ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Σχετικά έγγραφα
ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΟ ΕΤΟΣ

Σελίδα 1 από 5. Τ

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ:

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

Διοικητικό Δίκαιο Ι. Μαθητική σχέση έννομη σχέση δημόσιου διοικητικού δικαίου. Αντικείμενο Διοικητικού Δικαίου Διοίκηση

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου

«Μια Απόπειρα προσέγγισης του δικαιώματος ίδρυσης. και συμμετοχής σε πολιτικά κόμματα (άρθρο 29 παρ. 1,

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

Πολιτική και Δίκαιο Γραπτή Δοκιμασία Α Τετραμήνου

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 1: Κράτος Δικαίου 1

<~ προηγούμενη σελίδα ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. ***Οι σωστές απαντήσεις είναι σημειωμένες με κόκκινο χρώμα. 1. Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας γίνεται :

Συνταγματικό Δίκαιο Ασκήσεις

Ενότητα 7 η : Αρχές της ψήφου και της ψηφοφορίας Το εκλογικό σύστημα Η αρχή του πολυκομματισμού

-Να καταργεί διατάξεις που δεν ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Νομιμοποίηση και ενστάσεις

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΟΛΛΑΝΔΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (Συνοπτική παρουσίαση) ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:ΦΩΤΗΣ ΜΟΡΦΟΠΟΥΛΟΣ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 11 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

9. Έννοια του κράτους Στοιχεία του κράτους Μορφές κρατών Αρχές του σύγχρονου κράτους... 17

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

Το Δίκαιο, η Νομική Επιστήμη και η σημασία τους για τις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές. Αναλυτικό διάγραμμα του μαθήματος της Δευτέρας 5/10/2015

«ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» ΟΡΙΣΜΟΣ

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΙΚΑΙΟΥ

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Ενότητα 3 η : Τι είναι το Σύνταγμα Έννοια, διακρίσεις και λειτουργίες

ΥΛΗ ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

Ο διορισµός Πρωθυπουργού - Μια απόπειρα ερµηνείας του άρθρου 37 παρ. 4 του Συντάγµατος.

Διοικητικό Δίκαιο. Εισαγωγή στο Διοικητικό Δίκαιο 1 ο Μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΟΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Συνταγματικό Δίκαιο. Ενότητα 3: Δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΟΛΥΞΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗ

Ενότητα 10 η : Κοινοβουλευτική αρχή

ΔΕΟ 24 Δημόσια διοίκηση και πολιτική. Τόμος 2 ος : Η διάρθρωση του Ελληνικού κράτους. Η Ελληνική Δημόσια Διοίκηση

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ. Δεύτερη Γραπτή Εργασία. Διοικητικό Δίκαιο. Θέμα

θέμα: Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ Α. Εισαγωγή -λόγοι δημιουργίας ΑΔΑ -οι ΑΔΑ πριν τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001

Ενότητα 13 η : Απαλλαγή Κυβέρνησης από τα καθήκοντά της Η Διάλυση της Βουλής

Ενότητα 11 η : Αρχή δεδηλωμένης Διορισμός πρωθυπουργού

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Το Συνταγματικό Δίκαιο και το Σύνταγμα. 3. Η παραγωγή του Συντάγματος και των συνταγματικών κανόνων

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 12 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ο

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

ΟΔΗΓΙΑ 93/109/EK ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

«ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ» ΠΑΝΟΣ ΚΑΜΜΕΝΟΣ ΠΡΟΕΔΡΟΣ «ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ»

Συνταγματικό Δίκαιο. Ενότητα 8: Συντακτική Εξουσία και Αναθεωρητική Λειτουργία

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ : Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΛΟΥΚΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2003

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ :

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών Δημοσίου Δικαίου Μάθημα: Συνταγματικό Δίκαιο

Συμμετοχικές Διαδικασίες και Τοπική διακυβέρνηση

Εισαγωγή στο Δίκαιο και Συνταγματικό Δίκαιο

Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

Ενότητα 5 η : Δημοκρατία Αρχή της λαϊκής κυριαρχίας

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Δημόσια νομικά πρόσωπα

«Αυτό που διηγούμαστε συνέβη πραγματικά. Τίποτα δεν συνέβη όπως το διηγούμαστε.» Γκαίτε (Goethe)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟΥ

1. Η κρατική μέριμνα για την κοινωνική ασφάλιση κατά το Σύνταγμα. Το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση αποτελεί κοινωνικό δικαίωμα, το περιεχόμενο

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

γ Να συγκαλεί το Συμβούλιο πολιτικών Αρχηγών δ. Να προκηρύσσει δημοψήφισμα για. ε. Να απευθύνει διαγγέλματα

ΟΙ ΘΕΜΕΛΙΩ ΕΙΣ ΑΡΧΕΣ ή ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΕΣ ΒΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ. Θεµελιώδεις αρχές ή οργανωτικές βάσεις του πολιτεύµατος ονοµάζουµε τα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

17η ιδακτική Ενότητα ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΑΚΡΙΣΗΣ ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΟΙ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 3 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Φορείς των νέων ιδεών ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ

Βουλή είναι εξοπλισμένη με αναθεωρητική αρμοδιότητα. Το ερώτημα συνεπώς που τίθεται αφορά την κατά χρόνον αρμοδιότητα αυτού τούτου του αναθεωρητικού

Ν.1850 / Κύρωση του Ευρωπαϊκού Χάρτη της Τοπικής Αυτονοµίας

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/ 2656/ ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΗ 2/2016

Διακρίσεις ελέγχου της συνταγματικότητα των νόμων

Εισαγωγή στο Συγκριτικό Δίκαιο

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ. Ενότητα 3: Δισσοί Λόγοι. Παρούσης Μιχαήλ. Τμήμα Φιλοσοφίας

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

Δικαίωμα στην εκπαίδευση. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ Κατατακτήριες Eξετάσεις για εισαγωγή στη Νομική Σχολή για το ακαδημαϊκό έτος

Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα

Συνταγματικό Δίκαιο. μεταβολές του Συντάγματος Λίνα Παπαδοπούλου. Ενότητα 9: Άτυπες τροποποιήσεις και άδηλες

ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΒΟΥΛΗΣ Αριθμ. Πρωτ.:. S L Q J... Ημερομ. \ z q a 5 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Η ΑΡΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ 1. ΟΙ ΙΣΧΥΟΥΣΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΕ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΥΠΕΡΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ (ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ)

Μάθημα: «Συνταγματικό Δίκαιο, » Διδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Δημητρόπουλος

Η ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ & Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

Transcript:

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε. ΤΜΗΜΑ Ν Ο Μ Ι Κ Η Σ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Εργασία με θέμα: Η Εσωκομματική Δημοκρατία Επιβλέποντες καθηγητές: Ανδρέας Γ. Δημητρόπουλος Ζωή Παπαϊωάννου Αντωνάκη Ηλέκτρα Α.Μ. 1340200800016 Αθήνα 2012 1

Περιεχόμενα 1. Η έννοια του πολιτικού κόμματος... 3 2. Η σημασία και ο ρόλος των πολιτικών κομμάτων... 3 3. Η συνταγματική κατοχύρωση των πολιτικών κομμάτων... 4 4. Κομματική δημοκρατία... 7 5. Η εσωκομματική δημοκρατία... 8 Α. Το ζήτημα της εσωκομματικής ανεξαρτησίας... 8 Β. Η εσωκομματική δημοκρατία ως συνταγματική επιταγή... 9 Γ. Ο αντίλογος... 11 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 17 2

