ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Μάθημα: Συνταγματικό Δίκαιο Διδάσκων καθηγητής:aνδρέας Γ. Δημητρόπουλος Εξάμηνο: Α Θέμα: «Ο δημοψηφισματικός χαρακτήρας των εκλογών»(plebiszitaerer Charakter der Wahlen) Εισήγηση: Μάντη Μαρία Πανεπιστημιακό έτος:2012-2013
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ I. Εισαγωγή II. Η Δημοκρατία III. Η αρχή της ανόθευτης εκδήλωσης της λαϊκής θέλησηςσυνταγματική κατοχύρωση IV. Ο θεσμός των εκλογών V. Ο προσωπικός χαρακτήρας των εκλογών O oυσιαστικός χαρακτήρας του δημοψηφίσματος VI. Θεσμοί άμεσης Δημοκρατίας-Το Δημοψήφισμα(referendum) VII. Τα χαρακτηριστικά του δημοψηφίσματος VIII. Ο δημοψηφισματικός χαρακτήρας των εκλογών Δημοψηφισματικές εκλογές και λαϊκή εντολή Δημοψηφισματικές εκλογές και γενική πολιτική Συνταγματική αναγνώριση του δημοψηφισματικού χαρακτήρα των εκλογών IX. Συμπέρασμα X. Περίληψη XI. Summary XII. Βιβλιογραφία
I.ΕΙΣΑΓΩΓΗ Οι εκλογές συνιστούν κυρίαρχο θεσμό της σύγχρονης Δημοκρατίας και του αντιπροσωπευτικού συστήματος, καθώς επιτρέπουν την από το λαό ανάδειξη της πολιτικής ηγεσίας. Ωστόσο, λόγω των δύο διαφορετικών όψεων του δημοκρατικού πολιτεύματος προκύπτει ο διττός χαρακτήρας του θεσμού, τον οποίο πραγματεύεται η παρούσα εισήγηση. Αρχικά, η εκλογική διαδικασία ήταν στενά συνυφασμένη με το αντιπροσωπευτικό συνταγματικό οικοδόμημα. Στη σύνδεση αυτή οφείλεται ο προσωπικός της χαρακτήρας που συνίσταται στο ότι η αιτία(causa),ο σκοπός και το αποτέλεσμα της εκλογικής διαδικασίας είναι η ανάδειξη προσώπων σε συγκεκριμένα αξιώματα, γεγονός που αποτελεί τον άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η λειτουργία του αντιπροσωπευτικού συστήματος. Εντούτοις, η μετάβαση από την αντιπροσωπευτική στη σύγχρονη κομματική δημοκρατία, εμπλουτισμένη με θεσμούς άμεσης Δημοκρατίας ευθύνεται ως επί το πλείστον για τη δημοψηφισματική χροιά που προσέλαβαν οι εκλογές. Πρόκειται συνεπώς για ένα συνταγματικοπολιτικό φαινόμενο μείζονος σημασίας, το οποίο έγκειται κυρίως στην εξέλιξη του πολιτεύματος. Για το λόγο αυτό, κρίνεται επιβεβλημένη η εξέταση της διαμόρφωσης της σύγχρονης Δημοκρατίας.
II.H ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Δημοκρατία, κατά τον αριστοτελικό ορισμό είναι το πολίτευμα εκείνο στο οποίο «δήμος εστίν ο κρατών», εκείνο στο οποίο ο λαός υπερισχύει. Στο δημοκρατικό πολίτευμα ο λαός αυτοκυβερνάται, ισχύει επομένως η αρχή της ταυτότητας (Identitätsprinzip) κυβερνώντων και κυβερνώμενων. Η άμεση Δημοκρατία είναι η αρχαιότερη μορφή Δημοκρατίας. Βασικό και ανώτατο πολιτειακό όργανο στην Αρχαία Αθήνα, ήταν η λαϊκή συνέλευση, η εκκλησία(εκκλησιάζω=συναθροίζω) του δήμου, η οποία δεν αποτελούσε απλά ένα όργανο, αλλά ολόκληρη την πολιτεία, καθώς σε αυτή συμμετείχαν όλοι οι ελεύθεροι Αθηναίοι άνω των 18 ετών, ενώ κυριαρχούσαν οι αρχές της ισονομίας και της ισηγορίας. Παρά το γεγονός ότι η Δημοκρατία είναι εκ φύσεως άμεση,οι κοινωνικοπολιτικές ανακατατάξεις ανά τους αιώνες επέφεραν τη γένεση μιας νέας μορφής Δημοκρατίας, της αντιπροσωπευτικής ή έμμεσης Δημοκρατίας. Η αντιπροσωπευτική Δημοκρατία βασίστηκε στη διάκριση μεταξύ «πηγής» και «άσκησης» της