ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΑΚΑΛΥΠΤΗΣ ΜΕΤΑΧΡΟΝΟΛΟΓΗΜΕΝΗΣ ΕΠΙΤΑΓΗΣ ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ: ΤΣΙΑΜΗ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: ΟΥΡΑΝΙΑ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ-ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ

Σχετικά έγγραφα
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Μάθημα: Λογιστική ΙΙ

το ΑΪΚΑΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΤΑΓΗΣ»

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Αριθ. 1384/2000 Τμ. Στ

Μεταβίβαση λόγω ενεχύρου. Ο ενεχυράσας οφειλέτης που πλήρωσε ακάλυπτη επιταγή, αποκτώντας εκ νέου τον τίτλο, καθίσταται κομιστής της επιταγής.

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

Πρόλογος τέταρτης έκδοσης

ΕΠΙΤΑΓΗ ΚΑΙ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΗ (θεωρητική και πρακτική προσέγγιση)

ΕΠΙΤΑΓΗ ΚΑΙ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΗ (θεωρητική και πρακτική προσέγγιση)

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων και Ανέργων

<< ΘΕΜΑ >> «Η ΕΠΙΤΑΓΗ ΚΑΙ ΟΙ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ» ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΑΒΑΛ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Έχει ανακύψει εκατοντάδες φορές το ζήτημα τα τελευταία χρόνια στην ελληνική νομολογία και

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ: ΔΕΟ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΔΕΟ 10 ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΈΤΟΣ: 2012/13 4 Η ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015

ΕΠΙΤΑΓΗ ΚΑΙ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΗ

Δ ι α φ ά ν ε ι ε ς β ι β λ ί ο υ

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗ

Περιεχόμενα. Χουρδάκης Ευστράτιος Σελίδα 1

ΠΕΡΙΕΧOΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

ECB-PUBLIC ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 6ης Οκτωβρίου σχετικά με περιορισμούς στις πληρωμές με χρήση μετρητών (CON/2017/40)

ΣΧΟΛΗ: ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜ ΗΜ Α: ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ & ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. λ V >- / λ % ; j y.

ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΗ. ΘΕΜΑ: Έκδοση στοιχείων κατά την καταβολή δικαστικής δαπάνης και τόκων υπερηµερίας.

Φορολογικό Δίκαιο. Συνταγματικά ατομικά δικαιώματα. Α. Τσουρουφλής

Η επιχείρηση που έχει στην κατοχή της ένα γραμμάτιο προς είσπραξη μπορεί να το εκμεταλλευτεί ποικιλοτρόπως:

περιεχόμενα Πρόλογος 17 Κεφ. 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΑΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΜΑΡΙΑ ΚΩΝ. ΚΑΤΡΑΝΑ

ΙΙ. ΕΠΙΤΑΓΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Α. ΓΕΝΙΚΑ

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. Χρόνος αναθεώρησης εργασιών που έχουν εκτελεσθεί προ της έγκρισης Α.Π.Ε. Ανώνυµη εταιρεία µέλος του ΣΑΤΕ υπέβαλε το ακόλουθο ερώτηµα:

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Συντομογραφίες. 1. Εισαγωγή 1 Ι. Η οικονομική σημασία των συμβάσεων καταναλωτικής

0 b til lioi ΤΕΙ ΚΑΒΑΛΑΣ ΣΧΟΛΗ: ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΜΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΠΟΥΔΑΣΤΡΙΑ: ΣΟΥΡΛΑ ΕΥΘΥΜΙΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 26/2004

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

γραμμάτια Ορισμοί Προεξόφληση Αντικατάσταση Μέση λήξη Ασκήσεις

ίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής εργαζομένων

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΟΡΩΝ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΚΑΡΤΑΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΗΣ ΠΙΣΤΗΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΟΡΩΝ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΚΑΡΤΑΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΗΣ ΠΙΣΤΗΣ

Στην ομάδα 3 παρακολουθούνται οι βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις, τα αξιόγραφα και τα διαθέσιμα περιουσιακά στοιχεία της οικονομικής μονάδας.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΣΥΜΒΑΣΗΣ. Άρθρο 1 ο. Αντικείμενο της Σύμβασης

ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΟΥ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΦΟΡΕΑ ΑΦΜ:

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ E2/2016 ΓΙΑ ΤΗΝ EKΜΙΣΘΩΣΗ ΚΥΛΙΚΕΙΩΝ ΣΤΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ ΤΩΝ ΑΜΑΞΟΣΤΑΣΙΩΝ ΤΗΣ Ο.ΣΥ. Α.Ε ΣΧΕΔΙΟ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΦΟΠΛΙΣΤΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΘΑΝΑΣΙΑ ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΜΠΟΥΡΟΠΟΥΛΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Συντάκτης: Ομάδα Καθηγητών

Ενώπιον του Α Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών

Βασικές Χρηματοοικονομικές έννοιες

Οι πρόσφατες νομοθετικές εξελίξεις στις επαγγελματικές μισθώσεις,

TEI ΑΜΘ Τμήμα Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής

«1. Οι βεβαιωμένες και ληξιπρόθεσμες οφειλές των Ο.Τ.Α. και των νομικών τους προσώπων, έως την 30ή Νοεμβρίου 2014, προς το Ελληνικό Δημόσιο και τα

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 6 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Κύκλος Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ΠΟΡΙΣΜΑ. Θέμα: ΑΠΟΔΟΧΉ ΜΕΤΑΦΡΆΣΕΩΝ ΔΙΚΗΓΌΡΟΥ

ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΗΣ ΠΙΣΤΗΣ. «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS A.E.» (εφεξής η «Τράπεζα»)

... 15,80% , 14,80% , 14,30% , 13,80%. άνω, 13,30%.

Προς: τους ΕΛΚΕ των ΑΕΙ της χώρας

42η ιδακτική Ενότητα ΑΞΙΟΓΡΑΦΑ ΑΛΛΟΙ ΚΛΑ ΟΙ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. Παρατηρήσεις, Σχόλια, Επεξηγήσεις

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΑΝΕΙΟΛΗΠΤΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ»

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ 15/2007 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΗ ΠΡΟΕΞΟΦΛΗΣΗΣ ΣΕ ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ ΣΤΑΘΕΡΟΥ ΕΠΙΤΟΚΙΟΥ

(Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΘΕΜΑ : Ποινική και Αστική Ευθύνη των εκδοτών ακάλυπτων επιταγών

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ Α ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ Ν.Δ. 356/1974, Ν. 2238/1994, Ν. 2859/2000 ΥΠΟΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ Α.1.: ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΛΗΞΙΠΡΟΘΕΣΜΩΝ ΟΦΕΙΛΩΝ

Αποφάσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου & Επαρχιακών Δικαστηρίων ανά άρθρο του Νόμου ΛΕΥΚΩΣΙΑ Λούης Παρλάς

