(126-132):Layout 1 4/3/2011 9:57 πμ Page 126 λαγάρα (η) < αρχ. επίθ. λαγαρός (λεπτός, στενός) χτυπούσαν τη χορδή του δοξαριού για το «στ βάξιμο» του βαμβακιού δερμάτινο κορδόνι υποδημάτων, λαγούμ (το) < λαγούμι, τουρκ. lagım κυρίως αρβυλών λαγήν (το) < μτγν. λαγήνιον < λαγύνιον, υποκορ. του μτγν. λάγηνος < αρχ. λάγυνος πήλινο δοχείο για μεταφορά νερού, σταμνί μεταλλικό δοχείο χωρητικότητας 6¼ οκάδων, μονάδα μέτρησης βάρους λαδιού: «έβγαλα κατό λαγήνια λάδ!» λαγήνα (η) < μσν. λαγήνα < αρχ. η λάγυνος μεγάλη στάμνα νερού. Την τοποθετούσαν (υπόνομος) υπόγεια στοά, γαλαρία υπόγεια φωλιά ή καταφύγιο άγριων ζώων (αλεπούς, ασβού κ. ά) λαγουμτζής (ο) < τουρκ. lagimci (ανθρακωρύχος) < αυτός που εργάζεται μέσα σε λαγούμι, εργάτης ορυχείων λαγουτσ μάμι ρ. < λαγό-ς + κοιμάμαι κοιμάμαι ελαφρά, όπως ο λαγός. Πιστεύεται ότι ο λαγός, επειδή έχει πολλούς εχθρούς, κοιμάται με ανοι- σε ειδική θέση, τον χτά τα μάτια, έτοιμος κάθε στιγμή «λαγ νουστάτ». λαγκόνια (τα) < λαγόνι < υποκορ. του λαγόνα < αρχ. η λαγών τα πλάγια τοιχώματα της κοιλιάς, το μέρος κάτω από τα πλευρά, οι λαγόνες: «τουν χτύπ ση μες τα λαγκόνια» λαγούδ (το) < λαγούδι, πιθ. από το λαγ-ός + υποκορ. κατάλ. -ούδι μικρό ξύλινο εξάρτημα, με το οποίο να τρέξει, για να σωθεί. λαδακόν (η) < λάδι + αρχ. ἀκόνη μαύρη σκληρή πέτρα, τοποθετημένη σε ξύλινο πλαίσιο, πάνω στην οποία έριχναν λάδι και τρόχιζαν κοφτερά αντικείμενα (μαχαίρια, ψαλίδια) λαδιά (η) < λάδ-ι + -ιά πλούσια σοδειά λαδιού: «φέτους είχαμη καλή λαδιά» λεκές από λάδι
(126-132):Layout 1 4/3/2011 9:57 πμ Page 127 127 λαμπίκους σε φόρεμα: «έχ ς να... ααα μια (πολύ μεγάλη) λαδιά πα στ φούστα σ» ύπουλη ενέργεια σε βάρος κάποιου, βρομοδουλειά: «η Νηγιουκλής τ ν έκανη τ λαδιά» λαδ κό (το) (και λαδηρό) < λάδ-ι + -ικό σκεύος πήλινο ή μεταλλικό με ειδικό στόμιο, μέσα στο οποίο έβαζαν λάδι για το φαγητό, αλλιώς και «μπρίκι» μτφ.: η γυναίκα που «χώνει τη μύτη» της παντού, η φλύαρη, η κουτσομπόλα λαδουπουτ κός (ο) < λάδι + ποντικός ποντικός που έχει πέσει μέσα σε λάδι, που γυαλίζει και είναι βρόμικος μτφ.: οι γυναίκες για λόγους υγιεινής και αισθητικής άλειφαν τα μαλλιά τους με δαφνόλαδο. Όταν έβαζαν μεγάλη ποσότητα δαφνόλαδου και τα μαλλιά τους γυάλιζαν υπερβολικά, τις ειρωνεύονταν με τη φράση «γίν τση σαν τουν λαδουπουτ κό» λαδουτύρ (το) < λάδι + τυρί το τυρί, αφού πλυθεί καλά και ξεραθεί στο «τυροσάνιδο», τοποθετείται σε (πήλινα) δοχεία με λάδι. Εκεί παίρνει ξεχωριστή πιπεράτη γεύση και διατηρείται αρκετούς μήνες. Το τυρί που πουλιέται σήμερα στα καταστήματα ως λαδοτύρι (Μυτιλήνης), συντηρημένο με παραφίνη, είναι κατ όνομα μόνο λαδοτύρι, άσχετο με το παραδοσιακό. λακτίζου