La Parola quotidiana del Signore

Σχετικά έγγραφα
17 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014 Τῌ ΑΓΙᾼ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛῌ ΠΕΜΠΤῌ (πρωΐ). ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ ΜΕΤΑ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Στὴν ἀρχὴ ἦταν ὁ Λόγος. Ὁ Λόγος ἦταν μαζὶ μὲ

GRANDE E SANTO GIOVEDÌ

GRANDE E SANTO GIOVEDÌ

Ακαδημαϊκός Λόγος Εισαγωγή


ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΝΑΦΟΡΑ. Γι αυτό και εμείς, ενωμένοι με τους Αγγέλους και τους αγίους, διακηρύττουμε τη δόξα σου αναφωνώντας και λέγοντας (ψάλλοντας):

La Parola quotidiana del Signore

1 Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος, καὶ ὁ λόγος ἦν πρὸς τὸν θεόν, καὶ θεὸς ἦν ὁ λόγος. 2 οὗτος

28 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2016 Τῌ ΑΓΙᾼ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛῌ ΠΕΜΠΤῌ (πρωΐ). ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ ΜΕΤΑ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

G. Parmeggiani, 15/1/2019 Algebra Lineare, a.a. 2018/2019, numero di MATRICOLA PARI. Svolgimento degli Esercizi per casa 12

Ιταλική Γλώσσα Β1. 11 η ενότητα: Appuntamenti nel tempo libero. Ελένη Κασάπη Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ

Stato di tensione triassiale Stato di tensione piano Cerchio di Mohr

Ιταλική Γλώσσα Β1. 3 η ενότητα: Οrientarsi in città. Ελένη Κασάπη Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ

!Stato di tensione triassiale!stato di tensione piano!cerchio di Mohr

ΤΡΙΤΗ ΑΝΑΦΟΡΑ. Ας υψώσουμε τις καρδιές μας. Είναι στραμμένες προς τον Κύριο. Ας ευχαριστήσουμε τον Κύριο τον Θεό μας. Άξιο και δίκαιο.

Τῌ ΑΓΙᾼ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛῌ ΠΕΜΠΤῌ (πρωΐ) ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ ΜΕΤΑ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ. Προοιμιακός Ψαλμὸς ργ (103)

ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΕΜΠΤΗΣ & ΛΕΙΤ. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΟΝ ΜΕΤΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Και θα γίνει κατά τις έσχατες μέρες να εκχύσω ( αποστείλω ) το Πνεύμα σε κάθε άνθρωπο.

Ο πύργος της Βαβέλ Πως «εξηγεί» η ιουδαιοχριστιανική θρησκεία την ποικιλία γλωσσών στον κόσμο

Οι θρησκευτικοί ηγέτες καταδικάζουν τον Ιησού σε θάνατο

31 Ιουλίου 6 Αυγούστου 2017 Πνεύμα

Passato Prossimo = ΠΡΚ-ΑΟΡΙΣΤΟΣ

GRANDE E SANTO GIOVEDÌ

GRANDE E SANTO GIOVEDÌ

«ΕΝ ΑΡΧΗ ΗΝ Ο ΛΟΓΟΣ»

«Αν είσαι συ ο βασιλιάς των Ιουδαίων, σώσε τον εαυτό σου». Υπήρχε και μια επιγραφή από επάνω του: «Αυτός είναι ο βασιλιάς των Ιουδαίων».

IMPARA LE LINGUE CON I FILM AL CLA

ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ. (Β Κορ. δ 6 15)

Η πορεία προς την Ανάσταση...

ΛΕΟΝΤΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟ ΝΕΑΣ ΣΜΥΡΝΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ

ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΕΜΠΤΗΣ & ΛΕΙΤ. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΟΝ ΜΕΤΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν

LIVELLO A1 & A2 (secondo il Consiglio d Europa)

Vangelo secondo Giovanni ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΠΑΡΑΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΨΕΥΔΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ

«Προσκυνοῦμεν σου τά πάθη Χριστέ» Οδοιπορικό στη Μεγάλη Εβδομάδα. Διδ. Εν. 10

ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΟΝΟ ΕΝΑΣ ΘΕΟΣ!

πανέτοιμος για να έλθει είναι πολύ πρόθυμος και έτοιμος κάθε στιγμή με ευχαρίστηση, με χαρά, με καλή διάθεση, να έλθει να επισκιάσει και να βοηθήσει

Πῶς σὺ Ιουδαῖος ὢν παρ ἐμοῦ πεῖν αἰτεῖς γυναικὸς Σαμαρίτιδος οὔσης;

αὐτόν φέρω αὐτόν τὸ φῶς τὸ φῶς αὐτόν τὸ φῶς ὁ λόγος ὁ κόσμος δι αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω αὐτόν

Κυριακή 23 Ἰουνίου 2019.

ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. ΕΝΟΤΗΤΑ 4η

PREGHIERE LITURGICHE. UFFICIO della SANTA PASSIONE. greco- italiano. Mattutino del Santo e Grande VENERDÌ (si ufficia la sera della Grande Giovedì)

Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΕΚ ΓΕΝΕΤΗΣ ΤΥΦΛΟΥ (Ιω. 9, 1-38)

Κυριακή 28 Ἰουλίου 2019.

Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ (Λουκ. 18, 10-14)

Κυριακή 19 Μαΐου 2019.

ΑΡΧΗ & ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Εἰς τήν Κυριακήν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. (Β Κυριακή τῶν Νηστειῶν).

3. Ο Χριστός εγκαινιάζει την αληθινή λατρεία

πρῶτον μὲν τοῦτον τὸν λόγον ἀναλάβωμεν ὃν σὺ λέγεις περὶ τῶν δοξῶν μέν congr. cmpl. subj. bep. bij bijzinskern

Un calcolo deduttivo per la teoria ingenua degli insiemi. Giuseppe Rosolini da un università ligure

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΙΛΙΟΥ, ΑΧΑΡΝΩΝ ΚΑΙ ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΕΩΣ

Πάρε τον, πάρε τον (απ εδώ. Δεν θέλουμε ούτε να τον βλέπουμε) σταύρωσέ τον!

Το παραμύθι της αγάπης

IL PRINCIPIO DEI SEGNI DI GESU. A Giuseppe Russo di Salerno

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

1. Ποιος μαθητής πήγε στους Αρχιερείς; Τι του έδωσαν; (Μτ 26,14-16) Βαθ. 1,0 2. Πόσες μέρες έμεινε στην έρημο; (Μκ 1,12)

1 1 παυλος και σιλουανος και τιμοθεος

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

TRIGONOMETRIA: ANGOLI ASSOCIATI

Esercizi sui circoli di Mohr

CONFIGURAZIONE DELLA CASELLA DI POSTA ELETTRONICA CERTIFICATA (P.E.C.)

ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΣΠΛΑΧΝΙΚΟΥ ΠΑΤΕΡΑ (ΑΣΩΤΟΥ ΥΙΟΥ)

Η Παύλεια Θεολογία. Χριστολογία. Αικατερίνη Τσαλαμπούνη Επίκουρη Καθηγήτρια Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογία

La Parola quotidiana del Signore

Αποτελέσματα έρευνας σε συνδικαλιστές

Το αντικείμενο [τα βασικά]

Μια μεγάλη γιορτή πλησιάζει

1st and 2nd Person Personal Pronouns

EDU IT i Ny Testamente på Teologi. Adjunkt, ph.d. Jacob P.B. Mortensen

bab.la Φράσεις: Προσωπική Αλληλογραφία Ευχές ελληνικά-ιταλικά

ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Giuseppe Guarino - CORSO DI GRECO BIBLICO. Lezione 11. L imperfetto del verbo essere. ἐν - ἀπό. ἡ ἀρχὴ - ἀρχὴ

πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν καὶ εἰσῆλθεν ἐκεῖ ἄνθρωπος καὶ ἐξηραμμένην ἔχων τὴν χεῖρα παρετήρουν καὶ αὐτὸν αὐτόν θεραπεύσει τοῖς σάββασιν κατηγορήσωσιν

Sarò signor io sol. α α. œ œ. œ œ œ œ µ œ œ. > Bass 2. Domenico Micheli. Canzon, ottava stanza. Soprano 1. Soprano 2. Alto 1

GRANDE E SANTO VENERDÌ

ΑΓΙΟΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΑΖΑΡΟΣ Ο ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Σε παρακαλούμε, λοιπόν, Κύριε: το ίδιο Πανάγιο Πνεύμα ας ευδοκήσει να αγιάσει τα δώρα αυτά, 118. Ενώνει τα χέρια, τα επιθέτει στα Δώρα και λέει:

12 οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτό, οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι' ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ". ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ ΕΤΟΥΣ 2004 ΦΥΛΛΑ

ΠΟΤΔΗ ΣΗ ΤΝΟΠΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΗ ΚΑΙ ΣΗΝ Q

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Η Αγία Σοφία και οι κόρες της Πίστη, Ελπίδα, Αγάπη

La Parola quotidiana del Signore

Τῌ ΑΓΙᾼ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛῌ ΠΕΜΠΤῌ

Ιταλική Γλώσσα Β1. 5 η ενότητα: L abbigliamento e la casa. Ελένη Κασάπη Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ

PREGHIERE LITURGICHE. del SANTO E GRANDE VENERDÌ VESPRO. greco- italiano UFFICI DELLA SANTA E GRANDE SETTIMANA -11

GRANDE E SANTO VENERDÌ

Η Βίβλος για Παιδιά παρουσιάζει. Το Πρώτο Πάσχα

Ιταλική Γλώσσα Β1. 6 η ενότητα: La famiglia italiana e la televisione. Ελένη Κασάπη Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΑΛΛΟΘΡΗΣΚΟΙ ΚΑΙ ΑΛΛΟΔΟΞΟΙ ΟΜΑΔΑ Β : Νεκταρία Πρωτόπαππα Λουκία Κουτρομάνου Κωνσταντίνα Κούλια Αλέξης Κραβαρίτης

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ:

Ταξίδι Γενικά. Γενικά - Τα απαραίτητα. Γενικά - Συνομιλία. Παράκληση για βοήθεια. Ερώτηση σε πρόσωπο αν μιλά αγγλικά

ΛΕΟΝΤΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟ ΝΕΑΣ ΣΜΥΡΝΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

Athanasius Alexandrinus - Magnus - Epistula ad Palladium

Immigrazione Studiare

Εισαγωγή στη Φιλοσοφία

Transcript:

