ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΤΟΜΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Σχετικά έγγραφα
Εμβάθυνση στο συνταγματικό δίκαιο

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ (ΠΟΓΕΔΥ) ΓΕΩΠΟΝΟΙ ΔΑΣΟΛΟΓΟΙ ΚΤΗΝΙΑΤΡΟΙ ΙΧΘΥΟΛΟΓΟΙ - ΓΕΩΛΟΓΟΙ

94/ ) προστασίας και αξιοποίησης

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ. Δίκαιο είναι το σύνολο των ετερόνομων κανόνων που ρυθμίζουν με τρόπο υποχρεωτικό την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Διοικητικό Δίκαιο. Εισαγωγή στο Διοικητικό Δίκαιο 1 ο Μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

«ΥΠΑΓΩΓΗ ΘΕΣΜΙΚΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΩΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΣΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ»

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Η Αρχή της Νομιμότητας ως Οριοθέτηση των Συνταγματικών Δικαιωμάτων

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

Administrative eviction act and right to a prior hearing: observations on Naxos Court 27/2012 judgment. Αθανάσιος Παπαθανασόπουλος

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΣτΕ 1058/2012 [Υποχρέωση ανταλλαγής ή απαλλοτρίωσης συνεταιριστικής δασικής έκτασης]

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Γ Ν Ω Μ Ο Δ Ο Τ Η Σ Η

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του.

Σελίδα 1 από 5. Τ

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

ΘΕΜΑ: Ι ΙΟΚΤΗΣΙΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΕΠΩΝΥΜΟ: ΠΑΥΛΗΣ ΟΝΟΜΑ: ΗΜΗΤΡΙΟΣ Α.Μ.

θέτει στη μεταβατική διάταξη του άρθρου 17 [Σημείωση: Με την εν λόγω διάταξη ορίζεται ουσιαστικώς μία μεταβατική περίοδος που χρονικά τοποθετείται από

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΟ

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος ΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

ΑΡΧΕΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΧΑΤΖΗΪΩΑΝΝΟΥ ΜΑΡΙΑ Α.Μ ΤΗΛΕΦΩΝΟ: ,

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, 21/02/2017 ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΟΔΗΓΙΑ 93/109/EK ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Θέμα: Αναφορά του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τις εξοχικές κατοικίες

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

Δικαίωμα στην εκπαίδευση. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Διοικητικό Δίκαιο Ι. Μαθητική σχέση έννομη σχέση δημόσιου διοικητικού δικαίου. Αντικείμενο Διοικητικού Δικαίου Διοίκηση

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Πράξη Τακτοποίησης & αναλογισμού υποχρεώσεων ιδιοκτησιών

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Δημόσια νομικά πρόσωπα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 8-A ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

9.ΦΟΡΟΙ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΑΚΙΝΗΤΩΝ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ

Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

ΣΤΕ 2707/2018 [ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΣΙΩΠΗΡΗ ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΑΊΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ 'Η ΕΞΑΓΟΡΑ ΑΚΙΝΗΤΟΥ ΓΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥΣ ΣΚΟΠΟΥΣ]

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ


ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΔΗΜΟΣ ΚΟΖΑΝΗΣ. ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ 17/2015 Προς 1. την δημοτική επιχείρηση ΔΕΥΑΚ. 2. τον Πρόεδρο της ΔΕΥΑΚ 3.

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

1. Η κρατική μέριμνα για την κοινωνική ασφάλιση κατά το Σύνταγμα. Το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση αποτελεί κοινωνικό δικαίωμα, το περιεχόμενο

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΙΧΕΙΡΟΥΜΕΝΟ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ»

ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΜΗΜΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

ΣτΕ 1377/2016 [Εξαίρεση από την κατεδάφιση οικοδομής μετά την ακύρωση της οικοδομικής άδειας]

Απλή Ετερόρρυθμη Εταιρεία

Ενδικοφανής προσφυγή Δικαίωμα ακρόασης. Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου Αικατερίνη Ηλιάδου

ΠΕΡΙΕΧOΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

Αρχή της ισότητας: ειδικές μορφές

ΙΑΓΡΑΜΜΑ Ι. ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ Ι ΙΟΚΤΗΣΙΑΣ

Αθήνα 3 Ιανουαρίου 2007 Α.Π. : 605

Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Η ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΟΔΙΚΩΝ ΑΞΟΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΑΝΔΡΕΑΣ ΨΑΘΑΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΟΥΧΟΣ ΑΓΡΟΝΟΜΟΣ ΤΟΠΟΓΡΑΦΟΣ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣΤΕ 2413/2018 [ΠΑΡΑΝΟΜΟΣ ΕΠΑΝΑΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΚΙΝΗΤΟΥ ΩΣ ΧΩΡΟΥ ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟΥ]

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

Είσπραξη απαιτήσεων με τις διατάξεις του ν.4174/2013, όπως ισχύει. Δ/νση Πολιτικής Εισπράξεων Εύη Χατζηπαναγιώτου Διευθύντρια

Δίκαιο των προσωπικών εταιρειών Δίκαιο των κεφαλαιουχικών εταιρειών

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Αρχές Δικαίου Επιχειρήσεων Διάλεξη 3 η. Νικόλαος Καρανάσιος

Διοικητικό Δίκαιο. Δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα και δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Ημερ: Αρ. Πρωτ.:1571 Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων Λεωφ. Κηφισίας 60, Μαρούσι Αθήνα, ΤΚ 15125

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

Δημοσιονομικό Δίκαιο ΠΜΣ Τα δημόσια έσοδα. Ανδρέας Τσουρουφλής

ΣτΕ 1331/2018 [Μη νόμιμη άρση απαλλοτρίωσης για επέκταση μουσείου]

Transcript:

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΤΟΜΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΘΕΜΑ: Η έννοια της ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 17 του Συντάγματος και κατά την ΕΣΔΑ ΔΙΔΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Δημητρόπουλος Ανδρέας ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: Κοντού Σοφία Α.Μ.: 1340201200192 ΑΘΗΝΑ 2014 1

Περιεχόμενα Περιεχόμενα... 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 3 ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑ... 5 ΔΙΕΘΝΗ ΚΕΙΜΕΝΑ... 7 ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ... 8 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ... 11 ΦΟΡΕΙΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ... 13 ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ-ΑΠΟΔΕΚΤΕΣ... 14 ΑΣΚΗΣΗ- ΓΕΝΙΚΗ ΣΧΕΣΗ- ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΕΙΣ... 16 ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ- ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ... 18 ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΑΛΛΑΤΡΙΩΣΗΣ... 22 ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗΣ... 22 ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ... 25 SUMMARY AND CONCLUSIONS... 26 ΠΙΝΑΚΑΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ... 27 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 29 2

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ατομική ιδιοκτησία υπήρξε ιστορικά ένα από τα κλασσικά ατομικά δικαιώματα πρώτης γενιάς, ενώ αποτέλεσε και έναν από τους βασικούς άξονες των σχετικών καταλόγων όλων των ελληνικών Συνταγμάτων. 1 Η ιδιοκτησία κινητών πραγμάτων πρώτα (ενδυμάτων, όπλων, κοσμημάτων κλπ) και ακινήτων αργότερα, είναι ένα από τα παλαιότερα φαινόμενα ανθρώπινης συμβιώσεως. Η βασική του οικονομική σημασία το τοποθέτησε στο κέντρο κοινωνικών αναστατώσεων και πολιτικών επαναστάσεων. Σύμφωνα με τους θεμελιωτές του φυσικού δικαίου και ιδιαίτερα κατά τον Locke, το δικαίωμα της ζωής και της ελευθερίας, μεταξύ των εμφύτων, αναπαλλοτρίωτων και αιώνιων δικαιωμάτων του ανθρώπου, τα οποία προϋφίστανται του κράτους και του φυσικού δικαίου που πηγάζει από αυτό και συνεπώς επιβάλλουν το σεβασμό του. Την άποψη αυτή ακολούθησε αργότερα και ο Voltaire. Αυτόν ακριβώς τον ισχυρισμό υιοθέτησε τόσο η Διακήρυξη της Βιργινίας του 1776 όσο και η γαλλική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη το 1789, η οποία όμως όρισε ειδικότερα στο άρθρο 17 ότι «επειδή η ιδιοκτησία είναι δικαίωμα απαραβίαστον και ιερόν, ουδείς δύναται να στερηθεί ταύτης, εκτός αν προφανώς απαιτεί τούτο δημοσία ανάγκη, νομίμως διαπιστουμένη, και υπό τον όρο δικαίας και προηγούμενης αποζημιώσεως». Στα πλαίσια της εξέλιξης των κοινωνικοοικονομικών δεδομένων η προστασία της ιδιοκτησίας κατέστη ελαστικότερη και υιοθετήθηκε από τα Συντάγματα των κρατών της Δυτικής Ευρώπης, σύμφωνα με το υπόδειγμα του Συντάγματος της Βαϊμάρης 2, διατύπωση του οποίου υιοθέτησε και ο Θεμελιώδης Νόμος της Βόννης καθώς και τα Συντάγματα ορισμένων κρατιδίων. Στην Ελλάδα όλα τα συνταγματικά κείμενα διακήρυξαν την προστασία της ιδιοκτησίας, υιοθετώντας τη διατύπωση της γαλλικής διακήρυξης του 1789, χωρίς όμως να χαρακτηρίσουν την ιδιοκτησία δικαίωμα ιερό και απαραβίαστο. Το Σύνταγμα με τη διάταξη του άρθρου 17, σύμφωνα με την οποία «η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του κράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος», λαμβάνει υπόψη τις σύγχρονες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και έτσι αμβλύνει τον απόλυτο χαρακτήρα της ιδιοκτησίας. Αφενός 1 Κ. ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΣ, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, 2006 σελ. 361 2 «Η ιδιοκτησία δημιουργεί υποχρεώσεις, η δε χρήσις αυτή δέον ταυτοχρόνως να εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον». 3

