Οι διατάξεις της εμπορικής αντιπροσωπείας και το ζήτημα της αναλογικής εφαρμογής τους στη

Σχετικά έγγραφα
E.E. Παρ. I (I), Αρ. 2721, Ν. 5ί(Ι)/92

Working Paper. Title: «Η Σύμβαση Εμπορικής Αντιπροσωπείας» Georgios K. Karametos

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΙΣΗΓΗΣΗΣ. Η εισήγηση του Δρος. Δημ. Β. Κουτσούκη ( με θέμα

Εργασιακά Θέματα. Συμβάσεις ορισμένου χρόνου

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 10ης Φεβρουαρίου 2004 *

Ι ΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ. Στον Ασπρόπυργο Αττικής, σήµερα , οι παρακάτω συµβαλλόµενοι

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

Δίκαιο των προσωπικών εταιρειών Δίκαιο των κεφαλαιουχικών εταιρειών

ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΩΝ

Εκπτώσεις Δεσπόζουσας Επιχείρησης

Η θέση του ετερόρρυθμου εταίρου μετά την ισχύ του Ν. 4072/2012

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Πάνος Κορνηλάκης Καθηγητής του Αστικού Δικαίου στο Τμήμα Νομικής του ΑΠΘ

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

Προεδρικό ιάταγµα 456/1984 «Αστικός Κώδικας και Εισαγωγικός του Νόµος» (ΦΕΚ Α' 164/ ) ΕΚΑΤΟ ΟΓ ΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος...V Συντομογραφίες...XV Βιβλιογραφία (επιλογή)... XIX

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 6 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ. Αθήνα, 2 Μαρτίου 2006 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

31987L0344. EUR-Lex L EL. Avis juridique important

Άρθρο 1 Πεδίο εφαρμογής 4. Άρθρο 2 Αγωγές παραλείψεως 5. Άρθρο 3 Φορείς νομιμοποιούμενοι προς έγερση αγωγής 5. Άρθρο 4 Ενδοκοινοτικές παραβάσεις 6

Θέμα: «Δημόσια Διαβούλευση Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας».

ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΩ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ

ΣΥΜΒΑΣΗ ΥΠ. ΑΡΙΘ. Στην Καβάλα σήμερα την 21 Ιανουαρίου του έτους 2016, οι πιο κάτω συμβαλλόμενοι: Αφενός

Αρχές Δικαίου Επιχειρήσεων Διάλεξη 3 η. Νικόλαος Καρανάσιος

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Συντομογραφίες...15 Ελληνικές...15 Ξενόγλωσσες...18

Εργασιακά Θέματα. Καταχρηστική καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. V. Η εμπιστοσύνη ως αυτόνομο θεμέλιο ευθύνης του παραγωγού 17

Απλή Ετερόρρυθμη Εταιρεία

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ...IX ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ...XI ΕΙΣΑΓΩΓΗ

(2015) 1 PRO JUSTITIA. «Αρχή Υπεύθυνου Δανεισμού» Άννα Οβσεπιάν, Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια

ΤΕΥΧΟΣ ΣΤ ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΔΕΕΔ- 22 ΣΥΜΒΑΣΗ :

ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΝΑΘΕΣΗΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ. ΑΜΟΙΒΗ: ,00 (με Φ.Π.Α. 24%) Στη Σαμοθράκη σήμερα 30/05/2018 ημέρα Τετάρτη και ώρα 13:00 μεταξύ:

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΣΥΜΒΑΣΗΣ. Άρθρο 1 ο. Αντικείμενο της Σύμβασης

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Συντομογραφίες. 1. Εισαγωγή 1 Ι. Η οικονομική σημασία των συμβάσεων καταναλωτικής

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ 7 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΟΙ ΠΕΡΙ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΦΥΣΙΚΟΥ ΑΕΡΙΟΥ ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ 2004 ΕΩΣ 2018 (Ν.183(Ι)/2004 & Ν.103(Ι)/2006 & 199(Ι)/2007 & 219(Ι)/2012&148(Ι)/2018)

ίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής εργαζομένων

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Σύμβαση εξηρτημένης εργασίας

Του Συνεργάτη μας Ηλία Κοντάκου, Δικηγόρου, υπ. Διδάκτορoς Παν/μίου Αθηνών

Ασφαλιστικές Εταιρείες 2007

Οι πρόσφατες νομοθετικές εξελίξεις στις επαγγελματικές μισθώσεις,

Διαφάνεια των όρων της σύµβασης µεταξύ καταναλωτή (επιλέγοντα πελάτη) και παρόχου υπηρεσιών στον τοµέα της ενέργειας.

ποσό υπολογιζόμενο και ανάλογο του κύκλου εργασιών του Η Σύμβαση

Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ΕΚΤΕΛΕΣΉΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ ΕΥΡΕΣΙΤΕΧΝΙΑΣ ΓΙΑ 1ΉN ΚΟΙΝΗ ΑΓΟΡΑ

Δήλωση Πολιτικής Συγκρούσεων Συμφερόντων

Στην Αθήνα σήμερα την. μεταξύ των κάτωθι συμβαλλόμενων:

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2 ΣΧΕΔΙΟ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

ΘΕΜΑ ΕΙΣΗΓΗΣΗΣ: ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΔΙΑΝΟΜΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ. Ευστρατίου Παναγιώτα

EIOPA-17/651 4 Οκτωβρίου 2017

ΝΟΜΟΣ ΥΠ' ΑΡΙΘ. 3016/2002

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

ΤΟΜΕΑΣ ΑΣΤΙΚΟΥ, ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4203, 24/4/2009

L 351/40 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Αποφάσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου & Επαρχιακών Δικαστηρίων ανά άρθρο του Νόμου ΛΕΥΚΩΣΙΑ Λούης Παρλάς

Ο Δήμαρχος, ως εκπρόσωπος του Δήμου, βάσει του άρθρου 58 παρ.1 α Ν.3852/2010, και έχοντας υπόψη:

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων και Ανέργων

(EEL 280/ ) την απόκτηση δικαιώματος χρήσης ενός ή περισσοτέρων ακινήτων υπό καθεστώς χρονομεριστικής

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΠΡΟΛΗΨΙΣ Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρεία Προληπτικής Περιβαλλοντικής και Εργασιακής Ιατρικής ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ 0510/2016

11917/1/12 REV 1 IKS+ROD+GA/ag,alf DG C1

PUBLIC ΤΟΣΥΜΒΟΥΛΙΟ 9755/98 LIMITE JUSTCIV59 ΣΗΜΕΙΩΜΑ. της Προεδρίας ΡΩΜΗΙ

ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΛΟΓΙΣΤΙΚΩΝ-ΦΟΡΟΤΕΧΝΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

849 Ν. 105(Ι)/95. Ε.Ε. Παρ. 1(1) Αρ. 3028,

Ο ΠΕΡΙ ΡΥΘΜΙΣΕΩΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ Διάταγμα δυνάμει του Νόμου 112(Ι)/2004

Ε.Ε. Παρ.Ι(Ι), Αρ. 4349, (Ι)/2012 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΩΝ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΕΩΝ ΠΛΗΡΩΜΩΝ ΣΤΙΣ

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΑΣ (ΕΚΠΑ) ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚ. ΕΤΟΥΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΕΝΤΟΛΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ 2/804/ τoυ Διοικητικού Συμβουλίου. Θέμα: Τροποποίηση του Κανονισμού Εκκαθάρισης Συναλλαγών επί Παραγώγων

ΤΟΜΟΣ Δ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΟ ΕΤΟΣ ΜΑΡΤΙΟΣ 2018 ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΥΛΗΣ : ΒΙΚΥ ΒΑΡΔΑ

Το έγγραφο αυτό συνιστά βοήθημα τεκμηρίωσης και δεν δεσμεύει τα κοινοτικά όργανα

Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΜΙΑΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ Έλενα Φ. Κοσσένα

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Κων/νος Τσουμάνης, Δικηγόρος, Νομικός Σύμβουλος ΣΠΕΔΕΘ & ΚΜ

ΣΥΜΒΑΣΗ. για την ΠΡΟΣΧΕΔΙΟ. για την, έναντι ανταλλάγματος, διαχείριση ζήτησης φυσικού αερίου για την αντιμετώπιση κρίσεων. μεταξύ της εταιρείας

ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ

Αριθμός 20 Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΝΟΜΟΣ 207 ΤΟΥ 1989

ΑΠΟΦΑΣΗ. Υποβολή Εισήγησης προς τον Υπουργό Μεταφορών και Επικοινωνιών σχετικά με τα Κριτήρια Επιλογής Παρόχου Καθολικής Υπηρεσίας

ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΞΟΥΣΙΟΟΤΗΜΕΝΟΥ ΠΩΛΗΤΟΥ. Στην Αθήνα σήµερα την... του µηνός...του έτους... ηµέρα... µεταξύ των :

Διοικητικό Δίκαιο. Η γνωμοδοτική διαδικασία και η αιτιολογία της διοικητικής πράξης - 2 ο μέρος Περιεχόμενο και τύπος διοικητικής πράξης

Ανάθεση και Εκτέλεση Δημοσίων Συμβάσεων, Προμηθειών και Γενικών Υπηρεσιών (μετά την ισχύ του Ν. 4412/2016)

Σχέδιο ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) ΑΡΙΘ. /.. ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της [ ]

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΩΝ

Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΟΔΗΓΙΑ 2009/22/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΟΜΟΡΡΥΘΜΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Οι διατάξεις της εμπορικής αντιπροσωπείας και το ζήτημα της αναλογικής εφαρμογής τους στη διανομή και το franchising Διπλωματική εργασία Ευγνωσία Χ. Κελεσίδου Θεσσαλονίκη Νοέμβριος 2007 Επιβλέπουσα Καθηγήτρια Ουρ. Χατζηνικολάου Αγγελίδου

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 1 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ο : Η ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΑΣ... 4 I. Το νομοθετικό πλαίσιο...4 II. Νομοθετικός ορισμός - γενικά χαρακτηριστικά εμπορικού αντιπροσώπου...5 ΙΙI. Νομική φύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας - Το ζήτημα της συμπληρωματικής εφαρμογής των περί εντολής διατάξεων...7 IV. Οι υποχρεώσεις των συμβαλλομένων (άρθρο 4 π.δ. 219/1991)...9 V. Η αμοιβή του απλού, τοπικού και αποκλειστικού εμπορικού αντιπροσώπου (άρθρο 6 παρ. 1 γ π.δ. 219/1991)...10 VI. Ο έγγραφος τύπος (άρθρο 8 παρ. 1 π.δ. 219/1991)...11 VIΙ. Η λύση της σύμβασης με καταγγελία (άρθρο 8 παρ. 1 π.δ. 219/1991)...13 i) Η τακτική καταγγελία...13 ii) Η έκτακτη καταγγελία...14 VIII. Η ρήτρα απαγόρευσης ανταγωνισμού μετά τη λύση της σύμβασης (άρθρο 10 π.δ. 219/1991)...15 IX) Αποζημίωση πελατείας (άρθρο 9 π.δ. 219/1991)...16 i) Η ρύθμιση του νόμου και η δικαιολόγηση αυτής...16 ii) Διάκριση αποζημίωσης πελατείας από συγγενείς μορφές αποζημίωσης...18 α. Από την αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού...18 β. Από την αξίωση του εταιρικού δικαίου...18 γ. Από την αποζημίωση καταγγελίας του εργατικού δικαίου...19 iii) Νομική φύση αποζημίωσης πελατείας...19 iv) Προϋποθέσεις χορήγησης της αποζημίωσης...20 α. Διατήρηση εκ μέρους του αντιπροσωπευομένου ουσιαστικών πλεονεκτημάτων από υποθέσεις με νέους πελάτες που έφερε ο εμπορικός αντιπρόσωπος...20 β. Η αξιολόγηση της επιδικαζόμενης αποζημίωσης ως δίκαιης κυρίως ενόψει των προμηθειών που χάνει ο αντιπρόσωπος...21 i