La Parola quotidiana del Signore Patriarcato Ecumenico- Sacra Arcidiocesi Ortodossa di Italia e Malta Vicariato arcivescovile della Campania TESTO MULTILINGUE Santo e Grande Giovedì Vespro e Divina Liturgia di San Basilio del Santo e Grande Giovedì (si ufficia la mattina del Grande Giovedì) Lettura del libro dell Esodo (19,10-19). Disse il Signore a Mosè: Scendi e avverti il popolo. Purificali oggi e domani, lavino le loro vesti e stiano pronti per il terzo giorno, perché il terzo giorno il Signore scenderà sul monte Sinai davanti a tutto il popolo. Separa il popolo tutt intorno dicendo: Badate di non salire sul monte e di non toccarlo da nessuna parte: chiunque toccherà il monte certamente dovrà morire. Nessuna mano lo toccherà, ma sarà lapidato con pietre o trafitto da frecce: si tratti di una bestia, si tratti di un uomo, non vivrà. Quando le voci, le trombe e la nube se ne andranno dalla montagna, allora saliranno sul monte. Mosè scese dal monte verso il popolo e li santificò ed essi lavarono le loro vesti. E disse al popolo: State pronti, per tre giorni non accostatevi a donna. Il terzo giorno dunque, verso l alba, ci furono voci, fulmini e una nube oscura sul monte Sinai; una voce di tromba echeggiava forte e tutto il popolo nell accampamento era impaurito. Mosè fece uscire il popolo dall accampamento verso Dio e si arrestarono sotto il monte. Il monte Sinai fumava tutto perché Dio era sceso su di esso nel fuoco e il fumo saliva come fumo di una fornace e il popolo ne restò estremamente sbigottito. Le voci della tromba si facevano sempre più forti. Mosè parlava e Dio gli rispondeva con una voce. Lettura del libro di Giobbe (38,1-21; 42,15). Disse il Signore a Giobbe nel turbine e nelle nubi: Chi è costui che mi nasconde il consiglio, trattiene parole nel cuore e pensa di nascondermele? Cingi come prode i tuoi fianchi: ti interrogherò e tu devi rispondermi. Dove eri quando fondavo la terra? Dimmelo se hai intelligenza. Sai tu chi ha stabilito le sue misure? O chi ha teso su di essa la corda? Su che cosa sono fissati i suoi ganci? Chi ne ha posto la pietra d angolo? Quando venivano formate le stelle mi lodarono a gran voce tutti i miei angeli. Ho arginato il mare con porte, quando si abbatteva violento uscendo dal grembo materno: gli ho posto una nube per manto e l ho avvolto in fasce di nebbia. Ho fissato i suoi confini, ponendovi chiavistelli e porte e gli ho detto: Sin qui giungerai e non oltre e in te stesso si infrangeranno i tuoi flutti. È forse ai tuoi tempi che ho disposto la luce mattutina? O che la stella mattutina ha visto il luogo fissato per lei, perché afferri i lembi della terra e ne scuota via gli empi? Sei stato forse tu che, prendendo fango della terra ne hai fatto un essere vivente e lo hai posto sulla terra, capace di parlare? Hai 4.ICorinti 11,23-32. 5.Matteo 26,1-20;Giovanni 13,3-17;Matteo 26,21-39;Luca 22,43-44;Matteo 26,40-75.27,1-2 1

tolto tu la luce agli empi, o hai spezzato il braccio dei superbi? Sei mai arrivato alla sorgente del mare? O hai camminato sui sentieri dell abisso? Si aprono davanti a te con timore le porte della morte e vedendoti restano atterriti i custodi dell ade? Sei stato istruito sull ampiezza di ciò che sta sotto il sole? Dimmi, qual è? E in quale terra abita la luce? Qual è il luogo delle tenebre? Puoi condurmi ai loro confini? E conosci i loro sentieri? Lo sai? Visto che sei nato allora e grande è il numero dei tuoi anni! Giobbe prese allora la parola e disse al Signore: So che tutto puoi e che nulla è impossibile a te. Chi può infatti nascondere a te il suo consiglio evitando parole e pensando di nasconderle a te? E chi mi potrà dire ciò che non so, cose grandi e meravigliose che io non conosco? Ascoltami, Signore, che io possa parlare: io chiederò a te e tu mi istruirai. Prima avevo udito di te con l orecchio, ma ora il mio occhio ti ha veduto. Lettura della profezia di Isaia (50,4-11). l Signore Dio mi dà lingua d istruzione, per conoscere quando si debba dire una parola; fin I dal mattino mi fa pronto, mi ha dato un orecchio per ascoltare: l istruzione del Signore Dio mi apre le orecchie e io non mi rifiuto né contraddico. Ho dato il dorso ai flagelli, le guance agli schiaffi e non ho distolto il volto dalla vergogna degli sputi: il Signore Dio è stato il mio aiuto. Per questo non ho avuto vergogna, ma ho reso il mio volto come dura pietra e so che non sarò confuso, perché è vicino colui che mi giustifica. Chi vuol venire in giudizio con me? Confrontiamoci insieme. Chi dunque vuol venire in giudizio con me? Mi si avvicini. Ecco, il Signore Dio mi aiuterà. Chi potrà farmi del male? Ecco che tutti voi invecchierete come un abito e la tignola vi divorerà. Chi tra voi teme il Signore? Ascolti la voce del suo servo. Voi che camminate nella tenebra e non avete luce, confidate nel nome del Signore e appoggiatevi a Dio. Ecco, voi tutti accendete un fuoco e alimentate la fiamma: camminate alla luce del vostro fuoco e alla fiamma che avete acceso. Da parte mia vi è accaduto tutto questo: nel dolore voi vi addormenterete. Lettura della prima epistola di Paolo ai Corinti (11,23-32). ratelli, io ho ricevuto dal Signore quello che a mia volta vi ho trasmesso: il Signore Gesù, F nella notte in cui veniva tradito, prese del pane e, dopo aver reso grazie, lo spezzò e disse: Questo è il mio corpo, che è per voi; fate questo in memoria di me. Allo stesso modo, dopo aver cenato, prese anche il calice, dicendo: Questo calice è la nuova alleanza nel mio sangue; fate questo, ogni volta che ne bevete, in memoria di me. Ogni volta infatti che mangiate di questo pane e bevete di questo calice, voi annunziate la morte del Signore finché egli venga. Perciò chiunque in modo indegno mangia il pane o beve il calice del Signore, sarà reo del corpo e del sangue del Signore. Ciascuno, pertanto esamini se stesso e poi mangi di questo pane e beva di questo calice; perché chi mangia e beve senza riconoscere il corpo del Signore, mangia e beve la propria condanna. È per questo che tra voi ci sono molti ammalati e infermi e un buon numero sono morti. Se però ci esaminassimo attentamente da noi stessi, non saremmo giudicati; quando poi siamo giudicati dal Signore, veniamo ammoniti per non esser condannati insieme con questo mondo. 4.ICorinti 11,23-32. 5.Matteo 26,1-20;Giovanni 13,3-17;Matteo 26,21-39;Luca 22,43-44;Matteo 26,40-75.27,1-2 2

Vangelo secondo Matteo. (Mt 26,1-20; Gv 13,3-17; Mt 26,21-39; Lc 22,43-45; Mt 26,40-27,2). isse il Signore ai suoi discepoli: Voi sapete che fra due giorni è pasqua e che il Figlio D dell uomo sarà consegnato per essere crocifisso. Allora i sommi sacerdoti e gli anziani del popolo si riunirono nel palazzo del sommo sacerdote, che si chiamava Caifa e tennero consiglio per arrestare con un inganno Gesù e farlo morire. Ma dicevano: Non durante la festa, perché non avvengano tumulti fra il popolo. Mentre Gesù si trovava a Betania, in casa di Simone il lebbroso, gli si avvicinò una donna con un vaso di alabastro di olio profumato molto prezioso e glielo versò sul capo mentre stava a mensa. I discepoli vedendo ciò si sdegnarono e dissero: Perché questo spreco? Lo si poteva vendere a caro prezzo per darlo ai poveri! Ma Gesù, accortosene, disse loro: Perché infastidite questa donna? Essa ha compiuto un azione buona verso di me. I poveri infatti li avete sempre con voi, me, invece, non sempre mi avete. Versando questo olio sul mio corpo, lo ha fatto in vista della mia sepoltura. In verità vi dico: dovunque sarà predicato questo vangelo, nel mondo intero, sarà detto anche ciò che essa ha fatto, in ricordo di lei. Allora uno dei dodici, chiamato Giuda Iscariota, andò dai sommi sacerdoti e disse: Quanto mi volete dare perché io ve lo consegni? E quelli gli fissarono trenta monete d argento. Da quel momento cercava l occasione propizia per consegnarlo. Il primo giorno degli azzimi, i discepoli si avvicinarono a Gesù e gli dissero: Dove vuoi che ti prepariamo, per mangiare la pasqua? Ed egli rispose: Andate in città, da un tale e ditegli: Il Maestro ti manda a dire: Il mio tempo è vicino; farò la pasqua da te con i miei discepoli. I discepoli fecero come aveva loro ordinato Gesù e prepararono la pasqua. Venuta la sera, si mise a mensa con i dodici. Gesù sapendo che il Padre gli aveva dato tutto nelle mani e che era venuto da Dio e a Dio ritornava, si alzò da tavola, depose le vesti e, preso un asciugatoio, se lo cinse attorno alla vita. Poi versò dell acqua nel catino e cominciò a lavare i piedi dei discepoli e ad asciugarli con l asciugatoio di cui si era cinto. Venne dunque da Simon Pietro e questi gli disse: Signore, tu lavi i piedi a me? Rispose Gesù: Quello che io faccio, tu ora non lo capisci, ma lo capirai dopo. Gli disse Simon Pietro: Non mi laverai mai i piedi! Gli rispose Gesù: Se non ti laverò, non avrai parte con me. Gli disse Simon Pietro: Signore, non solo i piedi, ma anche le mani e il capo! Soggiunse Gesù: Chi ha fatto il bagno, non ha bisogno di lavarsi se non i piedi ed è tutto mondo; e voi siete mondi, ma non tutti. Sapeva infatti chi lo tradiva; per questo disse: Non tutti siete mondi. Quando dunque ebbe lavato loro i piedi e riprese le vesti, sedette di nuovo e disse loro: Sapete ciò che vi ho fatto? Voi mi chiamate Maestro e Signore e dite bene, perché lo sono. Se dunque io, il Signore e il Maestro, ho lavato i vostri piedi, anche voi dovete lavarvi i piedi gli uni gli altri. Vi ho dato infatti l esempio, perché come ho fatto io, facciate anche voi. In verità, in verità vi dico: un servo non è più grande del suo padrone, né un apostolo è più grande di chi lo ha mandato. Sapendo queste cose, sarete beati se le metterete in pratica. Mentre mangiavano disse: In verità io vi dico, uno di voi mi tradirà. Ed essi, addolorati profondamente, incominciarono ciascuno a domandargli: Sono forse io, Signore? Ed egli rispose: Colui che ha intinto con me la mano nel piatto, quello mi tradirà. Il Figlio dell uomo se ne va, come è scritto di lui, ma guai a colui dal quale il Figlio dell uomo viene tradito; sarebbe meglio per quell uomo se non fosse mai nato! Giuda, il traditore, disse: Rabbi, sono forse io? Gli rispose: tu l hai detto. Ora, mentre essi mangiavano, Gesù prese il pane e, pronunziata la benedizione, lo spezzò e lo diede ai discepoli dicendo: Prendete e mangiate; questo è il mio corpo. Poi prese il calice e, dopo aver reso grazie, lo diede loro, dicendo: 4.ICorinti 11,23-32. 5.Matteo 26,1-20;Giovanni 13,3-17;Matteo 26,21-39;Luca 22,43-44;Matteo 26,40-75.27,1-2 3