απαγορεύει την κατάχρηση και αφετέρου αναγνωρίζει την άποψη ότι η ιδιοκτησία εκτός από δικαίωμα περιέχει και υποχρεώσεις προς το σύνολο. Το Σύνταγμα, λοιπόν με την κοινωνική διάσταση του δικαιώματος, η ιδιοκτησία συμβάλλει «εις την πραγματοποίησιν της κοινωνικής προόδου και ελευθερίας, κατοχυρώνοντας το δικαίωμα του Κράτους να αξιώνει παρ όλων των πολιτών την εκπλήρωσιν του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης». Παράλληλα πρέπει να τονιστεί ότι η ιδιοκτησία ανήκει στα παραδείγματα εκείνα συνταγματικής ρύθμισης των οποίων η διπλή φύση (αντικειμενική και υποκειμενική) γίνεται γενικότερα παραδεκτή. Ο συντακτικός νομοθέτης προστατεύει την ιδιοκτησία αντικειμενικά, αφενός μεν ως θεσμό, αφετέρου ως υποκειμενικό δικαίωμα με απόλυτη ενέργεια, στρεφόμενο κατά του κράτους αλλά και εναντίον κάθε ιδιωτικής εξουσίας. Η θεσμική διάσταση της συνταγματικής προστασίας σημαίνει ότι ιδιοκτησία προστατεύεται ως θεσμός οικονομικής οργάνωσης. Ως θεσμική εγγύηση η ιδιοκτησία προστατεύεται αντικειμενικά ανεξάρτητα από συγκεκριμένα πρόσωπα ή πράγματα. Η ιδιοκτησία αναγνωρίζεται επίσης ως ατομικό δικαίωμα, ως δικαίωμα απόκτησης, απόλαυσης και διάθεσης. 3 3 Α. ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ. Συνταγματικά δικαιώματα- ειδικό μέρος. παραδόσεις τεύχος ια, 2011 4

ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑ Άρθρο 12 Σ Κείμενο 1844 Άρθρο 17 Σ Κείμενο 1864 Άρθρο 17 Σ Κείμενο 1911 Άρθρο 19 Σ Κείμενο 1927 Άρθρο 119 Σ Κείμενο 1927 Άρθρο 17 Σ Κείμενο 1952 Άρθρο 21 Σ Κείμενο 1968 Άρθρο 21 Σ Κείμενο 1968/1973 Το άρθρο 17 του Συντάγματος του 1975 ύστερα από τις αναθεωρήσεις του 1986 και του 2001 ισχύει ως εξής: Άρθρο 17 (προστασία της ιδιοκτησίας, απαλλοτρίωση) 1. H ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Kράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος. **2. Kανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει, και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση, που να ανταποκρίνεται στην αξία την οποία είχε το απαλλοτριούμενο κατά το χρόνο της συζήτησης στο δικαστήριο για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης. Aν ζητηθεί απευθείας ο οριστικός προσδιορισμός της αποζημίωσης, λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά το χρόνο της σχετικής συζήτησης στο δικαστήριο. Αν η συζήτηση για τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης διεξαχθεί μετά την παρέλευση έτους από τη συζήτηση για τον προσωρινό προσδιορισμό, τότε για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά το χρόνο της συζήτησης για τον οριστικό προσδιορισμό. Στην απόφαση κήρυξης πρέπει να δικαιολογείται ειδικά η δυνατότητα κάλυψης της δαπάνης αποζημίωσης. Η αποζημίωση, εφόσον συναινεί ο δικαιούχος, μπορεί να καταβάλλεται και σε είδος ιδίως με τη μορφή της παραχώρησης της κυριότητας άλλου ακινήτου ή της παραχώρησης δικαιωμάτων επί άλλου ακινήτου. 3. H ενδεχόμενη μεταβολή της αξίας του απαλλοτριουμένου μετά τη δημοσίευση της πράξης απαλλοτρίωσης, και μόνο εξαιτίας της, δεν λαμβάνεται υπόψη. **4. Η αποζημίωση ορίζεται από τα αρμόδια δικαστήρια. Μπορεί να οριστεί και προσωρινά δικαστικώς, ύστερα από ακρόαση ή πρόσκληση του δικαιούχου, που μπορεί να υποχρεωθεί κατά την κρίση του δικαστηρίου να παράσχει για 5

την είσπραξή της ανάλογη εγγύηση, σύμφωνα με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος. Νόμος μπορεί να προβλέπει την εγκαθίδρυση ενιαίας δικαιοδοσίας, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 94, για όλες τις διαφορές και υποθέσεις που σχετίζονται με απαλλοτρίωση, καθώς και την κατά προτεραιότητα διεξαγωγή των σχετικών δικών. Με τον ίδιο νόμο μπορεί να ρυθμίζεται ο τρόπος με τον οποίο συνεχίζονται εκκρεμείς δίκες. Πριν καταβληθεί η οριστική ή προσωρινή αποζημίωση διατηρούνται ακέραια όλα τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη και δεν επιτρέπεται η κατάληψη. Προκειμένου να εκτελεστούν έργα γενικότερης σημασίας για την οικονομία της Χώρας είναι δυνατόν, με ειδική απόφαση του δικαστηρίου που είναι αρμόδιο για τον οριστικό ή προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης, να επιτρέπεται η πραγματοποίηση εργασιών και πριν από τον προσδιορισμό και την καταβολή της αποζημίωσης, υπό τον όρο της καταβολής εύλογου τμήματος της αποζημίωσης και της παροχής πλήρους εγγύησης υπέρ του δικαιούχου της αποζημίωσης, όπως νόμος ορίζει. Η δεύτερη πρόταση του πρώτου εδαφίου εφαρμόζεται αναλόγως και στις περιπτώσεις αυτές. H αποζημίωση που ορίστηκε καταβάλλεται υποχρεωτικά το αργότερο μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας αίτησης για οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης του δικαστηρίου, διαφορετικά η απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως. H αποζημίωση δεν υπόκειται, ως αποζημίωση, σε κανένα φόρο, κράτηση ή τέλος. 5. Nόμος ορίζει τις περιπτώσεις υποχρεωτικής ικανοποίησης των δικαιούχων για την πρόσοδο, την οποία έχασαν από το ακίνητο που απαλλοτριώθηκε έως το χρόνο καταβολής της αποζημίωσης. 6. Όταν πρόκειται να εκτελεστούν έργα κοινής ωφέλειας ή γενικότερης σημασίας για την οικονομία της Xώρας, νόμος μπορεί να επιτρέψει την απαλλοτρίωση υπέρ του Δημοσίου ευρύτερων ζωνών, πέρα από τις εκτάσεις που είναι αναγκαίες για την κατασκευή των έργων. O ίδιος νόμος καθορίζει τις προϋποθέσεις και τους όρους μιας τέτοιας απαλλοτρίωσης, καθώς και τα σχετικά με τη διάθεση ή χρησιμοποίηση, για δημόσιους ή κοινωφελείς γενικά σκοπούς, των εκτάσεων που απαλλοτριώνονται επιπλέον όσων είναι αναγκαίες για το έργο που πρόκειται να εκτελεστεί. 7. Nόμος μπορεί να ορίσει ότι για την εκτέλεση έργων με προφανή κοινή ωφέλεια υπέρ του Δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, οργανισμών κοινής ωφέλειας και δημόσιων επιχειρήσεων, επιτρέπεται να διανοιχθούν υπόγειες σήραγγες στο επιβαλλόμενο βάθος, χωρίς αποζημίωση, υπό τον όρο ότι δεν θα παραβλάπτεται η συνήθης εκμετάλλευση του υπερκείμενου ακινήτου. 6

ΔΙΕΘΝΗ ΚΕΙΜΕΝΑ Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. «Πάν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας αυτού ειμί δια λόγους δημοσίας ωφέλειας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δε θίγουσι το δικαίωμα παντός κράτους όπως θέση εν ισχυι νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθόν συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών η προστίμων. Οικουμενική Διακήρυξη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Άρθρο 17: 1. κάθε άτομο, μόνο του ή με άλλους μαζί, έχει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας. 2.Κανείς δεν μπορεί να στερηθεί αυθαίρετα την ιδιοκτησία του. Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης Άρθρο II-77: 1.Κάθε πρόσωπο δικαιούται να είναι κύριος των νομίμως κτηθέντων αγαθών του, να τα χρησιμοποιεί, να τα διαθέτει και να τα κληροδοτεί. Κανείς δεν μπορεί να στερηθεί την ιδιοκτησία του, παρά μόνο παρά μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας, στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο νόμο και έναντι δίκαιης και έγκαιρης αποζημίωσης για την απώλεια της. Η χρήση των αγαθών μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς από τον νόμο, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο προς το γενικό συμφέρον. 7

