ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ Ο B. BERNSTEIN ΚΑΙ Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑΣ

Σχετικά έγγραφα
Οι κοινωνικές παράμετροι της εκπαιδευτικής διαδικασίας

(γλώσσα και σχολική αποτυχία γλώσσα και. συµπεριφοράς) ρ. Πολιτικής Επιστήµης και Ιστορίας Σχολικός Σύµβουλος Π.Ε. 70

Εισαγωγικά στοιχεία για την Kοινωνιογλωσσολογία

ΚΕ 800 Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης (κοινωνικοποίηση διαπολιτισμικότητα)

Κοινωνιογλωσσολογία: Γενικά

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

ΚΕ 800 Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης (κοινωνικοποίηση διαπολιτισμικότητα)

Ατομικές διαφορές στην κατάκτηση της Γ2. Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ

Ιδανικός Ομιλητής. Δοκιμασία Αξιολόγησης Α Λυκείου. Γιάννης Ι. Πασσάς, MEd Εκπαιδευτήρια «Νέα Παιδεία» 22 Μαΐου 2018 ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε ΕΠΠΑΙΚ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ ΑΚΑΔ. ΕΤΟΣ

Πληροφορίες και υλικό του μαθήματος είναι διαθέσιμα ηλεκτρονικά στην πλατφόρμα eclass.uth.gr

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ. ΦΑΚΕΛΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ Γιαβρίμης Παναγιώτης Λέκτορας

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Α ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΡΑΠΕΖΑ ΘΕΜΑΤΩΝ

Οι κοινωνικές παράμετροι της εκπαιδευτικής διαδικασίας

Οι γλώσσες αλλάζουν (5540)

Ενδυναμώνοντας τις σχέσεις με τους γονείς

1.1 Άνθρωπος: κοινωνικό,

ΛΥΣΕΙΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑΤΟΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Κείµενο Οι γυναίκες διδάσκουν και οι άνδρες διοικούν

2. ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΝΓ

Γεωργική Εκπαίδευση. Θεματική ενότητα 8 2/2. Όνομα καθηγητή: Αλέξανδρος Κουτσούρης Τμήμα: Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ / ΜΥΤΙΛΗΝΗ / Ετήσιο Πρόγραμμα Παιδαγωγικής Κατάρτισης Ε.Π.ΠΑΙ.Κ.

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Εσωτερικοποίηση του πολιτιστικού υποσυστήματος και εκπαίδευση: Talcott Parsons

Η γλώσσα ως σύστημα και ως χρήση. Ασπασία Χατζηδάκη, Επίκουρη καθηγήτρια ΠΤΔΕ

Η ΣΥΝΕΧΙΖΟΜΕΝΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΙΣ ΧΩΡΕΣ-ΜΕΛΗ ΤΗΣ Ε.Ε: ΘΕΣΜΟΙ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ

ΚΕ 800 Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης (κοινωνικοποίηση διαπολιτισμικότητα)

12/11/16. Τι είναι «ερευνητικό πρόβλημα» 1/2. Τι είναι «ερευνητικό πρόβλημα» 2/2

Ελένη Μοσχοβάκη Σχολική Σύμβουλος 47ης Περιφέρειας Π.Α.

Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Έργου στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Διαδικασία Αυτοαξιολόγησης στη Σχολική Μονάδα

Κείµενο [Η αξιολόγηση του µαθητή]

H γλώσσα θεωρείται ιδιαίτερο σύστηµα,

Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών

Νεοελληνική Γλώσσα Γ Λυκείου

Οι κοινωνικές παράμετροι της εκπαιδευτικής διαδικασίας

Θέµατα της παρουσίασης. Βάσεις σχεδιασµού αναλυτικών προγραµµάτων φυσικής αγωγής. Τι είναι το αναλυτικό

ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΑΣΕΠ ΝΗΠΙΑΓΩΓΩΝ

Τίτλος μαθήματος: ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΚΑΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗ ΣΤΗ ΣΧΟΛΙΚΗ ΤΑΞΗ. Ενότητα 3 Η ΕΡΩΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ

Εισαγωγή στη Γλωσσολογία Ι

Reading/Writing (Κατανόηση και Παραγωγή Γραπτού Λόγου): 1 ώρα και 10 λεπτά

ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΘΕΜΑΤΟΣ

ΚΕΙΜΕΝΟ [Ο ελεύθερος χρόνος στην εποχή µας]

Publishers, London. Ευκλείδης Γ Τεύχη:

Καλές και κακές πρακτικές στη διδασκαλία της ελληνικής ως δεύτερης/ξένης γλώσσας. Άννα Ιορδανίδου ΠΤΔΕ Παν/μίου Πατρών

Η παιδαγωγική και η συνεργασία με τις υπόλοιπες επιστήμες.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ

, Ph.D. SYLLABUS

Η γλώσσα των νέων. ΓΙΑΝΝΗΣ Ι. ΠΑΣΣΑΣ, MED ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ» 11 Οκτωβρίου 2018 Α. ΚΕΙΜΕΝΟ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ» Τομέας Νέων Ελληνικών

Παιδαγωγική ή Εκπαίδευση ΙΙ

Αντώνης Β. Βασιλείου, Εκπαιδευτικός Π.Ε., Φιλόλογος, Μεταπτυχιακός φοιτητής Γλωσσολογίας

ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ ΠΜΣ. ιατµηµατικό Πρόγραµµα ιδασκαλίας της Νέας Ελληνικής ως Ξένης Γλώσσας (ΠΜΣ),

Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης»

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ! Δ. ΜΑΛΑΦΑΝΤΗΣ. το ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΣΤΑΣΕΙΣ, ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΙΣ, Επιστήμες της αγωγής Διευθυντής Μιχάλης Κασσωτάκης.

Σκούρτου, Ε. (2011). Η Διγλωσσία στο Σχολείο. Αθήνα: Gutenberg. Γλώσσες και Διγλωσσία στον Κόσμο. Κεφάλαιο Πρώτο

Η γλώσσα των νέων. Τηλ: Ανδρέου Δημητρίου 81 & Ακριτών 26 -ΚΑΛΟΓΡΕΖΑ Α.

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Έργου στην Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση. Διαδικασία Αυτοαξιολόγησης στη Σχολική Μονάδα

αντισταθµίζονται µε τα πλεονεκτήµατα του άλλου, τρόπου βαθµολόγησης των γραπτών και της ερµηνείας των σχετικών αποτελεσµάτων, και

Με την ολοκλήρωση του μαθήματος ο διδασκόμενος αναμένεται να είναι σε θέση να:

ΣΥΚΓΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ. Κράτος Πρόνοιας, Δεξιότητες και Εκπαίδευση

ΕΙΔΗ ΔΕΥΤΕΡΕΥOΥΣΩΝ ΠΡOΤΑΣΕΩΝ Τη θεωρία της ύλης θα τη βρείτε: Βιβλίο μαθητή σελ και Βιβλίο Γραμματικής σελ

5. Λόγος, γλώσσα και ομιλία

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΓΑΛΛΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΓΑΛ 102 Προφορικός λόγος 6 ΓΑΛ 103 Γραπτός λόγος I 6 ΓΑΛ 170 e-french 6 ΓΑΛ Μάθημα περιορισμένης επιλογής 6

Στερεότυπα και προκαταλήψεις. Το σύνολο των χαρακτηριστικών που πιστεύεται ότι καθορίζουν µια οµάδα ανθρώπων ονοµάζονται στερεότυπα.

ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ ΠΜΣ. ιατµηµατικό Πρόγραµµα ιδασκαλίας της Νέας Ελληνικής ως Ξένης Γλώσσας (ΠΜΣ),

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ HMEΡΗΣΙΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΛΥΚΕΙΩΝ (ΟΜΑ Α A ) 2012

Εναλλακτικές θεωρήσεις για την εκπαίδευση και το επάγγελμα του εκπαιδευτικού

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ ΠΜΣ. Αθήνα

Μουσική Αγωγή στην Προσχολική και Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Ζωή Διονυσίου

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

Γιούλη Χρονοπούλου Μάιος Αξιολόγηση περίληψης

Πολυπολιτισμικότητα και Εκπαίδευση

Ανάλυση Πολιτικού Λόγου

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

ΕΙΔΙΚΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ. Πολυδύναµο Καλλιθέας Φεβρουάριος 2008 Αναστασία Λαµπρινού

Το Μάθημα της Γλώσσας στο Δημοτικό του Κολλεγίου Αθηνών

ΓΕΝEΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ Κοινωνίες αγροτικού τύπου (παραδοσιακές, στατικές κοινωνίες)

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Βεμπεριανές απόψεις για την Εκπαίδευση Η συνδυαστική προσέγγιση του Basil Bernstein

Δ Φάση Επιμόρφωσης. Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Γραφείο Διαμόρφωσης Αναλυτικών Προγραμμάτων. 15 Δεκεμβρίου 2010

Λύδια Μίτιτς

Οεαυτός και η κοινωνική γνώση. Η έννοια του εαυτού διαφέρει σηµαντικά από πολιτισµό σε πολιτισµό.

Διγλωσσία και Εκπαίδευση

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ» Τοµέας Νέων Ελληνικών. ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2018 Εξεταστέα Ύλη Νεοελληνικής Γλώσσας

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟ 1 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2017 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

Κοινωνιογνωστική θεωρία Social Cognitive Theory

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. Η αγγλική και οι άλλες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Αγροτική Κοινωνιολογία

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ / ΜΥΤΙΛΗΝΗ Ετήσιο Πρόγραμμα Παιδαγωγικής Κατάρτισης / Ε.Π.ΠΑΙ.Κ.