Bevetene tutti, perché questo è il mio sangue dell alleanza, versato per molti, in remissione dei peccati. Io vi dico che da ora non berrò più di questo frutto della vite fino al giorno in cui lo berrò nuovo con voi nel regno del Padre mio. E dopo aver cantato l inno, uscirono verso il Monte degli Ulivi. Allora Gesù disse loro: Voi tutti vi scandalizzerete per causa mia in questa notte. Sta scritto infatti: Percuoterò il pastore e saranno disperse le pecore del gregge, ma dopo la mia risurrezione, vi precederò in Galilea. E Pietro gli disse: Anche se tutti si scandalizzassero di te, io non mi scandalizzerò mai. Gli disse Gesù: In verità ti dico: questa notte stessa, prima che il gallo canti, mi rinnegherai tre volte. E Pietro gli rispose: Anche se dovessi morire con te, non ti rinnegherò. Lo stesso dissero tutti gli altri discepoli. Allora Gesù andò con loro in un podere, chiamato Getsemani e disse ai discepoli: Sedetevi qui, mentre io vado là a pregare. E presi con sé Pietro e i due figli di Zebedeo, cominciò a provare tristezza e angoscia. Disse loro: La mia anima è triste fino alla morte; restate qui e vegliate con me. E avanzatosi un poco, si prostrò con la faccia a terra e pregava dicendo: Padre mio, se è possibile, passi da me questo calice! Però non come voglio io, ma come vuoi tu. Gli apparve allora un angelo dal cielo a confortarlo. In preda all angoscia, pregava più intensamente; e il suo sudore diventò come gocce di sangue che cadevano a terra. Poi, rialzatosi dalla preghiera, andò dai discepoli e li trovò che dormivano e disse a Pietro: Così non siete stati capaci di vegliare un ora sola con me? Vegliate e pregate, per non cadere in tentazione. Lo spirito è pronto, ma la carne è debole. E di nuovo, allontanatosi, pregava dicendo: Padre mio, se questo calice non può passare da me senza che io lo beva, sia fatta la tua volontà. E tornato di nuovo trovò i suoi che dormivano, perché gli occhi loro si erano appesantiti. E lasciatili, si allontanò di nuovo e pregò per la terza volta, ripetendo le stesse parole. Poi si avvicinò ai discepoli e disse loro: Dormite ormai e riposate! Ecco, è giunta l ora nella quale il Figlio dell uomo sarà consegnato in mano ai peccatori. Alzatevi, andiamo; ecco, colui che mi tradisce si avvicina. Mentre parlava ancora ecco arrivare Giuda, uno dei dodici e con lui una gran folla con spade e bastoni, mandata dai sommi sacerdoti e dagli anziani del popolo. Il traditore aveva dato loro questo segnale dicendo: Quello che bacerò, è lui; arrestatelo! E subito si avvicinò a Gesù e disse: Salve, Rabbi! E lo baciò. E Gesù gli disse: Amico, per questo sei qui! Allora si fecero avanti e misero le mani addosso a Gesù e lo arrestarono. Ed ecco, uno di quelli che erano con Gesù, messa mano alla spada, la estrasse e colpì il servo del sommo sacerdote staccandogli un orecchio. Allora Gesù gli disse: Rimetti la spada nel fodero, perché tutti quelli che mettono mano alla spada periranno di spada. Pensi forse che io non possa pregare il Padre mio, che mi darebbe subito più di dodici legioni di angeli? Ma come allora si adempirebbero le Scritture, secondo le quali così deve avvenire? In quello stesso momento Gesù disse alla folla: Siete usciti come contro un brigante, con spade e bastoni, per catturarmi. Ogni giorno stavo seduto nel tempio ad insegnare e non mi avete arrestato. Ma tutto questo è avvenuto perché si adempissero le Scritture dei profeti. Allora tutti i discepoli, abbandonatolo, fuggirono. Or quelli che avevano arrestato Gesù, lo condussero dal sommo sacerdote Caifa, presso il quale già si erano riuniti gli scribi e gli anziani. Pietro intanto lo aveva seguito da lontano fino al palazzo del sommo sacerdote; ed entrato anche lui, si pose a sedere tra i servi, per vedere la conclusione. I sommi sacerdoti e tutto il sinedrio cercavano qualche falsa testimonianza contro Gesù, per condannarlo a morte; ma non riuscirono a trovarne alcuna, pur essendosi fatti avanti molti falsi testimoni. Finalmente se ne presentarono due, che affermarono: Costui ha dichiarato: Posso distruggere il tempio di Dio e ricostruirlo in tre giorni. Alzatosi il sommo sacerdote gli disse: Non rispondi nulla? Che cosa testimoniano costoro contro di te? Ma Gesù taceva. Allora il sommo sacerdote gli disse: Ti scongiuro, per il Dio vivente, perché ci dica se tu sei il Cristo, 4.ICorinti 11,23-32. 5.Matteo 26,1-20;Giovanni 13,3-17;Matteo 26,21-39;Luca 22,43-44;Matteo 26,40-75.27,1-2 4

il Figlio di Dio. Tu l hai detto, gli rispose Gesù, anzi io vi dico: d ora innanzi vedrete il Figlio dell uomo seduto alla destra di Dio e venire sulle nubi del cielo. Allora il sommo sacerdote si stracciò le vesti dicendo: Ha bestemmiato! Perché abbiamo ancora bisogno di testimoni? Ecco, ora avete udito la bestemmia; che ve ne pare? E quelli risposero: È reo di morte. Allora gli sputarono in faccia e lo schiaffeggiarono; altri lo bastonavano, dicendo: Indovina, Cristo! Chi è che ti ha percosso? Pietro intanto se ne stava seduto fuori, nel cortile. Una serva gli si avvicinò e disse: Anche tu eri con Gesù, il galileo! Ed egli negò davanti a tutti: Non capisco che cosa tu voglia dire. Mentre usciva verso l atrio, lo vide un altra serva e disse ai presenti: Costui era con Gesù, il Nazareno. Ma egli negò di nuovo giurando: Non conosco quell uomo. Dopo un poco, i presenti gli si accostarono e dissero a Pietro: Certo anche tu sei di quelli; la tua parlata ti tradisce. Allora egli cominciò a imprecare e a giurare: Non conosco quell uomo! E subito un gallo cantò. E Pietro si ricordò delle parole dette da Gesù: Prima che il gallo canti, mi rinnegherai tre volte. E uscito all aperto, pianse amaramente. Venuto il mattino, tutti i sommi sacerdoti e gli anziani del popolo tennero consiglio contro Gesù, per farlo morire. Poi, messolo in catene, lo condussero e consegnarono al governatore Pilato. ΤΗ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΟΝ ΜΕΤΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Τῆς Ἐξόδου τὸ Ἀνάγνωσμα (Κέφ. ΙΘ', 10-19) Εἶπε Κύριος πρὸς Μωϋσήν, καταβὰς διαμάρτυραι τῶ λαῶ τούτω, καὶ ἄγνισον αὐτοὺς σήμερον καὶ αὔριον, καὶ πλυνάτωσαν τὰ ἱμάτια αὐτῶν, καὶ ἔστωσαν ἕτοιμοι εἰς τὴν ἡμέραν τὴν τρίτην, τὴ γὰρ ἡμέρα τὴ τρίτη, καταβήσεται Κύριος ἐπὶ τὸ ὄρος τὸ Σινά, ἐναντίον παντὸς τοῦ λαοῦ. Καὶ ἀφοριεὶς τὸν λαὸν κύκλῳ λέγων. Προσέχετε ἑαυτοὶς τοῦ ἀναβῆναι εἰς τὸ ὄρος, καὶ θίγειν τὶ αὐτοῦ, πᾷς ὁ ἀψάμενος τοῦ ὄρους, θανάτω τελευτήσει, οὐχ ἄψεται αὐτοῦ χείρ, ἐν γὰρ λίθοις λιθοβοληθήσεται, ἢ βολίδι κατατοξευθήσεται, ἐάν τε κτῆνος, ἐάν τε ἄνθρωπος, οὐ ζήσεται. Ὅταν δὲ αἱ φωναί, καὶ αἱ σάλπιγγες, καὶ ἡ νεφέλη ἀπέλθη ἀπὸ τοῦ ὄρους, ἐκεῖνοι ἀναβήσονται ἐπὶ τὸ ὄρος. Κατέβη δὲ Μωϋσῆς ἐκ τοῦ ὄρους πρὸς τὸν λαόν, καὶ ἡγίασεν αὐτούς, καὶ ἔπλυναν τὰ ἱμάτια αὐτῶν. Καὶ εἶπε τῶ λαῶ. Γίνεσθε ἕτοιμοι, τρεῖς ἡμέρας μὴ προσέλθητε γυναικί. Ἐγένετο δὲ τὴ ἡμέρα τὴ τρίτη, γενηθέντος πρὸς ὄρθρον, ἐγένοντο φωναὶ καὶ ἀστραπαὶ καὶ νεφέλη γνοφώδης ἐπὶ ὅρους Σινά, φωνὴ τῆς σάλπιγγος ἤχει μέγα, καὶ ἑπτοήθη πᾷς ὁ λαός, ὃς ἣν ἐν τῇ παρεμβολή. Καὶ ἐξήγαγε Μωϋσῆς τὸν λαὸν εἰς συνάντησιν τοῦ Θεοῦ ἐκ τῆς παρεμβολῆς, καὶ παρέστησαν ὑπὸ τὸ ὄρος, Τὸ ὄρος τὸ Σινὰ ἐκαπνίζετο ὅλον, διὰ τὸ καταβεβηκέναι τὸν Θεὸν ἐπ' αὐτὸ ἐν πυρί, ἀνέβαινε δὲ ὁ καπνός, ὡσεὶ ἀτμὶς καμίνου, καὶ ἐξέστη πᾶς ὁ λαὸς σφόδρα. Ἐγένοντο δὲ αἱ φωναὶ τῆς σάλπιγγος, προβαίνουσαι ἰσχυρότεραι σφόδρα. Μωϋσῆς ἐλάλει, ὁ δὲ Θεὸς ἀπεκρίνατο αὐτῷ φωνή. Ἰὼβ τὸ Ἀνάγνωσμα (Κέφ. ΛΗ', 1-21 ΜΒ', 1-5) Εἶπε Κύριος τῶ Ἰώβ, διὰ λαίλαπος καὶ νεφῶν. Τὶς οὗτος ὁ κρύπτων μὲ βουλήν, συνέχων δὲ ῥήματα ἐν καρδίᾳ, ἐμὲ δὲ οἴεται κρύπτειν. Ζῶσαι, ὥσπερ ἀνήρ, τήν, ὀσφύν 4.ICorinti 11,23-32. 5.Matteo 26,1-20;Giovanni 13,3-17;Matteo 26,21-39;Luca 22,43-44;Matteo 26,40-75.27,1-2 5