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ Από πολύ νωρίς είχε τεθεί στη χώρα μας το ζήτημα αν ο όρος ιδιοκτησία περιλαμβάνει μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα ή αφορά και τα ενοχικά. Κατά την πάγια ως πρόσφατη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων η συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας περιορίζεται στα εμπράγματα δικαιώματα, και μάλιστα στο δικαίωμα της κυριότητας ενώ δεν καλύπτει τα ενοχικά, όπως για παράδειγμα τη συμμετοχή σε επιχειρήσεις ή δικαιώματα επί τραπεζικών καταθέσεων. 4 Στην αντίθετη κατεύθυνση φαίνεται να προσανατολίζεται η θεωρία οι υποστηρικτές της οποίας αντιτείνουν ότι «η αποκλειστική προστασία των εμπραγμάτων δικαιωμάτων ανταποκρίνεται στη δομή και τις οικονομικές αξίες μιας προβιομηχανικής κοινωνίας, όπου η ακίνητη ιδιοκτησία ήταν η πιο πολύτιμη». Τούτο «ενισχύει την αρνητική για τη διάρθρωση της οικονομίας, τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος και το κόστος στεγάσεως και τη συγκέντρωση των επενδύσεων σε αγορές ακινήτων» 5. Επομένως, λοιπόν, η κρατούσα στη νομολογία άποψη δέχεται ότι η έννοια της ιδιοκτησίας εκτείνεται μόνο στα εμπράγματα δικαιώματα και όχι στα ενοχικά καθώς επίσης και στα δικαιώματα επί άυλων αγαθών, όπως η πνευματική, η βιομηχανική ή η εμπορική ιδιοκτησία. Οι άδειες κυκλοφορίας ή τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα δε θεωρούνται ιδιοκτησιακά δικαιώματα και κατά συνέπεια δεν εμπίπτουν στο προστατευτικό περιεχόμενο του άρθρου 17 του Συντάγματος. Κατά συνέπεια είναι ελεύθερη η εκτίμηση τους από τον κοινό νομοθέτη. 6 Όσον αφορά τις μετοχές, προστατεύεται το εμπράγματο δικαίωμα επί του χαρτιού της μετοχής ως κινητής αξίας και όχι άλλα δικαιώματα που ενσωματώνονται στο χαρτί αυτό 7,όπως για παράδειγμα το δικαίωμα του μετόχου να συμμετέχει στη λήψη απόφασης για ανάδειξη της διοίκησης. Κατά τη νομολογία επίσης, η συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας προϋποθέτει ιδιοκτησία που αποκτήθηκε νόμιμα. Πιο συγκεκριμένα το Σύνταγμα δεν προστατεύει την αυθαίρετη δόμηση ακινήτων. Είναι επομένως αβάσιμος ο χαρακτηρισμός κατά τον οποίον η προσβαλλόμενη πράξη χαρακτηρισμού κτιρίου ως αυθαιρέτου και 4 Βλ. ΣτΕ 598/53 5 Π. ΔΑΓΤΟΓΛΟΥ, ΑΤΟΜΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ,Β 6 Α.ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ, ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ, ΤΕΥΧΟΣ IV. ΑΘΗΝΑ 2011- σελ. 354 7 Βλ. ΣτΕ 1095/87- προβληματικές επιχειρήσεις 8

κατεδαφιστέου προσκρούει στις προστατευτικές της ιδιοκτησίας συνταγματικές διατάξεις. Η προσκόλληση της ελληνικής νομολογίας σε μια πραγματοπαγή αντίληψη για την ιδιοκτησία και στην αντίστοιχη ερμηνεία του άρθρου 17 παρ.1 του Συντάγματος στηρίζεται στη θέση ότι αν συμπεριλαμβάνονταν τα ενοχικά δικαιώματα στην έννοια της ιδιοκτησίας θα επερχόταν αναστάτωση στο θεσμό της απαλλοτριώσεως εξαιτίας ιδίως της πρόσθετης ταμειακής επιβαρύνσεως του Δημοσίου. Ο περιορισμός, όμως αυτός στα εμπράγματα δικαιώματα και η προσκόλληση της ελληνικής νομολογίας σε αυτή τη θέση φαίνεται όχι μόνο αδικαιολόγητη αλλά και ξεπερασμένη. Η συρρικνωτική αυτή ερμηνεία της έννοιας της ιδιοκτησίας αποτέλεσε για μακρό χρονικό διάστημα τη βάση για τον περιορισμό της προστασίας των ενοχικών δικαιωμάτων στην ελληνική νομολογία και έρεισμα για την αποδοχή της νομιμότητας νομοθετικών παρεμβάσεων προς την κατεύθυνση της κατάργησης ή κήρυξης ως παραγεγραμμένων ενοχικών δικαιωμάτων χωρίς δικαίωμα αποζημίωσης των θιγόμενων πολιτών. Η προσέγγιση όμως αυτή εμφάνισε ουσιαστικά προβλήματα σχετικά με τις διεθνείς υποχρεώσεις που είχε αναλάβει η χώρα μας, η οποία έμεινε αποκομμένη από τις διεθνείς εξελίξεις στο κεφάλαιο αυτό. Το Διεθνές δικαστήριο σε μια σειρά από αποφάσεις του αναγνώρισε ευρεία προστασία στα ενοχικά δικαιώματα και αξιώσεις στηριζόμενο στο κείμενο της ΕΣΔΑ, τόσο στο άρθρο 6 παρ. 1 8 όσο και στο άρθρο 1 του πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου 9 που εγγυάται το σεβασμό της περιουσίας και τον αποκλεισμό των αυθαίρετων στερήσεων της ιδιοκτησίας φυσικών και νομικών προσώπων. Σχετική είναι και η απόφαση Marckx, με την οποία εντάχθηκαν στο προστατευτικό πεδίο της περιουσίας και τα κληρονομικά δικαιώματα καθώς επίσης και η απόφαση Gaygusuz στην οποία το δικαστήριο χρησιμοποίησε το Πρωτόκολλο ως μια από τις βάσεις για να καταδικαστεί η αυστριακή κυβέρνηση διότι δεν χορήγησε σε αλλοδαπό προβλεπόμενο δικαίωμα κοινωνικής ασφάλισης, εντάσσοντας έτσι στην έννοια της ιδιοκτησίας τα ασφαλιστικά δικαιώματα και τις προσδοκίες. 8 ΕΣΔΑ, άρθρο 6 παρ. 1 αναφέρεται στο δικαίωμα των πολιτών σε δίκαιη δίκη 9 «Πάν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας αυτού ειμί δια λόγους δημοσίας ωφέλειας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερομεναι διατάξεις δε θίγουσι το δικαίωμα παντός κράτους όπως θέση εν ισχυι νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθόν συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον η προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων.» 9

Πρόσφατα ο Άρειος Πάγος και κατόπιν το Συμβούλιο της Επικρατείας 10 δέχτηκαν ότι τα ενοχικά δικαιώματα προστατεύονται από το άρθρο 1 του πρώτου ( «πρόσθετου» ) Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, η οποία καθότι κυρωμένη με νόμο (ν.δ 53/1974) αποτελεί κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος παρ. 1 εδ. 1 αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύει κάθε αντίθετης διάταξης νόμου. Η περιοριστική ελληνική νομολογία αποτελεί έναν από τους λόγους της ειδικής συνταγματικής προστασίας κεφαλαίων εξωτερικού που εισήγαγε το Σύνταγμα του 1952 και διατήρησε το ισχύον Σύνταγμα του 1975. Διεθνώς λοιπόν επικρατεί και βαθμιαία επεκτείνεται και στη χώρα μας η ευρεία έννοια της ιδιοκτησίας, η οποία όπως προαναφέρθηκε περιλαμβάνει κάθε ιδιωτικό δικαίωμα το οποίο αναλύεται σε μια κληρονομήσιμη αξία. Στην ευρεία έννοια του περιεχομένου της ιδιοκτησίας κατά την ΕΣΔΑ συμπεριλαμβάνονται και τα οικονομικά δικαιώματα του μετόχου που απορρέουν τη μετοχή ανώνυμης εταιρίας καθώς και τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα, εφόσον πρόκειται για πλήρη διακοπή καταβολής της σύνταξης. 11 Με την ευρύτερη έννοια του όρου λοιπόν, η «ιδιοκτησία» ταυτίζεται με τον όρο «περιουσία». Ο όρος περιουσία που αποτελεί μετάφραση του αγγλικού όρου possesions και του γαλλικού όρου biens έχει ένα ευρύτερο περιεχόμενο, το οποίο δεν περιλαμβάνει μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα. Ο όρος αυτός, επομένως καλύπτει όλα τα περιουσιακά δικαιώματα συμπεριλαμβανομένων και των ενοχικών. Στις άλλες διατάξεις του ίδιου άρθρου στο αγγλικό κείμενο αναφέρονται οι όροι possesions και property, ενώ στο γαλλικό κείμενο περιλαμβάνονται οι όροι propiete και biens. H επίσημη ελληνική μετάφραση χρησιμοποιεί τις λέξεις «περιουσία» «ιδιοκτησία» και «αγαθά». Συμπερασματικά, είναι διεθνώς αποδεκτό ότι τελικώς στην έννοια της ιδιοκτησίας του άρθρου 17Σ ανήκουν όλα τα περιουσιακά δικαιώματα., εμπράγματης και ενοχικής φύσης. Επομένως ανήκουν όχι μόνο τα επί της μετοχής αλλά και τα εκ της μετοχής δικαιώματα καθώς επίσης και τα δικαιώματα της πνευματικής, βιομηχανικής ή εμπορικής ιδιοκτησίας, όλα δηλαδή τα οικονομικώς αποτιμητά δικαιώματα. Ο αναθεωρητικός όμως νομοθέτης του 2001 αγνόησε την πραγματικότητα που διαμορφώθηκε σε σχέση με το εύρος της προστασίας του άρθρου 17. Έτσι δεν έγινε δεκτή η πρόταση της μειοψηφίας να ενσωματωθεί στο νέο συνταγματικό κείμενο 10 Βλ. ΣτΕ 542/99 (ολ) 11 ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΣ, σελ.373 ο οποίος υποστηρίζει ότι στην ευρύτατη έννοια της ιδιοκτησίας περιλαμβάνονται και απλά οικονομικά συμφέροντα, όπως η άδεια πώλησης ποτών σε εστιατόριο. 10