εξουσίας. Ο λαός είναι μόνο ο δικαιούχος του δικαιώματος κυριαρχίας, πλην όμως, επειδή ο ίδιος δεν έχει τις απαιτούμενες ικανότητες για την άσκηση εξουσίας, η άσκηση αυτή ανατέθηκε σε άτομα της πνευματικής αριστοκρατίας, στους αντιπροσώπους. Ωστόσο,στη σύγχρονη εποχή η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, η εξέλιξη των μέσων μαζικής ενημέρωσης, οι συνθήκες εργασίας έχουν συνδράμει σημαντικά στη δημιουργία ενός λαού «ποιότητας», ικανού να ασκεί την εξουσία που πηγάζει από τον ίδιο, κλονίζοντας έτσι τις βάσεις του αντιπροσωπευτισμού. Πυλώνες της σύγχρονης Δημοκρατίας είναι αφενός τα πολιτικά κόμματα, αφετέρου οι θεσμοί άμεσης Δημοκρατίας. Τόσο η εφαρμογή των θεσμών άμεσης Δημοκρατίας, όσο και η λειτουργία πολιτικών κομμάτων, οδηγούν στη «μικτή Δημοκρατία» και στη σταδιακή διαμόρφωση άμεσης δημοκρατικής λειτουργίας. Στο συνταγματικό πλαίσιο της «μικτής» Δημοκρατίας, η άσκηση της εξουσίας αναγνωρίζεται και στο λαό, αλλά και στα αντιπροσωπευτικά όργανα. Η «μικτή» Δημοκρατία» ή «ημιαντιπροσωπευτικό σύστημα» λειτουργεί με βάση δύο δημοκρατικές αρχές: την αντιπροσωπευτική αρχή και την αρχή της ταυτότητας. Αναγκαία μια από τις δυο υπερέχει της άλλης. Η «μικτή»
Δημοκρατία ξεκίνησε ως υπεροχή της αντιπροσωπευτικής αρχής με κατ εξαίρεση εφαρμογή της αρχής της ταυτότητας μέσω των θεσμών άμεσης Δημοκρατίας. Εντούτοις, στη σύγχρονη «μικτή» Δημοκρατία η αρχή της ταυτότητας έχει κύριο, αλλά όχι αποκλειστικό χαρακτήρα, ενώ η αντιπροσωπευτική αρχή διαδραματίζει επικουρικό ρόλο, εφόσον εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που δεν έχει διαμορφωθεί λαϊκή εντολή. III.Η αρχή της ανόθευτης εκδήλωσης της λαϊκής θέλησης και η συνταγματική κατοχύρωσή της Βασική εκλογική αρχή με ουσιαστικό και διαδικαστικό περιεχόμενο αποτελεί η αρχή της ανόθευτης εκδήλωσης της λαϊκής θέλησης, η οποία θεμελιώνεται με το άρθρο 52, «Η ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης, ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, τελεί υπό την εγγύηση όλων των λειτουργών της Πολιτείας, που έχουν την υποχρέωση να τη διασφαλίζουν σε κάθε περίπτωση. Νόμος ορίζει τις ποινικές κυρώσεις κατά των παραβατών της διάταξης αυτής». Κατοχυρώνεται λοιπόν η αρχή της ανόθευτης εκδήλωσης της λαϊκής θέλησης, η οποία αναλύεται στις αρχές της ελευθερίας και της γνησιότητας της ψηφοφορίας. Ελεύθερα εκδηλώνεται η λαϊκή θέληση όταν δεν ασκούνται καταναγκασμοί και ανόθευτα όταν δεν αλλοιώνεται το περιεχόμενό της. Από την επεξεργασία του άρθρου προκύπτει ότι με τη διάταξη αυτή επιδιώχτηκε κυρίως η συνταγματική προστασία της γνησιότητας των εκλογών. Η περιεχόμενη όμως στο άρθρο αυτό αρχή, τόσο από τη λεκτική της διατύπωση, όσο και από το ουσιαστικό ης περιεχόμενο προχωρεί πολύ περισσότερο από τα στενότερα όρια των σκοπών, που οδήγησαν στην καθιέρωσή της. Παράλληλα, με το άρθρο 41 παρ.2 του ισχύοντος Συντάγματος αναγνωρίζεται expressis verbis ο δημοψηφισματικός χαρακτήρας των εκλογών και συνεπώς η εκδήλωση της λαϊκής θέλησης για εθνικά ζητήματα μείζονος σημασίας. Θεμελιώνεται επομένως μέσω αυτής το ουσιαστικό περιεχόμενο της αρχής της η λαϊκής κυριαρχίας.