α. Καταγγελία από τον αντιπροσωπευόμενο, λόγω σοβαρού πταίσματος του αντιπροσώπου (άρθρο 9παρ. 3 εδ. α του π.δ. 219/1991)...22 β. Καταγγελία της σύμβασης από τον αντιπρόσωπο (άρθρο 9 παρ. 3 εδ. β του π.δ. 219/1991)...22 γ. Μεταβίβαση της συμβατικής σχέσης από τον αντιπρόσωπο σε τρίτο (άρθρο 9 παρ. 3 εδ. γ του π.δ. 219/1991)...23 δ. Παρέλευση ενιαυσίας προθεσμίας...23 vi) Η απαγόρευση παραίτησης του εμπορικού αντιπροσώπου από τα σχετικά με την αποζημίωση πελατείας δικαιώματά του (άρθρο 9 παρ. 4)... 23 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ο : Η ΣΥΜΒΑΣΗ ΔΙΑΝΟΜΗΣ... 25 I. Έννοια και λειτουργία της σύμβασης...25 ΙΙ. Νομική φύση...26 IIΙ. Οι υποχρεώσεις των μερών...26 ΙV. Διάκρισή της από τη σύμβαση της εμπορικής αντιπροσωπείας...27 V. Το ζήτημα του εφαρμοστέου δικαίου και η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του π.δ. 219/1991...29 i) Θεωρητική προσέγγιση...29 ii) Η στάση της ελληνικής νομολογίας...32 iii) Η υπόθεση Μαυρωνά/Δέλτα (ΔΕΚ, C-85/2003)...34 iv) Η θέση του Αρείου Πάγου...40 v) Η θέση του Έλληνα νομοθέτη...43 vi) Ειδικότερα ζητήματα...44 α) Το ζήτημα του τύπου της συμβάσεως - Η αναλογική εφαρμογή του άρθρου 8 παρ. 1 π.δ. 219/1991...44 β) Η προμήθεια περιοχής του διανομέα - Η αναλογική εφαρμογή του άρθρου 6 παρ. 1 περ. γ π.δ. 219/1991...45 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ο : Η ΣΥΜΒΑΣΗ ΔΙΚΑΙΟΧΡΗΣΗΣ (FRANCHISING)... 47 Ι. Έννοια και χαρακτηριστικά της σύμβασης...47 II. Διάκριση των μορφών της σύμβασης...48 ii

i) Με βάση τον τομέα της ασκούμενης επιχειρηματικής δραστηριότητας...48 α. Franchising διανομής προϊόντων...48 β. Franchising υπηρεσιών...49 γ. Franchising Παραγωγής ή Βιομηχανικό...49 δ) Μεικτό franchising...49 iii) Με βάση τον τρόπο της επιχειρηματικής συνεργασίας μεταξύ των μερών της σύμβασης...50 α. Χρηματοδοτικό ή διαχειριστικό...50 β. Μερικό Franchising ή franchising Corner ή Stand...50 γ. Συνεταιριστικό franchising...50 δ. Πολλαπλό franchising (Multiple franchising)...50 iii) Με βάση το βαθμό ελέγχου του Δότη και την εξάρτηση των ληπτών από αυτών...51 α. Franchising υπαγωγής...51 β. franchising ισότιμης συνεργασίας...51 III) Κυριότερες υποχρεώσεις των μερών...51 i) Υποχρεώσεις δότη...51 ii) Υποχρεώσεις δικαιοδόχου...52 IV) Διάκριση της σύμβασης franchising από τη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας...52 V. Το ζήτημα του εφαρμοστέου δικαίου και η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του π.δ. 219/1991...54 i) Θεωρητική προσέγγιση...54 α) Εφαρμοστέοι κανόνες επί καταγγελίας...54 β) Η αποζημίωση πελατείας του λήπτη του franchising...55 ii) Η στάση της ελληνικής νομολογίας...58 ΕΠΙΛΟΓΟΣ... 59 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 61 ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ... 66 iii

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Τα κενά δικαίου, όπως και οι αντινομίες και εσφαλμένες διατάξεις, συνιστούν «ατέλειες» σύμφυτες και δυσεξάλειπτες μέσα σε μία έννομη τάξη, στο βαθμό που αυτή αποτελεί ιστορικά ενεργό παράγοντα ρύθμισης της κοινωνικής ζωής 1. Λόγος για «κενά» στο δίκαιο γίνεται όταν, ενόψει της αδυναμίας πλήρους και εξαντλητικής απαρίθμησης όλων των εξατομικευμένων πραγματικών περιπτώσεων που δέονται ρυθμίσεως, αναπόφευκτα καταλείπονται και περιπτώσεις πλήρως ή μερικώς αρρύθμιστες. 2 Κενό, συνεπώς, ανακύπτει σε περίπτωση έλλειψης κάποιας ρύθμισης αμέσως εφαρμοστέας, δηλαδή όποτε μια νομική διάταξη ή μία ευρύτερη νομοθετική ρύθμιση «σιωπά» σε ζήτημα νομικού ενδιαφέροντος και όχι κατά κανόνα αφημένο στο πεδίο εκτός δικαίου 3. Κρίσιμο είναι να υπογραμμιστεί ότι δεν τίθεται θέμα κενού δικαίου όταν στο υποσύστημα στο οποίο αναζητείται η λύση του εκάστοτε ζητήματος δεν υπάρχουν διατάξεις για κάποιο νομικά σημαντικό θέμα και αυτές αναζητούνται στην αμέσως προηγούμενη βαθμίδα των διατάξεων για τις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις (ΑΚ 374 επ.) και συμπληρωματικά στις ακόμη πιο γενικές διατάξεις για την αθέτηση της υποχρέωσης του οφειλέτη (ΑΚ 330 και 335 επ.) 4. Κύρια μέθοδος αντιμετωπίσεως των κενών δικαίου είναι η αναλογική εφαρμογή (ή αναλογία νόμου) 5. Περί αναλογίας νόμου γίνεται λόγος όταν υπάρχει ειδική ρύθμιση για παρεμφερή βιοτική σχέση, ενώ όταν δεν υπάρχει τέτοια ειδική νομοθετική ρύθμιση, χρειάζεται προσφυγή σε γενικότερη διάταξη ή αρχή δικαίου, οπότε και επιχειρείται αναλογία δικαίου 6. 1 Βλ. Κ. Σταμάτη, Η θεμελίωση των νομικών κρίσεων Επιτομή, ζ έκδοση, Αθήνα Θεσσαλονίκη, 2006, σελ. 315. 2 Βλ. Απ. Γεωργιάδη, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, Αθήνα, 2002, σελ. 62-63. 3 Βλ. Κ. Σταμάτης, ό.π., σελ. 312, 316. 4 Βλ. Φ. Δωρή, Σκέψεις για τη διαπίστωση και πλήρωση των κενών στο δίκαιο (με αφορμή τις ΟλΑΠ 20/2000 και ΑΠ 899/2001), ΧρΙΔ 2003, σελ. 586 επ. 5 Βλ. Κ. Σταμάτη, ό.π., σελ. 320. 6 Βλ. Κ. Τσάτσο, Το πρόβλημα της ερμηνείας του δικαίου, 2 η έκδοση, Αθήνα, 1978, σελ. 208. Ο Κ. Σταμάτης θεωρεί αυτή τη διάκριση εντελώς σχετική, αν όχι περιττή, μια και «σε κάθε 1

Νομιμοποιητικό, αλλά και ταυτόχρονα κρίσιμο, χαρακτήρα επί αναλογικής εφαρμογής έχει η νομικά ενδιαφέρουσα ομοιότητα μίας περίπτωσης που δεν ρυθμίζεται από το δίκαιο με μία συμπεριφορά ρυθμιζόμενη από αυτό, λόγω της ανάγκης ισότιμης μεταχείρισης ουσιωδώς ομοίων καταστάσεων, δυνάμει της γενικής αρχής της ισότητας και της τυπικής δικαιοσύνης 7. Ο εμπορικός αντιπρόσωπος, ο διανομέας και ο λήπτης franchising είναι τα βοηθητικά του εμπορίου πρόσωπα, που, σε μόνιμη βάση, ασκούν διαμεσολάβηση μεταξύ της επιχείρησης και της πελατείας της, για την διανομή των προϊόντων ή των υπηρεσιών της. Σε αντίθεση με τα πρόσωπα που συμβάλλονται με τον επιχειρηματία σε ευκαιριακά (όπως οι παραγγελλιοδόχοι, μεσίτες, πράκτορες) ο εμπορικός αντιπρόσωπος, ο διανομέας και ο λήπτης franchising, εντάσσονται σε δίκτυο άλλων ομοίων τους και στη σχέση τους με τον επιχειρηματία προέχει το στοιχείο της εμπιστοσύνης 8. Από τις παραπάνω συμβάσεις μόνο η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας είναι ρυθμισμένη στο νόμο, με το π.δ. 219/1991. Αντίθετα, για τη διανομή και το franchising δεν έχει ληφθεί ειδική νομοθετική πρόνοια. Πρόκειται λοιπόν για ανώνυμες συμβάσεις 9, οι οποίες υπόκεινται καταρχήν στους κανόνες του γενικού ενοχικού ή ενδείκνυται γι αυτές η ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων που ρυθμίζουν άλλες, παρόμοιες, συμβάσεις. Στα πλαίσια της παρούσας θα γίνει μια απόπειρα επίλυσης του συγκεκριμένου ζητήματος, δηλαδή αν μπορούν να εφαρμοστούν, αναλογικά, οι διατάξεις του π.δ. 219/1991, που ρυθμίζει τα σχετικά με τον εμπορικό αντιπρόσωπο, και ποιες από αυτές, στο διανομέα και το λήπτη franchising. Προς το σκοπό αυτό θα επιχειρηθεί μια παρουσίαση των διατάξεων του περίπτωση η αναλογική ερμηνεία έχει ανάγκη επιχειρημάτων ουσίας, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και επιχειρήματα από γενικές αρχές του δικαίου». Βλ. Κ. Σταμάτη, ό.π., σελ. 320. Ας τονιστεί ότι δεν αποτελεί αναλογία η περίπτωση της ανάλογης εφαρμογής που προβλέπεται από κανόνα δικαίου (π.χ. ΑΚ 210). Βλ. Απ. Γεωργιάδης, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, σελ. 66. 7 Βλ. Κ. Σταμάτη, ό.π., σελ. 321. 8 Βλ. Ε. Περάκη, Γενικό Μέρος του Εμπορικού Δικαίου, Αθήνα 1999, σελ. 397 9 Ως ανώνυμες ορίζονται οι συμβάσεις εκείνες, τω οποίων τα ουσιώδη γνωρίσματα είναι τόσο ιδιόρρυθμα, ώστε να μην μπορούν να υπαχθούν σε κανένα από τους ρυθμισμένους συμβατικούς τύπους Βλ. Απ. Γεωργιάδη, Νέες μορφές συμβάσεων της σύγχρονης οικονομίας, Αθήνα 1998, σελ. 9 2

