ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

Σχετικά έγγραφα
Εμβάθυνση στο συνταγματικό δίκαιο

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Διοικητικό Δίκαιο. Εισαγωγή στο Διοικητικό Δίκαιο 1 ο Μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

94/ ) προστασίας και αξιοποίησης

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Σελίδα 1 από 5. Τ

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ (ΠΟΓΕΔΥ) ΓΕΩΠΟΝΟΙ ΔΑΣΟΛΟΓΟΙ ΚΤΗΝΙΑΤΡΟΙ ΙΧΘΥΟΛΟΓΟΙ - ΓΕΩΛΟΓΟΙ

Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 1: Κράτος Δικαίου 1

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Δημόσια νομικά πρόσωπα

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Διοικητικό Δίκαιο Ι. Μαθητική σχέση έννομη σχέση δημόσιου διοικητικού δικαίου. Αντικείμενο Διοικητικού Δικαίου Διοίκηση

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

Δικαίωμα στην εκπαίδευση. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΟ

Καλλιθέα ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Administrative eviction act and right to a prior hearing: observations on Naxos Court 27/2012 judgment. Αθανάσιος Παπαθανασόπουλος

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΤΟΜΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0059(CNS) Σχέδιο έκθεσης Alexandra Thein (PE v01-00)

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, 20/01/2017 ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΝΟΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

Αρχή της ισότητας: ειδικές μορφές

«ΥΠΑΓΩΓΗ ΘΕΣΜΙΚΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΩΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΣΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ»

Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΧΑΤΖΗΪΩΑΝΝΟΥ ΜΑΡΙΑ Α.Μ ΤΗΛΕΦΩΝΟ: ,

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά µε τα νοµικά επαγγέλµατα και το γενικό συµφέρον στην οµαλή λειτουργία των νοµικών συστηµάτων

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αντί προλόγου. Χολαργός, Ιούλιος 2014 Πόπη Χριστακάκου-Φωτιάδη

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ. Δίκαιο είναι το σύνολο των ετερόνομων κανόνων που ρυθμίζουν με τρόπο υποχρεωτικό την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων.

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ:

Αριθμός 2176/2004 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ. Διοικητική πράξη - Ανάκληση - Αρχή του κράτους δικαίου - Αρχή της

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Στρατιωτικό προσωπικό και Ανθρώπινα Δικαιώματα. Πρόσφατες Εξελίξεις στην Ελλάδα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Καλλιθέα, 11/04/2016. Αριθμός απόφασης: 1357 ΑΠΟΦΑΣΗ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ

Αρχές Δικαίου Επιχειρήσεων Διάλεξη 3 η. Νικόλαος Καρανάσιος

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

ΟΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΩΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΕΩΝ

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι. Άρθρο 1. Άρθρο 2. Άρθρο 3. Άρθρο 4

Αρχή της ισότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου. Ενότητα 8 η : ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Συνταγματικό Δίκαιο. Ενότητα 8: Συντακτική Εξουσία και Αναθεωρητική Λειτουργία

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Πράξη Τακτοποίησης & αναλογισμού υποχρεώσεων ιδιοκτησιών

ΙΑΓΡΑΜΜΑ Ι. ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ Ι ΙΟΚΤΗΣΙΑΣ

ΣΧΕΔΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΟΙΚ. ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ Δ/ΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Τ.Α. ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝ. Δ/ΣΗΣ & Π/Υ. Αθήνα 12 Νοεμβρίου 2013

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

ΠΕΡΙΕΧOΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Transcript:

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ Εργασία με θέμα: ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΣΤΕΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ Υπεύθυνος καθηγητής: κος Α. Δημητρόπουλος Ανδρικοπούλου Παναγιώτα Α.Μ.: 1340201000014 Τηλέφωνο επικοινωνίας: 6981982627 E-mail: giwtandrxx@hotmail.gr 0

Κατάλογος περιεχομένων ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 2 1. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΙΔΙΟΚΗΣΙΑΣ... 3 1.1. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ... 3 1.2. Η ΙΣΧΥΟΥΣΑ ΡΥΘΜΙΣΗ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ... 5 1.3. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΠΟΡΡΕΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ... 6 2. ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ ΩΣ ΜΟΡΦΗ ΣΤΕΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ... 10 2.1. ΘΕΣΜΟΣ... 10 2.2. ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 17 2 Σ... 12 2.3. ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗΣ... 15 2.4. ΕΙΔΙΚΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗΣ: Η ΚΡΑΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ.... 16 3. ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΕΝΝΟΙΕΣ... 18 3.1. ΕΠΙΤΑΞΗ... 18 3.2. ΠΡΟΣΚΥΡΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑΚΤΟΠΟΙΗΣΗ Ή ΟΡΘΟΓΩΝΙΣΜΟ ΜΗ ΑΡΤΙΩΝ ΟΙΚΟΠΕΔΩΝ... 18 3.3. ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ ΙΔΙΑΙΤΕΡΩΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ... 19 3.4. ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ ΔΑΣΩΝ ΚΑΙ ΔΑΣΙΚΩΝ ΕΚΤΑΣΕΩΝ... 19 3.5. ΔΙΑΘΕΣΗ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΜΜΕΝΩΝ ΕΚΤΑΣΕΩΝ... 19 3.6. ΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΑΓΡΟΤΙΚΟΣ ΑΝΑΔΑΣΜΟΣ... 19 3.7. ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ... 20 3.8. ΔΗΜΕΥΣΗ... 20 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ... 21 ΠΕΡΙΛΗΨΗ... 22 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 24 1

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Αντικείμενο της εργασίας είναι: «Προϋποθέσεις στέρησης της ιδιοκτησίας κατά το Σύνταγμα». Η ιδιοκτησία είναι αντικειμενική αρχή, που ως τέτοια αναγνωρίζεται και της παρέχεται συνταγματική προστασία. Από την αντικειμενική αρχή απορρέει το ατομικό δικαίωμα (δίκαιο εξ υποκειμένου) της απόκτησης, απόλαυσης και διάθεσης ενός αντικειμένου, καθώς ο όρος ιδιοκτησία αποδίδει μια εξουσιαστική σχέση, ανθρώπου προς πράγμα. Ανήκει στον κλασσικό κατάλογο των ατομικών δικαιωμάτων και έχει απόλυτο αμυντικό περιεχόμενο (erga omnes), προστευτικό περιεχόμενο στρεφόμενο προς το κράτος, που υποχρεούται κατά ρητή συνταγματική επιταγή να λαμβάνει τα απαραίτητα νομοθετικά μέτρα για την προστασία της ιδιοκτησίας από επιθετικές και ζημιογόνες ενέργειες ιδιωτών, και διεκδικητικό περιεχόμενο, με την έννοια ότι περιέχει την αξίωση των πολιτών για την πραγματοποίση του εξασφαλιστικού της περιεχομένου μέσω των νόμιμων, συνταγματικών, διαδικασιών. Η στέρησή της, ως περιορισμός του προστατευτικού περιεχομένου του δικαιώματος, πρέπει να προέρχεται απο ρητή συνταγματική διάταξη για να είναι επιτρεπτή και πάντα στο πλαίσιο ενός θεσμού, μιας ειδικής κυριαρχικής σχέσης, και όχι στο πλαίσιο της γενικής κυριαρχίκης σχέσης. Το Σ ρυθμίζει τον παραδοσιακό θεσμό της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, ως κύρια μορφή στέρησης της ιδιοκτησίας, που πραγαματοποιείται πάντα υπό τις συνταγματικές προϋποθέσεις, καθώς και άλλους θεσμούς, συγγενείς του πρώτου, που αποτελούν επιτρεπόμενους περιορισμούς του δικαιώματος και όχι προσβολές. Στην παρούσα εργασία αναλύεται η παραδοσιακή άποψη στην θεωρία, που ενστερνίζεται την σύγκρουση δικαιωμάτων και την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας για την άρση της. Το διάγραμμα που ακολουθείται στην παρούσα εργασία εξυπηρετεί ακριβώς το σκεπτικό που μόλις αναφέρθηκε. Στο πρώτο κεφάλαιο, «Ιστορική διαμόρφωση και συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας», αναλύεται το πως διαμορφώθηκε ιστορικά η έννοια από την πρώτη φορά που κατοχυρώθηκε ως συνταγματικό δικαίωμα με την Διακύρηξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη, την μεγάλη κατάκτηση της Γαλλικής Επανάστασης, μέχρι σήμερα, και πως αυτή η διαμόρφωση αποτυπώθηκε στη ρύθμιση του ισχύοντος Συντάγματος. Αναλύεται το περιεχόμενο, οι φορείς και τα τα μερικότερα δικαιώματα που απορρέουν εξ αυτής. Στο δεύτερο κεφάλαιο, «Αναγκαστική απαλλοτρίωση ως μορφή στέρησης της ιδιοκτησίας», πλέον εισερχόμαστε στο ζητούμενο αυτής της εργασίας και επεξεργαζόμαστε τον κυριότερο και παραδοσιακότερο θεσμό στέρησης της ιδιοκτησίας υπό το πρίσμα της συνταγματικής ρύθμισης. Στο ίδιο κεφάλαιο αφιερώνεται και μια υποενότητα στο θεσμό της κρατικοποίησης επιχειρήσεων, ένας θεσμός νεότερος και παρόμοιος της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, που αναφέρεται όμως στο φαινόμενο της επιχείρησης, που παραδοσιακά δεν κατατάσσεται στις προστατευόμενες με την ιδιοκτησία έννοιες. Στο τρίτο κεφάλαιο, «Συγγενείς έννοιες», παρουσιάζονται συνοπτικά και άλλοι θεσμοί στέρησης της ιδιοκτησίας, που δεν εντάσσονται όμως στην αναγκαστική απαλλοτρίωση και ρυθμίζονται αυτοτελώς από τις συνταγματικές διατάξεις. 2

1. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΙΔΙΟΚΗΣΙΑΣ 1.1. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ Κατά τον J. Locke το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, όπως και εκείνα της ζωής και της ελευθερίας, συγκαταλέγεται μεταξύ των εμφύτων, αναπαλλοτρίωτων και αιώνιων δικαιωμάτων του ανθρώπου, τα οποία προϋφίστανται του κράτους και του φυσικού δικαίου που πηγάζει από αυτό και, συνεπώς, επιβάλλουν το σεβασμό του 1. Η θέση αυτή του μεγάλου θεωρητικού του φυσικού δικαίου αποτυπώνεται τόσο στην Διακήρυξη της Βιργίνια του 1776 (αρ.1) όσο και στην γαλλική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789 (αρ.2). Επαναστατικά τα κείμενα αυτά καθώς ήταν, αφού ακολούθησαν τις μεγάλες επαναστάσεις του 18ου αιώνα, κατοχυρώνουν την αστική μορφή ιδιοκτησίας. Με την γαλλική επανάσταση συντελείται η ιστορική αλλαγή του περάσματος από την φεουδαρχία στον καπιταλισμό, το σύγχρονο οικονομικο-πολιτικό σύστημα που στηρίζεται στην ύπαρξη και την ανάπτυξη της ατομικής ιδιοκτησίας. Επιπλέον, σύμφωνα και με την εγελιανή αντίληψη, η ατομική ιδιοκτησία αποτελεί την «εξωτερική σφαίρα της προσωπικής ελευθερίας». Αυτή την άποψη υιοθετεί και το γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο σε σύγχρονη νομολογία του :«Αποστολή της ιδιοκτησίας στο σύστημα των ατομικών δικαιωμάτων είναι να διασφαλίσει στο φορέα του ατομικού δικαιώματος μια περιοχή ελευθερίας στο χώρο των περιουσιακών δικαιωμάτων και να καταστήσει με αυτόν τον τρόπο δυνατή τη διαμόρφωση της ζωής του με δική του ευθύνη. Η κατοχύρωση της ιδιοκτησίας συμπληρώνει κατά τούτο την ελευθερία δράσης και διαμόρφωσης, γιατί αναγνωρίζει στον ιδιώτη την υπόσταση περιουσιακών αγαθών, προπάντων εκείνων που απέκτησε με δική του εργασία και προσπάθεια». (BVerfGE 30, 292/334, 51, 218) 2. Επομένως, διαπιστώνεται η ύπαρξη ενός εσωτερικού συνδέσμου της ιδιοκτησίας προς την προσωπική ελευθερία. Μάλιστα από τότε που επικράτησε αυτή η μορφή ιδιοκτησίας, απέκτησε και απόλυτο χαρακτήρα, όπως άλλωστε αποκαλύπτει και η ρύθμιση της κυριότητας του ελλ.α.κ. στο αρ. 1000: «Ο κύριος του πράγματος μπορεί, εφόσον δεν προσκρούει στο νόμο ή σε δικαιώματα τρίτων, να το διαθέτει κατ'αρέσκειαν και να αποκλείει κάθε ενέργεια άλλου πάνω σ'αυτό» Ήδη στην Αναγέννηση αναγνωρίζεται το κυριαρχικό δικαίωμα του κράτους να στερεί την ατομική ιδιοκτησία. Η στέρηση αυτή δικαιολογείται είτε ως ποινή είτε για λόγους δημόσιας ωφέλειας, πάντοτε όμως στην δεύτερη αυτή περίπτωση έναντι αποζημίωσης. Εκτός όμως από την αναγκαστική απαλλοτρίωση, η ιστορική διαμόρφωση του θεσμού της ιδιοκτησίας διέρχεται μια πολύ σημαντική διπλή εξέλιξη. Καταρχάς αμβλύνεται ο απόλυτος χαρακτήρας, αφενός επειδή επικρατεί η άποψη ότι κατάχρηση του δικαιώματος είναι νοητή και για αυτό απαγορεύεται, και αφετέρου γιατί αναγνωρίζεται το κοινωνικό περιεχόμενο της έννοιας. 1 2 Γέροντας Α., Η συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας και η αναγκαστική απαλλοτρίωση, σε Γέροντας Α., Λύτρας Σ., Παυλόπουλος Π., Σιούτη Γ., Φλογαΐτης Σ., Διοικητικό Δίκαιο, Σάκκουλας, 2010 Αθήνα- θεσσαλονίκη, σελ. 337. Γέροντας Α., Η συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας και η αναγκαστική απαλλοτρίωση, σε Γέροντας Α., Λύτρας Σ., Παυλόπουλος Π., Σιούτη Γ., Φλογαΐτης Σ., Διοικητικό Δίκαιο, Σάκκουλας, 2010 Αθήνα- θεσσαλονίκη, σελ.339. 3

Επομένως, περιορίζονται κάποιες από τις εξουσίες του ιδιοκτήτη και αυτός υποχρεούται να ανέχεται ορισμένες κοινωνικά αναγκαίες ενέργειες επί της ιδιοκτησίας του, έστω και αν υφίσταται σημαντική μείωσης της αξίας της, χωρίς απαραίτητα αυτή να αποκαθίσταται. Στη σύγχρονη εποχή μάλιστα, κατοχυρώνεται ρητώς και η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος. Χαρακτηριστική είναι η διάταξη του άρ.117 3 Σ., όπου θεσπίζεται η υποχρέωση αναδάσωσης αποψιλωθέντος δάσους. Ταυτόχρονα με την μείωση της έντασης του δικαιώματος, επεκτάθηκε και το περιεχόμενο της ιδιοκτησίας. Αρχικά σημαντικώς διαφέρουσα και γι'αυτό προστατευμένη από το δίκαιο ήταν μόνο η ακίνητη περιουσία. Πλέον χάρη στην οικονομική ανάπτυξη και την εκβιομηχάνιση, δημιουργήθηκαν νέα περιουσιακά στοιχεία (δηλαδή η περιουσία απέκτησε χαρακτήρα δυναμικό), όπως η συμμετοχή σε επιχειρήσεις, τα οποία απολαμβάνουν και αυτά την συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας ως συστατικά μέρη της. Παρόλα αυτά, δεν είναι όλοι υπέρμαχοι της ατομικής ιδιοκτησίας. Ο Κ. Μαρξ και ο Φ. Ένγκελς στο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος διακηρύττουν την κατάργηση της, με την οποία θα συντελεσθεί το πέρασμα σε μια ανώτερη βαθμίδα κοινωνικής εξέλιξης, τον σοσιαλισμόκομμουνισμό. Χαρακτηριστικό του κομμουνισμού δεν είναι η κατάργηση της ιδιοκτησίας γενικά, αλλά η κατάργηση της (αστικής) ατομικής ιδιοκτησίας. Η μικροαστική και μικροαγροτική ιδιοκτησία καταργείται με την συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και η μισθωτή εργασία δημιουργεί κεφάλαιο και όχι ιδιοκτησία, άρα ο κομμουνισμός δεν στρέφεται κατά αυτών των μορφών. Όμως ο κομμουνισμός δεν στρέφεται ούτε κατά του κεφαλαίου καθ'εαυτού αλλά κατά του κοινωνικού του χαρακτήρα. Το κεφάλαιο είναι συλλογικό προϊόν και είναι ιστορική αναγκαιότητα να μεταβληθεί ο χαρακτήρας της ιδιοκτησίας από ατομική σε κοινή. 3 Οι ιδέες αυτές ενσαρκώθηκαν με την Οκτωβριανή επανάσταση (1917) και την ίδρυση του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους, την ΕΣΣΔ, υπό την καθοδήγηση του Β.Ι.Λένιν. Αργότερα, και κυρίως μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, και άλλες χώρες ακολούθησαν την σοσιαλιστική οικοδόμηση, αλλά ο υπαρκτός σοσιαλισμός ανετράπη το 1992 με την πολιτική της «Περεστρόικα», που εφήρμοσε ο Μ. Κορμπατσόφ, και την παλινόρθωση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Η Ελληνική επανάσταση είχε χαρακτήρα εθνικοαπελευθερωτικό και το Ελληνικό κράτος ιδρύθηκε ως αστικό-καπιταλιστικό, άρα με τις πρώτες- πρώτες ήδη διακηρύξεις εξασφαλίστηκε η προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανασκόπηση της συνταγματικής κατοχύρωσης του θεσμού ήδη από τα πρώτα ελληνικά επαναστατικά Συντάγματα έως και το Σ 1952 ( το ποιά είναι η ισχύουσα ρύθμιση θα αναφερθεί παρακάτω). Στο Σύνταγμα της Επιδαύρου το 1822 ( ζ'), στο Σύνταγμα του Άστρους το 1823 ( ς') και στο Σύνταγμα της Τροιζήνος το 1827 (αρ.12) κατοχυρώνεται η προστασία της ιδιοκτησίας ως ατομικό δικαίωμα που «είναι υπό την προστασίαν των νόμων» 4. Ωστόσο η ρύθμιση του Συντάγματος της Τροιζήνος διαφέρει σημαντικά από τις δύο προηγούμενες, διότι θεσπίζεται στο αρ.17 η αναγκαστική απαλλοτρίωση για πρώτη φορά στην ελληνική συνταγματική ιστορία. Αυτή η πρώτη απόπειρα κατοχύρωσης του δικαιώματος ιδιοκτησίας αναδεικνύει τον φιλελεύθερο χαρακτήρα των επαναστατικών Συνταγμάτων, που είχαν ως πρότυπα τις γαλλικές και αμερικανικές διακηρύξεις του 18ου αιώνα. 5 Έπονται τα Συντάγματα του ανεξάρτητου πλέον Ελληνικού κράτους. Το «Ηγεμονικόν» επαναλαμβάνει την ρύθμιση του Σ 1827 στα αρ.32 και 35, αλλά με μια σημαντική διαφοροποίηση: επεκτείνει την παρεχόμενη προστασία και στους αλλοδαπούς που κατοικούν εντός της Επικράτειας 3 4 5 Μαρξ Κ., Ενγκελς Φ., Το μανιφέστο του κομμουνιστικού κόμματος, Σύγχρονη Εποχή, 2011 Αθήνα, σελ.42-43. Μαυριάς Κ., Παντελής Α., Συνταγματικά Κείμενα-Τόμος Πρώτος, Αντ.Ν. Σάκκουλας, 2007 Αθήνα- Κομοτηνή, σελ.25, 35, 44. Αλιβιζάτος Ν., Εισαγωγή στην Ελληνική Συνταγματική Ιστορία- Τεύχος Α' 1821-1941, Αντ.Ν.Σάκκουλας, 1981 Αθήνα- Κομοτηνή, σελ.45. 4