IV.Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ Η συνταγματική πρόβλεψη: Τόσο η ψήφος όσο και η ψηφοφορία διέπονται από ορισμένες βασικές συνταγματικές αρχές. Πρόκειται για τις αρχές της καθολικότητας, της ισότητας, της ατομικότητας, της αμεσότητας, της μυστικότητας, της προσωπικής άσκησης και της υποχρεωτικότητας, ανόθευτης εκδήλωσης της λαϊκής θέλησης, της ολικής ανανέωσης. Οι τρεις πρώτες (ουσιαστικές) αρχές ανάγονται στην ουσιαστική φύση του δικαιώματος της ψήφου, ενώ οι υπόλοιπες (διαδικαστικές) αρχές ρυθμίζουν τη διεξαγωγή της ψηφοφορίας. Με το άρθρο 51 παρ.3 εδ.α, κατά το οποίο «οι βουλευτές εκλέγονται με άμεση,καθολική και μυστική ψηφοφορία», κατοχυρώνονται συνταγματικά οι αρχές της αμεσότητας, της καθολικότητας και της μυστικότητας της ψηφοφορίας. Επιπλέον θεμελιώνεται και η αρχή της ατομικότητας. Οι υπόλοιπες συνταγματικές αρχές κατοχυρώνονται σε άλλες παραγράφους του άρθρου 51,αλλά και σε άλλα άρθρα του συντάγματος. Σε αυτές προστίθεται η αρχή της προσωπικής ψηφοφορίας, η οποία θεμελιώνεται με την κοινή νομοθεσία. Oι εκλογές συνιστούν μια διαδικασία επαναλαμβανόμενη, μέσω της οποίας αναδεικνύεται η λαϊκή θέληση. Συνεπώς, η σημασία τους για τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος είναι τεράστια. Μείζονος σημασίας είναι επίσης η συνταγματική θέση των εκλογών, η οποία προκύπτει από το περιεχόμενο της αναδεικνυόμενης μέσω των εκλογών λαϊκής θέλησης. Εφόσον το περιεχόμενο αυτής αναφέρεται σε πρόσωπα, ειδικότερα στην ανάδειξη προσώπων, ο χαρακτήρας των εκλογών είναι προσωπικός. Εφόσον η λαϊκή θέληση αναφέρεται σε συγκεκριμένα ζητήματα, έχει ουσιαστικό-δημοψηφισματικό χαρακτήρα. Ωστόσο, απαραίτητη προϋπόθεση για την ακριβέστερη κατανόηση της νομικής-συνταγματικής θέσης των εκλογών στο συνταγματικοπολιτικό σύστημα συνιστά η διάκριση μεταξύ προσωπικού και δημοψηφισματικού χαρακτήρα.η συνταγματική μεταβολή των εκλογών, οι οποίες ξεκίνησαν ως
διαδικασία προσωπικού χαρακτήρα και εξελισσόμενες απέκτησαν χαρακτήρα ουσιαστικό-δημοψηφισματικό εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο της εξέλιξης της Δημοκρατίας. Eν τέλει, η διττή φύση των σύγχρονων εκλογών(προσωπική και ουσιαστική),μέσω των οποίων δεν αναδεικνύεται μόνο η πολιτική ηγεσία, αλλά καθορίζεται και η γενική πολιτική του κράτους, προσδιορίζει τη θέση τους στο σύγχρονο συνταγματικοπολιτικό σύστημα. V.Ο ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ-Ο ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ Προσωπικό χαρακτήρα έχουν οι εκλογές, καθόσον η αιτία(causa),ο σκοπός και το αποτέλεσμα της εκλογικής διαδικασίας είναι η ανάδειξη προσώπων σε συγκεκριμένα αξιώματα και μάλιστα των αντιπροσώπων του λαού. Ο προσωπικός χαρακτήρας του θεσμού απορρέει επίσης και από την αντιπαράθεση του με το θεσμό του δημοψηφίσματος και τον ουσιαστικό-δημοψηφισματικό χαρακτήρα που αυτό διαθέτει. Τόσο οι εκλογές όσο και το δημοψήφισμα αποτελούν θεμελιώδεις θεσμούς της Δημοκρατίας, οι οποίοι μολονότι παρουσιάζουν ομοιότητες ως προς τη διαδικασία με την οποία πραγματοποιούνται, εμφανίζουν βασικές, ουσιαστικές διαφορές που ανάγονται στη διαφοροποίηση αντιπροσωπευτικού συστήματος και Δημοκρατίας. Ο προσωπικός χαρακτήρας των εκλογών συνδέεται με τις θεμελιώδεις αρχές της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.