ρ. (Σε Παράκοιλα, Σκαμνιά και λουκτίζου) < αρχ. λακτίζω (κλοτσώ) μτφ.: καταβροχθίζω, τρώγω με βουλιμία: «του λάκτ ση του φαγί ίσιαμη να παίξ του μάτ σ» λαλές (ο) < τουρκ. lale (τουλίπα) ανεμώνη: «του χουράφ είνι γημάτου λαλέδης» λαλιό (το) < λαλιώ (βλ. λ.) γλωσσοφαγιά, καταλαλιά του κόσμου: «τουν φάγαν μη του λαλιό τουν» (πρόληψη: το λαλιό έχει δύναμη βασκανίας και «τρώει» εκείνον κατά του οποίου στρέφεται) λαλιώ ρ. < αρχ. λαλῶ αναγκάζω με έντονη φωνή το ζώο να υπακούσει: «λάλ ση του γαϊδούρ να πάρ τα πουδάρια τ!» διώχνω, απομακρύνω: «λάλ ση τα πρόβατα μη μπουν μες του στάρ!» κράζω: «λαλήσαν οι πητ νοί» λαμπίκους (ο) < μσν. λαμπίκον οτιδήποτε μπορεί να χαρακτηριστεί
(126-132):Layout 1 4/3/2011 9:57 πμ Page 128 λανάρια 128 ως πεντακάθαρο και διαυγές, που λάμπει: «του λάδ ήβγη λαμπίκους» ως επίρ. λαμπίκου: «τα κανα τα τζάμια λαμπίκου» λανάρια (τα) < μσν. λανάρι(ον) < επιθ. λανάριος (αυτός που κατεργάζεται το μαλλί) δυο τετράγωνες ξύλινες βάσεις με μεταλλικές βελόνες στη μια επιφάνειά τους, όπως οι συρματόβουρτσες, με τις οποίες κατεργάζονταν το μαλλί του προβάτου και το ετοίμαζαν για γνέσιμο λαναρίζου ρ. < λανάρ-ι + -ίζω ξαίνω μαλλί με τα λανάρια λαπάς (ο) < τουρκ. lapa νερόβραστο πολτοποιημένο ρύζι, φαγητό για αρρώστους: «σήμηρα πουνεί η τσ λιάμ! θα κάνου κουμάτ λαπαδέλ να φάγου» μτφ.: άνθρωπος νωθρός, μαλθακός: «εν είνι φτός για δ λειά! είνι σκέτους λαπάς!» λάπατου (το) < αρχ. λάπαθον το γνωστό χόρτο των αγρών λάπατο, που βάζουμε σε χορτόπιτες και στο μπουρανί (βλ. λ.) λασπουριά (η) < λάσπ-η + επθμ. -ουριά πολλή λάσπη, μέρος δύσβατο εξαιτίας της πολλής λάσπης: «μπάτ κουση η γαϊδάρα μες τ λασπουριά» λάτρα (η) < αρχ. λατρεύω (υπηρετώ) η όλη κοπιαστική προσπάθεια για το συγύρισμα και την καθαριότητα του σπιτιού: «του σπίτ θέλ λάτρα» λαφαζάν κα (τα) < λαφαζάν-ης (βλ. λ.) + -ικα τα λόγια και τα καμώματα του λαφαζάνη λαφαζάν ς (ο) < τουρκ. lafazan (φλύαρος, πολυλογάς) κομπαστής, καυχησιάρης, ψεύτης, απατεώνας: «ποιος τουν π στεύγ έφτουν τουν λαφαζάν» λαφάζου < αρχ. λαφύσσω (καταπίνω άπληστα, ρουφώ) λαχανιάζω: «ανέβ κα μάνι-μάνι τ σκάλα τσι λάφαξα» λαφιάτ ς (ο) < λαφιάτης, πιθ. από το αρχ. λαφύσσω (ρουφώ άπληστα, καταβροχθίζω) + -ιάτης είδος ανιοβόλου φιδιού, που τρυπώνει και σε κεραμοσκεπείς στέγες των σπιτιών και κυνηγά ποντίκια. Πιστεύεται ότι του αρέσει το γάλα, που το ρουφά άπληστα από δοχεία που ξεχνούν ανοιχτά οι βοσκοί. λαψάνα (η) < μτγν. λαψάνη