Μαθηµατική. Μοντελοποίηση

ΚΘΑ ΙΙ Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Στόχοι και κατευθύνσεις στη διαπολιτισμική εκπαίδευση

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΩΣ ΜΕΣΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΜΗ ΒΙΑΣ ΤΩΝ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΓΗΓΕΝΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΣΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Διδασκαλία της Νεοελληνικής Γλώσσας

Transcript:

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗMA ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ Μ. ΚΑΚΡΙ Η-ΦΕΡΡΑΡΙ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ Ο B. BERNSTEIN ΚΑΙ Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑΣ Πανεπιστηµιακές Σηµειώσεις ΑΘΗΝΑ 2017

2 Ο B. BERNSTEIN ΚΑΙ Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑΣ 1. Bernstein: περιορισµένος και επεξεργασµένος κώδικας ως εκφράσεις γλωσσικής ανισότητας Προς το τέλος της δεκαετίας του 50 ο Basil Bernstein, Άγγλος καθηγητής της κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης, διατυπώνει για πρώτη φορά την υπόθεση σχετικά µε την ύπαρξη των πιο πολυσυζητηµένων γλωσσικών ποικιλιών, του περιορισµένου και του επεξεργασµένου κώδικα (restricted vs elaborated code). O Bernstein διαπιστώνει ότι η συστηµατική σχολική αποτυχία των παιδιών της εργατικής τάξης οφείλεται, όπως θεωρεί, στη γλωσσική διαφορά τους. Υποθέτει λοιπόν ότι αυτό συµβαίνει επειδή χρησιµοποιούν έναν περιορισµένο γλωσσικό κώδικα και µόνο αυτόν, ενώ τα παιδιά της αστικής τάξης (µεσαίας και ανώτερης) έχουν πρόσβαση όχι µόνο σε αυτόν, αν θέλουν, αλλά και σε έναν πιο «ανεπτυγµένο», πιο «καλλιεργηµένο», τον επεξεργασµένο κώδικα. Το γεγονός ότι η εκπαίδευση είναι βασισµένη στον δεύτερο οδηγεί σταθερά τα παιδιά της εργατικής τάξης (κυρίως των χαµηλότερων στρωµάτων της) σε σχολική αποτυχία. Έτσι, για τον Bernstein, οι κοινωνικές δοµές καθορίζουν συγκεκριµένες γλωσσικές συµπεριφορές και αυτές µε τη σειρά τους αναπαράγουν κυκλικά τις ίδιες κοινωνικές δοµές. ίνοντας πολύ λίγα παραδείγµατα λόγου «περιορισµένου» και «επεξεργασµένου» κώδικα, έτσι ώστε να µπορεί κανείς να ελέγξει και εµπειρικά την αλήθεια των ισχυρισµών του, ο Bernstein αποδίδει στους δύο κώδικες ορισµένα γλωσσικά χαρακτηριστικά που, κατ αυτόν, ερµηνεύουν τη σχολική αποτυχία των παιδιών της εργατικής τάξης. Επιπλέον, στην αρχική διατύπωση της περιγραφής αυτών των κωδίκων, που δηµιούργησε και τις µεγαλύτερες παρερµηνείες, θεωρεί ότι οι διαφορές τους είναι διαφορές στη δοµή 1. 1 Αργότερα αναγκάστηκε να τροποποιήσει τον ισχυρισµό αυτόν και να ονοµάσει τους κώδικες κοινωνιογλωσσικούς, δεχόµενος ότι η διαφορές τους είναι διαφορές στη χρήση. Να διευκρινιστεί εδώ ότι οι κώδικες του Bernstein δεν έχουν καµία σχέση µε ό,τι ονοµάζουµε κοινωνιολέκτους (Trudgill 1974, σ. 133). Γενικότερα, η σχέση των κωδίκων αυτών µε τις κοινωνιολέκτους ή µε τις µη πρότυπες ποικιλίες είναι πολύ αµφιλεγόµενο ζήτηµα και έχει δηµιουργήσει διάφορες παρανοήσεις.