δικαίου της εμπορικής αντιπροσωπείας, με επισήμανση των σημαντικότερων θεμάτων, που ανακύπτουν από την εφαρμογή τους. Στη συνέχεια θα γίνει μια προσέγγιση των συμβάσεων διανομής και franchising, προκειμένου αναφανούν οι νομικά σημαντικές ομοιότητες με τη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας. Τέλος, θα εξεταστεί το ζήτημα της αναλογίας των επιμέρους διατάξεων της εμπορικής αντιπροσωπείας, όπως αυτές αναλύθηκαν στο οικείο κεφάλαιο, στην κάθε σύμβαση χωριστά, τόσο από θεωρητική άποψη, αλλά και όπως τούτο αντιμετωπίστηκε από τα Δικαστήρια της ουσίας και το Ακυρωτικό. 3

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ο : Η ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΑΣ I. Το νομοθετικό πλαίσιο Το έτος 1941 ο νομοθέτης ασχολήθηκε για πρώτη φορά με τον εμπορικό αντιπρόσωπο, προκειμένου να διασφαλίσει την εύρυθμη άσκηση του επαγγέλματος. Τη χρονιά εκείνη εκδόθηκε ο αναγκαστικός νόμος 2765 περί εμπορικών αντιπροσώπων εισαγωγής, που υπέβαλε σε κανονιστικό έλεγχο την ανάληψη και την άσκηση του επαγγελματικού αυτού κλάδου ο οποίος εξυπηρετεί το εισαγωγικό εμπόριο. Ο νόμος αυτός, αφού υπέστη ορισμένες επουσιώδεις τροποποιήσεις, πήρε την τελική του μορφή με τον ν. 3814/1958 10. Τον νόμο αυτό εκτόπισε ο ν. 307/1976 περί εμπορικών αντιπροσώπων εισαγωγής και εξαγωγής, που επέκτεινε τη μέριμνα του δικαίου μας και στο εξαγωγικό εμπόριο. Ο νόμος αυτός όμως ήταν ατελής, καθώς δεν ρύθμιζε όλες τις εκφάνσεις του θεσμού της εμπορικής αντιπροσωπείας. Ειδικότερα, αφού έδινε τον ορισμό του εμπορικού αντιπροσώπου, ανέφερε τις προϋποθέσεις λήψης αδείας για την άσκηση του επαγγέλματος, ανέφερε τον τρόπο λειτουργίας και τη σύνθεση της Επιτροπής που χορηγούσε τις άδειες, και τέλος ρύθμιζε την λήξη, την ανάκληση και τη στέρηση της άδειας, καθώς και τα πειθαρχικά συμβούλια. Ο ν. 307/1976, με κάποιες τροποποιήσεις ( και ειδικότερα με άρθρο 11 ν. 504/1976 και τα άρθρα 16 παρ. 4 ν. 1746/1988 και 20 παρ. 1 ν. 1934/1991), παραμένει εν ισχύ μέχρι σήμερα, με πολλές από τις διατάξεις του όμως να έχουν καταργηθεί ή τροποποιηθεί 11. Στη συνέχεια, λόγω της έλλειψης ειδικής νομοθετικής ρύθμισης της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας σε ορισμένα κράτη μέλη και λόγω της ανομοιομορφίας του ισχύοντος δικαίου στα υπόλοιπα, το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εξέδωσε την Οδηγία 86/653/ΕΟΚ της 18ης Δεκεμβρίου για το συντονισμό των δικαίων των Κρατών μελών όσον αφορά 10 Βλ. Κ. Παμπούκη, Η εμπορική αντιπροσωπεία - Μια ιστορική εισαγωγή, ΕπισκΕΔ 1995, σελ. 703. 11 Βλ. Κ. Παμπούκη, ό.π., σελ. 703 4

τους εμπορικούς αντιπροσώπους 12. Για την εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με την Οδηγία ψηφίστηκε το π.δ. 219/1991, το οποίο, επανέλαβε τις διατάξεις της οδηγίας, αποκλίνοντας σε ελάχιστα σημεία από αυτές. Το προεδρικό διάταγμα τροποποιήθηκε μετέπειτα με το π.δ. 249/1993 περί εμπορικών αντιπροσώπων, από το π.δ. 88/1994 τροποποίηση και συμπλήρωση του π.δ. 219/1991 από το π.δ. 312/1995, ενώ τελευταία τροποποίηση υπέστη πρόσφατα από το ν. 3557/2007. Ας υπογραμμιστεί, από αυτό το σημείο ότι η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας ρυθμίζεται από το νόμο με διατάξεις, που σκοπούν στην προστασία του κατά τεκμήριο ασθενέστερου συμβαλλόμενου εμπορικού αντιπροσώπου. Τούτο καταδεικνύεται κυρίως από τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις που ρυθμίζουν τη λύση της σύμβασης και την αξίωση του αντιπροσώπου στην καταβολή αποζημίωσης πελατείας μετά τη λύση. Περαιτέρω, αν και η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας είναι πλέον μια ρυθμισμένη σύμβαση, δεν αποβάλει το χαρακτήρα της ως μιας διαρκούς συμβάσεως επιμέλειας ξένων υποθέσεων, με έντονα τα στοιχεία της συμβάσεως εντολής, οι διατάξεις της οποίας συμπληρωματικά, δηλαδή όπου δεν υπάρχει αντίθετη ρύθμιση στο π.δ., εφαρμόζονται 13 και διέπουν την εσωτερική σχέση του αντιπροσώπου με τον αντιπροσωπευόμενο. Τέλος, το εκάστοτε ζήτημα της δέσμευσης ή μη του τελευταίου από τις δικαιοπραξίες του αντιπροσώπου, θα λυθεί με την προσφυγή στις γενικές περί αντιπροσώπευσης διατάξεις του ΑΚ (211 επ.) 14. II. Νομοθετικός ορισμός - γενικά χαρακτηριστικά εμπορικού αντιπροσώπου Τον ορισμό του εμπορικού αντιπροσώπου δίνει το άρθρο 1 παρ. 2 του π.δ. 219/1991, σύμφωνα με το οποίο εμπορικός αντιπρόσωπος είναι εκείνος στον 12 Βλ. Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, αριθμός τεύχους Λ382/31.12.1986, σελ. 17-21. 13 Βλ. για την εφαρμογή των περί εντολής διατάξεων Βλ. ειδικότερα παρακάτω παρ. III 14 Βλ. σχετική ΑΠ 896/2005, ΧρΙΔ 2005, σελ. 921 5

οποίο, υπό την ιδιότητά του ως ανεξάρτητου μεσολαβητή, ανατίθεται σε μόνιμη βάση είτε να διαπραγματεύεται για λογαριασμό άλλου προσώπου, το οποίο καλείται αντιπροσωπευόμενος, την πώληση ή την αγορά εμπορευμάτων, είτε να διαπραγματεύεται και συνάπτει τις πράξεις αυτές επ ονόματι και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου. Εμπορικός αντιπρόσωπος λοιπόν είναι εκείνο το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που με αυτοτελή επιχείρηση αναλαμβάνει για ένα χρονικό διάστημα να επιμελείται τις συναλλαγές ενός άλλου εμπόρου 15 σε μια συγκεκριμένη εδαφική περιοχή, με δράση είτε δικαιοπρακτική, δηλαδή κατάρτιση συμβάσεων στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου, είτε υλική, δηλαδή μεσιτική δράση 16. Και τα δυο αυτά πρόσωπα είναι αυτοτελείς επιχειρηματίες και αναλαμβάνουν ο καθένας το δικό του επιχειρηματικό κίνδυνο, που συγκεντρώνεται σε διαφορετικά σημεία της οικονομικής διαδικασίας. Ο μεν αντιπρόσωπος εντάσσεται λόγω της φύσης της δραστηριότητάς του στα βοηθητικά, ενώ ο αντιπροσωπευόμενος στα κύρια του εμπορίου πρόσωπα 17. Ο εμπορικός αντιπρόσωπος περιορίζεται στον κίνδυνο που συνυφαίνεται με την επιχειρηματική του δραστηριότητα, δηλαδή τη διαπραγμάτευση ή τη σύναψη συναλλαγών για λογαριασμό του αντιπροσωπευμένου, ενώ ο αντιπροσωπευόμενος επωμίζεται τον κίνδυνο που συνυφαίνεται με τις ίδιες τις συναλλαγές 18. Ειδικότερα, ο αντιπρόσωπος δε φέρει τον κίνδυνο μεταφοράς, παλαίωσης ή αποθήκευσης του προϊόντος 19, 15 Ο οποίος, ας σημειωθεί, δεν είναι απαραίτητο να είναι έμπορος (στην πράξη βέβαια συνήθως είναι). Βλ. Δ. Ανδρουτσόπουλο, Η σύμβασις εμπορικής αντιπροσωπείας, Αθήνα 1968. 16 Βλ. Θ. Λιακόπουλο, Ζητήματα Εμπορικού Δικαίου ΙΙ, Γενικό μέρος-εμπορικές Συμβάσεις, Αθήνα 1995 17 Βλ. Κ. Παμπούκη, ό.π., σελ. 698. 18 Βλ. Κ. Παμπούκη, ό.π., σελ. 697-699. 19 Σκόπιμα γίνεται λόγος αποκλειστικά για προϊόντα κι όχι για υπηρεσίες, γιατί με το π.δ. 219/1991, καλύπτεται η εμπορική αντιπροσωπεία εμπορευμάτων κι όχι υπηρεσιών (όπως γίνεται σε άλλες χώρες π.χ. Γερμανία, Ιταλία). Βλ. Ε. Περάκη, σελ. 396. Νομολογιακά έχει κριθεί ότι οι διατάξεις του π.δ. 219/1991 εφαρμόζονται αποκλειστικά στην αντιπροσωπεία εμπορευμάτων, ενώ αποκλείεται η εφαρμογή τους στην αντιπροσωπεία υπηρεσιών Βλ. ΜονΠρΧαν 1026/1999, ΔΕΕ 2000, σελ. 1096 επ. Πλέον με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 3557/2007 οι διατάξεις του π.δ. εφαρμόζονται αναλόγως και στις συμβάσεις αντιπροσωπείας που αφορούν την παροχή υπηρεσιών. 6