σου, ἐρωτήσω δὲ σε, σὺ δὲ μοὶ ἀποκρίθητι. Ποῦ ἢς ἐν τῷ θεμελιοῦν μὲ τὴν γήν; ἀπάγγειλον δὲ μοί, εἰ ἐπίστασαι σύνεσιν. Τίς. ἔθετο τὰ μέτρα αὐτῆς, εἰ οἶδας; ἢ τὶς ὁ ἐπαγαγὼν σπαρτίον ἐπ' αὐτῆς; ἐπί, τῖνος οἱ κρίκοι αὐτῆς πεπήγασι; τὶς δὲ ἐστιν ὁ βαλὼν λίθον γωνιαῖον ἐπ' αὐτῆς; ὅτε ἐγενήθησαν ἄστρα, ἤνεσάν με φωνὴ μεγάλη πάντες Ἀγγελοί μου, ἔφραξα δὲ θάλασσαν πύλαις, ὅτε ἐμαιοῦτο ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτῆς ἐκπορευομένη, ἐθέμην δὲ αὐτὴ νέφος ἀμφίασιν, ὁμίχλη δὲ αὐτὴν ἐσπαργάνωσα, ἐθέμην δὲ αὐτὴ ὅρια, περιθεὶς κλεῖθρα καὶ πύλας. Εἶπον δὲ αὐτή, μέχρι τούτου ἐλεύση, καὶ οὐχ ὑπερβήση, ἀλλ' ἐν σεαυτῇ συντριβήσονταί σου τὰ κύματα. Ἡ ἐπὶ σοῦ συντέταχα φέγγος πρωϊνόν, ἑωσφόρος δὲ εἶδε τὴν ἑαυτοῦ τάξιν, ἐπιλαβέσθαι πτερύγων γής, ἐκτινάξαι ἀσεβεῖς ἐξ αὐτῆς; Ἡ σύ, λαβών πηλόν, ἔπλασας ζῶον, καὶ λαλητὸν αὐτὸν ἔθου ἐπὶ τῆς γῆς; ἀφεῖλες δὲ ἀπὸ ἀσεβῶν τὸ φῶς, βραχίονα δὲ ὑπερηφάνων συνέτριψας; ἦλθες δὲ ἐπὶ πηγὴν θαλάσσης, ἐν δὲ ἴχνεσιν ἀβύσσου περιεπάτησας; ἀνοίγονται δὲ σοὶ φόβω πύλαι θανάτου, πυλωροὶ δὲ Ἄδου ἰδόντές σε, ἔπτηξαν; νενουθέτησαι δὲ τὸ εὖρος τῆς ὑπ' οὐρανόν. Ἀνάγγειλον δὲ μοί, πόση τὶς ἐστι; ποία δὲ γῆ αὐλίζεται τὸ φῶς; σκότους δὲ ποῖος τόπος; Εἰ ἀγάγοις μὲ εἰς ὅρια αὐτῶν, εἰ καὶ ἐπίστασαι τρίβους αὐτῶν, οἶδας ἄρα ὅτι τότε γεγένησαι, ἀριθμὸς δὲ ἐτῶν σου πολύς; Ὑπολαβῶν δὲ Ἰὼβ τῶ Κυρίω λέγει. Οἶδα ὅτι πάντα δύνασαι, ἀδυνατεῖ δὲ σοὶ οὐδέν. Τὶς γὰρ ἐστιν ὁ κρύπτων σὲ βουλήν; φειδόμενος δὲ ῥημάτων, καὶ σὲ οἴεται κρύπτειν; τὶς δὲ ἀναγγελεῖ μοί, ἃ οὐκ ἤδειν, μεγάλα καὶ θαυμαστά, ἃ οὐκ ἐπιστάμην. Ἄκουσον δέ μου, Κύριε, ἵνα καγῷ λαλήσω, ἐρωτήσω δὲ σε, σὺ δὲ μὲ δίδαξον, ἀκοὴν μὲν ὠτός, ἤκουόν σου τὸ πρότερον, νυνὶ δέ, ὁ ὀφθαλμός μου, ἑώρακέ σε. Προφητείας Ἡσαϊου τὸ Ἀνάγνωσμα (Κέφ. Ν' 4-11) Κύριος δίδωσί μοὶ γλῶσσαν παιδείας, τοῦ γνῶναι ἡνίκα δεῖ εἰπεῖν λόγον, ἔθηκέ με πρωϊ πρωϊ, προσέθηκέ μοὶ ὠτίον τοῦ ἀκούειν, καὶ παιδεία Κυρίου Κυρίου ἀνοίγει μου τὰ ὦτα, ἐγὼ δὲ οὐκ ἀπειθῶ, οὐδὲ ἀντιλέγω. Τὸν νώτόν μου ἔδωκα εἰς μάστιγας, τὰς δὲ σιαγόνας μου εἰς ῥαπίσματα, τὸ δὲ πρόσωπόν μου οὐκ ἀπέστρεψα ἀπὸ αἰσχύνης ἐμπτυσμάτων, καὶ Κύριος, Κύριος βοηθὸς μοὶ ἐγενήθη. Διὰ τοῦτο οὐκ ἐνετράπην, ἀλλὰ ἔθηκα τὸ πρόσωπόν μου ὡς στερεὰν πέτραν, καὶ ἔγνων, ὅτι οὐ μὴ αἰσχυνθῶ ὅτι ἐγγίζει ὁ δικαιώσας με. Τὶς ὁ κρινόμενός μοὶ; ἀντιστήτω μοὶ ἅμα, καὶ τὶς ὁ κρινόμενός μοὶ; ἐγγισάτω μοί, Ἰδοὺ Κύριος, Κύριος βοηθήσει μοί, τὶς κακώσει με; ἰδοὺ πάντες ὑμεῖς, ὡς ἱμάτιον, παλαιωθήσεσθε, καὶ ὡς σὴς καταφάγεται ὑμᾶς. Τὶς ἐν ὑμῖν ὁ φοβούμενος τὸν Κύριον; ὑπακουσάτω τῆς φωνῆς τοῦ παιδὸς αὐτοῦ. Οἱ πορευόμενοι ἐν σκότει, καὶ οὐκ ἔστιν αὐτοῖς φῶς, πεποίθατε ἐπὶ τῶ ὀνόματι Κυρίου, καὶ ἀντιστηρίσασθε ἐπὶ τῶ Θεῷ. Ἰδοὺ πάντες ὑμεῖς ὡς πύρ καίετε, καὶ κατισχύετε φλόγα, πορεύεσθε τῶ φωτὶ τοῦ πυρὸς ὑμῶν, καὶ τὴ φλογὶ ἢ ἐξεκαύσατε, δι' ἐμὲ ἐγένετο ταῦτα ὑμῖν, ἐν λύπῃ κοιμηθήσεσθε. Πρὸς Κορινθίους Α' Ἐπιστολῆς Παύλου (Κέφ. ΙΑ', 23-32) Ἀδελφοί, ἐγὼ παρέλαβον ἀπὸ τοῦ Κυρίου, ὃ καὶ παρέδωκα ὑμῖν, ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἐν τῇ νυκτί, ἢ παρεδίδοτο, ἔλαβεν ἄρτον, καὶ εὐχαριστήσας ἔκλασε, καὶ εἶπε, Λάβετε, φάγετε, τούτό μοῦ ἐστι τὸ σῶμα, τὸ ὑπὲρ ὑμῶν κλώμενον, τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν. Ὡσαύτως καὶ τὸ ποτήριον, μετὰ τὸ δειπνῆσαι, λέγων. Τοῦτο τὸ ποτήριον, ἡ καινὴ διαθήκη ἐστὶν ἐν τῷ ἐμῶ αἵματι. τοῦτο ποιεῖτε, Ὁσάκις ἂν πίνητε, εἰς τὴν ἐμὴν 4.ICorinti 11,23-32. 5.Matteo 26,1-20;Giovanni 13,3-17;Matteo 26,21-39;Luca 22,43-44;Matteo 26,40-75.27,1-2 6

ἀνάμνησιν. Ὁσάκις γὰρ ἂν ἐσθίητε τὸν ἄρτον τοῦτον, καί το ποτήριον τοῦτο πίνητε, τὸν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλλετε, ἄχρις οὗ ἂν ἔλθη. Ὥστε, ὃς ἂν ἐσθίη τὸν ἄρτον τοῦτον, ἢ πίνη τὸ ποτήριον τοῦ Κυρίου ἀναξίως, ἔνοχος ἔσται τοῦ σώματος καὶ αἵματος τοῦ Κυρίου. Δοκιμαζέτω δὲ ἄνθρωπος ἑαυτόν, καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω, καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω. Ὁ γάρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως, κρῖμα ἑαυτῶ ἐσθίει καὶ πίνει, μὴ διακρίνων τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. Διὰ τοῦτο ἐν ὑμῖν πολλοὶ ἀσθενεῖς καὶ ἄρρωστοι, καὶ κοιμῶνται ἱκανοί. Εἰ γὰρ ἑαυτοὺς διεκρίνομεν, οὐκ ἂν ἐκρινόμεθα. Κρινόμενοι δέ, ὑπὸ Κυρίου παιδευόμεθα, ἵνα μῄ σὺν τῶ Κόσμω κατακριθῶμεν. Ἐκ τοῦ κατά Ματθαῖον ἁγίου Εὐαγγελίου τὸ ἀνάγνωσμα. Ματθ. 26: 2-20, Ἰωάν. 13: 3-17, Ματθ. 26: 21-39, Λουκ. 22: 43-45, Ματθ. 26: 40-75, 27: 1-2 Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ Μαθηταῖς Οἴδατε ὅτι μετὰ δύο ἡμέρας τὸ Πάσχα γίνεται, καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς τὸ σταυρωθῆναι. Τότε συνήχθησαν οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ Πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ, εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ Ἀρχιερέως τοῦ λεγομένου Καϊάφα, καὶ συνεβουλεύσαντο, ἵνα τὸν Ιησοῦν δόλῳ κρατήσωσι καὶ ἀποκτείνωσιν. Ἔλεγον δέ μὴ ἐν τῇ ἑορτῇ, ἵνα μὴ θόρυβος γένηται ἐν τῷ λαῷ. Τοῦ δὲ Ιησοῦ γενομένου ἐν Βηθανίᾳ, ἐν οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ, προσῆλθεν αὐτῷ γυνὴ, ἀλάβαστρον μύρου ἔχουσα βαρυτίμου, καὶ κατέχεεν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἀνακειμένου. Ἰδόντες δὲ οἱ Μαθηταὶ αὐτοῦ ἠγανάκτησαν, λέγοντες Εἰς τί ἡ ἀπώλεια αὕτη; ἠδύνατο γὰρ τοῦτο τὸ μύρον πραθῆναι πολλοῦ, καὶ δοθῆναι τοῖς πτωχοῖς. Γνοὺς δὲ ὁ Ιησοῦς, εἶπεν αὐτοῖς Τί κόπους παρέχετε τῇ γυναικί; ἔργον γὰρ καλὸν εἰργάσατο εἰς ἐμέ. Τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε μεθ ἑαυτῶν, ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε. Βαλοῦσα γὰρ αὕτη τὸ μύρον τοῦτο ἐπὶ τοῦ σώματός μου, πρὸς τὸ ἐνταφιάσαι με ἐποίησεν. Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅπου ἐὰν κηρυχθῇ τὸ Εὐαγγέλιον τοῦτο ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ, λαληθήσεται καὶ ὃ ἐποίησεν αὕτη, εἰς μνημόσυνον αὐτῆς. Τότε πορευθεὶς εἷς τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Ιούδας Ισκαριώτης, πρὸς τοὺς Ἀρχιερεῖς, εἶπε Τί θέλετέ μοι δοῦναι, κἀγὼ ὑμῖν παραδώσω αὐτόν; Οἱ δὲ ἔστησαν αὐτῷ τριάκοντα ἀργύρια. Καὶ ἀπὸ τότε ἐζήτει εὐκαιρίαν, ἵνα αὐτὸν παραδῷ. Τῇ δὲ πρώτῃ τῶν ἀζύμων προσῆλθον οἱ Μαθηταὶ τῷ Ιησοῦ, λέγοντες αὐτῷ Ποῦ θέλεις ἑτοιμάσωμέν σοι φαγεῖν τὸ Πάσχα; Ὁ δὲ εἶπεν Ὑπάγετε εἰς τὴν Πόλιν πρὸς τὸν δεῖνα, καὶ εἴπατε αὐτῷ ὁ Διδάσκαλος λέγει Ὁ καιρός μου ἐγγύς ἐστι, πρὸς σὲ ποιῶ τὸ Πάσχα μετὰ τῶν Μαθητῶν μου. Καὶ ἐποίησαν οἱ Μαθηταὶ ὡς συνέταξεν αὐτοῖς ὁ Ιησοῦς, καὶ ἡτοίμασαν τὸ Πάσχα. Οψίας δὲ γενομένης ἀνέκειτο μετὰ τῶν δώδεκα. Εἰδὼς ὁ Ιησοῦς ὅτι πάντα δέδωκεν αὐτῷ ὁ Πατὴρ εἰς τὰς χεῖρας, καὶ ὅτι ἀπὸ Θεοῦ ἐξῆλθε, καὶ πρὸς τὸν Θεὸν ὑπάγει, ἐγείρεται ἐκ τοῦ δείπνου, καὶ τίθησι τὰ ἱμάτια, καὶ λαβὼν λέντιον, διέζωσεν ἐαυτόν. Εἶτα βάλλει ὕδωρ εἰς τὸν νιπτῆρα, καὶ ἤρξατο νίπτειν τοὺς πόδας τῶν Μαθητῶν καὶ ἐκμάσσειν τῷ λεντίῳ, ᾧ ἦν διεζωσμένος. Ἔρχεται οὖν πρὸς Σίμωνα Πέτρον, καὶ λέγει αὐτῷ ἐκεῖνος Κύριε, σύ μου νίπτεις τοὺς πόδας; Ἀπεκρίθη ὁ Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ Ὅ ἐγὼ ποιῶ, σὺ οὐκ οἶδας ἄρτι, γνώσῃ δὲ μετὰ ταῦτα. Λέγει αὐτῷ Πέτρος οὐ μὴ νίψῃς τοὺς πόδας μου εἰς τὸν αἰῶνα. Ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ιησοῦς Ἐὰν μὴ νίψω σε, οὐκ ἔχεις μέρος μετ ἐμοῦ. Λέγει αὐτῷ Σίμων Πέτρος Κύριε, μὴ τοὺς πόδας μου μόνον, ἀλλὰ καὶ τὰς χεῖρας καὶ τὴν κεφαλήν. Λέγει αὐτῷ ὁ Ιησοῦς Ὁ λελουμένος οὐ χρείαν ἔχει ἢ τοὺς πόδας νίψασθε, ἀλλ ἔστι 4.ICorinti 11,23-32. 5.Matteo 26,1-20;Giovanni 13,3-17;Matteo 26,21-39;Luca 22,43-44;Matteo 26,40-75.27,1-2 7

