους προς το καθ ομοίωσιν του Θεού. Το «καθ ομοίωσιν» εξασφαλίζεται καὶ μηκέτι μὲν ἐν παραδείσῳ ζῆν, ἔξω δὲ τούτου λοιπὸν ἀποθνῄσκοντας μένειν ἐν τῷ θανάτῳ καὶ ἐν τῇ φθορᾷ.» 45 Μεγάλου Αθανασίου,Περι Ενανθρωπήσεως του Λόγου,3 PG 25,101CD: «Τοῦτο δὲ καὶ ἡ θεία γραφὴ προσημαίνει λέγουσα ἐκ προσώπου τοῦ Θεοῦ "Ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φαγῇ ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρὸν οὐ φάγεσθε ἀπ αὐτοῦ ᾗ δ ἂν ἡμέρᾳ φάγησθε, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε." Τὸ δὲ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε", τί ἂν ἄλλο εἴη ἢ τὸ μὴ μόνον ἀποθνῄσκειν, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ τοῦ θανάτου φθορᾷ διαμένειν;» 46 Μεγάλου Αθανασίου, Περι Ενανθρωπήσεως του Λόγου,11 PG 25,113D: «Ὁ Θεός, ὁ πάντων ἔχων τὸ κράτος, ὅτε τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος διὰ τοῦ ἰδίου Λόγου ἐποίει, κατιδὼν πάλιν τὴν ἀσθένειαν τῆς φύσεως αὐτῶν..» 47 Νίκου Ματσούκα, Το πρόβλημα του κακού, Π.Πουρναράς, Θεσσαλονίκη,1992 3, σ.21 48 Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία (Έκθεση της ορθόδοξης πίστης σε αντιπαράθεση με τη δυτική Χριστιανοσύνη), τόμος Β,Π.Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 1992 3 σ.216 17

με το αυτεξούσιο, αντιστοίχως εν ελευθερία κανείς επιλέγει να απομακρυνθεί από το δρόμο του Θεού και να στερηθεί την ομοίωσή του με το Θεό. Γεγονός που είναι κατ ουσίαν κακό και οδηγεί στο ηθικό κακό. Ο προστάτης κάθε λιποταξίας και ο εκπρόσωπος κάθε ηθικού κακού είναι ο Σατανάς και όσοι τον ακολουθούν. Οι εκπρόσωποι του ηθικού κακού είναι κτίσματα που πλάσθηκαν «καθ ομοίωσιν», με εφόδιο την ελευθερία επιλογής. Η λάθος αυτή επιλογή είχε ως συνέπεια την απομάκρυνση από το Θεό. Ο Θεός δεν έπλασε κακά κτίσματα αλλά αγαθά και ελεύθερα των οποίων η επιλογή είναι αυτή που καθορίζει την πορεία τους. 18

ΙΙΙ) Το πρόβλημα του κακού στην Ορθόδοξη Πατερική σκέψη Στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη παρουσιάζεται μία εντελώς διαφορετική άποψη περί κακού, σε σχέση με τον κόσμο και τον άνθρωπο. Το κακό συνήθως εκδηλώνεται με φυσικά φαινόμενα, ιεραρχίες δυνάμεων και εξουσιών, απανθρωπίες, ανθρωποθυσίες και ζωοθυσίες, στα πλαίσια των μυθικών σχημάτων. Το κακό περιγράφεται στην Αγία Γραφή με το δραματικό γεγονός της πτώσης και στην διήγηση, στο τρίτο κεφάλαιο της Γένεσης, με την αποειδωλοποίηση των μυθικών σχημάτων. Στην Αγία Γραφή το κακό δεν είναι έμφυτο στη φύση, διότι ο Θεός τα πάντα εποίησε καλά λίαν 49. Ούτε είναι έλλειψη οντότητος, αφού τα πάντα ο Θεός εποίησε εκ του μη όντος στο είναι 50. Ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, στο Περί Θείων Ὀνομάτων έργο του, παρουσιάζει εκτενώς το θέμα του κακού. Ο Διονύσιος θέτει το ερώτημα για την ύπαρξη και την προέλευση του κακού: «καί ὅλως τί τό κακόν ἐστίν; καί ἐκ τίνος ἀρχῆς ὑπέστη.;» 51. Στο έκτο υποκεφάλαιο της ως άνω αναφερομένης πραγματείας, ο Θεός εμφανίζεται ως η μοναδική Αιτία του κόσμου και τίποτα δεν μπορεί να συμβεί δίχως τη βούλησή Του. Αφ ενός ο Θεός είναι αυτοζωή, αυτοδύναμη και αφ ετέρου υπόσταση της αυτοζωής και αυτοδυνάμεως. Στην πρώτη περίπτωση ο Θεός παίρνει τα ονόματα από τα κτίσματά του, ως μοναδική Αιτία του κόσμου και στη δεύτερη περίπτωση εκφράζεται η υπερβατικότητα του Θεού ως υπερών και υπερούσιος όλων των όντων 52. Με τις δυνάμεις που πηγάζουν από τον Εαυτό Του, δημιουργεί τη δυνατότητα μετοχής ολικώς ή μερικώς σ αυτές, και κατόπιν, των μετεχόντων σ αυτές ολικώς ή μερικώς. Όσον αφορά το αγαθό ο Διονύσιος καταλήγει, «ὅπου γέ τινες τῶν θείων ἡμῶν ἱεροδιδασκάλων καὶ τῆς αὐτοαγαθότητος καὶ θεότητος ὑποστάτην φασὶ τὸν ὑπεράγαθον καὶ ὑπέρθεον, αὐτοαγαθότητα καὶ θεότητα λέγοντες εἶναι τὴν ἀγαθοποιὸν καὶ θεοποιὸν ἐκ θεοῦ προεληλυθυιῖαν δωρεὰν». Ο υπεράγαθος και 49 Γεν. 1,31 50 Ιωάννου Ρωμανίδου, Το προπατορικόν αμάρτημα, Δόμος, Αθήνα 1992 2 σ. 50 51 Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί Θείων Ὀνομάτων, PG 3,716AB 52 Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί Θείων Ὀνομάτων, PG 3,953C: «ὀυκ ἔστιν ἐναντίον αὐτοδύναμην ἣ αὑτοζωὴν εἰπεῖν τὸν Θεὸν καὶ τῆς αὑτοζωῆς ἣ εἰρήνης ἣ δυνάμεως ὑποστάτην.τὰ μὲν γὰρ ἐκ τῶν ὄντων καὶ μάλιστα ἐκ τῶν πρώτως ὄντων ὡς αἴτιος πάντων τῶν ὄντων λέγεται, τὰ δὲ ὡς ὑπὲρ πάντα καὶ τὰ πρώτως ὄντα ὑπερὼν ὑπερουσίως». 19

υπέρθεος είναι υποστάτης της αυτοαγαθότητας και της θεότητας. Κατά το Διονύσιο, όλες οι ειδικές αιτίες ανάγονται στην μοναδική Αιτία. Ο άγιος Διονύσιος χαρακτηρίζει το Θεό ως υπερούσια θεότητα 53. Ο τέλειος και απόλυτος χαρακτήρας του Αγαθού αντιπροσωπεύει την Αγία Τριάδα. Ο άγιος Διονύσιος αναπτύσσει το θέμα του κακού εκτενώς στο δεύτερο μέρος στο Περί Θείων Ὀνομάτων έργο του τετάρτου κεφαλαίου. Οι ετερόδοξοι 54 ερμηνευτές υποστηρίζουν ομόφωνα την εξάρτηση του Αρεοπαγίτη από τον Πρόκλο, στο θέμα του κακού. Οι απόψεις αυτές στηρίζονται σε δύο μεθοδολογικά κριτήρια: στη θήρευση των τεχνικών όρων και στον εντοπισμό των τεχνικών φράσεων και ερωτήσεων 55. Στην πραγματικότητα, ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και ο Πρόκλος χρησιμοποιούν κοινούς όρους φιλοσοφικούς και θεολογικούς, προσδίδοντας σε αυτούς εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο. Στο θέμα του κακού οι απόψεις των είναι εκ διαμέτρου αντίθετες, σε βαθμό που αντιλαμβάνεται κανείς το διαφορετικό τρόπο σκέψης των δύο συγγραφέων 56. Στα υποκεφάλαια 18-35 της ως άνω αναφερομένης πραγματείας, ο άγιος Πατήρ παρουσιάζει τα αντιφιλοσοφικά του επιχειρήματα για το πρόβλημα του κακού. Εκθέτει πέντε ενότητες που αποτελούν το επισφράγισμα των αρεοπαγιτικών θέσεων περί του κακού. Οι ενότητες αναλύονται ως εξής: Το κακό δεν προέρχεται από το Αγαθό, δεν υπάρχει μέσα στο Θεό και ούτε στα όντα, δεν υπάρχει στους δαίμονες, η σχέση μεταξύ θείας Πρόνοιας και κακού και το αμάρτημα που πράττεται συνειδητά από τον άνθρωπο. Το κακό δεν προέρχεται από το Αγαθό 57. Το Αγαθό παράγει μόνο τα αγαθά και ο ρόλος του είναι σωστικός. Αντιθέτως το κακό δεν παράγει κανένα ον, διότι δεν αναπαράγει, δεν δημιουργεί, ούτε σώζει 58, περιορίζεται μόνο στο να φθείρει και να καταστρέφει 59. Ο άγιος Διονύσιος περιγράφει το κακό μέσω των αρνήσεων, δια της αποφατικής θεολογίας τονίζοντας πως δεν έχει τη δική του αρχή, πως είναι αναίτιο 60 και προέρχεται από εξωγενείς παράγοντες, συμπληρώνοντας πως 53 Βλ.