(«εκάστου ευρισκομένου εντός της επικρατείας») 6. Τα Σ 1844 και 1864 περιέχουν πανομοιότυπη ρύθμιση στα αρ.12 και 17αντίστοιχα και καινοτομούν αφενός γιατί διακηρύττουν σε διαφορετικά άρθρα την προστασία της ελευθερίας, της τιμής και της ιδιοκτησίας επιτυγχάνοντας πληρέστερη προστασία και αφετέρου διότι ενοποιούν στο ίδιο άρθρο την προστασία της ιδιοκτησίας με την ρύθμιση του θεσμού της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Το Σ 1844 περιέχει και ιδιαίτερες ρυθμίσεις που αφορούν την διανομή της εθνικής γης και των εκκλησιαστικών κτημάτων (αρ. 16 και 105). Το Σ 1911 προστατεύει την ιδιοκτησία με το αρ. 17 και περιέχει μια πληρέστερη ρύθμιση για τον καθορισμό της αποζημίωσης, ενώ στην ερμηνευτική δήλωση δηλώνεται ότι η αναγκαστική απαλλοτρίωση των τσιφλικιών της Θεσσαλίας αποσκοπεί στην αποκατάσταση των ακτημόνων γεωργών. Στο ίδιο άρθρο μάλιστα ρυθμίζει το ιδιοκτησιακό καθεστώς των μεταλλείων, των ορυχείων, αρχαιολογικών θησαυρών και ιαματικών και ρεόντων υδάτων. Στο Σ 1927 ρύθμιση περιέχεται στο αρ.19, όμοια με εκείνη του αρ. 17 Σ 1911, αλλά διευκρινίζεται στην ερμηνευτική δήλωση ότι η έννοια της ιδιοκτησίας περιλαμβάνει και την ακίνητη, ενώ ιδιαιτέρως ρυθμίζονται η αποκατάσταση των προσφύγων και των ακτημόνων αγροτών στο αρ. 119 και οι περιορισμοί του δικαιώματος ιδιοκτησίας στο αρ.19. Τέλος στο Σ 1952 τα εξεταζόμενα ζητήματα ρυθμίζονται στα αρ. 17 και 104. 1.2. Η ΙΣΧΥΟΥΣΑ ΡΥΘΜΙΣΗ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Το Σ 1975 κατοχυρώνει την προστασία του δικαιώματος ιδιοκτησίας στο αρ.17, όπου προβλέπει τις προϋποθέσεις και την διαδικασία της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, ενώ παράλληλα στο αρ. 18 θεσπίζει περιορισμούς του δικαιώματος και στο αρ. 106 3-5 προβλέπεται η εξαγορά επιχείρησης ή η αναγκαστική συμμετοχή σε αυτές του κράτους έναντι πλήρους τιμήματος ή ανταλλάγματος. Το αρ. 24, που αναφέρεται στην προστασία του περιβάλλοντος, και το αρ. 117 περιέχουν ειδικότερες ρυθμίσεις. Ο Συντακτικός νομοθέτης έλαβε υπόψη του την ιστορική διαμόρφωση της έννοιας και τις ευρωπαϊκές εξελίξεις και συνέταξε μια ρύθμιση πλήρη και ανταποκρινόμενη στην παράδοση και τις νέες τάσεις. Καταρχάς, το Σύνταγμα διακηρύσσει ρητώς ότι «η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του κράτους». Αμβλύνει, όμως, τον απόλυτο χαρακτήρα της. Αφενός απαγορεύει την κατάχρηση ορίζοντας γενικά στο αρ. 25 3 ότι «η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος δεν επιτρέπεται» και ειδικά στο αρ. 17 1 ότι «τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρους του γενικού συμφέροντος». Αφετέρου, για πρώτη φορά, το Σύνταγμα με τη διάταξη του αρ. 25 αναγνωρίζει το κοινωνικό στοιχείο των ανθρωπίνων γενικά δικαιωμάτων, εννοώντας τα ως δικαιώματα του ανθρώπου, όχι μόνο ως ατόμου, αλλά και ως μέλους της κοινωνίας 7. Επομένως το Σύνταγμα περιορίζει τις εξουσίες του ιδιοκτήτη και καθιερώνει υποχρεώσεις ανοχής ορισμένων κοινωνικά αναγκαίων, αλλά επιβαρυντικών ή οικονομικά ζημιογόνων ενεργειών επί της ιδιοκτησίας, αναγνωρίζοντας ειδικά το κοινωνικό περιεχόμενό της. Επιπλέον, το Σύνταγμα επεκτείνει τόσο την παρεμβατική εξουσία του κράτους όσο και την προστασία των περιουσιακών δικαιωμάτων. Ωστόσο, το ατομικό δικαίωμα δεν μετατρέπεται σε κοινωνικό λειτούργημα. Απλώς, το Σ καθιερώνει μια «κοινωνική δέσμευση της ιδιοκτησίας» 8 και θεσπίζει μια δυνατότητα 6 7 8 Μαυριάς Κ., Παντελής Α., Συνταγματικά Κείμενα-Τόμος Πρώτος, Αντ.Ν. Σάκκουλας, 2007 Αθήνα- Κομοτηνή, σελ.58. Δαγτόγλου Δ.Π., Συνταγματικό Δίκαιο Ατομικά Δικαιώματα, Αντ. Σάκκουλας, 2010 Αθήνα Κομοτηνή, σελ.1035. Δαγτόγλου Δ.Π., Συνταγματικό Δίκαιο Ατομικά Δικαιώματα, Αντ. Σάκκουλας, 2010 Αθήνα Κομοτηνή, σελ.1036. : «Από την άλλη πλευρά όμως δεν πρέπει να παραβλεφθεί ότι το νέο Σύνταγμα έχει τονίσει και στενέψει 5

περιορισμού της συνταγματικά προστατευμένης περιοχής της, κυρίως, από τον κοινό νομοθέτη, αλλά ο νόμιμος αυτός περιορισμός δεν αποτελεί αναγκαστική απαλλοτρίωση και δεν συνεπάγεται αποζημίωση. Άλλωστε, η στέρηση της ιδιοκτησίας δίχως επίδοση αποζημίωσης είναι δυνατή, δεδομένου ότι δεν περιλαμβάνεται το αρ. 17 στις μη αναθεωρήσιμες διατάξεις του αρ. 110 Σ, αλλά μια πλήρης κατάργηση του δικαιώματος θα προσέκρουε σε διατάξεις που εξαιρούνται ρητώς της αναθεώρησης, όπως η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου ( αρ.5 1). Η θέση της ιδιοκτησίας «υπό την προστασία του κράτους» αποκτά ιδιαίτερη σημασία, διαφορετική από εκείνη του αρ. 21 1 ( διακήρυξη μιας σειράς κοινωνικών δικαιωμάτων). Η διπλή φύση (αντικειμενική και υποκειμενική) του δικαιώματος της ιδιοκτησίας γίνεται γενικότερα αποδεκτή 9. Προστατεύεται αντικειμενικά ως οικονομικός θεσμός και η θεσμική εγγύηση σημαίνει ότι η ιδιωτική ιδιοκτησία είναι συνταγματικά διασφαλισμένη. Η επιταγή αυτή στρέφεται προς τον νομοθέτη, ώστε να θεσπίσει έναν πυρήνα κανόνων δικαίου που καθιστούν δυνατή την ύπαρξη, λειτουργικότητα και ιδιωτική ωφελιμότητα της ιδιοκτησίας. Αναγνωρίζεται επίσης ως υποκειμενικό δικαίωμα με απόλυτη ισχύ, στρεφόμενο κατά του κράτους αλλά και εναντίον κάθε ιδιωτικής εξουσίας και έγκειται στην ελευθερία του ατόμου να απολαμβάνει και να διαθέτει την ιδιοκτησία του. Αποτελεί ειδικότερη μορφή της γενικότερης οικονομικής ελευθερίας. Παράλληλα με το Σύνταγμα, η ιδιοκτησία προστατεύεται και από το αρ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Η διάταξη αυτή αναφέρεται στην υπό ευρεία έννοια ιδιοκτησία, αλλά δεν καλύπτει την προσδοκία κτήσεως περιουσίας. Το άρθρο αυτό υποχρεώνει την πολιτεία να προστατεύει την ατομική ιδιοκτησία, τα δε όργανα της Συμβάσεως έχουν διευκρινίσει ότι η δέσμευση αυτή υπολαμβάνει την εξασφάλιση του δικαιώματος στις μεταξύ ιδιωτών σχέσεις. Δεν απαγορεύεται η στέρηση της ιδιοκτησίας υπό τρεις προϋποθέσεις : 1. να γίνεται για λόγους δημόσιας ωφέλειας, 2. να προβλέπεται από τον νόμο και 3. «να συνάδει προς τους όρους των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου» 10. Επίσης, το αρ. 345 ΣυνθΛΕΕ ορίζει ότι «Οι Συνθήκες δεν προδικάζουν με κανένα τρόπο το καθεστώς ιδιοκτησίας στα κράτη μέλη», άρα ο καθορισμός του περιεχομένου και των περιορισμών της, παραμένουν στην εξουσία των κρατών μελών (γενική επιφύλαξη). Τέλος, το δικαίωμα προστατεύεται τόσο από το αρ. 17 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όσο και από το αρ.17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. 1.3. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΠΟΡΡΕΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ I. ΕΝΝΟΙΑ: Ο προσδιορισμός του εννοιολογικού περιεχομένου της ιδιοκτησίας αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα στενότερης εννοιολογικής διαμόρφωσης, παρά το ότι κατά κανόνα οι χρησιμοποιούμενοι στο Σ όροι εκλαμβάνονται με το ευρύτερο δυνατό περιεχόμενο, ώστε να παρασχεθεί η ευρύτερη δυνατή προστασία. Αποτελεί παράδειγμα ιστορικής-νομολογιακής διάπλασης. Κατά την κρατούσα άποψη στην νομολογία και την θεωρία το δικαίωμα ιδιοκτησίας 9 10 σημαντικά τα κοινωνικά πλαίσια μέσα στα οποία και μόνο προστατεύεται η άσκηση της ιδιοκτησίας». Δαγτόγλου Δ.Π., Συνταγματικό Δίκαιο Ατομικά Δικαιώματα, Αντ. Σάκκουλας, 2010 Αθήνα Κομοτηνή, σελ. 1038-1039 και Δημητρόπουλος Α., Συνταγματικά Δικαιώματα- Ειδικό Μέρος IV επόμενα, Σημειώσεις αναρτημένες στο διαδίκτυο, 2011 Αθήνα, σελ.355-356. Ρούκουνας Ε., Διεθνής Προστασία Των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1995 Αθήνα, σελ.197-201. 6