καθαρὸς ὅλος καὶ ὑμεῖς καθαροί ἐστε, ἀλλ οὐχὶ πάντες. Ἤδει γὰρ τὸν παραδιδόντα αὐτόν διὰ τοῦτο εἶπεν οὐχὶ πάντες καθαροί ἐστε. Οτε οὖν ἔνιψε τοὺς πόδας αὐτῶν καὶ ἔλαβε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, ἀναπεσὼν πάλιν εἶπεν αὐτοῖς Γινώσκετε τί πεποίηκα ὑμῖν; Ὑμεῖς φωνεῖτε με, ὁ Διδάσκαλος καὶ ὁ Κύριος, καὶ καλῶς λέγετε εἰμὶ γάρ. Εἰ οὖν ἐγὼ ἔνιψα ὑμῶν τοὺς πόδας, ὁ Κύριος καὶ ὁ Διδάσκαλος, καὶ ὑμεῖς ὀφείλετε ἀλλήλων νίπτειν τοὺς πόδας. Ὑπόδειγμα γὰρ δέδωκα ὑμῖν, ἵνα καθὼς ἐγὼ ἐποίησα ὑμῖν, καὶ ὑμεῖς ποιῆτε. Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ ἔστι δοῦλος μείζων τοῦ κυρίου αὐτοῦ, οὐδὲ ἀπόστολος μείζων τοῦ πέμψαντος αὐτόν. Εἰ ταῦτα οἴδατε, μακάριοί ἐστε, ἐὰν ποιῆτε αὐτά. Καὶ ἐσθιόντων αὐτῶν εἶπεν Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅτι εἷς ἐξ ὑμῶν παραδώσει με. Καὶ λυπούμενοι σφόδρα ἤρξαντο λέγειν αὐτῷ ἕκαστος αὐτῶν Μήτι ἐγώ εἰμι, Κύριε; Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν Ὁ ἐμβάψας μετ ἐμοῦ ἐν τῷ τρυβλίῳ τὴν χεῖρα, οὖτός με παραδώσει. Ὁ μὲν Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὑπάγει καθὼς γέγραπται περὶ αὐτοῦ οὐαὶ δὲ τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ δι οὗ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται καλὸν ἦν αὐτῷ εἰ οὐκ ἐγεννήθη ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος. Ἀποκριθεὶς δὲ Ιούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν εἶπε Μήτι ἐγώ εἰμι, Ῥαββί; Λέγει αὐτῷ Σὺ εἶπας. Εσθιόντων δὲ αὐτῶν λαβὼν ὁ Ιησοῦς τὸν ἄρτον καὶ εὐχαριστήσας ἔκλασε, καὶ ἐδίδου τοῖς Μαθηταῖς, καὶ εἶπε Λάβετε, φάγετε τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου. Καὶ λαβὼν τὸ ποτήριον, καὶ εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς, λέγων Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες τοῦτο γάρ ἐστι τὸ αἷμά μου τὸ τῆς καινῆς διαθήκης, τὸ περὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. Λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐ μὴ πίω ἀπ ἄρτι ἐκ τούτου τοῦ γενήματος τῆς ἀμπέλου, ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης, ὅταν αὐτὸ πίνω μεθ ὑμῶν καινὸν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Πατρός μου. Καὶ ὑμνήσαντες, ἐξῆλθον εἰς τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Τότε λέγει αὐτοῖς ὁ Ιησοῦς Πάντες ὑμεῖς σκανδαλισθήσεσθε ἐν ἐμοὶ ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ γέγραπται γάρ «Πατάξω τὸν ποιμένα, καὶ διασκορπισθήσονται τὰ πρόβατα τῆς ποίμνης.» Μετὰ δὲ τὸ ἐγερθῆναι με, προάξω ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν. Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Πέτρος, εἶπεν αὐτῷ Εἰ πάντες σκανδαλισθήσονται ἐν σοί, ἐγὼ δὲ οὐδέποτε σκανδαλισθήσομαι. Ἔφη αὐτῷ ὁ Ιησοῦς Ἀμὴν λέγω σοι ὅτι ἐν ταύτῃ τῇ νυκτὶ, πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι, τρὶς ἀπαρνήσῃ με. Λέγει αὐτῷ ὁ Πέτρος κἂν δέῃ με σὺν σοὶ ἀποθανεῖν, οὐ μή σε ἀπαρνήσομαι. Ὁμοίως δὲ καὶ πάντες οἱ Μαθηταὶ εἶπον. Τότε ἔρχεται μετ αὐτῶν ὁ Ιησοῦς εἰς χωρίον λεγόμενον Γεθσημανῆ, καὶ λέγει τοῖς Μαθηταῖς αὐτοῦ καθίσατε αὐτοῦ ἕως οὗ ἀπελθὼν προσεύξωμαι ἐκεῖ. Καὶ παραλαβὼν τὸν Πέτρον, καὶ τοὺς δύο υἱοὺς Ζεβεδαίου, ἤρξατο λυπεῖσθαι καὶ ἀδημονεῖν. Τότε λέγει αὐτοῖς ὁ Ιησοῦς Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου μείνατε ὧδε, καὶ γρηγορεῖτε μετ ἐμοῦ. Καὶ προελθὼν μικρὸν, ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ, προσευχόμενος, καὶ λέγων Πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ ὡς σύ. Ὤφθη δὲ αὐτῷ Ἄγγελος ἀπ οὐρανοῦ, ἐνισχύων αὐτόν. Καὶ γενόμενος ἐν ἀγωνίᾳ, ἐκτενέστερον προσηύχετο. ἐγένετο δὲ ὁ ἱδρὼς αὐτοῦ ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος καταβαίνοντες ἐπὶ τὴν γῆν. Καὶ ἀναστὰς ἀπὸ τῆς προσευχῆς, ἔρχεται πρὸς τοὺς Μαθητὰς, καὶ εὑρίσκει αὐτοὺς καθεύδοντας καὶ λέγει τῷ Πέτρῳ Οὕτως οὐκ ἰσχύσατε μίαν ὥραν γρηγορῆσαι μετ ἐμοῦ! Γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ σὰρξ ἀσθενής. Πάλιν ἐκ δευτέρου ἀπελθὼν, προσηύξατο λέγων Πάτερ μου, εἰ οὐ δύναται τοῦτο τὸ ποτήριον παρελθεῖν ἀπ ἐμοῦ, ἐὰν μὴ αὐτὸ πίω, γενηθήτω τὸ θέλημά σου. Καὶ ἐλθὼν εὑρίσκει αὐτοὺς πάλιν καθεύδοντας ἦσαν γὰρ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν βεβαρημένοι. Καὶ ἀφεὶς 4.ICorinti 11,23-32. 5.Matteo 26,1-20;Giovanni 13,3-17;Matteo 26,21-39;Luca 22,43-44;Matteo 26,40-75.27,1-2 8

αὐτοὺς, ἀπελθὼν πάλιν, προσηύξατο ἐκ τρίτου, τὸν αὐτὸν λόγον εἰπών. Τότε ἔρχεται πρὸς τοὺς Μαθητὰς αὐτοῦ, καὶ λέγει αὐτοῖς Καθεύδετε τὸ λοιπὸν, καὶ ἀναπαύεσθε! ἰδοὺ ἤγγικεν ἡ ὥρα, καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἁμαρτωλῶν. Ἐγείρεσθε, ἄγωμεν ἰδοὺ, ἤγγικεν ὁ παραδιδούς με. Καὶ ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος, ἰδοὺ Ιούδας εἷς τῶν δώδεκα, ἦλθε, καὶ μετ αὐτοῦ ὄχλος πολὺς μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων, ἀπὸ τῶν Ἀρχιερέων καὶ Πρεσβυτέρων τοῦ λαοῦ. Ὁ δὲ παραδιδοὺς αὐτὸν ἔδωκεν αὐτοῖς σημεῖον λέγων Ὅν ἂν φιλήσω, αὐτός ἐστι κρατήσατε αὐτόν. Καὶ εὐθέως προσελθὼν τῷ Ιησοῦ, εἶπε Χαῖρε, Ῥαββί καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. Ὁ δὲ Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ Ἑταῖρε, ἐφ ᾧ πάρει. Τότε προσελθόντες ἐπέβαλον τὰς χεῖρας ἐπὶ τὸν Ιησοῦν, καὶ ἐκράτησαν αὐτόν. Καὶ ἰδοὺ, εἷς τῶν μετὰ Ιησοῦ, ἐκτείνας τὴν χεῖρα, ἀπέσπασε τὴν μάχαιραν αὐτοῦ, καὶ πατάξας τὸν δοῦλον τοῦ Ἀρχιερέως, ἀφεῖλεν αὐτοῦ τὸ ὠτίον. Τότε λέγει αὐτῷ ὁ Ιησοῦς ἀπόστρεψόν σου τὴν μάχαιραν εἰς τὸν τόπον αὐτῆς πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν, ἐν μαχαίρᾳ ἀποθανοῦνται. Ἤ δοκεῖς ὅτι οὐ δύναμαι ἄρτι παρακαλέσαι τὸν Πατέρα μου, καὶ παραστήσει μοι πλείους ἢ δώδεκα λεγεῶνας Ἀγγέλων; πῶς οὖν πληρωθῶσιν αἱ Γραφαὶ, ὅτι οὕτω δεῖ γενέσθαι; Εν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ εἶπεν ὁ Ιησοῦς τοῖς ὄχλοις Ὡς ἐπὶ λῃστὴν ἐξήλθετε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων συλλαβεῖν με καθ ἡμέραν πρὸς ὑμᾶς ἐκαθεζόμην διδάσκων ἐν τῷ Ἱερῷ, καὶ οὐκ ἐκρατήσατέ με. Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν, ἵνα πληρωθῶσιν αἱ γραφαὶ τῶν Προφητῶν. Τότε οἱ Μαθηταὶ πάντες, ἀφέντες αὐτὸν, ἔφυγον. Οἱ δὲ κρατήσαντες τὸν Ιησοῦν, ἀπήγαγον πρὸς Καῑάφαν τὸν Ἀρχιερέα, ὅπου οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ Πρεσβύτεροι συνήχθησαν. Ὁ δὲ Πέτρος ἠκολούθει αὐτῷ ἀπὸ μακρόθεν, ἕως τῆς αὐλῆς τοῦ Ἀρχιερέως, καὶ εἰσελθὼν ἔσω, ἐκάθητο μετὰ τῶν ὑπηρετῶν, ἰδεῖν τὸ τέλος. Οἱ δὲ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Πρεσβύτεροι, καὶ τὸ συνέδριον ὅλον ἐζήτουν ψευδομαρτυρίαν κατὰ τοῦ Ιησοῦ, ὅπως θανατώσωσιν αὐτόν καὶ οὐχ εὗρον καὶ πολλῶν ψευδομαρτύρων προσελθόντων, οὐχ εὗρον. Ὕστερον δὲ προσελθόντες δύο ψευδομάρτυρες, εἶπον Οὗτος ἔφη Δύναμαι καταλῦσαι τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ, καὶ διὰ τριῶν ἡμερῶν οἰκοδομῆσαι αὐτόν. Καὶ ἀναστὰς ὁ Ἀρχιερεὺς, εἶπεν αὐτῷ Οὐδὲν ἀποκρίνῃ; τί οὗτοί σου καταμαρτυροῦσιν; Ὁ δὲ Ιησοῦς ἐσιώπα. Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἀρχιερεὺς, εἶπεν αὐτῷ Ἐξορκίζω σε κατὰ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, ἵνα ἡμῖν εἴπῃς, εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστὸς, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Λέγει αὐτῷ ὁ Ιησοῦς Σὺ εἶπας πλὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ ἄρτι ὄψεσθε τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου καθήμενον ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως καὶ ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ. Τότε ὁ Ἀρχιερεὺς διέρρηξε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, λέγων ὅτι ἐβλασφήμησε τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων; ἴδε, νῦν ἠκούσατε τὴν βλασφημίαν αὐτοῦ τί ὑμῖν δοκεῖ; Οἱ δὲ ἀποκριθέντες, εἶπον ἔνοχος θανάτου ἐστί. Τότε ἐνέπτυσαν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ, καὶ ἐκολάφισαν αὐτόν, οἱ δὲ ἐρράπισαν, λέγοντες Προφήτευσον ἡμῖν, Χριστέ, τίς ἐστιν ὁ παίσας σε; Ο δὲ Πέτρος ἔξω ἐκάθητο ἐν τῇ αὐλῇ καὶ προσῆλθεν αὐτῷ μία παιδίσκη, λέγουσα Καὶ σὺ ἦσθα μετὰ Ιησοῦ τοῦ Γαλιλαίου. Ὁ δὲ ἠρνήσατο ἔμπροσθεν αὐτῶν πάντων, λέγων Οὐκ οἶδα τί λέγεις. Ἐξελθόντα δὲ αὐτὸν εἰς τὸν πυλῶνα, εἶδεν αὐτὸν ἄλλη, καὶ λέγει τοῖς ἐκεῖ καὶ οὗτος ἦν μετὰ Ιησοῦ τοῦ Ναζωραίου. Καὶ πάλιν ἠρνήσατο μεθ ὅρκου ὅτι οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον. Μετὰ μικρὸν δὲ προσελθόντες, οἱ ἑστῶτες, εἶπον τῷ Πέτρῳ ἀληθῶς καὶ σὺ ἐξ αὐτῶν εἶ καὶ γὰρ ἡ λαλιά σου δῆλόν σε ποιεῖ. Τότε ἤρξατο καταναθεματίζειν καὶ ὀμνύειν, ὅτι οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον. Καὶ εὐθέως ἀλέκτωρ ἐφώνησε. Καὶ ἐμνήσθη ὁ Πέτρος τοῦ ῥήματος Ιησοῦ εἰρηκότος αὐτῷ ὅτι πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι, τρὶς ἀπαρνήσῃ 4.ICorinti 11,23-32. 5.Matteo 26,1-20;Giovanni 13,3-17;Matteo 26,21-39;Luca 22,43-44;Matteo 26,40-75.27,1-2 9