E.E. Παρ. I (I), Αρ. 2721, Ν. 5ί(Ι)/92

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3679, 31/1/2003 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΟΙΝΙΚΟ ΚΩ ΙΚΑ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ Αθήνα, 9 Απριλίου 2008

(EEL 280/ ) την απόκτηση δικαιώματος χρήσης ενός ή περισσοτέρων ακινήτων υπό καθεστώς χρονομεριστικής

ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ Ι. Γενική Εισαγωγή ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ. 1. Γενική Εισαγωγή. 2. Λογιστική Απεικόνιση o Τοκοφόρες και μη Υποχρεώσεις ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ

Η Οδηγία 2007/64/ΕΚ για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά Συνολική θεώρηση

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 10ης Οκτωβρίου 2005

Αποφάσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου & Επαρχιακών Δικαστηρίων ανά άρθρο του Νόμου ΛΕΥΚΩΣΙΑ Λούης Παρλάς

ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΔΑΠΜ-41623

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Περιεχόμενα ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΛΛΑΠΛΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ Πρόλογος... 7

31987L0344. EUR-Lex L EL. Avis juridique important

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 30ής Απριλίου 2010

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΣΥΝΕΔΡΙΑΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΔΙΑΔΟΣΗΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΕΡΕΥΝΑΣ (ΚΕ.Δ.Ε.Α.) ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ

ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΩΣΗ ΜΕΣΩ ΕΝΕΧΥΡΙΑΣΗΣ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ

15 years. Το νέο πλαίσιο της Φορολογίας Κινητών Αξιών. Παρουσίαση στο πλαίσιο του. Θεολόγης Γαϊτανίδης Γενικός Επιτελικός Διευθυντής Λειτουργειών

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

ΠΡΑΞΗ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ: «Τραπεζική αργία βραχείας διάρκειας»

ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ Αθήνα, 9 Απριλίου 2008

ΕΤΑΙΡΙΕΣ. Ομόρρυθμη εταιρεία (Ο.Ε.)

Αθήνα 1Ο Απριλίου 2013 ΠΡΟΣ

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 4ης Απριλίου 2011

ΝΕΑ Ρύθμιση Παλαιών Ληξιπρόθεσμων Οφειλών που δημιουργήθηκαν μέχρι τις 31/12/2012 (μέχρι ).

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

Στη χώρα μας βέβαια η ανάπτυξή της είναι αξιοσημείωτη, όμως σε σχέση με άλλες χώρες, η χρήση της πρέπει να θεωρείται μάλλον μικρή.

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

Εφαρμογή Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών (ΚΦΔ)

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ 7 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Transcript:

ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΑΚΑΛΥΠΤΗΣ ΜΕΤΑΧΡΟΝΟΛΟΓΗΜΕΝΗΣ ΕΠΙΤΑΓΗΣ ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ: ΤΣΙΑΜΗ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: ΟΥΡΑΝΙΑ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ-ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ ΕΤΟΣ: 2012

Πίνακας περιεχομένων ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ... 3 Η ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΠΙΤΑΓΗ... 5 Έννοια και χαρακτηριστικά... 5 Η οικονομική σημασία της επιταγής... 8 Η ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΠΙΤΑΓΗΣ... 10 Σύμβαση επιταγής και πληρωμή πλαστής επιταγής... 13 ΑΚΑΛΥΠΤΗ ΕΠΙΤΑΓΗ... 15 ΈΝΝΟΙΑ... 15 ΑΝΑΚΛΗΘΕΙΣΑ ΕΠΙΤΑΓΗ... 16 ΜΕΤΑΧΡΟΝΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΕΠΙΤΑΓΗ...19 ΈΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ...19 Το επιτρεπτό της έκδοσης μεταχρονολογημένης επιταγής... 20 Η ΜΕΤΑΧΡΟΝΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΕΠΙΤΑΓΗ ΩΣ ΑΚΑΛΥΠΤΗ... 25 ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΕΚΔΟΤΗ ΛΗΠΤΗ... 26 ΝΟΜΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΑΚΑΛΥΠΤΗΣ ΜΕΤΑΧΡΟΝΟΛΗΓΗΜΕΝΗΣ ΕΠΙΤΑΓΗΣ... 30 ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ ΕΚΔΟΤΗ ΑΚΑΛΥΠΤΗΣ ΕΠΙΤΑΓΗΣ... 31 Στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής... 31 Η ύπαρξη βεβαίωσης της αρνήσεως πληρωμής... 34 ΧΡΟΝΟΣ ΤΕΛΕΣΗΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ... 35 Η έννοια του κομιστή... 37 Λόγος εξάλειψης αξιοποίνου... 40 ΑΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ... 42 ΑΝΑΓΩΓΗ... 42 ΑΔΙΚΟΠΡΑΚΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΗ ΑΚΑΛΥΠΤΗΣ ΕΠΙΤΑΓΗΣ (914 ΑΚ ΚΑΙ 79 Ν 5960/1933)... 45 ΣΥΡΡΟΗ ΑΞΙΩΣΕΩΝ Ή ΝΟΜΙΚΩΝ ΒΑΣΕΩΝ... 51 Πτώχευση εκδότη μεταχρονολογημένης επιταγής... 55 Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΚΑΙ ΜΗ ΠΛΗΡΩΜΗ ΜΕΤΑΧΡΟΝΟΛΟΓΗΜΕΝΗΣ ΕΠΙΤΑΓΗΣ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΕΚΔΟΘΕΙ ΑΠΟ ΕΤΑΙΡΙΑ... 60 ΑΠΟΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΕΧΥΡΑΣΗ ΕΠΙΤΑΓΗΣ... 61 ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ... 70 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 71 2

ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ Αξιόγραφα είναι τα έγγραφα εκείνα στα οποία η σύνδεση του εγγράφου προς το δικαίωμα είναι τόσο στενή, ώστε κυριολεκτικώς να ενσωματώνεται (εγχαρτούται) άρρηκτα το δικαίωμα με το έγγραφο, ώστε για την άσκηση του δικαιώματος να είναι απαραίτητη η κατοχή του εγγράφου, για τη μεταβίβαση του εγγράφου δε να απαιτείται η κατά κανόνα παράδοση του εγγράφου 1. Ειδικότερα, στα αξιόγραφα η σύνδεση του δικαιώματος είναι τόσο στενή, ώστε να μη δύναται το δικαίωμα να ασκηθεί χωρίς την κατοχή του εγγράφου. Η ιδιόρρυθμη αυτή σύνδεση δικαιώματος και εγγράφου αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο της έννοιας του αξιογράφου 2. Ο παραπάνω ορισμός που επικράτησε στην επιστήμη, διατυπώθηκε αρχικά στη Γερμανία από τον Brunner 3, και είναι γενικότερα αποδεκτός 4 στη χώρα μας. Ο όρος αυτός περιγράφει την ευρεία έννοια των αξιογράφων. Από τον ορισμό αυτό συνάγουμε ότι πρωταρχικό στοιχείο της ευρείας έννοιας του αξιογράφου είναι αυτό να αποτελεί έγγραφο. Ουσιώδες στοιχείο για το κύρος του εγγράφου είναι η υπογραφή του εκδότη, η οποία πρέπει να είναι ιδιόχειρη. Επιπλέον, στο έγγραφο πρέπει να ενσωματώνεται ιδιωτικό δικαίωμα, το οποίο συνδέεται με το έγγραφο με ιδιόρρυθμη σύνδεση. Το χαρακτηριστικό αυτό στοιχείο της έννοιας του αξιογράφου μπορεί να αναλυθεί ειδικότερα, στην αφενός ενσωμάτωση του δικαιώματος και στην αφετέρου αναγκαιότητα κατοχής του εγγράφου. Παράλληλα, ο όρος αξιόγραφα συναντάται και υπό στενή έννοια. Ειδικότερα, για να χαρακτηριστεί ένα αξιόγραφο υπό στενή έννοια πρέπει να συντρέχουν πέραν των ανωτέρω και τα εξής στοιχεία : α) η πλήρης εξάρτηση του δικαιώματος <<εκ του εγγράφου>> από το δικαίωμα <<επί του εγγράφου>>, β) η ύπαρξη και η έκταση του δικαιώματος να 1 Ν.Δελούκα, Αξιόγραφα, 1980, σελ.23. 2 Λ.Γεωργακόπουλος, Εγχειρίδιο εμπορικού δικαίου, τόμος 2 ος, Οι εμπορικές πράξεις, τεύχος 1 ο, Αξιόγραφα, 1985, σελ 26. 3 H.Brunner, Die Wertpapiere, in Endemanns Handbuch HR., II,1,1882, σελ.147. 4 Βλ. Κ.Καραβά, Συμβολή εις την έννοιαν των αξιογράφων, Επιστημονική επετηρίδα της Σχολής ΝΟΠΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Μνημόσυνον Γ. Συμωνέτου, 1956, σελ.187 επ., Ν. Δελούκα, ο.π., σελ.23, Ελ.Λεβέντη, Δίκαιο των αξιογράφων, Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα, 1972, σελ 13, Αλ. Κιάντου- Παμπούκη, Δίκαιο Αξιογράφων, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα Θεσσαλονίκη, 5 η έκδοση,1997, σελ. 4, Κ. Βούτση, Δίκαιο των αξιογράφων, τόμος πρώτος, Αθήνα 1989, σελ.21 επ. 3

προσδιορίζεται από το γράμμα του εγγράφου και γ) ο κομιστής του αξιογράφου να έχει αυτοτελές δικαίωμα, ανεξάρτητο από το δικαίωμα όσων προηγήθηκαν στην κατοχή του τίτλου 5. Τα αξιόγραφα μπορούν να διακριθούν από διάφορες απόψεις 6, ιδιαίτερα σημαντική από άποψη νομικών συνεπειών είναι η διάκρισή τους ανάλογα με τον τρόπο προσδιορισμού του δικαιούχου, τρόπο από τον οποίο εξαρτάται και ο τρόπος μεταβίβασης. Με βάση τα παραπάνω, τα αξιόγραφα διακρίνονται σε ονομαστικά αξιόγραφα, αξιόγραφα εις διαταγή και αξιόγραφα στον κομιστή ή ανώνυμα. Α) Τα ονομαστικά αξιόγραφα 7 εκδίδονται υπέρ ορισμένου προσώπου, και όχι εις διαταγήν αυτού. Μεταβιβάζονται διά εκχωρήσεως και όχι διά οπισθογραφήσεως, η δε οπισθογράφηση επί ορισμένων εξ αυτών δεν συνεπάγεται όλα τα αποτελέσματα της τεχνικής οπισθογράφησης 8. Ονομαστικά αξιόγραφα αποτελούν η ονομαστική μετοχή, η αναφέρουσα ορισμένο παραλήπτη φορτωτική, το ασφαλιστήριο που αναφέρει ορισμένο δικαιούχο, το έγγραφο της εκτάξεως (άρθρο 876 ΑΚ). Β) Τα αξιόγραφα εις διαταγήν εκδίδονται υπέρ ορισμένου προσώπου ως δικαιούχου, δυνάμενου να υποδείξει δια οπισθογραφήσεως έτερο πρόσωπο ως δικαιούχο και τούτο έτερον και ούτω καθ εξής. Τούτο επιτυγχάνεται δια της ρήτρας <<εις διαταγήν>>, περιεχόμενη εις το κείμενο του εγγράφου. Υπάρχουν όμως αξιόγραφα τα οποία δυνάμει του νόμου μεταβιβάζονται δια οπισθογραφήσεως και αν δεν περιέχουν την ρήτρα <<εις διαταγήν>>. Τα αξιόγραφα αυτά είναι γεννημένα ή αυτοδικαίως εις διαταγήν, ενώ τα άλλα είναι δυνητικά εις διαταγήν. Γεννημένα ή αυτοδικαίως εις διαταγήν είναι η συναλλαγματική και το γραμμάτιον εις διαταγήν (άρθρο 11, 77 ν. 5325/1932), η τραπεζική επιταγή (άρθρο 14 ν. 5960/1933), το αποθηκόγραφο και ενεχυρόγραφο των γενικών αποθηκών (άρθρο 27 παρ.2, 1 και 2 και 30 παρ. 5 Αλ.Κιάντου- Παμπούκη, ο.π. σελ.17. 6 Όσον αφορά τις διακρίσεις των αξιογράφων υφίστανται οι εξής κατηγορίες α) αξιόγραφα υπό ευρεία και στενή έννοια, β) αξιόγραφα γνήσια και καταχρηστικά, γ) αξιόγραφα ενοχικά, εμπράγματα, συμμετοχικά, δ) αξιόγραφα, αιτιώδη, αναιτιώδη, ε) αξιόγραφα συστατικά και δηλωτικά. Βλ. αναλυτικά Αλ. Κιάντου- Παμπούκη, ο.π. σελ.17 επ. 7 Namenspapiere 8 Βλ. Κ.Βούτση, ο.π. σελ. 46. 4