«Εκλέγω» σημαίνει διαλέγω και στην περίπτωση των εκλογών πρόκειται για επιλογή μεταξύ συγκεκριμένων προσώπων. Αποκλειστικό σκοπό και μοναδικό νομικό αποτέλεσμα των εκλογών της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας συνιστά η ανάδειξη των μελών του Κοινοβουλίου, των αντιπροσώπων. Οι εκλογές είναι πράγματι θεσμός συνυφασμένος με τη Δημοκρατία, γιατί επιτρέπει την από το λαό ανάδειξη της πολιτικής ηγεσίας. Η αντιπροσωπευτική θεωρία αναγνωρίζει στους εκλογείς τη δυνατότητα να επιλέγουν τους αντιπροσώπους τους, όχι όμως και να καθορίζουν την πολιτική, που αυτοί θα ακολουθήσουν. Σταδιακά στις περισσότερες χώρες ο
κληρονομικός ανώτατος άρχοντας αντικαταστάθηκε από τον εκλεγμένο αρχηγό του κράτους. Η κυβέρνηση δεν εκλέγεται, αλλά διορίζεται και παύεται από τον ανώτατο άρχοντα κατά τα οριζόμενα από την αρχή της δεδηλωμένης. Στο αντιπροσωπευτικό σύστημα, δεν εκλέγονται όλοι οι αντιπρόσωποι. Η εκλογή είναι βασικό, αλλά όχι απαραίτητο στοιχείο της αντιπροσώπευσης. Εν αντιθέσει με τον προσωπικό χαρακτήρα των εκλογών, το δημοψήφισμα έχει περιεχόμενο ουσιαστικό, καθώς αναφέρεται σε θέματα. «Ψηφίζω» σημαίνει εκφέρω τη γνώμη μου για συγκεκριμένο ζήτημα. Το εκλογικό σώμα καλείται λοιπόν να εκφράσει τη βούλησή του «επί της ουσίας» και η επιλογή που κάνει στο δημοψήφισμα πραγματοποιείται άμεσα, ενώ η διασφάλισή της είναι βέβαιη.συνοψίζοντας, η ουσιαστική διαφοροποίηση εκλογών και δημοψηφίσματος, είναι χαρακτηριστική της διαφοράς άμεσης και έμμεσης Δημοκρατίας, αλλά και της θέσης που κατέχει ο πολίτης στη δομή και τη λειτουργία του πολιτεύματος σε καθεμία εκ των δυο περιπτώσεων. Ενώ ο εκλογέας επιλέγει αυτούς που τον κυβερνούν,ο ψηφοφόρος λαμβάνει ο ίδιος αποφάσεις για τα θέματα που τίθενται στην κρίση του. Επομένως,ο πρώτος κυβερνάται, ενώ ο δεύτερος αυτοκυβερνάται. VI.ΟΙ ΘΕΣΜΟΙ ΑΜΕΣΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ(Referendum) Ως θεσμοί άμεσης Δημοκρατίας ορίζονται οι νομικοί μηχανισμοί,οι οποίοι εξασφαλίζουν την άσκηση της εξουσίας από τον ίδιο το λαό. Οι θεσμοί άμεσης Δημοκρατίας-χωρίς βέβαια να υποτιμάται η συμβολή της Ελβετίας και άλλων χωρών-συνδέονται ιδιαίτερα με τον ελληνικό χώρο, στον οποίο αναπτύχθηκε άλλωστε το δημοκρατικό πολίτευμα. Τρεις θεωρούνται οι βασικοί θεσμοί άμεσης συμμετοχής του λαού στην
άσκηση της εξουσίας.το δημοψήφισμα(referendum),η λαϊκή πρωτοβουλία(initiative populaire/volksinitiative) κι η ανάκληση(recall/abberufungsrecht). ΤΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ(referendum) Tο δημοψήφισμα(referendum),που αποτελεί το αντικείμενο του παρόντος συγκαταλέγεται στους αμιγείς άμεσους θεσμούς, εφόσον το στοιχείο της αμεσότητας κυριαρχεί σε όλα τα στάδια της διαδικασίας. Το δημοψήφισμα συνιστά απόφαση του λαού. Δεν είναι απλή «έκφραση θέλησης», αλλά επίσημη διαδικασία κατά την οποία συμπράττουν μερικότερες λαϊκές θελήσεις(τμήματα του λαού),προκειμένου να σχηματιστεί η κρατική απόφαση. VII.ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ Βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα του θεσμού του δημοψηφίσματος αποτελούν η αμεσότητα και το κύρος του. Η αμεσότητά του απορρέει από το γεγονός ότι η απόφαση λαμβάνεται αποκλειστικά από το λαό, χωρίς την παρεμβολή άλλων προσώπων.