με. Καὶ ἐξελθὼν ἔξω, ἔκλαυσε πικρῶς. Πρωΐας δὲ γενομένης, συμβούλιον ἔλαβον πάντες οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ κατὰ τοῦ Ιησοῦ, ὥστε θανατῶσαι αὐτόν Καὶ δήσαντες αὐτὸν, ἀπήγαγον, καὶ παρέδωκαν αὐτὸν Ποντίῳ Πιλάτῳ τῷ ἡγεμόνι. Νεοελληνική γλώσσα 1. Είπεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν κατέβα, εντόνως μίλησε προς τον λαόν να καθαρισθούν σωματικώς και ψυχικώς σήμερον και αύριον, να πλύνουν τα ιμάτιά των, και να είναι έτοιμοι την τρίτην ημέραν. Διότι κατά την τρίτην ημέραν θα καταβή ο Κυριος στο όρος Σινά ενώπιον όλου του λαού. Θα περιορίσης και θα τοποθετήσης τον λαόν εις μικράν απόστασιν κύκλω από το όρος Σινά και θα τους είπης Προσέχετε πολύ, μήπως τυχόν και αναβή κανείς στο όρος και εγγίση κάτι από αυτό. Εκείνος που θα εγγίση τα όρος, θα θανατωθή αμέσως. Καμμία χειρ δεν θα εγγίση αυτό. Οποιος το εγγίση, θα λιθοβοληθή η θα τοξευθή με βέλος και θα φονευθή. Είτε ζώον είναι αυτό, είτε άνθρωπος, δεν θα ζήση. Οταν αι βρονται και οι ήχοι των σαλπίγγων παύσουν να ακούωνται στο όρος και η νεφέλη απέλθη, τότε οι Ισραηλίται θα αναβούν εις αυτό. Κατέβη ο Μωϋσής από το όρος, ήλθε προς τον λαόν και τους ανήγγειλεν όσα του είπεν ο Θεός. Εκείνοι εκαθαρίσθησαν, έπλυναν τα ιμάτιά των και ητοιμάσθησαν. Είπεν ακόμη ο Μωϋσής προς τον λαόν να είσθε έτοιμοι επί τρεις ημέρας και μη πλησιάσετε γυναίκα. Ενωρίς το πρωϊ κατά την τρίτην ημέραν έγιναν βρονταί και αστραπαί και νεφέλη σκοτεινή επάνω στο όρος Σινά, ο ήχος της σάλπιγγος αντηχούσε πολύ δυνατά. Ολος ο λαός, που ευρίσκετο ακόμη εις την κατασκήνωσίν του, εφοβήθη και ετρόμαξε. Εδωσεν εντολήν ο Μωϋσής στον ισραηλιτικόν λαόν να εξέλθη από την κατασκήνωσίν του προς συνάντησιν του Θεού. Εξήλθον πράγματι και εσταμάτησαν όρθιοι στους πρόποδας του όρους. Το όρος Σινά εκάπνιζεν όλο, διότι ωσάν πυρ είχε καταβή επάνω εις αυτό ο Θεός. Ανέβαινεν ο καπνός πυκνός όπως ο καπνός της ασβεστοκαμίνου. Ο ισραηλιτικός λαός εκυριεύθη από κατάπληξιν και δέος πολύ. Οι ήχοι των σαλπίγγων εγίνοντο ολονέν και δυνατώτεροι. Κατά την ώραν αυτήν ο Μωϋσής ηρώτα τον Θεόν και ο Θεός απεκρίνετο προς αυτόν με φωνήν. 2. Είπεν ο Κυριος δια μέσου της λαίλαπος και των νερών ποιός είναι αυτός, ο οποίος με τας εξηγήσεις που δίδει συσκοτίζει και αποκρύπτει τας ιδικάς μου βουλάς, κρατεί δε εις την καρδίαν του λόγους αστηρίκτους και νομίζει ότι εγώ είμαι εκείνος, που κρύπτω τας βουλάς μου; Ζώσε, λοιπόν, την μέσην σου ως ανήρ πολεαιστής και πάρε θάρρος, διότι εγώ θα σε ερωτήσω, συ δε δος μου απόκρισιν. Που ήσουνα, όταν εγώ εθεμελίωνα την γην; Απάντησέ μου, εάν έχης σύνεσιν. Ποιός έθεσε τα μέτρα αυτής; Πές μου, εάν το γνωρίζης. Ποιός, όταν αυτή οικοδομείτο, έβαλε νήμα στάθμης δια την ακρίβειαν της οικοδομής; Επάνω δε εις ποίαν βάσιν έχουν εμπηχθή στερεά οι κρίκοι αυτής; Ποιός είναι εκείνος, που έβαλε τον ακρογωνιαίον θεμέλιον λίθον, δια να την υποβαστάζη στερεάν και ακλόνητον; Οταν εδημιουργήθησαν τα άστρα, οι άγγελοί μου με εδοξολόγησαν με μεγάλην φωνήν. Εγώ έφραξα με πύλας τας ακτάς της θαλάσσης, όταν αυτή δημιουργουμένη και εξερχομένη από το χάος εφαίνετο, ως εάν εξήρχετο από την κοιλίαν της μητρός της με την βοήθειαν μαίας. Τα νέφη του ουρανού τα έθεσα ως ενδυμασίαν της, με ομίχλην δέ, που μερικές φορές απλώνεται εις την επιφάνειάν της, την εσπαργάνωσα. Εθεσα εις αυτήν όρια, διότι ετοποθέτησα ολόγυρα κλειδιά και πύλας. Είπα δε εις αυτήν Εως στο σημείον αυτό θα έλθης και δεν θα το υπερβής. Αλλά τα κύματά σου θα συντριβούν μέσα σου, μέσα εις τα όρια, που εγώ σου εχάραξα. Η μήπως επί της ιδικής σου εποχής εγώ έχω τακτοποιήσει τον ήλιον, ο οποίος από της πρωΐας στέλλει το φως του; Επί των ημερών σου δε ο αυγερινός είδε την τακτικήν και κανονικήν πορείαν του, ώστε να απλώνη το ορθρινόν φως έως εις τα άκρα της γης, να αποκαλύπτη δε και να διασκορπίζη από αυτήν τους ασχημονούντας ασεβείς, τους 4.ICorinti 11,23-32. 5.Matteo 26,1-20;Giovanni 13,3-17;Matteo 26,21-39;Luca 22,43-44;Matteo 26,40-75.27,1-2 10