3 2. Βασικά χαρακτηριστικά των κωδίκων: Περιορισµένος κώδικας (restricted code): α) ηλώνει τη συµµετοχή σε µια οµάδα, µε την οποία υπάρχει κοινός προσανατολισµός. β) Εξαρτάται από το εξωγλωσσικό περιβάλλον, προϋποθέτει δηλ. πληροφορίες που δεν δίνονται ρητά. γ) Το παραπάνω χαρακτηριστικό τον κάνει προβλέψιµο ως προς τα λεξιλογικά και τα συντακτικά του στοιχεία, αφού ο οµιλητής έχει µικρό φάσµα εναλλακτικών επιλογών. Επεξεργασµένος κώδικας (elaborated code): α) Αναπτύσσει την ατοµική προσωπικότητα του οµιλητή. β) εν εξαρτάται από το εξωγλωσσικό περιβάλλον και δηλώνει ρητά τις διάφορες πληροφορίες. γ) Είναι, συνεπώς, πολύ λιγότερο προβλέψιµος, εφόσον ο οµιλητής διαθέτει µεγαλύτερο φάσµα γλωσσικών τύπων και δοµών ως εναλλακτικές επιλογές. 3. οµικά (λεξιλογικά και συντακτικά) χαρακτηριστικά των κωδίκων 2 Περιορισµένος κώδικας: α) Σύντοµες, γραµµατικά απλές, συχνά µισοτελειωµένες προτάσεις, µε «φτωχή» συντακτική µορφή, που τονίζει κυρίως την ενεργητική φωνή και τη σύνταξη σε α πρόσωπο. β) Απλή και επαναλαµβανόµενη χρήση συνδέσµων (έτσι, τότε, και, γιατί). γ) Περιορισµένη χρήση δευτερευουσών προτάσεων. δ) «Ανικανότητα» διατήρησης του τυπικού υποκειµένου στον λόγο. ε) «Άκαµπτη» και «περιορισµένη» χρήση επιθέτων, επιρρηµάτων κ.ο.κ. Επεξεργασµένος κώδικας: α) Η ακριβής γραµµατική σειρά και σύνταξη ρυθµίζουν αυτά που λέγονται, ενώ παρατηρείται συχνή χρήση της τριτοπρόσωπης σύνταξης. β) Οι λογικές τροποποιήσεις και η απόδοση της έµφασης γίνονται µέσα από έναν γραµµατικά πολύπλοκο σχηµατισµό των προτάσεων και κυρίως µέσα από τη χρήση συνδέσµων. 2 Μπασλής 1988, σ. 40-41.

4 γ) Συχνή χρήση προθέσεων που δηλώνουν λογικές σχέσεις, καθώς και προθέσεων που δηλώνουν συνάφεια στον χρόνο και στον χώρο. δ) Συχνή χρήση των µη προσωπικών αντωνυµιών. ε) ιακριτική επιλογή από µια σειρά επιθέτων, επιρρηµάτων κ.ο.κ. Παράδειγµα: Περιορισµένος κώδικας: They re playing football / and he kicks it and it goes through there / it breaks the window and they re looking at it... («Παίζουν ποδόσφαιρο / και αυτός την κλωτσά και περνάει µέσα από κει/ σπάει το παράθυρο και το κοιτάζουν...») Επεξεργασµένος κώδικας: Three boys are playing football and one boy kicks the ball / and it goes through the window / the ball breaks the window / and the boys are looking at it... («Τρία αγόρια παίζουν ποδόσφαιρο και ένα αγόρι κλωτσά τη µπάλα / και περνάει µέσα από το παράθυρο / η µπάλα σπάει το παράθυρο / και τα αγόρια το κοιτάζουν...») Οι παραπάνω διηγήσεις της ίδιας ιστορίας µε βάση 5 διαδοχικές εικόνες αποτελούν τυπικό παράδειγµα χρήσης των δύο κωδίκων από παιδιά πέντε ετών της εργατικής και της µέσης αστικής τάξης αντίστοιχα. 4. Κώδικες και κοινωνικοποίηση Στη δηµιουργία των δύο κωδίκων ο ρόλος της οικογένειας είναι καθοριστικός για τον Bernstein. Οι δύο κώδικες πηγάζουν, κατ αυτόν, από τη διαφορετική κοινωνικοποίηση που υφίσταται κάθε παιδί στα διαφορετικά κοινωνικά και ψυχολογικά περιβάλλοντα όπου µεγαλώνει 3. Σε οικογένειες όπου οι σχέσεις και οι αποφάσεις των µελών καθορίζονται µε βάση τους ρόλους (positional ή statusoriented), δηλ. ουσιαστικά αυτές της εργατικής τάξης, ισχυρίζεται ο Bernstein, το παιδί υφίσταται αυταρχική αγωγή, µε λίγες, βραχείες και «άκαµπτες» γλωσσικές εκφράσεις. Υπερτερούν οι απλές διαταγές, χωρίς λογική εξήγηση των απαιτήσεων. Τα γλωσσικά ερεθίσµατα, συνεπώς, περιγράφονται από τον Bernstein σαν ένα 3 Με τον όρο κοινωνικοποίηση εννοούµε τη διαδικασία εκµάθησης κανόνων κοινωνικής συµπεριφοράς, στην οποία υποβάλλονται τα παιδιά κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής τους και η οποία καθορίζεται αφενός από άτοµα µε το κατάλληλο κύρος και αφετέρου από θεσµούς: την οικογένεια, τους συνοµήλικους, το σχολείο, αργότερα το περιβάλλον εργασίας. Έτσι, σιγά-σιγά, µε τη µέθοδο της