(όπως λ.χ των αντιπροσώπων)η ιδιότητα της αμεσότητας διακρίνει με σαφήνεια το δημοψήφισμα από τις αποφάσεις των κρατικών οργάνων. Όσον αφορά το δεύτερο χαρακτηριστικό του, το ιδιαίτερα αυξημένο κύρος του δημοψηφίσματος, αυτό εξασφαλίζεται από την κυρίαρχη θέση που έχει ο λαός ως ανώτατο κρατικό όργανο στη δομή και τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ανεξάρτητα από την τυπική ισοδυναμία της απόφασης του δημοψηφίσματος με τους λοιπούς κανόνες δικαίου, η δημοψηφισματική απόφαση ειλημμένη από ανώτατο όργανο, αποτελεί «suprema lex». Βασικό εννοιολογικό στοιχείο του δημοψηφίσματος είναι και ο ουσιαστικός χαρακτήρας του, που το διακρίνει από τις αποφάσεις
του λαού, οι οποίες έχουν προσωπικό χαρακτήρα. Το δημοψήφισμα αποτελεί απόφαση του λαού για συγκεκριμένα ουσιαστικά θέματα. Αντικείμενο του δημοψηφίσματος μπορεί να είναι οποιοδήποτε ουσιαστικό ζήτημα, όχι όμως η εκλογή προσώπων. Συνεπώς, αποφάσεις του λαού για θέματα μη ουσιαστικού χαρακτήρα δεν αποτελούν δημοψήφισμα, μολονότι συνιστούν έκφραση της λαϊκής θέλησης. VIII.Ο ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑΤΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ O oυσιαστικός χαρακτήρας είναι το αντίθετο του προσωπικού χαρακτήρα. Οι εκλογές προσλαμβάνουν ουσιαστικό χαρακτήρα εφόσον μέσω της εκλογικής διαδικασίας δεν αναδεικνύεται μόνο η πολιτική ηγεσία, αλλά ο Λαός εκφέρει την άποψή του επί συγκεκριμένων θεμάτων. Ουσιαστικός, όπως άλλωστε προαναφέρθηκε είναι και ο χαρακτήρας του δημοψηφίσματος, γι αυτό και συνώνυμό του είναι ο όρος «δημοψηφισματικός χαρακτήρας». Με τον όρο «δημοψηφισματικός χαρακτήρας των εκλογών»(plebiszitaerer Charakter der Wahlen) αποδίδεται το συνταγματικό φαινόμενο κατά το οποίο ο Λαός στις εκλογές, δεν επιλέγει απλά και μόνο πρόσωπα, αλλά ψηφίζει, στην κυριολεξία του όρου, εκφράζει δηλαδή τη βούλησή του για συγκεκριμένα θέματα. Η διαφορά ανάμεσα στις «αντιπροσωπευτικές εκλογές» και το δημοψήφισμα, μολονότι κυριάρχησε για μεγάλο διάστημα στον συνταγματικοπολιτικό χώρο, έχει αλλοιωθεί σημαντικά στη σύγχρονη εποχή, γεγονός που οφείλεται στην ιστορικοπολιτική εξέλιξη και τη μετάβαση από την αντιπροσωπευτική στη σύγχρονη κομματική Δημοκρατία. Ο δημοψηφισματικός χαρακτήρας συνιστά πλέον συνταγματικοπολιτικό αποτέλεσμα και ιδιότητα όλων των σύγχρονων εκλογών και αναγνωρίζεται expressis verbis στο ισχύον Σύνταγμα(άρθρο 41 παρ.2).επιπροσθέτως, η ταυτόχρονη
διεξαγωγή εκλογών και δημοψηφισμάτων επιφέρει την εμπλοκή προσωπικού και ουσιαστικού στοιχείου στην ίδια πολιτειακή διαδικασία,ενισχύοντας παράλληλα σημαντικά το δημοψηφισματικό χαρακτήρα των εκλογών. Η σταδιακή ενίσχυση του δημοψηφισματικού χαρακτήρα των εκλογών συνεπάγεται την υποχώρηση του προσωπικού στοιχείου και την αποστασιοποίηση από τον αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα, που είχε προσλάβει αρχικά η εκλογική διαδικασία. Παρόλα αυτά, η διαφορά μεταξύ των δύο θεσμών παραμένει αναλλοίωτη : οι εκλογές αποτελούν διαδικασία ανάδειξης προσώπων, ενώ το δημοψήφισμα διαδικασία έκφρασης της θέλησης του Λαού επί συγκεκριμένων θεμάτων. Επομένως, εφόσον αντικείμενο της διαδικασίας αποτελεί η ανάδειξη προσώπων σε συγκεκριμένα αξιώματα, πρόκειται για εκλογές, έστω και αν ταυτόχρονα με την εκλογική διαδικασία