1 ν.δ. 3077/1954) και το γεωργικό ενεχυρόγραφο (άρθρο 4 παρ.1 του ν. 2184/1920). Συνεπώς, τα αξιόγραφα αυτά μεταβιβάζονται με οπισθογράφηση, έστω και αν δεν αναγράφεται σ αυτά η ρήτρα <<εις διαταγήν>>. Δυνητικά εις διαταγήν είναι τα ονομαστικά αξιόγραφα, που για να γίνουν αξιόγραφα εις διαταγήν, πρέπει να περιέχουν αντίστοιχη ρήτρα 9. Γ) Στον κομιστή ή ανώνυμα αξιόγραφα είναι αυτά, τα οποία εκδίδονται υπέρ του κομιστή και μεταβιβάζονται όπως τα κινητά, με συμφωνία και παράδοση του τίτλου. Σε αυτά δεν είναι ανάγκη να κατανομάζεται ο δικαιούχος και το δικαίωμα μπορεί να ασκήσει αυτός που κάθε φορά είναι κομιστής του τίτλου. Στα ανώνυμα αξιόγραφα υπάρχει πλήρης ενσωμάτωση, δηλαδή υφίσταται πλήρης υποταγή του δικαιώματος <<εκ του εγγράφου>> στο δικαίωμα <<επί του εγγράφου>>. Γι αυτό τα αξιόγραφα αυτά υποβάλλονται από πολλές απόψεις στη νομική μεταχείριση των κινητών. Στα ανώνυμα αξιόγραφα η κατοχή του τίτλου δημιουργεί τεκμήριο νομιμότητας. Στον κομιστή μπορούν να εκδοθούν 10 μόνο : α) τα τραπεζικά γραμμάτια, β) οι μετοχές ανωνύμων εταιριών, γ) οι μη εν όψει ομολογίες ομολογιακού δανείου ανωνύμων εταιριών, δ) τα τοκομερίδια και τα μερίσματα ομολογιών και μετοχών ανωνύμων εταιριών, ε) η τραπεζική επιταγή 11 καθώς και τα πιστοποιητικά καταθέσεων 12. Η ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΠΙΤΑΓΗ Έννοια και χαρακτηριστικά Η τραπεζική επιταγή 13 14 είναι έγγραφο το οποίο συντάσσεται με ορισμένο εκ του νόμου διαγραφόμενο τύπο, με το οποίο κάποιο πρόσωπο, (εκδότης), δίνει 9 Παραδείγματα δυνητικά εις διαταγήν είναι η φορτωτική, το ασφαλιστήριο, η εντολή πληρωμής από έμπορο σε έμπορο και το χρεωστικό ομόλογο εμπόρου και το δελτίο αεροπορικής μεταφοράς εμπόρου. 10 Άρθρο 68 ν.δ. 1923 11 Άρθρο 5 εδ.1 ν.5960/1933 12 Άρθρο 9 ν. 148/1967, Βλ. Σ. Ψυχομάνη, Η διάθεση χρηματικών καταθέσεων σε ασφάλεια απαιτήσεων, ΝοΒ 1990 55. 13 Βλ. Ν. Δελούκα, ο.π. σελ. 227 14 Ο όρος επιταγή στα κυριότερα ξένα δίκαια αποδίδεται με τους κάτωθι όρους : cheche, στο γαλλικό, Sheck ή Check στο γερμανικό, chech στο αγγλικό, check στο αμερικάνικο, assegno bancario στο ιταλικό. Πρέπει να σημειώσουμε ότι στο αγγλικό δίκαιο η επιταγή αποτελεί υποπερίπτωση της συναλλαγματικής. 5

εντολή σε τράπεζα (πληρωτή), όπως καταβάλλει ορισμένο χρηματικό ποσό (συνήθως εκ του λογαριασμού του) με την εμφάνιση του εγγράφου εις τον δια του εγγράφου νομιμοποιούμενο προς είσπραξη (κομιστή). Όπως συνάγεται από τον παραπάνω ορισμό στην επιταγή λαμβάνουν μέρος τρία πρόσωπα, χαρακτηριζόμενα με τις ονομασίες, εκδότης- πληρωτήςκομιστής. Πληρωτής στην επιταγή είναι μόνο νομικό πρόσωπο, μάλιστα, για τις επιταγές που εκδίδονται και πληρώνονται στην Ελλάδα, πληρωτής επιτρέπεται να είναι μόνο Τράπεζα 1516. Ο πληρωτής-τράπεζα απαγορεύεται να κάνει δήλωση αποδοχής το οποίο έχει ως επακόλουθο την αδυναμία του πληρωτή να δεσμευτεί στο έγγραφο της επιταγής για την πληρωμή. Κατά συνέπεια, η Τράπεζα-πληρωτής δεν έχει και δεν αποκτά αξιογραφική έννομη σχέση με τα πρόσωπα που με οποιαδήποτε ιδιότητα συμμετέχουν στην επιταγή 17. Εκτός από τα τρία αυτά πρόσωπα είναι δυνατό να εμφανίζονται στην επιταγή και άλλα πρόσωπα, όπως οπισθογράφοι ή τριτεγγυητές. Από την επιστήμη του δικαίου, η επιταγή κατατάσσεται στα αξιόγραφα υπό στενή (ή στενότατη έννοια) και ειδικότερα στα λεγόμενα χρηματόγραφα. Αποτελεί ατομικό αξιόγραφο 18 ήτοι περιέχει χρηματική αξίωση και εκδίδεται μεμονωμένα προς εξυπηρέτηση συγκεκριμένης ενοχικής σχέσης μεταξύ δανειστή και οφειλέτη, που αποκαλείται <<βασική σχέση>>. Περαιτέρω, η επιταγή ανήκει στα εκταξιακού χαρακτήρα αξιόγραφα 19, στα οποία συμμετέχουν τρία πρόσωπα, (εκδότης λήπτης - πληρωτής), και ως εκ τούτου παρέχεται διπλή εξουσιοδότηση, αφενός εξουσιοδότηση προς τον εκτασσόμενο (πληρωτή, τράπεζα) να καταβάλλει το ποσό της επιταγής στον λήπτη της για λογαριασμό του εκδότη και αφετέρου προς τον λήπτη, να εισπράξει το ποσό της επιταγής από την πληρώτρια τράπεζα. 15 Άρθρο 3 παρ.1 και 2 του ν.5960/1933. 16 Κατά τον Ροδόπουλο η επί τραπεζίτου έκδοση της επιταγής καθιστά ασφαλέστερη την πληρωμή, εξαιτίας της ιδιότητας του πληρωτή. 17 Μ.Κορδή-Αντωνοπούλου, Η ευθύνη του οπισθογράφου στη συναλλαγματική και στην επιταγή, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2007, σελ.101 επ. 18 Βλ. Ιω.Μάρκου, Δίκαιο της επιταγής, Ερμηνεία κατ άρθρο, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2007, σελ. 14 19 Η επιταγή όμως διαφέρει από την έκταξη του κοινού δικαίου (ΑΚ 875) διότι ο εκδότης της επιταγής ευθύνεται για την πληρωμή της, χωρίς μάλιστα να έχει δυνατότητα απαλλαγής από την ευθύνη του, (άρθρο 12 ν.5960/1933), ενώ ο εκτάσων δεν ευθύνεται κατά κανόνα. Βλ. Α.Κιάντου- Παμπούκη, ο.π. σελ. 327. 6