5 κλειστό σύστηµα µε υψηλή προβλεψιµότητα, το οποίο βασίζεται σηµαντικά στο εξωγλωσσικό περιβάλλον. Αντίθετα, σε οικογένειες όπου οι σχέσεις και οι αποφάσεις των µελών βασίζονται στην προσωπικότητα των ατόµων (person-oriented), αυτές της µεσοαστικής τάξης 4, ο Bernstein θεωρεί ότι η αγωγή στηρίζεται στη λογική εξήγηση και δικαιολόγηση των πράξεων µε συνεχή διαπραγµάτευση των ζητηµάτων. Κατά συνέπεια, o Bernstein υποθέτει ότι τα γλωσσικά ερεθίσµατα του παιδιού είναι ποικίλα και ο κώδικας που αποκτάται είναι ανοικτός και µη προβλέψιµος, εφόσον βασίζεται σε ρητά εκφρασµένες πληροφορίες και δεν εξαρτάται από το εξωγλωσσικό περιβάλλον. Αργότερα, στο σχολείο, η συµπεριφορά των δασκάλων θα έχει τάση να «αµείβει» τα παιδιά που χρησιµοποιούν τον επεξεργασµένο και, ασυναίσθητα, να «τιµωρεί» όσα χρησιµοποιούν τον περιορισµένο κώδικα. 5. Θεωρία της γλωσσικής ανεπάρκειας (deficit theory ή verbal deprivation hypothesis) Η ατυχής διατύπωση των χαρακτηριστικών των κωδίκων µε αξιολογικές ονοµασίες και εκτιµήσεις («φτωχό», «άκαµπτο» κλπ.) ευνόησε εκείνη την εποχή στις Η.Π.Α. τη δηµιουργία και την ανάπτυξη θεωριών σχετικά µε τη δήθεν ανεπάρκεια και υστέρηση των µαθητών µε µειονοτική ή/και έγχρωµη προέλευση. Η βασική θέση της θεωρίας αυτής είναι ότι το κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον των παιδιών των µη ευνοηµένων στρωµάτων (µειονοτικών, έγχρωµων, της εργατικής τάξης) παρουσιάζει πολιτιστική υστέρηση. Η κουλτούρα και το πολιτιστικό υπόβαθρο των στρωµάτων αυτών θεωρήθηκαν «χαµηλής» αξίας και, κατ επέκταση, υποτιµήθηκε και το γλωσσικό τους υπόβαθρο: λίγα ερεθίσµατα, «χαµηλής» (;) ποιότητας. Κατά συνέπεια, τα παιδιά που µεγαλώνουν σε τέτοιο περιβάλλον θεωρήθηκε ότι παρουσιάζουν επιπλέον και γλωσσική υστέρηση, η οποία τα εµποδίζει συστηµατικά να συµβαδίσουν µε τα παιδιά της αστικής τάξης (των ευνοηµένων στρωµάτων) στο σχολείο. «Με άλλα λόγια», εξηγεί ο Ντάλτας ( 1989, σ. 561), «κατά τη θεωρία αυτή, η πολιτιστική υστέρηση των εργατικών και των έγχρωµων οικογενειών γεννά περιορισµένους γλωσσικούς κώδικες, οι οποίοι είναι ποιοτικά αµοιβής και της τιµωρίας, «η βιολογική ύπαρξη µετατρέπεται σε συγκεκριµένη πολιτιστική ύπαρξη» (Dittmar 1976, σ. 8, υποσ. 2 και σ. 15-16, όπου αναφέρεται και στον ίδιο τον Βernstein). 4 Τα κριτήρια του Bernstein για τον καθορισµό των τάξεων είναι αφενός κοινωνικο-οικονοµικά και αφετέρου σχετικά µε το επίπεδο της εκπαίδευσης των ατόµων (βλ. κριτική στον Ηudson 1980, σ.227).

