Νομολογία 527/2003 ΣτΕ Υπόθεση απαγόρευσης μετάθεσης δικηγόρων Σχολιασμός:Καρκούλας Παναγιώτης Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Σχολή Νομικών, Οικονομικών και Πολιτικών επιστημών Τμήμα Νομικής, Τομέας Δημοσίου Δικαίου ----------------------------------------------------- Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Δημοσίου Δικαίου 2004-2005 Μάθημα «Συνταγματικό Δίκαιο» Διδάσκων: Καθηγητής κ. Α.Γ.Δημητρόπουλος ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗΣ ΜΕΤΑΘΕΣΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ Επιμέλεια Εργασίας: Kαρκούλας Παναγιώτης Αριθμός 527/2003 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Σεπτεμβρίου 2002, με την εξής σύνθεση: Χ. Γεραρής, Πρόεδρος, Α. Τσαμπάση, Σ. Χαραλαμπίδης, Γ. Παναγιωτόπουλος, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Π. Πικραμμένος, Ν. Σκλίας, Ν. Σακελλαρίου, Ε. Δαρζέντας, Α.
Συγγούνα, Ν. Ρόζος, Α. Γκότσης, Α. Ράντος, Δ. Μπριόλας, Ε. Δανδουλάκη, Ε. Σαρπ, Χ. Ράμμος, Ν. Μαρκουλάκης, Δ. Μαρινάκης, Σ. Χαραλάμπους, Π. Κοτσώνης, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Ι. Μαντζουράνης, Α. Σακελλαροπούλου, Α. Χριστοφορίδου, Δ. Αλεξανδρής, Σύμβουλοι, Θ. Αραβάνης, Κ. Πισπιρίγκος, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Μ. Καλαντζής. Για να δικάσει την από 27 Ιουλίου 2000 αίτηση: του..., κατοίκου Ιλίου Αττικής, ο οποίος δεν παρέστη, αλλά εμφανίσθηκε στο ακροατήριο και δήλωσε ότι εγκρίνει την άσκηση του ενδίκου μέσου, κατά του Υπουργού Δικαιοσύνης, ο οποίος παρέστη με τον Γ. Γρυλωνάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ αριθμ. 502/2002 παραπεμπτικής αποφάσεως του Γ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση. Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ αριθμ. 65552/8-6-2000 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Ο Εισηγητής, Σύμβουλος Π. Πικραμμένος, άρχισε τη συζήτηση της υποθέσεως με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία αποτελεί και την εισήγηση του Τμήματος. Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο 1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχουν καταβληθεί τα νόμιμα τέλη και το παράβολο (διπλότυπο υπ αριθμ. 2728184/2000 της Δ.Ο.Υ. Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών και ειδικό γραμμάτιο παραβόλου υπ αριθμ. Α 1837974/2000). 2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ο αιτών, δικηγόρος, διορισμένος στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Χίου και εγγεγραμμένος στα μητρώα δικηγόρων του Δικηγορικού Συλλόγου Χίου, ζητεί την ακύρωση του υπ αριθμόν 65552/8.6.2000 εγγράφου του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Με το έγγραφο αυτό εκδηλώθηκε άρνηση του Υπουργού Δικαιοσύνης να κινήσει την διαδικασία μεταθέσεως του αιτούντος, κατόπιν υποβολής σχετικής αιτήσεώς του, από την περιφέρεια του Πρωτοδικείου Χίου και το Δικηγορικό Σύλλογο Χίου στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Αθηνών και στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, με την αιτιολογία ότι η μετάθεση αυτή απαγορεύεται από τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 24 του ν. 1868/1989. 