περιλαμβάνει μόνο τις εμπράγματες εξουσίες, δηλαδή την κυριότητα, την υποθήκη, το ενέχυρο και τις δουλείες, αλλά δεν επεκτείνεται και στα ενοχικά και στα δικαιώματα επί άϋλων αγαθών, όπως η πνευματική, η βιομηχανική και η εμπορική ιδιοκτησία. Ως προς το ζήτημα αυτό εγείρονται διχογνωμίες. Κάποιοι 11 εκπρόσωποι της θεωρίας τάσσονται με μια επέκταση της συνταγματικής προστασίας και στα ενοχικά δικαιώματα και η τάση αυτή ανταποκρίνεται περισσότερο στην σύγχρονη οικονομική πραγματικότητα. Η αποκλειστική προστασία εμπραγμάτων δικαιωμάτων αντανακλά στη δομή και τις οικονομικές αξίες μιας προβιομηχανικής κοινωνίας όπου η ακίνητη ιδιοκτησία ήταν η πιο πολύτιμη. Ωστόσο στην σύγχρονή εποχή, η περιουσία φαίνεται να αποκτά έναν δυναμικό χαρακτήρα. Δεν είναι δυνατόν να κατοχυρώνεται η προστασία του ακινήτου στο οποίο στεγάζεται η επιχείρηση και να μην προστατεύεται η ίδια η επιχείρηση. Αν γίνει,τελικά, δεκτή η συντηρητική άποψη της θεωρίας, τότε ενοχικά δικαιώματα, που μπορεί να αποτιμώνται σε τεράστια ποσά, είναι έκθετα σε δυνατή ιδιοποίησή τους από το κράτος χωρίς αποζημίωση. Αυτό αποτελεί τροχοπέδη στην εμπέδωση σχέσεων εμπιστοσύνης κράτους- πολιτών και δεν συντελεί στην ομαλή οικονομική ανάπτυξη του τόπου. Επίσης, δεν ανταποκρίνεται ούτε στο πνεύμα του ισχύοντος Συντάγματος, το οποίο προστατεύει ρητώς την επιχείρηση στο αρ. 106 3 καθιερώνοντας ειδική διαδικασία εξαγοράς ή αναγκαστικής συμμετοχής του κράτους σε αυτή, ούτε στην διεθνή κατοχύρωση του δικαιώματος, καθώς (όπως προαναφέρθηκε) η έννοια της περιουσίας στο αρ.1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ είναι η ευρύτερη δυνατή. Επομένως, σύμφωνα με την άποψη αυτή προστατεύονται με την συνταγματική διάταξη όλα τα οικονομικώς αποτιμητά δικαιώματα και αποκλείονται τα οικονομικά συμφέροντα και η προσδοκία κτήσης. Παρόλα αυτά αξιοπρόσεκτα είναι και τα επιχειρήματα και εκείνων 12 που τάσσονται με την κρατούσα άποψη στην θεωρία και την νομολογία. Υποστηρίζεται ότι μη επέκταση της προστασίας και στα ενοχικά δικαιώματα, οφείλεται στο γεγονός ότι ο θεσμός της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης θα περιέπιπτε σε αχρησία λόγω του υπερβολικού κόστους που θα συνεπαγόταν. Νομολογιακά μάλιστα γίνεται δεκτό ότι τα ενοχικά δικαιώματα προστατεύονται από το αρ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που έχει υπερνομοθετική ισχύ σύμφωνα με το αρ. 28 1 Σ. Προτίμησαν, δηλαδή, αυτή την κατασκευή από το να διευρύνουν το περιεχόμενο της έννοιας και να ανατρέψουν την παγιωμένη θέση τους. II. ΦΟΡΕΙΣ- ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ: Προστατεύεται η ιδιωτική ιδιοκτησία, άρα φορείς του δικαιώματος είναι φυσικά και νομικά πρόσωπα, καθώς το Σ δεν διακρίνει μεταξύ τους και οι μεγαλύτεροι ιδιοκτήτες σήμερα τυγχάνει να είναι Ν.Π.Ι.Δ.. Υποστηρίζεται ότι το κράτος δεν είναι φορέας του δικαιώματος, γιατί δεν νοείται να έχει δικαίωμα έναντι του εαυτού του 13. Και μάλιστα αυτό ισχύει και για τη δημόσια περιουσία των Ν.Π.Δ.Δ., ενώ η ιδιωτική τους περιουσία εμπίπτει στο πεδίο ισχύς του δικαιώματος. Ωστόσο, υπάρχει και η αντίθετη άποψη που υπογραμμίζει ότι η άρνηση της συνταγματική προστασίας της κρατικής περιουσίας δεν έχει νόημα μετά την απολυτοποίησή του αμυντικού χαρακτήρα των ατομικών δικαιωμάτων 14. 11 12 13 14 Δαγτόγλου Δ.Π., Συνταγματκό Δίκαιο- Ατομικά Δικαιώματα, Αντ. Σάκκουλας, 2010 Αθήνα- Κομοτηνή, σελ. 1041-1047. Δημητρόπουλος Α., Συνταγματικά Δικαιώματα- Ειδικό Μέρος IV επόμενα, Σημειώσεις αναρτημένες στο διαδίκτυο, 2011 Αθήνα, σελ. 354-355. Δαγτόγλου Δ.Π., Συνταγματκό Δίκαιο- Ατομικά Δικαιώματα, Αντ. Σάκκουλας, 2010 Αθήνα- Κομοτηνή, σελ. 1057. Δημητρόπουλος Α., Συνταγματικά Δικαιώματα- Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου Τόμος Γ'- Τευχ.I-III, Β' Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2008 Αθήνα- Θεσσαλονίκη, σελ.119-120 :«Η υπέρβαση της διάκρισης δημοσίου και διωτικού δικαίου, στην σύγχρονη ενιαία έννομη τάξη ( Σ αρ.25 1 εδ.γ') και η αναγκαιότητα υπαγωγής τόσο του κράτους, όσο και του πολίτη στον ίδιο κανόνα δικαίου, επιβάλλει να γίνει δεκτό ότι φορείς θεμελιωδών δικαιωμάτων είναι 7