φερεγγυότητας του πελάτη 20, ούτε φέρει ευθύνη για πραγματικά ελαττώματα του πωληθέντος 21. Ο μόνος κίνδυνος που φέρει είναι αυτός της χαμηλής ζήτησης του προϊόντος και, συνεπώς, απώλειας της προμήθειάς του. Ο αντιπρόσωπος, λοιπόν, είναι ένας ανεξάρτητος επιχειρηματίας, που εργάζεται με δική του επιχείρηση, με νομική αυτονομία έναντι του αντιπροσωπευομένου. Η αυτονομία όμως αυτή είναι μόνο νομική - ή, άλλως, προσωπική - και όχι οικονομική 22. Ο αντιπρόσωπος είναι εξαρτημένος οικονομικά από τον αντιπροσωπευόμενο οίκο, απόδειξη δε αυτής της εξάρτησης είναι η προμήθεια που λαμβάνει, ως αντάλλαγμα για τις προσφερόμενες σε αυτόν υπηρεσίες διαμεσολάβησης, η οποία συνίσταται σε συγκεκριμένο, και εκ των προτέρων προσδιορισμένο στη σύμβαση, ποσοστό επί των πωλούμενων προϊόντων. ΙΙI. Νομική φύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας - Το ζήτημα της συμπληρωματικής εφαρμογής των περί εντολής διατάξεων Η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας είναι μια διαρκής, αμφοτεροβαρής, ενοχική σύμβαση 23, η οποία μπορεί να συμφωνηθεί ως αορίστου ή ορισμένου χρόνου, ενώ προέχον στοιχείο αυτής είναι η - απορρέουσα από το άρθρο 288 ΑΚ - σχέση εμπιστοσύνης 24 μεταξύ των μερών. Τέλος, είναι μια σύμβαση επώνυμη καθώς ρυθμίζεται ειδικά στο νόμο, ειδικότερα δε- όπως και παραπάνω αναφέρθηκε- το καθεστώς λειτουργίας και λύσης της διέπεται πλέον από τις διατάξεις του π.δ. 219/1991 25. 20 Εκτός αν υπάρχει στη σύμβαση αντιπροσωπείας η ρήτρα del credere ή άλλως ρήτρα πιστασφάλειας, με την οποία ο εμπορικός αντιπρόσωπος αναλαμβάνει την ευθύνη για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων οι πελάτες του απέναντι στον αντιπροσωπευόμενο. 21 Βλ. Ε. Περάκη, ό.π., σελ. 398. 22 Βλ. Κ. Παμπούκη, ό.π., σελ. 699. 23 Βλ. Λ. Γεωργακόπουλο, Το δίκαιον των διαρκών ενοχών, Αθήνα 1979, σελ. 44. 24 Για το στοιχείο της εμπιστοσύνης στις διαρκείς ενοχικές συμβάσεις Βλ. Ι. Κουκιάδη, Τινά περί διαρκών ενοχικών συμβάσεων, Αρμ1974, σελ. 752. 25 Σε αντίθεση με τη σύμβαση διανομής και τη σύμβαση franchising. 7

Κρίσιμο είναι στο σημείο αυτό να αναφερθεί η άποψη της ελληνικής Νομολογίας σχετικά με τη νομική φύση - και συνακόλουθα το εφαρμοστέο δίκαιο - στη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, κυρίως πριν από την εισαγωγή του νέου δικαίου για τους εμπορικούς αντιπροσώπους. Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία 26 η εμπορική αντιπροσωπεία δεν ρυθμίζεται μεν ιδιαιτέρως στον Εμπορικό Νόμο ταυτίζεται όμως κατά τα ουσιώδη στοιχεία της με την παραγγελία και συνεπώς πρέπει να εφαρμόζονται επ αυτής οι διέπουσαι αυτή διατάξεις του νόμου τούτου, συμπληρούμεναι κατά το άρθρο 91 αυτού, εν συνδυασμό με το άρθρο 3 του ΕισΝΑΚ, υπό των περί εντολής κανόνων του ΑΚ. Η άποψη αυτή της νομολογίας έχει χαρακτηριστεί ως δογματικά μη ορθή, πρωτίστως γιατί αγνοεί τα στοιχεία της σταθερότητας και διάρκειας που διέπουν τη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας και απουσιάζουν παντελώς από τη σύμβαση παραγγελίας. Τούτο βέβαια δε σημαίνει ότι αποκλείεται η (συμπληρωματική) εφαρμογή των διατάξεων για την εντολή 27, με την οποία συντάσσεται και η επιστήμη 28, οδηγούμενη όμως στο συμπέρασμα αυτό θεωρώντας ότι στη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας προέχει το στοιχείο της διεξαγωγής ξένων υποθέσεων και γι αυτό η σύμβαση αυτή έχει παρόμοιο περιεχόμενο με τη μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών 29, επί της οποίας εφαρμόζονται αναλογικά οι περί εντολής διατάξεις, τουλάχιστον εκείνες που αναφέρονται σε εμπιστευτικές υποθέσεις 30. 26 Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 70/1977, ΕΕμπΔ 1977, σελ. 553 επ., ΕφΑθ 3857/1983, Αρμ 1984, σελ. 717 επ., ΕφΘεσ 3558/1991, ΕΕμπΔ 1993, σελ. 411 επ., ΕφΘεσ 1672 1992, Αρμ 1994, σελ. 436, ΕφΘεσ 3278/2000, σελ. 688 επ., και Ε. Περάκη, ό.π., σελ. 401. 27 Για τα ζητήματα βέβαια που δεν εμπίπτουν στο ρυθμιστικό πεδίο του π.δ. 219/91 28 Βλ. Δ. Ανδρουτσόπουλο, ό.π., σελ. 125, Ν. Τέλλη, Η αποζημίωση πελατείας του εμπορικού αντιπροσώπου, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 156 και Ε. Περάκη, ό.π., σελ. 401. 29 Την άποψη ότι η εμπορική αντιπροσωπεία ομοιάζει με τη σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών υιοθέτησε και η ΕφΘεσ 2655/2004, Αρμ 2004, σελ. 1683, δεχόμενη στη συνέχεια την εφαρμογή των περί εντολής διατάξεων 30 Όπως είναι η διάταξη του άρθρου 726 ΑΚ, που προβλέπει ότι η σύμβαση εντολής λύεται σε περίπτωση θανάτου, πτώχευσης ή δικαστικής συμπαράστασης συμβαλλόμενου μέρους. Αυτονόητα δε θα τύχουν αναλογικής εφαρμογής οι διατάξεις οι ρυθμίζουσες την ανάκληση και την καταγγελία της εντολής, αφού υφίσταται ειδικότερη ρύθμιση στο άρθρο 8 του π.δ. 219/1991. 8

IV. Οι υποχρεώσεις των συμβαλλομένων (άρθρο 4 π.δ. 219/1991) Αρχικά, πρέπει να τονιστεί ότι οι σχέσεις μεταξύ αντιπροσώπου και αντιπροσωπευομένου, όπως αυτές διαμορφώνονται κατά την εκπλήρωση των ανειλημμένων από τη σύμβαση υποχρεώσεων, θα πρέπει να διέπονται από την αντικειμενική καλή πίστη 31. Ειδικότερα ο νόμος, στο άρθρο 4 παρ. 1 εδ. και παρ. 2 εδ. α. του π.δ. 219/1991, επιβάλλει στον αντιπρόσωπο και τον αντιπροσωπευόμενο αντίστοιχα να δρουν νόμιμα και με βάση την καλή πίστη 32. Η υποχρέωση πίστης, η οποία επιβάλλει στον αντιπρόσωπο την θετική υποχρέωση να μεριμνά για τη διασφάλιση των συμφερόντων του αντιπροσωπευομένου - ακόμη κι αν αυτά είναι αντίθετα με τα δικά του συμφέροντα καθώς και την αρνητική υποχρέωση να απέχει από οποιαδήποτε δραστηριότητα μπορεί να τον βλάψει, εξειδικεύεται στο ίδιο το άρθρο του 4 π.δ. 219/1991. Συγκεκριμένα, ο αντιπρόσωπος πρέπει να επιδεικνύει τη δέουσα επιμέλεια κατά τη διαπραγμάτευση και τη σύναψη των συμβάσεων, ιδιαίτερα δε, να ελέγχει την φερεγγυότητα και την εν γένει αξιοπιστία του πελάτη, να ανακοινώνει στον αντιπροσωπευόμενο κάθε αναγκαία πληροφορία που αφορά τις δραστηριότητές του, αλλά και γενικότερα για τις ανάγκες της αγοράς ή ενδεχόμενες δυσκολίες στη διάθεση των προϊόντων 33, και να συμμορφώνεται με τις εύλογες υποδείξεις του αντιπροσωπευομένου, στο μέτρο πάντως που αυτές δεν θίγουν την εξουσία του αντιπροσώπου 34. Επίσης, καθ όλη τη διάρκεια της σύμβασης 35 ο αντιπρόσωπος υπέχει υποχρέωση παράλειψης ανταγωνισμού 36, ακόμη και αν 31 Βλ. Απ. Γεωργιάδη, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, σελ. 16. 32 Ο νόμος στο σημείο αυτό θέλει να εξάρει και να τονίσει την υποχρέωση καλόπιστης εκπλήρωσης των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων στη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας. Και γι αυτό ουσιαστικά επαναλαμβάνει αυτό που προβλέπεται ήδη στο άρθρο 288 ΑΚ Ειδικότερα για τη έννοια, σημασία και λειτουργία της γενικής ρήτρας του άρθρου 288 ΑΚ βλ. αναλυτικά Αστ. Γεωργιάδη, Γενικό Ενοχικό ΙΙ, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 1 επ. 33 Βλ., Δ. Ανδρουτσόπουλο, ό.π. σελ. 155. 34 Βλ., Ε. Περάκη, ό.π., σελ. 404 και Δ. Ανδρουτσόπουλο, ό.π., σελ. 149. 35 Αλλά και με τις προϋποθέσεις του άρθρου 10 του π.δ. 219/91 και μετά από αυτήν. 36 Η υποχρέωση αυτή απορρέει από τη γενικότερη υποχρέωση μέριμνας των υποθέσεων του αντιπροσωπευομένου, καθώς ο αντιπρόσωπος ως κλασσική περίπτωση υπηρέτη ξένων 9