ρύθμιση που να υπάγει στην έννοια της ιδιοκτησίας και άλλα περιουσιακά δικαιώματα πέραν των εμπραγμάτων. 12 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ Η νομική έννοια της ιδιοκτησίας ως έννοια γένους είναι δεδομένη. Το Σύνταγμα προστατεύει την κεκτημένη και υφιστάμενη ιδιοκτησία. Η κατοχύρωση αυτή περιλαμβάνει τρεις επιμέρους ελευθερίες την ελευθερία απόκτησης, την ελευθερία εκμετάλλευσης και την ελευθερία διάθεσης. Το περιεχόμενο όπως το προσδιορίζουν οι τρεις αυτές ελευθερίες είναι επίσης δεδομένο. Η μεγάλη ποικιλία όμως τόσο των κινητών όσο και των ακινήτων πραγμάτων επιβάλλει αποκλίσεις από το γενικό περιεχόμενο της ιδιοκτησίας, το οποίο προσλαμβάνει εξειδικευμένο in concreto περιεχόμενο σε κάθε κατηγορία περιπτώσεων. Η ασκούμενη εξουσία επί όλων των ακινήτων πραγμάτων δεν είναι η ίδια. Ούτε η εξουσία επί όλων των αστικών π.χ ακινήτων. Η εξουσία επί του κάθε πράγματος δεν προσδιορίζεται αποκλειστικά από τη βούληση του φορέα του ιδιοκτησιακού δικαιώματος, αλλά από τον οικονομικό προορισμό του δικαιώματος. Στο ευρύτερο δικαίωμα της απόκτησης περιλαμβάνονται τα εξής μερικότερα δικαιώματα: Α) Δικαίωμα διατήρησης: μονομερής στέρηση της ιδιοκτησίας από το κράτος επιτρέπεται μόνο στις περιπτώσεις και υπό τους όρους που επιτρέπει το Σύνταγμα. Σε αρκετές περιπτώσεις προβλέπεται και υποχρέωση διατηρήσεως, όπως για παράδειγμα «διατηρητέα» κτίρια, αναδάσωσηενδεχομένως και με ενίσχυση από το Κράτος. Β) Δικαίωμα συντηρήσεως: πρόβλημα προκύπτει από την επιβολή σχετικής νομοθετικής υποχρεώσεως εις βάρος του ιδιοκτήτη. Κατ εξαίρεση το Σύνταγμα περιέχει ειδική διάταξη, η οποία επιβάλλει για παράδειγμα την αναδάσωση αποψιλωμένου δάσους. Στην περίπτωση κτιρίων ο νόμος προβλέπει ότι «οι κύριοι επικαρπωτές ή νομείς κτιρίων οφείλουν να τα διατηρούν σε τέτοια κατάσταση, ώστε να μην αποτελούν κίνδυνο ανθρώπων ή ξένων πραγμάτων ή κίνδυνο για τη δημόσια υγεία, να μην προσβάλλουν το πολιτιστικό και το πολεοδομικό περιβάλλον και γενικότερα να μην υποβαθμίζουν την ποιότητα ζωής της περιοχής τους.» Παράλληλα ο νόμος ορίζει ότι «το δημόσιο ή ο οικείος ΟΤΑ αναλαμβάνει το σύνολο ή μέρος της δαπάνης διατήρησης και ανάπλασης των κτιρίων, ανάλογα με το μέγεθος της 12 ) Γεραπετρίτης Γ., Η αναθεώρηση του άρθρου 17 του Συντάγματος 11

δαπάνης και την οικονομική κατάσταση του υπόχρεου κυρίου, επικαρπωτή ή νομέα.» 13 Γ) Δικαίωμα μετατροπής ή μεταποιήσεως: το Σύνταγμα προβλέπει κάποιες εξαιρέσεις από τον κανόνα αυτόν, όπως για παράδειγμα την απαγόρευση αποψιλώσεως μιας δασικής περιοχής. Αγαθά που προστατεύει επίσης το Σύνταγμα, όπως η δημόσια υγεία, το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον μπορεί να υφίστανται εξαιρέσεις από τον κανόνα δια νόμου, με ή χωρίς αποζημίωση, αναλόγως αν θίγεται ή όχι ο πυρήνας του δικαιώματος της ιδιοκτησίας. Στο δικαίωμα εκμετάλλευσης ανήκει το επιμέρους δικαίωμα χρήσης και κάρπωσης της ιδιοκτησίας. Ο φορέας του δικαιώματος είναι εκείνος που θα αποφασίσει το χρόνο και τον τρόπο που θα κάνει χρήση της ιδιοκτησίας του. Η εκμετάλλευση της ιδιοκτησίας προσδιορίζεται από τη φύση του πράγματος και από τον κοινό νομοθέτη, από τον φυσικό και κοινωνικό του προορισμό. Το δικαίωμα χρήσης και κάρπωσης βέβαια δεν περιλαμβάνει το δικαίωμα καταχρήσεως. Την εξουσία αυτή αποκλείει τόσο το άρθρο 281 ΑΚ όσο και σε συνταγματικό επίπεδο το άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος, το οποίο και απαγορεύει την κατάχρηση σε όλα τα δικαιώματα εν γένει. Παράλληλα και οι διατάξεις των άρθρων 17, 24 και 117 θεμελιώνει τη θέσπιση των νόμιμων περιορισμών της κυριότητας για χάρη του γενικού συμφέροντος. Και πράγματι η έκταση και ο τρόπος της χρήσης και της κάρπωσης της ιδιοκτησίας υπόκεινται σε πολλούς περιορισμούς που αφορούν το Δημόσιο, όπως για παράδειγμα τη προστασία της δημόσιας τάξεως και ασφάλειας ή τη δημόσια υγεία. Τέλος, η γενική ελευθερία της ιδιοκτησίας περιλαμβάνει την επιμέρους ελευθερία της διάθεσης του αντικειμένου της, η οποία γίνεται όχι μόνο εν ζωή αλλά και αιτία θανάτου. Το Σύνταγμα δεν προβλέπει ρητώς το δικαίωμα διάθεσης της ιδιοκτησίας αιτία θανάτου. Δεν υπάρχει πάντως αμφιβολία ότι αυτή είναι η θέληση του συντακτικού νομοθέτη, αφού αλλιώς η κατοχύρωση της ιδιοκτησίας θα ήταν ημιτελής και παράλληλα η ιδιοκτησία περιοριζόμενη στη ζωή μιας μόνο γενιάς, θα έχανε μεγάλο μέρος από το νόημα της. Η ελευθερία της τελευταίας βούλησης υπονοείται και στο άρθρο 109 παρ. 1 του Συντάγματος (συνταγματική προστασία των διατάξεων διαθηκών υπέρ του Δημοσίου ή κοινωφελούς σκοπού). Όσον αφορά τη διάθεση που γίνεται με δικαιοπραξία εν ζωή, αυτή υπόκειται σε περιορισμούς όπως η υποβολή σε διοικητικό έλεγχο ή και σε απαίτηση προηγούμενης διοικητικής άδειας, σε ό,τι αφορά ακίνητα σε παραμεθόριες περιοχές, προκειμένου να επιτευχθεί η ασφαλέστερη 13 Δαγτόγλου Π., Ατομικά Δικαιώματα, β τόμος, έκδοση β 12

επιτήρηση τους για αμυντικές ανάγκες. Αυτά ισχύουν για την πλευρά του ιδιοκτήτη, ενώ για την πλευρά του αγοραστή δεν τίθεται καν θέμα παραβίασης δικαιωμάτων του από το άρθρο 17 Σ, αφού αυτό δεν καθιερώνει ελευθερία απόκτησης ιδιοκτησίας, αλλά μόνο προστασία της ήδη υπάρχουσας. ΦΟΡΕΙΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ Η συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας δεν διακρίνει μεταξύ φυσικών και νομικών προσώπων. Επομένως, κάθε φυσικό πρόσωπο μπορεί να είναι φορέας του δικαιώματος της ιδιοκτησίας άλλωστε προκύπτει και από την καταστατική αρχή του απαραβίαστου της ανθρώπινης αξίας ότι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων είναι κάθε άνθρωπος- αλλά και κάθε νομικό πρόσωπο. Οι μεγαλύτεροι ιδιοκτήτες άλλωστε σήμερα είναι εμπορικές εταιρίες και άλλα νομικά πρόσωπα. Ζήτημα πάνω στο οποίο έχουν διατυπωθεί αντικρουόμενες απόψεις είναι αν προστατεύεται από το άρθρο 17 του Συντάγματος η περιουσία των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, τόσο η ιδιωτική όσο η δημόσια. Η κρατούσα γνώμη επηρεασμένη από τη διάκριση του δικαίου σε δημόσιο και ιδιωτικό και την παραδοσιακή αντικρατική κατεύθυνση των ατομικών ελευθεριών, δέχεται ως υποκείμενα των συνταγματικών δικαιωμάτων μόνο τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Αντίθετα, δε μπορούν να είναι φορείς συνταγματικών δικαιωμάτων νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και πολύ περισσότερο το ίδιο το κράτος. Στο πλαίσιο της δυαδιστικής αυτής λογικής έχουν υποστηριχτεί χωρίς επιστημονικά πειστική εξήγηση εξαιρέσεις νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου που «πρέπει» να είναι φορείς συνταγματικών δικαιωμάτων, ενώ υποστηρίζονται και εξαιρέσεις προς την αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου που δεν «πρέπει να» είναι φορείς θεμελιωδών συνταγματικών δικαιωμάτων. 14 Μετά την απολυτοποίηση της αμυντικής ενέργειας των συνταγματικών δικαιωμάτων, ορθότερη φαίνεται η άποψη ότι το Σύνταγμα προστατεύει και την ιδιωτική αλλά και τη δημόσια περιουσία των νπδδ. Η υπέρβαση της διάκρισης δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, η οποία εκφράζεται στη σύγχρονη έννομη τάξη με το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. γ του Συντάγματος και η αναγκαιότητα υπαγωγής τόσο του κράτους, όσο και του πολίτη στον ίδιο κανόνα δικαίου, επιβάλλει να γίνει δεκτό ότι φορείς θεμελιωδών δικαιωμάτων είναι όλα τα νομικά πρόσωπα ανεξάρτητα από τη διάκριση τους σε δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, όταν είναι ελεύθερα δυνατή η μεταβολή της νομικής τους φύσης. Η άρνηση, λοιπόν, της συνταγματικής προστασίας με το κλασικό επιχείρημα ότι 14 Α. ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, Συνταγματικά Δικαιώματα- γενικό μέρος, β έκδοση 13