3. Επειδή η υπόθεση εισάγεται στην Ολομέλεια, κατ εφαρμογήν του άρθρου 100 παρ. 5 του Συντάγματος, κατόπιν της υπ αριθ. 502/2002 αποφάσεως του Γ Τμήματος για την οριστική επίλυση του ζητήματος της συνταγματικότητας του άρθρου 24 παρ. 5 του ν. 1868/1989. 4. Επειδή, στην παρ. 3 του άρθρου 3 του κυρωθέντος με το Ν.Δ. 3026/1954 (Α 235) Κώδικα των Δικηγόρων, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 723/1977 (Α 300), προβλέπεται ότι δικηγόρος διορίζεται ο «επιτυγχάνων εις εξέτασιν» και ότι δικαίωμα συμμετοχής στην εξέταση έχει «όστις κέκτηται πτυχίον του νομικού τμήματος της Νομικής Σχολής Ελληνικού ή αλλοδαπού ανεγνωρισμένου ομοταγούς Πανεπιστημίου, έχει συμπληρώσει πρακτικήν άσκησιν δέκα οκτώ μηνών παρά δικηγόρω και έχει ηλικίαν ουχί ανωτέραν των 35 ετών συμπεπληρωμένων. Η συμπλήρωσις λογίζεται ως επελθούσα την 31η Δεκεμβρίου του αντιστοίχου έτους». Η διάταξη αυτή, με την οποία αποκλείεται ο διορισμός, ως δικηγόρων, αυτών που έχουν υπερβεί το 35ο έτος της ηλικίας τους, συμπληρώθηκε με τα εξής τρία εδάφια που προσέθεσε η παρ. 5 του άρθρου 24 του Ν. 1868/1989 (Α 230): «Όσοι έχουν αποκτήσει πτυχίο μέχρι και 30.6.89 μπορούν να ζητήσουν μέσα σε 6μηνη προθεσμία από τη δημοσίευση του παρόντος να εγγραφούν στα οικεία βιβλία ασκουμένων και να μετάσχουν στις εξετάσεις για να διορισθούν δικηγόροι σε δικηγορικούς συλλόγους του ανατολικού Αιγαίου και δεν δικαιούνται να μετατεθούν σε άλλο δικηγορικό σύλλογο πριν από την πάροδο διετίας. Η εγγραφή τους γίνεται μόνο με τη σύμφωνη γνώμη του δικηγορικού συλλόγου, στον οποίο ζητούν να μετατεθούν. Σε κάθε περίπτωση η μετάθεσή τους δεν είναι δυνατή για τους δικηγορικούς συλλόγους Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης». Έτσι, με τις μεταγενέστερες αυτές διατάξεις και υπό τον όρο της τηρήσεως της προθεσμίας υποβολής της σχετικής αιτήσεως εγγραφής στα βιβλία ασκουμένων, δόθηκε η δυνατότητα σ αυτούς που είχαν αποκτήσει πτυχίο νομικού τμήματος μέχρι τις 30.6.1989 να ακολουθήσουν την προβλεπόμενη από τις γενικές διατάξεις του Κώδικα διαδικασία και να διορισθούν δικηγόροι στους δικηγορικούς συλλόγους του ανατολικού Αιγαίου χωρίς να εμποδίζονται από την υπέρβαση του ορίου ηλικίας, αποκλείσθηκε όμως στους ίδιους η δυνατότητα μεταθέσεως, μετά το διορισμό τους,
στους δικηγορικούς συλλόγους Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, κατ εξαίρεση των γενικών διατάξεων των άρθρων 21 παρ. 1 και 23 του Κώδικα, όπως ισχύουν, που παρέχουν στους δικηγόρους το δικαίωμα να μετατίθενται, με αίτησή τους, σε οποιαδήποτε περιφέρεια Πρωτοδικείου και αντίστοιχο δικηγορικό σύλλογο. 5. Επειδή, η νομοθετική πρόβλεψη του 35ου έτους της ηλικίας ως ορίου, του οποίου η υπέρβαση αποκλείει την είσοδο στο επάγγελμα του δικηγόρου, είχε αρχικώς κριθεί συνταγματικώς επιτρεπτή (Σ.τ.Ε. 727/1985 Ολομέλεια). Εν όψει αυτού, είχε κριθεί με αποφάσεις του Γ Τμήματος ότι οι συμπληρωματικές μεταγενέστερες διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 24 του Ν. 1868/1989 είναι ευεργετικές για τους ενδιαφερόμενους, δεδομένου ότι αίρουν ως προς αυτούς το όριο ηλικίας των 35 ετών και, παράλληλα, αποβλέπουν στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη ευαίσθητων παραμεθόριων νησιωτικών περιοχών της Χώρας σύμφωνα με το άρθρο 106 παρ. 1 του Συντάγματος, ως εκ τούτου