Διονυσίου Αρεοπαγίτη, Περὶ Θείων Ὀνομάτων PG 3, 693B 54 Βλ.Λάμπρου Σιάσου, Ἐραστὲς τῆς ἀλήθειας, Ἐρευνα στις αφετηρίες και στη συγκρότηση της θεολογικής γνωσιολογίας κατά τον Πρόκλο και τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη, διδακτορική διατριβή, Ε.Ε.Θ. Σχολής (Α.Π.Θ.) Περ. Αρ. (45) τομ.(28) Θεσσαλονίκη 1984, σ.116 55 ό.π.σ.123 56 ό.π. σ.134 57 Βλ.Διονυσίου Αρεοπαγίτη, Περὶ Θείων Ὀνομάτων PG 3, 716Β 58 ό.π. PG 3, 729Β 59 ό.π. PG 3, 716C 60 ό.π. PG 3, 732Α 20

γι αυτό υπάρχει το κακό κατά συμβεβηκός 61. Όλα τα όντα μετέχουν στο Καλό και Αγαθό, ανομοιόμορφα. Οι βαθμίδες της Ιεραρχίας καθορίζουν τη δεκτικότητα των ιεραρχικών όντων στη μετοχή του Καλού και Αγαθού. Τα όντα που μετέχουν στο Καλό- Αγαθό, σε μικρότερο βαθμό είναι ατελή, λόγω της έλλειψης του Αγαθού. 62 Συνεπώς, το κακό είτε εμφανίζεται στα όντα όταν εκλείπει ή ασθενεί το Αγαθό, 63 είτε στα όντα που το Αγαθό είναι ατελώς παρόν. Στην δεύτερη περίπτωση, δηλαδή εκεί που το Αγαθό είναι ατελώς παρόν, στα ατελή όντα, το κακό είναι αναμεμειγμένο με το Αγαθό. 64 Το μείγμα αυτό του κακού και αγαθού, αποτελεί ένα ον, λόγω του ότι μετέχει το ατελές ον στο Αγαθό και στην περίπτωση αυτή το Αγαθό μπορεί να ουσιώνει ακόμη και τη στέρησή του. Το κακό ως αναίτιο, χωρίς δικό του σκοπό και τέλος, δεν έχει ουσία, δύναμη και ενέργεια. Μπορεί να υπάρξει μόνο με την επιδίωξη του Αγαθού. 65 Όταν όμως, αναμειγνύεται με το αγαθό, με τη μετοχή του ατελούς όντος, διοχετεύει κατά κάποιο τρόπο ουσία, δύναμη και ενέργεια από το Αγαθό. Το Αγαθό δεν ορίζει μόνο την αρχή και το τέλος των αγαθών όντων αλλά και των κακών. Υπάρχει μόνο σχετικώς, με την ανάμειξή του με το Αγαθό και δεν έχει αυτοΰπαρξη. Το κακό στηρίζεται στην ύπαρξη, στην οποία παρασιτεί και δεν έχει δική του υπόσταση, είναι δηλαδή παρυπόστατο. Ωστόσο, έχει πολλές αιτίες αποτελούμενες από πλήθος ελλείψεων 66, αδυναμίες, ασθένειες και αναμείξεις ανόμοιων πραγμάτων 67. Η παρουσία του κακού απειλεί με τον κίνδυνο του αυτοεκμηδενισμού, κάθε λογικού όντος 68 και τερματίζει τη σχέση του ανθρώπου με το Θεό. Ο άγιος Διονύσιος χρησιμοποιεί για το κακό, τον όρο «παρυπόσταση» 69. Για να εμφανιστεί το κακό ως παρυπόσταση, προυπόθεση αποτελεί η ύπαρξη του ατελούς καλού, στο οποίο παρασιτεί και εκ του οποίου παρυφίσταται. Σε κάθε 61 Βλ.Διονυσίου Αρεοπαγίτη, Περὶ Θείων Ὀνομάτων PG 3, 732C 62 ό.π. PG 3, 717CD 63 ό.π. PG 3, 732Β 64 ό.π. PG 3, 721Α 65 ό.π. PG 3, 732ΒC 66 ό.π. PG 3, 729C 67 ό.π. PG 3, 732Β 68 Νίκου Ματσούκα, Το πρόβλημα του κακού,δοκίμιο Πατερικής Θεολογίας, Π.Πουρναράς, Θεσσαλονίκη,1992 3,σ.51 69 Βλ.Διονυσίου Αρεοπαγίτη, Περὶ Θείων Ὀνομάτων PG 3, 732C 21