6 κατώτεροι από τους ανεπτυγµένους γλωσσικούς κώδικες της αστικής τάξης. Επειδή το σχολείο είναι θεµελιωµένο στον ΑΚ (ανεπτυγµένο κώδικα), είναι φυσικό ότι τα παιδιά που µιλούν έναν ΠΚ (περιορισµένο κώδικα) θα υστερήσουν και στις σπουδές τους». Η θεωρία του Bernstein, σε συνδυασµό µε τη θεωρία της γλωσσικής ανεπάρκειας, είχε τεράστιο αντίκτυπο στον εκπαιδευτικό προγραµµατισµό. Μόνο στις ΗΠΑ κατά την τριετία 1967-70 ξοδεύτηκαν 10 δισ. δολάρια για τη χρηµατοδότηση των λεγόµενων αντισταθµιστικών προγραµµάτων (compensatory programmes), µε σκοπό την παροχή γλωσσικής βοήθειας στα έγχρωµα κλπ. παιδιά προσχολικής ηλικίας. Αντί δηλ. να µελετηθεί η ανεπάρκεια του σχολείου να υποδεχθεί οµάδες πληθυσµού µε πολιτιστικό και γλωσσικό υπόβαθρο διαφορετικό από το κυρίαρχο, η ευθύνη µετατέθηκε στα ίδια τα παιδιά και τις οικογένειές τους, που θεωρήθηκε ότι είναι «ανεπαρκείς» και χρειάζονται γλωσσική «βοήθεια». Τέτοιου είδους προγράµµατα υιοθετήθηκαν και σε άλλες χώρες µε µειονοτικούς πληθυσµούς, όπως π.χ. στην Αυστραλία, τη Ν. Ζηλανδία, τη. Γερµανία. Το αναπόφευκτο γεγονός ότι δεν σηµείωσαν την αναµενόµενη επιτυχία είχε τις εξής συνέπειες: α) Ορισµένοι υπέρµαχοι της θεωρίας της ανεπάρκειας (π.χ. Α. Jensen), για να δικαιολογήσουν την εµφανή αποτυχία των προγραµµάτων και τη σπατάλη τόσων χρηµάτων και ενέργειας, αναγκάστηκαν να υποστηρίξουν ακόµα και τη γενετική ανεπάρκεια των έγχρωµων πληθυσµών. Η γλωσσική ανεπάρκεια προϋποθέτει γι αυτούς όχι µόνο πολιτιστική, αλλά και νοητική ανεπάρκεια: ο περιορισµένος κώδικας θεωρείται τόσο γλωσσικά όσο και γνωστικά κατώτερος. Ως εκ τούτου είναι φυσικό να κρίνεται ακατάλληλος και ανεπαρκής για π.χ. σχολικούς σκοπούς. Όπως σηµειώνει παλι ο Ντάλτας (1989, σ.561), «η θεωρία αναπτύχθηκε στο χώρο της ψυχολογίας χωρίς κοινωνιολογική τεκµηρίωση και ερήµην των διαµετρικά αντιθέτων πορισµάτων της γλωσσολογίας». β) Από την άλλη µεριά, ο ίδιος ο Bernstein αναγκάστηκε όχι µόνο να διαχωρίσει τη θέση του ως προς τα αντισταθµιστικά προγράµµατα, αλλά και να αναλάβει τις ευθύνες του ως προς τις παρεξηγήσεις που δηµιούργησαν οι απόψεις του, επαναδιατυπώνοντας τις θεωρίες του και επεξεργαζόµενος τόσο τις ιδιότητες όσο και τη φύση των κωδίκων που πρότεινε. Θεώρησε δηλ. σε επόµενες διατυπώσεις της υπόθεσής του ότι η διαφορά ανάµεσα στην εργατική και τη µεσοαστική τάξη