1. Η έννοια του πολιτικού κόμματος Πολιτικά κόμματα είναι διαρκείς ελεύθερες, μη αυτοτελείς ενώσεις ενεργών πολιτών, με πλήρη και δημοκρατική οργάνωση, που επιδιώκουν μέσα στο συνταγματικό πλαίσιο ως φορείς της λαϊκής θέλησης συμμετοχή στη διακυβέρνηση του κράτους, με σκοπό την εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος, όπως προσδιορίζεται από την πολιτική τους τοποθέτηση. 1 Ο παραπάνω ορισμός αποδίδει τη νομική έννοια των πολιτικών κομμάτων, η οποία έχει τυπική (corpus) και ουσιαστική (animus) διάσταση. Στην τυπική διάσταση ανήκουν τρία βασικά χαρακτηριστικά (α) ένωση προσώπων, ελεύθερη και διαρκής (β) μη αυτοτελής (γ) οργάνωση πλήρης και δημοκρατική. Στους αναφερόμενους στο corpus εννοιολογικούς προσδιορισμούς ανήκει ότι το πολιτικό κόμμα είναι ένωση προσώπων «ελεύθερη» και «διαρκής», όπως επίσης ότι αποτελεί οργάνωση «πλήρη» και «δημοκρατική». Στην ουσιαστική διάσταση της νομικής έννοιας των πολιτικών κομμάτων (animus) ανήκουν επίσης τρία βασικά χαρακτηριστικά, ήτοι: (α) πολιτική ιδεολογία και επιδίωξή του γενικού συμφέροντος, (β) έκφραση λαϊκής θέλησης, (γ) συμμετοχή στη διακυβέρνηση. 2. Η σημασία και ο ρόλος των πολιτικών κομμάτων Τα πολίτικά κόμματα είναι τόσο θεμελιώδη για τη λειτουργία της σύγχρονης πολιτικής, που ο ρόλος τους και η λειτουργία τους θεωρούνται συχνά αυτονόητα. Ως πολιτικοί μηχανισμοί οργανωμένοι κατά τέτοιο τρόπο ώστε να κερδίζουν εκλογές και να διαχειρίζονται την κυβερνητική εξουσία, τα κόμματα γεννήθηκαν μόλις στις αρχές του 19 ου αιώνα. Τα πολιτικά κόμματα συνιστούν την κεντρική οργανωτική αρχή της 1 Ανδρέας Γ. Δημητρόπουλος, Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα- Θεσσαλονίκη, 2011, σελ.662. Παραπλήσιοι ορισμοί διατυπώνονται και από άλλους συγγραφείς. Κατά τον Κώστα Γ. Μαυριά, το πολιτικό κόμμα ορίζεται ως μία ομάδα πολιτών που οργανώνονται προκειμένου να δράσουν από κοινού με στόχο την κατάληψη και άσκηση της κρατικής εξουσίας, βλ. Κώστας Γ. Μαυριάς, Συνταγματικό Δίκαιο, εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2005, σελ. 431. Κατά τον Andrew Heywood, πολιτικό κόμμα ονομάζεται μία ομάδα πολιτών που οργανώνεται με σκοπό την κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας, με εκλογικά ή με άλλα μέσα. Τα τέσσερα βασικά χαρακτηριστικά τους κατά τον συγγραφέα αυτόν είναι ότι (α) στοχεύουν στην άσκηση κυβερνητικής εξουσίας κατακτώντας πολιτικά αξιώματα, (β) είναι οργανωμένα σώματα με μέλη που διαθέτουν «κομματική ταυτότητα», (γ) έχουν ευρύτερους στόχους, απευθυνόμενα σε όλους τους μείζονες τομείς της κυβερνητικής πολιτικής και (δ) ενώνονται στη βάση κοινών πολιτικών προτιμήσεων και μιας γενικής ιδεολογικής ταυτότητας, βλ. Andrew Heywood, Εισαγωγή στην Πολιτική, εκδόσεις Πόλις, 2002, σελ. 346. Ο D. Grimm σημειώνει επιγραμματικά στο Handbuch des Verfassungsgerechts11 ότι: «τα πολιτικά κόμματα είναι η συνέπεια της συνταγματικής αποδοχής του δικαιώματος της κοινωνίας να έχει λόγο κατά τη διαμόρφωση των κρατικών αποφάσεων», βλ. Εκδοτική επιτροπή E.Benda, W.Maihofer, H.J.Vogel,1983, σελ.317. 3

σύγχρονης πολιτικής. Αποτελούν τον ζωτικό σύνδεσμο μεταξύ του κράτους και της κοινωνίας των πολιτών, μεταξύ των κυβερνητικών θεσμών και των ομάδων και συμφερόντων που δρουν στην κοινωνία. Οι εξελίξεις της σύγχρονης πολιτικής και κοινωνικής ζωής καθιστούν αναγκαία τη μελέτη του θεσμού των κομμάτων και του ρόλου που αυτά διαδραματίζουν στη διαμόρφωση και την άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας. Όλοι οι σύγχρονοι μελετητές εκκινούν από τη διαπίστωση ότι τα πολιτικά κόμματα αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του δημοκρατικού πολιτεύματος. Τα πολιτικά κόμματα αποτελούν το βασικό θεσμό της σύγχρονης δημοκρατίας. Η ανάπτυξη των κομμάτων μετέβαλε τη μορφή δημοκρατίας από αντιπροσωπευτική σε κομματική. Τα πολιτικά κόμματα εξασφαλίζουν την ουσιαστική και κανονική λειτουργία της δημοκρατίας και δημιουργούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις ισορροπίας μεταξύ των κρατικών οργάνων. «Δημοκρατικοποιούν» ολόκληρο το πολιτικό σύστημα κι εξασφαλίζουν τη συμμετοχή του λαού στη διακυβέρνησή του κράτους, ενεργώντας ως ασφαλιστικές δικλείδες ενάντια σε κάθε απόπειρα εκτροπής από την ομαλή δημοκρατική διαδικασία. 2 3. Η συνταγματική κατοχύρωση των πολιτικών κομμάτων Η ελεύθερη ίδρυση πολιτικών κομμάτων και η συμμετοχή σε αυτά καθιερώνεται, σε επίπεδο καταστατικού χάρτη, για πρώτη φορά στο Σύνταγμα του 1975. Μέχρι τότε η ίδρυση και συμμετοχή σε πολιτικά κόμματα θεωρείτο έκφανση του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι. Πιο συγκεκριμένα, το δικαίωμα κατοχυρώνεται στο άρ. 29, σύμφωνα με το οποίο: 1. Έλληνες πολίτες που έχουν το εκλογικό δικαίωμα μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα, που η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Πολίτες που δεν απέκτησαν ακόμη το δικαίωμα να εκλέγουν μπορούν να συμμετέχουν στα τμήματα νέων των κομμάτων. 2. Τα κόμματα έχουν δικαίωμα στην οικονομική τους ενίσχυση από το Κράτος για τις εκλογικές και λειτουργικές τους δαπάνες, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις διαφάνειας ως προς τις εκλογικές δαπάνες και γενικά την οικονομική διαχείριση των κομμάτων, των βουλευτών, των υποψήφιων βουλευτών και των υποψηφίων στην τοπική αυτοδιοίκηση όλων των βαθμών. Με νόμο επιβάλλεται ανώτατο όριο εκλογικών δαπανών, μπορεί να απαγορεύονται ορισμένες μορφές προεκλογικής προβολής και καθορίζονται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες η παράβαση των σχετικών διατάξεων συνιστά λόγο έκπτωσης από το βουλευτικό αξίωμα με 2 Ανδρέας Γ. Δημητρόπουλος, Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα- Θεσσαλονίκη, 2011, σελ.662. 4

