Newsletter 4/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εργατικό 3-33



Σχετικά έγγραφα
Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων και Ανέργων

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Σύμβαση εξηρτημένης εργασίας

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

ίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής εργαζομένων

Π. Ραπανάκης, Το νέο θεσμικό πλαίσιο που προβλέπει την καταχώριση της υπερεργασίας και της νόμιμης υπερωρίας στο Π.Σ. «ΕΡΓΑΝΗ»

ΘΕΜΑ: «Ασφαλιστική Τακτοποίηση κατά την Επίσχεση Εργασίας»

Εργασιακά Θέματα. Καταχρηστική καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη

Θέµα εργασίας. Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας (Εφετείο Λάρισας408/2002)

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

Προεδρικό ιάταγµα 456/1984 «Αστικός Κώδικας και Εισαγωγικός του Νόµος» (ΦΕΚ Α' 164/ ) ΕΚΑΤΟ ΟΓ ΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ: ΚΑΤΕΠΕΙΓΟΝ Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: 35958/666

ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΑΔΕΙΑ & ΕΠΙΔΟΜΑ ΑΔΕΙΑΣ ΣΤΟΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΤΟΜΕΑ

ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ (όρια, αποδοχές κ.α)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14 Ο ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑ, ΕΚ ΠΕΡΙΤΡΟΠΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑ,ΜΕΡΙΚΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ, ΠΟΛΛΑΠΛΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ

2 ημέρες για κάθε μήνα απασχόλησης (ή 24/12 x μήνες απασχόλησης)(στρογγυ λοποίηση του

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΘΕΜΑ: «Διευκρινήσεις σχετικά με το ωράριο των εκπαιδευτικών»

Άδειες Ωροµίσθιων Καθηγητών

Περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας και δικαιώματα των θυμάτων

Θέµα: Εγκύκλιος επί του άρθρου 1 του Ν. 3302/2004

Εργασιακά Θέματα «ιευθέτηση Χρόνου Εργασίας»

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΥΠΕΡΕΡΓΑΣΙΑ ΚΡΑΤΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΠΟΔΟΧΩΝ

Θέματα Ιδιωτικών Σχολείων, Φροντιστηρίων και Κέντρων Ξένων Γλωσσών

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΡΙΘΜΟΣ 2422/2012

ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. Για τους όρους αµοιβής και εργασίας των καθηγητών που εργάζονται στ α Φροντιστ ήρια Μέσης Εκπαίδευσης Νοµού Αττικής

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΜΑΙΟΣ ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012

Άρθρο 6ο Καταβολή αποδοχών

Κων/νος Τσουμάνης, Δικηγόρος, Νομικός Σύμβουλος ΣΠΕΔΕΘ & ΚΜ

ΣΥΛΛOΓlKH ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ των Οινολόγων όπως αυτοί ορίζονται από τον 1697/87, που απασχολούνται σε Επιχειρήσεις όλης της χώρας

ΠΕΡΙΕΧOΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

-Προϋποθέσεις συνταξιοδότησης λόγω θανάτου.»

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

Αρχές Δικαίου Επιχειρήσεων Διάλεξη 8 η. Νικόλαος Καρανάσιος

ΓΝΩΜΟ ΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3610, 7/6/2002

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ. 30-Apr-18 1

ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ. Κύκλος Ισότητας των Φύλων. Σύνοψη Διαμεσολάβησης

ΘΕΜΑ: Παροχή πληροφοριών για θέματα που αφορούν χορήγηση κανονικής άδειας, βιβλίο αδειών και Έντυπο Ε11.

Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Πρόλογος. αξιολόγησή τους.

Με βάση τον ορισμό του «εργατικού ατυχήματος» όπως προκύπτει από το άρθρο 1 του Ν. 551/15, όπως έχει κωδικοποιηθεί και τροποποιηθεί μέχρι και σήμερα,

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

Εργασιακά Θέματα. Δώρο Πάσχα

ΕΙΔΗΣΕΙΣ Η ECON ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΗ. Σας ενημερώνει και σας υπενθυμίζει Η ΓΝΩΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΠΕΝΔΥΣΗ. Ποιοι δικαιούνται το Δώρο Πάσχα και πώς υπολογίζεται

2016 Εϖείγοντα Μέτρα Εφαρµογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοϖρόθεσµου Πλαισίου

Εργασιακά Θέματα. Συμβάσεις ορισμένου χρόνου

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. (Οι αριθμοί παραπέμπουν στις σελίδες) ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α. ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ.

Π Ι Ν Α Κ Α Σ Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Ω Ν

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΕΓΓΡΑΦΟ ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΨΗΦΙΣΘΕΝΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥ: Μέτρα στήριξης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο πλαίσιο

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

Σχετικά µε τη συνέχιση της ασφάλισης των µισθωτών της επιχ/σης «ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΦΩΣΦΟΡΙΚΩΝ ΛΙΠΑΣΜΑΤΩΝ Α.Ε.»

ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Θέματα Κοινωνικής Ασφάλισης. Ειδικοί Χρόνοι Ασφάλισης

... ΕΝΣΤΑΣΗ ΚΑΤΑ *****

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 1 και 2 του Ν.3385/2005

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ (Οι αριθμοί παραπέμπουν στις παραγράφους και στις σελίδες, όπου ενδείκνυται)

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Οµοσπονδίες δύναµης ΓΣΕΕ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΔΑΠ ΝΔΦΚ ΠΡΩΤΗ ΚΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΗ - 1 -

Υπολογισμός Δώρου Πάσχα

ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ Αριθμός: 394 Έτος: 2001 ΦΕΚ: Α Τέθηκε σε ισχύ: Ημ.Υπογραφής:

ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΟΡΙΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΥΠΕΡΩΡΙΑΚΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Ημερίδα Πρακτικές Οδηγίες προς Εργοδότες

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Δεκεμβρίου 2010, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Εργασιακά Θέματα «Το νέο καθεστώς της Μεσολάβησης Διαιτησίας μετά τον Ν. 4303/2014»

ΠΡΟΕ ΡΙΚΟ ΙΑΤΑΓΜΑ ΑΡΙΘ.. Ρυθµίσεις Εργασιακών θεµάτων για τις ανάγκες εφαρµογής προγράµµατος σταθερότητας της Ελληνικής Οικονοµίας.

ΘΕΜΑ : «Ασφαλιστικές κρατήσεις κλάδων κύριας και επικουρικής σύνταξης του ν.3620/2007 στο επίδοµα θέσης ευθύνης»


Σήμερα, 18 / 6 / 2015, ημέρα Πέμπτη, και ώρα το μεσημέρι στα γραφεία της εταιρείας με την επωνυμία «BLUE OCEANIC ΑΝΩΝΥΜΗ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΗ

Εργασιακά Θέματα. Χρονικά όρια εργασίας σε επιχειρήσεις συνεχούς λειτουργίας και με σύστημα. κυλιόμενων βαρδιών

ΤΕΛΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ Πρακτικό Συμφωνίας

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΧΡΥΣΑΝΘΗΣ Δ. ΥΦΑΝΤΗ & ΣΥΝ Τρίτη, 06 Νοέμβριος :00

Θέματα Κανονισμού Ασφάλισης ΙΚΑ - ΕΤΑΜ, Ασφαλιστικών Φορέων, προσαρμογή της νομοθεσίας στην Οδηγία 2010/18/ΕΕ και λοιπές διατάξεις.

ΑΤΟΜΙΚΗ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ: 35/2016

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ (ΠΟΓΕΔΥ) ΓΕΩΠΟΝΟΙ ΔΑΣΟΛΟΓΟΙ ΚΤΗΝΙΑΤΡΟΙ ΙΧΘΥΟΛΟΓΟΙ - ΓΕΩΛΟΓΟΙ

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Αρθρο 51. Ρύθμιση οφειλών προς τη Φορολογική Διοίκηση

Αθήνα, Κύριοι,

ΒΑΣΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑIΟΥ

Άρθρο 1 Κλάδοι ΤΣΜΕ Ε

Γ.Σ.Ε.Ε. ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Ομοσπονδίες δύναμης ΓΣΕΕ

EΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ. Αθήνα: Αριθµ. Πρωτ: 30874

ιατάξεις της παρ. 3 & 4 του άρθρου 18 του Ν.3522/2006

Έγγραφο Υπουργείου Εργασίας / 823 /

συνδυασμό των συνταγματικών αυτών διατάξεων συνάγεται, ότι σε περίπτωση παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, ο κοινός νομοθέτης δύναται να θεσπίσει

Ν. 4611/2019. Οι νέες αλλαγές στα εργασιακά. Από πότε ισχύουν

ΕΙ ΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΈΝΩΣΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΙΩΝ ΕΛΛΑ ΟΣ - Ο.Α.Σ.Ε.

Άρειος Πάγος ΥΠΕΡΩΡΙΑ & ΥΠΕΡΕΡΓΑΣΙΑ

Εφετείο Αθηνών 11116/1996 Πηγή: Ε.Ε.. 56/97, σ ΕΑΕ 2000, σελ. 959

ΜΕΤΑΤΑΞΕΙΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ

Εργασιακά Θέματα. Επιχειρήσεις Προσωρινής Απασχόλησης (ΕΠΑ)

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ Αθήνα, 19 Μαρτίου 1988 ΔΙΟΙΚΗΣΗ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΚΛΙΜΑΚΙΟ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΔΑΠΑΝΩΝ ΣΤΟ Ι ΤΜΗΜΑ ΠΡΑΞΗ 106/2018

Transcript:

www.inlaw.gr Newsletter 4/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εργατικό 3-33 [ 2 ]

ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αµοιβή εργασίας - Αµοιβή για υπερωριακή εργασία και υπερεργασία Αριθµός απόφασης: 658 Έτος: 2009 - Υπερωριακή εργασία. Υπερεργασία. Συναφή κεφάλαια. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 και 2 του Ν. 435/1976, οι µισθωτοί που απασχολούνται νοµίµως πέρα από τα επιτρεπόµενα για κάθε κατηγορία ανώτατα χρονικά όρια της ηµερήσιας εργασίας δικαιούνται αµοιβή για κάθε ώρα τέτοιας απασχόλησης ίσης προς το καταβαλλόµενο ωροµίσθιο αυξηµένο κατά τα οριζόµενα ποσοστό, ενώ οι µισθωτοί που παρέχουν µη νόµιµη υπερωριακή εργασία, δικαιούνται από την πρώτη ώρα, πέραν από τον πλουτισµό που αποκόµισε ο εργοδότης χωρίς νόµιµη αιτία και πρόσθετη αποζηµίωση ίση προς 100% του καταβαλλόµενου ωροµισθίου. Ως προς τη συνδροµή υπερωριακής εργασίας λαµβάνεται υπόψη όχι η εβδοµαδιαία αλλά η ηµερήσια εργασία υπό την έννοια ότι υφίσταται υπερωριακή εργασία όταν ο µισθωτός της προκειµένης κατηγορίας απασχοληθεί πέραν των οκτώ ωρών. Έστω και αν µε την υπεραπασχόληση αυτή δεν πραγµατοποιείται υπέρβαση του από το νόµο ανώτατου ορίου εβδοµαδιαίας εργασίας, αφού δεν χωρεί συµψηφισµός της ηµερήσιας υπερωρίας µε τις λιγότερες ώρες εργασίας ή µε την πραγµατοποιηθείσα εργασίας σε άλλη εργάσιµη ηµέρα της ίδιας εβδοµαδιαίας περιόδου. - Η εργασία του µισθωτού κατά την Κυριακή ή το Σάββατο, ως έκτη ηµέρα υπό το σύστηµα της πενθήµερης εργασίας, δεν αποτελεί υπερεργασία ή υπερωριακή εργασία, εκτός αν στην τελευταία υπερβαίνει το ανώτατο όριο ηµερήσιας απασχολήσεως. Ο χρόνος εργασίας του Σαββάτου και της Κυριακής δεν περιλαµβάνεται ούτε προσµετράται στις ώρες απασχόλησης των εργασίµων ηµερών της εβδοµάδας, παρά µόνο κατά το µέρος που υπερβαίνει το ανώτατο όριο ηµερήσιας απασχόλησης και χωρίς πάλι να συνυπολογίζεται στην εβδοµαδιαία εργασία. Οι κατά τις ηµέρες αυτές προσφερόµενες ώρες εργασίας δεν συναριθµούνται µε τις ώρες των εργασίµων ηµερών της ίδιας εβδοµάδας, στις οποίες και µόνο αποβλέπει η ρύθµιση για υπερωρία ή για ιδιόµορφη υπερωριακή απασχόληση. - Κεφάλαια συναφή προς όλα τα υπόλοιπα κεφάλαια κατά τρόπο ώστε να µην είναι δυνατόν να αποχωριστούν και να παραπεµφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ως προς τα κεφάλαια αυτά, στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολ ). ΚΠολ : 580, Νόµοι: 133/1975, Νόµοι: 435/1976, αρθ. 1, Νόµοι: 1346/1983, αρθ. 29, ηµοσίευση: INLAW 2009 * ΕΕ 2011, σελίδα 167 Αµοιβή εργασίας - Αµοιβή για υπερωριακή εργασία και υπερεργασία Αριθµός απόφασης: 429 Έτος: 2010 - Υπερωριακή απασχόληση. Καταχρηστική άσκηση δικαιώµατος. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση.

- Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 και 2 του Ν. 435/1976, οι µισθωτοί που απασχολούνται νοµίµως πέρα από τα επιτρεπόµενα για κάθε κατηγορία ανώτατα χρονικά όρια της ηµερήσιας εργασίας δικαιούνται αµοιβή για κάθε ώρα τέτοιας απασχολήσεως ίση προς το καταβαλλόµενο ωροµίσθιο αυξηµένο κατά τα οριζόµενα ποσοστά, ενώ οι µισθωτοί που παρέχουν µη νόµιµη υπερωριακή εργασία, δικαιούνται από την πρώτη ώρα, πέραν από τον πλουτισµό που αποκόµισε ο εργοδότης χωρίς νόµιµη αιτία και πρόσθετη αποζηµίωση ίση προς 100% του καταβαλλόµενου ωροµισθίου. Περαιτέρω, µε το άρθρο 6 της από 24-2-1984 Εθνικής Γενικής Συλλογικής Συµβάσεως Εργασίας, που δηµοσιεύθηκε στη Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως µε την 11770/20-3-1984 απόφαση του Υπουργού Εργασίας (Φ.Ε.Κ. Β. 81), η εβδοµαδιαία διάρκεια της εργασίας των µισθωτών ορίσθηκε αυτό 1-1-1984 σε 40 ώρες, για την αµοιβή δε της απασχολήσεως πέρα από το συµβατικό αυτό εβδοµαδιαίο ωράριο και έως τη συµπλήρωση του νόµιµου ανώτατου ορίου εβδοµαδιαίας εργασίας, δηλαδή για την υπερεργασία, γίνεται παραποµπή στο άρθρο 9 της 1/1982 αποφάσεως του.... Αθηνών που κυρώθηκε µε το άρθρο 29 του νόµου 1346/1983. Από τον συνδυασµό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι ως προς τη συνδροµή υπερωριακής εργασίας, στην οποία αφορούν οι παροχές του άρθρου 1 του ν. 435/1976 λαµβάνεται υπόψη όχι η εβδοµαδιαία αλλά η ηµερήσια εργασία υπό την έννοια ότι υφίσταται υπερωριακή εργασία όταν ο µισθωτός της προκείµενης κατηγορίας απασχοληθεί πέραν των οκτώ ωρών ηµερησίως (ή πέραν των εννέα ωρών υπό τους όρους του άρθρου 6 της από 26-2-1975 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. που κυρώθηκε µε το άρθρο µόνο του ν. 133/1975) έστω και αν µε την υπεραπασχόληση αυτή δεν πραγµατοποιείται υπέρβαση του από τον νόµο ανωτάτου ορίου εβδοµαδιαίας εργασίας, αφού δεν χωρεί συµψηφισµός της ηµερήσιας υπερωρίας µε τις λιγότερες ώρες εργασίας ή µε την πραγµατοποιηθείσα εργασία σε άλλη εργάσιµη ηµέρα της ίδιας εβδοµαδιαίας περιόδου. Αντίθετα, ως προς τη συνδροµή υπερεργασίας υπό την ανωτέρω έννοια κριτήριο αποτελεί όχι η ηµερήσια αλλά η εβδοµαδιαία απασχόληση του µισθωτού και µάλιστα εκείνη που πραγµατοποιείται κατά τις εργάσιµες ηµέρες της εβδοµάδας. Εποµένως, αν ο µισθωτός απασχολούµενος µετά την 1-1-1984 δεν υπερβεί κατά τις ηµέρες αυτές το συµβατικό εβδοµαδιαίο όριο των 40 ωρών, δεν δικαιούται την οικεία πρόσθετη αµοιβή (ωροµίσθιο επαυξηµένο κατά 25%), διότι δεν έχει πραγµατοποιήσει υπερεργασία. Το ίδιο συµβαίνει και όταν ο χρόνος της εβδοµαδιαίας εργασίας έχει υπερβεί το όριο των ωρών λόγω απασχολήσεως του µισθωτού την Κυριακή ή άλλη ηµέρα αναπαύσεως, αφού οι ώρες της εργασίας αυτής για την οποία υφίσταται ειδική και αυτοτελής νοµοθετική πρόνοια, δεν συναριθµούνται µε τις ώρες των εργάσιµων ηµερών της ιδίας εβδοµάδας, στις οποίες και µόνο αποβλέπει η ρύθµιση της υπερεργασίας. Από 1-4-2001, µε το άρθρ. 4 του ν. 2874/2000,, η υπερεργασία καταργήθηκε και η απασχόληση πέρα των 40 ωρών και µέχρι 43 εβδοµαδιαίως θεωρείται ως ιδιόρρυθµη υπερωρία, νόµιµη και επιτρεπτή, η οποία αµείβεται µε το επιβαλλόµενο ωροµίσθιο προσαυξηµένο κατά 50% (παρ. 2 και 4 του άρθρου 4). Υπερωρία συνιστά η απασχόληση πέραν των 43 ωρών εβδοµαδιαίως, καθώς και η απασχόληση πέραν των 9 ωρών ηµερησίως για τους µισθωτούς µε πενθήµερο. Αν η υπερωρία είναι παράνοµη, για κάθε ώρα τέτοιας απασχόλησης, ο µισθωτός δικαιούται αποζηµίωση ίση µε το 250% του καταβαλλοµένου ωροµισθίου (δηλαδή προσαύξηση 150% του ωροµισθίου), σύµφωνα µε την παρ. 5 του ίδιου άρθρου.. - Κατά την έννοια του άρθρ. 281 του ΑΚ το δικαίωµα ασκείται καταχρηστικά και όταν η συµπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε της ασκήσεώς του, καθώς και η πραγµατική κατάσταση που διαµορφώθηκε κατά το διάστηµα που µεσολάβησε, δηµιούργησε στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκηθεί το δικαίωµα, σε τρόπον ώστε η µεταγενέστερη άσκησή του, που θα έχει επαχθείς συνέπειες για τον οφειλέτη, να µη δικαιολογείται επαρκώς και να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που [4]

επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονοµικός σκοπός του δικαιώµατος. Μόνη η µακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόµη δηµιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπήρχε το δικαίωµα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη µεταγενέστερη άσκηση αυτού αλλά απαιτείται να συντρέχουν και πρόσθετες ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόµενες κυρίως από την προηγηθείσα συµπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου η επακολουθήσασα άσκηση του δικαιώµατος που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δηµιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί µακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρ. 281 του Α.Κ. Στην περίπτωση αυτή η επιχειρούµενη από τον δικαιούχο ανατροπή της ως άνω καταστάσεως δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες για τον οφειλέτη και να θέτει έτσι σε κίνδυνο την οικονοµική κατάσταση της επιχείρησής του αλλ' αρκεί να έχει απλώς δυσµενείς συνέπειες στη συµπεριφορά του. Περαιτέρω, όταν η ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώµατος στηρίζεται σε περισσότερα αυτοτελή πραγµατικά περιστατικά, τα οποία συνολικώς εκτιµώµενα προσδίδουν καταχρηστικό χαρακτήρα στο ενασκούµενο δικαίωµα, καθένα από τα περιστατικά αυτά αποτελεί "πράγµα", κατά την έννοια του άρθρ. 559 αρ. 8 του ΚΠολ, επί πλέον δε η ανεπάρκεια ή ασάφεια των αιτιολογιών του δικαστηρίου της ουσίας ως προς ένα εκ των πιο πάνω περιστατικών, εάν τα υπόλοιπα δεν αρκούν για να καταστήσουν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώµατος, στερεί την απόφαση από νόµιµη βάση και ιδρύει τον προβλεπόµενο από το άρθρ. 559 αρ. 19 του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως. ΑΚ: 281, ΚΠολ : 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 19, Νόµοι: 435/1976, αρθ. 1, 2, ηµοσίευση: ΕΕ 2011, σελίδα 159 Αµοιβή εργασίας - Αµοιβή προσωπικού νοσηλευτικών ιδρυµάτων Αριθµός απόφασης: 132 Έτος: 2011 - Αµοιβή προσωπικού νοσηλευτικών ιδρυµάτων. Πρόσθετη αµοιβή. Χρόνος παραγραφής των αξιώσεων των υπαλλήλων του ΝΠ. - Από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 του Ν. 201/1975, κατά την οποία "Από 1ης Ιανουαρίου 1976 εις το απασχολούµενον προσωπικόν των Νοσηλευτικών Ιδρυµάτων Ν 2592/1953 επί οκτάωρον ηµερησίως καταβάλλεται αµοιβή δια µίαν ώραν ηµερησίως υπολογιζόµενη κατά τις διατάξεις του εδαφίου γ' της παραγράφου 3 του άρθρου 5 του Ν 4548/1966 και από 1-1-1977 αµοιβή για δύο ώρας ηµερησίως", προκύπτει, ότι η πρόσθετη αυτή αµοιβή καταβάλλεται ως κίνητρο για την προσέλευση µισθωτών σε θέσεις προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυµάτων, ενόψει της εξαιρετικά επίπονης εργασίας και του µικρού ύψους των αποδοχών, όπως αναφέρεται και στην εισηγητική έκθεση. Η αµοιβή αυτή δεν αποτελεί αντάλλαγµα για απασχόληση πέραν του νοµίµου ωραρίου, αλλά αποτελεί τµήµα των νοµίµων αποδοχών του προσωπικού, το οποίο κατά την έναρξη ισχύος του Ν. 201/1975 είχε νόµιµη υποχρέωση παροχής οκτάωρης ηµερήσιας απασχολήσεως. Η µεταγενέστερη δια νόµου µείωση του νοµίµου ωραρίου εργασίας δε συνεπάγεται την κατάργηση ή τη µείωση της εν λόγω πρόσθετης αµοιβής, διότι η οκτάωρη ηµερήσια απασχόληση προβλέπεται από το νόµο για τον προσδιορισµό των εργαζοµένων που δικαιούνται [5]