τούτο δεν προβλέπεται ρητά στη σύμβαση. Τέλος, έχει υποχρέωση, με βάση τις γενικές διατάξεις για τη λογοδοσία (δηλ. 718 και 303 ΑΚ), να αποδίδει λογαριασμό για δαπάνες και εισπράξεις που πραγματοποιήθηκαν κατά την δραστηριότητά του 37. Παράλληλα όμως, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 του π.δ. 219/1991, και ο αντιπροσωπευόμενος έχει υποχρέωση να δρα, κατά τη διάρκεια της σύμβασης σύμφωνα με την καλή πίστη. Συγκεκριμένα, οφείλει να θέτει στη διάθεσή του όλα τα απαραίτητα έγγραφα που αφορούν τα προωθούμενα από αυτόν προϊόντα και όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την εκτέλεση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας. Οφείλει ακόμη να ειδοποιεί τον αντιπρόσωπο, σε περίπτωση που διαγνώσει ότι ο όγκος των πωλήσεων θα είναι μικρότερος από τον αναμενόμενο. Κυριότερη υποχρέωση του αντιπροσωπευομένου είναι η υποχρέωση να καταβάλει προμήθεια σε αυτόν, η οποία υπολογίζεται ποσοστιαία, ανάλογα με τον αριθμό και την αξία των συναλλαγών που κατάρτισε ή διαπραγματεύτηκε ο αντιπρόσωπος. V. Η αμοιβή του απλού, τοπικού και αποκλειστικού εμπορικού αντιπροσώπου (άρθρο 6 παρ. 1 γ π.δ. 219/1991) Το άρθρο 6 του π.δ. που ρυθμίζει τα σχετικά με την αμοιβή (προμήθεια) του εμπορικού αντιπροσώπου, ορίζει ότι ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται προμήθεια σε περίπτωση που μια πράξη έχει συναφθεί χάρη στην παρέμβαση του. Ωστόσο, στο τελευταίο εδάφιο του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι δικαιούται προμήθεια και όταν είναι αρμόδιος για έναν καθορισμένο γεωγραφικό τομέα και η πράξη έχει συναφθεί με πελάτη που συμφερόντων, δεν μπορεί να προωθήσει τις υποθέσεις του παραγωγού ή χονδρέμπορου, όταν τελεί σε κατάσταση σύγκρουσης συμφερόντων, όταν δηλαδή υποχρεούται συμβατικά να αυξήσει τον κύκλο των πωλήσεων ανταγωνιστικών προϊόντων άλλου παραγωγού. Βλ. Μιχ- Θεοδ. Μαρίνο, Η απαγόρευση ανταγωνισμού κατά τη διάρκεια της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας και διανομής, ΕΕμπΔ 1999, σελ.. 676. Η εν λόγω υποχρέωση ευχερώς θα μπορούσε να θεμελιωθεί και στις αρχές της καλής πίστης και εμπιστοσύνης, που είναι ιδιαίτερα έντονες στη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, Βλ. Θεοδ. Μητρούλη, Η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, ΕΕμπΔ 1963, σελ. 23. 37 Βλ. Ε. Περάκη, ό.π., σελ. 404. 10

ανήκει σε αυτόν τον τομέα ή αυτή την ομάδα. Η τελευταία λοιπόν διάταξη εισάγει την έννοια του τοπικού αντιπροσώπου. Ως τοπικός αντιπρόσωπος θεωρείται αυτός που του έχει ανατεθεί ένας συγκεκριμένος γεωγραφικός χώρος ή μια συγκεκριμένη ομάδα προσώπων. Η αξίωση προμήθειας του αντιπροσώπου αυτού, όπως προκύπτει από τι συνδυασμό των περ. γ και α του άρθρου 6 παρ. 1 του π.δ., είναι ανεξάρτητη από τη δραστηριότητά του, δηλαδή του οφείλεται ακόμη και αν η δικαιοπραξία καταρτίστηκε απευθείας με τον εντολέα ή με τη διαμεσολάβηση άλλου εμπορικού αντιπροσώπου. Αρκεί η δικαιοπραξία να καταρτίστηκε με πελάτη της παραχωρηθείσας στον αντιπρόσωπο γεωγραφικής περιοχής 38. Ειδικότερη μορφή του τοπικού εμπορικού αντιπροσώπου αποτελεί και ο αποκλειστικός εμπορικός αντιπρόσωπος. Απέναντι στον τελευταίο ο παραγωγός ανέλαβε την υποχρέωση να μην δραστηριοποιείται ο ίδιος στην παραχωρηθείσα περιοχή ή και να μην διορίζει άλλον εμπορικό αντιπρόσωπο. Και στον αποκλειστικό εμπορικό αντιπρόσωπο θα εφαρμοστεί η διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 περ, γ, και θα του οφείλεται προμήθεια, ακόμη και αν η σύμβαση δεν καταρτίστηκε χάρη στην παρέμβασή του 39. VI. Ο έγγραφος τύπος (άρθρο 8 παρ. 1 π.δ. 219/1991) Σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 8 του π.δ. 40 «δια την εφαρμογή του παρόντος προεδρικού διατάγματος η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας πρέπει να συνομολογηθεί εγγράφως»., ενώ με το δεύτερο εδάφιο της ως άνω παραγράφου, που προστέθηκε με το άρθρο 6 του π.δ. 312/1995, «Κάθε συμβαλλόμενο μέρος έχει δικαίωμα να λάβει από το άλλο, αφού το ζητήσει ενυπόγραφο έγγραφο που θα αναφέρει το περιεχόμενο της σύμβασης, καθώς και τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις της. Δεν επιτρέπεται παραίτηση από αυτό το δικαίωμα». 38 Βλ. Γ. Μαμπέτας, Παρατηρήσεις στην ΠολΠρΘεσ 627/2001, σελ.262 39 Βλ. Γ.Μαμπέτα, ό.π. 40 Όπως ίσχυε πριν καταργηθεί με το άρθρο 14 παρ. 3 του ν.3557/2007 11

Ήδη με την ανάγνωση του παραπάνω άρθρου προκύπτει το ερώτημα, αν ο έγγραφος τύπος στη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας είναι συστατικός, ώστε σε περίπτωση που η σύμβαση έχει καταρτιστεί ατύπως να είναι απόλυτα άκυρη κατ άρθρο 159 ΑΚ, ή αποδεικτικός, ώστε να καταρτίζεται εγκύρως και προφορικά 41. Η προσθήκη του εδαφίου β οδηγεί στη σκέψη ότι ο αναφερόμενος στο άρθρο 8 παρ. 1 τύπος δεν μπορεί παρά να είναι αποδεικτικός, καθώς το δικαίωμα του κάθε μέρους να λάβει από το άλλο έγγραφο για το περιεχόμενο της σύμβασης δεν μπορεί να απορρέει από άκυρη σύμβαση. Στη νομολογία 42 πάντως φαίνεται επικρατεί η άποψη ότι εγκύρως μπορεί να συναφθεί μια σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας και προφορικά. Την άποψη αυτή υιοθέτησε πρόσφατα και ο Άρειος Πάγος, που στην 1301/2006 απόφασή του 43 διατύπωσε την ακόλουθη μείζονα πρόταση: «Η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας καταρτίζεται ατύπως, αφού το ενυπόγραφο έγγραφο που αναφέρει η διάταξη του άρθρου 8 παρ.1 εδ.β του Π.Δ. 219/1991, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 6 παρ.1 του Π.Δ. 312/1995, δεν συνιστά συστατικό τύπο, αλλά προβλέπεται για λόγους αποδεικτικής διευκολύνσεως των μερών, αναφορικά με το περιεχόμενο της σύμβασης». Το ζήτημα του τύπου της συμβάσεως έχει ήδη λυθεί με τον νόμο 3557/2007 ο οποίος με το άρθρο 14 παρ.3, αντικατάστησε την παρ. 1 του άρθρου 8 του π.δ. ορίζοντας: «Για την εφαρμογή του παρόντος προεδρικού διατάγματος δεν απαιτείται η τήρηση εγγράφου τύπου». 41 Για τον προβληματισμό σχετικά με τον τύπο στη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας βλ. Ν. Τέλλη, Τροποποίηση της νομοθεσίας περί εμπορικών αντιπροσώπων με το προεδρικό διάταγμα 312/1995, ΕπισκΕΔ 1995, σελ.659 επ. και Κ. Παμπούκη, Το έγγραφο στη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, ΕπισκΕΔ 2001, σελ. 27 42 Υπέρ της άποψης ότι ο τύπος είναι αποδεικτικός Βλ. ΕφΑΘ 1510/2006, ΔΕΕ 2006, σελ. 792 «η σύμβαση καταρτίζεται εγκύρως και ατύπως..», EφΑθ 7494/2006, ΔΕΕ 2007, σελ. 473, ΕφΘεσ 2631/2005, ΕπισκΕΔ 2006, σελ. 180, ΕφΘεσ 2655/2004, Αρμ 2004 σελ. 1683, όπου αναφέρεται «..για την κατάρτιση της σύμβασης δεν απαιτείται έγγραφος συστατικός τύπος, αλλά το έγγραφο αποτελεί τεκμήριο και η σύμβαση μπορεί να αποδειχθεί με κάθε άλλο αποδεικτικό μέσο», ΕφΑθ 4726/2003, ΕλλΔνη 2004, σελ. 1454 επ. και ΕφΘεσ 1401/2003, Αρμ 2004, σελ. 1005 επ.. Αντίθετα, ως συστατικό θεωρούν τον τύπο του άρθρου 8 του π.δ. οι ΕφΛαρ 77/2004 ΕπισκΕΔ 2004, σελ. 200 επ., ΠολΠρωτΑθ 5314/2005, Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, όπου ρητά αναφέρεται «η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας είναι άκυρη, αν δεν τηρηθεί ο έγγραφος τύπος» και ΜονΠρΗρακλ 199/2005, ΔΕΕ 2006, σελ. 413 επ. 43 Βλ. ΔΕΕ 2006, σελ 1288 12

VIΙ. Η λύση της σύμβασης με καταγγελία (άρθρο 8 παρ. 1 π.δ. 219/1991) Το ζήτημα της λύσης της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας αντιμετωπίζεται από το άρθρο 8 του π.δ. 1219/1991, το οποίο ρυθμίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις λύσης της σύμβασης με τακτική και έκτακτη καταγγελία 44. i) Η τακτική καταγγελία Σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 8 του π.δ., όταν η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας είναι αορίστου χρόνου 45, κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να την καταγγείλει με την τήρηση ορισμένης προθεσμίας. Συγκεκριμένα η παρ. 4 του ως άνω άρθρου ορίζει, θεσπίζοντας κανόνα αναγκαστικού δικαίου, ότι η προθεσμία αυτή είναι ένας μήνας για το πρώτο έτος της σύμβασης, δύο μήνες από την αρχή του δευτέρου έτους, τρεις μήνες από την αρχή του τρίτου έτους, τέσσερις μήνες από την αρχή του τέταρτου έτους, πέντε μήνες από την αρχή του πέμπτου έτους και έξι μήνες από την αρχή του έκτου έτους και για τα επόμενα έτη, χωρίς τα μέρη να έχουν τη δυνατότητα να ορίσουν συντομότερες προθεσμίες. Στη συνέχεια η παρ. 5, εντεταγμένη στο ευρύτερο πλέγμα διατάξεων υπέρ του παραδοσιακά ασθενέστερου μέρους της σύμβασης, του αντιπροσώπου, παρέχει την ευχέρεια 44 Το άρθρο αυτό αφήνει έξω από το ρυθμιστικό του πεδίο τις άλλες περιπτώσεις λύσης της σύμβασης. Ωστόσο, επειδή -όπως και παραπάνω αναφέρθηκε- η σύμβαση, αν και ρυθμισμένη ειδικά στο νόμο, δεν αποβάλλει το χαρακτήρα της ως μιας διαρκούς, αμφοτεροβαρούς, ενοχικής σχέσης και ως τέτοιας δύνανται να εφαρμοστούν επ αυτής οι γενικές αρχές του δικαίου των διαρκών ενοχών. Επομένως η σύμβαση λύεται σε περίπτωση θανάτου, πτώχευσης ή δικαστικής συμπαράστασης συμβαλλόμενου μέρους (άρθρο 726 ΑΚ) καθώς και με νεότερη συμφωνία των μερών (άρθρο 361 ΑΚ). 45 Με τη σύμβαση αορίστου χρόνου ο νόμος εξομοιώνει και τη σύμβαση ορισμένου χρόνου, την οποία τα μέρη συνέχισαν να εκτελούν και μετά τη λήξη της (άρθρο 8 παρ. 2) και ορίζει ότι επ αυτής εφαρμόζονται οι διατάξεις για την καταγγελία, για τον καθορισμό δε της προθεσμίας της καταγγελίας συνυπολογίζεται ο προηγούμενος ορισμένος χρόνος (άρθρο 8 παρ. 7). 13