περίπτωση είναι δευτερογενές και δεν πρωτεύει 70. Ο όρος αυτός, συναντάται και στον Πρόκλο. Ο Αρεοπαγίτης υποστηρίζει ότι το κακό είναι πέρα από κάθε σκοπό, από κάθε τέλος, από κάθε όρο και από κάθε βούληση 71, ενώ κατά τον Πρόκλο, ό,τι φθείρεται, φθείρεται από τον εαυτό του και για τον εαυτό του, το ίδιο όμως είναι άφθαρτο στην τάξη του παντός 72. Ο βαθμός μετοχής των όντων στο Αγαθό καθορίζει, το βαθμό μετοχής τους στο αεί όν ή αντιστοίχως την εκούσια απομάκρυνσή τους από αυτό 73. Η ανάμειξη του αγαθού και του κακού, ουσιαστικά είναι η ανάμειξη του είναι και του μη είναι 74. Το «μᾶλλον μετέχειν» και το «ἦττον μετέχειν» περιγράφουν το βαθμό μετοχής. Στην αρεοπαγιτική πραγματεία το κακό περιγράφεται ως «μη ον», διότι δεν υπάρχει ως καθευατό κακό 75. Ωστόσο, όπως το ον, συνεπάγεται ότι και το μη ον μετέχει στο Αγαθό. Συγκρίνοντας ο άγιος Πατήρ το κακό με το «μη ον», οδηγείται στο συμπέρασμα ότι το πρώτο σε σχέση με το δεύτερο καθίσταται εν τέλει πιο ανούσιο και αποστασιοποιημένο από το Αγαθό 76. Με την απουσία του Αγαθού, υπάρχει και απουσία του ατελούς αγαθού καθώς και του τέλειου αγαθού 77. Κατ επέκταση δεν υπάρχει απόλυτο κακό ως καθ εαυτό ή αυτοκακό διότι για να υπάρξει πρέπει πρωτίστως να υπάρξει το Αγαθό στο οποίο στηρίζει την αρχή και το τέλος του. Υπό το πρίσμα των προαναφερθεισών απόψεων, το κακό δεν υπάρχει οντολογικά, δεν υπάρχει στο Θεό, ούτε εντός Του, ούτε πηγάζει από Εκείνον. Μόνο το Αγαθό υπάρχει στο Θεό και όταν το Αγαθό απουσιάζει ή ασθενεί, βρίσκει χώρο να εκδηλωθεί το κακό. Το κακό δεν υπάρχει οντολογικά στους δαίμονες. Οι δαίμονες προέρχονται από το Αγαθό, άρα η φύση των δαιμόνων είναι καλή. Οι δαίμονες επιθυμούν το 70 Βλ.Λάμπρου Σιάσου, Ἐραστὲς τῆς ἀλήθειας, Ἐρευνα στις αφετηρίες και στη συγκρότηση της θεολογικής γνωσιολογίας κατά τον Πρόκλο και τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη, διδακτορική διατριβή, Ε.Ε.Θ. Σχολής (Α.Π.Θ.) Περ. Αρ. (45) τομ.(28) Θεσσαλονίκη 1984, σ.132 71 Διονυσίου Αρεοπαγίτη,Περί Θείων Ὀνομάτων, PG 3,732CD: «Οὐκοῦν τό κακόν παρά τήν ὁδόν, καί παρά τόν σκοπόν, καί παρά τήν φύσιν, καί παρά τήν αἰτίαν, καί παρά τήν ἀρχήν, καί παρά τό τέλος, καί παρά τόν ὃρον, καί παρά τήν βούλησιν, καί παρά τήν ὐπόστασιν». 72 Βλ.Λάμπρου Σιάσου, Οι εραστές της αληθείας,σ.140 73 Διονυσίου Αρεοπαγίτη, Περὶ Θείων Ὀνομάτων PG 3, 720D. 74 Διονυσίου Αρεοπαγίτη,Περὶ Θείων Ὀνομάτων PG 3, 721A :«Τὸ δὲ πῇ μὲν ὅν, πῇ δὲ μὴ ὅν,καθ ὅσον μὲν ἀποπέπτωκε τοῦ ἀεὶ ὄντος, οὐκ ἔστι, καθ ὅσον δὲ τοῦ εἶναι μετείληφε, κατὰ τοσοῦτον, ἔστι καὶ τὸ ὄλως εἶναι καὶ τὸ μὴ ὅν, αὐτοῦ διακρατεῖται καὶ διασώζεται». 75 ό.π. PG 3, 716C. 76 ό.π. PG 3, 716D. 77 ό.π. PG 3, 721Α 22