πρωτοβουλία του ειδικού οργάνου του επόμενου εδαφίου. O έλεγχος των εκλογικών δαπανών των κομμάτων και των υποψήφιων βουλευτών διενεργείται από ειδικό όργανο που συγκροτείται και με τη συμμετοχή ανώτατων δικαστικών λειτουργών, όπως νόμος ορίζει. Με νόμο μπορούν να επεκταθούν οι ρυθμίσεις αυτές και στους υποψηφίους για άλλες αιρετές θέσεις. 3. Απαγορεύονται απολύτως οι οποιασδήποτε μορφής εκδηλώσεις υπέρ ή κατά πολιτικού κόμματος στους δικαστικούς λειτουργούς και σε όσους υπηρετούν στις ένοπλες δυνάμεις και στα σώματα ασφαλείας. Απαγορεύονται απολύτως οι οποιασδήποτε μορφής εκδηλώσεις υπέρ ή κατά πολιτικού κόμματος, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, στους υπαλλήλους του Δημοσίου, οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή δημόσιων επιχειρήσεων ή επιχειρήσεων οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή επιχειρήσεων η διοίκηση των οποίων ορίζεται άμεσα ή έμμεσα από το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχο. Θεσπίζοντας το δικαίωμα ίδρυσης και συμμετοχής σε πολιτικά κόμματα ως αυτοτελές, το Σύνταγμα αφενός το οριοθετεί, αναγνωρίζοντάς το μόνο στα μέλη του εκλογικού σώματος, αφετέρου επιβάλλει ως προς την οργάνωση και δράση των κομμάτων, την εξυπηρέτηση της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. 3 Ως προς τη νομική φύση του δικαιώματος του άρ. 29 Σ, μερίδα συγγραφέων υποστηρίζει την άποψη ότι το δικαίωμα ίδρυσης και συμμετοχής σε πολιτικά κόμματα είναι πολιτικό δικαίωμα, 4 ενώ άλλοι το θεωρούν γνήσιο ατομικό δικαίωμα. 5 Υποστηρίζεται ακόμη και η άποψη περί του διφυούς χαρακτήρα του δικαιώματος, ως ατομικής ελευθερίας και ως πολιτικής ελευθερίας. 6 Ειδικότερα, κατά τον Γ. Δρόσο, ο ατομικός χαρακτήρας της ελευθερίας των κομμάτων υποδηλώνεται κατ αρχήν στο ίδιο το άρ. 29 παρ. 1 Σ, από το οποίο προκύπτει ότι το κόμμα είναι μία εθελοντική και ελεύθερη ένωση. Αντίθετα από το εκλογικό δικαίωμα, το οποίο κατά το άρ. 51 παρ. 5 Σ είναι υποχρεωτικό, η άσκηση του δικαιώματος των πολιτών να οργανώνονται σε πολιτικά κόμματα εξαρτάται από την ελεύθερη βούλησή τους. 3 Κώστας Γ. Μαυριάς, Συνταγματικό Δίκαιο, εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2005, σελ. 434 4 Γ. Κασιμάτης, Τα πολιτικά κόμματα ως πολιτικός θεσμός, σελ. 202, Α. Μανιτάκης, Το υποκείμενο των συνταγματικών δικαιωμάτων κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, Δημοσιεύματα Συνταγματικού Δικαίου Ι, εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1981, σελ. 144-145, Ευ. Βενιζέλος, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου Ι, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1991, σελ. 341-342. 5 Γ. Βλάχος, Το Σύνταγμα της Ελλάδος (Επίμετρο στο Σύνταγμα της Ελλάδος των Α. Ι. Σβώλου Γ. Κ. Βλάχου), Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κοματηνή, 1979, σελ.58, υπ.15. 6 Ι. Δρόσος,, Η νομική θέσις των πολιτικών κομμάτων στη Ελλάδα, εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα- Κομοτηνή 1982, σελ. 179 επ., Α. Παπακωνσταντίνου, Ίδρυση πολιτικού κόμματος και πολίτευμα, Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου, 1997, τεύχος 1, σελ. 28 επ. 5

Ο ατομικός χαρακτήρας της ελευθερίας των κομμάτων προβάλλεται και από το περιεχόμενο του δικαιώματος οργάνωσης σε πολιτικά κόμματα, το οποίο αποκτά υπόσταση ως συνισταμένη δύο ατομικών δικαιωμάτων. Πρόκειται για την ελευθερία του συνεταιρισμού και την ελευθερία της γνώμης που κατοχυρώνονται αντίστοιχα από τα άρ. 12 και 14 του Συντάγματος. Αναλυτικότερα, οι πολίτες που οργανώνονται σε πολιτικό κόμμα αφενός αποτελούν ένωση με όλα τα χαρακτηριστικά των ενώσεων μη κερδοσκοπικού σκοπού κατά την έννοια του άρ. 12 παρ. 1 του Συντάγματος και αφετέρου ασκούν το δικαίωμα να εκφράζουν ελεύθερα τις γνώμες τους κατά την έννοια του άρ. 14 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι όταν συγκροτούν ένα πολιτικό κόμμα εκφράζουν εξ ορισμού ένα πολιτικό πρόγραμμα για το πως πρέπει να ασκηθεί η δημόσια εξουσία, για την πραγμάτωση του οποίου και οργανώνονται και δραστηριοποιούνται. Η ελευθερία οργάνωσης σε πολιτικά κόμματα μπορεί να θεωρηθεί ως εξειδίκευση του άρ. 5 παρ. 1 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο ο καθένας δικαιούται να συμμετέχει στην πολιτική ζωή της χώρας. Η σχέση πάντως του άρ.29 παρ. 1 του Συντάγματος με τα άρ. 12 και 14 του Συντάγματος αφορά τον αρνητικό αμυντικό χαρακτήρα της ελευθερίας των κομμάτων και όχι το περιεχόμενό της. Το τι είναι και πως συνιστάται ένα κόμμα δεν προκύπτει από τα άρ. 12 και 14 του Συντάγματος, ούτε έχουν εφαρμογή για τα κόμματα οι επί μέρους διατάξεις τους. Τα ζητήματα αυτά ρυθμίζονται από το άρ. 29 του Συντάγματος και τις άλλες συνταγματικές διατάξεις που αναφέρονται στα κόμματα. Από την ατομική χρήση της ελευθερίας των κομμάτων προκύπτει ότι η ελευθερία αυτή έχει αρνητικό-αμυντικό χαρακτήρα έναντι της κρατικής εξουσίας. Όπως τα δικαιώματα του άρ. 12 και του άρ. 14 του Συντάγματος, έτσι και το δικαίωμα του άρ. 29 παρ. 1 του Συντάγματος διαγράφει μια σφαίρα ελεύθερης δραστηριότητάς ατόμων, μέσα στην οποία δεν δικαιούνται να παρεμβαίνουν τα κρατικά όργανα. Ειδικότερη νομική συνέπεια του αρνητικού αμυντικού χαρακτήρα της ελευθερίας των κομμάτων είναι η ανεξαρτησία τους από την κρατική εξουσία. Ως ανεξαρτησία των κομμάτων από την κρατική εξουσία νοείται το συνταγματικό τους δικαίωμα να μη δεσμεύονται από υποδείξεις οι κατευθύνσεις των κρατικών οργάνων όσον αφορά τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας τους και, γενικότερα, τον τρόπο με τον οποίο ασκούν τα δικαιώματα που τους αναγνωρίζονται από το Σύνταγμα και από τους νόμους. Έτσι λοιπόν, για παράδειγμα κατά την εφαρμογή του άρ. 29 παρ. 2 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο τα κόμματα έχουν δικαίωμα στην οικονομική τους ενίσχυση από το κράτος για τις εκλογικές και λειτουργικές της δαπάνες όπως νόμος ορίζει, τα κρατικά όργανα στα οποία περιλαμβάνεται και ο κοινός νομοθέτης, δεν έχουν δικαίωμα ούτε να εξαρτήσουν την κρατική οικονομική ενίσχυση των κομμάτων από οποιαδήποτε ανταλλάγματα ούτε να περιορίσουν την εν γένει οικονομική δραστηριότητα των κομμάτων, τόσο ώστε ουσιαστικά να εξαρτούν την πολιτική τους δραστηριότητα από την κρατική οικονομική ενίσχυση. 6