διεξάγονται ένα ή περισσότερα δημοψηφίσματα. Η αλλαγή του χαρακτήρα των εκλογών οφείλεται εξίσου στην ανάπτυξη των πολιτικών κομμάτων στο πλαίσιο της σύγχρονης Δημοκρατίας και στη συμμετοχή τους στις πολιτικές διαδικασίες. Αρχικά τα πολιτικά κόμματα ήταν προσωποπαγή, ενισχύοντας έτσι τον προσωπικό χαρακτήρα των εκλογών. Οι εκλογές απέκτησαν γνήσιο δημοψηφισματικό χαρακτήρα από τη στιγμή που τα κόμματα κυριάρχησαν στο πολιτικό σκηνικό, εξαφάνισαν τους λεγόμενους ανεξάρτητους υποψηφίους και άρχισαν να προτείνουν προεκλογικά προγράμματα. Παράλληλα, οι εκλογείς έπαψαν να χειραγωγούνται από τους υποψηφίους και απέκτησαν κομματική συνείδηση. Κομματικός και δημοψηφισματικός χαρακτήρας των εκλογών είναι όροι ταυτόσημοι. Πλέον οι πολίτες στην πλειοψηφία τους δεν εκλέγουν πρόσωπα, αλλά ψηφίζουν κόμματα, εκφράζουν τη βούλησή τους υπέρ συγκεκριμένου πολιτικού προγράμματος.ο κομματικός-δημοψηφισματικός χαρακτήρας των εκλογών γίνεται καλύτερα αντιληπτός στο δικομματικό σύστημα. Και στο πολυκομματικό σύστημα όμως, εφόσον ένα κόμμα ή ένας προεκλογικός συνασπισμός κερδίσει την πλειοψηφία του Λαού, επιτυγχάνεται η άμεση λήψη των
αποφάσεων από το Λαό. Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί απόλυτη πλειοψηφία κόμματος ή προεκλογικού συνασπισμού κομμάτων, η κατανομή της λαϊκής θέλησης στα κόμματα, επρόκειτο να αποτελέσει τη βάση για το σχηματισμό μετεκλογικού συνασπισμού. Εν τοιαύτη περιπτώσει, η «μίξη» των κομματικών προγραμμάτων δεν είναι αποκλειστικά αποτέλεσμα της ελευθερίας των αντιπροσώπων, αλλά και αποτέλεσμα λαϊκής εντολής. Δημοψηφισματικές εκλογές και λαϊκή εντολή Η λαϊκή εντολή, που προκύπτει από τη μέσω των κομμάτων μετατροπή των εκλογών σε δημοψηφίσματα συνιστά άμεσο αποτέλεσμα του δημοψηφισματικού χαρακτήρα των εκλογών. Η διάλυση της Βουλής συνέβαλε ιδιαίτερα στην ενίσχυση του δημοψηφισματικού στοιχείου των εκλογών, διότι έπειτα από κάθε πρόωρη διάλυση της Βουλής και κυρίως σε περιόδους πολιτικής όξυνσης οι εκλογές αποκτούν πιο έντονο δημοψηφισματικό χαρακτήρα. Από την άποψη αυτή, η πρόωρη διάλυση της Βουλής συνέβαλε σημαντικά στη διαμόρφωση του σύγχρονου πολιτεύματος, καθώς επιτάχυνε τη διαδικασία ανάπτυξης του δημοψηφισματικού χαρακτήρα των εκλογών. Δημοψηφισματικές εκλογές και γενική πολιτική Η εξέλιξη του δημοψηφισματικού στοιχείου στην εκλογική διαδικασία είχε αντίκτυπο στην νομική θέση των εκλογών στο γενικότερο συνταγματικοπολιτικό σύστημα. Οι εκλογές δεν αποτελούν πλέον μια μονοδιάστατη διαδικασία που αποσκοπεί απλά και μόνο στην ανάδειξη των αντιπροσώπων, αλλά διαδραματίζουν ουσιαστικότερο ρόλο στη λειτουργία του σύγχρονου δημοκρατικού πολιτεύματος, καθώς μέσω αυτών ο Λαός επιλέγει μια συγκεκριμένη πολιτική πρόταση, θέτοντας έτσι τις βάσεις για τη διακυβέρνηση της χώρας μελλοντικά. Το εκλογικό Σώμα καθορίζει το πλαίσιο μέσα στο οποίο διαμορφώνεται η γενική πολιτική του κράτους. Έτσι,η λήψη σημαντικών αποφάσεων έχει