(126-132):Layout 1 4/3/2011 9:57 πμ Page 129 129 ληχάδ κου χόρτο του αγρού με κίτρινα άνθη, συγγενές με τη (μαύρη) βρούβα και το σινάπι. Εξαιρετικά νόστιμοι είναι οι βλαστοί της, τα λαψανογούλια λαψανήθρα (η) < λαψάν-α (βλ. λ.) + επθμ. -ήθρα μικρή λαψάνα: «π δούν οι πίτης τσι τ αρνιά, π δούν τσι οι λαψανήθρης» (παροιμ.): (λέγεται ειρωνικά και υποτιμητικά για κάποιον που θέλει να συγκρίνεται με άτομα ανώτερου πνευματικού, κοινωνικού, οικονομικού κτλ. επιπέδου) λείμμα (το) < λείπω (βλ. λ.) το υπόλοιπο, το κατάλοιπο, το απομεινάρι (βλ. χάμα - λείμμα) λείπου ρ. < αρχ. λείπω 1. απουσιάζω, δεν είμαι παρών: «λείπ η γάτα τσι χιρόντιν (χαίρονται) τα γατιά» (παροιμ.) 2. φεύγω, απομακρύνομαι: «λείψη απ του τσηφάλ υμ!» (φύγε, παράτα με ήσυχο) 3. ελλείπω, δεν υπάρχω: «λείψαν τα μπηρηκέτια (βλ. λ.), που ήξηρης...» λείψανου (το) < λείψανο < αρχ. λείψανον < λείπω (υπόλοιπο, κατάλοιπο) το σώμα του νεκρού άτομο σθενικό, πολύ αδύνατο: «απού τ ν αρρώστια απόμ νη ένα λείψανου» λέληκας (ο) < μεγεθ. του λελέκι < τουρκ. leylek το λελέκι, ο πελαργός μτφ.: πολύ ψηλός άνθρωπος, άνθρωπος με λεπτά ψηλά πόδια λέσ (το) < τουρκ. les (ψοφίμι) ψοφίμι, πτώμα ζώου σε αποσύνθεση με έντονη δυσοσμία γενικά καθετί που αποπνέει δυσοσμία: «οι κάλτσης υτ απ τ ν απλυσιά βρουμούν λεσ» ληγάμηνους (ο) < μτχ. του λέγω ο λεγάμενος, ο περί ου ο λόγος (αυτός για τον οποίο λέγαμε και που δε θέλουμε να τον κατονομάσουμε ή που το όνομά του εννοείται): «πα στ ν ώρα, να τσι η ληγάμηνος» ο αγαπητικός, ο εραστής ληγκέρ (το) < λεγκέρι < τουρκ. lenger χάλκινο ρηχό πιάτο με σκαλίσματα στο εσωτερικό του, που το χρησιμοποιούσαν και για μικρό δίσκο λημόντουζου (το) < τουρκ. limon tuzu (λεμόνι σε σκόνη) κιτρικό οξύ σε κρυσταλλική μορφή, το ξινό. Διαλυμένο σε νερό το έριχναν στα φαγητά για λεμόνι. ληχούδ κου (το) (ως ουσ.) < λεχού-
(126-132):Layout 1 4/3/2011 9:57 πμ Page 130 ληχούδ σα 130 δικο, υποκορ. από το αρχ. λεχώ (λεχ-ώνα) + κατάλ. -ούδικο το νεογέννητο: «άσ την να πηράσ μπρουστά τσι έχ μουρό ληχούδ κου» ληχούδ σα (η) < λεχούσα < αρχ. λεχώ λεχώνα: «κάν τη ληχούδ σα» (χαϊδεύεται, κάνει την ανήμπορη: οι λεχώνες έμεναν στο σπίτι σαράντα μέρες, ώσπου να «σαραντίσουν». Στο διάστημα αυτό ήταν αντικείμενα ιδιαίτερης προσοχής και φροντίδας) ληχρίτ ς (ο) < λεχρίτης < αρχ. λέχριος (πλάγιος, λοξός) βρόμικος, ακάθαρτος σωματικά και ψυχικά, παλιοχαρακτήρας λιάδ (το) < λι-ώνω (μτφ. αμετ.: κουράζομαι, εξαντλούμαι) + υποκορ. κατάλ. -άδι) καθετί που είναι λιωμένο ή που έχει απομείνει από λιώσιμο, λιώμα μτφ.: φοβερά κουρασμένος, εξαντλημένος: «γύρ ση απ τη δ λειά τσι έπηση λιάδ απ τ κούρασ» (διαλυμένος, λιώμα από την κούραση) φρ.: «θα ση κάνου λιάδ στου ξύλου» (θα σε δείρω τόσο πολύ, που θα σε κάνω λιώμα, θα σε λιώσω) λιέμι ρ. (παρατ. λιόμταν) < αρχ. ἀλάομαι -ῶμαι γυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί, περιπλανιέμαι: «πού λιέσι;» (πού γυρνάς;), «...