Η ελεύθερη ίδρυση πολιτικών κομμάτων και η συμμετοχή στα πολιτικά κόμματα, που έχουν ήδη ιδρυθεί, αποτελεί συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα όλων των Ελλήνων (άρ. 29 παρ.1 Σ). Οι πολίτες που δεν έχουν αποκτήσει το δικαίωμα του εκλέγειν μπορούν να συμμετέχουν στα τμήματα νέων των κομμάτων. Στα πολιτικά κόμματα δεν σχηματίζονται οι κρατικές αποφάσεις, αλλά οι κρατικές θελήσεις. Ο σχηματισμός των κρατικών αποφάσεων πραγματοποιείται στα κρατικά όργανα, λ.χ. στο Κοινοβούλιο, στην κυβέρνηση κλπ.. Είναι πολιτικά όργανα, όχι όμως και κρατικά όργανα, διότι δεν ταυτίζονται με το κράτος και βρίσκονται έξω από την ιεραρχία των κρατικών οργάνων. Η συνταγματικότητα των πολιτικών κομμάτων αποτελεί στοιχείο της νομικής τους εννοίας. 7 Η κοινωνικοπολιτική έννοια των κομμάτων δεν ταυτίζεται με τη νομική και αποτελεί την πραγματική της βάση. Κατά το τυπικό και μικτό σύστημα, η συνταγματικότητα των πολιτικών κομμάτων είναι στοιχείο της νομικής τους έννοιας, καθόσον τα κομματικά καταστατικά πρέπει να εγκριθούν ή να αναγνωριστούν. Αλλά και στη Γερμανία, όπου ακολουθείται το ουσιαστικό σύστημα, η παραδοχή ορισμένων βασικών αρχών εκ μέρους των πολιτικών κομμάτων - απαραίτητο στοιχείο της αναγνώρισής τους στην έννομη τάξη - θεωρείται ότι ανήκει στις άγραφες, αλλά βασικές προϋποθέσεις του Θεμελιώδους Νόμου και κατά συνέπεια, στην ίδια την υπόσταση της ελεύθερης δημοκρατικής τάξης. Στις βασικές αρχές αυτής της τάξης, τις οποίες οφείλουν να μην παραβλέπουν τα πολιτικά κόμματα, ανήκουν τουλάχιστον τα εξής: ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ιδιαίτερα του δικαιώματος κάθε ατόμου επί της ζωής και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του, οι αρχές της λαϊκής κυριαρχίας, της διάκρισης των εξουσιών, της υπευθυνότητας της κυβέρνησης, της νομιμότητας της διοίκησης, της ανεξαρτησίας των δικαστηρίων, της ύπαρξης περισσότερων από ένα κόμμα, της εσωκομματικής δημοκρατίας, καθώς και η αρχή της ισότητας, που περιέχει το δικαίωμα σχηματισμού και άσκησης της αντιπολίτευσης. 4. Κομματική δημοκρατία Η κομματική δημοκρατία είναι μία μορφή λαϊκής διακυβέρνησης, η οποία επιτελείται μέσω της δράσης ενός κόμματος εννοούμενου ως δημοκρατικού θεσμού. Σύμφωνα με τη θεώρηση της εσωκομματικής δημοκρατίας, τα κόμματα είναι δημοκρατικοί φορείς, καθώς η εξουσία στο εσωτερικό τους είναι ευρέως και ισομερώς κατανεμημένη. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να υπάρχει ευρεία συμμετοχή κατά την εκλογή των ηγετών και την επιλογή των υποψηφίων, ενώ τα συνέδρια και οι διασκέψεις θα πρέπει να έχουν κεντρική θέση στη χάραξη των πολιτικών. Στη 7 Ανδρέας Γ. Δημητρόπουλος, Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα- Θεσσαλονίκη, 2011, σελ.662., Γ. Δρόσος, Η νομική θέσις των πολιτικών κομμάτων στη Ελλάδα, εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα- Κομοτηνή 1982, σελ. 179 επ., Δ. Τσάτσος, Συνταγματικό Δίκαιο, Τόμος Β, σελ. 113. 7

θεωρία έχει υποστηριχθεί, με αξιοπρόσεκτα επιχειρήματα, η ανάγκη ρύθμισης του αιτήματος της δημοκρατικής λειτουργίας των κομμάτων. Ώστε να αποφεύγονται ορισμένα φαινόμενα, όπως ο αρχηγισμός, ο αδιαφανής τρόπος λήψης των αποφάσεων, ο αποκλεισμός ή φίμωση των διαφωνούντων που συνήθως συγκροτούν την αποκαλούμενη «ενδοκομματική αντιπολίτευση». Και ερωτάται: έχει την εξουσία ο νομοθέτης να επιβάλλει την τήρηση της δημοκρατικής αρχής στην εσωτερική λειτουργία των κομμάτων ή μία τέτοια ρύθμιση θα απέβαινε αντισυνταγματική; 5. Η εσωκομματική δημοκρατία Α. Το ζήτημα της εσωκομματικής ανεξαρτησίας Μία ειδική πλευρά της ανεξαρτησίας των κομμάτων αποτελεί το ζήτημα της οργανωτικής τους ανεξαρτησίας. Συγκεκριμένα, τίθεται το ερώτημα εάν το Σύνταγμα επιβάλλει κάποιο συγκεκριμένο τρόπο εσωτερικής οργάνωσης και λειτουργίας των κομμάτων. Κατά μίαν άποψη, η δημοκρατική αρχή, ως διατρέχουσα το Σύνταγμα, πρέπει να εφαρμόζεται και στην εσωτερική λειτουργία των κομμάτων, ακριβώς και ιδίως γιατί τα κόμματα αποτελούν θεσμό έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας. Προς υποστήριξη αυτής της άποψης γίνεται επίκληση σειράς διατάξεων του Συντάγματος οι οποίες αναφέρουν τα κόμματα ως θεσμούς του πολιτεύματος και μάλιστα, παρατηρείται ότι «η λογική της οργάνωσης της εξουσίας στο πλαίσιο της νομοθετικής και εκτελεστικής λειτουργίας που βασίζεται στην ύπαρξη των κομμάτων» 8 και ότι «η υλοποίηση [ ] του δικαιώματος ίδρυσης πολιτικών κομμάτων, εξαρτάται απόλυτα από τις δυνατότητες που έχει ο πολίτης μέσα στο κόμμα. Και γι αυτό ακριβώς η περί πολιτικού κόμματος λογική του Συντάγματος εισχωρεί και στο πεδίο της εσωτερικής του λειτουργίας» 9. Εισφέρεται εξάλλου και το τελεολογικό επιχείρημα, ότι η δημοκρατική λειτουργία μιας οργανωμένης κοινωνικής ομάδας δεν περιορίζει, όπως απροσδόκητα υποστηρίζεται στην απόφαση 2145/1979 ΣτΕ, την ελευθερία αλλά δημιουργεί τη θεμελιώδη προϋπόθεση για την ελεύθερη λειτουργία του. Η σχέση ελευθερίας και Δημοκρατίας δεν είναι αντιθετική, άλλα αλληλοσυμπληρωματική. 8 Δ. Τσάτσος, Συνταγματικό Δίκαιο, σελ. 34. 9 Π. Φουντεδάκη, Ενδοκομματική δημοκρατία και Σύνταγμα, Σύγχρονα Νομικά Μελετήματα, Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα- Κομοτηνή, 1987, σελ. 238. 8