μετατεθεί από τους αντιπροσώπους στο λαό. Σύμφωνα με το άρθρο 82 παρ. 1 του συντάγματος «Η κυβέρνηση καθορίζει και κατευθύνει τη γενική πολιτική της χώρας, σύμφωνα τους ορισμούς του συντάγματος και των νόμων». Στους ορισμούς του συντάγματος εξέχουσα θέση κατέχει ο σεβασμός προς τη συνταγματικά εκφραζόμενη λαϊκή βούληση. Συνεπώς η προαναφερθείσα συνταγματική διάταξη δεν πρέπει να εφαρμόζεται απομονωμένη, αλλά σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 1,29,37,41 παρ.2, 52, 54 του Συντάγματος. Συνταγματική αναγνώριση του δημοψηφισματικού χαρακτήρα των εκλογών Ο δημοψηφισματικός χαρακτήρας των εκλογών δεν ανάγεται απλά και μόνο από την πραγματικότητα, αλλά αναγνωρίζεται ρητά στις διατάξεις του ισχύοντος δικαίου. Η νομική του θεμελίωση είναι άμεση και έμμεση, γενική και ειδική. Στο αναθεωρημένο το 1986 σύνταγμα, ο δημοψηφισματικός χαρακτήρας των εκλογών αναγνωρίζεται κυρίως στο άρθρο 41 παρ. 2 κατά το οποίο ο Πρόεδρος της δημοκρατίας διαλύει τη βουλή με πρόταση της κυβέρνησης που έχει λάβει την ψήφο εμπιστοσύνης για ανανέωση της λαϊκής εντολής προκειμένου να αντιμετωπιστεί εθνικό ζήτημα εξαιρετικής σημασίας. Πέρα από την αναφορά στη δημοψηφισματική διάλυση της βουλής, η διάταξη του άρθρου 44 παρ. 2 εδ. α έχει ιδιαίτερα σημαντική, γενικότερη θεωρητική σημασία. Η διάταξη αυτή περιέχει σαφή αναγνώριση του δημοψηφισματικού στοιχείου, που αποτελεί ένα από τα βασικότερα, αν όχι το κυριότερο χαρακτηριστικό γνώρισμα της δομής και της λειτουργίας της σύγχρονης δημοκρατίας. Αποτελεί δηλαδή την αναγνώριση της πέρα από το αντιπροσωπευτικό πλαίσιο λειτουργίας της σημερινής Δημοκρατίας εκ του Συντάγματος. Το άρθρο 41 παρ. 2 πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με το άρθρο 60 παρ.1 του συντάγματος. Η δημοψηφισματική διάλυση διενεργείται αντί δημοψηφίσματος, επέχει θέση δημοψηφίσματος, διότι κατά το άρθρο 44 παρ. 2 του Συντάγματος θα μπορούσε στην περίπτωση αυτή να διεξαχθεί δημοψήφισμα.όμως, αντί του δημοψηφίσματος παρέχεται από το Σύνταγμα η δυνατότητα διάλυσης της Βουλής.Το σύνταγμα παρέχει στην κυβέρνηση διαδικαστική διακριτική ευχέρεια, προκειμένου να ακολουθήσει όποια
εκ των δύο οδών κρίνει κατάλληλη. Ο περιορισμός των αρμοδιοτήτων του προέδρου ως προς τη διάλυση της Βουλής βαίνει παράλληλα προς τον περιορισμό των εξουσιών του όσον αφορά τη διενέργεια δημοψηφίσματος. IX.ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ Οι εκλογές συνιστούν τον κεντρικό άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η λειτουργία της άμεσης δημοκρατίας, αλλά και του αντιπροσωπευτικού συστήματος, καθώς μέσω αυτών αναδεικνύεται η λαϊκή θέληση. Αρχικά, η εκλογική διαδικασία είχε χαρακτήρα αμιγώς προσωπικό, διότι αποσκοπούσε αποκλειστικά στην επιλογή των ατόμων,τα οποία επρόκειτο να απαρτίσουν το νομοθετικό σωμα. Ο προσωπικός χαρακτήρας όμως αποδυναμώθηκε με την προσθήκη στοιχείων άμεσης Δημοκρατίας στο πολίτευμα και τη μετάβαση σε μια νέα μορφή Δημοκρατίας, τη λεγόμενη «μικτή» Δημοκρατία. Ο δημοψηφισματικός χαρακτήρας ανάγεται στη δυνατότητα του λαού να αποφασίζει για κρίσιμα εθνικά ζητήματα, εκφράζοντας τη θέληση τους υπέρ συγκεκριμένου πολιτικού προγράμματος. Το Σύνταγμα με το άρθρο 41 παρ. 2 περί διάλυσης της Βουλής σε συνδυασμό με το άρθρο 60 περί δημοψηφίσματος δίνει τη δυνατότητα δημοψηφισματικής διάλυσης αντί διεξαγωγής δημοψηφίσματος. Όσο το δημοψηφισματικό στοιχείο των εκλογών ενισχύεται και ο λαός εκφέρει τη γνώμη του για κρίσιμα ζητήματα μέσω των εκλογών,ο λαός συμμετέχει πιο ενεργά στη διακυβέρνηση της χώρας όμως ταυτόχρονα ελαττώνεται η συχνότητα διεξαγωγής γνήσιων δημοψηφισμάτων. Το αποτέλεσμα των δημοψηφισματικών εκλογών δεν είναι δεσμευτικό, εν αντιθέσει με αυτό του δημοψηφίσματος,ενώ η υλοποίησή του εξαρτάται από το