δε δεν αντιβαίνουν στην συνταγματική προστασία της αξίας του ανθρώπου και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρα 2 παρ.1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος) με την υποχρέωση που επιβάλλουν για διορισμό των ενδιαφερομένων μόνον σε δικηγορικούς συλλόγους του ανατολικού Αιγαίου και με την απαγόρευση μεταθέσεώς τους στους δικηγορικούς συλλόγους των τριών μεγαλυτέρων πόλεων της Χώρας, στους οποίους θα κατευθύνονταν οι περισσότεροι από αυτούς που δεν θα επιθυμούσαν να παραμείνουν στον τόπο του διορισμού τους (Σ.τ.Ε. 739/1992, 749/1992, 2421/1992, 2812/1992, 1957/1994, 4243/1995, 4796/1995 κ.α.). 6. Επειδή, μεταγενεστέρως, με την υπ αριθμ. 413/1993 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι η νομοθετική πρόβλεψη με το άρθρο 3 παρ. 3 του Κώδικα των Δικηγόρων, όπως ισχύει, του 35ου έτους της ηλικίας ως ορίου, του οποίου η υπέρβαση αποκλείει την είσοδο στο επάγγελμα του δικηγόρου, είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική, διότι το όριο αυτό δεν θεσπίσθηκε με κριτήρια που ανάγονται στις επιστημονικές και τις εν γένει διανοητικές ικανότητες του ενδιαφερομένου, επί τη βάσει των οποίων κριτηρίων είναι μόνον επιτρεπτή, εν όψει της συνταγματικώς κατοχυρωμένης ελευθερίας επιλογής και άσκησης επαγγέλματος, η ρυθμιστική επέμβαση του νομοθέτη με την πρόβλεψη όρων και προϋποθέσεων εισόδου στο δικηγορικό επάγγελμα. Κατόπιν της τελευταίας δικαστικής κρίσεως, οι διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 24 του Ν. 1868/1989, με τις οποίες συμπληρώθηκε το άρθρο 3 παρ. 3 του Κώδικα των Δικηγόρων, δεν μπορούν πλέον να θεωρηθούν ευεργετικές, δεδομένου ότι η υπέρβαση του 35ου έτους της ηλικίας δεν εμποδίζει τον διορισμό πτυχιούχων νομικής ως δικηγόρων. Αντιθέτως οι διατάξεις αυτές επιβάλλουν περιορισμούς που δεν συνδέονται με αντικειμενικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, εφόσον η συγκεκριμένη κατηγορία δικηγόρων στερείται αδικαιολογήτως του αναγνωριζομένου γενικώς δικαιώματος μεταθέσεως στους δικηγορικούς συλλόγους Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης. Η εξαιρετική αυτή δυσμενής νομοθετική ρύθμιση είναι αντίθετη προς το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος που κατοχυρώνει την ισότητα των Ελλήνων ενώπιον του νόμου. 7. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ο αιτών απέκτησε πτυχίο του νομικού Τμήματος της Σχολής Νομικών και Οικονομικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το έτος 1987, σε ηλικία που δεν του επέτρεπε να συμπληρώσει πρακτική άσκηση δέκα οκτώ μηνών και να διορισθεί δικηγόρος πριν από την υπέρβαση του 35ου έτους. Μετά την δημοσίευση του Ν. 1868/1989 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (10.10.1989) ο αιτών υπέβαλε την από 27.3.1990 αίτηση για εγγραφή στα βιβλία ασκουμένων του Δικηγορικού Συλλόγου Χίου, στα οποία ενεγράφη μετά την ακύρωση, με την υπ αριθμ. 3259/1992 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, της αρνήσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του ως άνω δικηγορικού συλλόγου να ικανοποιήσει το αίτημα του. Στη συνέχεια ο αιτών ακολούθησε την προβλεπόμενη από τις γενικές διατάξεις του Κώδικα διαδικασία, διορίσθηκε δικηγόρος στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Χίου με την απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης υπ αριθμ. 