Το δικαίωμα ιδιοκτησίας είναι πανανθρώπινο και ως τέτοιο κατοχυρώνεται στις διεθνείς συνθήκες, αλλά και το Σ δεν διακρίνει μεταξύ αλλοδαπών και ημεδαπών, άρα προστατεύονται και όσοι δεν είναι Έλληνες. Ο κοινός νομοθέτης, όμως, απαγορεύει την απόκτηση κυριότητας ή άλλων εμπραγμάτων δικαιωμάτων από αλλοδαπούς στις περιοχές που καθορίζονται ως «παραμεθόριες» για λόγους εθνικής ασφάλειας. Αυτού του είδους η μεταχείριση δεν απαγορεύεται από το Σ που εγγυάται μόνο την ισότητα των Ελλήνων ( αρ.4). Πρέπει πάντως να επισημανθεί ότι η αδιάκριτη και ανεξαίρετη απαγόρευση και στους κοινοτικούς αλλοδαπούς θα πρόσβαλλε το αρ. 49 ΣυνθΛΕΕ, που προστατεύει το δικαίωμα εγκαταστάσεως των υπηκόων ενός κράτους μέλους στην επικράτεια ενός άλλου κράτους μέλους, ενώ εξαιρέσεις προβλέπονται μόνο στο αρ.52 ΣυνθΛΕΕ, το οποίο ορίζει ότι δεν εμποδίζεται η δυνατότητα εφαρμογής των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που προβλέπουν ειδικό καθεστώς για τους αλλοδαπούς υπηκόους και δικαιολογούνται από λόγους δημοσίας τάξεως, δημόσιας ασφάλειας και δημόσιας υγείας. Τελικά, όμως ο Ν. 1892/1990 εναρμόνισε το έως τότε ελληνικό νομοθετικό πλαίσιο με το κοινοτικό δίκαιο και δεν τίθεται ζήτημα σύγκρουσης. Αμυντικό περιεχόμενο: Μετά την συνταγματική αναθεώρηση του 2001 και την διάταξη του αρ.25 1 εδ.γ Σ, η ιδιοκτησία, όπως και κάθε συνταγματικό δικαίωμα, απέκτησε απόλυτο (erga omnes) αμυντικό περιεχόμενο στρεφόμενο όχι μόνο κατά του κράτους, αλλά και κατα των επιθετικών ενεργειών ιδιωτών. Το δικαίωμα δηλαδή «τριτενεργεί» στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών. Προστατευτικό περιεχόμενο: Κατά το αρ. 17 1 Σ η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του κράτους. Από την αξίωση απορρέει αντίστοιχη κρατική υποχρέωση. Ρητά λοιπόν ορίζεται ότι το δικαίωμα έχει προστατευτικό περιεχόμενο στρεφόμενο προς το κράτος, το οποίο υποχρεούται να λάβει όλα εκείνα τα απαραίτητα νομοθετικά, διοικητικά, δικαστικά μέτρα προστασίας της ιδιοκτησίας από τις επιθετικές και ζημιογόνες ενέργειες των ιδιωτών. Παράλειψη αυτής της νόμιμης οφειλόμενης ενέργειας οδηγεί σε αστική ευθύνη του δημοσίου κατά τους όρους των αρ. 105 και 106 ΕισΝΑΚ. Το προστατευτικό περιεχόμενο δεν εφαρμόζεται στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, δηλαδή δεν «τριτενεργεί». Διασφαλιστικό περιεχόμενο: Το διασφαλιστικό περιεχόμενο έχει δύο μερικότερες εκφάνσεις, το εξασφαλιστικό και το διεκδικητικό περιεχόμενο. Το εξασφαλιστικό περιεχόμενο δεν αναγνωρίζεται από την διάταξη, με συνέπεια το κράτος να μην οφείλει να ενεργήσει με τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργήσει εκείνες τις συνθήκες που θα εξασφαλίζουν την άσκηση του δικαιώματος από όλους. Αντίθετα όμως, αναγνωρίζεται το διεκδικητικό περιεχόμενο, το οποίο στρέφεται προς κράτος, που οφείλει να καταστήσει επιτρεπτή την διεκδίκηση του δικαιώματος στους φορείς μέσω των νόμιμων διαδικασιών. III. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΑΠΟΡΡΕΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ: όλα τα νομικά πρόσωπα, ανεξάρτητα από την διάκριση τους σε δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, όταν μάλιστα είναι ελεύθερα δυνατή η μεταβολή της νομικής τους φύσης... Στην σύγχρονη έννομη τάξη τα συνταγματικά δικαιώματα, ως αντικειμενικά αξιώματα, προστατεύουν όλους και από όλους τους κινδύνους. Η μεταβολή των συνταγματικών δικαιωμάτων συνεπάγεται την έκταση της εφαρμογής τους και στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου». 8

Το Σ προστατεύει την κεκτημένη και υφισταμένη ιδιοκτησία και εγγυάται καταρχήν την ιδιωτική ιδιοκτησία σε όλες τις σύγχρονες μορφές της. Επομένως, από το δικαίωμα απορρέουν τα εξής επιμέρους. Δικαίωμα διατηρήσεως της ιδιοκτησίας. Μονομερής στέρηση της ιδιοκτησίας από το κράτος επιτρέπεται μόνο υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που προβλέπει το Σ (βλ. αναγκαστική απαλλοτρίωση) Δικαίωμα συντηρήσεως της ιδιοκτησίας. Η θέσπιση υποχρέωσης εις βάρος του ιδιοκτήτη από τον νομοθέτη αποδεικνύεται προβληματική. Ο Ν. 1512/1985 όσον αφορά την περίπτωση των κτιρίων ο νόμος κατέφυγε σε μια συμβιβαστική λύση υποχρεώνοντας αφενός τον ιδιοκτήτη ή τον νομέα ή τον επικαρπωτή να διατηρεί το κτίριο σε τέτοια κατάσταση ώστε να μην αποτελεί κίνδυνο για την δημόσια υγεία και το περιβάλλον και αφετέρου ορίζει ότι ο οικείος δήμος αναλαμβάνει το σύνολο ή μέρος της δαπάνης διατήρησης ή ανάπλασης 15. Δικαίωμα μετατροπής ή μεταποίησης του αντικειμένου της. Εξαιρέσεις από τον κανόνα προβλέπονται και από το Σ, όπως το αρ.117 3 που απαγορεύει την αποψίλωση μιας δασικής περιοχής, αλλά είναι δυνατόν να προβλεφθούν και με νόμο σε συγκεκριμένη περίπτωση, αν το επιβάλλει η ανάγκη προστασίας συνταγματικά κατοχυρωμένων αγαθών, όπως η δημόσια υγεία ή το περιβάλλον. Δικαίωμα χρήσεως και καρπώσεως της ιδιοκτησίας. Στην ελευθερία αυτή δεν περιλαμβάνεται η δυνατότητα κατάχρησης (όπως ήδη προαναφέρθηκε, τόσο εξαιτίας της ρύθμισης του ΑΚ 281, όσο και του αρ.25 3 Σ γενικά ως προς όλα τα δικαιώματα και του αρ.17 1 ειδικά ως προς εδώ εξεταζόμενο δικαίωμα). Περιορισμός της χρήσης και της κάρπωσης ισοδύναμος με αποδυνάμωση της ιδιοκτησίας αντιστοιχεί σε αναγκαστική απαλλοτρίωση. Δικαίωμα μετακινήσεως μη ακίνητων αντικειμένων ιδιοκτησίας. Περιορισμοί αναφερόμενοι σε αυτό το δικαίωμα ανευρίσκονται μόνο στην απαγόρευση εξαγωγής κειμηλίων ή έργων τέχνης. Επίσης, δύνανται να υπάρχουν περιορισμοί μεταφοράς μιας επιχείρησης για περιβαλλοντικούς λόγους. Δικαίωμα διάθεσης του αντικειμένου εν ζωή ή αιτία θανάτου. Καταρχήν δεν υπάρχουν πράγματα των οποίων η μεταβίβαση να μην είναι δυνατή, αλλά, δημόσιες κυρίως, αξιώσεις δύνανται να είναι αμεταβίβαστες. Δεν προσκρούει σε αυτό το δικαίωμα η θέσπιση τυπικών ή διαδικαστικών προϋποθέσεων. Παρ'όλου που ο συντακτικός νομοθέτης δεν προέβλεψε ρητά την δυνατότητα διαθέσεως αιτία θανάτου, όπως σε άλλα Σ ή στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, αυτή πρέπει να υπήρξε η θέλησή του, γιατί διαφορετικά η προστασία της ιδιοκτησίας θα ήταν ημιτελής. Το Σ προστατεύει ρητά στο αρ.23 1 την ελευθερία απόκτησης ιδιοκτησίας. Αυτή η περίπτωση αποτελεί δικαίωμα προς ιδιοκτησία και δεν αφορά ένα ορισμένο αντικείμενο, αλλά την νομική ικανότητα, που αποτελεί συστατικό στοιχείο του δικαιώματος στην προσωπικότητα ( αρ.5 1 Σ). Ο ιδιοκτήτης είναι αυτός που θα αποφασίσει αν, πότε και πως θα κάνει χρήση της ιδιοκτησίας του. Η εκμετάλλευση της ιδιοκτησίας προσδιορίζεται από την φύση του πράγματος και από τον κοινό νομοθέτη, από τον φυσικό και κοινωνικό προορισμό του. Η εκμετάλλευση είναι αυτή που παρουσιάζει το μεγαλύτερο πραγματικό και νομικό ενδιαφέρον. 15 αρ.1 1 Ν. 1512/1985. 9

2. ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ ΩΣ ΜΟΡΦΗ ΣΤΕΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ 2.1. ΘΕΣΜΟΣ Στο αρ.17 1 Σ περιέχεται μια επιφύλαξη υπέρ του γενικού συμφέροντος, που συνιστά και την κοινωνική δέσμευση της ακίνητης ιδιοκτησίας και των μέσων παραγωγής (όπως ήδη προαναφέρθηκε). Αυτή εξειδικεύεται κυρίως στα αρ. 18 και 24 Σ. Παράλληλα όμως το αρ. 17 1 αποτελεί και επιταγή προς τον νομοθέτη να προσδιορίσει τα όρια του δικαιώματος της ιδιοκτησίας κατά τρόπο που να αποκλείει την άσκηση σε βάρος του γενικού συμφέροντος. Αυτοί οι εννοιολογικοί προσδιορισμοί θεσπίζονται και εφαρμόζονται χωρίς την καταβολή αποζημίωσης, καθώς δεν αποτελούν προσβολή, αλλά τμήμα της συνταγματικά οφειλόμενης από το κράτος προστασίας. Ωστόσο, η νομοθετική εξουσία δεν φτάνει μέχρι την συρρίκνωση της ιδιοκτησίας σε σημείο εξανεμίσεως. Το Σ κατοχυρώνει το ατομικό δικαίωμα ως θεσμό, που τίθεται υπό την προστασία του κράτους. Άρα, ο νομοθέτης δεν μπορεί να αποψιλώσει την ιδιοκτησία σε βαθμό που να είναι τέτοια μόνο κατ'όνομα. Η στέρηση της ιδιοκτησίας λαμβάνει χώρα κάτω από τους όρους και τις προϋποθέσεις του Σ και πάντοτε έναντι ανταλλάγματος, δηλαδή την καταβολή αποζημίωσης. Ο συνταγματικά κατοχυρωμένος αυτός θεσμός ονομάζεται αναγκαστική απαλλοτρίωση και αποτελεί το αντίβαρο του δικαιώματος ιδιοκτησίας. Αυτή είναι, λοιπόν η άποψη της παραδοσιακής θεωρίας, ενώ η σύγχρονη υποστηρίζει ότι ο θεσμός της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης αποτελεί παράδειγμα θεσμικής προσαρμογής του δικαιώματος ιδιοκτησίας. Οι συνταγματικές διατάξεις συνεφαρμόζονται αρμονικά λόγω της αρχής της τυπικής ισοδυναμίας. Νομική σύγκρουση δικαιωμάτων δεν είναι δυνατή, ενώ αντιθέτως είναι δυνατή η πραγματική. Το ίδιο το Σύνταγμα εισάγει ρητούς (κυρίως) επιτρεπόμενους περιορισμούς του δικαιώματος, που δεν αγγίζουν τα όρια της προσβολής λόγω ακριβώς του ότι προέρχονται από το κοινό αντικειμενικό στοιχείο δικαιώματος ειδικής κυριαρχικής σχέσης. Εν προκειμένω ο θεσμός είναι η αναγκαστική απαλλοτρίωση εντός του οποίου το περιεχόμενο της ιδιοκτησίας προσαρμόζεται, χωρίς βέβαια να φτάνει μέχρι και την αναίρεση της, υπό τις συνταγματικές προϋποθέσεις. Με άλλα λόγια μετατίθενται προς τα πίσω τα όρια του αμυντικού περιεχομένου της ιδιοκτησίας. Στην παρούσα εργασία θα αναλυθεί η παραδοσιακή άποψη στην θεωρία, που ενστερνίζεται την σύγκρουση δικαιωμάτων και την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας. Η διοίκηση κατά την άσκηση των καθηκόντων της οφείλει να λειτουργεί μέσα στα όρια που θέτει η αρχή της νομιμότητας. Η διοίκηση είναι μία πλήρως επιτετραμμένη εξουσία, δεν μπορεί να ενεργήσει παρά μόνο ό,τι ρητά επιτρέπεται από τις πηγές του διοικητικού δικαίου και της νομιμότητας. Δεν μπορεί να πράξει ό,τι δεν απαγορεύεται, αλλά μόνο ό,τι επιτρέπεται 16. Άρα, οφείλει να σέβεται κατά την δραστηριότητά της τα ατομικά δικαιώματα (και κυρίως την ιδιοκτησία που τελεί «υπό την προστασία του κράτους») και να μην τα προσβάλλει. Ωστόσο, ορισμένες φορές προκειμένου να ασκήσει προπάντων δραστηριότητα, κατοχυρωμένη και από το Σ, είναι αναπόφευκτο να συγκρουστεί και με την ιδιοκτησία. Τέτοιες περιπτώσεις είναι, για παράδειγμα, όταν για λόγους δημόσιας ωφέλειας, όπως είναι κατασκευή ενός πάρκου ή ενός νοσοκομείου, επιβάλλεται η απόκτηση ακινήτων, κυρίως όπου ο ιδιοκτήτης δεν είναι διατεθειμένος να πουλήσει. Σε αυτές τις περιπτώσεις επιβάλλεται η προσβολή των περιουσιακών δικαιωμάτων του πολίτη υπό 16 Φλογαΐτης Σ., Εισαγωγή στο Διοικητικό Δίκαιο,σε Γέροντας Α., Λύτρας Σ., Παυλόπουλος Π., Σιούτη Γ., Φλογαΐτης Σ., Διοικητικό Δίκαιο, Σάκκουλας, 2010 Αθήνα- Θεσσαλονίκη, σελ.4. 10

τους όρους της αρχής της αναλογικότητας, δηλαδή μέτρο αναγκαίο, πρόσφορο και κατάλληλο. Η σύγκρουση αυτή αίρεται με έναν θεμελιώδη συμβιβασμό: Το δημόσιο συμφέρον υπερτερεί, αλλά ο ιδιοκτήτης αποζημιώνεται πλήρως και η αποζημίωση αυτή προσδιορίζεται δικαστικά. Επίσης, ο προσδιορισμός του δημοσίου συμφέροντος απαιτεί νομοθετική θεμελίωση. Ο θεσμός που αίρει την σύγκρουση μεταξύ της νόμιμης προσβολής και της κατοχύρωσης του δικαιώματος ιδιοκτησίας είναι η αναγκαστική απαλλοτρίωση, την οποία ρυθμίζει το αρ.17 2 Σ. Ορίζεται ως η στέρηση ιδιοκτησίας με μονομερή πράξη του κράτους, για δημόσια ωφέλεια, καθοριζόμενη από τον νόμο, και έναντι δικαστικώς προσδιοριζόμενης αποζημίωσης του ιδιοκτήτη 17. Ο ορισμός αυτός ανταποκρίνεται στην τυπική περίπτωση της υπό στενή έννοιας απαλλοτρίωσης που ρυθμίζεται και τελειούται από το Σ. Με την πάροδο όμως του χρόνου η επιστήμη και η νομολογία διεύρυναν την έννοια της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, θεωρώντας ως στέρηση της ιδιοκτησίας, όχι μόνο την ολική της αφαίρεση, αλλά και τον περιορισμό της σε τέτοιο βαθμό, ώστε ουσιαστικά η ιδιοκτησία να καταλύεται, να εξουθενώνεται, δηλαδή να επιβάλλονται τέτοιοι περιορισμοί που να την αδρανοποιούν ή να κωλύουν την απόλαυση ουσιωδών στοιχείων της. Σε αυτή την περίπτωση με επέμβαση της Πολιτείας οι εξουσίες του κυρίου περιορίζονται σε τέτοια έκταση, ώστε η ιδιοκτησία που του μένει ουσιαστικά αναιρείται. Πρόκειται για την περίπτωση της de facto αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, που μαζί με την υπό στενή έννοια αποτελούν την υπό ευρεία έννοια αναγκαστική απαλλοτρίωση. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση αποτελεί μονομερής πράξη διοικητικής αρχής ως κυρίαρχης αρχής, δηλαδή πράξη άσκησης δημόσιας εξουσίας, και όχι αναγκαστική σύμβαση πώλησης, με αποτέλεσμα η αξίωση για αποζημίωση του ιδιοκτήτη να είναι αξίωση από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου. Από την φύση της μόνο το Δημόσιο ή ΝΠΔΔ δύναται να την ενεργήσει και, υπό τις προϋποθέσεις του νόμου, να την κηρύξει υπέρ του ιδίου ή άλλου νομικού προσώπου, ακόμα και υπέρ ιδιώτη (φυσικού προσώπου). Πάντοτε όμως, απαλλοτριωτής είναι η Πολιτεία και τα πρόσωπα αυτά έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν να κηρυχθεί προς όφελός τους. Η κυριότητα που αποκτάται είναι πρωτότυπη και ισχύει έναντι πάντων, ακόμη και των δικαιούχων εμπραγμάτων δικαιωμάτων, τα οποία τρέπονται σε ενοχικές αξιώσεις επί της αποζημίωσης. Αντικείμενό της είναι η ιδιοκτησία, που περιλαμβάνει την κυριότητα και τις εμπράγματες εξουσίες, και κυρίως προσανατολίζεται προς την απαλλοτρίωση ακινήτων 18. Συνήθως επί κινητών πραγμάτων εφαρμόζεται ο θεσμός της επίταξης ως φθηνή και απλούστερη διαδικασία στέρησης της ιδιοκτησίας. Η ιδιοκτησία απαλλοτριώνεται καταρχήν ανεξαρτήτως του φορέα της, με εξαιρέσεις ακίνητα που ανήκουν στην εκκλησιαστική περιουσία ή βρίσκονται στο έδαφος του Αγίου Όρους, για τα οποία υφίσταται και ειδική συνταγματική ρύθμιση στο αρ.105 2. Στην περίπτωση των ΝΠΔΔ υφίστανται τρεις περιορισμοί: Πρώτον δεν υπόκειται σε αναγκαστική απαλλοτρίωση η περιουσία της ΕΕ 19. Δεύτερον δεν νοείται αναγκαστική απαλλοτρίωση κρατικών περιουσιακών στοιχείων, επειδή η πράξη διενεργείται από το κράτος. Τρίτον πρέπει πάντα να διακρίνεται η ιδιωτική από την δημόσια περιουσία των ΝΠΔΔ. Ως προς την ιδιωτική περιουσία εφαρμόζεται η διάταξη του αρ.17 και μόνο κατά τους εκεί όρους. Φυσικά δεν ενδιαφέρει το είδος της χρήσης της ιδιοκτησίας για την εφαρμογή της απαλλοτρίωσης και ιδίως δεν αποκλείεται για τα πράγματα, που χρησιμοποιούνται για την άσκηση ατομικού δικαιώματος όπως ακινήτου που στεγάζει εφημερίδα ( αρ. 14 2) ή ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό σταθμό (αρ. 15) κ.τ.λ.. Νόμος δύναται να εξαιρεί ορισμένη ιδιοκτησία από την απαλλοτρίωση και σε αυτή την περίπτωση η διοίκηση δεν δικαιούται να την ενεργήσει. 17 18 19 Δαγτόγλου Δ.Π., Συνταγματκό Δίκαιο- Ατομικά Δικαιώματα, Αντ. Σάκκουλας, 2010 Αθήνα- Κομοτηνή, σελ. 1068. Ο νέος νόμος 2882/2001 φέρει ρητά τον τίτλο «Κώδικας αναγκαστικών απαλλοτριώσεων ακινήτων». αρ.1 του Πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών των ΕΚ της 8/4/1965. 11