Η επιταγή, κατά τα ανωτέρω, αποτελεί τίτλο εις διαταγήν από το νόμο και ανήκει στα λεγόμενα εκ του νόμου ή εκ γενετής εις διαταγήν αξιόγραφα. Δεν απαιτείται συνεπώς να περιέχει την αξιογραφική ρήτρα, όπως π.χ. <<πληρώσατε δυνάμει της παρούσας>>, ή την ρήτρα εις διαταγήν, ενώ είναι δυνατό να εκδοθεί και εις τον κομιστή. Εις τον κομιστή είναι η επιταγή που εκδίδεται ρητά στον κομιστή ή στον κάτοχο 20. Με την έκδοση της επιταγής ή την ανάληψη της υποχρέωσης εξ αυτής, ο οφειλέτης υπόσχεται στο δανειστή του (λήπτη) ότι θα εκπληρώσει την αρχική (βασική) του υποχρέωση με την εκπλήρωση της νέας απαίτησης εξ επιταγής. Αξίζει να σημειωθεί πως το αξιόγραφο λαμβάνεται με τη θέληση του δανειστή, η δε λήψη του δε θεωρείται αντί καταβολής αλλά χάριν καταβολής, εκτός αν σαφώς προκύπτει το αντίθετο (άρθρο 421 ΑΚ), σε αντίθεση με ένα χαρτονόμισμα το οποίο κυκλοφορεί ως χρήμα και αποτελεί νόμιμο μέσο εξόφλησης υποχρεώσεων και το οποίο δε δύναται να αποκρουστεί από το δανειστή 21. Δημιουργείται με αυτόν τον τρόπο ένας εναλλακτικός τρόπος πληρωμής του χρέους από τη βασική σχέση. 22 Η επιταγή ως αναιτιώδες αξιόγραφο δημιουργεί απαίτηση αυτοτελή και ανεξάρτητη από την απαίτηση για την οποία εκδόθηκε. Στην περίπτωση αυτή κατά τον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 421 ΑΚ, η βούληση των μερών δεν είναι να αποσβέσουν την αρχική ενοχή, αλλά να την ενισχύσουν με νέα που θα ισχύει παράλληλα με την αρχική. Πέραν των ανωτέρω, η επιταγή ενσωματώνει <<αυτοτελή>> και <<αναιτιώδη>> απαίτηση του κομιστή εναντίον των υπογραφέων της, η οποία δημιουργείται με την εκ μέρους της τράπεζας μη πληρωμή της κατά την έγκαιρη εμφάνισή της προς πληρωμή. Όπως στη συναλλαγματική έτσι και στην επιταγή οι έννοιες <<αυτοτέλεια>> και <<αναιτιώδες>> χαρακτηρίζουν την ενοχή από τον τίτλο της επιταγής και αποτελούν στοιχεία του χαρακτήρα 20 Άρθρο 5 παρ. 2 εδαφ.γ ν. 5960/1933. 21 Κ.Βούτση, ο.π. σελ 26. 22 ΑΠ 1739/2002, ΧρΙΔ 2003, 230. ΑΠ 883/2000, ΕλλΔ 42,403.ΑΠ 1408/90, ΕλλΔ 33,138, Πολ.Πρωτ.Λαμίας 217/1981 ΝοΒ1981 14433, ΑΠ 528/1982 Πειρ.Νομ.1982 144, Εφ Θεσ.540/1981 ΕΕΔ 1982 209. 7

της. Η νομική τύχη κάθε αξίωσης είναι ανεξάρτητη από τη νομική τύχη της άλλης. Μόνο η απόσβεση της μιας αποφέρει και την απόσβεση της άλλης 23. Η οικονομική σημασία της επιταγής Είναι ευρύτατα αποδεκτό πως η επιταγή αφενός εξυπηρετεί το συμφέρον των ιδιωτών, στους οποίους παρέχει ένα απλό και ασφαλές όργανο πληρωμών, αφετέρου το κοινό συμφέρον, αφού εξασφαλίζει στις τράπεζες την κατάθεση χρημάτων, τα οποία μπορούν αυτές να χρησιμοποιούν με μικρό κόστος και να τα διαθέτουν προς το συμφέρον της εθνικής οικονομίας 24. Ως αξιόγραφο εις διαταγή η επιταγή προορίζεται για κυκλοφορία, έχει δε από το νόμο διαμορφωθεί, έτσι ώστε να είναι ικανή να χρησιμοποιείται στις συναλλαγές ως όργανο πληρωμών. Ο νομοθέτης του ν. 5960/1933 αντίθετα με ότι κάνει για τη συναλλαγματική δεν δέχεται και αποκρούει για την επιταγή την λειτουργία της ως μέσου πίστεως. Ωστόσο, παρά την εκ μέρους του νόμου διάπλαση της επιταγής ως οργάνου κατάλληλου για άμεση πληρωμή, οι συναλλασσόμενοι χρησιμοποιούν ευρύτατα την επιταγή στις συναλλαγές συνήθως και ως μέσω πίστεως. Αυτό δημιουργείται εν προκειμένω όταν τίθεται από τον εκδότη ως ημερομηνία μεταγενέστερη της πραγματικής ημερομηνίας έκδοσης της με σκοπό την επιμήκυνση του διαστήματος μέχρι την πληρωμής της. Η έκδοση τέτοιων επιταγών δημιουργεί συνήθως προβλήματα στις συναλλαγές κυρίως για το λόγο ότι οι επιταγές αυτές μένουν κατά κανόνα απλήρωτες <<ακάλυπτες 25 >>. Η χρησιμοποίηση της επιταγής ως μέσου πληρωμής έχει πολύ μεγάλη σημασία, ιδιαίτερα όταν η εξόφλησή της γίνεται χωρίς μετακίνηση αυτούσιου χρήματος, με απλές εγγραφές στους λογαριασμούς των πελατών της τράπεζας 26. Στην περίπτωση αυτή, πραγματικά κατά τις αλλεπάλληλες πληρωμές αποφεύγονται οι κίνδυνοι, οι δαπάνες και η χρονοτριβή που συνεπάγονται οι απαιτούμενες μετακινήσεις και μετρήσεις χρημάτων. 23 Βλ. Ιω.Μάρκου, ο.π. σελ. 21. 24 Βλ. Α.Κιάντου-Παμπούκη, ο.π.σελ.333 25 Βλ. Ι.Ιω.Μάρκου.ο.π. σελ. 30 26 Βλ. Γ.Βελέτζας, Αξιόγραφα, Β, Επιταγή,Ius,Νομική τράπεζα,2008, σελ.28 επ. 8