της αµοιβής και όχι ως ουσιαστική προϋπόθεση για την εκάστοτε καταβολή αυτής. Εποµένως την πρόσθετη αυτή αµοιβή δικαιούνται όσοι απασχολούνται κατά πλήρες ωράριο σε θέσεις προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυµάτων, το οποίο κατά τον κρίσιµο χρόνο της ενάρξεως ισχύος του Ν. 201/1975 είχε υποχρέωση οκτάωρης ηµερήσιας απασχολήσεως. Η εν λόγω δε αµοιβή λόγω της φύσεώς της ως µέρους των νοµίµων αποδοχών των ανωτέρω κατηγοριών εργαζοµένων, δεν αποτελεί επίδοµα και για το λόγο αυτό δεν καταργήθηκε µε το άρθρο 19 του Ν. 1505/1984 (ΑΕ 10/2005, ΟλΑΠ 15/2009, ΟλΑΠ 24/2008). Από τα ανωτέρω δε παρέπεται ότι την ως άνω πρόσθετη παροχή δικαιούνται ευθέως από το Ν. 201/1975, και όσοι δεν υπηρετούσαν σε νοσηλευτικά ιδρύµατα κατά το χρόνο ενάρξεως της ισχύος του, αλλά προσλήφθηκαν µεταγενέστερα. Και τούτο διότι, όπως προαναφέρθηκε, η πρόσθετη αυτή αµοιβή χορηγήθηκε ως κίνητρο για την προσέλευση µισθωτών σε θέσεις προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυµάτων και κατά συνέπεια αφορούσε και τους µετά την έναρξη ισχύος του εν λόγω νόµου. Αντίθετη εκδοχή δε θα ήταν σύµφωνη προς το σκοπό του νόµου, ο οποίος προσδιορίζεται ρητώς στην εισηγητική έκθεση. - Κατά τις διατάξεις των άρθρων 48 παρ. 3 και 49 του Ν 496/1974 "περί λογιστικού των νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου", ο χρόνος παραγραφής των αξιώσεων των υπαλλήλων του ΝΠ, που συνδέονται µε αυτό µε σχέση εργασίας δηµοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, για καθυστερούµενες αποδοχές ή πάσης φύσεως απολαβές ή αποζηµιώσεις από αδικαιολόγητο πλουτισµό, είναι δύο ετών και αρχίζει από το τέλος του οικονοµικού έτους, κατά το οποίο γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής. Ν : 4548/1966, άρθ. 5, Ν : 496/1974, άρθ. 48, Νόµοι: 1505/1984, άρθ. 19, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αµοιβή εργασίας - Επίσχεση εργασίας για καθυστέρηση καταβολής δεδουλευµένων αποδοχών Αριθµός απόφασης: 1153 Έτος: 2009 - Επίσχεση εργασίας. - Κατά το άρθρο 648 του ΑΚ ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να πληρώσει στον εργαζόµενο τις συµφωνηµένες αποδοχές του, µετά την παροχή της εργασίας που συµφώνησαν να του προσφέρει, ενώ, κατά τη λειτουργία της συµβάσεως, έχει την υποχρέωση να τηρεί τους όρους που συµφωνήθηκαν και τον βαρύνουν. Σύµφωνα δε µε τις διατάξεις του άρθρου 325 του ΑΚ, που εφαρµόζονται και στις σχέσεις εργοδότη και εργαζοµένου στα πλαίσια της εργασιακής συµβάσεως, σε συνδυασµό µε εκείνες των άρθρων 329, 353 και 656 του ίδιου Κώδικα, όταν ο µισθωτής έχει ληξιπρόθεσµη αξίωση κατά του εργοδότη σχετική µε την παροχή της εργασίας του (κατ' εξοχήν για την καταβολή του µισθού) δικαιούται, ασκώντας το δικαίωµα επισχέσεως της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, ώσπου ο εργοδότης να εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει. Η επίσχεση έχει ως συνέπεια ότι, αν και ο εργαζόµενος παύει να παρέχει την εργασία του, δεν είναι υπερήµερος αυτός αλλά ο εργοδότης, ο οποίος έχει την υποχρέωση όσο διαρκεί η υπερηµερία του, όσο δεν καταβάλει δηλαδή τις καθυστερούµενες αποδοχές, αν για το λόγο αυτό ασκήθηκε η επίσχεση, να πληρώνει στον εργαζόµενο τις αποδοχές του σαν να εργαζόταν κανονικά. Όµως, το δικαίωµα [6]

επισχέσεως της µέλλουσας να παρασχεθεί εργασίας του εργαζοµένου, όπως και κάθε άλλο δικαίωµα, υπόκειται στους περιορισµούς του άρθρου 281 του ΑΚ. Συνεπώς, η άσκηση αυτού πρέπει να γίνεται εντός των ορίων της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, να αποβλέπει δε στην εξυπηρέτηση του οικονοµικού σκοπού για το οποίο θεσπίσθηκε. ιαφορετικά, η άσκησή του είναι καταχρηστική και ως τέτοια είναι παράνοµη και δεν παράγει το επιδιωκόµενο αποτέλεσµα, δηλαδή δεν καθιστά υπερήµερο τον εργοδότη. Ως καταχρηστικώς δε ενασκούµενο θεωρείται το δικαίωµα επισχέσεως της εργασίας του µισθωτού και όταν, µεταξύ άλλων, δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του εργοδότη (όπως της πληρωµής των ληξιπρόθεσµων µισθών), ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη δυσπραξία του ή σε εξαιρετικά δυσµενείς γι' αυτόν περιστάσεις, ή όταν η επίσχεση προξενεί δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζηµία στον εργοδότη, σε σχέση µε το σκοπούµενο αποτέλεσµα, ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου εργοδότη ή όταν αναφέρεται σε ασήµαντη αντιπαροχή του εργοδότη. ΑΚ: 281, 325, 329, 353, 648, 656, ηµοσίευση: INLAW 2009 * ΕΕ 2010, σελίδα 150, σχολιασµός Χρόνης Τσιµπούκης * ΕΕ 2011, σελίδα 348 Αµοιβή εργασίας - Πρόσθετη µη συναφής εργασία Αριθµός απόφασης: 431 Έτος: 2009 - Αµοιβή εργαζοµένου για πρόσθετη εργασία. Εάν δεν καθορισθεί συγχρόνως ο πρόσθετος µισθός ή ο τρόπος προσδιορισµού του, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει τον συνηθισµένο για τέτοια εργασία µισθό. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 652, 653 και 659 ΑΚ προκύπτει ότι, εάν κατά τη διάρκεια της συµβάσεως εργασίας συµφωνηθεί µεταξύ των συµβληθέντων η παροχή από τον µισθωτό εντός του νοµίµου ωραρίου πρόσθετης διαρκούς φύσεως εργασίας, η οποία, κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας και της λογικής, δεν είναι συναφής προς την αρχικώς συµφωνηθείσα, ούτε περιλαµβάνεται µεταξύ των καθηκόντων του µισθωτού που προβλέπονται από κανόνα δικαίου, και κατά τις συνήθεις περιστάσεις παρέχεται µόνον µε µισθό, οφείλεται ο συµφωνηθείς για την πρόσθετη αυτή εργασία µισθός, ενώ εάν δεν καθορισθεί συγχρόνως ο πρόσθετος µισθός ή ο τρόπος προσδιορισµού του, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει τον συνηθισµένο για τέτοια εργασία µισθό, δηλαδή εκείνον που θα καταβαλόταν σε άλλον µισθωτό που θα παρείχε την ίδια εργασία, υπό τις ίδιες γενικές συνθήκες, εκτός και αν συµφωνήθηκε µεταξύ του εργοδότη και του µισθωτού η µη καταβολή πρόσθετου µισθού και η από το µισθό της κύριας απασχολήσεως κάλυψή του. ΑΚ: 648, 649, 652, 653, 659, ηµοσίευση: INLAW 2009 * ΕΕ 2011, σελίδα 162 ιευθυντικό δικαίωµα - Καταχρηστική άσκηση Αριθµός απόφασης: 48 Έτος: 2011 [7]

- ιευθυντικό δικαίωµα εργοδότη. Εργαζόµενος ΟΤΕ. Τοποθέτηση. Καταχρηστική άσκηση δικαιώµατος.έξοδα κινήσεως και παραστάσεως. - Από τον συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 648, 652, 656 και 349, 351 ΑΚ, 7 του Ν. 2112/1920 και 5 παρ. 3 του Ν. 3198/1955 προκύπτει ότι ο εργοδότης, ασκώντας το διευθυντικό του δικαίωµα, έχει την εξουσία να προσδιορίζει το περιεχόµενο της υποχρεώσεως του µισθωτού για παροχή εργασίας, καθορίζοντας τους όρους της παροχής της, τον τόπο, τον χρόνο και τον τρόπο, εφόσον οι όροι αυτοί δεν έχουν προσδιορισθεί από κανόνα δικαίου ή από την εργασιακή σύµβαση. Έχει δηλαδή ο εργοδότης, ως διευθυντής της εκµεταλλεύσεως, την εξουσία να οργανώσει και να διευθύνει την επιχείρησή του µε βάση τα κρινόµενα από αυτόν ως πλέον αποτελεσµατικά γι' αυτήν κριτήρια, άρα και να αναθέτει σε κάποιο υπάλληλο καθήκοντα προϊσταµένου τµήµατος ή καταστήµατος της επιχειρήσεώς του κατά παράλειψη άλλου µισθωτού ή να αποµακρύνει από την θέση προϊσταµένου κάποιον υπάλληλο και να τοποθετεί σ' αυτήν άλλο υπάλληλο (ΟλΑΠ 25/2003). Το υπό το ως άνω περιεχόµενο όµως δικαίωµα του εργοδότη δεν επιτρέπεται, σύµφωνα µε την διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, να ασκείται καταχρηστικώς. Αλλά, προκειµένου περί τοποθετήσεως συγκεκριµένου εργαζοµένου ως προϊσταµένου τµήµατος ή καταστήµατος της επιχειρήσεως, κατά παράλειψη τοποθετήσεως στη θέση αυτή άλλου µισθωτού, µόνη η υπεροχή του τελευταίου σε τυπικά και ουσιαστικά προσόντα έναντι του τοποθετηθέντος, ακόµα και αν είναι καταφανής, δεν καθιστά την άσκηση του διευθυντικού δικαιώµατος καταχρηστική, διότι δεν πρόκειται για απλή βαθµολογική ή µισθολογική προαγωγή, που εντάσσεται στα εκ της εργασίας δικαιώµατα του µισθωτού, τα οποία ευλόγως συνδέονται µε τις αντικειµενικώς εκτιµώµενες ικανότητες αυτού, αλλά για επιλογή του έχοντος την εκµετάλλευση εργοδότη, που αφορά αποφασιστικώς την οργάνωση και διεύθυνση της επιχειρήσεως. Στην περίπτωση αυτή, για να είναι καταχρηστική και ως εκ τούτου παράνοµη η άσκηση του διευθυντικού δικαιώµατος του εργοδότη, απαιτείται η συνδροµή και άλλων πραγµατικών περιστατικών, τα οποία, σε συνδυασµό µε την καταφανή υπεροχή του παραλειφθέντος, να θεµελιώνουν προφανή υπέρβαση από µέρους του εργοδότη των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονοµικός σκοπός του δικαιώµατος (ΟλΑΠ 19/2005). Προκειµένου όµως περί αποµακρύνσεως συγκεκριµένου από την θέση προϊσταµένου τµήµατος της επιχειρήσεως που κατέχει, της αναθέσεως σ' αυτόν υποδεέστερης ειδικότητας καθηκόντων και της τοποθετήσεως στην θέση του άλλου µισθωτού, για να είναι καταχρηστική η άσκηση του διευθυντικού δικαιώµατος του εργοδότη, κατά την έννοια της άνω διατάξεως του άρθρου 281 του ΑΚ, αρκεί η συνδροµή οποιωνδήποτε περιστάσεων, που καθιστούν την µεταβολή αυτή προφανώς αντίθετη προς την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονοµικό σκοπό του δικαιώµατος. Στην περίπτωση δε αυτή η άσκηση του διευθυντικού δικαιώµατος αποτελεί και µονοµερή βλαπτική µεταβολή των όρων της συµβάσεως του µισθωτού (άρθρ. 7 Ν. 2112/1920), που παρέχει σ' αυτόν το δικαίωµα να ζητήσει την δια της επαναφοράς του στην θέση αυτή, άρση της παρανοµίας και εφόσον µε την µετακίνηση αυτή προσβάλλεται η προσωπικότητά του ως προς την επαγγελµατική του αξία και εκτίθεται στους συναδέλφους του και γενικά στο κοινωνικό του περιβάλλον, χρηµατική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από τον υποβιβασµό του κατά τα άρθρα 57, 59, 914 και 932 ΑΚ. - Κατά την από 17-4-1995 ΕΣΣΕ µεταξύ του ΟΤΕ και ΟΜΕ-ΟΤΕ, οι διατάξεις της οποίας έχουν κανονιστική ισχύ, σύµφωνα µε τα άρθρα 8 παρ. 3 N. 1876/1990, άρθρο 12 παρ. 4 N. 1767/1988, όπως τροποποιήθηκε µε το άρθρο 8 παρ. 3 Ν. 2224/1994, άρθρο δεύτερο παρ. 2 N. 2257/1994, κατ' εξαίρεση των διατάξεων του ΓΚΠ/ΟΤΕ η [8]