7 βρίσκεται στα περιβάλλοντα όπου χρησιµοποιούν τον έναν ή τον άλλο κώδικα. Τα παιδιά της εργατικής τάξης µπορούν να χρησιµοποιήσουν και αυτά τον επεξεργασµένο κώδικα, τον χρησιµοποιούν όµως σε πολύ λιγότερα περιβάλλοντα. Οι δύο κώδικες δεν είναι αλληλοαποκλειόµενοι: αποτελούν, τελικά, όχι δύο διακριτές ποικιλίες, αλλά ενδείξεις για το διαφορετικό είδος ποικιλίας που µπορεί να χρησιµοποιηθεί σε κάθε περίσταση (βλ. Αρχάκης & Κονδύλη 2011, σ. 160-168) 6. Κριτική του Labov και άλλων Tην ίδια περίπου εποχή ο William Labov µε τη µελέτη του The Logic of Nonstandard English (1970) ανατρέπει οριστικά, µε εµπειρικά δεδοµένα και έρευνες, την εντύπωση σχετικά µε την πολιτιστική και γλωσσική «φτώχεια» των έγχρωµων πληθυσµών. Καταδεικνύει ότι το περιβάλλον όπου µεγαλώνουν είναι πλούσιο σε ερεθίσµατα, χαρακτηρίζεται από ευφράδεια, γλωσσική ετοιµότητα, λογική επιχειρηµατολογία, αµεσότητα. Οι οµάδες που µελετά φαίνεται ότι επιδεικνύουν γλωσσική δηµιουργικότητα και ικανότητες υψηλού επιπέδου σε διάφορες γλωσσικές δραστηριότητες, που δεν έχουν όµως σχέση µε τη σχολική επίδοση: διήγηση ιστοριών, ανεκδότων, ανταλλαγή τελετουργικών ύβρεων (ritual insults). Επιπλέον µπορούν να χειρίζονται άριστα πολύπλοκη επιχειρηµατολογία και αφηρηµένη σκέψη, όχι όµως στην αναµενόµενη από το σχολείο «επίσηµη», πρότυπη γλώσσα. Αντιθέτως, πολλές φορές ο προβαλλόµενος ως πρότυπο λόγος του σχολείου, µε την περίπλοκη σύνταξη, τον στόµφο και τους πλεονασµούς προσπαθεί απλώς, κατά τον Labov, να καλύψει την απουσία νοήµατος. Το συµπέρασµα που προκύπτει από την αναθεώρηση των απόψεων τις οποίες προέβαλαν οι οπαδοί της θεωρίας της γλωσσικής ανεπάρκειας είναι ότι την ευθύνη για τη συστηµατική αποτυχία των παιδιών µειονοτικών, έγχρωµων κ.λπ. οικογενειών στο σχολείο τη φέρει το ίδιο το σχολείο και όχι τα παιδιά ή το περιβάλλον τους. Ως προς τους δύο κώδικες τώρα, τον περιορισµένο και τον επεξεργασµένο, µπορούµε να συνοψίσουµε τις επικρίσεις που υπέστη η υπόθεση του Bernstein σχετικά µε την ύπαρξή τους στα εξής σηµεία: 1) εν υπάρχουν σαφή όρια διάκρισης ανάµεσα στους δύο κώδικες, όπως ασαφής παραµένει και η επιβεβαίωση πολλών χαρακτηριστικών τους.

8 2) Τόσο η ονοµασία τους (περιορισµένος - επεξεργασµένος) όσο και η περιγραφή τους έγινε µε κριτήριο σύγκρισης τη γλώσσα του σχολείου (της µεσοαστικής τάξης): τα χαρακτηριστικά του περιορισµένου κώδικα συνάγονται και ερµηνεύονται a priori µε βάση µια κλίµακα αξιών (τον επεξεργασµένο κώδικα) από την οποία αυτά (και µόνον αυτά, κατά «σύµπτωση»!) λείπουν. Έτσι εµπεριέχεται δηλ. στην ονοµασία και περιγραφή τους η θετική αξιολόγηση του ενός έναντι του άλλου. 3) Επιπλέον, ενώ η γλωσσολογία δεν δέχεται γλωσσικό κριτήριο που να διαχωρίζει τις ποικιλίες σε «ανώτερες» και «κατώτερες», ο Bernstein δέχεται και ρητώς, τουλάχιστον στην πρώτη διατύπωση της θεωρίας του, ότι η γλωσσική µορφή που χρησιµοποιεί η µεσαία τάξη είναι «ανώτερη» από αυτήν της εργατικής σε σχέση µε τη σαφήνεια, τη γραµµατική ορθότητα και την ικανότητα λογικής ανάλυσης, ανεξάρτητα από τον δείκτη ευφυίας του συγκεκριµένου ατόµου που τη χρησιµοποιεί. Ο επεξεργασµένος κώδικας όµως, εκτός του ότι κατά κανένα τρόπο δεν µπορεί να θεωρηθεί «ανώτερος», δεν έχει µόνο προτερήµατα. Μπορεί να χαρακτηρίζεται και από κοινοτοπία, στόµφο, αοριστολογία, γενικολογία και άλλα αρνητικά στοιχεία. 4) Η συλλογή των δεδοµένων (µεταγενέστερη της πρώτης διατύπωσης της υπόθεσης) έγινε σε περιβάλλον άµυνας των παιδιών της εργατικής τάξης (δηλ. στο σχολείο), όπου δεν ήταν δυνατόν να επιδείξουν τις γλωσσικές ικανότητες και ποικιλίες που τα χαρακτηρίζουν. 5) εν γίνεται καθόλου λόγος, τουλάχιστον στις αρχικές διατυπώσεις, για παθητική ικανότητα στον επεξεργασµένο κώδικα και την εξέλιξή της. Ο Dittmar (1976) επίσης διερευνά µε ιδιαίτερα κριτική στάση τη θεωρητική παρέµβαση του Bernstein σε εκτενείς αναλύσεις. Όσο αφορά την πρακτική της εφαρµογή, τα αντισταθµιστικά προγράµµατα (κυρίως όπως έγιναν αντιληπτά από τους υποστηρικτές της θεωρίας/υπόθεσης της ανεπάρκειας), θεωρεί (σ. 85) ότι ο Bernstein κατονοµάζει τους παράγοντες που παρεµποδίζουν την πλήρη χρησιµοποίηση του πολιτισµικού δυναµικού των µη ευνοηµένων τάξεων και προτείνει διορθωτικές αλλαγές, χωρίς να αγγίζει ή να αµφισβητεί την κυρίαρχη κοινωνική και οικονοµική δοµή (γι' αυτό και η άποψή του αυτή είχε τέτοια απήχηση...). Συνεπώς, αυτό καθορίζει και τα όρια της παρέµβασής του: η αποτυχία των αντισταθµιστικών προγραµµάτων οφείλεται στις αντιφάσεις µιας κοινωνίας που «κινητοποιεί τα πολιτισµικά αποθέµατα των παραγωγικών δυνάµεων, αλλά πρέπει