Β. Η εσωκομματική δημοκρατία ως συνταγματική επιταγή Κατά τον Α. Δημητρόπουλο, στη ρύθμιση των πολιτικών κομμάτων από τα Συντάγματα ορισμένων κρατών, 10 περιλαμβάνεται κανόνας κατά τον οποίο η οργάνωσή τους πρέπει να διέπεται από δημοκρατικές αρχές. Το ελληνικό Σύνταγμα αναφέρεται ρητά στον κανόνα αυτόν στο άρ. 29 παρ. 1. Ο κανόνας αυτός αποτελεί ισχύον δίκαιο και όχι η προγραμματική πρόταση. Η υποχρέωση των πολιτικών κομμάτων να έχουν δημοκρατική οργάνωση αποτελεί, στην κομματική δημοκρατία που, αναγκαία συνέπεια της συνταγματικής τους αναγνώρισης ως φορέων της λαϊκής θέλησης. Η έκφραση της λαϊκής θέλησης προϋποθέτει δημοκρατική εσωτερική τάξη των πολιτικών κομμάτων. Οι δύο αυτοί οι συνταγματικοί κανόνες αποτελούν αδιάσπαστη ενότητα. Η ευθυγράμμιση πολιτικών κομμάτων και Κράτους, από την οποία προήλθε η συνταγματική τους αναγνώριση, σημαίνει την αναγνώριση και από τα δύο των δημοκρατικών αρχών, τη δημιουργία του αξιώματος «δημοκρατικά κόμματα σε δημοκρατικό κράτος». Εφόσον η εσωτερική τάξη του κόμματος δεν ανταποκρίνεται στους δημοκρατικούς κανόνες, μπορεί με βεβαιότητα να υποτεθεί ότι 10 Αρκετά ευρωπαϊκά Συντάγματα περιέχουν διατάξεις σχετικές με το ζήτημα της δημοκρατικής οργάνωσης και λειτουργίας των κομμάτων, όπως για παράδειγμα το ιταλικό και το γερμανικό. Η σχετική διάταξη μάλιστα του ιταλικού Συντάγματος διχάζει την ιταλική θεωρία: Κατά μία νομική άποψη η διάταξη αυτή αναφέρεται αποκλειστικά στην εξωτερική δραστηριότητα των κομμάτων και δεν δικαιολογεί έλεγχο ούτε των ιδεολογικών και πολιτικών αρχών ούτε της εσωτερικής οργάνωσης των κομμάτων. Μια δεύτερη άποψη υποστηρίζει ότι με τη διάταξη αυτή επιβάλλεται στα κόμματα η υποχρέωση όχι μόνο να σέβονται τους κανόνες της Δημοκρατίας κατά την εξωτερική τους δραστηριότητα, αλλά να είναι οργανωμένα και να λειτουργούν με δημοκρατικό τρόπο και να υιοθετούν δημοκρατικές αρχές και προγράμματα. Σαφέστερη είναι η διάταξη του άρ. 29 παρ. 1 του Θεμελιώδους Νόμου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Η ρητή συνταγματική επιταγή που περιέχει εξειδικεύεται στο δεύτερο τμήμα (άρ. 6 έως 16) του γερμανικού «Νόμου περί των πολιτικών κομμάτων» της 24ης Ιουλίου 1967, το οποίο περιέχει λεπτομερείς κανόνες οργάνωσης και λειτουργίας των κομμάτων και ειδικότερα κανόνες που προσδιορίζουν το ελάχιστο υποχρεωτικό περιεχόμενο των καταστατικών των κομμάτων, τα απαραίτητα όργανα των κομμάτων και τον τρόπο συγκρότησης και λειτουργίας τους, τα δικαιώματα των άλλων, τη συγκρότηση και τις αρμοδιότητες «κομματικών διαιτητικών δικαστηρίων» κοκ. Με τις διατάξεις αυτές καθιερώνεται ένας τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας των κομμάτων που είναι παράλληλος ή πάντως αντιστοίχος με τον τρόπο που ο Θεμελιώδης Νόμος ρυθμίζει την οργάνωση του Κράτους και τη λειτουργία του πολιτεύματος. Οι θεμελιώδεις δημοκρατικές αρχές πάνω στις οποίες κατά το άρ. 29 παρ. 1 του Θεμελιώδους Νόμου στηρίζεται η εσωτερική τάξη των κομμάτων δεν είναι άλλες από τις αρχές πάνω στις οποίες στηρίζεται η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, σύμφωνα με τη διατύπωση του άρ. 20 παρ. 1 του Θεμελιώδους Νόμου. 9

το κόμμα αυτό ανερχόμενο στην εξουσία θα επιβάλλει και στο κράτος τις αρχές, τις οποίες εφαρμόζει στην εσωτερική του τάξη. Δημοκρατία στο κράτος και δημοκρατίας στο κόμμα συνδέονται στενότατα στο συνταγματικό πλαίσιο της κομματικής Δημοκρατίας, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η ύπαρξη της μιας εξαρτάται από την ύπαρξη της άλλης. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η εσωκομματική δημοκρατία είναι θέμα συνταγματικής τάξης, που ανάγεται στην ύπαρξη και λειτουργία της δημοκρατίας στο κράτος γενικότερα και δεν είναι εσωτερική υπόθεση των κομμάτων. Με τον κανόνα της εσωκομματικής Δημοκρατίας επιτάσσεται κατ αρχήν η εφαρμογή μέσα σε κάθε πολιτικό κόμμα των δημοκρατικών αρχών που εφαρμόζονται στο κράτος. Αυτό έχει την έννοια του συντονισμού - όχι της ταύτισης - της οργάνωσης και λειτουργίας κάθε κόμματος προς εκείνη του κράτους και της ευθυγράμμισης των κομματικών οργανώσεων μεταξύ τους. Κόμματα και κράτος είναι πολιτικοί οργανισμοί, που επιδιώκουν το γενικό συμφέρον. Μεταξύ τους όμως υπάρχουν πολλές διαφορές, που οφείλονται στο ότι τα κόμματα είναι τμήματα του κράτους. Έτσι, προκειμένου για το κράτος ισχύει ο κανόνας «τόση μόνον ενότητα όση είναι απόλυτα αναγκαία», ενώ προκειμένου για τα πολιτικά κόμματα ο κανόνας παίρνει τη μορφή «τόση περισσότερη ενότητα, όση είναι δυνατή». Κατά συνέπεια, τα θεμελιώδη δικαιώματα δεν εφαρμόζονται στα κόμματα, όπως στο κράτος. Η κατοχύρωση του μέλους μέσα στο κόμμα είναι γενικά διαφορετική από την κατοχύρωση του πολίτη μέσα στο κράτος. Στο κόμμα δεν είναι δυνατόν να εφαρμόζεται η κοινοβουλευτική αρχή, απαιτείται όμως η παροχή δυνατότητας αλλαγής της ηγεσίας. Από τα παραπάνω, συνάγεται ότι η εφαρμογή δημοκρατικών αρχών δεν έχει την έννοια της εφαρμογής τους στα πολιτικά κόμματα, όπως στο κράτος, αλλά σημαίνει επιλογή από τις δημοκρατικές αρχές που εφαρμόζονται στο κράτος και προσαρμογή τους προς τις ιδιάζουσες συνθήκες των κομμάτων. Η αρχή της εσωκομματικής δημοκρατίας έχει ως αναγκαία συνέπεια την ευθυγράμμιση των κομματικών οργανώσεων μεταξύ τους. Με την εφαρμογή της αρχής αυτής καθιερώνεται ένας τύπος κομμάτων, των κομμάτων μελών, δηλαδή εκείνων στα οποία, τόσο ο σχηματισμός της θέλησής του, όσο και ο σχηματισμός των οργάνων που πραγματοποιείται από τα κάτω προς τα πάνω. Η παραπέρα διάπλαση του κόμματος-προτύπου είναι έργο του κοινού νομοθέτη. Το Σύνταγμα και οι νόμοι ορίζουν ένα minimum δημοκρατικότητας, το οποίο υποχρεούνται τα πολιτικά κόμματα να μην παραβιάζουν, μπορούν όμως να περιλαμβάνουν στα καταστατικά τους διατάξεις δημοκρατικότερο του περιεχόμενου. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται ο συνδυασμός της αναγκαιότητας της νομοθετικής ρύθμισης και της διατήρησης της αυτονομίας των κομμάτων. Την άποψη ότι η δημοκρατική μορφή του πολιτεύματος επιβάλλει τη δημοκρατική εσωτερική οργάνωση και λειτουργία των κομμάτων αναπτύσσει και ο Δημ. Θ. Τσάτσος, κατά τον οποίο «ο κανόνας του άρ. 29 παρ.1 του Συντάγματος, κατά το οποίο η οργάνωση και η δράση των κομμάτων οφείλει να υπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, αναφέρεται και στην εσωτερική τους δομή. Είναι φανερό πως ο χαρακτήρας της εσωτερικής δομής ενός 10