ανθρώπους του σκότους; Η μήπως συ επήρες από την γην χώμα, έφτιασες πηλόν και έπλασες ον ζων, τον άνθρωπον, έδωσες εις αυτόν λογικόν και ομιλίαν και τον έθεσες κυρίαρχον επάνω εις την γην; Αφῄρεσες συ το φως από τους ασεβείς και συνέτριψες τον προς την αδικίαν εκτεινόμενον βραχίονα των υπερηφάνων; Κατήλθες συ στον βυθόν της θαλάσσης, όπου υπάρχουν αι πηγαί της, εις δε τους πυθμένας των θαλασσών περιεπάτησες; Ανοίγονται ενώπιόν σου με φόβον αι κατάκλειστοι πύλαι της περιοχής, όπου κυριαρχεί ο θάνατος, οι δε θυρωροί του άδου, όταν σε είδαν, ετρόμαξαν και υπεστάλησαν; Εχεις γνωρίσει, πόσον είναι το πλάτος της κάτω από τον ουρανόν εκτεινομένης γης; Είπέ μου, λοιπόν, πόση είναι η έκτασις της; Εις ποίον δε τόπον της γης κατοικεί το φως κατά το διάστημα της νυκτός; Ποίος δε είναι ο τόπος, όπου διαμένει το σκότος; Ημπορείς να με οδήγησης εις τα σύνορα των; Μηπως γνωρίζστους δρόμους των; Μηπως και γνωρίζστούτο, διότι τότε που εδημιουργείτο το φως και εξεχώριζα αυτό από το σκότος, είχες και συ γεννηθή, ο δε αριθμός των ετών σου είναι μεγάλος;ιώβ. Καθ' όλην δε την υπό τον ουρανόν οικουμένην δεν ευρέθησαν ωσάν τας θυγατέρας του Ιώβ καλύτεραι και ωραιότεροι. Απέκτησε δε τόσα πολλά ο Ιώβ, ώστε έδωκε και εις τας τρεις αυτάς θυγατέρας του κληρονομίαν μεγάλην μεταξύ των αδελφών των. 3. Ο Κυριος μου έχει δώσει γλώσσαν παιδείας και σοφίας, δια να γνωρίζω τι και πότε πρέπει να ομιλήσω. Πολύ ενωρίς μου εδώσε την μόρφωσιν αυτήν και μου προσέθεσεν οξύτητα ακοής, δια να ακούω την αλήθειαν και υπακούω εις αυτόν. Η δια των παιδαγωγικών παθημάτων παιδεία του Κυρίου, μάλιστα του Κυρίου, μου ανοίγει τα αυτιά, εγώ δε δεν απειθώ, δεν αντιλέγω εις την παιδείαν αυτήν. Εδωκα τον νώτον μου εις μάστιγας και τας σιαγόνας μου εις ραπίσματα, το δε πρόσωπόν μου δεν το απέστρεψα από την αισχύνην των εμπτυσμάτων. Αλλα ο Κυριος, ο Κυριος είναι και μου συμπαρεστάθη βοηθός μου. Χαρις εις την στοργικήν παρουσίαν του, δεν εκυριεύθην από έντροπην, άλλα ακλόνητον ως βράχον προέβαλα το πρόσωπόν μου, διότι εγνώριζα ότι τελικώς δεν πρόκειται να εντροπιασθώ. Ναι, δεν θα εντροπιασθώ, διότι ευρίσκεται πλησίον μου, έρχεται κοντά μου αυτός, ο οποίος θα μου αποδώση το δίκαιον. Ποιός είναι αυτός, ο οποίος θέλει να αντιμετρηθή μαζή μου εις δίκην; Ας σταθή αντιμέτωπός μου αμέσως. Και ποιός θα εκρίνετο μαζή μου και θα ενόμιζεν ότι έχει δίκαιον απέναντί μου; Ας με πλησίαση. Ιδού, ο Κυριος και Θεός είναι βοηθός μου. Ποιός θα μου κάμη κακόν; Ιδού, όλοι σεις οι αντιτιθέμενοι προς εμέ, θα παληώσετε και θα καταρρακωθήτε σαν ιμάτιον και ωσάν σκόρος θα σας καταφάγη η κακότης και αμαρτωλότης σας. Ποιός μεταξύ σας φοβείται τον Κυριον; Ας υπακούση εις την φωνήν του παιδός του. Σεις, οι οποίοι πορεύεσθε μέσα στο σκότος της αγνοίας και δεν υπάρχει κανένα δια σας φως, πιστεύσατε στο όνομα του Κυρίου, στηριχθήτε με πεποίθησιν στον Θεόν. Ιδού, όλοι σεις, που δεν υπακούετε στον παίδα του Θεού, ανάπτετε φωτιάν στον εαυτόν σας και τον κατακαίετε. Τροφοδοτείτε και δυναμώνετε ολονέν περισσότερον την φλόγα του πυρός, που σας κατακαίει. Πορευθήτε με το αντιφέγγισμα του ολεθρίου πυρός, που σεις ανάψατε κατά του εαυτού σας, και με την φλόγα, την οποίαν σεις εδυναμώσετε ακόμη περισσότερον. Συνέβησαν όλα αυτά τα φοβερά εις σας, διότι δεν επιστεύσατε εις εμέ. Βυθισμένοι δε εις την λύπην και τον πόνον θα αποθάνετε. 4. Αδελφοί, εγώ παράλαβα από τον Κύριο αυτό που επίσης σας παράδωσα, ότι ο Κύριος Ιησούς τη νύχτα που προδιδόταν έλαβε άρτο και, αφού ευχαρίστησε το Θεό, τον έκοψε με τα χέρια και είπε: «Τούτο είναι το σώμα μου που κόβεται για χάρη σας. τούτο να κάνετε στη δική μου ανάμνηση». Όμοια πήρε και το ποτήρι μετά το δείπνο λέγοντας: «Τούτο το ποτήρι είναι η καινούργια διαθήκη με το δικό μου αίμα. τούτο να κάνετε, όσες φορές πίνετε, στη δική μου ανάμνηση». Γιατί όσες φορές τρώτε τον άρτο τούτο και από το ποτήρι πίνετε, το θάνατο του Κυρίου αναγγέλλετε μέχρις ότου έρθει. Ώστε όποιος τρώει τον άρτο ή πίνει από το ποτήρι του Κυρίου ανάξια, ένοχος θα είναι στο σώμα και στο αίμα του Κυρίου. Ας 4.ICorinti 11,23-32. 5.Matteo 26,1-20;Giovanni 13,3-17;Matteo 26,21-39;Luca 22,43-44;Matteo 26,40-75.27,1-2 11

δοκιμάζει λοιπόν ο άνθρωπος τον εαυτό του, και έτσι από τον άρτο ας τρώει και από το ποτήρι ας πίνει. Γιατί όποιος τρώει και πίνει ανάξια, τρώει και πίνει καταδίκη για τον εαυτό του, αν δε διακρίνει το σώμα του Κυρίου. Γι αυτό είναι μεταξύ σας πολλοί ασθενείς και άρρωστοι και κοιμούνται αρκετοί. Αν λοιπόν εξετάζαμε τους εαυτούς μας, δε θα κρινόμασταν. Όταν κρινόμαστε όμως από τον Κύριο, παιδευόμαστε, για να μην κατακριθούμε μαζί με τον κόσμο. 5. Ειπε ο Κύριος στους μαθητές του: «Ξέρετε ότι μετά δύο ημέρες είναι το Πάσχα, και ο Υιός του ανθρώπου παραδίνεται για να σταυρωθεί». Τότε συγκεντρώθηκαν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού στην αυλή του αρχιερέα του λεγόμενου Καϊάφα και έκαναν συμβούλιο, για να συλλάβουν τον Ιησού με δόλο και να τον σκοτώσουν. Και έλεγαν: «Όχι κατά την εορτή, για να μη γίνει θόρυβος στο λαό». Και όταν ο Ιησούς ήταν στη Βηθανία, στην οικία του Σίμωνα του λεπρού, τον πλησίασε μια γυναίκα έχοντας αλαβάστρινο δοχείο με μύρο πολύτιμο και το κατάχυσε πάνω στο κεφάλι του, ενώ αυτός καθόταν, για να φάει. Όταν το είδαν όμως οι μαθητές, αγανάκτησαν λέγοντας: «Γιατί αυτή η σπατάλη; Επειδή μπορούσε τούτο το μύρο να πουληθεί για πολλά χρήματα και να δοθούν στους φτωχούς». Αλλά επειδή το κατάλαβε ο Ιησούς, τους είπε: «Τι ενοχλείτε τη γυναίκα; Διότι έκανε σ εμένα ένα καλό έργο. Γιατί πάντοτε τους φτωχούς τους έχετε μαζί σας, εμένα όμως δε με έχετε πάντοτε. Επειδή, όταν αυτή έβαλε το μύρο τούτο πάνω στο σώμα μου, το έκανε για τον ενταφιασμό μου. Αλήθεια σας λέω, όπου κι αν κηρυχτεί το ευαγγέλιο αυτό, σε όλο τον κόσμο, θα διαλαληθεί στη μνήμη της και ό,τι έκανε αυτή». Τότε πήγε ένας από τους δώδεκα προς τους αρχιερείς, ο λεγόμενος Ιούδας Ισκαριώτης, και είπε: «Τι θέλετε να μου δώσετε, κι εγώ θα σας τον παραδώσω;» Εκείνοι του ζύγισαν τριάντα αργύρια. Και από τότε ζητούσε ευκαιρία για να τον παραδώσει. Και την πρώτη ημέρα της εορτής των Αζύμων πλησίασαν οι μαθητές τον Ιησού, λέγοντας: «Πού θέλεις να σου ετοιμάσουμε να φας το Πάσχα;» Εκείνος είπε: «Πηγαίνετε στην πόλη προς τον δείνα και πείτε του: Ο δάσκαλος λέει: Ο καιρός μου είναι κοντά. σ εσένα θα κάνω το Πάσχα μαζί με τους μαθητές μου». Και έκαναν οι μαθητές όπως τους πρόσταξε ο Ιησούς και ετοίμασαν το Πάσχα. Και όταν βράδιασε, καθόταν, για να φάει μαζί με τους δώδεκα. Και πριν από την εορτή του Πάσχα, ξέροντας ο Ιησούς ότι ήρθε η ώρα του να φύγει από τον κόσμο τούτο και να πάει προς τον Πατέρα, αγάπησε τους δικούς του που ήταν στον κόσμο και ολοκληρωτικά τους αγάπησε. Και ενώ γινόταν το δείπνο, όταν ο Διάβολος ήδη είχε βάλει στην καρδιά του Ιούδα, του γιου του Σίμωνα του Ισκαριώτη, να τον παραδώσει, επειδή ήξερε ο Ιησούς ότι όλα του τα έδωσε ο Πατέρας στα χέρια του και ότι από το Θεό εξήλθε και προς το Θεό πηγαίνει, σηκώνεται από το δείπνο και θέτει κάπου τα εξωτερικά του ρούχα και, αφού έλαβε μια πετσέτα, έζωσε γύρω τον εαυτό του. Έπειτα βάζει νερό στο νιπτήρα και άρχισε να νίβει τα πόδια των μαθητών του και να τα σκουπίζει με την πετσέτα που ήταν γύρω ζωσμένος. Έρχεται λοιπόν προς το Σίμωνα Πέτρο. Εκείνος του λέει: «Κύριε, εσύ μου νίβεις τα πόδια;» Αποκρίθηκε ο Ιησούς και του είπε: «Αυτό που εγώ κάνω εσύ δεν το ξέρεις τώρα. θα το καταλάβεις όμως μετά από αυτά». Του λέει ο Πέτρος: «Δε θα μου νίψεις τα πόδια στον αιώνα». Του αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Αν δε σε νίψω, δεν έχεις μέρος μαζί μου». Του λέει ο Σίμωνας Πέτρος: «Κύριε, τότε όχι τα πόδια μου μόνο, αλλά και τα χέρια και το κεφάλι». Του λέει ο Ιησούς: «Ο λουσμένος δεν έχει ανάγκη παρά μόνο τα πόδια να νίψει, γιατί αλλιώς είναι καθαρός όλος. Και εσείς είστε καθαροί, αλλά όχι όλοι». Επειδή ήξερε εκείνον που θα τον παράδινε, γι αυτό είπε: «Δεν είστε όλοι καθαροί». Όταν λοιπόν ένιψε τα πόδια τους και έλαβε τα ρούχα του και κάθισε πάλι, για να φάει, τους είπε: «Καταλαβαίνετε τι σας έχω κάνει; Εσείς με φωνάζετε, ο Δάσκαλος και ο Κύριος, και καλά λέτε, γιατί είμαι. Αν λοιπόν εγώ σας ένιψα τα πόδια, ο Κύριος και ο Δάσκαλος, και εσείς οφείλετε να νίβετε τα πόδια ο ένας στον άλλο. Γιατί σας έδωσα παράδειγμα, για να κάνετε και εσείς καθώς εγώ σας έκανα. Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, δεν υπάρχει δούλος μεγαλύτερος από τον Κύριό του ούτε απόστολος μεγαλύτερος από εκείνον 4.ICorinti 11,23-32. 5.Matteo 26,1-20;Giovanni 13,3-17;Matteo 26,21-39;Luca 22,43-44;Matteo 26,40-75.27,1-2 12