9 συγχρόνως να εµποδίσει την πραγµατοποίηση της αληθινής ισότητας ευκαιριών» (σ. 87). Έτσι κλείνει το ζήτηµα για τους τόσο αµφισβητούµενους αυτούς κώδικες, παραµένει όµως σηµαντική η προσφορά του Bernstein: υπήρξε από τους πρώτους ερευνητές που άνοιξε τον δρόµο στην έρευνα και τη συζήτηση των κοινωνικών αιτίων της γλωσσικής και, κατ' επέκταση, συνολικής σχολικής αποτυχίας. Ως κατακλείδα αυτής της συζήτησης ως προς το γλωσσολογικό της κοµµάτι εµείς παραθέτουµε το συµπέρασµα του Labov: Η σχολική αποτυχία οφείλεται από τη µία πλευρά στο ότι το σχολικό σύστηµα είτε αγνοεί τελείως είτε παραµελεί το ζήτηµα της κοινωνιογλωσσικής πολυµορφίας/πολυγλωσσίας των παιδιών και, από την άλλη, στη γλωσσική προκατάληψη εναντίον των ποικιλιών των µη ευνοηµένων στρωµάτων. Οπωσδήποτε δεν οφείλεται σε κάποια έµφυτη ανεπάρκεια των γλωσσικών ποικιλιών τους. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΑΡΧΑΚΗΣ Α. & Μ. ΚΟΝ ΥΛΗ 2011: Εισαγωγή σε ζητήµατα κοινωνιογλωσσολογίας. Τρίτη αναθεωρηµένη έκδοση. Αθήνα: Νήσος. BERNSTEIN Β. 1971: Class, Codes and Control, vol.1: Theoretical Studies towards a Sociology of Language. London: Routledge & Kegan Paul. BERNSTEIN Β. (επιµ.) 1973: Class, Codes and Control, vol.2: Empirical Studies. London: Routledge & Kegan Paul. DITTMAR N. 1976: Sociolinguistics: A critical survey of theory and application. Μετάφρ. P. Sand, P. A. M. Seuren, K. Whiteley. London: E. Arnold (µε σχολιασµένη βιβλιογραφία). HUDSON R.A. 1980: Sociolinguistics. Cambridge Textbooks in Linguistics, Cambridge: Cambridge University Press. LABOV W. 1970: The logic of Nonstandard English. Στο ALATIS J.A. (επιµ.) Report of the 20 th Αnnual Round Table Meeting on Linguistics and Language

10 Studies. Monograph Series on Languages and Linguistics 22. Washington, DC, 1-43. MONTGOMERRY Μ. 1986: An Introduction to Language and Society. London & New York: Routledge. ΜΠΑΣΛΗΣ Ι.Ν. 1988: Κοινωνική-γλωσσική διαφοροποίηση και σχολική επίδοση. Αθήνα: Εκδ. Νέας Παιδείας. ΝΤΑΛΤΑΣ Π. 1989: «Περιορισµένος και ανεπτυγµένος κώδικας, προφορικός και γραπτός λόγος, και η θεωρία της γλωσσικής υστέρησης». Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα, Πρακτικά της 9ης ετήσιας συνάντησης του Τοµέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης, 18-20 Απριλίου 1988. Θεσσαλονίκη: Εκδ. Κυριακίδη, 559-579. TRUDGILL P. 1974: Sociolinguistics: An Introduction. Harmondsworth: Penguin. ΦΡΑΓΚΟΥ ΑΚΗ Α. 1985: Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης (Θεωρίες για την κοινωνική ανισότητα στο σχολείο). Αθήνα: Εκδ. Παπαζήση. ΦΡΑΓΚΟΥ ΑΚΗ Α. 1987: Γλώσσα και Ιδεολογία. Κοινωνιολογική προσέγγιση της ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Οδυσσέας.