λιόνταν τσι τα γύρηυγη τσι άλλους τα μαγήρηυγη...» (... η μπάρμπας υμ η Ν κόλας, τα κακνιά τ, που τα έχαση) λι(ου)κούκτσου (το) < ελιά + κουκούτσι το κουκούτσι (πυρήνας) του καρπού της ελιάς λιόπρινους (ο) < ελιά + πρίνος πρίνος που τα φύλλα του μοιάζουν της ελιάς λιόσμους (ο) < ελιά + ζωμός τα υγρά απόβλητα από την έκθλιψη του ελαιόκαρπου. Παλιότερα συγκεντρώνονταν σε «ταγάρια» (βλ. λ.) και από τα υπολείμματα λαδιού, που επέπλεαν στην επιφάνεια, έφτιαχναν σαπούνι. Τα ταγάρια νοικιάζονταν με δημοπρασία. λιουδάκρυγιου (το) < ελιάς δάκρυ δάκρυ (κόμμι αρωματικό) της ελιάς. Το χρησιμοποιούσαν για λιβάνι. λιουσώθυρου (το) < ελιά + σωθύρι (βλ. λ.) περιφραγμένο ελαιόκτημα λιχνίζου ρ. < αρχ. λικμίζω < λικμάω πετώ ψηλά με το λιχνιστήρι τα αλωνισμένα στάχυα, για να ξεχωρίσει με τον αέρα ο καρπός από το άχυρο
(126-132):Layout 1 4/3/2011 9:57 πμ Page 131 131 λουγιώ(ν) μτφ.: έχω πολλά χρήματα και τα σκορπάω χωρίς να τα λογαριάζω: «αυτός έχ πουλλά τσι τα λιχνίζ» λιχούδ ς - σα - κου < λιχούδης < μσν. λιχούδης < αρχ. λείχω (γλείφω) αυτός που του αρέσουν οι λιχουδιές, λαίμαργος λιώνου ρ. < λειώνω < μτγν. λειῶ κάνω κάτι λείο μτφ.: κουράζομαι, εξαντλούμαι σωματικά και ψυχικά: «έλιουσα απ τη δ λειά» λ μάτσ (το) < λιμάκι < μσν. λιμάζω < αρχ. λιμός (έλλειψη τροφής, μεγάλη πείνα) μτχ. παθ. πρκμ. λιμασμένος λαίμαργος, πεινασμένος, αχόρταγος: «ε χουρταίν του λ μάτσ μη τίπουτα» μτφ.: άρπαγας, σφετεριστής, αυτός που θέλει να τα κάνει όλα δικά του λ μπίζουμι ρ. < μσν. λιμβίζομαι (επιθυμώ, λαχταρώ) βλέπω κάτι το εξαιρετικό και το ζηλεύω, θα θελα να το αποκτήσω: «είδα, κόρ υμ, του παλτό τ ς Ηλέν ς τσι του λ μπίστ κα», «τι τουν λ μπίστ τση έφτουν τουν αξ πόλ του τσι τουν παντρεύτση;» (απαξιωτικά) λουκάντα (η) < βεν. locanda μαγέρικο, ταβέρνα, εστιατόριο: «σήμηρα θα φάμη στ λουκάντα» λόρδα (η) βεν. lorda η μεγάλη πείνα: «- γ νάτηψη η Γιώρ ς τσι εν έρχητι να φά! - άμα τουν κόψ η λόρδα, θα νέρτ!» λούβα (η) < αρχ. λώβη (βλάβη, φθορά, καταστροφή) λέπρα μτφ.: καταστροφή λουβιάζου ρ. < λούβ-α + -ιάζω κολλάω λέπρα, έχω λέπρα μτφ.: ρημάζω, χάνομαι, καταστρέφομαι: «- γοι ηλιές πέσαν ούλης κάτου, θέλιν μάζημα! - ε πα να λουβιάξιν!» λουβιάρ ς -σα -κου < αρχ. λώβ-η (λέπρα) + επθμ. -ιάρης λεπρός -ή -ό λουγάρι (το) < μσν. λογάριν < αρχ. λογάριον < υποκορ. λόγος θησαυρός, χρήμα, πλούτος «βάζανη μώλου του φηφί κι αράδα του λουγάρι...» (δημοτ.) λουγιώ(ν) (των) < μτγν. λογή (της λογής-των λογιών) είδος, ποιότητα: «νους λουγιού» (ενός είδους), «πουλλώ λουγιώ» (πολλών ειδών) (πρβλ.: λογής λογής, τι λογής κ.ά.): «τα λόγια τω πουλλώ λουγιώ κάνιν τουν άθρουπου λουλό» (παροιμ.)