133352/9.12.1993 (Γ 214) και ενεγράφη στα μητρώα δικηγόρων του Δικηγορικού Συλλόγου Χίου. Τέλος, ο αιτών υπέβαλε την από 9.4.2000 αίτηση, με την οποία ζήτησε να μετατεθεί στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Αθηνών και να εγγραφεί στα μητρώα του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών. Το αίτημα, όμως, αυτό κρίθηκε μη νόμιμο με το υπ αριθμ. 65552/8.6.2000 έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης κατ επίκληση του άρθρου 24 παρ. 5 του Ν. 1868/1989 και, κατ αυτόν τον τρόπο, εκδηλώθηκε άρνηση του Υπουργού Δικαιοσύνης να ακολουθήσει την διαγραφόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 21 παρ. 1 και 23 του Κώδικα των Δικηγόρων, όπως ισχύουν, διαδικασία μεταθέσεως. Σύμφωνα, όμως, με τα εκτιθέμενα στις προηγούμενες σκέψεις, η άρνηση του Υπουργού δεν δύναται να εύρει νόμιμο έρεισμα στην παραβιάζουσα την συνταγματική αρχή της ισότητας και, ως εκ τούτου, ανίσχυρη απαγόρευση μεταθέσεως του άρθρου 24 παρ. 5 του Ν. 1868/1989, κατόπιν αυτού δε πρέπει να γίνει δεκτός ο βασίμως προβαλλόμενος σχετικός λόγος ακυρώσεως και ν ακυρωθεί η
προσβαλλόμενη πράξη, ενώ, παρέλκει ως αλυσιτελής η έρευνα των λοιπών λόγων ακυρώσεως. 8. Επειδή, μετά την, κατά τ ανωτέρω, επίλυση του ζητήματος της αντισυνταγματικότητας της απαγορεύσεως μεταθέσεως δικηγόρου που θεσπίζεται με την διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 24 του ν. 1868/1989, δεν συντρέχει περίπτωση αναπομπής της υποθέσεως στο Γ Τμήμα, αλλά πρέπει να εκδικασθεί και να γίνει, κατά τα προαναφερθέντα, δεκτή η κρινόμενη αίτηση και ν ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη. Δ ι ά τ α ύ τ α Δέχεται την αίτηση. Ακυρώνει το υπ αριθμ. 65552/8.6.2000 έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, με το οποίο εκδηλώθηκε άρνηση του Υπουργού Δικαιοσύνης να κινήσει την διαδικασία μεταθέσεως του αιτούντος, κατόπιν υποβολής σχετικής αιτήσεώς του, από την περιφέρεια του Πρωτοδικείου Χίου και τον Δικηγορικό Σύλλογο Χίου στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Αθηνών και στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου και Επιβάλλει εις βάρος του Δημοσίου τη δικαστική δαπάνη του αιτούντος που ανέρχεται σε τριακόσια ογδόντα (380) ευρώ. Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 23 Οκτωβρίου 2002 Ο Πρόεδρος Ο Γραμματέας Χ. Γεραρής Μιχ. Καλαντζής και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 28ης Φεβρουαρίου 2003. Ο Πρόεδρος Ο Γραμματέας Χ. Γεραρής Β. Μανωλόπουλος ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ: Ο αιτών, δικηγόρος, διορισμένος στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Χίου και εγγεγραμμένος στα μητρώα δικηγόρων του Δικηγορικού Συλλόγου Χίου, υπέβαλλε στις 9-4- 2000 σχετική αίτηση στο Υπουργείο Δικαιοσύνης προκειμένου να κινήσει τη διαδικασία μεταθέσεώς του από την περιφέρεια του Πρωτοδικείου Χίου και το Δικηγορικό Σύλλογο Χίου στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Αθηνών και στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών. Το υπ αριθμόν 65552/8-6-2000 έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης έκρινε το εν λόγω αίτημα ως μη νόμιμο και ο Υπουργός Δικαιοσύνης αρνήθηκε να κινήσει τη σχετική διαδικασία με την αιτιολογία ότι η μετάθεση αυτή απαγορεύεται από τη διάταξη του άρθρου 24 παρ. 5 του Ν.1868/1989. Ο αιτών με την κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως ζήτησε την ακύρωση του υπ αριθμόν 65552/8-6-2000 εγγράφου του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Κατόπιν της υπ αριθμόν 502/2002 αποφάσεως του Γ Τμήματος του ΣτΕ η υπόθεση εισήχθη στην Ολομέλεια του ΣτΕ κατ εφαρμογή του άρθρου 100 παρ.5 του Συντάγματος για την οριστική επίλυση του ζητήματος της συνταγματικότητας του κρίσιμου άρθρου 24 παρ.5 του Ν.1868/1989. ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: Ο Κώδικας Δικηγόρων στο άρθρο 3 παρ.3 προβλέπει μεταξύ άλλων, ότι δικηγόρος διορίζεται όποιος αποκτήσει όλα τα απαιτούμενα τυπικά προσόντα σε ηλικία όχι ανώτερη των 35 συμπληρωμένων ετών. Η παρ. 5 του άρθρου 24 του Ν. 1868/1989 (Α 230) προσέθεσε τρία εδάφια στις ήδη υπάρχουσες διατάξεις και έδωσε τη δυνατότητα σε όσους είχαν αποκτήσει πτυχίο νομικού τμήματος έως τις 30.6.1989 αλλά δεν πληρούσαν τον όρο του ορίου ηλικίας να διορισθούν δικηγόροι σε δικηγορικούς συλλόγους του ανατολικού Αιγαίου. Η παρ.5 του άρθρου 24 του Ν.1868/1989 απέκλειε όμως τη δυνατότητα μετάθεσης των περί ων ο λόγος δικηγόρων μετά το διορισμό τους στους δικηγορικούς συλλόγους Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, κατ εξαίρεση των γενικών διατάξεων του Κώδικα Δικηγόρων. Αρχικά η νομοθετική πρόβλεψη του ορίου ηλικίας (35 συμπληρωμένα έτη) είχε κριθεί συνταγματικώς επιτρεπτή από την Ολομέλεια και επί τη βάσει αυτού το Γ Τμήμα είχε επανειλημμένα κρίνει ότι το άρθρο 24 παρ.5 του Ν.1868/1989 εισήγαγε ευεργετικές
διατάξεις για τους ενδιαφερόμενους καθώς ήρε το όριο των 35 ετών και στόχευε στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη ευαίσθητων παραμεθόριων νησιωτικών περιοχών της χώρας. Κατά συνέπεια οι διατάξεις αυτές δεν μπορούσαν να κριθούν ως αντιβαίνουσες στα άρθρα 2 παρ.1 και 5 παρ.1 του Συντάγματος με τις υποχρεώσεις και περιορισμούς που επέβαλαν. Μεταγενέστερα ωστόσο το όριο των 35 ετών κρίθηκε από την Ολομέλεια αντισυνταγματικό και συνεπώς οι διατάξεις του άρθρου 24 παρ.5 του Ν.1868/1989 έπαψαν πλέον να θεωρούνται ευεργετικές για τους ενδιαφερόμενους ως επιβάλλουσες περιορισμούς που δεν συνδέονται με αντικειμενικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, εφόσον η συγκεκριμένη κατηγορία δικηγόρων στερείται αδικαιολογήτως του αναγνωριζομένου γενικώς δικαιώματος μεταθέσεως στους δικηγορικούς συλλόγους Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης. Η εξαιρετική αυτή δυσμενής νομοθετική ρύθμιση είναι αντίθετη προς το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος που κατοχυρώνει την ισότητα των Ελλήνων ενώπιον του νόμου. Εν προκειμένω ο αιτών εμπίπτει στην ως άνω κατηγορία δικηγόρων και η άρνηση του Υπουργού να ακολουθήσει την διαγραφόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 21 παρ. 1 και 23 του Κώδικα των Δικηγόρων, όπως ισχύουν, διαδικασία μεταθέσεως στερείται συνταγματικού ερείσματος λόγω αντίθεσης του άρθρου 24 παρ.5 του Ν.1868/1989 στο άρθρο 4 παρ.1 