Καλό και Αγαθό, εφ όσον επιθυμούν το είναι και το ζην 78. Όταν όμως επιθυμούν το κακό, επιθυμούν το μη ον και έτσι το κακό υπάρχει ως ασθένεια και διάβρωση της αγγελικής τελειότητας την οποία εξέλαβαν ως δωρεά από το Θεό. Συνεπώς τα όντα που είναι δεκτικά στη φθορά, μπορούν να διαβρωθούν ή να αλλοιωθούν και όχι τα άφθαρτα 79, τα οποία είναι από τη φύση τους όντα. Εν κατακλείδι, το κακό στους δαίμονες προέρχεται από την παρεκτροπή τους από τον αρχικό τους σκοπό και την αδυναμία τους να προστατέυουν την αγγελική τους ταυτότητα. Ο άγιος Διονύσιος αποδεικνύει πως το κακό δεν βρίσκεται ούτε στους ανθρώπους, αλλά προέρχεται από την ασθένεια και την έλλειψη του Αγαθού 80. Ο άνθρωπος μπορεί να απωλέσει την «έξη» και την ενέργεια των οικείων αγαθών, όχι απαραίτητα εξ αιτίας εξωγενών παραγόντων αλλά εξ αιτίας της ροπής του προς τα πάθη. Ο άνθρωπος έχοντας το αυτεξούσιο θα πρέπει να αποζητά το Καλό και Αγαθό και να αγωνίζεται να το αποκτήσει. Όμως όπως ο Αδάμ έτσι και ο άνθρωπος πλανεμένος από τους δαίμονες, χάνει την πορεία του από το τέλειο Αγαθό και οδεύει προς την ανυπαρξία και την αλλοίωση 81. Η ψυχή μπορεί να οδηγηθεί προς το Αγαθό, με τις αρετές διότι το κακό δεν υπάρχει οντολογικά στην ψυχή και άρα δεν είναι αμετάβλητο 82. Το κακό της ψυχής αν και ενεργεί παρά φύσιν μπορεί να μετατρεπεί σε αγαθό, μέσω των αρετών 83. Ακόμη και οι εμπαθείς οι άνθρωποι, κατά το Διονύσιο Αρεοπαγίτη δεν απέχουν εντελώς από το Αγαθό. Οι έχοντες τη χείριστη ζωή μπορούν να μετέχουν στο Αγαθό 84, εφ όσον αυτό που επιθυμούν νομίζουν ότι είναι και το άριστο. Η επιθυμία ενός ειδώλου του όντος καλού, μιας πλαναισθησίας και παγίδας του νου καθιστούν τους εμπαθείς κακούς από μία ατελή γνώση περί του Καλού και Αγαθού. Οι χειρότεροι αμαρτάνοντες κατά τον Άγιο Διονύσιο είναι αυτοί που έχουν πλήρη επίγνωση των πράξεων και των συνεπειών τους εφ όσον γνωρίζουν το Αγαθό αλλά το αποστρέφονται με την ελεύθερη επιλογή τους 85. Ο Αρεοπαγίτης τονίζει την αναμφισβήτητη ενοχή εκείνων που εν γνώσει τους απομακρύνθηκαν από τα θεία Αγαθά αλλά και την αδυναμία τους να κατέχουν τη σωστή γνώση και κρίση 78 ό.π. PG 3, 725D 79 ό.π. PG 3,724CD 80 ό.π. PG 3, 732Β 81 ό.π.pg 3, 441Α 82 ό.π. PG 3, 732Α 83 ό.π. PG 3, 732Α 84 ό.π. PG 3, 720BC 85 ό.π. PG 3, 736Α 23

περί του Καλού και Αγαθού. Το κακό δεν υπάρχει στο ανθρώπινο σώμα, αλλά ούτε μπορεί να εισχωρήσει στην ψυχή μέσω του σώματος. Το κακό δεν μπορεί να υπάρχει ούτε σ όλη τη φύση 86. Με την φραση όλη η φύση νοούνται τα δημιουργήματα του Θεού. Εφ όσον λοιπόν είναι δημιούργημα του Θεού δεν μπορεί να υπάρχει σ αυτή το φαύλο αλλά να υπάρξει στη φύση ως φθορά και έλλειψη των φυσικών έξεων, δυνάμεων και ενεργειών 87. Ο άγιος Διονύσιος υποστηρίζει ότι κανένα ον δεν είναι εντελώς ατελές 88, αλλά όλα μπορούν να μετέχουν σε κάποιο βαθμό στο Καλό και Αγαθό. Το κακό δεν υπάρχει ούτε στην ύλη γιατί είναι απαραίτητη για την ολοκλήρωση του κόσμου και την ανάπτυξη της φύσης. Η άποψη ότι το μη ον δεν βρίσκεται στην ύλη είναι εκ διαμέτρου αντίθετη από αυτήν των νεοπλατωνικών φιλοσόφων και εφ όσον προέρχεται από το Αγαθό είναι κατά κάποιο τρόπο ον, αντιστοίχως και το αντίθετο. Η ύλη είναι το απαραίτητο μέσον για την ανάπλαση και την αναγέννηση της φύσης και των ανθρώπων, επομένως συμβάλλει στο κάλλος και στην διακόσμηση 89. Εν κατακλείδι, το κακό θα λέγαμε πως είναι αποτέλεσμα πολλών αιτιών, ασθένειας