κόμματος, όταν αυτό γίνει κυβέρνηση θα καθορίζει και τον τρόπο λειτουργίας του πολιτεύματος ( ). Γι αυτό, η ( ) δημοκρατική εσωτερική οργάνωση των κομμάτων αποτελεί κατά το άρ. 29 παρ. 1 του Συντάγματος συνταγματική επιταγή». Όπως συνεχίζει ο Δημ. Θ. Τσάτσος «η συνταγματική κατοχύρωση των πολιτικών κομμάτων σημαίνει κυρίως συνταγματική κατοχύρωση του πολίτη για ενεργητική συμμετοχή στο πολιτικό γίγνεσθαι. Η συμμετοχή όμως αυτή εξαρτάται απόλυτα από τις δυνατότητες που προσφέρει το κόμμα για εσωτερικό διάλογο, για τη δημιουργία οργανωμένων τάσεων στο κόμμα, εξαρτάται δηλ. από τη δυνατότητα της ενδοκομματικής αμφισβήτησης». Γ. Ο αντίλογος Ωστόσο, ο Ι. Δρόσος θεωρεί ότι με τη λύση αυτή ο νομοθέτης επιβάλλει στο κόμμα να λειτουργεί και να οργανώνεται κατ εικόνα και ομοίωση του πολιτεύματος. Το κόμμα αντιμετωπίζεται σαν παρακολούθημα των κρατικών οργάνων, σαν είδος κρατικού θεσμού και όχι ως έκφραση της δυναμικής που περιέχεται στην κοινωνική εξέλιξη και στους φορείς της. Το ισχύον πολίτευμα αντιμετωπίζεται στατικά, σαν ένα δεδομένο σύστημα κανόνων, που πηγάζει από ένα δεδομένο σύστημα αξιών και γενικών αρχών καθολικής ισχύος, τις οποίες δεν επιτρέπεται να ανατρέψει η κοινωνική εξέλιξη. Τα κόμματα, όμως, δεν είναι υποχρεωμένα να αποφεύγουν να αλλοιώσουν το συσχετισμό των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων από τον οποίο προέκυψαν όχι σαν διαπίστωση και εξειδίκευση «αιωνίων» αξιών, αλλά «ως νομικοπολιτική πράξη του φορέα της εξουσίας». Οι συνταγματικές διατάξεις αποτελούν τα όρια των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των κομμάτων, δεν αποτελούν, όμως, αναγκαστικά και οι πηγές της ιδεολογίας, της οργάνωσης και της δράσης τους. Αυτές οι πηγές βρίσκονται στην κοινωνία, στα συμφέροντα που εκφράζει το κάθε κόμμα και στους πολιτικούς στόχους που επιδιώκει. Έτσι, τα κόμματα μπορούν να αντιλαμβάνονται όπως θέλουν την έννοια της δημοκρατίας, υιοθετώντας εκείνη τη μορφή οργάνωσης και λειτουργίας που τους φαίνεται προσφορότερη για την πραγματοποίηση των πολιτικών τους επιδιώξεων. Άλλωστε, ο διαχωρισμός της οργάνωσης και λειτουργίας ενός κόμματος από την ιδεολογία και την πολιτική του δραστηριότητα ενέχει αυθαιρεσία. Δεν υπάρχει ένας και μόνος δημοκρατικός τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας ενός κόμματος, ο οποίος τουλάχιστον στις θεμελιώδεις του αρχές του, ισχύει πάντοτε και για όλους. Αντίθετα, τα κόμματα οργανώνονται με εκείνον τον τρόπο που τους επιτρέπει την αποτελεσματικότερη εξυπηρέτηση των συμφερόντων υπέρ των οποίων αγωνίζονται, ενώ υπάρχει αλληλεξάρτηση και διαλεκτική σχέση ανάμεσα στα διάφορα ιδεολογικά, κοινωνικά και πολιτικά ερεθίσματα και στην οργάνωση και λειτουργία των κομμάτων που εκφράζουν. Έτσι, η επιβολή ενός συγκεκριμένου τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας στα κόμματα συνεπάγεται και τη θέσπιση ορισμένων, ιδεολογικών και πολιτικών πλαισίων μέσα στα οποία είναι αναγκασμένα να κινούνται. 11

Ανεξάρτητα, όμως, από την αντιγνωμία περί του τι de lege ferenda «είναι σκόπιμο» ή «πρέπει» να ακολουθείται τελικά, τίθεται το ζήτημα το άρ. 29 παρ. 1 εδ. β του Συντάγματος περιέχει «συνταγματική επιταγή», βάσει της οποίας τα κόμματα είναι υποχρεωμένα να οργανώνονται και να αναπτύσσουν τις εσωτερικές τους λειτουργίες με «δημοκρατικό τρόπο». Η διατύπωση της διάταξης κατ αρχήν, δεν επιβάλλει να συναχθεί αναγκαστικά το συμπέρασμα ότι τα κόμματα πρέπει να είναι οργανωμένα κατά κάποιο συνταγματικά προσδιοριζόμενο τρόπο. Η διάταξη αναφέρει ρητά ότι η οργάνωση των κομμάτων οφείλει να υπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Δεν ορίζεται ποιος είναι ο σύννομος τρόπος για να υπηρετεί ένα κόμμα την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ο ισχυρισμός ότι η οργάνωση ενός κόμματος υπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία μόνο εφόσον το κόμμα αυτό λειτουργεί δημοκρατικά αποτελεί αυθαίρετη μετατροπή μιας -κατά τη διατύπωση του Κασιμάτη- πολιτικής αξίωσης σε κανόνα δικαίου. Πράγματι, το Σύνταγμα περιέχει αναλυτικά τους κανόνες που, εφαρμόζοντας και εξειδικεύοντας την κατά το άρ. 1 παρ. 2 του Συντάγματος θεμελιώδη για το πολίτευμα αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, περιέχουν τη λειτουργία και παρέχουν τις εξηγήσεις για το σεβασμό του ελεύθερου δημοκρατικού πολιτεύματος, όπως αυτό καθιερώνεται από το Σύνταγμα. Είναι δε δυνατό και ένα μη δημοκρατικά οργανωμένο κόμμα να υποβληθεί στην κρίση και να αποσπάσει τη συναίνεση της πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος και να σχηματίσει κυβέρνηση. Η περίπτωση αυτή, όμως, δεν μπορεί λοιπόν να θεωρηθεί νομικός λόγος για τον οποίο ένα κόμμα, το οποίο συγκεντρώνει την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος, διαθέτει δηλαδή ότι το Σύνταγμα θεωρεί αναγκαίο και επαρκές προσόν για την κατ εφαρμογή της λαϊκής κυριαρχίας άσκηση της εξουσίας, πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, τουλάχιστον με τη μορφή που αυτή καθιερώνεται στο Σύνταγμα. Με άλλα λόγια, δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι ένα κόμμα παραβαίνει τη συνταγματική επιταγή, επειδή η οργάνωσή του δεν υπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, παρά το γεγονός ότι το κόμμα αυτό τηρεί τους κανόνες με τους οποίους το Σύνταγμα ρυθμίζει και εγγυάται τη λαϊκή κυριαρχία. Αυτό συμβαίνει διότι η ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, τότε μόνο αποκτά νομικά σημαντικό περιεχόμενο, όταν θεωρηθεί ως έννοια που υποδηλώνει το πολίτευμα που θεσπίζει το ισχύον Σύνταγμα. Υπέρ της άποψης ότι το άρ. 29 παρ. 1 εδ. β του Συντάγματος δεν επιτάσσει η δημοκρατική οργάνωση των κομμάτων συνηγορούν, άλλωστε, και οι προπαρασκευαστικές εργασίες του άρ. 29 του Συντάγματος. Το άρ.12 παρ. 2 του κυβερνητικού Σχεδίου Συντάγματος περιείχε διάταξη σύμφωνα με την οποία «νόμος ορίζει τα της οργανώσεως και λειτουργίας των κομμάτων εντός δημοκρατικών πλαισίων». Η ίδια διάταξη διατηρήθηκε από τη Β Υποεπιτροπή και την Ολομέλεια της Επιτροπής του Συντάγματος. Απαλείφθηκε, όμως, μετά από συζήτηση, κατά την υιοθέτηση του Συντάγματος από την «Ε Αναθεωρητική Βουλή». Οι προπαρασκευαστικές εργασίες του άρ. 29 του Συντάγματος αποδεικνύουν ότι ο 12