στους συμβαλλόμενους να ορίσουν μεγαλύτερες προθεσμίες καταγγελίας, αφαιρεί όμως τη δυνατότητα να συμφωνηθεί μικρότερη προθεσμία για τον αντιπροσωπευόμενο, από αυτήν που ισχύει για τον αντιπρόσωπο. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι τα αποτελέσματα της λύσης της σύμβασης δεν επέρχονται αμέσως από την περιέλευση της καταγγελίας στο αντισυμβαλλόμενο μέρος, αλλά από την εκπνοή της καθοριζόμενης στο νόμο προθεσμίας, αναλόγως της διάρκειας της σύμβασης. Μέχρι τη λήξη λοιπόν της προθεσμίας, ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται να παρέχει τις υπηρεσίες του στον αντιπροσωπευόμενο και να λαμβάνει προμήθεια, η δε μη αποδοχή των υπηρεσιών αυτών από τον αντιπροσωπευόμενο τον καθιστά υπερήμερο, και οφείλει να καταβάλει στον αντιπρόσωπο αποζημίωση, συνιστάμενη στο διαφυγόν κέρδος, που ο εμπορικός αντιπρόσωπος θα αποκόμιζε κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων μέχρι τη λύση της σύμβασης 46. ii) Η έκτακτη καταγγελία Σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 8, τόσο η σύμβαση ορισμένου όσο και η σύμβαση αορίστου χρόνου, μπορούν να λυθούν κατά πάντα χρόνο και χωρίς την τήρηση οποιασδήποτε προθεσμίας, σε περίπτωση που ένας από τους συμβαλλομένους παραλείψει την εκτέλεση συνόλου ή μέρους των υποχρεώσεων του, καθώς και σε περίπτωση έκτακτων περιστάσεων. Η επιλογή αυτή του εθνικού και εν συνεχεία του κοινοτικού νομοθέτη είναι συνεπής με τις γενικές αρχές που αφορούν τη λύση των διαρκών ενοχικών συμβάσεων, σύμφωνα με τις οποίες μια διαρκής ενοχική σύμβαση μπορεί να λυθεί οποτεδήποτε αν υπάρχει σπουδαίος λόγος 47. Στην έκτακτη καταγγελία ο σπουδαίος λόγος συνιστά προϋπόθεση για να επέλθουν οι 46 Βλ. από Νομολογία ενδεικτικά ΠολΠρΘεσ 2160/2003,ΔΕΕ 2003, σελ. 1091 και ΕφΠατρ 310/2002, ΕπισκΕΔ 2002, σελ. 807επ. =ΕΕμπΔ 2003, σελ. 597. 47 Σπουδαίο λόγο μπορεί να αποτελεί κάθε περιστατικό εξ αιτίας του οποίου, και λαμβανομένης υπόψη της ουσίας και του σκοπού της συμβάσεως καθώς και των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων των μερών καθίσταται αδύνατη, σύμφωνα με την καλή πίστη η συνέχιση της σύμβασης. Βλ. Δ. Ανδρουτσόπουλο, ό.π., σελ. 283. 14

έννομες συνέπειες της καταγγελίας, αποτελεί δηλαδή στοιχείο του πραγματικού της μονομερούς δήλωσης βουλήσεως 48. Συνεπώς, αν δεν υφίσταται σπουδαίος λόγος η καταγγελία είναι άκυρη (όπως τούτο προκύπτει από το συνδυασμό των άρθρων 174 και 180 ΑΚ), και ως τέτοια δεν επιφέρει τις έννομες συνέπειές της, δηλαδή τη λύση της σύμβασης 49. Περαιτέρω, η χωρίς σπουδαίο λόγο καταγγελία της σύμβασης από το ένα μέρος μπορεί να αποτελέσει - ως υπαίτια παράβαση υποχρεώσεων - σπουδαίο λόγο καταγγελίας από το έτερο συμβαλλόμενο μέρος. Τέλος, ο αντισυμβαλλόμενος του καταγγείλαντος χωρίς σπουδαίο λόγο, μπορεί να θεωρήσει την καταγγελία έγκυρη και να ζητήσει αποζημίωση για κάθε ζημία που υπέστη και συνδέεται αιτιωδώς με την καταγγελία αυτή. VIII. Η ρήτρα απαγόρευσης ανταγωνισμού μετά τη λύση της σύμβασης (άρθρο 10 π.δ. 219/1991) Μετά τη λύση της σύμβασης, ο εμπορικός αντιπρόσωπος ενδέχεται να χρησιμοποιήσει την πείρα και της γνώσεις στην αγορά προϊόντων για να συναλλαγεί με πελάτες του πρώην εντολέα του, είτε ως ανεξάρτητος έμπορος είτε ως αντιπρόσωπος άλλης επιχείρησης. Επειδή όμως ο ανταγωνισμός αυτός μπορεί να αποβεί σε βάρος του αντιπροσωπευομένου συχνά συμφωνείται στην πράξη η υποχρέωση του αντιπροσώπου να απέχει για ορισμένο χρονικό διάστημα από την επιχείρηση ανταγωνιστικών προς αυτόν πράξεων. Τη δυνατότητα σύναψης μιας τέτοιας σύμβασης προβλέπει το άρθρο 10 του π.δ. 219/1991 50, καθιερώνοντας προϋποθέσεις προκειμένου μία τέτοια συμφωνία να είναι έγκυρη 51. Ειδικότερα: 48 Βλ. Θ. Λιακόπουλο, Ζητήματα από την τακτική και έκτακτη καταγγελία της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, ΚριτΕ 1999, σελ. 55. 49 Βλ. Α. Αργυριάδη, Καταγγελία της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας - Προϋποθέσεις και Συνέπειες, ΕΕμπΔ 1987, σελ. 157 και από την πρόσφατη νομολογία ΕφΠειρ 516/2006, ΔΕΕ 2007, σελ. 350 και ΕφΑθ 4594/2005, ΔΕΕ 2005, σελ. 988 επ.. 50 Γίνεται δεκτό ότι το άρθρο 10 εφαρμόζεται σε ρήτρες μετασυμβατικής απαγόρευσης ανταγωνισμού, που συνομολογήθηκαν κατά τη διάρκεια της σύμβασης αντιπροσωπείας ή 15

α) έγγραφος τύπος ως συστατικός με την έννοια του άρθρου 159 ΑΚ, ο οποίος στην πράξη περιλαμβάνεται στο συμφωνητικό με το οποίο καταρτίζεται η σύμβαση. β) Ταυτότητα αγοράς στην οποία επικεντρώνεται η απαγόρευση, από άποψη χώρου και προϊόντων κατά τη συμβατική διάρκεια με την αγορά στην οποία αφορά η μετασυμβατική απαγόρευση ανταγωνισμού 52. γ) Τέλος δε, -ως αρνητική προϋπόθεση- η διάρκεια της απαγόρευσης δεν πρέπει να υπερβαίνει το έτος από τη λύση της σύμβασης 53. Ρήτρα που συνομολογείται κατά παράβαση των ανωτέρω περιορισμών είναι άκυρη. Ορθότερο είναι να γίνει δεκτό ότι ο δικαστής έχει τη δυνατότητα να επέμβει τροποποιητικά, και να μην ακυρώσει τη ρήτρα, αλλά να την περιορίσει στο προσήκον μέτρο με επίκληση των άρθρων 288 ή/και 281 ΑΚ 54. IX) Αποζημίωση πελατείας (άρθρο 9 π.δ. 219/1991) i) Η ρύθμιση του νόμου και η δικαιολόγηση αυτής Σύμφωνα με το στοιχείο α) της παρ. 1 του άρθρου 9 του π.δ., ο εμπορικός αντιπρόσωπος μετά τη λύση της σύμβασης δικαιούται προμήθειας, αν και εφόσον κατά τη διάρκεια της σύμβασης έφερε νέους πελάτες ή προήγαγε σημαντικά τις υποθέσεις με τους ήδη υπάρχοντες πελάτες και ο εντολέας διατηρεί ουσιαστικά οφέλη, που προκύπτουν από τις υποθέσεις αυτές και η καταβολή αποζημίωσης είναι δίκαιη, λαμβανομένων υπόψη όλων κατά την έναρξή της. Εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι το άρθρο αυτό δεν εφαρμόζεται όταν η ρήτρα συνάπτεται μετά το τέλος της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, οπότε εγκύρως μπορεί να συναφθεί ρήτρα κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 10. Βλ Μιχ-Θεοδ. Μαρίνο, Η μετασυμβατική απαγόρευση ανταγωνισμού στην εμπορική αντιπροσωπεία - Συμβολή στην ερμηνεία του άρθρου 10 του π.δ. 219/1991, ΔΕΕ 2000,σελ. 32 51 Βλ. Μιχ-Θεοδ. Μαρίνο, ό. π.,σελ. 31. 52 Βλ. Μιχ-Θεοδ. Μαρίνο, ό.π., σελ. 32. 53 Η ρύθμιση αυτή του εθνικού νομοθέτη είναι ιδιαίτερα ευνοϊκή για τον εμπορικό αντιπρόσωπο, δεδομένου ότι με την παρ. 2 του άρθρου 20 της Οδηγίας 86/653, προβλεπόταν ως μέγιστο χρονικό όριο η διετής διάρκεια 54 Βλ. Μιχ-Θεοδ. Μαρίνο, ό.π., σελ 35. 16