και ασύμμετρης μείξης ανομοίων 90. Δηλαδή, εμφανίζεται και δρα όταν υπάρχει αδυναμία στη μετοχή του Αγαθού 91. Υπάρχει στα όντα μόνο ως διάβρωση και πτώση από το Αγαθό 92. Το κακό συνεπώς, είναι ακαθόριστο και ασαφές. Από τις ως άνω αναφερθείσες απόψεις, συνάγεται το συμπέρασμα ότι το κακό ταυτίζεται με το άσχημο, διότι δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο από μία παραμόρφωση του αληθινού Αγαθού. Η «επαναστατική» τομή 93 του Αρεοπαγίτη βρίσκεται στο γεγονός, ότι ενώ το κακό δεν βρίσκεται πουθενά, ούτε και στην ύλη, υπάρχει παντού ως ασθένεια, διάβρωση και απόπτωση από το αγαθό. Στην πρόκλεια θεολογία 94 αποκλείεται το 86 ό.π. PG 3, 728C 87 ό.π. PG 3, 728Β 88 ό.π. PG 3, 728Β 89 ό.π. PG 3, 729ΑΒ 90 ό.π. PG 3,732Β:«Στέρησις ἄρα ἑστὶ τὸ κακὸν καί ἔλλειψις καί ἀσθένεια καί ἀσυμμετρία καί ἁμαρτία». 91 ό.π. PG 3,732CD:«Οὐκοῦν τό κακόν παρά τήν ὁδόν, καί παρά τόν σκοπόν, καί παρά τήν φύσιν, καί παρά τήν αἰτίαν, καί παρά τήν ἀρχήν, καί παρά τό τέλος, καί παρά τόν ὃρον, καί παρά τήν βούλησιν, καί παρά τήν ὐπόστασιν». 92 Λάμπρος Σιάσος, Εραστές της αληθείας,σ.134 93 ό.π.σ.142 94 ό.π.σ.143 24

κακό και η παρουσία αυτού, ενώ στην αρεοπαγιτική θεολογία αποκλείεται η υποστασιοποίηση του κακού. Η διαφοροποίηση των παραπάνω θέσεων αποδεικνύει την αντιτιθέμενη φύση των δύο συγγραφέων και την ασύμφωνη οπτική του προβλήματος του κακού στον καθένα ξεχωριστά. Για τον Μέγα Βασίλειο, δεν υπάρχει υπόσταση στο κακό, μήτε μεταφυσική προέλευση αυτού. Υπάρχει μόνο ως απουσία του αγαθού 95. Ο Καππαδόκης άγιος οδηγείται σε μια δεύτερη και επίσης σημαντική διαφοροποίηση ανάμεσα στο φυσικό κακό το «όντως κακό», το οποίο «ᾔρτηται ἐξ ἠμών», συνιστά την αμαρτία, το τέλος της οποίας, είναι η απώλεια και στο αισθητικό αν μπορούμε να το πούμε έτσι κακό, το οποίο ο Θεός, ως άλλος γιατρός, επιφέρει στον άνθρωπο, προκειμένου να τον οδηγήσει στη σωτηρία του 96. Το φυσικό κακό είναι αποτέλεσμα της φθαρτότητας των κτιστών όντων 97, το οποίο κάποιες φορές έχει παιδαγωγικό χαρακτήρα και το ηθικό κακό που ο άνθρωπος δημιούργησε με την ελεύθερη 98 προαίρεσή του. Με την απομάκρυνση από το Θεό και κατ επέκταση από το αγαθό ο άνθρωπος οδηγείται στο κακό. Ο αδερφός του Μεγάλου Βασιλείου, ο Γρηγόριος Νύσσης στη διδασκαλία του αναφέρει ότι το κακό δεν μπορεί να εκληφθεί ως ουσία 99. Κατά τον Γρηγόριο Νύσσης, ό,τι ονομάζουμε κακό δεν είναι πραγματικότητα ή φύση, αλλά αποτέλεσμα συμπεριφοράς και σχέσης. Το κακό δεν υφίσταται, είναι ανύπαρκτο. Αιτία είναι η αδύναμη βούληση του ανθρώπου. Ενώ το φυσικό κακό δεν υφίσταται, το ηθικό κακό παρουσιάζεται μέσω της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου. Το φυσικό κακό είναι ανύπαρκτο, όπως η νόσος σημαίνει την απουσία της υγείας έτσι και η κακία είναι απουσία της αρετής. Η παρουσία του κακού θεμελιώνεται στην έκλειψη του αγαθού 100. 95 Μεγάλου Βασιλείου, Ὁμιλία εἰς τήν Ἑξαήμερον, PG 29.:«Οὐ μήν οὐδέ παρά τοῦ Θεοῦ τό κακόν τήν γέννησιν ἔχειν εὐσεβές ἐστι λέγειν διά τό μηδέν τῶν ἐναντίων παρά τοῦ ἐναντίον γίγνεσθαι. Οὔτε γάρ ζωή θάνατον γεννᾶ, οὔτε τό σκότος φωτός ἐστιν ἀρχή, οὔτε νόσος ὑγείας δημιουργός». 