συντακτικός νομοθέτης δεν παράλειψε, αλλά αρνήθηκε να επιβάλει στον κοινό νομοθέτη την υποχρέωση-ή να δημιουργήσει υπέρ αυτού την ευχέρεια- να θεσπίσει κανόνες που να ρυθμίζουν την εσωτερική οργάνωση και λειτουργία των κομμάτων. Στο ίδιο συμπέρασμα οδηγεί a contrario το άρ. 37 παρ. 2 εδ. β του Συντάγματος. Η διάταξη αυτή, που προβλέπει την ανάδειξη αρχηγού της κοινοβουλευτικής ομάδας, περιέχει τον μόνο συνταγματικό κανόνα ο οποίος ρυθμίζει μια συγκεκριμένη εσωκομματική λειτουργία. Ο κανόνας αυτός εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση που, σύμφωνα με το άρ. 37 του Συντάγματος, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας οφείλει να διορίσει αρχηγό του κόμματος που συγκεντρώνει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών στη Βουλή ως Πρωθυπουργό, αλλά το κόμμα αυτό δεν έχει αρχηγό ή ο αρχηγός του δεν έχει εκλεγεί βουλευτής. Είναι δε χαρακτηριστική η προσοχή με την οποία είναι διατυπωμένη η διάταξη αυτή: τίθεται ένα αρκετά βραχύ όριο, ώστε να μην εκκρεμεί για πολύ ο διορισμός του πρωθυπουργού και προσδιορίζεται ένα εντελώς συγκεκριμένο κομματικό σώμα το οποίο αποτελείται από τα μέλη του κόμματος που έχουν αναδειχθεί σε ένα κρατικό όργανο, τη Βουλή, (η κοινοβουλευτική ομάδα), έτσι ώστε να είναι απολύτως σαφές σε όποιον ανήκει η αρμοδιότητα να αναδείξει το πρόσωπο το οποίο -στην περίπτωση του άρ. 37 παρ. 2 του Συντάγματος θα κληθεί να σχηματίσει κυβέρνηση. Η διαδικασία όμως επιλογής του αρχηγού του κόμματος δεν προσδιορίζεται από το Σύνταγμα, αλλά αφήνεται στην κοινοβουλευτική ομάδα. Το άρ. 37 παρ. 2 εδ. β Σ μιλά για «ανάδειξη» του αρχηγού χωρίς να υπεισέρχεται στον τρόπο με τον οποίο θα γίνει αυτή η ανάδειξη, πράγμα που θεωρείται internum corporis της Κοινοβουλευτικής ομάδας. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει τέλος και η νομολογία του ΣΤΕ (ΣτΕ 2145/79). Πρέπει ακόμη να παρατηρηθεί ότι η άποψη που υποστηρίζει ότι από το άρ. 29 παρ. 1 εδ. β Σ πηγάζει η συνταγματική επιταγή της δημοκρατικής οργάνωσης των κομμάτων δεν διευκρινίζει δύο ζητήματα που έχουν καθοριστική σημασία: πρόκειται πρώτον, για τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει η οργάνωση ενός κόμματος, ώστε να θεωρηθεί δημοκρατική και δεύτερον, για τις κυρώσεις που πρέπει να επιβάλλονται στα κόμματα που παραβιάζουν τη συνταγματική επιταγή της δημοκρατικής οργάνωσης. Ο προσδιορισμός των χαρακτηριστικών μιας συνταγματικά αποδεκτής δημοκρατικής οργάνωσης των κομμάτων συνεπάγεται τη διατύπωση αρκετά λεπτομερειακών κανόνων, έτσι ώστε να είναι σαφές αν ένα κόμμα λειτουργεί σύμφωνα με αυτούς ή όχι. Τέτοιοι είναι οι κανόνες που περιέχει, για παράδειγμα ο γερμανικός «Νόμος περί πολιτικών κομμάτων» της 24ης Ιουλίου 1967, ο οποίος, όμως, δεν επαρκεί πάντοτε για να εξασφαλιστεί ούτε αυτή η λειτουργία των κομμάτων που ο ίδιος ο κανόνας χαρακτηρίζει ως δημοκρατική. Το ζήτημα των κυρώσεων είναι ακόμη πιο πολύπλοκο. Πρώτα απ όλα, επειδή πριν επιβληθούν οι κυρώσεις είναι αναγκαίο να προσδιοριστούν οι διαδικαστικοί-δικονομικοί κανόνες, βάσει των οποίων ασκείται ο έλεγχος της «δημοκρατικότητας» της εσωτερικής λειτουργίας των κομμάτων, καθώς και τα όργανα που ασκούν αυτόν τον έλεγχο και επιβάλλουν τις κυρώσεις. Αυτό όμως είναι δύσκολο να γίνει χωρίς να υπάρξει κίνδυνος υπερβολικής ή και αθέμιτης κρατικής 13

παρέμβασης στην εσωτερική ζωή των κομμάτων με λόγο ή πρόσχημα- τον έλεγχο της «δημοκρατικότητας» της λειτουργίας τους. Ακόμη είναι δύσκολο να βρεθούν αποτελεσματικές κυρώσεις, δεδομένου ότι δεν είναι συνταγματικά δυνατόν ούτε να απαγορευθούν τα κόμματα, αλλά ούτε και να απαγορευτεί σε αυτά να συμμετέχουν στις εκλογές και στη Βουλή και να αναδεικνύουν πρωθυπουργό ή να ασκούν την εξουσία αν και συγκεντρώνουν όλες τις προϋποθέσεις που απαιτούν τα σχετικά άρθρα του Συντάγματος. Στην περίπτωση, όμως, που μόνη κύρωση θα ήταν ενός είδους καταγγελία του κρατικού οργάνου, για παράδειγμα ενός δικαστηρίου, που άσκησε τον έλεγχο, ότι τέτοιο κόμμα δεν είναι δημοκρατικά οργανωμένο, τότε ο τελικός κριτής θα είναι το εκλογικό σώμα, το οποίο όμως ήδη είναι ο τελικός κριτής συνολικά της οργάνωσης, της λειτουργίας, του προγράμματος κλπ. των κομμάτων και έχει την ικανότητα να το οδηγήσει ή στην εξουσία ή στην πολιτική αφάνεια. Τελικά, θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι η αντίληψη που θεωρεί ότι το άρ. 29 παρ. 1 εδ. β Σ περιέχει νομική υποχρέωση των κομμάτων να είναι «δημοκρατικά» οργανωμένα, πηγάζει λιγότερο από αυτό καθαυτό το Σύνταγμα και περισσότερο από την τάση των οπαδών της να μετατρέψουν την πολιτική επιχειρηματολογία υπέρ της ανάγκης να υπάρχουν δημοκρατικά οργανωμένα κόμματα σε νομικά επιχειρήματα υπέρ της ερμηνείας που δίνουν άρ. 29 παρ. 1 εδ. β Σ. 11 Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο Κ. Γ. Μαυριάς, σύμφωνα με τον οποίο αναμφισβήτητα, η σχέση ελευθερίας και δημοκρατίας δεν είναι αντιθετική. Όσον αφορά, όμως, την οργάνωση και εσωτερική λειτουργία των κομμάτων, απαιτείται η οριοθέτηση της ρυθμιστικής παρέμβασης του κοινού νομοθέτη, η οποία, πέραν ενός σημείου, θα ήταν αντισυνταγματική, όχι τόσο επειδή, όπως αναφέρεται στη θεμελίωση της ανωτέρω απόφασης του ΣτΕ, από την απάλειψη της υφιστάμενης στο αρχικό Σχέδιο του Συντάγματος πρόβλεψης για την έκδοση νόμου ως προς την οργάνωση και λειτουργία των κομμάτων διαφαίνεται η πρόθεση του συντακτικού νομοθέτη να αποφευχθεί κάθε επέμβαση στη λειτουργία τους, αλλά γιατί θεμελιώδες γνώρισμα του δημοκρατικού πολιτεύματος είναι η ανοχή και των πολέμιων του, υπό τους περιορισμούς του ίδιου του συνταγματικού χάρτη. Όταν, επομένως, ο συντακτικός ο νομοθέτης προβλέπει ότι η οργάνωση και η δράση των κομμάτων οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, δεν εννοεί αναπαραγωγή των οργανωτικών δομών του πολιτεύματος. 12 Ένα πολιτικό κόμμα μπορεί να έχει αυταρχική δομή και να αποδέχεται πλήρως τις αρχές του πολιτεύματος. Όπως, άλλωστε, μπορεί να έχει δημοκρατική οργάνωση και να ασκεί την πολιτική εξουσία κατά τρόπο αυταρχικό, αγνοώντας τον κοινωνικό διάλογο. Αυτό το οποίο θέλει να διασφαλίσει το Σύνταγμα 11 Γ. Δρόσος, Η νομική θέσις των πολιτικών κομμάτων στη Ελλάδα, εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα- Κομοτηνή 1982, σελ. 182. 12 Κώστας Γ. Μαυριάς, Συνταγματικό Δίκαιο, εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2005, σελ. 451. 14