του Συντάγματος και την αρχή της ισότητας. ΣΧΟΛΙΟ: Το Δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση θεμελίωσε την απόφασή του στην παραβίαση της αρχής της ισότητας και απέφυγε να τοποθετηθεί επί της συνταγματικότητας ή μη του άρθρου 24 παρ.5 του Ν.1868/1989 ως προς τις αρχές της ανθρώπινης αξίας και της επαγγελματικής ελευθερίας, όπως το Γ Τμήμα είχε κάνει σε σειρά αποφάσεών του πριν την νέα απόφαση της Ολομέλειας που έκρινε περί αντισυνταγματικότητας του ορίου των 35 ετών. Το άρθρο 4 παρ.1 του Συντάγματος αναφέρει ότι όλοι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου και με τη διατύπωση αυτή κατοχυρώνει τη γενική αρχή της ισότητας. Πέραν της γενικής αρχής της ισότητας υπάρχουν και διατάξεις του Συντάγματος που κατοχυρώνουν τις ειδικές πλευρές της αρχής της ισότητας (παραδείγματος χάριν φορολογική ισότητα, ισότητα φύλων κ.α ). Θεμέλιο της αρχής της ισότητας είναι ότι «όλοι οι άνθρωποι, ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε άλλες διαφορές, έχουν την επιθυμία της ζωής, της ελευθερίας και της ευτυχίας. Όλοι έχουν την ίδια αξία την οποία προστατεύει στο άρθρο 2 παρ.1 το Σύνταγμα». Η επίτευξη πλήρους ουσιαστικής ισότητας κινείται στα όρια της ουτοπίας, ωστόσο το δίκαιο μπορεί να κατοχυρώσει και όντως κατοχυρώνει μέσω του Συντάγματος ισότητα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, δηλαδή νομική ισότητα. Η νομική ισότητα μεταφράζεται σε ίση μεταχείριση, δηλαδή σε μεταχείριση των πολιτών σαν να ήταν ίσοι. Το Σύνταγμα σε διατάξεις του απαγορεύει τη θεμελίωση δυσμενέστερης ή ευμενέστερης μεταχείρισης με βάση ορισμένα κριτήρια (παραδείγματος χάριν η εθνικότητα ως προς την απόλαυση της τιμής και της ελευθερίας), τα οποία ρητά ορίζει. Κριτήρια διαφοροποίησης μη ρητώς ορισθέντα απαγορεύονται μόνο αν θεωρηθεί ότι προσβάλλουν την αξία του ανθρώπου, η οποία προστατεύεται απολύτως. Έτσι το Σύνταγμα κατ αρχήν δεν απαγορεύει ρητά μεταξύ άλλων ούτε τις διακρίσεις βάσει ηλικίας. Εκτός των περιπτώσεων όπου το όριο ηλικίας καθορίζει τα δικαιώματα εκλέγειν και εκλέγεσθαι και το χρόνο περάτωση ενεργού υπηρεσίας, η ηλικία, εφόσον είναι ουσιαστικά δικαιολογημένη η χρήση της, συνιστά θεμιτό όριο δυσμενούς διαφοροποίησης. Αυτή η περίπτωση συντρέχει παραδείγματος χάριν όταν η πολύ νεαρή ηλικία συνιστά αιτία έλλειψης πείρας ή ηλικία από ένα όριο και πάνω συνιστά λόγο εξασθένισης πνευματικών, επιστημονικών και διανοητικών δυνατοτήτων ενός ατόμου. Εάν δεν συντρέχει ωστόσο τέτοια περίπτωση τότε η υφιστάμενη λόγω ηλικίας διάκριση είναι αθέμιτη. Σε αυτή την περίπτωση εμπίπτει και η υπό κρίση υπόθεση. Επίσης συχνά η νομολογία δικαιολογεί παρεκκλίσεις από την αρχή της ισότητας με γενικές και αόριστες επικλήσεις στο γενικό και δημόσιο συμφέρον. Ενόψει των ανωτέρω διαπιστώσεων η αρχή της ισότητας συνεπάγεται την απαγόρευση κάθε αυθαίρετης διάκρισης η οποία θεμελιώνεται σε ανυπόστατα ή άσχετα κριτήρια και με τον τρόπο αυτό δεν λαμβάνει υπ όψιν της την ουσιώδη ομοιότητα κρινόμενων ή ρυθμιζόμενων υποθέσεων. Αποδέκτες δε της συνταγματικής επιταγής είναι η κρατική εξουσία συνολικά, δηλαδή τόσο η νομοθετική όσο και η δικαστική και εκτελεστική εξουσία. Φορείς δε της γενικής αρχής της ισότητας είναι όλοι οι Έλληνες.