96 Βλ.Μεγάλου Βασιλείου, Ότι ουκ εστίν αίτιος των κακών ο Θεός, PG 31, 341BC. 97 Π.Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία Δ (Περίοδος Θεολογικής Ακμής Δ και Ε αιώνες), σ.65 98 Μεγάλου Βασιλείου, Ὁμιλία εἰς τήν Ἑξαήμερον, PG 29,37D:«Ὅτι τὸ κακὸν ἐστιν οὐχι οὐσία ζῶσα καὶ ἔμψυχος, ἀλλὰ διάθεσις ἐν ψυχῇ ἐναντίως ἔχουσα πρὸς ἀρετήν». 99 Γρηγορίου Νύσση, Κατηχητικὸς Λόγος, PG. 45,73A: «φύσις δὲ κακία οὐκ ἔστι» και, Κατηχητικὸς Λόγος PG.45,60A: «Τὸ δὲ πρὸς τὸ ἐναντίον, οὗ ὑπόστασις ἐν τῷ μὴ ὑφεσταναι ἐστίν. Ἡ γὰρ τοῦ ἀγαθοῦ ἐναντίωσις, καθὼς ἔμπροσθεν εἴρηται, τοιοῦτόν τινα νοῦν κατὰ τὴν διαστολὴν ἔχει, καθάπερ φαμὲν τῷ μὴ ὄντι τὸ ὃν ἀντιδιαιρεῖσθαι, καὶ τῇ ἀνυπαρξίᾳ τὴν ὕπαρξιν». 100 Γρηγορίου Νύσση,Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 164A: «Καὶ τούτῳ γίνεται τῷ τρόπῳ τοῦ κακοῦ ἡ γένεσις, διὰ τῆς ὑπεξαιρέσεως τοῦ καλοῦ παρυφισταμένη». 25

Κατά τον Ιωάννη Δαμασκηνό, το κακό δεν σχετίζεται προς την ύλη, ούτε φωλιάζει στο σώμα του ανθρώπου, είναι αποτέλεσμα της ελεύθερης βουλήσεως του ανθρώπου. Δεν δύναται να θεωρηθεί ως ουσία δημιουργηθείσα 101 υπό του Θεού, όπως είναι η ύλη, αλλά είναι «ἠμέτερον ἐπιτήδευμα» 102. Η επιθυμία, η οργή, η κενοδοξία, η βρώση, η πόση δεν μπορούν να νοηθούν ως κακό κατά τον Ιωάννη το Δαμασκηνό. Το κακό υπάρχει με την κατάχρηση όλων των παραπάνω και με την παράτυπη χρήση τους παρά το νόμο του Θεού. Το κριτήριο που διαχωρίζει την καλή από την κακή πράξη είναι ο σκοπός για τον οποίο πράττεται. Το κακό και η κόλαση είναι μία αποτυχία να φτάσει κανείς στην τελείωση. Πίσω από αυτό κρύβεται η επιθυμία και ο πόθος για το αγαθό 103. Με την αναφορά μας στους συγκεκριμένους Πατέρες της εποχής και την προσπάθειά μας να αναλύσουμε την έννοια του κακού σκοπεύουμε να κατανοήσουμε το θεολογικό θεμέλιο που υπήρχε πριν και μετά την εποχή του Μεγάλου Αθανασίου, το οποίο ποικίλει βάσει των διαφόρων παραγόντων και των συνθηκών, ώστε να μπορέσουμε να εννοήσουμε βαθεία τις επιρροές που ίσως ο Μέγας Αθανάσιος να εδέχθη αλλά και το αξιομνημόνευτο έργο που παρέδωσε στους μεταγενέστερους μελετητές και Πατέρες. Η αναφορά στους Καππαδόκες Πατέρες και στον Ιωάννη Δαμασκηνό είναι τυχαία, ωστόσο, υπάρχει ένα μέγιστο εύρος Μεγάλων Πατέρων της Ορθοδοξίας που είναι εξίσου αξιομνημόνευτα. Κατά την ορθόδοξη πίστη, ο κόσμος εκτίσθη από τον αγαθό Τριαδικό Θεό και είναι καλός λίαν. Ο Θεός ως μόνος αγαθός 104 και πηγή κάθε αγαθού, βρίσκεται πάνω από τη διάκριση αγαθού και κακού και δεν είναι ο δημιουργός του κακού. Το κακό σε τελική ανάλυση είναι ανύπαρκτο, αφού δεν το δημιούργησε ο Θεός, δεν είναι κτιστή ουσία, αλλά εμφανίζεται δευτερογενώς με την εγκατάλειψη του αγαθού. Η απομάκρυνση από το αγαθό προϋποθέτει την αυτεξούσια προαίρεση. Στη χριστιανική θεώρηση, το κακό δεν έχει ουσία, κανείς όμως δεν μπορεί να αμφισβητήσει την καταλυτική του παρουσία. 