πλήρωση των θέσεων προϊσταµένων υπηρεσιακής λειτουργίας στάθµης τοµέα και άνω πραγµατοποιείται µε προκήρυξη των οικείων θέσεων µε βάση τα ενδεικτικώς αναφερόµενα κριτήρια, ύστερα από αίτηση των ενδιαφεροµένων και επιλογή, µετ' αξιολόγηση αυτών από τα προσδιοριζόµενα κατά περίπτωση όργανα του εργοδότη και για ορισµένη διετή θητεία που µπορεί να παραταθεί µε απόφαση του ιευθύνοντα Συµβούλου. Αν δεν υποβληθεί αίτηση ενδιαφέροντος, καθώς και όταν ο υποψήφιος κριθεί ακατάλληλος από την επιτροπή, το Συµβούλιο προσωπικού ή ο ιευθύνων Σύµβουλος αποφασίζει κατά περίπτωση για την πλήρωση των κενών θέσεων. Το προσωπικό µε βαθµό Τοµεάρχη, Υποδιευθυντή και ιευθυντή που δεν υπέβαλε αίτηση για συµµετοχή του στην προκήρυξη της θέσης ή δεν επιλέχθηκε γι' αυτήν τοποθετείται ως στέλεχος σε τοµέα, υποδιεύθυνση και διεύθυνση, αντίστοιχα και εκτελεί ειδικό υπηρεσιακό έργο, το οποίο προσδιορίζεται κατά περίπτωση µε εγκύκλιο του ιευθύνοντα Συµβούλου και τη σύµφωνη γνώµη της ΟΜΕ-ΟΤΕ. - Με τις διατάξεις της από 16.5.1995 ΕΣΣΕ µεταξύ Ο.Τ.Ε. και ΟΜΕ-ΟΤΕ, οι οποίες έχουν κανονιστική ισχύ, σύµφωνα µε τα εκτιθέµενα στην προηγούµενη αιτιολογία, καταργήθηκε από της ισχύος αυτής, την 1.6.1995, το επίδοµα ευθύνης θέσης και η αποζηµίωση παράστασης που καταβαλλόταν στους προϊσταµένους υπηρεσιακών λειτουργιών στάθµης Τοµέα και άνω, ως οικειοθελής και πρόσθετη παροχή σύµφωνα µε αποφάσεις του.σ. του Ο.Τ.Ε. και τον όρο 25 της από 7.3.1990 ΕΣΣΕ και ορίσθηκε ότι από την ηµεροµηνία αυτή (1.6.1995) στους προϊσταµένους των αναφεροµένων λειτουργιών χορηγούνται έξοδα κίνησης και παράστασης, κλιµακούµενα, όπως ορίζεται, κατά βαθµό και θέση στα αναφερόµενα χρηµατικά ποσά. Τα έξοδα αυτά κατά τους όρους της εν λόγω ΕΣΣΕ "2.... είναι οικειοθελής παροχή, δεν αποτελούν τακτικές αποδοχές και ο Ο.Τ.Ε. επιφυλάσσει σ' αυτόν ρητά το δικαίωµα ανάκλησής τους. 3. εν υπολογίζονται στα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα, καθώς και στο επίδοµα αδείας. 4. Χορηγούνται αποκλειστικά και συνδέονται υποχρεωτικά µε την πραγµατική άσκηση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων προς αντιµετώπιση των εξόδων φιλοξενίας των επισκεπτών, συµµετοχής τους ως εκπροσώπων του Ο.Τ.Ε. στις διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις, των εξόδων κίνησης τους κλπ. 5. Για κάθε ηµέρα απουσίας για οποιοδήποτε λόγο ή αποχής δικαιούχου προϊσταµένου από τα υπηρεσιακά του καθήκοντα, περικόπτεται το 1/30 των ανωτέρω εξόδων και χορηγούνται στο νόµιµο αναπληρωτή του...". Από τις διατάξεις αυτές της παραπάνω ΕΣΣΕ, που όπως σηµειώθηκε είναι κανονιστικού περιεχοµένου και, εποµένως, έχουν ισχύ ουσιαστικού νόµου, προκύπτει ότι τα καταβαλλόµενα από 1.6.1995 και εφεξής, στους προϊσταµένους υπηρεσιακών λειτουργιών του Ο.Τ.Ε. έξοδα κινήσεως και παραστάσεως δεν αποτελούν µισθολογική παροχή που καταβάλλεται σ' αυτούς ανεξαρτήτως της ασκήσεως των καθηκόντων τους ως αντάλλαγµα της εργασίας τους, άλλ' αντιθέτως αποτελούν ανακλητή οικειοθελή παροχή του Ο.Τ.Ε. συνδεόµενη οπωσδήποτε µε την πραγµατική άσκηση των καθηκόντων προϊσταµένου, που σκοπό έχει να αντιµετωπίσει δι' αυτής ο ασκών τέτοια καθήκοντα υπάλληλος τις δαπάνες φιλοξενίας επισκεπτών του Ο.Τ.Ε. και τα έξοδα κίνησης και παράστασης αυτού ως εκπροσώπου του Ο.Τ.Ε. στις διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις, ανεξαρτήτως του ύψους τους. Εξ αυτού παρέπεται ότι σε περίπτωση που δεν ασκήθηκαν τέτοια καθήκοντα έστω και λόγω αδικοπρακτικής συµπεριφοράς του εργοδότη Ο.Τ.Ε., που δεν ανέθεσε στο µισθωτό καθήκοντα προϊσταµένου ορισµένης υπηρεσιακής λειτουργίας, ο τελευταίος δεν υφίσταται περιουσιακή ζηµία µε τη µορφή του διαφυγόντος κέρδους. Και τούτο γιατί τα έξοδα κινήσεως και παραστάσεως τα οποία εκ της µη αναθέσεως των καθηκόντων προϊσταµένου στερήθηκε, ως προορισµένα να αναλωθούν για τις παραπάνω ανάγκες, δεν επρόκειτο κατά πιθανότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγµάτων να επιφέρουν δια της απολήψεώς τους επαύξηση της περιουσίας αυτού, ώστε η µη [9]

ανάθεση των άνω καθηκόντων να συνεπάγεται µαταίωση της εν λόγω περιουσιακής επαύξησης (Ολ ΑΠ 11/2007). ΑΚ: 57, 59, 281, 349, 351, 648, 652, 656, 914, 932, Νόµοι: 2112/1920, άρθ. 7, Νόµοι: 3198/1955, άρθ. 5, Νόµοι: 1767/1988, άρθ. 12, Νόµοι: 1876/1990, άρθ. 8, Νόµοι: 2224/1994, άρθ. 8, Νόµοι: 2257/1994, άρθ. 2, ηµοσίευση: INLAW 2011 Ειδική πρόσθετη αµοιβή 176 Ευρώ - Υπάλληλοι ηµοσίου Αριθµός απόφασης: 921 Έτος: 2010 - Η µεταξύ εργαζοµένων που ανήκουν στην αυτή κατηγορία που παρέχουν την ίδια υπό τις αυτές συνθήκες και προσόντα εργασία, ισότητα της αµοιβής επιβάλλεται όταν πρόκειται για οικειοθελή εργοδοτική παροχή, από την αρχή της ίσης µεταχειρίσεως, που απορρέει τόσο από το άρθρο 288 ΑΚ, όσο και από το άρθρο 22 παράγρ. 1β του ισχύοντος Συν/τος, εφόσον και αυτό επιβάλλει την ισότητα της αµοιβής για παρεχοµένη εργασία ίσης αξίας. Από την αρχή αυτή που καθιερώνει δεν δεσµεύεται µόνο ο νοµοθέτης, ως προς την ίση σε σχέση µε την αµοιβή µεταχείριση των υπό τις αυτές εν γένει συνθήκες εργαζοµένων, αλλά συνάγεται συγχρόνως και κανόνας δηµοσίας τάξεως, µε τον οποίο παρέχεται απευθείας στον εργαζόµενο το δικαίωµα να αξιώσει από τον εργοδότη του την οικειοθελή παροχή που αυτός καταβάλλει σε άλλο µισθωτό του, ο οποίος ανήκει στην αυτή κατηγορία και παρέχει τις ίδιες, υπό τις αυτές συνθήκες, υπηρεσίες, ανεξάρτητα από το χρόνο προσλήψεώς του. Αντίθετα, όταν πρόκειται για παροχή που χορηγείται µε διάταξη νόµου, η ισότητα της αµοιβής επιβάλλεται από το άρθρο 4 παράγρ. 1 του ισχύοντος Συντ/τος όπως και από το άρθρο 22 παράγρ. 1β αυτού, το οποίο αποτελεί ειδικότερη µορφή της αρχής της ισότητας που καθιερώνει το πρώτο και δεσµεύει, όπως εκτέθηκε, και το νοµοθέτη. ιαφοροποιήσεις ωστόσο της εν λόγω αµοιβής επιτρέπονται, επί εκουσίων µεν παροχών όταν αυτές είναι δίκαιες και εύλογες, ως δικαιολογούµενες από τη συνδροµή ειδικού και σοβαρού, κατ' αντικειµενική κρίση, λόγου, επί νοµοθετικών δε ρυθµίσεων αν επιβάλλονται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δηµοσίου συµφέροντος. Αντίθετα, δεν παραβιάζεται η ως άνω συνταγµατική αρχή, όταν πρόκειται για παροχές προς πρόσωπα, τα οποία τελούν σε διαφορετικές (υπηρεσιακές, µισθολογικές) συνθήκες σε σχέση µε άλλους υπαλλήλους. - Κατά το άρθρο 13 παρ. 1 του Ν. 2738/1999, ο οποίος εισήγαγε τον θεσµό των συλλογικών διαπραγµατεύσεων στη δηµόσια διοίκηση " η συλλογική διαπραγµάτευση για ρύθµιση ζητηµάτων, των όρων και συνθηκών απασχόλησης υπαλλήλων, που δε ρυθµίζονται σύµφωνα µε τα προβλεπόµενα στο άρθρο 3 του παρόντος, λόγω συνταγµατικών περιορισµών, µπορεί να καταλήγει σε συλλογική συµφωνία", ενώ κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου " η συµφωνία αυτή δεν αποτελεί συλλογική σύµβαση εργασίας, συνεπάγεται όµως για το δηµόσιο ή ΝΠ η ΟΤΑ: α) είτε την έκδοση κανονιστικών πράξεων, εφόσον τα θέµατα της συµφωνίας µπορεί να ρυθµιστούν κανονιστικώς, βάσει υπάρχουσας σχετικής εξουσιοδότησης, β) είτε την προώθηση σχετικής νοµοθετικής ρυθµίσεως των θεµάτων της συµφωνίας". Ακολούθησε η έκδοση του Ν. 3016/2002 " Για την εταιρική διακυβέρνηση, θέµατα [10]