(126-132):Layout 1 4/3/2011 9:57 πμ Page 132 λουγιάζου 132 λουγιάζου ρ. < μσν. λογιάζω βλέπω, κοιτάζω: «λόγιαζη τη δ λεια σ!» επιτηρώ, φυλάγω: «λουγιάζου τα πρόβατα» προσπαθώ: «λουγιάζου να μαζέψου τ ς ηλιές» λουγιέμι ρ. < μσν. λογ-ούμαι < αρχ. λόγος λογαριάζομαι, θεωρούμαι, υπολογίζομαι: «η Γιάνν ς λουγιέτι θ κός μας άθρηπους» λουγουδουσμένους -η -ου < λόγος + δοσμένος αυτός που έχει δώσει «λόγο» (υπόσχεση) αρραβώνα λουπάζου ρ. (και λουφάζου) < μσν. λωφάζω < αρχ. λωφῶ συμμαζεύομαι και σωπαίνω από φόβο, κρύβομαι, δεν ανασαίνω: «η λαγός άκ ση τ ς στσύλ που γαβγίζαν τσι λούπαξη μες του γιατάκ υτ» λουστός (ο) < αρχ. λοισθός σιδερένιος μοχλός για εξόρυξη και μετακίνηση βάχων και άνοιγμα οπών λούτσα (η) (και λούζα) < σλαβ. luza τόπος (λάκκος) με στάσιμα νερά: «γίν κα λούτσα απ τ βρουχή!» (έγινα μούσκεμα, βράχηκα μέχρι το κόκαλο) τοπωνύμιο στην περιοχή του κάμπου Βασιλικών λουφές (ο) < τουρκ. ulufe μισθός των αρματολών επί Τουρκοκρατίας μισθός, αμοιβή, φιλοδώρημα: «στου λουφέ έχ του νου τ!» λόχ (η) < αρχ. λόγχη η ζωηρή φλόγα που ξεπετιέται από τη φωτιά και μοιάζει με λόγχη. έμε τότε πως η φωτιά ξελοχίζει. λ τρός (ο) < ο λουτρός < αρχ. ο λουτρών δημόσιο οίκημα με χώρους και εγκαταστάσεις για την καθαριότητα του σώματος. Ονομαστό ήταν στο χωριό (Βασιλικά) «τ λ τρού του π γάδ». Στο λουτρό λουζόταν η νύφη πριν από το γάμο και γύριζε στο σπίτι της με συνοδεία μουσικής: «θα του πάγου (το μωρό) στου λουτρό, να του κτσίσου μυρουδ κό...» (ταχτάρισμα) λύθους (ο) < αρχ. ὄλυνθος αγίνωτο σύκο, ορνός: «έφαγα λυθ τσι ξηφουστσιάσαν τα χείλια μ!» λυσσιακά (τα)< πληθ. επιθ. λυσσ-ιακός οι λυσσαλέες προσπάθειες που καταβάλλει κάποιος, για να πετύχει τον σκοπό του: «τρώγ τα λυσσιακά τ να τουν βάλιν ψάλτ»