δε νοείται προστασία του κράτους έναντι του εαυτού του δεν έχει απολύτως κανέναν νόημα. Επιπροσθέτως, η συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας δεν διακρίνει μεταξύ ημεδαπών και αλλοδαπών, προστατεύονται δηλαδή και αλλοδαποί και ανιθαγενείς ιδιοκτήτες. Έτσι, κάνουμε λόγο για ένα πανανθρώπινο χαρακτήρα του δικαιώματος, κάτι το οποίο βέβαια προκύπτει και από τις διεθνείς συμβάσεις προστασίας δικαιωμάτων του ανθρώπου. Ο πανανθρώπινος αυτός χαρακτήρας της ιδιοκτησίας δεν επιτρέπει κατ αρχήν περιορισμούς εις βάρος των αλλοδαπών. Τέτοιου είδους περιορισμοί δικαιολογούνται μόνο κατ εξαίρεση και επιβάλλονται για λόγους επιτακτικού δημόσιου συμφέροντος. Πιο συγκεκριμένα, η νομοθεσία λαμβάνοντας υπόψη τον παράγοντα της εθνικής ασφάλειας, απαγορεύει την απόκτηση κυριότητας ή άλλων εμπραγμάτων δικαιωμάτων από αλλοδαπούς στις περιοχές που καθορίζονται ως παραμεθόριες. Ειδικότερα, το ισχύον Σύνταγμα στο άρθρο 106 παρ. 1 εξουσιοδοτεί το κράτος, περισσότερο για αναπτυξιακούς σκοπούς, να λαμβάνει τα επιβαλλόμενα μέτρα για προώθηση της ανάπτυξης και προαγωγή της οικονομίας των παραμεθόριων περιοχών. Ειδικά για τους κοινοτικούς αλλοδαπούς (υπηκόους δηλαδή των άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης), πρέπει να υπογραμμιστεί, ότι όχι μόνο ισχύει η γενική απαγόρευση των διακρίσεως λόγω ιθαγένειας ( άρθρο 12 ΣυνθΕΚ ) αλλά έχει κριθεί από το ΔΕΚ ότι το δικαίωμα κτήσης, εκμετάλλευσης και εκποίησης ακινήτων κείμενων στο έδαφος άλλου κράτους μέλους αποτελεί αναγκαίο συμπλήρωμα της ελευθερίας εγκατάστασης. (άρθρα 43 και 44 παρ. 2 στοιχείο ε Συνθήκη). Εξαιρέσεις στην απόλαυση του δικαιώματος επιτρέπονται μόνο στο μέτρο που δικαιολογούνται από λόγους δημοσίας τάξεως, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας (άρθρο 46 παρ. 1 ΣυνθΕΚ). ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ-ΑΠΟΔΕΚΤΕΣ 1. Αμυντικό περιεχόμενο Η ιδιοκτησία ως ατομικό αμυντικό δικαίωμα έχει απόλυτη ενέργεια. Τα ατομικά δικαιώματα είχαν αποκλειστικά και μόνο αμυντικό περιεχόμενο. Η αρχή αυτή ιστορικά απολυτοποιήθηκε, μεταβλήθηκε από γενικό κανόνα αναφερόμενο στο κράτος σε βασικό αξίωμα που αναφέρεται σε κάθε παράγοντα της έννομης τάξης. Τα αμυντικά δικαιώματα είναι δικαιώματα erga omnes. Στα αμυντικά δικαιώματα αντιστοιχεί η υποχρέωση κάθε παράγοντα της έννομης τάξης να μην προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων, ενώ αυτά στρέφονται κατά της κρατικής και κατά της ιδιωτικής εξουσίας. Στη σύγχρονη ελληνική 14

έννομη τάξη αναγνωρίζεται η διαπροσωπική εφαρμογή των αμυντικών δικαιωμάτων, δεν αναγνωρίζεται όμως η προστατευτική ή η διεκδικητική ενέργειά τους. Σε αυτό το σημείο αξίζει να υπογραμμιστεί, ότι ο όρος «αμυντικά δικαιώματα» σε όλα τα συνταγματικά δικαιώματα ανεξάρτητα από οποιαδήποτε διάκριση και αυτό συμβαίνει διότι αμυντική διάσταση έχουν όλα τα θεμελιώδη συνταγματικά δικαιώματα, όχι μόνο τα κλασικά ατομικά δικαιώματα, αλλά και τα κοινωνικά και τα πολιτικά. 2. Προστατευτικό περιεχόμενο Κατά το άρθρο 17 παρ. 1 του Συντάγματος η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του κράτους. Ο συντακτικός νομοθέτης ρητά αναφέρεται στις προστατευτικές υποχρεώσεις του κράτους έναντι της ιδιοκτησίας. Το προστατευτικό περιεχόμενο προκύπτει από τη συνταγματική αρχή της προστασίας που επιβάλλει την παροχή βοήθειας στον αμυνόμενο για την απόκρουση της απειλούμενης, με επιθετική ενέργεια, προσβολής των δικαιωμάτων του ή για την αποκατάσταση της βλάβης που υπέστη από την προσβολή. Σε αντίθεση προς τα αμυντικά δικαιώματα που είναι απόλυτα (erga omnes) τα προστατευτικά δικαιώματα είναι σχετικά. Η αρχή της προστασίας κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα ως βασικός γενικός κανόνας, αναφερόμενος στο κράτος, όχι όμως ως θεμελιώδες αξίωμα απευθυνόμενο και στους άλλους παράγοντες της έννομης τάξης. Η κρατική εξουσία υποχρεούται και να σέβεται αλλά και να προστατεύει την ανθρώπινη αξία, αντίθετα οι ιδιώτες οφείλουν οπωσδήποτε να την σέβονται δεν έχουν όμως υποχρέωση να την προστατεύουν, τέτοια υποχρέωση έχει μόνο το Κράτος. Ειδικότερα, το Κράτος οφείλει κυρίως να λαμβάνει τα απαραίτητα νομοθετικά μέτρα για την προστασία της ιδιοκτησίας από επιθετικές και ζημιογόνες ενέργειες των ιδιωτών. Η κρατική εξουσία οφείλει να προστατεύει την ιδιοκτησία και με θετικές ενέργειες. Είναι κατά συνέπεια υποχρεωμένη να λαμβάνει τα απαραίτητα διοικητικά, αστυνομικά μέτρα. Η προστατευτική επέμβαση της Διοίκησης συνιστά συνταγματική της υποχρέωση. Η παράλειψη επέμβασης της αστυνομίας είναι παράνομη και το δημόσιο ευθύνεται σε αποζημίωση σύμφωνα με τις ρυθμίσεις των άρθρων 105-106 ΕισΝΑΚ. 2. Διασφαλιστικό περιεχόμενο Εξασφαλιστικό και διεκδικητικό περιεχόμενο, συνδεόμενα και διακρινόμενα μεταξύ τους, αποτελούν μερικότερα τμήματα του γενικότερου διασφαλιστικού περιεχομένου και αναφέρονται στη διαφύλαξη του ανθρώπου από κάθε φύσεως κοινωνικοοικονομικά εμπόδια. Το Σύνταγμα δεν αναγνωρίζει την εξασφάλιση ως γενική συνταγματική αρχή παρά μόνο την αρχή της διεκδίκησης. Η αρχή της εξασφάλισης επιβάλλει την εξασφάλιση των μέσων και γενικότερα τη διαμόρφωση των απαραίτητων διαδικασιών, που εξασφαλίζουν 15