Η σημασία της επιταγής ως μέσου πληρωμής είναι τόσο μεγάλη για την εθνική οικονομία 27, ώστε ο νομοθέτης προσπαθεί να διευκολύνει και να προαγάγει την χρησιμοποίησή της στις συναλλαγές. Αυτό το επιτυγχάνει και με άλλες κατάλληλες νομοθετικές ρυθμίσεις, ιδίως με την αυστηρή ποινική ευθύνη του εκδότη ακάλυπτης επιταγής, κυρίως όμως με το να μην υποβάλλει την επιταγή σε χαρτοσήμανση (ενώ το αντίθετο συμβαίνει με τη συναλλαγματική και το γραμμάτιο εις διαταγή). Ως προς το τελευταίο επήλθε νομοθετική μεταβολή 28 με το άρθρ. 11 ν. 1957/1991. Από τη διάταξη αυτή ερμηνευτικά συνάγεται (το γράμμα της είναι ατελές) ότι μεταχρονολογημένες επιταγές που προσκομίζονται σε τράπεζες για είσπραξη κατά τις αναγραφόμενες σ αυτές ημερομηνίες εκδόσεως ή για ενεχύραση (προς εξασφάλιση παρεχόμενου από την τράπεζα δανείου) ή φύλαξη καταγράφονται σε πινάκια, στα όποια επιβάλλεται τέλος χαρτοσήμου 2,5 %ο (μαζί με την εισφορά υπέρ ΟΓΑ το χαρτόσημο ανέρχεται σε 3 /οο) που υπολογίζεται στη συνολική αξία των καταχωριζόμενων σ αυτά επιταγών. Βασικός σκοπός της νέας ρύθμισης, είναι η από δημοσιονομικής πλευράς προσέγγιση της μεταχρονολογημένης επιταγής προς τη συναλλαγματική, όταν πρόκειται να παρασχεθούν στον κομιστή της χρηματικές ή άλλες εξυπηρετήσεις από τράπεζες. Έμμεσα και εν μέρει μόνο επιτυγχάνει η νέα ρύθμιση την αντιμετώπιση της τοκογλυφίας με μεταχρονολογημένες επιταγές. Ωστόσο, η προσπάθεια του νομοθέτη, να προωθήσει την επιταγή ως μέσο πληρωμής, δεν φθάνει μέχρι το σημείο ώστε η επιταγή να υποκαταστήσει το νόμιμο χρήμα, γιατί αυτό θα έβλαπτε τη νομισματική πολιτική του κράτους 29. Από το άλλο μέρος, πάλι, ο νομοθέτης δεν επιθυμεί η επιταγή να εξελιχθεί σε μέσο παροχής πιστώσεως, γιατί την αποστολή αυτή την επιτελούν, όπως αναφέρθηκε, η συναλλαγματική και το γραμμάτιο εις διαταγή 30. Παρατηρώντας, πάντως, κανείς τις ελληνικές συναλλαγές τα τελευταία χρόνια, εύλογα διερωτάται αν η επιταγή εξακολουθεί ακόμα να είναι κυρίως μέσο 27 Βλ. Ν.Δελούκας, ο.π.σελ 229 28 Βλ. Ρόκας, 2011 29 Βλ. Αλ.Κιάντου-Παμπούκη, ο.π.σελ.334. 30 Όπως είχε διατυπωθεί πολύ εύστοχα - και δυστυχώς δε βρίσκει εφαρμογή στις μέρες μας- <<όποιος εκδίδει συναλλαγματική έχει ανάγκη από χρήματα, όποιος κυκλοφορεί επιταγή έχει χρήματα>>. 9

πληρωμής. Τελευταία, πραγματικά, όλο και πιο συχνά η επιταγή χρησιμοποιείται αντί συναλλαγματικής, ως μέσο δηλαδή παροχής και κυκλοφορίας της πίστεως. Οι συναλλασσόμενοι, στηριζόμενοι στο γεγονός ότι η επιταγή δεν χαρτοσημαίνεται και ότι επιτρέπεται να μεταχρονολογείται (άρθρο 28 2 ν. 5960/1933), εκδίδουν όλο και πιο συχνά επιταγές μεταχρονολογημένες. Με τον τρόπο αυτό, παρατείνουν κατά βούληση το οκταήμερο στο οποίο κατά νόμο πρέπει να εμφανισθεί η επιταγή προς πληρωμή (άρθρο 29 1 ν. 5960). Η πρακτική αυτή οδηγεί σε εκτροπή της επιταγής από τον κατά νόμο προορισμό της και προκαλεί νοσηρές καταστάσεις στην οικονομία. Αν θέλουμε να δούμε τα πράγματα με ειλικρίνεια, πρέπει να παραδεχτούμε ότι η επιταγή, στη νεότερη εξέλιξή της, απέκτησε και πιστωτική λειτουργία. Η ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΠΙΤΑΓΗΣ Σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 5960/1933, η επιταγή μπορεί να εκδοθεί όταν ο εκδότης πελάτης έχει στον πληρωτή-τράπεζα κεφάλαια που μπορεί να τα διαθέτει με επιταγές. Τα κεφάλαια αυτά μπορεί να προέρχονται είτε από κατάθεση είτε από άνοιγμα πίστωσης. Ως εκ τούτου, για την έκδοση επιταγής απαιτείται α) η ύπαρξη κεφαλαίων 31 τα οποία ο τραπεζίτης να έχει στη διάθεση του εκδότη και β) συμφωνία 32 μεταξύ πληρωτή και εκδότη, με την οποία ο πληρωτής αναλαμβάνει - υπό προϋποθέσεις - να εξοφλεί τις εκδιδόμενες υπό τον εκδότη επιταγές 33. Η συναπτόμενη σύμβαση περί επιταγής ανήκει στη βασική σχέση του εκδότη με τον πληρωτή και αποκαλείται <<σχέση καλύψεως 34 >>. Η σύμβαση αυτή ανήκει στις ουσιαστικές προϋποθέσεις έκδοσης της επιταγής και ο vόμoς απαιτεί την κατάρτισή της για κάθε επιταγή, αδιαφόρως του αν αυτή εκδίδεται ως πλήρης 31 Αντί του όρου <<κεφάλαια>> γίνεται συνήθως χρήση του όρου <<πρόβλεψις>>, υποδηλώνοντας τα κεφάλαια τα οποία έχει ο εκδίδων επιταγές διαθέσιμα στον πληρωτή - τραπεζίτη προς εξόφληση των επιταγών. βλ. Ηλ. Αναστασιάδης, Πιστωτικοί τίτλοι, τόμος β, τραπεζιτική επιταγή, παρ. 26, Αλ.Κιάντου-Παμπούκη, ο.π. σελ. 339, όπου αναφέρει πως τα κεφάλαια αυτά καλούνται <<κάλυψη>>, <<κάλυμμα>>, ή πρόβλεψη>>. 32 Η συμφωνία αυτή καλείται σύμβαση επιταγής και η νομική φύση αυτής αποτελεί εμπορική παραγγελία, κατά τον Δελούκα, κατά τον Βελέτζα δε εντολή. 33 Βλ. Ν.Δελούκα, ο.π. σελ. 295 επ. 34 Βλ. Ιω.Μάρκου, ο.π. σελ. 100 επ. 10