στο άρ. 29 παρ. 1 είναι ότι η οργάνωση και δράση των κομμάτων θα εξυπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, όχι υπό το πλέγμα περιοριστικών διατάξεων που θα ορίσει ο κοινός νομοθέτης για παράδειγμα σχετικά με την ανάδειξη της ηγεσίας τους 13 και εν γένει με τη λήψη των αποφάσεών τους, αλλά με τη συγκεκριμένη συμμετοχή των κομμάτων στη λειτουργία του πολιτεύματος, τα οποία υποχρεούνται, ασκώντας δια των μελών τους την εξουσία, να εφαρμόζουν τους συνταγματικούς κανόνες, ακόμη και αν διαπνέονται από ιδεολογία αντίθετη προς τη δημοκρατική αρχή. Ακριβώς για το λόγο αυτό, περιεχόμενο νόμου σχετικού με την οργάνωση και δράση των κομμάτων δεν μπορεί να αποτελέσει κάτι περισσότερο από την επιβολή στα κόμματα της υποχρέωσης να διαθέτουν και να δημοσιεύουν καταστατικό, ώστε οι θεσμοί που οφείλουν να λειτουργούν υπό καθεστώς διαφάνειας των οργανωτικών δομών και των στόχων τους, να προσφέρονται σε πολιτική αξιολόγηση τους από μέρους των πολιτών ήδη πριν αποδυθούν στον αγώνα προς την κατάληψη της εξουσίας ενόψει άσκησής της από μέρους τους. Η εσωκομματική δημοκρατία αποτελεί μορφή άμεσης-συμμετοχικής δημοκρατίας που λειτουργεί συμπληρωματικά προς την «πολιτευματική», την αντιπροσωπευτική δηλαδή δημοκρατία που αναφέρεται στο σύνολο των πολιτών και όχι των μελών ενός κόμματος. Τα κόμματα αποτελούν κύριο χώρο έκφρασης και δραστηριοποίησης ενός ενεργού πολίτη. Ο εσωκομματικός πλουραλισμός αποτελεί όρο προκειμένου τα κόμματα να εκφράσουν μια πλουραλιστική δημοκρατία, δεδομένων των «ολιγοκομματικών» δομών στης σύγχρονης δημοκρατίας. Ο εσωκομματικού πλουραλισμού ισοδυναμεί ουσιαστικά μια πολιτικά και θεσμικά «νόμιμη» εσωκομματική αντιπολίτευση που διαφοροποιείται από την κυρίαρχη θέση στα πλαίσια των βασικών ιδεολογικών δεσμεύσεων του κόμματος, χωρίς να παρεμποδίζει τη λειτουργία του κόμματος. Η εσωκομματική δημοκρατία κατοχυρώνεται συνταγματικά στο άρ. 29 παρ. 1 Σ, μπορεί, ωστόσο, να συναχθεί και από τη δημοκρατική αρχή του άρ. 1 Σ. 13 Με τις εσωκομματικές εκλογές επιλέγονται οι υποψήφιοι που θα συμμετάσχουν στις επόμενες επίσημες εκλογές εκπροσωπώντας το κόμμα. Κατά τη διάρκεια του 20 ου αιώνα, οι εκλογές αυτές έγιναν ο βασικός μηχανισμός επιλογής υποψήφιων προέδρων στις ΗΠΑ, ενώ χρησιμοποιούνται επίσης για την επιλογή συνέδρων και κομματικών ηγετών. Στις περισσότερες αμερικανικές πολιτείες διεξάγονται κλειστές εσωκομματικές εκλογές, στις οποίες συμμετέχουν μόνο οι καταγεγραμμένοι υποστηρικτές του κόμματος (που διαφέρουν από τα μέλη του). Στις ανοικτές εσωκομματικές εκλογές μπορούν να πάρουν μέρος όλοι οι εκλογείς, ανεξαρτήτως των κομματικών τους δεσμών. Η σημασία των εκλογικών αυτών αναμετρήσεων έγκειται στο ότι ενισχύουν τη φωνή των απλών ψηφοφόρων στις υποθέσεις του κόμματό τους και οδηγούν σε ένα στυλ πολιτικής περισσότερο προσανατολισμένο στους υποψηφίους παρά στα κόμματα. Η επιτυχία των υποψηφίων στις εσωκομματικές εκλογές τους επιτρέπει να αναλάβουν τον έλεγχο του κομματικού μηχανισμού. 15

Το πρόβλημα με τις κανονιστικές συνέπειες της αρχής της εσωκομματικής δημοκρατίας εντοπίζεται στο δεδομένο ότι το κόμμα ως μηχανισμός οφείλει να εμφανίζει υψηλό επίπεδο αυτοτέλειας έναντι του κράτος, το οποίο δεν πρέπει να επεμβαίνει στις κομματικές λειτουργίες παρά μόνο σε οριακές περιπτώσεις. Για το λόγο αυτό η συνταγματική αρχή της εσωκομματικής δημοκρατίας παραμένει σε μεγάλο βαθμό χωρίς άμεσες κανονιστικές συνέπειες. Αυτό πάντως δε σημαίνει ότι είναι συνταγματικά αδιάφορη. Όταν οι αρχές της εσωκομματικής δημοκρατίας δε γίνονται σεβαστές ή εφαρμόζονται κατ επίφαση, τα μέλη του κόμματος, όπως και ο ευρύτερος χώρος της δημοκρατικής δημοσιότητας, είναι σε θέση να απευθύνουν τη μομφή της αντισυνταγματικότητας, καταγγέλλοντας τις διαδικασίες όχι μόνο ως αντιδημοκρατικές αλλά και ως αντίθετες με το Σύνταγμα. Με αυτή την έννοια τυχόν περαιτέρω κατοχύρωση της εσωκομματικής δημοκρατίας στο Σύνταγμα ή σε κοινό νόμο (όπως στη Γερμανία) θα πρέπει να λαμβάνει σοβαρά υπόψη το ζήτημα της αυτοτέλειας του κόμματος. Η εσωκομματική δημοκρατία αποτελεί αρχή-πλαίσιο και σε μεγάλο βαθμό η πραγμάτωσή της θα πρέπει να επαφίεται στις θεσμικές επιλογές του ίδιου του κόμματος. 16

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Εκδοτική επιτροπή E.Benda, W.Maihofer, H.J.Vogel,1983. Ευ. Βενιζέλος, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου Ι, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1991. Γ. Βλάχος, Το Σύνταγμα της Ελλάδος (Επίμετρο στο Σύνταγμα της Ελλάδος των Α. Ι. Σβώλου Γ. Κ. Βλάχου), Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κοματηνή, 1979. Ανδρέας Γ. Δημητρόπουλος, Η συνταγματική θέσις των πολιτικών κομμάτων, Αθήναι, 1974. Ανδρέας Γ. Δημητρόπουλος, Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2011. Ι. Δρόσος,, Η νομική θέσις των πολιτικών κομμάτων στη Ελλάδα, εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα- Κομοτηνή 1982. Andrew Heywood, Εισαγωγή στην Πολιτική, εκδόσεις Πόλις, 2002. Κώστας Γ. Μαυριάς, Συνταγματικό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα- Κομοτηνή 2005. Γ. Κασιμάτης, Τα πολιτικά κόμματα ως πολιτικός θεσμός. Α. Μανιτάκης, Το υποκείμενο των συνταγματικών δικαιωμάτων κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, Δημοσιεύματα Συνταγματικού Δικαίου Ι, εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1981. Γ. Παπαδημητρίου, Συνταγματικόν Δίκαιον, Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα- Κομοτηνή, 1982. Α. Παπακωνσταντίνου, Ίδρυση πολιτικού κόμματος και πολίτευμα, Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου, 1997, τεύχος 1. Δ. Τσάτσος, Συνταγματικό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1985. Π. Φουντεδάκη, Ενδοκομματική δημοκρατία και Σύνταγμα, Σύγχρονα Νομικά Μελετήματα, Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα- Κομοτηνή, 1987, σελ. 238. Δ. Τσάτσος, Ξ. Κοντιάδης (επιμ.), Το μέλλον των πολιτικών κομμάτων, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2003. Κ. Χρυσόγονος, Η εσωκομματική δημοκρατία στο έργο του Δημήτρη Θ. Τσάτσου, σε Σύνταγμα Ελληνική Πολιτεία Ευρωπαϊκή Συμπολιτεία. Αφιέρωμα στο Δ. Θ. Τσάτσο, Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2004. 17