µισθολογίου και άλλες διατάξεις", µε τον οποίο (για την υλοποίηση των συλλογικών συµφωνιών του άρθρου 13 Ν. 2738/1999) και µε το άρθρο 14 του οποίου ορίσθηκε ότι " µε κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονοµίας, Εσωτερικών, ηµόσιας ιοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρµοδίου Υπουργού, ρυθµίζονται τα θέµατα των συλλογικών συµφωνιών, που συνάπτονται κατ' εφαρµογή των διατάξεων του άρθρου 13 Ν. 2738 1999 και αφορούν θέµατα µισθών και αµοιβών, συµπεριλαµβανοµένων και αυτών που υπεγράφησαν το 2001. Με όµοιες αποφάσεις, οι ρυθµίσεις της προηγουµένης παραγράφου είναι δυνατόν να επεκτείνονται, εν όλων ή εν µέρει, και στο λοιπό προσωπικό του ηµοσίου, των οργανισµών τοπικής αυτοδιοίκησης Ο.Τ.Α) και λοιπών Ν.Π..., που δεν συµµετείχε στη σύναψη των συλλογικών συµφωνιών του άρθρου 13 Ν. 2738 1999 και µέχρι του ποσού των 176 ευρώ. Αν καταβάλλονται οπουδήποτε είδους πρόσθετες µισθολογικές παροχές, που υπολείπονται του ποσού των εκατόν εβδοµήντα έξι (176) ευρώ, επιτρέπεται να χορηγείται µόνο η διαφορά µέχρι του ποσού αυτού". Εξάλλου, σύµφωνα µε το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2470/1997 (ενιαίο µισθολόγιο προσωπικού δηµόσιας διοίκησης), " Στις διατάξεις του νόµου αυτού υπάγονται οι µόνιµοι και δόκιµοι πολιτικοί υπάλληλοι: α) του ηµοσίου, β) της Γραµµατείας των ικαστηρίων και Εισαγγελιών, των Εµµίσθων Υποθηκοφυλακείων και Κτηµατολογικών Γραφείων της χώρας, γ) των οργανισµών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α) και λοιπών Νοµικών Προσώπων ηµοσίου ικαίου (ΝΠ ), κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου "δεν υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος νόµου: α) το διδακτικό προσωπικό των ανωτάτων και τεχνολογικών εκπαιδευτικών Ιδρυµάτων, β) το κύριο προσωπικό του Νοµικού Συµβουλίου του Κράτους, γ) οι υπάλληλοι του διπλωµατικού κλάδου του Υπουργείου Εξωτερικών καθώς και οι υπάλληλοι της Ειδικής Νοµικής Υπηρεσίας και της Ειδικής Νοµικής Υπηρεσίας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων του ίδιου Υπουργείου, δ) οι γιατροί του Εθνικού Συστήµατος Υγείας (Ε.Σ.Υ.) και ε) κατηγορίες πολιτικών υπαλλήλων, που δεν εµπίπτουν ευθέως στις διατάξεις του Ν. 1505 1984, όπως τροποποιήθηκαν µε το Ν. 1810/1988". Με το άρθρο 1 παρ. 2, εξάλλου, του Ν. 3205/2003 "ενιαίο µισθολόγιο, προσωπικού δηµόσιας διοίκησης" (µε το άρθρο 28 του οποίου καταργήθηκαν από 1-1-2004 τα άρθρα 1έως και 27 και 29 έως 33 του ν. 2470/1997, εκτός από το άρθρο 16 παρ. 2 αυτού), ορίσθηκε ότι "δεν υπάγονται στις διατάξεις του Μέρους Α' του παρόντος νόµου: α)κατηγορίες πολιτικών υπαλλήλων, που δεν εµπίπτουν ευθέως στις διατάξεις του Ν. 2470 1997 και β) λοιπές κατηγορίες πολιτικών υπαλλήλων και λειτουργών, που αµείβονται µε ειδικά µισθολόγια". Στην τελευταία αυτή κατηγορία υπάγονται, µεταξύ των άλλων (όπως δικαστικοί λειτουργοί, το κύριο προσωπικό του Νοµικού Συµβουλίου του Κράτους, διπλωµατικοί υπάλληλοι κ.λπ.) και ιατροί του Εθνικού Συστήµατος Υγείας, όπως, α) ρητώς αναφέρεται στο άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 2470 1997 και β) σαφώς συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 30 Ν. 1397/1983 (Εθνικό Σύστηµα Υγείας) και 43 (κεφάλαιο Γ') του Ν. 3205/2003, µε τα οποία θεσπίζεται ειδικό µισθολόγιο γι' αυτούς. Στο ιατρικό προσωπικό του Εθνικού Συστήµατος Υγείας, εξάλλου, υπάγονται και οι ειδικευόµενοι ιατροί (άρθρο 38 Ν. 1397/1983 και άρθρο 43 Ν. 3205/2003) καθώς και οδοντίατροι. Περαιτέρω, µε βάση το άρθρο 14 Ν. 3016/2002, εκδόθηκε σειρά υπουργικών αποφάσεων, µε τις οποίες χορηγήθηκε στους αναφερόµενους σ' αυτές δηµόσιους υπαλλήλους "µηνιαία ειδική παροχή", το ύψος της οποίας καθορίσθηκε µε αυτές (µέχρι του ποσού των 176 ευρώ). Κοινό χαρακτηριστικό των εν λόγω Υπουργικών αποφάσεων είναι η αναφορά τους ότι η εν λόγω "ειδική παροχή" χορηγείται στους υπαλλήλους (µόνιµους ή µε σύµβαση ιδιωτικού δικαίου), "των οποίων οι αποδοχές διέπονται από τις διατάξεις του Ν. 2470/1997", δηλαδή (η ειδική αυτή παροχή χορηγήθηκε) στο προσωπικό της δηµόσιας διοίκησης, οι αποδοχές του [11]

οποίου ρυθµίζονται σύµφωνα µε το ενιαίο µισθολόγιο, που καθιερώθηκε µε τον εν λόγω νόµο. ηµοσίευση: INLAW 2010 Εργατικό ατύχηµα - Χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης Αριθµός απόφασης: 1142 Έτος: 2010 - Εργατικό ατύχηµα. Χρηµατική ικανοποίηση για ηθική βλάβη. Πταίσµα του εργοδότη. Όροι υγιεινής και ασφάλειας των εργαζοµένων σε πιεστήρες που λειτουργούν µε εκκεντρικό στρόφαλο. - Από τις διατάξεις των άρθρων 914, 932 ΑΚ και 1, 16 του N. 551/1915 προκύπτει, ότι η χρηµατική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήµατος, όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Οι διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 1 του N. 551/1915, κατά τις οποίες ο παθών σε εργατικό ατύχηµα δικαιούται να εγείρει την αγωγή του κοινού αστικού δικαίου και να ζητήσει πλήρη αποζηµίωση µόνον όταν το ατύχηµα µπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν επήλθε σε εργασία, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόµων, διαταγµάτων ή κανονισµών για τους όρους ασφαλείας των εργαζοµένων και εξαιτίας της µη τηρήσεως των διατάξεων αυτών, αναφέρονται στην επιδίκαση αποζηµιώσεως για περιουσιακή ζηµία και όχι στην χρηµατική ικανοποίηση, για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον ανωτέρω νόµο και εφαρµόζονται γι' αυτό µόνο οι γενικές διατάξεις (ΟλΑΠ 1117/1986). Εποµένως, για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχηµα χρηµατική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, αρκεί να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήµατος πταίσµα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν, µε την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αµέλεια αυτών και όχι µόνο ειδική αµέλεια περί την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ. 1 του N. 551/1915. - Με το Π 152/1978 καθιερώνονται όροι υγιεινής και ασφάλειας των εργαζοµένων σε πιεστήρες που λειτουργούν µε εκκεντρικό στρόφαλο, καθώς και σε παρόµοιους τέτοιους, οι οποίοι χρησιµοποιούνται κυρίως στην επεξεργασία µετάλλων εν ψυχρώ ή εν θερµώ. Στο αρθρ.5 αναφέρεται η χρησιµοποίηση ειδικού συστήµατος προφύλαξης των χεριών του χειριστή του πιεστήρα και ειδικότερα, "1.... β)συστήµατα επί των πιεστήρων άτινα επιτρέπουν την ασφαλή προώθησιν και απαγωγήν των προς κατεργασίαν αντικειµένων,..., θ) φωτοηλεκτρικόν παραπέτασµα διακόπτον ακαριαίως και εγκαίρως την κίνησιν του πιέστρου, αµα τη παρεµβολή των χειρών του χειριστού εντός της επικινδύνου περιοχής,..., ι)σύστηµα αναγκαστικής αποµακρύνσεως των χειρών του χειριστού εκ του επικινδύνου πεδίου, εν συσχετισµώ προς την κίνησιν καθόδου του πιέστρου... 3.Εφόσον αι χείρες του χειριστού δύνανται να τεθούν εν κινδύνω εξ αθελήτου συνεχούς παλινδροµήσεως του πιέστρου, κατά την τοποθέτησιν και αποµάκρυνσιν του προς κατεργασίαν αντικειµένου...". Ακόµη, µε το Π.. 395/1994 για την προσαρµογή της ελληνικής νοµοθεσίας περί προδιαγραφών εξοπλισµού ασφαλείας εργαζοµένων προς τις διατάξεις της Οδηγίας 89/655/ΕΟΚ ορίζεται ότι "εάν υπάρχουν κίνδυνοι λόγω επαφής µε κινούµενα µηχανικά στοιχεία του εξοπλισµού εργασίας, που µπορεί να προκαλέσουν ατυχήµατα, πρέπει αυτά να είναι εφοδιασµένα µε προφυλακτήρες ή µε συστήµατα που να εµποδίζουν την πρόσβαση στις επικίνδυνες ζώνες ή να σταµατούν την κίνηση των επικίνδυνων στοιχείων πριν την πρόσβαση στις επικίνδυνες ζώνες...". ΑΚ: 914, 932, [12]