την ακώλυτη άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Τα εξασφαλιστικά δικαιώματα δεν στρέφονται ούτε προς το κράτος ούτε προς τους ιδιώτες, διότι δεν αναγνωρίζονται συνταγματικά. Το Σύνταγμα δεν κατοχυρώνει την εξασφάλιση, αναγνωρίζει όμως ότι η πορεία προς την εξασφάλιση μπορεί να πραγματοποιηθεί και κατοχυρώνει την ελευθερία της διεκδίκησης. Η διεκδικητική αυτή διάσταση σημαίνει συνταγματική αναγνώριση της αξίωσης για την βελτίωση της κατάστασης του ανθρώπου και συνταγματική κατοχύρωση των απαραίτητων διαδικασιών. Τέλος, πρέπει να αναφερθεί ότι δεν είναι δυνατή η ικανοποίηση των διεκδικητικών δικαιωμάτων με δικαστηριακή διαδικασία, είναι όμως δυνατή η ικανοποίηση τους με την εξίσου αποτελεσματική συνταγματική διεκδικητική διαδικασία. 15 ΑΣΚΗΣΗ- ΓΕΝΙΚΗ ΣΧΕΣΗ- ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΕΙΣ Στο πλαίσιο της γενικής κυριαρχικής σχέσης κράτους πολιτών καθώς επίσης και της γενικής διαπροσωπικής σχέσης μεταξύ πολιτών το δικαίωμα στην ιδιοκτησία δεν υπόκειται σε κανέναν περιορισμό. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι η εξουσία που προέρχεται από το δικαίωμα της ιδιοκτησίας είναι εκτός ορίων. Κατά την άσκηση της ιδιοκτησίας λοιπόν έχουν εφαρμογή οι γενικές οριοθετήσεις. Το άρθρο 5 παρ. 1 ορίζει: «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητα του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη.» Από το παραπάνω άρθρο καθώς και από το άρθρο 25 Σ προκύπτουν οι εξής οριοθετήσεις: α) τα δικαιώματα των άλλων β) το Σύνταγμα γ) τα χρηστά ήθη δ) η απαγόρευση καταχρηστικής άσκησης και ε) κοινωνική οριοθέτηση. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την αρχή της συνταγματικής νομιμότητας η γενικότερη δράση όλων των κοινωνών του δικαίου, ιδιωτών και κρατικών οργάνων, πρέπει να είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και με τους σύμφωνους προς αυτό νόμους. Η ρήτρα αυτή ισχύει παντού και πάντοτε και δε χρειάζεται να επαναλαμβάνεται σε κάθε διάταξη. Η απορρέουσα από το δικαίωμα της ιδιοκτησίας εξουσία πρέπει να ασκείται μέσα στο πλαίσιο που 15 Δημητρόπουλος Α., Συνταγματικά Δικαιώματα, γενικό ειδικό μέρος, 2005 16

θέτει το σύνολο της έννομης τάξης. Η συνταγματική κατοχύρωση της δεν παρέχει εξουσία παραβιάσεως των συνταγματικών διατάξεων, οι οποίες δεν πρέπει να ερμηνεύονται απομονωμένα, αλλά σε συνδυασμό με τις άλλες διατάξεις του Συντάγματος. Η ρήτρα της κοινωνικότητας αποτελεί πραγματική αναγκαιότητα επιβαλλόμενη από την κοινωνική συνύπαρξη. Εδώ ανήκουν τα δικαιώματα των άλλων, τα χρηστά ήθη και η απαγόρευση κατάχρησης δικαιώματος, οι γενικές δηλαδή ρήτρες που αποτελούν εκφάνσεις της γενικής κοινωνικής ρήτρας. Τον χαρακτήρα της γενικής οριοθέτησης έχουν και τα οριζόμενα στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος «δικαιώματα των άλλων». Ο συντακτικός νομοθέτης με τη διάταξη αυτή εννοεί ότι ο φορέας κάθε συνταγματικού δικαιώματος, εν προκειμένω κάθε φορέας του συνταγματικού δικαιώματος της ιδιοκτησίας, μπορεί να ασκεί τις εξουσίες που απορρέουν από το δικαίωμα αυτό, σεβόμενος όμως τα δικαιώματα των άλλων φορέων που απορρέουν τόσο από θεμελιώδεις συνταγματικές διατάξεις όσο κι από την κοινή νομοθεσία. Τέλος, στην γενική ρήτρα της χρηστότητας περιλαμβάνονται ο σεβασμός των χρηστών ηθών, η τήρηση της καλής πίστης και η απαγόρευση της κατάχρησης. Τα χρηστά ήθη αναδεικνύουν τη συμπεριφορά του εντίμου ανθρώπου που ενισχύει την εμπιστοσύνη μεταξύ των κοινωνών του δικαίου. Η νομότυπη πλην όμως υπερβολική άσκηση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας δεν είναι ανεκτή. Όταν ο σκοπός του νομοθέτη και ο σκοπός του φορέα της ιδιοκτησίας συμπίπτουν τότε υπάρχει ομαλή άσκηση δικαιώματος. Κατάχρηση υπάρχει από τη στιγμή που οι δύο αυτοί σκοποί βρίσκονται σε δυσαρμονία μεταξύ τους. Εκτός από τις παραπάνω γενικές οριοθετήσεις που επιτρέπονται στο γενικό περιεχόμενο της ιδιοκτησίας, ο συντακτικός νομοθέτης με το άρθρο 17 παρ. 1 Σ θέτει ως ειδική οριοθέτηση το γενικό συμφέρον. Με τη διάταξη αυτή δεν εισάγεται περιορισμός αλλά οριοθέτηση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας. Σταδιακά φαίνεται να αναδείχθηκε η κοινωνική διάσταση της ιδιοκτησίας, η οποία είχε και ως αποτέλεσμα την κοινωνική της προσαρμογή και την ένταξη της στα συγκεκριμένα κοινωνικά δεδομένα και ταυτόχρονη απομάκρυνση από την αποκλειστική βούληση του ιδιοκτήτη για χρήση και εκμετάλλευση των περιουσιακών του αντικειμένων. Η ρήτρα του γενικού συμφέροντος που εισάγει το άρθρο 17 παρ. 1 Σ επιτρέπει την νομοθετική εισαγωγή «περιορισμών» σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα συγκριτικά με τα άλλα συνταγματικά δικαιώματα, οι οποίοι εισάγονται με νόμο ή κανονιστική πράξη της διοίκησης. 17

ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ- ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ Κατά το άρθρο 17 παρ. 1 του Συντάγματος «H ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Kράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος.» Από αυτήν την συνταγματική διάταξη, η οποία εισάγει τη γενική επιφύλαξη του γενικού συμφέροντος, προκύπτει η κοινωνική δέσμευση της ιδιοκτησίας και αυτή εξειδικεύεται στα άρθρα 18 και 24 του Συντάγματος. Το άρθρο αυτό εξουσιοδοτεί το νομοθέτη να προσδιορίσει την άσκηση δικαιωμάτων που απορρέουν από το δικαίωμα της ιδιοκτησίας με τέτοιο τρόπο, ώστε αυτή να μην αποβαίνει σε βάρος του γενικού συμφέροντος. Στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται για περιορισμούς της ιδιοκτησίας αλλά για εννοιολογικούς προσδιορισμούς για τους οποίους δεν προβλέπεται καταβολή αποζημιώσεως. Αρκεί βέβαια αυτοί οι προσδιορισμοί να μην οδηγούν σε πλήρη ή υπέρμετρη αποδυνάμωση της ιδιοκτησίας, οπότε οδηγούμαστε σε ουσιαστική αναγκαστική απαλλοτρίωση της. Παρά τον εννοιολογικό προσδιορισμό της ιδιοκτησίας, οι σχετικές ρυθμίσεις δεν παύουν να περιορίζουν το περιεχόμενο της. Το ζήτημα που προκύπτει είναι ποιοι περιορισμοί και ως ποιο βαθμό είναι επιτρεπτοί συνταγματικά ή όχι. Οι περιορισμοί που απαγορεύονται είναι αυτοί που οδηγούν σε αναγκαστική αφαίρεση της ιδιοκτησίας, σε μια αποψίλωση του περιεχομένου της σε τέτοιο μεγάλο βαθμό, ώστε ο φορέας της να στερείται του δικαιώματος χρήσεως ή και διαθέσεως. Από την άλλη πλευρά, άλλοι περιορισμοί επιτρέπονται αρκεί βέβαια να γίνεται σεβαστή η αρχή της αναλογικότητας. Οι απαγορευμένοι περιορισμοί καθίστανται θεμιτοί εφόσον αυτοί δε θίγουν τον πυρήνα του δικαιώματος της ιδιοκτησίας. Προϋπόθεση είναι, εκτός από την εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος και την ύπαρξη σχετικού τυπικού νόμου ή κανονιστικής πράξης, ότι δεν εξαφανίζεται ή αδρανοποιείται η ιδιοκτησία σε σχέση με τον προορισμό της, δηλαδή δεν εκμηδενίζεται πλήρως ή αποδυναμώνεται το δικαίωμα. 16 Αυτό συμβαίνει με την καταβολή αποζημιώσεως στον ιδιοκτήτη. Σε ορισμένες λοιπόν περιπτώσεις, δεν αρκούν οι περιορισμοί, αλλά απαιτείται πλήρης στέρηση της ιδιοκτησίας με σκοπό να ικανοποιηθούν ορισμένες επιτακτικές ανάγκες, όπως για παράδειγμα η διάνοιξη οδικών αρτηριών. Εδώ φυσικά γίνεται αναφορά στο θεσμό της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, ο οποίος αποτελεί το συνταγματικό αντίβαρο της συνταγματικής κατοχύρωσης της ιδιοκτησίας. 17 16 ΣτΕ 4050/1976- Υπόθεση οργανισμού σχολικών κτιρίων 17 Π.Δ.ΔΑΓΤΟΓΛΟΥ, Ατομικά Δικαιώματα, Β, β έκδοση. Σελ. 1051 επ. 18