Η αναγκαστική απαλλοτρίωση διαφέρει από τους νόμιμους περιορισμούς της ιδιοκτησίας. Η πρώτη είναι αφαίρεση της ιδιοκτησίας με πράξη της Διοίκησης, με ουσιαστικό στοιχείο την μετάσταση της κυριότητας από το μέχρι πρότινος ιδιοκτήτη στην Πολιτεία ή σε τρίτο πρόσωπο, του υπέρ ου η απαλλοτρίωση. Περιορισμός των εξουσιών του ιδιοκτήτη, που δεν φτάνει μέχρι την αφαίρεση, εμπίπτει στην κατηγορία των δεύτερων, αντίστοιχα. Άλλωστε όπως κάθε έννοια και αυτή της ιδιοκτησίας είναι οριστή, όχι απεριόριστη. Εκτείνεται ως εκεί που ορίζουν το Σ και οι νόμοι και αρχίζει η απαγορευμένη κατάχρηση του δικαιώματος. Γενικό περιορισμό θέτει τόσο το αρ. 15 Σ όσο και το αρ.17, ειδικά, για την ιδιοκτησία, προβλέποντας την «κοινωνική δέσμευση» της. Άρα, προσδιορίζουν το εννοιολογικό της περιεχόμενο, αλλά δεν δύνανται να αγγίξουν τον γενικά αμετάβλητο και απαραβίαστο πυρήνα του δικαιώματος. Ο πυρήνας αυτός προϋποθέτει ότι το αντικείμενό της είναι και παραμένει στα όρια της νόμιμης κατοχής και συναλλαγής. Ωστόσο η αναγνώριση από την νομολογία της de facto αναγκαστικής απαλλοτρίωσης με μια διεύρυνση της έννοιας δυσκολεύει την διάκριση της με τους νόμιμους περιορισμούς. Υπενθυμίζεται ότι de facto είναι η απαλλοτρίωση όταν οι εξουσίες του κυρίου περιορίζονται, με επέμβαση της Πολιτείας, σε τέτοιο βαθμό ώστε η ιδιοκτησία να είναι τέτοια μόνο κατ'όνομα. Η επιστήμη του συνταγματικού δικαίου ανέπτυξε διάφορες θεωρίες με τις οποίες αναζητά ένα ασφαλές κριτήριο διάκρισης μεταξύ των δύο και αυτή η αναζήτηση αποκτά μεγάλη πρακτική σημασία, διότι στέρηση της ιδιοκτησίας συνεπάγεται επίδοση αποζημίωσης στον ιδιοκτήτη, ενώ κάτι τέτοιο δεν ισχύει για τον «περιορισμό» της. Οι σημαντικότερες είναι 20 : «Θεωρία της ατομικής πράξης» ή «της ατομικής προσβολής». Σύμφωνα με την θεωρία αυτή, η διάκριση θα πρέπει να γίνεται με κριτήριο το αν η προσβολή επέρχεται με ατομική πράξη ή όχι. Αν η προσβολή είναι γενική, δηλαδή αφορά αόριστο αριθμό διοικουμένων, τότε πρόκειται για νόμιμο περιορισμό. Αντιθέτως, αν η επέμβαση της Πολιτείας είναι εξατομικευμένη, τότε αυτή είναι αναγκαστική απαλλοτρίωση. Το κριτήριο αυτό κατακρίθηκε ως τυπικό και ασαφές, ενώ αναδεικνύεται το εξής παράδοξο: Θεωρείται αναγκαστική απαλλοτρίωση και η ελαφριά επιβάρυνση της ιδιοκτησίας, επειδή επιβλήθηκε με ατομική πράξη, αλλά δεν θεωρείται ως τέτοια μια ουσιώδης αχρήστευση της ιδιοκτησίας περισσοτέρων, επειδή δεν η Πολιτεία επενέβη με γενικούς νομικούς ορισμούς. «Θεωρία της μείωσης της ουσίας». Υποστηρίζεται ότι κριτήριο είναι η έκταση και η σπουδαιότητα της πολιτειακής επέμβασης, ανάλογα δηλαδή με το αν αφαιρούνται ή όχι τα ουσιώδη στοιχεία της κυριότητας, χαρακτηρίζεται και η πράξη. Σωστά θέτει ένα ουσιαστικό κριτήριο, αλλά είναι τόσο ευρύ, που τελικά υπόκειται στην κρίση του δικαστή σε ποια λύση θα καταλήξει. «Θεωρία του βάρους» ή «της θυσίας» ή του «ανεκτού βάρους». Ως κριτήριο προτείνει το κατά πόσον η επέμβαση ή το βάρος μπορούν να θεωρηθούν ανεκτά, δηλαδή το κατά πόσον ο ιδιοκτήτης οφείλει να ανεχτεί την θυσία ενόψει της ανοχής που οφείλουν τα άτομα στις επεμβάσεις της δημόσιας εξουσίας. Και εδώ ουσιαστική λύση θα δώσει ο δικαστής κατά την κρίση του. Η ελληνική νομολογία φαίνεται να μην έχει υιοθετήσει σταθερά κάποια από τις θεωρίες αυτές, ενώ στοιχεία τους ανευρίσκονται σε όλες τις δικαστικές αποφάσεις σε μια προσπάθεια ανεύρεσης οριστικής λύσης. 2.2. ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 17 2 Σ 20 Γεωργιάδης Α., Εμπράγματο Δίκαιο, Σάκκουλας, 2010 Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σελ.462-464. 12

Το Σ προβλέπει την αναγκαστική απαλλοτρίωση μόνο υπό ορισμένες προϋποθέσεις, την δημόσια ωφέλεια, νομοθετική πρόβλεψη και δικαστικά προσδιοριζόμενη αποζημίωση. Στην περίπτωση της de facto αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, η αποζημίωση δεν είναι κατ'ακριβολογία προϋπόθεση, αλλά έννομη συνέπεια της διοικητικής δραστηριότητας. Δεν επιτρέπεται η κήρυξή της κατά παρέκκλιση των προϋποθέσεων παρά μόνο όπου το Σ ρητά προβλέπει., όπως π.χ. στην περίπτωση της διάλυσης αγροληψιών. Δημόσια ωφέλεια Η ύπαρξη δημόσιας ωφέλειας δικαιολογεί την στέρηση συγκεκριμένης ιδιοκτησίας και είναι εντονότερη κατ ανάγκη από το «γενικό συμφέρον» που την περιορίζει. Είναι μια αόριστη νομική έννοια, που μεταβάλλεται, και είναι υπόθεση του νομοθέτη να την προσδιορίσει και της διοίκησης να την εξειδικεύσει στην εξατομικευμένη περίπτωση. Τότε, η διοίκηση ενεργεί με διακριτική ευχέρεια, που ελέγχεται για την τήρηση των άκρων ορίων της από τα διοικητικά δικαστήρια. Η δημόσια ωφέλεια πρέπει να είναι «προσηκόντως αποδεδειγμένη». Αυτή η απαίτηση του Σ αποκτά διπλή σημασία. Πρώτον, η πράξη κήρυξης της απαλλοτρίωσης πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Δεύτερον, η αιτιολογία αυτή πρέπει να περιέχει και τις δύο πλευρές της δημόσιας ωφέλειας: Η πράξη πρέπει να αποσκοπεί αμέσως σε αυτή, δηλαδή πρέπει να προάγει την οικονομία ή άλλο δημόσιο συμφέρον, έστω και αν γίνεται προς όφελος του ιδιώτη. Πρέπει να νοηθεί ταυτόσημη με το «έντονο» δημόσιο συμφέρον και καταλαμβάνει όλη την δραστηριότητα του κράτους και ιδιαίτερα της διοίκησης. Επίσης, η αναγκαστική απαλλοτρίωση θα πρέπει να αποτελεί από άποψη δημόσιας ωφέλειας, αν όχι την μοναδική, την πλέον υπερέχουσα λύση. Εφαρμόζεται, δηλαδή, σύμφωνα με τις επιταγές της αρχής της αναλογικότητας. Αυτή είναι και η δεύτερη πλευρά της πρώτης προϋπόθεσης που θέτει το Σ. Η ύπαρξη της δημόσιας ωφέλειας δεν πρέπει να υφίσταται μόνο κατά την στιγμή της κήρυξης της απαλλοτρίωσης αλλά και κατά την διάρκεια της χρήσης του απαλλοτριούμενου ακινήτου. Σε περίπτωση που αυτό δεν ισχύει, τότε η στέρηση της ιδιοκτησίας καθίσταται εκ των υστέρων αντισυνταγματική. Η νομοθετική πρόβλεψη Το Σ επιφυλάσσει τον καθορισμό της δημόσιας ωφέλειας στον νόμο, εννοώντας μάλιστα τον ουσιαστικό νόμο και όχι τον τυπικό. Άρα η επιφύλαξη αυτή αναφέρεται και σε κανονιστική πράξη της διοίκησης, που είναι όμως ειδικά εξουσιοδοτημένη από τυπικό νόμο, που δεν είναι όμως νόμοςπλαίσιο και δεν έχει ψηφιστεί από τμήμα διακοπών της Βουλής, αλλά από την ολομέλεια. Επίσης, η εξουσιοδότηση απευθύνεται όχι μόνο σε υπουργό αλλά και σε άλλα όργανα της διοίκησης, όπως για παράδειγμα σε νομάρχες. Ρήτρα απαλλοτρίωσης υπέρ του ιδιώτη, που περιέχεται σε διοικητική σύμβαση δεν αποτελεί, την απαιτούμενη από το Σ νομοθετική θεμελίωση. Τέτοια μπορεί να είναι μόνο αυτή που προκύπτει από ουσιαστικό νόμο προς εκπλήρωση της συμβατικής υποχρέωσης του κράτους. Όπως φυσικά προκύπτει ο προσδιορισμός της δημόσιας ωφέλειας από τον νομοθέτη ελέγχεται μόνο ως προς τη συνταγματικότητά του. Επαναλαμβάνεται ότι, ενώ ο νομοθέτης ορίζει αφηρημένα την πρώτη συνταγματική προϋπόθεση, η διοίκηση εξειδικεύει στην συγκεκριμένη περίπτωση. Η δραστηριότητά της αυτή ασκείται στο πλαίσιο της διακριτικής της ευχέρειας και ελέγχεται ως προς την τήρηση των άκρων ορίων. Επισημαίνεται ότι το Σ δεν αποκλείει τον συγκεκριμένο καθορισμό 13