που τον έστειλε. Αν ξέρετε αυτά, είστε μακάριοι αν τα κάνετε. Και ενώ αυτοί έτρωγαν, είπε: «Αλήθεια σας λέω ότι ένας από εσάς θα με προδώσει». Τότε λυπήθηκαν πάρα πολύ και άρχισαν να του λένε καθένας ξεχωριστά: «Μήπως εγώ είμαι, Κύριε;» Εκείνος αποκρίθηκε και είπε: «Αυτός που βούτηξε μαζί μου το χέρι στο βαθύ πιάτο, αυτός θα με προδώσει. Ο Υιός του ανθρώπου, βέβαια, πηγαίνει καθώς είναι γραμμένο γι αυτόν, αλίμονο όμως στον άνθρωπο εκείνο μέσω του οποίου ο Υιός του ανθρώπου προδίνεται. Θα ήταν καλό γι αυτόν αν ο εκείνος άνθρωπος δεν είχε γεννηθεί». Έλαβε τότε το λόγο ο Ιούδας, που τον πρόδωσε, και είπε: «Μήπως εγώ είμαι, ραβί;» Του λέει: «Εσύ το είπες». Ενώ λοιπόν αυτοί έτρωγαν, έλαβε ο Ιησούς άρτο και ευλόγησε το Θεό, τον έκοψε με τα χέρια και, αφού τον έδωσε στους μαθητές, είπε: «Λάβετε, φάτε, τούτο είναι το σώμα μου». Και αφού έλαβε ποτήρι και ευχαρίστησε το Θεό, τους το έδωσε λέγοντας: «Πιείτε όλοι από αυτό, γιατί τούτο είναι το αίμα μου της διαθήκης, που χύνεται χάρη πολλών για άφεση αμαρτιών. Και σας λέω: δε θα πιω από τώρα από τούτο το γέννημα της αμπέλου ως την ημέρα εκείνη, όταν θα το πίνω μαζί σας καινούργιο μέσα στη βασιλεία του Πατέρα μου». Και αφού ύμνησαν, εξήλθαν στο Όρος των Ελαιών.Τότε τους λέει ο Ιησούς: «Όλοι εσείς θα σκανδαλιστείτε σ εμένα τη νύχτα αυτή, γιατί είναι γραμμένο: Θα χτυπήσω τον ποιμένα και θα διασκορπιστούν τα πρόβατα του ποιμνίου. Αλλά μετά την έγερσή μου θα πάω πριν από εσάς στη Γαλιλαία». Έλαβε το λόγο τότε ο Πέτρος και του είπε: «Ακόμα κι αν όλοι σκανδαλιστούν σ εσένα, εγώ ποτέ δε θα σκανδαλιστώ». Του είπε ο Ιησούς: «Αλήθεια σου λέω ότι αυτήν τη νύχτα, πριν ο πετεινός λαλήσει, τρεις φορές θα με απαρνηθείς». Του λέει ο Πέτρος: «Κι αν χρειαστεί μαζί σου να πεθάνω, δε θα σε απαρνηθώ». Όμοια είπαν και όλοι οι μαθητές. Τότε έρχεται μαζί τους ο Ιησούς σε μια περιοχή που λέγεται Γεθσημανή και λέει στους μαθητές: «Καθίστε εδώ, ωσότου πάω εκεί και προσευχηθώ». Και αφού παράλαβε τον Πέτρο και τους δυο γιους του Ζεβεδαίου, άρχισε να λυπάται και να αδημονεί. Τότε τους λέει: «Περίλυπη είναι η ψυχή μου, ως το θάνατο. Μείνετε εδώ και αγρυπνείτε μαζί μου». Και αφού προχώρησε σε μικρή απόσταση, έπεσε με το πρόσωπό του προσεχόμενος και λέγοντας: «Πατέρα μου, αν είναι δυνατό, ας παρέλθει από αυτό εμένα το ποτήρι. Όμως, όχι όπως εγώ θέλω, αλλά όπως εσύ». Φανερώθηκε τότε σ αυτόν άγγελος από τον ουρανό που τον ενίσχυε. Και επειδή έπεσε σε αγωνία, εντονότερα προσευχόταν. Και έγινε ο ιδρώτας του σαν θρόμβοι αίματος που κατέβαιναν στη γη. Και έρχεται προς τους μαθητές και τους βρίσκει να κοιμούνται, και λέει στον Πέτρο: «Έτσι, δεν μπορέσατε μία ώρα να αγρυπνήσετε μαζί μου; Αγρυπνείτε και προσεύχεστε, για να μην εισέλθετε σε πειρασμό. Το πνεύμα είναι βεβαίως πρόθυμο, αλλά η σάρκα ασθενής». Πάλι για δεύτερη φορά έφυγε και προσευχήθηκε λέγοντας: «Πατέρα μου, αν δε δύναται αυτό να παρέλθει αν δεν το πιω, ας γίνει το θέλημά σου». Και ήρθε πάλι και τους βρήκε να κοιμούνται, γιατί ήταν τα μάτια τους βαριά από τη νύστα. 44 Και αφού τους άφησε, πάλι έφυγε και προσευχήθηκε για τρίτη φορά και είπε πάλι τα ίδια λόγια. Τότε έρχεται προς τους μαθητές και τους λέει: «Κοιμάστε λοιπόν και αναπαύεστε! Ιδού, έχει πλησιάσει η ώρα και ο Υιός του ανθρώπου παραδίνεται σε χέρια αμαρτωλών. 46 Σηκώνεστε, ας πηγαίνουμε. Ιδού, έχει πλησιάσει αυτός που με παραδίνει». Και ενώ αυτός ακόμα μιλούσε, ιδού, ήρθε ο Ιούδας, ένας από τους δώδεκα, και μαζί του όχλος πολύς με μάχαιρες και ξύλα από μέρους των αρχιερέων και των πρεσβυτέρων του λαού. Εκείνος μάλιστα που θα τον παράδινε τους έδωσε σημείο λέγοντας: «Όποιον φιλήσω, αυτός είναι. κρατήστε τον». Και αμέσως πλησίασε τον Ιησού και είπε: «Χαίρε, ραβί», και τον καταφίλησε. Ο Ιησούς τότε του είπε: «Σύντροφε, γι αυτό παρευρίσκεσαι;» Τότε πλησίασαν και έβαλαν τα χέρια πάνω στον Ιησού και τον συνέλαβαν. Και ιδού, ένας από αυτούς που ήταν μαζί με τον Ιησού έκτεινε το χέρι και τράβηξε τη μάχαιρά του και, αφού χτύπησε το δούλο τού αρχιερέα, του αφαίρεσε το αυτί. Τότε του λέει ο Ιησούς: «Γύρισε πίσω τη μάχαιρά σου στο μέρος της. γιατί όλοι όσοι έλαβαν μάχαιρα θα χαθούν με μάχαιρα. Ή νομίζεις ότι δε δύναμαι να παρακαλέσω τον Πατέρα μου και θα μου παρατάξει τώρα περισσότερες από δώδεκα λεγεώνες αγγέλων; Πώς λοιπόν θα εκπληρωθούν οι Γραφές ότι έτσι πρέπει να γίνει;» Εκείνη την ώρα είπε ο Ιησούς στους όχλους: «Σαν ενάντια σε ληστή εξήλθατε με 4.ICorinti 11,23-32. 5.Matteo 26,1-20;Giovanni 13,3-17;Matteo 26,21-39;Luca 22,43-44;Matteo 26,40-75.27,1-2 13

μάχαιρες και ξύλα για να με συλλάβετε; Κάθε ημέρα μέσα στο ναό καθόμουν διδάσκοντας, και δε με κρατήσατε. Αλλά όλα αυτά έχουν γίνει, για να εκπληρωθούν οι Γραφές των προφητών». Τότε όλοι οι μαθητές τον άφησαν και έφυγαν. Εκείνοι, αφού κράτησαν τον Ιησού, τον οδήγησαν προς τον Καϊάφα τον αρχιερέα όπου συνάχτηκαν οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι. Και ο Πέτρος τον ακολουθούσε από μακριά ως την αυλή του αρχιερέα και, αφού εισήλθε μέσα, καθόταν μαζί με τους υπηρέτες, για να δει το τέλος. Οι αρχιερείς, λοιπόν, και όλο το συνέδριο ζητούσαν ψευδομαρτυρία κατά του Ιησού, για να τον θανατώσουν. Αλλά δε βρήκαν, αν και προσήλθαν πολλοί ψευδομάρτυρες. Ύστερα, λοιπόν, προσήλθαν δύο και είπαν: «Αυτός είπε: Δύναμαι να καταστρέψω το ναό του Θεού και μέσα σε τρεις ημέρες να τον οικοδομήσω». Και τότε σηκώθηκε ο αρχιερέας και του είπε: «Τίποτα δεν αποκρίνεσαι; Τι μαρτυρούν αυτοί εναντίον σου;» Αλλά ο Ιησούς σιωπούσε. Και ο αρχιερέας είπε σ αυτόν: «Σ εξορκίζω απέναντι στο Θεό το ζωντανό, για να μας πεις αν εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού». Του λέει ο Ιησούς: «Εσύ το είπες. Όμως σας λέω: από τώρα θα δείτε τον Υιό του ανθρώπου να κάθεται από τα δεξιά της Δύναμης και να έρχεται πάνω στις νεφέλες του ουρανού». Τότε ο αρχιερέας ξέσχισε τα ρούχα του λέγοντας: «Βλαστήμησε. τι ανάγκη έχουμε ακόμη από μάρτυρες; Να, τώρα ακούσατε τη βλαστήμια. τι νομίζετε;» Εκείνοι αποκρίθηκαν και είπαν: «Είναι ένοχος θανάτου». Τότε έφτυσαν στο πρόσωπό του και τον κολάφισαν, άλλοι τον ράπισαν λέγοντας: «Προφήτεψέ μας, Χριστέ, ποιος είναι αυτός που σε χτύπησε;» Και ο Πέτρος καθόταν έξω στην αυλή. Και τον πλησίασε μία μικρή δούλη λέγοντας: «Και εσύ ήσουν μαζί με τον Ιησού το Γαλιλαίο». Εκείνος το αρνήθηκε μπροστά σε όλους λέγοντας: «Δεν ξέρω τι λες». Και όταν εξήλθε στο προαύλιο, τον είδε μια άλλη και λέει σ εκείνους που ήταν εκεί: «Αυτός ήταν μαζί με τον Ιησού το Ναζωραίο». Και πάλι αρνήθηκε με όρκο: «Δεν ξέρω τον άνθρωπο». Μετά από λίγο, λοιπόν, πλησίασαν εκείνοι που είχαν σταθεί εκεί και είπαν στον Πέτρο: «Αλήθεια, κι εσύ είσαι από αυτούς, γιατί και η λαλιά σου σε φανερώνει». Τότε άρχισε να αναθεματίζει και να ορκίζεται: «Δεν ξέρω τον άνθρωπο». Και αμέσως ένας πετεινός λάλησε. Και τότε θυμήθηκε ο Πέτρος το λόγο του Ιησού, που του είχε πει: «Πριν ο πετεινός λαλήσει, τρεις φορές θα με απαρνηθείς». Και αφού βγήκε έξω, έκλαψε πικρά. Limba română 1. Zis-a Domnul către Moise: "Pogoară-te de grăieşte poporului să se ţină curat astăzi şi mâine, şi să-şi spele hainele, Ca să fie gata pentru poimâine, căci poimâine Se va pogorî Domnul înaintea ochilor a tot poporul pe Muntele Sinai. Să-i tragi poporului hotar împrejurul muntelui şi să-i spui: Păziţi-vă de a vă sui în munte şi de a vă atinge de ceva din el, că tot cel ce se va atinge de munte va muri.nici cu mâna să nu se atingă de el, că va fi ucis cu pietre sau se va săgeta cu săgeata; nu va rămâne în viaţă, fie om, fie dobitoc. Iar dacă se vor îndepărta tunetele şi trâmbiţele şi norul de pe munte, se vor putea sui în munte". Pogorându-se deci Moise din munte la popor, el a sfinţit poporul şi, spălându-şi ei hainele, le-a zis Moise: "Să fiţi gata pentru poimâine şi de femei să nu vă atingeţi!" Iar a treia zi, când s-a făcut ziuă, erau tunete şi fulgere şi nor des pe Muntele Sinai şi sunet de trâmbiţe foarte puternic. Şi s-a cutremurat tot poporul în tabără. Atunci a scos Moise poporul din tabără în întâmpinarea lui Dumnezeu şi au stat la poalele muntelui. Iar Muntele Sinai fumega tot, că Se pogorâse Dumnezeu pe el în foc; şi se ridica de pe el fum, ca fumul dintr-un cuptor, şi tot muntele se cutremura puternic. De asemenea şi sunetul trâmbiţei se auzea din ce în ce mai tare; şi Moise grăia, iar Dumnezeu îi răspundea cu glas. 2. Zis-a Domnul lui Iov, din sânul vijeliei: "Cine este cel ce pune pronia sub obroc, prin cuvinte fără înţelepciune? Încinge-ţi deci coapsele ca un viteaz şi Eu te voi întreba şi tu Îmi vei da lămuriri! Unde erai tu, când am întemeiat pământul? Spune-Mi, dacă ştii să spui. Ştii tu cine a hotărât măsurile pământului sau cine a întins deasupra lui lanţul de măsurat? În ce au fost întărite temeliile lui sau cine 4.ICorinti 11,23-32. 5.Matteo 26,1-20;Giovanni 13,3-17;Matteo 26,21-39;Luca 22,43-44;Matteo 26,40-75.27,1-2 14