Η αναγκαστική απαλλοτρίωση είναι θεσμός δημοσίου δικαίου πρόκειται για μονομερή διοικητική πράξη- με την οποία αφαιρείται το ιδιοκτησιακό δικαίωμα από τον δικαιούχο και δίδεται σε κάποιον άλλον. Αυτός αποκτά με πρωτότυπο τρόπο την κυριότητα, η οποία ισχύει έναντι όλων, ακόμη και των φορέων των εμπραγμάτων δικαιωμάτων, τα οποία μετατρέπονται σε ενοχικές αξιώσεις επί της αποζημιώσεως. 18 Στην αναγκαστική απαλλοτρίωση υπό ευρεία έννοια υπάγεται η απαλλοτρίωση υπό στενή έννοια και η de facto αναγκαστική απαλλοτρίωση, η οποία συντρέχει στην περίπτωση αποδυνάμωσης της ιδιοκτησίας. 19 Όπως προαναφέρθηκε, το ισχύον Σύνταγμα στο άρθρο 17 αναφέρεται στον παραδοσιακό θεσμό της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, θέμα το οποίο ρυθμίζεται διεξοδικά από την ισχύουσα νομοθεσία 20. Πιο συγκεκριμένα, από το άρθρο 17 παράγραφοι 2-7 του Συντάγματος 21 προκύπτουν ορισμένα γενικά χαρακτηριστικά : 18 Ν.2882/2001 άρθρο 4. 19 Στε 223/1929, Υπόθεση αναψυκτηρίου Π. Φαλήρου, 112/1959, 519/1965, 1968/1974 20 Νομοθετήματα που εξειδικεύουν τις συνταγματικές διατάξεις είναι τα εξής : νδ 797/1971, περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, όπως συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε από τα άρθρα 1-4 νδ 280/1974, νδ 351/1974, νδ 395/1974 άρθρα 1-3, νδ 446/1974 άρθρα 1-2, ν. 212/1975 άρθρα 1-4, ν.469/1976 άρθρα 1-2, ν.1337/1983 άρθρο 36, ν.1892/1990 άρθρο 95 κ.ά. Η πληθώρα αυτή των νόμων δυσχεραίνει την συστηματική κατάταξη των κανόνων δικαίου και καθιστά απαραίτητη την κωδικοποίηση των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων. Ήδη έχει θεσπιστεί ο νόμος 2882/2001 «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων» (ΦΕΚ Α, 17/6.2.2001) 21 1. H ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Kράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος. **2. Kανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει, και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση, που να ανταποκρίνεται στην αξία την οποία είχε το απαλλοτριούμενο κατά το χρόνο της συζήτησης στο δικαστήριο για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης. Aν ζητηθεί απευθείας ο οριστικός προσδιορισμός της αποζημίωσης, λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά το χρόνο της σχετικής συζήτησης στο δικαστήριο. Αν η συζήτηση για τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης διεξαχθεί μετά την παρέλευση έτους από τη συζήτηση για τον προσωρινό προσδιορισμό, τότε για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά το χρόνο της συζήτησης για τον οριστικό προσδιορισμό. Στην απόφαση κήρυξης πρέπει να δικαιολογείται ειδικά η δυνατότητα κάλυψης της δαπάνης αποζημίωσης. Η αποζημίωση, εφόσον συναινεί ο δικαιούχος, μπορεί να καταβάλλεται και σε είδος ιδίως με τη μορφή της παραχώρησης της κυριότητας άλλου ακινήτου ή της παραχώρησης δικαιωμάτων επί άλλου ακινήτου. 3. H ενδεχόμενη μεταβολή της αξίας του απαλλοτριουμένου μετά τη δημοσίευση της πράξης απαλλοτρίωσης, και μόνο εξαιτίας της, δεν λαμβάνεται υπόψη. **4. Η αποζημίωση ορίζεται από τα αρμόδια δικαστήρια. Μπορεί να οριστεί και προσωρινά δικαστικώς, ύστερα από ακρόαση ή πρόσκληση του δικαιούχου, που μπορεί να υποχρεωθεί κατά την κρίση του δικαστηρίου να παράσχει για την είσπραξή της ανάλογη εγγύηση, σύμφωνα με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος. Νόμος μπορεί να προβλέπει την εγκαθίδρυση ενιαίας δικαιοδοσίας, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 94, για όλες τις διαφορές και υποθέσεις που σχετίζονται με 19

Α) Η ιδιοκτησία τίθεται υπό την προστασία του κράτους και οι εξουσίες που απορρέουν από αυτή δε μπορούν να ασκούνται εις βάρος του γενικού συμφέροντος. Β) Καθορίζεται ο ακριβής χρόνος υπολογισμού και καταβολής της αποζημιώσεως, με αποτέλεσμα να προστατεύεται κατ αυτόν τον τρόπο ο ιδιοκτήτης και να καταπολεμείται η κερδοσκοπία. Ειδικότερα, το άρθρο 17 Σ καθορίζει τον χρόνο εκτιμήσεως της αξίας του απαλλοτριούμενου και επομένως του ύψους της αποζημιώσεως, επιβάλλει την πλήρη και χρηματική μόνο αποζημίωση ( εκτός αν ο δικαιούχος συμφωνεί σε αποζημίωση σε είδος), ενώ ταυτόχρονα προβλέπει ικανοποίηση του δικαιούχου για τη μέχρι του χρόνου καταβολής αποζημίωσης απωλεσθείσα πρόσοδο από το απαλλοτριούμενο ακίνητο και απαλλάσσει την αποζημίωση από κάθε φόρο, κράτηση ή τέλος. Γ) Προσδιορίζεται ο δικαστικός προσδιορισμός της αποζημιώσεως. Πιο συγκεκριμένα, η αρμοδιότητα του δικαστηρίου ορίζεται από την παράγραφο 4 απαλλοτρίωση, καθώς και την κατά προτεραιότητα διεξαγωγή των σχετικών δικών. Με τον ίδιο νόμο μπορεί να ρυθμίζεται ο τρόπος με τον οποίο συνεχίζονται εκκρεμείς δίκες. Πριν καταβληθεί η οριστική ή προσωρινή αποζημίωση διατηρούνται ακέραια όλα τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη και δεν επιτρέπεται η κατάληψη. Προκειμένου να εκτελεστούν έργα γενικότερης σημασίας για την οικονομία της Χώρας είναι δυνατόν, με ειδική απόφαση του δικαστηρίου που είναι αρμόδιο για τον οριστικό ή προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης, να επιτρέπεται η πραγματοποίηση εργασιών και πριν από τον προσδιορισμό και την καταβολή της αποζημίωσης, υπό τον όρο της καταβολής εύλογου τμήματος της αποζημίωσης και της παροχής πλήρους εγγύησης υπέρ του δικαιούχου της αποζημίωσης, όπως νόμος ορίζει. Η δεύτερη πρόταση του πρώτου εδαφίου εφαρμόζεται αναλόγως και στις περιπτώσεις αυτές. H αποζημίωση που ορίστηκε καταβάλλεται υποχρεωτικά το αργότερο μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας αίτησης για οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης του δικαστηρίου, διαφορετικά η απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως. H αποζημίωση δεν υπόκειται, ως αποζημίωση, σε κανένα φόρο, κράτηση ή τέλος. 5. Nόμος ορίζει τις περιπτώσεις υποχρεωτικής ικανοποίησης των δικαιούχων για την πρόσοδο, την οποία έχασαν από το ακίνητο που απαλλοτριώθηκε έως το χρόνο καταβολής της αποζημίωσης. 6. Όταν πρόκειται να εκτελεστούν έργα κοινής ωφέλειας ή γενικότερης σημασίας για την οικονομία της Xώρας, νόμος μπορεί να επιτρέψει την απαλλοτρίωση υπέρ του Δημοσίου ευρύτερων ζωνών, πέρα από τις εκτάσεις που είναι αναγκαίες για την κατασκευή των έργων. O ίδιος νόμος καθορίζει τις προϋποθέσεις και τους όρους μιας τέτοιας απαλλοτρίωσης, καθώς και τα σχετικά με τη διάθεση ή χρησιμοποίηση, για δημόσιους ή κοινωφελείς γενικά σκοπούς, των εκτάσεων που απαλλοτριώνονται επιπλέον όσων είναι αναγκαίες για το έργο που πρόκειται να εκτελεστεί. 7. Nόμος μπορεί να ορίσει ότι για την εκτέλεση έργων με προφανή κοινή ωφέλεια υπέρ του Δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, οργανισμών κοινής ωφέλειας και δημόσιων επιχειρήσεων, επιτρέπεται να διανοιχθούν υπόγειες σήραγγες στο επιβαλλόμενο βάθος, χωρίς αποζημίωση, υπό τον όρο ότι δεν θα παραβλάπτεται η συνήθης εκμετάλλευση του υπερκείμενου ακινήτου. 20