των περιστάσεων και ιδιαίτερα των προμηθειών που θα ελάμβανε ο αντιπρόσωπος και οι οποίες προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς. Η ρύθμιση αυτή του νόμου δικαιολογείται από τη διαπίστωση ότι μετά τη λήξη της συνεργασίας του αντιπροσώπου με τον αντιπροσωπευόμενο, παύουν οι συναλλακτικές επαφές του πρώτου με τους γνώριμους πελάτες, που ο ίδιος προσέλκυσε στο προωθούμενο προϊόν και οι οποίοι συχνά μένουν πιστοί στα προϊόντα του αντιπροσωπευομένου οίκου. Μετά τη λύση της σύμβασης ο εμπορικός αντιπρόσωπος, που αποκόπτεται από το συναλλακτικό κύκλο που ο ίδιος δημιούργησε, μπορεί να αντιμετωπίσει οικονομικά προβλήματα. Η αποζημίωση πελατείας λοιπόν έχει καταρχήν κοινωνικόπροστατευτικό χαρακτήρα και στοχεύει στη προστασία του εμπορικού αντιπροσώπου, που δεν μπορούν να του προσφέρουν οι διατάξεις του κοινού δικαίου. Περαιτέρω, η αποζημίωση του άρθρου 9 του π.δ. σκοπεί στην ισοστάθμιση της ζημίας του αντιπροσώπου και των ωφελειών του αντιπροσωπευομένου 55. Οι ωφέλειες αυτές συνίστανται: Στο κέρδος από τις συναλλαγές με πελάτες που προσέλκυσε στο προϊόν ο αντιπροσωπευόμενος Στην αύξηση της υπεραξίας της επιχείρησής του, λόγω αύξησης της σταθερής πελατείας της Στην εξοικονόμηση των προμηθειών εκείνων, τις οποίες, αν δεν είχε λήξει η σύμβαση θα υποχρεωνόταν να καταβάλει στον αντιπρόσωπο για μελλοντικές παραγγελίες των πελατών που ο ίδιος είχε προσελκύσει 56. Η αποζημίωση πελατείας λοιπόν καλείται να ισοσταθμίσει τα δύο αυτά μεγέθη που αλληλεξαρτώνται, δηλαδή τα οφέλη του αντιπροσωπευομένου από την μία και οι αρνητικές οικονομικές συνέπειες που επιφέρει η λύση του 55 Βλ. Ν. Τέλλη, ό.π., σελ. 22. 56 Βλ. Ν. Τέλλη, ό.π., σελ. 24 και Δ. Αυγητίδη, Η αποζημίωση πελατείας στη σύμβαση franchising, ΕπισκΕΔ 1998, σελ. 357-358. 17

συμβατικού δεσμού στον αντιπρόσωπο και που έχουν τη μορφή απώλειας προμηθειών 57. ii) Διάκριση αποζημίωσης πελατείας από συγγενείς μορφές αποζημίωσης α. Από την αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού Η αξίωση αποζημίωσης πελατείας θα μπορούσε να παραλληλιστεί με την αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού, στο μέτρο που η διεύρυνση της πελατείας της μπορεί να θεωρηθεί πλουτισμός 58 κατά την έννοια του άρθρου 904 ΑΚ. Ωστόσο η διατήρηση αυτού του πλουτισμού από τον αντιπροσωπευόμενο εντολέα και μετά τη λήξη της σύμβασης, δεν είναι αδικαιολόγητη, καθώς η ίδια η σύμβαση, έστω και ως αιτία που έληξε 59, συνιστά νόμιμη αιτία διατήρησης του πλουτισμού αυτού 60. Άλλωστε, η περίπτωση στην οποία αναφέρεται η διάταξη του άρθρου 904 παρ. 1 εδ. β είναι εκείνη κατά την οποία η αιτία της παροχής λήγει για λόγους που δεν είναι δυνατόν να επηρεάσει ή να προβλέψει ο κατά την ΑΚ δανειστής. Η λήξη όμως της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, ακόμη και με καταγγελία, δεν μπορεί να υπαχθεί στην έννοια του απρόβλεπτου γεγονότος με την έννοια της ΑΚ 904 παρ. 1 εδ β 61. β. Από την αξίωση του εταιρικού δικαίου Επισημαίνεται ακόμη ότι δεν έχουμε να κάνουμε με αξίωση του εταιρικού δικαίου, καθώς παρόλο που η αξίωση πελατείας καλείται να 57 Βλ, ΕφΠατρ 310/2002, ΕπισκΕΔ 2002, σελ. 807 επ.= ΕΕμπΔ 2003, σελ. 597 επ. 58 Για την έννοια του πλουτισμού βλ. Π. Κορνηλάκη, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, Θεσσαλονίκη 2002 σελ. 394 επ. 59 Πριν από την εισαγωγή πάντως του π.δ. 219/1991, είχε διατυπωθεί η άποψη ότι η πελατεία που δημιούργησε ο αντιπρόσωπος κατά τη διάρκεια της σύμβασης, και παραμένει πιστή στο προϊόν του αντιπροσωπευόμενου οίκου, συνιστά πλουτισμό του τελευταίου και ειδικότερα πλουτισμό που οφείλεται για αιτία που έληξε, Βλ. Δ. Ανδρουτσόπουλο, ό.π., σελ. 297. 60 Βλ. Ν. Τέλλη, ό.π., σελ. 29. 61 Βλ. Απ. Γεωργιάδης, Νέες μορφές Συμβάσεων της Σύγχρονης Οικονομίας, Αθήνα 1998, σελ. 242 18

αντισταθμίσει οφέλη τα οποία μόνο ο εντολέας αντλεί μετά τη λύση της σύμβασης από την πελατεία που ο εντολοδόχος προσέλκυσε, απουσιάζει ο κοινός σκοπός που απαιτεί το άρθρο 741 ΑΚ. Και τούτο γιατί ο μεν αντιπρόσωπος αποσκοπεί στη διεύρυνση του πελατειακού κύκλου, την κατάρτιση περισσότερων συμβάσεων και την αύξηση της προμήθειάς του, ο δε αντιπροσωπευόμενος έχει ως σταθερή επιδίωξη την αύξηση του επιχειρηματικού κέρδους. γ. Από την αποζημίωση καταγγελίας του εργατικού δικαίου Είναι προφανές ότι η αξίωση αποζημίωσης πελατείας ομοιάζει με την αποζημίωση καταγγελίας του εργατικού δικαίου. Ωστόσο δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι αποζημίωση πελατείας οφείλεται και σε περιπτώσεις που η καταγγελία γίνεται από τον ίδιο τον αντιπρόσωπο ή ακόμη και σε περιπτώσεις που η σύμβαση δεν έχει λυθεί με καταγγελία. iii) Νομική φύση αποζημίωσης πελατείας Από όσα ανωτέρω εκτέθηκαν σχετικά με τη δικαιολόγηση του θεσμού προκύπτει το συμπέρασμα ότι η αποζημίωση του άρθρου 9 έχει το χαρακτήρα αντιπαροχής, η οποία δίνεται στον αντιπρόσωπο για μια παροχή που έδωσε και για την οποία δεν έλαβε πλήρες αντάλλαγμα 62. Το γεγονός ότι ο εμπορικός αντιπρόσωπος αμείβεται κατά τη διάρκεια της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, δεν κλονίζει την παραπάνω θέση, καθώς η προμήθεια που λαμβάνει κατά τη διάρκεια της εμπορικής αντιπροσωπείας αποτελεί αντάλλαγμα για τη σύναψη κάθε μεμονωμένης σύμβασης, την οποία είτε κατάρτισε είτε μεσολάβησε για την κατάρτισή της και όχι αμοιβή για την δημιουργία πελατείας 63. 62 Βλ. Ν. Τέλλη, ό.π.., σελ. 36, και Ι. Ιγγλεζάκη, Παρατηρήσεις στην ΕφΛαρ. 258/2002, ΕπισκΕΔ 2002, σελ. 796. 63 Βλ. Ν. Τέλλη, ό.π., σελ. 36. 19

Πέρα από το χαρακτήρα της αποζημίωσης ως αντάλλαγμα δεν πρέπει να παροράται και ο κοινωνικός-προστατευτικός σκοπός της διάταξης, υπέρ του ασθενέστερου συμβαλλομένου, δηλαδή του εμπορικού αντιπροσώπου. Συμπερασματικά θα μπορούσε να λεχθεί ότι η αποζημίωση πελατείας συνιστά μια ιδιόμορφη αξίωση αμοιβής με έντονο κοινωνικό-προστατευτικό χαρακτήρα. 64. iv) Προϋποθέσεις χορήγησης της αποζημίωσης α. Διατήρηση εκ μέρους του αντιπροσωπευομένου ουσιαστικών πλεονεκτημάτων από υποθέσεις με νέους πελάτες που έφερε ο εμπορικός αντιπρόσωπος Σύμφωνα με πάγια Νομολογία του γερμανικού Ακυρωτικού 65, θα πρέπει να έχει δημιουργηθεί, χάρη στη δραστηριότητα του εμπορικού αντιπροσώπου 66, διαρκής συναλλακτική επαφή μεταξύ αντιπροσωπευομένου και πελάτη, η οποία να καθιστά αναμενόμενη τη σύναψη και άλλων συναλλακτικών πράξεων στο μέλλον και μάλιστα σε έναν ορατό χρονικό ορίζοντα. Οι πελάτες αυτοί θα πρέπει να είναι νέοι, να άρχισαν δηλαδή να συναλλάσσονται με τον αντιπροσωπευόμενο από τότε που άρχισε ο αντιπρόσωπος τη διαμεσολαβητική του δραστηριότητα, δηλαδή μετά την κατάρτιση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας. 67 Αν οι πελάτες δεν είναι νέοι με την παραπάνω έννοια, αλλά ήδη υπήρχαν κατά τη σύναψη της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, αποζημίωση πελατείας μπορεί και πάλι να χορηγείται στον εμπορικό αντιπρόσωπο, αν αυτός προήγαγε σημαντικά τις υποθέσεις με αυτούς. Με τον όρο προαγωγή υποθέσεων νοείται η αύξηση της αξίας των διενεργούμενων συναλλαγών, ή απλούστερα η αύξηση του τζίρου. Η αύξηση αυτή θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από 64 Βλ. Ν. Τέλλη, ό.π., σελ. 39 και Ι. Ιγγλεζάκη, ό.π. σελ. 795. 65 Βλ. Ν. Τέλλη, ό.π., σελ. 82. 66 Δε λαμβάνονται υπόψη πελάτες που συναλλάχθηκαν με τον αντιπρόσωπο ωθούμενοι αποκλειστικά από τη μεγάλη διαφημιστική εκστρατεία του αντιπροσωπευομένου και ο ρόλος του αντιπροσώπου περιορίστηκε στο να δέχεται τις παραγγελίες. Βλ. Ν. Τέλλη, ό.π., σελ. 90 67 Βλ.Ν Τέλλη, ό.π.,σελ. 91. 20