ή κανονική 35, ως <<λευκή 36 >> ή μεταχρονολογημένη 37. Η εκ μέρους του εκδότη επιταγής παράλειψη κατάρτισης της σύμβασης συνιστά παράλειψη προϋφιστάμενης νόμιμης - ex lege υποχρέωσης να προβεί στη σύναψή της. Η σχέση καλύψεως είναι αιτιώδης ενοχική σύμβαση. Η μη τήρηση των διατυπώσεων περί την σύμβαση, δεν επιδρά στο κύρος του τίτλου ως επιταγής (άρθρο 3 εδάφιο β του ν.5960/1933) επιβεβαιώνοντας με αυτό τον τρόπο την αυτοτέλεια της εκ του τίτλου ενοχής απέναντι στη παρούσα βασική σχέση 38. Η σύμβαση επιταγής φαίνεται να είναι αυτοτελής. Στην πραγματικότητα, όμως, επειδή προϋποθέτει ότι ο πελάτης έχει διαθέσιμα στην τράπεζα, αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης συμβάσεως ανάμεσα στην τράπεζα και τον πελάτη, βάσει της οποίας η πρώτη υποχρεούται να παρέχει ποικίλες υπηρεσίες στο δεύτερο - όπως π.χ. να δέχεται καταθέσεις του, να ανοίγει πίστωση, να κάνει πληρωμές για λογαριασμό του, να δέχεται πληρωμές προς αυτόν κλπ. Η ευρύτερη αυτή σύμβαση δεν έχει βρει ακόμα μια ονομασία γενικώς αποδεκτή 39. Από άλλους καλείται αόριστα «τραπεζική σύμβαση 40» και από άλλους πιο συγκεκριμένα «σύμβαση διεξαγωγής δοσοληψιών» - ενώ άλλοι την ονομάζουν «σύμβαση καταθέσεως» ή «σύμβαση ανοίγματος πιστώσεως», ανάλογα με τη βασική οικονομική σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην τράπεζα και τον πελάτη. Πάντως, στη σύμβαση αυτή, η έκδοση της επιταγής από τον πελάτη έχει την έννοια της οδηγίας, με την οποία ο πελάτης καθορίζει μονομερώς τί πρέπει να πράξει η τράπεζα σε εκτέλεση της συμβάσεως. Όπως αναφέρθηκε ήδη, η σύμβαση επιταγής προϋποθέτει ότι η τράπεζα έχει στη διάθεσή της κεφάλαια του πελάτη, που αυτός δικαιούται να τα διαθέτει με επιταγές. Τα κεφάλαια αυτά καλούνται γενικότερα «διαθέσιμα» και, ειδικότερα, όσο αφορά την επιταγή, καλούνται «κάλυψη», «κάλυμμα» ή «πρόβλεψη». Τα διαθέσιμα αυτά μπορεί να ανήκουν στον ίδιο τον εκδότη και να προέρχονται, 35 Άρθρο 1 και 2 του ν. 5960/1933. 36 Άρθρο 13 του ν. 5960/1933. 37 Άρθρο 28 του ν. 5960/1933. 38 ΕφΑθ 8102/2007 Αρμ 2008.911, Ν. Ρόκας, Αξιόγραφα, 1992, σελ.14. 39 Βλ. Αλ. Κιάντου- Παμπούκη, ο.π. σελ.339 40 Η σύμβαση αυτή δεν έχει βρεί ακόμη μια ονομασία γενικά αποδεκτή. Πάντως, στη σύμβαση αυτή, η έκδοση της επιταγής από τον πελάτη έχει την έννοια της οδηγίας με την οποία ο πελάτης καθορίζει μονομερώς τι πρέπει να πράξει η τράπεζα σε εκτέλεση της σύμβασης. Βλ.ενδεικτικά σε Ν.Δελούκα, ο.π. σελ.295, Γ. Βελέτζα, ο.π.σελ 35. 11

όπως παρατηρήσαμε ήδη, είτε από κατάθεση είτε από άνοιγμα πιστώσεως. Γι αυτό και η σύμβαση επιταγής συνδέεται με σύμβαση είτε καταθέσεως είτε ανοίγματος πιστώσεως, είτε αυτοτελώς είτε στα πλαίσια μιας ευρύτερης τραπεζικής συμβάσεως, όπως σημειώθηκε. Αλλά τα διαθέσιμα δεν είναι απαραίτητο να ανήκουν στον ίδιο τον εκδότη. Μπορούν να προέρχονται και από κάποιον τρίτο, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της επιταγής για λογαριασμό τρίτου (άρθρο 6 2 ν. 5960/1933). Στην περίπτωση αυτή, πραγματικά, εξυπακούεται ότι υπάρχει συμφωνία μεταξύ της τράπεζας και του τρίτου, δυνάμει της οποίας ο τρίτος δέχεται να χρησιμοποιηθεί το διαθέσιμό του από την τράπεζα για την πληρωμή των επιταγών άλλου. Η πρόβλεψη, κατά το ελληνικό δίκαιο, πρέπει να υπάρχει τουλάχιστο κατά το χρόνο της εμφανίσεως της επιταγής προς πληρωμή. Αυτό προκύπτει έμμεσα από τη διάταξη του άρθρου 79 1 ν. 5960, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 1 ν.δ. 1325/1972, στην οποία θεσπίζεται και ποινική ευθύνη αυτού που εκδίδει επιταγή πληρωτέα από τράπεζα, στην οποία δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κατά το χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής. Η σύμβαση επιταγής, πάντως, λειτουργεί ανεξάρτητα από την επιταγή, όπως ορίζει έμμεσα το άρθρο 3 1 εδ. β ν. 5960. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, πραγματικά, η επιταγή είναι έγκυρη ακόμα και όταν δεν υπάρχει σύμβαση μεταξύ της τράπεζας και του εκδότη, ακόμα και όταν ο εκδότης δεν έχει κεφάλαια στην τράπεζα ή όταν το ποσό της επιταγής υπερβαίνει τα κεφάλαια αυτά 41. Σε παρόμοιες περιπτώσεις η τράπεζα δεν έχει υποχρέωση να πληρώσει την επιταγή 42. Μπορεί να την πληρώσει, όμως, ανταποκρινόμενη στη σχετική οδηγία του πελάτη της, αν θέλει να τον εξυπηρετήσει, οπότε βέβαια δικαιούται να ζητήσει αμέσως από αυτόν τα καταβληθέντα 43. Αν όμως η τράπεζα αρνηθεί να πληρώσει την επιταγή, που είναι και το πιθανότερο, ο κομιστής μπορεί να στραφεί κατά του εκδότη και των λοιπών υπογραφέων της 41 ΕφΑθ.331/2006 ΔΕΕ 2006.505, ΕφΑθ 10154/1980 ΕΕμπΔ 1981.408, ΕφΙωαν. ΕΕμπΔ 1992.100=Αρμ1991.682. 42 Βλ. Αλ.Κιάντου-Παμπούκη, ο.π. σελ. 340 επ. 43 ΕφΑθ 4083/1989 ΕΕμπΔ 1981.84=ΝοΒ 1980.1512 12