κατά πόσο η κυβέρνηση θα τηρήσει τις προεκλογικές δεσμεύσεις της. X.ΠΕΡΙΛΗΨΗ Οι εκλογές στα πλαίσια της σύγχρονης, «μικτής» Δημοκρατίας αποτελούν ένα θεσμό με διττό χαρακτήρα. Οι εκλογές της παραδοσιακής αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας είχαν χαρακτήρα προσωπικό, καθώς μοναδικό αποτέλεσμα της εκλογικής διαδικασίας ήταν η ανάδειξη προσώπων. Κατά τη μετάβαση στη σύγχρονη κομματική Δημοκρατία προστέθηκε στο θεσμό των εκλογών το ουσιαστικό στοιχείο. Το εκλογικό Σώμα έχει τη δυνατότητα να επέμβει στη διαμόρφωση της κρατικής πολιτικής,επιλέγοντας ένα συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα. Στο γνήσιο δημοψήφισμα ο λαός εκφέρει τη γνώμη του για ένα συγκεκριμένο ζήτημα,ενώ στις εκλογές με δημοψηφισματικό χαρακτήρα αποφασίζει για ένα σύνολο θεμάτων. Ωστόσο, σε αντιπαραβολή με το δεσμευτικό χαρακτήρα του δημοψηφίσματος,στην περίπτωση των εκλογών το αν θα πραγματοποιηθεί η λαϊκή θέληση εξαρτάται από το κατά πόσο η κυβέρνηση που θα αναδειχθεί θα τηρήσει τις προεκλογικές δεσμεύσεις της.to άρθρο 41 παρ.2 του Συντάγματος θεμελιώνει συνταγματικά το δημοψηφισματικό χαρακτήρα των εκλογών. Η ενδυνάμωση του δημοψηφισματικού στοιχείου και η διαρκώς αυξανόμενη συγκεκριμενοποίηση των κομματικών προγραμμάτων ενδέχεται να επιφέρει την προβολή ολοκληρωμένων νομοσχεδίων για σημαντικά εθνικά ζητήματα.
XI.SUMMARY Τhe elections in terms of modern democracy are an institution with double nature. The election process of the traditional representative democracy used to have personal nature,as their unique outcome was the election of people. During the transition to the modern factional democracy an essence of referendum was introduced to the institution of elections. The electorates are able to intervene in the formation of state policy, by choosing a political party. In case of the original referendum the people express their opinion about a specific issue, whereas in elections they decide about a variety of issues. In contrast with the restrictive nature of referendum the satisfaction of public will during the elections depends on whether the elected government will abide by their pre-election commitment. The article 41 par.2 of our constitution establishes the features of referendum in the election process. The reinforcement of referendum features and the increasing specification, which appear the programs of the political parties could possibly bring about the projection of completed bills about important national issues. XII.ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Σύστημα συνταγματικού δικαίου τόμος-οργάνωση και λειτουργία του κράτου(μέρος β ) -Ανδρέας. Γ. Δημητρόπουλος. Εκδόσεις Σάκκουλα Α. Ε. Αθήνα- Θεσσαλονίκη 2011 Το Δημοψήφισμα-Ανδρέας Γ. Δημητρόπουλος. Εκδόσεις Σάκκουλα
Εισαγωγή στο συνταγματικό δίκαιο-φίλιππος Κ.Σπυροπουλος. Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα- Κομοτηνή 2006 Συνταγματικό δίκαιο-κώστας Γ. Μαυριάς. Εκδόσεις Σάκκουλα 2009 Σύνταγμα 1975/1986 όπως αναθεωρήθηκε με το ψήφισμα της 6/4/2001 Άρθρο 29 Άρθρο 41 παρ.2 Άρθρο 44 παρ.2 εδ.α Άρθρο 51 Άρθρο 52 Άρθρο 60 Άρθρο 82 παρ.1