διάρκεια και σταθερότητα, που θα επιτρέπει να αναμένεται ότι θα έχει συνέχεια μετά τη λήξη της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας. Το γεγονός ότι με τη δραστηριότητα του εμπορικού αντιπροσώπου αποκτήθηκαν νέοι πελάτες ή αυξήθηκαν οι παραγγελίες παλαιότερων πελατών δεν αρκεί για να γεννηθεί αξίωση αποζημίωσης πελατείας. Θα πρέπει οι συναλλακτικές σχέσεις να εξακολουθήσουν και μετά τη λύση της σύμβασης και να αναμένεται ότι θα συνεχίσουν να υφίστανται και στο μέλλον, ανεξάρτητα αν τις αξιοποιεί ο αντιπρόσωπος 68. Το όφελος λοιπόν του εντολέα συνίσταται στη δυνατότητα του αντιπροσωπευομένου να αποκομίζει επιχειρηματικό κέρδος από νέες παραγγελίες, οι οποίες αποτελούν πράξεις ιδίου είδους με αυτές που σύναπτε ο αντιπροσωπευόμενος κατά τη διάρκεια της σύμβασης β. Η αξιολόγηση της επιδικαζόμενης αποζημίωσης ως δίκαιης κυρίως ενόψει των προμηθειών που χάνει ο αντιπρόσωπος Για να υπολογιστεί η απώλεια προμηθειών που απαιτεί ο νόμος, θα πρέπει να λάβει χώρα πρόγνωση παρόμοια με εκείνη που απαιτείται για να προσδιοριστούν τα οφέλη που αναμένεται να διατηρήσει η αντιπροσωπευόμενη επιχείρηση από τους πελάτες που προσέλκυσε ο αντιπρόσωπος. Απώλεια προμηθειών αντιπροσώπου και οφέλη αντιπροσωπευομένου αποτελούν την ίδια όψη ενός και του αυτού φαινομένου. Περαιτέρω όμως για να καταβληθεί αποζημίωση θα πρέπει αυτή να αξιολογείται από το Δικαστή ως δίκαιη, ο οποίος σχηματίζοντας της αξιολογική του κρίση πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλες τις συνοδευτικές περιστάσεις. 68 Κρίθηκε λοιπόν αβάσιμος ισχυρισμός εναγόμενης προς αποζημίωση πελατείας αντιπροσωπευόμενης εταιρίας, μετά την καταγγελία της σύμβασης και αφού είχε συνάψει νέα σύμβαση με άλλον αντιπρόσωπο, ότι είχε περιορισμένες συναλλαγές, καθώς η αξιοποίηση του πελατειακού της δυναμικού ανήγετο πλέον στη δική της ικανότητα και την ικανότητα του νέου αντιπροσώπου που η ίδια επέλεξε. Βλ. ΕφΛαρ 258/2002, ΕπισκΕΔ 2002, σελ. 789. 21

v) Λόγοι αποκλεισμού από τη αξίωση αποζημίωσης πελατείας α. Καταγγελία από τον αντιπροσωπευόμενο, λόγω σοβαρού πταίσματος του αντιπροσώπου (άρθρο 9παρ. 3 εδ. α του π.δ. 219/1991) Η εν λόγω προϋπόθεση αποκλεισμού της αξίωσης συντρέχει μόνο στην περίπτωση που η σύμβαση καταγγέλθηκε από τον αντιπροσωπευόμενο λόγω υπαιτιότητας του αντιπροσωπευομένου, η οποία θα δικαιολογούσε την καταγγελία της σύμβασης κατά πάντα χρόνο. Συνεπώς είναι δυνατό ο αντιπροσωπευόμενος να καταγγείλει έγκυρα τη σύμβαση, κι ωστόσο να οφείλει αποζημίωση, αν ο λόγος της καταγγελίας αφορά τον ίδιο, ή και τον αντιπρόσωπο, αν στην τελευταία περίπτωση ο λόγος είναι ανυπαίτιος. β. Καταγγελία της σύμβασης από τον αντιπρόσωπο (άρθρο 9 παρ. 3 εδ. β του π.δ. 219/1991) Η ρύθμιση αυτή δικαιολογείται από τη σκέψη ότι θα ήταν αντίθετο στις αρχές της επιείκειας να δικαιούται αποζημίωση αυτός που θέτει τέρμα στη σύμβαση 69. Η ρύθμιση αυτή ισχύει τόσο επί τακτικής, όσο και επί έκτακτης καταγγελίας. Ωστόσο ο νόμος στη συνέχεια απαριθμεί μια σειρά από περιπτώσεις στις οποίες, αν και η καταγγελία γίνεται από τον αντιπρόσωπο, οφείλεται αποζημίωση. Συγκεκριμένα: αν ο λόγος που προκάλεσε την καταγγελία εκ μέρους του αντιπροσώπου, οφείλεται σε υπαιτιότητα του αντιπροσωπευομένου, καθώς και αν η καταγγελία οφείλεται σε λόγους ηλικίας, σωματικής αδυναμίας ή ασθένειας του αντιπροσώπου, εξαιτίας των οπίων δεν είναι δυνατόν να απαιτηθεί εύλογα από αυτόν η συνέχιση της σύμβασης. 69 Βλ. Ν. Τέλλη, ό.π., σελ. 228. 22

γ. Μεταβίβαση της συμβατικής σχέσης από τον αντιπρόσωπο σε τρίτο (άρθρο 9 παρ. 3 εδ. γ του π.δ. 219/1991) Η ρύθμιση αυτή δικαιολογείται από τη δυνατότητα του εμπορικού αντιπροσώπου να εξασφαλίσει από τον επιχειρηματία στον οποίο μεταβιβάζεται η συμβατική σχέση, υψηλό αντάλλαγμα, ανάλογο της οικονομικής αξίας της σταθερής πελατείας που εξασφάλισε στον αντιπροσωπευόμενο οίκο, προκειμένου να μεταβιβάσει την εμπορική αντιπροσωπεία 70. δ. Παρέλευση ενιαυσίας προθεσμίας Ο εμπορικός αντιπρόσωπος χάνει την αξίωση του αν δεν γνωστοποιήσει 71 εντός έτους από την λύση της σύμβασης, ότι προτίθεται να ασκήσει το δικαίωμά του αυτό. Η διάταξη αυτή έχει σκοπό να ειδοποιηθεί έγκαιρα ο αντιπροσωπευόμενος, προκειμένου να εξεύρει τους απαραίτητους χρηματικούς πόρους για την ικανοποίηση του αντιπροσώπου και να αποτραπεί κατ αυτόν τον τρόπο ο κλυδωνισμός της επιχείρησής του 72. vi) Η απαγόρευση παραίτησης του εμπορικού αντιπροσώπου από τα σχετικά με την αποζημίωση πελατείας δικαιώματά του (άρθρο 9 παρ. 4) Η αναγκαστικού δικαίου ρύθμιση αυτή, σύμφωνα με την οποία είναι απόλυτα άκυρη κατά τα άρθρα 3, 174 και 180 ΑΚ κάθε συμφωνία μεταξύ αντιπροσώπου και αντιπροσωπευομένου, δυνάμει της οποίας ο πρώτος παραιτείται από τα σχετικά με την αποζημίωση πελατείας δικαιώματά του, στόχο έχει να εμποδίσει τον εμπορικό αντιπρόσωπο να παραιτηθεί, 70 Βλ. Ν. Τέλλη, ό. π., σελ.256. 71 Δεν απαιτείται βέβαια εντός του έτους να ασκηθεί η σχετική η αγωγή εκ μέρους του αντιπροσώπου, αλλά αρκεί να γίνει γνωστή, με οποιοδήποτε τρόπο, η πρόθεσή του στον αντιπροσωπευόμενο. Η δήλωσή του αυτή αρκεί λοιπόν να είναι άτυπη, ωστόσο συνίσταται, για λόγους αποδεικτικής ευχέρειας, να γίνει εγγράφως και να επιδοθεί με Δικαστικό Επιμελητή. Βλ. Ν.Τέλλη, ό. π.,σελ. 266. 72 Βλ. Ν. Τέλλη, ό. π., σελ. 263. 23

πιεζόμενος από τον αντιπροσωπευόμενο, από τον οποίο εξαρτάται οικονομικά πριν από τη λύση της σύμβασης. Αυτονόητα μετά τη λύση της σύμβασης ο αντιπρόσωπος μπορεί έγκυρα να παραιτηθεί από τη αξίωσή του, καθώς δεν είναι πλέον ευάλωτος στις πιέσεις του πρώην εντολέα του 73. 73 Βλ. Ν. Τέλλη, ό. π., σελ. 24

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ο : Η ΣΥΜΒΑΣΗ ΔΙΑΝΟΜΗΣ I. Έννοια και λειτουργία της σύμβασης Σύμβαση διανομής καλείται η σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ ενός παραγωγού ή χονδρεμπόρου και ενός άλλου εμπόρου, του διανομέα, δυνάμει της οποίας ο τελευταίος αναλαμβάνει την προώθηση των προϊόντων του πρώτου, πωλώντας αυτά στο όνομα και για λογαριασμό του (του διανομέα), διατηρώντας παράλληλα και την οργάνωση που απαιτεί η άσκηση της εμπορικής του δραστηριότητας 74. Ο διανομέας διενεργεί αγορά προς μεταπώληση, καθορίζοντας ο ίδιος τις τιμές πώλησης του προωθούμενου προϊόντος προς τους τρίτους -πελάτες, χωρίς να αποκλείεται βέβαια να έχει τεθεί από τον χονδρέμπορο/παραγωγό δέσμευση ως προς τις ανώτατες ή κατώτατες τιμές 75. Κρίσιμη η διαπίστωση σ αυτό το σημείο, για το ζήτημα της αναλογικής εφαρμογής του άρθρου 9 του π.δ. 219/1991, ότι η πελατεία που δημιουργεί ο διανομέας κατά την άσκηση της εμπορικής του δραστηριότητας είναι δική του κι όχι του παραγωγού. Το κέρδος του διανομέα συνίσταται στην διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς του προϊόντος και μεταπώλησης προς τρίτους. Επομένως, ο διανομέας είναι ανεξάρτητος έμπορος και ασκεί την εμπορική του δραστηριότητα, φέροντας ο ίδιος τον επιχειρηματικό κίνδυνο 76. Η ανεξαρτησία του διανομέα δεν σημαίνει, βέβαια, πλήρη αποδέσμευσή του από την επιχείρηση του χονδρεμπόρου, στην οποία οφείλει να παρέχει πληροφορίες για την πορεία την εμπορικής του δραστηριότητας σχετικά με το προωθούμενο προϊόν και να δέχεται υποδείξεις, ώστε αυτή να 74 Επιτυχείς ορισμούς της σύμβασης διανομής διατυπώνουν μεταξύ άλλων- οι ΕφΑΘ 3099/1999, ΕλλΔνη 2000, σελ. 150, ΠολΠρΑθ 5409/2003, ΕΕμπΔ 2004, σελ. 297 75 Βλ. Ε. Περάκη, ό.π., σελ. 412, 413. 76 Βλ. Ον. Φαρμακίδη, Η σύμβαση διανομής, Αθήνα 1990. σελ.9 επ., και τελείως ενδεικτικά από την πρόσφατη νομολογία ΕΦΑθ1714/2005, ΕπισκΕΔ 2005, σελ. 486., ΕφΛαρ 76/2004,ΕπισκΕΔ 2004, σελ. 458 επ, ΠΠρΑθ 5409/2003 ΕΕμπΔ 2004, σελ. 297 επ και ΜΠρωτΑθ 34339/1998, ΔΕΕ 1999, σελ. 494 επ. 25