εδάφιο α του άρθρου 17. Μετά την αναθεώρηση ορίζεται ότι η αποζημίωση ορίζεται από τα αρμόδια δικαστήρια. Νόμος μπορεί να προβλέπει την εγκαθίδρυση ενιαίας δικαιοδοσίας, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 94, για όλες τις διαφορές και υποθέσεις που σχετίζονται με την απαλλοτρίωση καθώς και την κατά προτεραιότητα των σχετικών δικών. Η ενοποίηση αυτή της δικαιοδοσίας δύναται να συμβάλλει σε σημαντικό βαθμό στην επιτάχυνση της εκδίκασης των διαφορών και στην ομοιόμορφη στάση της νομολογίας. Η αποζημίωση επίσης μπορεί να οριστεί και προσωρινά δικαστικώς, ύστερα από ακρόαση ή πρόσκληση του δικαιούχου, ο οποίος μπορεί να υποχρεωθεί κατά την κρίση του δικαστηρίου να παράσχει για την είσπραξη της ανάλογη εγγύηση, σύμφωνα με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος. 22 Δ) Επιβάλλεται η προηγούμενη της καταλήψεως του ακινήτου καταβολή της αποζημίωσης. Ε) Επιτρέπεται η απαλλοτρίωση ευρύτερων ζωνών, πέρα από τις εκτάσεις που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση έργου κοινής ωφέλειας ή γενικότερης σημασίας για την οικονομία της χώρας. Και τέλος ΣΤ) επιτρέπεται η απαλλοτρίωση δασών μόνο υπέρ του κράτους και υπό τον όρο να μη μεταβληθεί η δασική τους μορφή. 23 Επιπρόσθετα, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι προς τη στέρηση της ιδιοκτησίας εξομοιώνονται και οι προπαρασκευαστικές πράξεις της νόμιμης κήρυξης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, όπως για παράδειγμα οι πράξεις έγκρισης ρυμοτομικού σχεδίου 24, εφόσον η έκδοση τους συνεπάγεται ουσιώδη περιορισμό των δικαιωμάτων του ιδιοκτήτη και δεν επακολουθήσει μέσα σε εύλογο χρόνο η κήρυξη απαλλοτρίωσης. 25 Κρίθηκε έτσι από το Συμβούλιο της Επικρατείας 26, ότι ο χαρακτηρισμός ακινήτου ως χώρου για την ανέγερση δημοτικού καταστήματος, ο οποίος δε συνιστά πράξη κήρυξης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, αλλά απλώς παρέχει τη δυνατότητα κήρυξης της με ιδιαίτερη πράξη, συνεπάγεται θεμιτά απαγόρευση διάθεσης του για άλλο σκοπό. Αν όμως διατηρηθεί για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τα εύλογα όρια, χωρίς να προωθείται η διαδικασία απαλλοτρίωσης, προσκρούει 22 Α. ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, Συνταγματικά δικαιώματα- ειδικό μέρος, παραδόσεις, ια έκδοση, 2011. Σελ 364 23 Άρθρο 117 παρ. 4 Συντάγματος 24 ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ, Η συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας και αναγκαστική απαλλοτρίωση, 2003. Σελ. 30 25 Κ. ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΣ Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, γ έκδοση. Σελ. 387 26 ΣτΕ 1769/1989 21

στις προστατευτικές συνταγματικές διατάξεις του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, και ανακύπτει υποχρέωση της διοίκησης να άρει δέσμευση κάνοντας τις απαραίτητες αλλαγές στο ρυμοτομικό σχέδιο. 27 ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΑΛΛΑΤΡΙΩΣΗΣ Αντικείμενο της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης είναι η ιδιοκτησία. Ο όρος αυτός στο ιδιωτικό δίκαιο είναι συνώνυμος με την κυριότητα, στο δημόσιο δε δίκαιο ο όρος προσλαμβάνει έναν πιο ευρύ περιεχόμενο, περιλαμβάνοντας και τα περιορισμένα εμπράγματα δικαιώματα. Όπως έχει ήδη παρατηρηθεί κατά την πάγια μέχρι πρόσφατα ελληνική νομολογία η προστασία της ιδιοκτησίας περιορίζεται στα εμπράγματα δικαιώματα αποκλείοντας τα ενοχικά δικαιώματα. Όπως,όμως, επίσης υπογραμμίστηκε, ο ερμηνευτικός περιορισμός της συνταγματικής προστασίας στα εμπράγματα δικαιώματα ούτε ανταποκρίνεται στις σύγχρονες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, αλλά ούτε και συμβιβάζεται με το πνεύμα του ισχύοντος Συντάγματος και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Όπως έγινε λοιπόν διεθνώς δεκτό η έννοια της ιδιοκτησίας και επομένως και της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης- αφορά όλα τα περιουσιακά δικαιώματα. ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗΣ Το Σύνταγμα επιτρέπει την αναγκαστική απαλλοτρίωση υπό ορισμένες προϋποθέσεις : Α) ΔΗΜΟΣΙΑ ΩΦΕΛΕΙΑ Η έννοια της δημόσιας ωφέλειας, όπως και η έννοια του δημόσιου συμφέροντος, ως αόριστη αξιολογική έννοια μεταβάλλεται ανάλογα με τις επικρατούσες πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές αντιλήψεις. Η «δημόσια ωφέλεια» του άρθρου 17 παρ. 2 μοιάζει ποιοτικά με το «δημόσιο συμφέρον» του ίδιου άρθρου, της παραγράφου 1. Πρέπει να διευκρινιστεί όμως ότι η δημόσια ωφέλεια πρέπει κατά λογική ανάγκη να είναι πιο έντονη από το δημόσιο συμφέρον που περιορίζει την ιδιοκτησία, καθώς φτάνει στην άρση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και δεν αρκείται στην απλή οριοθέτηση του. Επιπροσθέτως, η δημόσια ωφέλεια πρέπει να είναι προσηκόντως αποδεδειγμένη, πράγμα που σημαίνει ότι η αναγκαστική απαλλοτρίωση πρέπει να στοχεύει άμεσα στη δημόσια ωφέλεια και να συμβάλλει παράλληλα στην προαγωγή της εθνικής οικονομίας ή άλλου δημοσίου συμφέροντος. 28 Σε 27 Κ. ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΣ Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, γ έκδοση 28 ΣτΕ 1449/79 22

κάθε περίπτωση πρέπει πάντως να τονιστεί ότι η απαλλοτρίωση της ιδιοκτησίας είναι δυνατή για την εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού. Ο σκοπός αυτός πρέπει βέβαια να είναι δημόσιας ωφέλειας και ειδικά καθορισμένος (αρχή ειδικότητας) 29. Η απαλλοτρίωση πρέπει να είναι αναγκαία και να επιβάλλεται ως έσχατο μέσο, όταν δηλαδή ο σκοπός της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης δε μπορεί να ικανοποιηθεί ούτε από την ελεύθερη αγορά ούτε από την περιουσία του δημοσίου ( π.χ. κρατικά ή δημοτικά ακίνητα) 30 Εκτός από τα παραπάνω, απαιτείται βέβαια και η χρησιμοποίηση του απαλλοτριουμένου. Στην αντίθετη περίπτωση η αναγκαστική απαλλοτρίωση καθίσταται εκ των υστέρων αντισυνταγματική. Συγκεκριμένα, προβλέπεται από το νομοθέτη η υποχρεωτική ανάκληση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, αν δεν έγινε νόμιμη χρήση εντός πενταετίας από της συντελέσεως και ο πρώην ιδιοκτήτης υποβάλλει σχετική αίτηση εντός ενός ακόμη έτους. Β) ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΠΡΟΒΛΕΨΗ Η νομοθετική πρόβλεψη αποτελεί τη δεύτερη προϋπόθεση της σύμφωνης με το Σύνταγμα απαλλοτριώσεως. Η στέρηση της ιδιοκτησίας και ιδιαίτερα η «προσήκουσα απόδειξη» γίνεται «όταν και όπως ο νόμος ορίζει». Γίνεται δεκτό ότι ο νόμος είναι όχι μόνο ο τυπικός αλλά και η κανονιστική πράξη κατά εξουσιοδότηση νόμου. Ο νόμος αναφέρει γενικά και αφηρημένα περιπτώσεις δημόσιας ωφέλειας. Γ) ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΠΛΗΡΟΥΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ Ως πλήρης αποζημίωση κατά τη νομολογία θεωρείται εκείνη με την οποία ο ιδιοκτήτης του απαλλοτριούμενου μπορεί να το αποκαταστήσει με άλλο ισάξιο και δεν υπόκειται σε κανένα φόρο ή τέλος. Το άρθρο 17 παρ. 4 επιτρέπει ουσιαστικά την κατάληψη του απαλλοτριωμένου και πριν από τον προσδιορισμό και την καταβολή της αποζημίωσης. Η εξαίρεση ισχύει μόνο σε περιπτώσεις εκτέλεσης έργων γενικότερης σημασίας για την οικονομία της χώρας και μόνο μετά από ειδική απόφαση δικαστηρίου. Στην πλήρη 29 ΣτΕ 4030/2001, απόφαση σύμφωνα με την οποία οι αποσπασματικές πράξεις διαχείρισης του οδικού δικτύου καθώς και οδικά έργα προσωρινού χαρακτήρα δεν θεμελιώνουν δημόσια ωφέλεια, η οποία συντρέχει μόνο σε σχέση με την ολοκληρωμένη και οριστική μορφή και θέση του έργου. Συνεπώς η προσβαλλόμενη απαλλοτρίωση, η οποία για την κατασκευή ενός οδικού έργου, του οποίου ο σχεδιασμός είναι προσωρινός και τελεί ακόμη υπό τη αίρεση της τροποποιήσεως του από μελλοντικό σχεδιασμό άλλου οδικού έργου δεν είναι νόμιμη και πρέπει να ακυρωθεί κατά το μέρος που αφορά στο ακίνητο των αιτούντων. 30 Π. Δ. ΔΑΓΤΟΓΛΟΥ, Ατομικά δικαιώματα, Β. σελ. 1079 23