του απαλλοτριωτέου πράγματος απευθείας από τον νομοθέτη 21. Αποζημίωση Το Σ ρητώς προβλέπει την δυνατότητα στέρησης ορισμένης ιδιοκτησίας μόνον εφόσον καταβληθεί η αποζημίωση. Μέχρι εκείνη την στιγμή διατηρούνται ακέραια όλα τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη και δεν επιτρέπεται η κατάληψη του ακινήτου. Στην περίπτωση της de facto αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, η προϋπόθεση τρέπεται σε έννομη συνέπεια του διοικητικού μέτρου. Μάλιστα με την συνταγματική αναθεώρηση του 2001 προβλέπεται πλέον ρητά ότι «στην περίπτωση κήρυξης πρέπει να δικαιολογείται ειδικά η δυνατότητα κάλυψης της δαπάνης αποζημίωσης», έτσι ώστε να αποφεύγονται οι περιπτώσεις στις οποίες κηρύσσονται απαλλοτριώσεις χωρίς να έχουν εξασφαλιστεί οι αναγκαίοι πόροι. Κατά την συνταγματική επιταγή η αποζημίωση δεν πρέπει να είναι απλώς εύλογη αλλά πλήρης. Με άλλα λόγια, πρέπει να ανταποκρίνεται προς την αξία του απαλλοτριούμενου, έτσι ώστε να είναι δυνατή η αγορά άλλου ισάξιου ακινήτου και να καλύπτει οποιαδήποτε θετική ζημία. Η αποζημίωση σε φόρο κράτηση ή τέλος. Ποιο όμως είναι το κριτήριο υπολογισμού της; Ο νόμος προσανατολίζεται προς την αντικειμενική αξία του πράγματος, δηλαδή λαμβάνεται υπόψη η αξία των όμορων και ομοειδών ακινήτων, όπως διαμορφώθηκε τα τρία τελευταία έτη πριν την αποζημίωση, καθώς και η ετήσια πρόσοδος του απαλλοτριούμενου. Κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό αυτό είναι ο χρόνος της συζήτησης περί του προσωρινού προσδιορισμού ενώπιον του δικαστηρίου ή ο χρόνος συζήτησης του οριστικού προσδιορισμού σε περίπτωση απευθείας αίτησης. Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι το Σ προβλέπει ρητά ότι όσοι ιδιοκτήτες όμορων ακινήτων επωφελούνται από την απαλλοτρίωση δύνανται να συμμετέχουν στις δαπάνες του Δημοσίου, όπως ορίζει ο νόμος (αρ.106 6 Σ). Μια τέτοια υποχρέωση αναγκαστικής συμμετοχής βαρύνει και τον ιδιοκτήτη, του οποίου απαλλοτριώθηκε τμηματικά το ακίνητο και αυξήθηκε σημαντικά η αξία του υπολειπόμενου εξαιτίας των έργων κοινή ωφέλειας, στα οποία αποσκοπεί η πράξη. Κατά κανόνα η αποζημίωση είναι χρηματική. Με την αναθεώρηση του 2001 προβλέπεται ρητά ότι επιτρέπεται και η σε είδος, εφόσον συναινεί και ο ιδιοκτήτης (αρ 17 2 εδ. 3 Σ). Υπόχρεος καταβολής της αποζημίωσης είναι ο ωφελούμενος από αυτήν, δηλαδή το κράτος ή άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου. Δικαιούχος είναι ο ιδιοκτήτης, όπως και ο επικαρπωτής, καθώς η επικαρπία πράγματος μετατρέπεται εκ του νόμου σε επικαρπία απαιτήσεως. Ως προθεσμία καταβολής τίθεται ενάμισυ έτος από την δημοσίευση της δικαστικής απόφασης του προσωρινού ή οριστικού προσδιορισμού. Μη έγκαιρη καταβολή της συνεπάγεται την αυτοδίκαιη άρση της. Δικαστικός προσδιορισμός της αποζημίωσης. Το Σ προβλέπει ρητώς τον δικαστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης, χωρίς βέβαια να αποκλείεται η προεκτίμησή της από την διοίκηση. Σε αυτό το σημείο πρέπει να παρατηρηθεί ότι, ενώ το κύρος της πράξης κήρυξης της απαλλοτρίωσης ελέγχεται, όπως κάθε διοικητική πράξη, από το ΣτΕ, ο προσδιορισμός ανατίθεται στα πολιτικά δικαστήρια, πλέον όχι ρητά από το Σ μετά την αναθεώρηση του 2001 αλλά από την πράξη νομοθετικού περιεχομένου 21.12.2001. Αυτή η πολυδιάσπαση της δικαστικής προστασίας παραβιάζει την αρχή της αποτελεσματικότητας και ταλαιπωρεί χρονικά και οικονομικά τον ιδιώτη. 21 Δαγτόγλου Δ.Π., Συνταγματκό Δίκαιο- Ατομικά Δικαιώματα, Αντ. Σάκκουλας, 2010 Αθήνα- Κομοτηνή, σελ. 1100. 14

2.3. ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗΣ Η διαδικασία της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης είναι πολύπλοκη και διέπεται, κυρίως, από τις διατάξεις του «Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων» (ν. 2882/2001), όπως αυτός τροποποιήθηκε με τις διατάξεις 123 επ. του ν. 4070/2012 (Ρυθμίσεις Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών, Μεταφορών, Δημοσίων Έργων και άλλες διατάξεις) και με το αρ.39 του ν.4024/2011. Τα στάδια αυτής της διαδικασίας είναι τα εξής πέντε: 1. απόφαση της διοίκησης ότι η εξυπηρέτηση μιας ορισμένης νομοθετικά αναγνωρισμένης δημόσιας ωφέλειας απαιτεί την αναγκαστική απαλλοτρίωση ορισμένου αντικειμένου 2. αναγνώριση των δικαιούχων της αποζημίωσης 3. κήρυξη της απαλλοτρίωσης 4. προσδιορισμός της αποζημίωσης 5. συντέλεση της απαλλοτρίωσης με την καταβολή της αποζημίωσης. Σύμφωνα με την αρχή της χρηστής διοίκησης και της νόμιμης χρήσης της διακριτικής ευχέρειας, όπως προκύπτουν από την αρχή της αναλογικότητας που διέπει την διοικητική δράση σ ένα κράτος δικαίου, θα πρέπει η διοίκηση να εξετάσει την ανάγκη της απαλλοτρίωσης, ώστε με βεβαιότητα να επιτυγχάνεται η δημόσια ωφέλεια με αποκλεισμό κάθε άλλου ηπιότερου μέσου. Οφείλει επίσης να περιορίσει την έκταση και ένταση της απαλλοτρίωσης στο απολύτως αναγκαίο μέτρο. Πρέπει η πράξη κήρυξης να αιτιολογείται ειδικά, καθώς αποτελεί επαχθές μέτρο για τον ιδιώτη, και να αναφέρεται η εξυπηρέτηση του επιδιωκόμενου σκοπού στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ανάγκη της επιβολής του μέτρου και μάλιστα η έκταση στην οποία επιβάλλεται. Ως κήρυξη της απαλλοτρίωσης εννοείται η πράξη του αρμόδιου οργάνου για την αφαίρεση της ιδιοκτησίας και την κτήση της από το Δημόσιο ή κάποιο τρίτο. Η κήρυξη γίνεται συνήθως με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας, στην οποία κείται το απαλλοτριωτέο ακίνητο και θεωρείται ότι επέρχεται από τη δημοσίευση της απόφασης στο ΦΕΚ. Αν η απαλλοτριούμενη έκταση είναι μεγαλύτερη των 100.000 τ.μ., η κήρυξη μπορεί να γίνει και με κοινή απόφαση του αρμόδιου Υπουργού και του Υπουργού Οικονομικών, η οποία δημοσιεύεται στο ΦΕΚ. Σε περίπτωση απαλλοτριώσεων μεγάλης σημασίας κατά την κρίση του αρμόδιου Υπουργού και του Υπουργού Οικονομικών, η απαλλοτρίωση δύναται να κηρυχθεί με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Κατ εξαίρεση, για την εκτέλεση έργων αρμοδιότητας του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, τα οποία εντάσσονται στο Διευρωπαϊκό Δίκτυο Μεταφορών ή συγχρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε), η απαλλοτρίωση των αναγκαίων ακινήτων κηρύσσεται με απόφαση του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων. Η δημοσίευση με απλή τοιχοκόλληση δεν αρκεί. Η κήρυξη της απαλλοτρίωσης αποτελεί ατομική διοικητική πράξη. Όπως έχει ήδη επισημανθεί με την συνταγματική αναθεώρηση του 2001 ήρθη η αποκλειστική αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων, ως προς τον προσδιορισμό της αποζημίωσης και η νέα διατύπωση του αρ. 17 4 εδ.1 Σ έχει ως εξής: «η αποζημίωση ορίζεται από τα αρμόδια δικαστήρια». Επομένως, με δεδομένο ότι οι της αποζημίωσης διαφορές είναι κατ αρχήν διοικητικές, καθώς η αναγκαστική απαλλοτρίωση είναι θεσμός δημοσίου δικαίου, αρμόδια είναι τα διοικητικά δικαστήρια, εκτός αν ο νομοθέτης προβλέπει ρητώς αποκλειστική αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων, σύμφωνα με την επιταγή του αρ. 94 1-3 Σ. Επίσης, πλέον προβλέπεται από το αρ. 17 4 εδ.3 Σ η δυνατότητα εγκαθίδρυσης ενιαίας δικαιοδοσίας για όλες τις διαφορές που σχετίζονται με την απαλλοτρίωση. Τελικά το ζήτημα ρυθμίστηκε με πράξη νομοθετικού περιεχομένου. Κατά το αρ.1 της π.ν.π. 21.12.2001 ο προσδιορισμός της αποζημίωσης υπάγεται στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων. Γίνεται σε ένα ή δύο στάδια : είτε προσωρινά, 15