ΚΠολ : 559 αριθ. 1, Π : 152/178, Νόµοι: 551/1915, άρθ. 1, 16, ηµοσίευση: INLAW 2010 Εργατικό ατύχηµα - Χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης Αριθµός απόφασης: 52 Έτος: 2011 - Εργατικό Ατύχηµα. Χρηµατική ικανοποίηση για ηθική βλάβη. Ατύχηµα σε οικοδοµή. - Από τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 551/1915, που κωδικοποιήθηκε µε το Β.. της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και µετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρ.38 εδ. α' ΕισΝΑΚ), προκύπτει ότι εργατικό ατύχηµα, δηλαδή ατύχηµα από βίαιο συµβάν που επέρχεται σε εργάτη ή υπάλληλο των αναφερόµενων στο άρθρο 2 του άνω νόµου επιχειρήσεων, θεωρείται και ο θάνατος ή ο τραυµατισµός του µισθωτού εξαιτίας έκτακτης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου προς τη σύσταση του οργανισµού του παθόντος, αλλά συνδεόµενου µε την εργασία του, λόγω της εµφανίσεώς του κατά την εκτέλεση ή µε αφορµή την εκτέλεση αυτής. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 34 παρ. 2 και 60 παρ. 3 του ΑΝ 1846/1951 "Περί κοινωνικών ασφαλίσεων", συνδυαζόµενες µε τις διατάξεις του άρθρου 16 παρ 1 και 3 του ως άνω Ν. 551/1914, σαφώς, συνάγεται ότι, όταν ο παθών από ατύχηµα, που προκλήθηκε εξαιτίας βίαιου συµβάντος κατά την εκτέλεση της εργασίας ή µε αφορµή την εργασία (εργατικό, ατύχηµα) υπάγεται στην ασφάλιση του Ιδρύµατος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ), δηλαδή έπαθε στον τόπο της εργασίας του, που βρίσκεται µέσα σε ασφαλιστική περιοχή του ΙΚΑ, οπότε ο παθών θεωρείται αυτοδικαίως ασφαλισµένος σ' αυτό (ήδη η ασφάλιση του ΙΚΑ επεκτάθηκε σε ολόκληρη τη χώρα µε το άρθρο 3 του Ν. 1305/1982), τότε ο εργοδότης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση για αποζηµίωση του εργαζοµένου, δηλαδή απαλλάσσεται τόσο από την ευθύνη για αποζηµίωση, σύµφωνα µε τις διατάξεις του κοινού δικαίου (Αστικού Κώδικα), όσο και από την προβλεπόµενη, κατά τις διατάξεις του Ν. 551/1914 ειδική αποζηµίωση, και µόνο αν το ατύχηµα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή προσώπου που έχει προστηθεί από τον εργοδότη, ο τελευταίος έχει υποχρέωση να καταβάλει στον παθόντα εργαζόµενο την από το άρθρο 34 παρ. 2 ΑΝ 1846/19651 προβλεπόµενη διαφορά µεταξύ του ποσού της σύµφωνης µε το κοινό δίκαιο οφειλόµενης αποζηµίωσης και του ολικού ποσού των παροχών που λόγω του ατυχήµατος χορηγεί στον εργαζόµενο το ΙΚΑ. Από τις ίδιες διατάξεις, εξάλλου, συνάγεται ότι η παραπάνω απαλλαγή αφορά όχι µόνο την περίπτωση που το ατύχηµα προκλήθηκε από ενέργεια ή παράλειψη του εργοδότη ή του εργαζοµένου (παθόντος), αλλά και την περίπτωση που προκλήθηκε από ενέργεια ή παράλειψη προσώπου που είχε προστηθεί από τον εργοδότη, καλύπτει δε η απαλλαγή αυτή και την περίπτωση της "ειδικής αµελείας", δηλαδή την περίπτωση κατά την οποία το ατύχηµα οφείλεται στο ότι δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόµων, διαταγµάτων ή κανονισµών σχετικών µε την ασφάλεια των εργαζοµένων (ΑΠ 1085/2008). Έτσι ο εργαζόµενος, που είναι ασφαλισµένος στο ΙΚΑ και υπέστη εργατικό ατύχηµα, δικαιούται στις παραπάνω (εκτός δόλου) περιπτώσεις µόνο τις παροχές που χορηγούνται από το ΙΚΑ, διατηρεί, όµως, την αξίωσή του γα χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, η οποία κρίνεται πάντοτε κατά το κοινό δίκαιο (άρθρα 914, 922, 932 ΑΚ), κατά του εργοδότη και του προσώπου που προστήθηκε από αυτόν, όταν το ατύχηµα οφείλεται σε πταίσµα αυτών. Τέτοιο πταίσµα, προκειµένου περί οικοδοµικών εν γένει [13]

εργασιών, θεµελιώνεται και από τη µη τήρηση των διατάξεων του Π..778/1980 "περί µέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεση οικοδοµικών εργασιών" από τους κατά νόµο υπεύθυνους του έργου. 'Έτσι, σε περίπτωση εργατικού ατυχήµατος, όταν ο παθών εργαζόµενος υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ, το οποίο έχει αναλάβει την αποκατάσταση της περιουσιακής του ζηµίας, δεν νοµιµοποιείται αυτός να αξιώσει από τον εργοδότη και την αυτοτελή αποζηµίωση από το άρθρο 931 ΑΚ, λόγω του περιουσιακού χαρακτήρα αυτής. Ο εργοδότης απαλλάσσεται από τη υποχρέωση για την αποζηµίωση και του άρθρου 931 ΑΚ, η οποία έχει σκοπό την αποκατάσταση της περιουσιακής ζηµίας του παθόντος (ΟλΑΠ 18/2008), ο παθών, όµως διατηρεί την αξίωσή του για χρηµατική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, όταν το ατύχηµα οφείλεται σε πταίσµα του εργοδότη, διότι η απαλλαγή του από κάθε υποχρέωση για αποζηµίωση, ήτοι αξίωση περιουσιακού χαρακτήρα, δεν καλύπτει και την αξίωση για χρηµατική ικανοποίηση, εφ' όσον καµιά παροχή, χορηγουµένη από το ΙΚΑ, δεν µπορεί να δικαιολογήσει τον αποκλεισµό της εν λόγω, διαφορετικής φύσεως, αξιώσεως, η επιδίκαση της οποίας εξαρτάται από την εύλογη κρίση του ικαστηρίου. - Με τη διάταξη του άρθρου 1 του Π 778/1980 "περί µέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν οικοδοµικών εργασιών", ορίζεται ότι, "επί εργασιών ανεγέρσεως, κατεδαφίσεως χρωµατισµού οικοδοµών ως και των εις αυτάς εκτελουµένων πάσης φύσεως µεταλλικών, µηχανουργικών, ηλεκτρολογικών εργασιών τηρούνται υπό των κατά νόµον υπευθύνων του έργου και αι ειδικαί διατάξεις των εποµένων άρθρων", µεταξύ των οποίων, οι διατάξεις των άρθρων 2 έως 15, που προβλέπουν στα πλαίσια λήψης µέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεση οικοδοµικών εργασιών τη χρήση ικριωµάτων (σταθερών, κινητών, µεταλλικών, ξύλινων κλπ) και τον τρόπο κατασκευής και τοποθέτησής τους στην ανεγειρόµενη οικοδοµή και η διάταξη του άρθρου 21 παρ. 3, κατά την οποία άπαντα τα ικριώµατα πρέπει να επιθεωρούνται από τον επιβλέποντα µηχανικό πριν από την εγκατάσταση κάθε συνεργείου και µια φορά την εβδοµάδα. ΑΚ: 914, 922, 931, 932, Νόµοι: 551/1914, άρθ. 16, ΑΝ: 1846/1951, αρθ. 34, 60, Π : 778/1980, άρθ. 1, Νόµοι: 1396/1983, άρθ. 3, 7, ηµοσίευση: INLAW 2011 Καταγγελία της σύµβασης εργασίας - Αποζηµίωση ικαστήριο: Εφετείο Πειραιά Αριθµός απόφασης: 53 Έτος: 2010 - Αρχή ισότητας. Απόλυση εκπαιδευτικού λόγω κατάργησης της θέσης. Καταχρηστική άσκηση δικαιώµατος. Η απόλυση δεν ορίζεται από το νόµο ως δήλη ηµέρα καταβολής της αποζηµίωσης. - Από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγµατος, κατά την οποία οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόµου, συνάγεται ότι το Σύνταγµα θεσπίζει την ισότητα του νόµου έναντι των ελλήνων πολιτών υπό την έννοια ότι ο νοµοθέτης δεσµεύεται, όταν ρυθµίζει ουσιωδώς όµοια πράγµατα, σχέσεις ή καταστάσεις, που αφορούν περισσότερες κατηγορίες προσώπων, να µην εισάγει αδικαιολόγητες εξαιρέσεις και διακρίσεις, εκτός αν αυτές επιβάλλονται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δηµοσίου συµφέροντος, την ύπαρξη των οποίων ελέγχουν τα δικαστήρια. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 22 παρ. 1 εδ. β' του αυτού Συντάγµατος, όλοι [14]

οι εργαζόµενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωµα ίσης αµοιβής για παρεχόµενη εργασία ίσης αξίας. Από το συνδυασµό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι και η αποζηµίωση του απολυοµένου µισθωτού, αποτελώντας ευρεία εννοία αντάλλαγµα παρασχεθείσας εργασίας, πρέπει να ρυθµίζεται βάσει της αρχής της ισότητας, εκτός εάν η διαφοροποίηση της δικαιολογείται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δηµοσίου συµφέροντος, τους οποίους ελέγχουν τα δικαστήρια. Εξάλλου, µε τις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 1 περ. γ και δ του Ν. 1351/1983, όπως τούτο αντικαταστάθηκε µε το Ν. 1566/85, ορίστηκε ότι, µέχρι να ρυθµισθούν µε νόµο τα θέµατα της γενικής ιδιωτικής εκπαιδεύσεως, κανείς ιδιωτικός εκπαιδευτικός µε οποιαδήποτε σχέση εργασίας δεν απολύεται παρά µόνο µε απόφαση του οικείου υπηρεσιακού συµβουλίου και ότι κατ εξαίρεση των διατάξεων του προηγουµένου εδαφίου είναι επιτρεπτή και έγκυρη η απόλυση ιδιωτικών εκπαιδευτικών από τους ιδιοκτήτες ιδιωτικών σχολείων 1) για κατάργηση σχολείων, 2) για κατάργηση τάξεων, οπότε είναι επιτρεπτή η απόλυση των εχόντων τη µικρότερη υπηρεσία στην εκπαίδευση, υπό την προϋπόθεση ότι θα καταβληθεί σ' αυτούς η προβλεπόµενη από το άρθρο 30 του Ν. 682/1977 αποζηµίωση και 3) για συµπλήρωση του 70ου έτους της ηλικίας. Περαιτέρω, µε τη διάταξη του άρθρου 33 παρ. 1 του τελευταίου τούτου νόµου ορίζεται ότι «η σχέσις εργασίας µεταξύ του ιδιοκτήτου ιδιωτικού σχολείου και του ιδιωτικού εκπαιδευτικού λύεται δια του θανάτου, της εκπτώσεως, της αποδοχής παραιτήσεως και της απολύσεως µετά πράξιν του οικείου επιθεωρητού (ήδη Προϊσταµένου ιευθύνσεως Πρωτοβάθµιας Εκπαιδεύσεως Νοµού)». Με τις διατάξεις δε του άρθρου 30 παρ. 1, 5, 6 και 8 του ιδίου Ν. 682/1977 ορίζονται τα ακόλουθα: «Οι διδάσκοντες εις τα ιδιωτικά σχολεία γενικής εκπαιδεύσεως εκπαιδευτικοί τελούν επί σχέσει ωρισµένου ή αορίστου χρόνου κατά τα εις τας εποµένας παραγράφους του παρόντος άρθρου οριζόµενα» (παρ. 1), «ιαρκούσης της συµβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου, η σύµβασις δύναται να καταγγελθεί υπό του ιδιοκτήτου καταβαλλοµένης αποζηµιώσεως ενός µηνός δι έκαστον έτος προσφοράς των υπηρεσιών του εις το αυτό σχολείον και µέχρις 25 ετών, υπολογιζόµενης και της υπηρεσίας του επί συµβάσει ωρισµενου χρόνου» (παρ. 5), «Οι αποχωρούντες ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί, λόγω συµπληρώσεως του συνταξίµου χρόνου ή του 70ου έτους της ηλικίας των, δικαιούνται αποζηµιώσεως ίσης προς το ήµισυ της προβλεποµένης υπό της προηγουµένης παραγράφου διά την περίπτωσιν καταγγελίας της συµβάσεως εργασίας» (παρ. 6) και «Ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί διατελούντες επί σχέσει εργασίας ωρισµένου ή αορίστου χρόνου και απολυόµενοι ένεκα καταργήσεως του σχολείου εις το οποίον υπηρετούν δεν δικαιούνται αποζηµιώσεως» (παρ. 8). Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι, ενώ θεσπίζεται ως γενικός κανόνας η αποζηµίωση του ιδιωτικού εκπαιδευτικού, ο οποίος απολύεται όχι από υπαιτιότητά του (κατά τη βούληση του εργοδότη ή λόγω καταργήσεως τάξεων του σχολείου ή ένεκα συµπληρώσεως του συνταξίµου χρόνου ή του ορίου ηλικίας), εισάγεται εξαίρεση γι αυτόν, µη δικαιούµενο καµία αποζηµίωση, όταν απολύεται λόγω καταργήσεως του σχολείου. Η εξαίρεση αυτή αντίκειται στην ανωτέρω αρχή της ισότητας, διότι εισάγει για την κατηγορία των απολυοµένων λόγω καταργήσεως του σχολείου ιδιωτικών εκπαιδευτικών δυσµενή διάκριση επί καταστάσεως ουσιωδώς οµοίας προς τις ανωτέρω, καταλαµβανόµενες από τον κανόνα, περιπτώσεις, µη δικαιολογούµενη από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δηµοσίου συµφέροντος. Εποµένως, οι εν λόγω ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί δικαιούνται, όταν απολύονται λόγω καταργήσεως του σχολείου, την αποζηµίωση του άρθρου 30 παρ. 5 του Ν. 682/77 (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 30/2005 Ελ νη 2005.726 και ΕφΠειρ 824/2005 ΠειρΝοµ 2005.494). Η µη καταβολή πάντως της παραπάνω αποζηµίωσης ταυτόχρονα µε την καταγγελία δεν επιφέρει ακυρότητα της απόλυσης και κατά προέκταση δεν συνεπάγεται την περιέλευση του εργοδότη σε υπερηµερία, αφού δεν έχει στην [15]