101 Βλ Ιωάννου Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων διάλογος,pg 94,1560BC 102 ό.π. PG 94,1517-1520 103 ό.π.,pg 94,1549Α: «Οἶδεν ὁ Θεός το κακόν, ὡς ἀγαθόν ὥσπερ την πορνείαν οἶδεν, ὡς ἔφεσιν και φιλίαν και ἕνωσιν. Καί παρ αὐτῷ και αἱ αἰτίαι τῶν κακῶν, δυνάμεις ἀγαθοποιοί πολλάκις ἐκ πορνείας γεγένηνται σκεύη ἐκλογῆς». 104 Ματθ.19,17, Μαρκ.10,18 Ο χαρακτηρισμός αυτός του Θεού, όπως και κάθε άλλος χαρακτηρισμός αποτελεί μέσο αγαπητικής αναφοράς του ανθρώπου και βλ.διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί Θείων Ονομάτων, 13,3 PG 3,981AB 26

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΙ ΠΗΓΕΣ, ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ Ι) Η γένεσις, η ανάδυσις και η φύσις του κακού κατά τον Μέγα Αθανάσιο Στο δεύτερο κεφάλαιο του παρόντος πονήματος και συγκεκριμένα στην πρώτη υποενότητα, θα αναδειχθεί το πρόβλημα του κακού, όπως αυτό διαφαίνεται μέσα από τα έργα του Μεγάλου Αθανασίου και συγκεκριμένα στο Κατά Ελλήνων έργο του, το οποίο αποτελεί ένα από τα καλύτερα έργα της χριστιανικής απολογητικής γραμματείας. Το «Κατά Ελλήνων» με το «Περί ενανθρωπήσεως του Λόγου» αποτελούν μία ενιαία σύνθεση δύο αυτοτελών έργων 105, στα οποία ο Μέγας Αθανάσιος επιχειρεί να αναδείξει την κατά Χριστόν πίστη. Ο Μέγας Αθανάσιος, έχοντας επίγνωση τον κίνδυνο της εξάπλωσης του αρειανισμού, αντιμετώπισε με την πρώτη του συγγραφική προσπάθεια το θέμα της δημιουργίας και της σωτηρίας του ανθρώπου. Ο Μέγας Αθανάσιος στο πρώτο τμήμα του πρώτου έργου «Κατά Ελλήνων», που αποτελεί απολογία κατά της ειδωλολατρείας απορρίπτει τον πολυθεϊσμό και τον πανθεϊσμό και στο δεύτερο τμήμα του ιδίου έργου «Περί Ενανθρωπήσεως του Λόγου», ξεκινά με μία έκθεση περί δημιουργίας με σκοπό την κατανόηση της ενανθρωπήσεως. Το χρονικό πλαίσιο του ανωτέρω αναφερομένου έργου, ορίζεται από την αρχή της Δημιουργίας έως την νέα Δημιουργία. Ο Μέγας Αθανάσιος δεν πολεμάει τους «Έλληνες» εθνικούς ειδωλολάτρες αλλά την πλάνη αυτών από τα είδωλα 106. Πρόκειται για την ειδωλολατρική ζωή, η οποία βασίζεται σε διάφορες φιλοσοφικές δοξασίες. Ο Μέγας Αθανάσιος στηρίζεται στην Αγία Γραφή και Παράδοση 107 για να αντικρούσει τη φιλοσοφία που διδάσκει, ότι όλα προήλθαν 105 Στα δύο έργα, Κατά Ελλήνων καί Περί Ενανθρωπήσεως του Λόγου, τα οποία είναι στην αρχική τους μορφή δύο τμήματα μιάς ενιαίας σύνθεσεως. Γι αυτή την ενιαία σύνθεση μας πληροφορεί ο Ιερώνυμος ότι το πρώτο έργο του Μεγάλου Αθανασίου έχει τον τίτλο «Adversus gentes duo libri» δηλαδή, «Κατά Εθνικών βιβλία δύο» Πρόκειται για δύο αυτοτελή βιβλία μίας ενιαίας συνθέσεως. Σχετικά βλ. Στυλ.Παπαδόπουλου, Πατρολογία Β, σελ. 310. 106 Βλ. Μεγάλου Αθανασίου, Περί Ενανθρωπήσεως 1, PG 25, 96D. 107 Μεγάλου Αθανασίου, Κατά Ἑλλήνων 1, PG 25, 4Α. Βλ. επίσης και Ἐπιστολή Ἐπισκόπων Αιγύπτου και Λιβύης 4, PG 25, 545Α και Κατά Αρειανών Α 44, PG 26,101.: «Ἴδωμεν...αὐτήν τήν ἐξ ἀρχῆς παράδοσιν καί διδασκαλίαν καί πίστιν τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας, ἥν ὁ μέν Κύριος, οἱ δέ 27