περίπτωση αυτή εφαρµογή η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 Ν. 3198/1955. Από τα παραπάνω παρέπεται ότι η εν λόγω αξίωση υπόκειται στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 αρ. 17 ΑΚ και ότι δεν υπάγεται στην αποσβεστική προθεσµία του άρθρου 6 παρ. 2 του N. 3198/1955, η οποία αφορά την αποζηµίωση που δικαιούται ο µισθωτός απευθείας από το N. 2112/1920 και όχι, όπως εδώ, αποζηµίωση που δικαιούται από άλλη αιτία (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 824/2005 όπ. παραπ. και ΕφΛαρ 652/1989 ΑρχΝ 1990.439 και πρβλ ΑΠ 277/2006 και ΕφΙωαν.251/2006 ΕΕργ 2006.294). - Kατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, το δικαίωµα ασκείται καταχρηστικά και όταν η συµπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε της ασκήσεως του, καθώς και η πραγµατική κατάσταση που διαµορφώθηκε κατά το διάστηµα που µεσολάβησε δηµιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκηθεί το δικαίωµα, κατά τρόπον ώστε η µεταγενέστερη άσκηση του, που θα έχει επαχθείς για τον οφειλέτη συνέπειες, να µη δικαιολογείται επαρκώς και να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονοµικός σκοπός του δικαιώµατος. Είναι δε η υπέρβαση αυτή προφανής, όταν προκαλεί την έντονη εντύπωση αδικίας σε σχέση µε το όφελος του δικαιούχου από την άσκηση του δικαιώµατός του (βλ. σχετ. ΑΠ 937/2008 Ελ νη 49.1070). Μόνη πάντως η µακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου, και όταν ακόµη δηµιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωµα ή ότι δεν πρόκειται πλέον αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη µεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλ' απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόµενες κυρίως από την προηγηθείσα συµπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου η επακολουθήσασα άσκηση του δικαιώµατος, που τείνει σε ανατροπή της καταστάσεως που δηµιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί µακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που τίθενται µε τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Στην περίπτωση αυτή η επιχειρούµενη από το δικαιούχο ανατροπή της πιο πάνω καταστάσεως δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάσταχτες συνέπειες για τον οφειλέτη και να θέτει έτσι σε κίνδυνο την οικονοµική υπόσταση της επιχειρήσεως του, αλλ' αρκεί να έχει δυσµενείς απλώς επιπτώσεις στα συµφέροντα του. Εξάλλου, η µελλοντική άσκηση και από τρίτους παρόµοιων αξιώσεων στην περίπτωση κατά την οποία ευδοκιµήσει η επίδικη, δεν συνιστά από µόνη τις προαναφερόµενες ειδικές περιστάσεις, αφού η ενέργεια αυτή αφορά αποκλειστικά τις συνέπειες που µπορεί να έχει για τον οφειλέτη η ικανοποίηση του ήδη ασκηθέντος δικαιώµατος και δεν συνδέεται µε την προηγηθείσα της ασκήσεως του δικαιώµατος συµπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη. Αν όµως συντρέχουν οι προερχόµενες από τη συµπεριφορά αυτών ειδικές περιστάσεις, οι ενέργειες των τρίτων, που έχουν ήδη ασκήσει ή αναµένεται βασίµως ότι θα ασκήσουν όµοιες αξιώσεις, µπορούν να ληφθούν υπόψη για την εκτίµηση επαχθών συνεπειών που θα έχει για τον οφειλέτη η ικανοποίηση της επίδικης αξιώσεως, στις περιπτώσεις ιδίως που κρίνεται ότι η ικανοποίηση µόνο της επίδικης αξιώσεως δεν θα έχει δυσµενείς επιπτώσεις στα συµφέροντα του οφειλέτη (βλ. σχετ. ΑΠ 568/2009). - Από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914 και 932 ΑΚ, µε τις οποίες προστατεύεται το δικαίωµα της προσωπικότητας ως πλέγµατος αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του ανθρώπου, συνάγεται ότι για την εφαρµογή τους και την επιδίκαση χρηµατικής ικανοποίησης απαιτείται α) προσβολή του δικαιώµατος της προσωπικότητας, η οποία προκαλείται µε οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη τρίτου, β) η προσβολή να είναι παράνοµη, να γίνεται δηλαδή χωρίς δικαίωµα ή κατ ενάσκηση µεν δικαιώµατος, το οποίο όµως είτε είναι από άποψη έννοµης τάξης µικρότερης σπουδαιότητας είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκησή του [16]

καταχρηστική (άρθρα 281 ΑΚ και 25 παρ. 3 του Συντάγµατος) και γ) πταίσµα του προσβολέα (βλ. σχετ. ΑΠ 1987/2007 Ελ νη 49.501 και ΑΠ 1445/2003 Ελ νη 46.822). Εξάλλου, η άµεση ή απρόθεσµη καταγγελία της σύµβασης εργασίας οποιουδήποτε υπαλλήλου ή εργάτη σύµφωνα µε τις οικείες διατάξεις και κατ επέκταση η άµεση καταγγελία των συµβάσεων των ιδιωτικών εκπαιδευτικών σύµφωνα µε τις διατάξεις που αναφέρονται στις προηγούµενες σκέψεις, εφόσον προβλέπεται και ρυθµίζεται ειδικά από το νόµο, δεν αποτελεί -αυτή καθεαυτήαδίκηµα ή προσβολή της προσωπικότητας του απολυοµένου, εκτός εάν συντρέχουν και άλλα περιστατικά που επιφέρουν πράγµατι ηθική µείωση αυτού και προσβολή συνακόλουθα της προσωπικότητάς του (βλ. σχετ. Ζερδελή Το δίκαιο της καταγγελίας 1995 σελ. 492 επ.). - Μετά τις σκέψεις που προηγήθηκαν, πρέπει οι εφέσεις να γίνουν εν µέρει δεκτές, να εξαφανιστεί η εκκαλουµένη, να διακρατηθεί η υπόθεση από το ικαστήριο τούτο, να εκδικαστεί η αγωγή, να γίνει αυτή εν µέρει δεκτή και να υποχρεωθεί η εναγοµένη να καταβάλει στις ενάγουσες ως αποζηµίωση απόλυσης τα ποσά που προαναφέρθηκαν µε το νόµιµο τόκο από την επίδοση της αγωγής (άρθρο 346 ΑΚ) και όχι από την απόλυσή τους, αφού η απόλυση δεν ορίζεται από το νόµο ως δήλη ηµέρα καταβολής της αποζηµίωσης ούτε προκύπτει προγενέστερη όχληση της εναγοµένης από τις ενάγουσες (άρθρα 340, 341 και 345 ΑΚ). Σ: 4, 22, 25, ΑΚ: 57, 59, 281, 914, 932, Νόµοι: 2112/1920, Νόµοι: 3198/1955, άρθ. 5, Νόµοι: 682/1977, άρθ. 30, Νόµοι: 1351/1983, άρθ. 11, Νόµοι: 1566/1985, ηµοσίευση: INLAW 2010 Καταγγελία της σύµβασης εργασίας - Γενικά Αριθµός απόφασης: 1284 Έτος: 2010 - Καταγγελία σύµβασης εργασίας. Αποζηµίωση. Παραγραφή. Πτώχευση εργοδότη. Η κήρυξη όµως του εργοδότη σε κατάσταση πτωχεύσεως και η εντεύθεν αδυναµία του απολυθέντος µισθωτού να ασκήσει αγωγή για την καταβολή ή συµπλήρωση της αποζηµιώσεως, δεν συνεπάγεται αναστολή της ως άνω αποσβεστικής προθεσµίας. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Κατά το άρθρ. 6 παρ. 2 του Ν. 3198/1955 κάθε αξίωση του µισθωτού για καταβολή ή συµπλήρωση της οφειλόµενης αποζηµιώσεως από απόλυσή του είναι απαράδεκτη αν η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί µέσα σε προθεσµία έξι (6) µηνών, αφότου η αξίωση κατέστη απαιτητή. Εξάλλου, κατά µεν το άρθρ. 279 του ΑΚ, στις περιπτώσεις που ο νόµος ή τα µέρη τάσσουν προθεσµία µέσα στην οποία πρέπει να ασκηθεί το δικαίωµα (αποσβεστική προθεσµία) εφαρµόζονται αναλόγως οι διατάξεις για την παραγραφή, κατά δε το άρθρ. 255 εδ. α' του ίδιου κώδικα, που έχει ανάλογη εφαρµογή και στην αποσβεστική προθεσµία, σύµφωνα µε το άρθρ. 273 του ΑΚ, η παραγραφή αναστέλλεται για όσο χρόνο ο δικαιούχος εµποδίσθηκε από δικαιοστάσιο ή από άλλο λόγο ανώτερης βίας να ασκήσει την αξίωσή του µέσα στο τελευταίο εξάµηνο του χρόνου της παραγραφής. Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, ανώτερη βία, κατά τη διάρκεια της οποίας αναστέλλεται η παραγραφή των αξιώσεων, αποτελεί κάθε γεγονός απρόβλεπτο, το οποίο στη συγκεκριµένη περίπτωση δεν [17]

µπορούσε να αποτραπεί ούτε µε άκρα επιµέλεια και σύνεση και εξ αιτίας του οποίου καθίσταται ανέφικτο στον δικαιούχο να προβεί ο ίδιος ή µε τη συνδροµή άλλου προσώπου στην επιβαλλόµενη σε αυτόν ενέργεια. Συνέπεια της αναστολής είναι ότι το χρονικό διάστηµα αυτής δεν υπολογίζεται στον χρόνο της παραγραφής και όταν πάψει η αναστολή η παραγραφή συνεχίζεται, σε καµία όµως περίπτωση δεν συµπληρώνεται πριν περάσουν έξι µήνες (άρθρ. 257 του ΑΚ). - Από τον συνδυασµό των άρθρ. 530, 534, 634 και 655 του ΕΝ που ίσχυαν κατά τον κρίσιµο χρόνο, συνάγεται ότι από την πρωία της δηµοσιεύσεως της δικαστικής αποφάσεως που κηρύσσει την πτώχευση, οι πτωχευτικοί πιστωτές, δηλαδή εκείνοι που έχουν ενοχική αξίωση προς παροχή χρηµατική ή χρηµατικώς αποτιµητή από την περιουσία του πτωχεύσαντος, στερούνται του δικαιώµατος των κατά τις κοινές διατάξεις ατοµικών διώξεων προς ικανοποίηση χρηµατικώς απαιτήσεων εναντίον του πτωχεύσαντος και υποχρεούνται να αναγνωρίσουν τις απαιτήσεις των κατά τη διαδικασία της επαληθεύσεως (εξαιρούνται οι ασφαλισµένοι µε υποθήκη, ενέχυρο ή ειδικό προνόµιο πιστωτές). Η κήρυξη όµως του εργοδότη σε κατάσταση πτωχεύσεως και η εντεύθεν αδυναµία του απολυθέντος µισθωτού να ασκήσει αγωγή για την καταβολή ή συµπλήρωση της αποζηµιώσεως, δεν συνεπάγεται αναστολή της ως άνω αποσβεστικής προθεσµίας, αφού ο τελευταίος µπορεί να αναγγείλει τη σχετική απαίτησή του για επαλήθευση κατά τη διαδικασία των άρθρ. 582 επ' του ΕΝ, η αναγγελία δε αυτή επιφέρει διακοπή της αποσβεστικής προθεσµίας, κατ' άρθρ. 264 αρ. 2 του ΑΚ, οπότε, σύµφωνα µε το άρθρ. 266 του ίδιου κώδικα, η παραγραφή αρχίζει και πάλι αφότου η πτώχευση περατώθηκε ή αν επακολούθησαν αντιρρήσεις κατά της απαιτήσεως (άρθρ. 596 του ΕΝ), από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Περαιτέρω, κατά το άρθρ. 46 παρ. 4 του Ν. 1892/1990, όπως τροποποιήθηκε µε το άρθρ. 14 του Ν. 2000/1991, που επίσης ίσχυε κατά τον κρίσιµο χρόνο, από της εποµένης της ηµέρας της υποβολής της αιτήσεως στο Εφετείο για τη θέση της επιχείρησης υπό εκκαθάριση, απαγορεύεται η αναγκαστική εκτέλεση, η λήψη παντός ασφαλιστικού µέτρου και η κήρυξη της πτωχεύσεως. Η υπαγωγή της επιχείρησης στο καθεστώς της ειδικής εκκαθάρισης του άρθρ. 46 του Ν. 1892/1990 δεν αποκλείεται σε οποιαδήποτε κατάσταση και αν ευρίσκεται, όπως αυτή της πτωχεύσεως (άρθρ. 46 παρ. 1 του Ν. 1892/1990), ακόµη και κατά το στάδιο της ένωσης των πιστωτών, εφόσον δεν ολοκληρώθηκε η διανοµή ή δεν εκπλειστηριάσθηκαν περιουσιακά στοιχεία απαραίτητα για την παραγωγική της λειτουργία. Οι διαδικασίες όµως της πτωχεύσεως και της ειδικής εκκαθάρισης δεν µπορούν να λειτουργήσουν ταυτόχρονα, διότι η εκκαθάριση θεωρείται θεσµός ειδικότερος της πτωχεύσεως τόσο ως προς τη λειτουργία όσο και ως προς τον επιδιωκόµενο σκοπό και ως εκ τούτου οι εργασίες της πτωχεύσεως αναστέλλονται από το χρονικό σηµείο υποβολής της αιτήσεως για την υπαγωγή και όσο χρόνο διαρκεί η εκκαθάριση, οµοίως δε αναστέλλονται και τα έργα του συνδίκου, µεταξύ των οποίων και η επισπευδόµενη εκ µέρους του συλλογική εκτέλεση επί των στοιχείων της πτωχεύσασας και ήδη αγόµενης σε ειδική εκκαθάριση επιχειρήσεως. Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι από την υποβολή στο εφετείο της αιτήσεως για την υπαγωγή της ευρισκόµενης ήδη σε πτώχευση επιχείρησης σε εκκαθάριση και µέχρι τη δηµοσίευση της αποφάσεως επί της αιτήσεως αναστέλλεται, κατ' εφαρµογή της διάταξης του άρθρ. 255 εδ. α' του ΑΚ, η εξάµηνη αποσβεστική προθεσµία του άρθρ. 6 παρ. 2 του Ν. 3198/1955, αφού ο µισθωτός λόγω αναστολής των εργασιών της πτωχεύσεως δεν έχει τη δυνατότητα ακολουθώντας τη διαδικασία της πτώχευσης να αναγγείλει την απαίτησή του. ΑΚ: 255, 257, 264, 266, 273, 279, ΕµπΝ: 530, 534, 582, 634, 655, [18]

Νόµοι: 3198/1955, άρθ. 6, Νόµοι: 1892/1990, άρθ. 46, ηµοσίευση: ΕΕ 2011, σελίδα 318 Καταγγελία της σύµβασης εργασίας - Καταχρηστική καταγγελία Αριθµός απόφασης: 1083 Έτος: 2010 - Καταχρηστική καταγγελία. Καταγγελία για οικονοµοτεχνικούς λόγους. - Από τα άρθρα 669 παρ. 2 του ΑΚ, 1 του Ν. 2112/1920 και 1 και 5 του Ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της συµβάσεως εργασίας αόριστου χρόνου είναι µονοµερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και, συνεπώς, το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωµατικότητα της αιτίας για την οποία έγινε αλλά αποτελεί δικαίωµα του εργοδότη και του εργαζόµενου. Η άσκηση όµως του δικαιώµατος αυτού, όπως και κάθε δικαιώµατος, υπόκειται στον περιορισµό του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή της µη υπερβάσεως των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονοµικός σκοπός του δικαιώµατος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών καθιστά άκυρη την καταγγελία σύµφωνα µε τα άρθρα 174 και 180 του ΑΚ. - Η καταγγελία της συµβάσεως εργασίας από τον εργοδότη είναι άκυρη, ως καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια που δεν εξυπηρετούν τον σκοπό του δικαιώµατος, όπως συµβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε εµπάθεια, µίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδικήσεως, συνεπεία προηγηθείσας νόµιµης, αλλά µη αρεστής στον εργοδότη, συµπεριφοράς του εργαζοµένου, όπως είναι και η ανάπτυξη από τον εργαζόµενο νόµιµης συνδικαλιστικής δράσης που είναι αντίθετη προς τα συµφέροντα της επιχείρησης του εργοδότη, ή όταν γίνεται για οικονοµικοτεχνικούς λόγους, δηλαδή για την αναδιοργάνωση της επιχειρήσεως του εργοδότη που καθιστά αναγκαία τη µείωση του προσωπικού, εφόσον οι λόγοι αυτοί είναι προσχηµατικοί και υποκρύπτουν πράγµατι µίσος, εµπάθεια ή κακοβουλία, ή όταν είναι πραγµατικοί, αλλά δεν έγινε επιλογή των απολυοµένων µε αντικειµενικά κριτήρια (υπηρεσιακά ή κοινωνικά). - Επί απολύσεων, που οφείλονται σε οικονοµοτεχνικούς λόγους, όπως, µεταξύ άλλων, είναι η αναδιοργάνωση υπηρεσιών ή τµηµάτων της επιχειρήσεως και η µείωση του προσωπικού, για λόγους, που επιβάλλονται από συγκεκριµένες οικονοµικές συνθήκες, τις οποίες αντιµετωπίζει η επιχείρηση, η απόφαση του εργοδότη δεν ελέγχεται, κατ' αρχήν, από τα δικαστήρια, ως προς την επιλογή του ή των εργαζοµένων, που κρίθηκαν απολυτέοι. Ελέγχεται, όµως, αφενός µεν ο αιτιώδης σύνδεσµος της επιλογής αυτής και της καταγγελίας συγκεκριµένου ή συγκεκριµένων εργαζοµένων, ως εσχάτου µέσου αντιµετωπίσεως των προβληµάτων της επιχειρήσεως και αφετέρου ο τρόπος επιλογής του εν λόγω εργαζοµένου, ως απολυτέου, η οποία (επιλογή) πρέπει να πραγµατοποιείται µε αντικειµενικά κριτήρια, όπως δηλαδή επιβάλλουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Ειδικότερα ο εργοδότης οφείλει, κατά την επιλογή του απολυτέου µεταξύ των εργαζοµένων, που ανήκουν στην ίδια κατηγορία και ειδικότητα και είναι του ίδιου επιπέδου, από άποψη προσόντων, υπηρεσιακής απόδοσης και ικανότητας, να λάβει υπόψη του και να συνεκτιµήσει τα κοινωνικά και οικονοµικά κριτήρια της αρχαιότητας, της ηλικίας, της οικογενειακής κατάστασης κάθε µισθωτού, της αποδοτικότητας καθώς και τη δυνατότητα εξεύρεσης από αυτόν άλλης εργασίας και, γενικά, η άσκηση του δικαιώµατος αυτού εκ µέρους του εργοδότη να γίνεται µε µεγάλη φειδώ και κατά τρόπο, που να έχει τις, κατά το δυνατόν, ηπιότερες συνέπειες για τους µισθωτούς, που απασχολεί. [19]

ΑΚ: 174, 180, 281, 669, Νόµοι: 2112/1920, άρθ. 1 Νόµοι: 3198/1955, άρθ. 1, ηµοσίευση: INLAW 2010 * ΝοΒ 2011, σελίδα 347, σχολιασµός Κωνσταντίνος Πανόπουλος Καταγγελία της σύµβασης εργασίας - Υπερηµερία εργοδότη Αριθµός απόφασης: 1283 Έτος: 2010 - Υπερηµερία εργοδότη. Υπολογισµός αποζηµίωσης. Έκπτωση ωφεληµάτων.παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. Έλλειψη νόµιµης βάσης. - Κατά το άρθρο 656 εδάφ. β ΑΚ, ο υπερήµερος εργοδότης έχει δικαίωµα να αφαιρέσει από τον οφειλόµενο µισθό κάθε τι που ο εργαζόµενος ωφελήθηκε από την µαταίωση της εργασίας ή από την παροχή της αλλού. Από την διάταξη αυτή, προκύπτει ότι εκπεστέα από το µισθό είναι η ωφέλεια την οποία αποκόµισε ο εργαζόµενος µε την χρησιµοποίηση του ελευθέρου χρόνου που του απέµεινε από την απόκρουση των υπηρεσιών του εκ µέρους του εργοδότη, µε την προϋπόθεση ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια µεταξύ της υπερηµερίας του εργοδότη και της ωφέλειας του µισθωτού. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 του ΚΠολ, λόγος αναιρέσεως, για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρµόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρµογής του, ή αν εφαρµόστηκε, ενώ δεν έπρεπε καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρµοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Με το λόγο αυτό ελέγχεται εάν υπήρξε σφάλµα στη µείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισµού είτε αυτό διατυπώνεται ρητώς είτε εξυπονοείται, ή σφάλµα στην υπαγωγή της ελάσσονος πρότασης, την οποία συνιστούν οι πραγµατικές παραδοχές, στη µείζονα πρόταση. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ' ΚΠολ, λόγος αναιρέσεως ιδρύεται και από τη µη λήψη υπόψη από το ικαστήριο αποδεικτικού µέσου, µεταξύ των οποίων είναι και η οµολογία. Για να είναι όµως ορισµένος ο λόγος αυτός πρέπει ν' αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι έγινε επίκληση του αποδεικτικού αυτού µέσου κατά τη συζήτηση, µετά από την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόµενη απόφαση. Και τούτο γιατί, ναι µεν η δικαστική οµολογία περιλαµβάνεται µεταξύ των αποδεικτικών µέσων που λαµβάνονται αυτεπάγγελτα υπόψη από το ικαστήριο, για να δηµιουργηθεί όµως λόγος αναίρεσης πρέπει ο αναιρεσείων να ισχυρίζεται ότι την επικαλέσθηκε και να το αποδεικνύει, προσκοµίζοντας τις προτάσεις του. - Κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης για έλλειψη νόµιµης βάσης, όταν από το αιτιολογικό της δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για την κρίση περί της συνδροµής των όρων και προϋποθέσεων για την εφαρµογή της διάταξης που εφαρµόσθηκε ή της µη συνδροµής των όρων αυτών που αποκλείει την εφαρµογή της, όπως και όταν η απόφαση έχει ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το νοµικό χαρακτηρισµό των πραγµατικών περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Για να είναι ορισµένος ο λόγος αυτός αναιρέσεως, πρέπει να καθορίζεται, πλην άλλων, ότι η προσβαλλόµενη απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αντιφατικές αιτιολογίες, οπότε πρέπει να καθορίζονται οι αντιφατικές παραδοχές της, ή έχει ανεπαρκείς αιτιολογίες, οπότε πρέπει να εκτίθεται [20]