επιταγής, που επίσης ευθύνονται για την πληρωμή της από αναγωγή (άρθρα 40 επόμ. ν. 5960). Ανεξάρτητα από αυτό, πάντως, όπως ήδη αναφέραμε, αυτός που εκδίδει επιταγή ακάλυπτη, δηλαδή επιταγή που δεν πληρώθηκε επειδή δεν υπήρχαν διαθέσιμα κατά το χρόνο τουλάχιστον της πληρωμής, έχει ποινική ευθύνη κατά το άρθρο 79 ν. 5960. Επί πλέον, έχει και ευθύνη κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξίας (914 επόμ. ΑΚ) προς αποζημίωση του κομιστή. Και αυτό, γιατί η διάταξη του άρθρου 3 1 εδ. α ν. 5960, που θέτει ως προϋπόθεση για την έκδοση της επιταγής την ύπαρξη συμβάσεως επιταγής και διαθεσίμων έχει θεσπιστεί για το συμφέρον του κομιστή. Σύμβαση επιταγής και πληρωμή πλαστής επιταγής Η επιταγή, η οποία ως τίτλος εις διαταγή ή στον κομιστή κυκλοφορεί με μεγάλη ευχέρεια, διατρέχει τον κίνδυνο πλαστογραφήσεως. Συγκεκριμένα, μπορεί εύκολα να εφοδιασθεί με υπογραφή που δεν είναι του εκδότη ή να υποστεί νοθεία όσο αφορά το ποσό της. Στην περίπτωση αυτή γεννάται το ερώτημα, ποιά επίδραση θα έχει η πλαστογραφία στη σύμβαση επιταγής. Ειδικότερα, γεννάται το ερώτημα, ποιός θα φέρει τον κίνδυνο πληρωμής μιας επιταγής που δεν προέρχεται από τον εκδότη της ή που το ποσό της είναι μεγαλύτερο από εκείνο για το οποίο εκδόθηκε. Το θέμα αυτό απασχόλησε σοβαρά τη συνδιάσκεψη της Γενεύης. Επειδή όμως δεν επιτεύχθηκε σύμπτωση απόψεων, έμεινε τελικώς αρρύθμιστο, για να το αντιμετωπίσουν οι εσωτερικές νομοθεσίες των συμβαλλόμενων κρατών 44. Έτσι, σήμερα, το πρόβλημα αυτό αντιμετωπίζεται με βάση τις γενικές αρχές των διάφορων εσωτερικών δικαίων και, φυσικά, οι λύσεις που δίνονται σ αυτό δεν είναι ομοιόμορφες και ασφαλείς. Ας σημειωθεί πως στη Γενεύη υποστηρίχθηκαν με επιμονή δύο απόψεις. Κατά τη μία από αυτές, τον κίνδυνο πλαστογραφίας της επιταγής, όσο αφορά την υπογραφή του εκδότη ή το ποσό, πρέπει να τον φέρει ο πληρωτής, δηλαδή η τράπεζα. Μια επιταγή πλαστογραφημένη δεν αποτελεί «εντολή» του πελάτη προς την τράπεζα, αφού δεν υπάρχει βούλησή του να δεσμευτεί. 44 Βλ. Ν.Δελούκα, ο.π. σελ. 298 επ. 13

Εξάλλου, η τράπεζα ασκεί επιχείρηση και, συνεπώς, αυτή είναι που πρέπει να φέρει τον κίνδυνο που ανάγεται στη σφαίρα της επαγγελματικής επιρροής της. Κατά την άλλη άποψη, τον κίνδυνο πρέπει να τον φέρει ο πελάτης. Προς θεμελίωση της απόψεως αυτής επικαλούνται, εκτός άλλων, και ότι η τράπεζα, πληρώνοντας την επιταγή, κάνει δαπάνη ή υφίσταται ζημία την οποία ο πελάτης πρέπει να αποκαταστήσει κατ αναλογική εφαρμογή των άρθρων 722 και 723 ΑΚ. Η δεύτερη άποψη είναι εξεζητημένη και δεν μπορεί να ευσταθήσει. Πραγματικά, οι διατάξεις τις οποίες επικαλείται προϋποθέτουν έγκυρη «εντολή». Στην περίπτωσή μας, όμως, η επιταγή δεν προέρχεται από την βούληση του εκδότη και, συνεπώς, δεν υπάρχει «εντολή» που να δικαιολογεί την αναλογική εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Έτσι, ορθότερη φαίνεται η πρώτη άποψη που είναι η επικρατέστερη 45. Σύμφωνα με αυτήν, λοιπόν, τον κίνδυνο της πλαστογραφίας τον φέρει η τράπεζα 46. Εντούτοις, επειδή ο κίνδυνος της πλαστογραφίας στην επιταγή είναι μεγάλος, τόσο ο πελάτης όσο και η τράπεζα έχουν υποχρέωση αυξημένης επιμέλειας. Ο πελάτης, ειδικότερα, οφείλει να εκδίδει τις επιταγές του σε έντυπα από τη δεσμίδα επιταγών που του χορήγησε η τράπεζα, να τηρεί τη σειρά αριθμήσεως και, ιδίως, να φυλάγει με επιμέλεια τη δεσμίδα αυτή ώστε να μην περιέρχεται στα χέρια προσώπων που θα μπορούσαν να κάνουν κατάχρησή της. Αν χάσει τη δεσμίδα ή παρατηρήσει την αφαίρεση κάποιου φύλλου της, οφείλει να ειδοποιήσει αμέσως την τράπεζα. Επίσης, οφείλει να μη διευκολύνει τη νόθευση γνήσιας επιταγής με αμελή ή ατελή συμπλήρωση του σχετικού εντύπου. Από την πλευρά της, πάλι, η τράπεζα οφείλει να φυλάσσει δείγμα της υπογραφής του πελάτη και να αντιπαραβάλλει προς αυτό την υπογραφή κάθε επιταγής που εμφανίζεται προς πληρωμή. Υποστηρίζεται ότι ο έλεγχος της υπογραφής αρκεί να γίνεται με αντιπαραβολή προς το δείγμα, γιατί η ταχύτητα των τραπεζικών συναλλαγών δεν επιτρέπει πιο επισταμένο έλεγχο. Εξάλλου, όταν η τράπεζα ειδοποιηθεί από τον πελάτη για την απώλεια της δεσμίδας των επιταγών, για αφαίρεση φύλλου ή για παραποίηση του ποσού της επιταγής, δεν επιτρέπεται να πληρώσει. Ακόμα, αν η ίδια 45 Βλ. Αλ.Κιάντου-Παμπούκη, ο.π. σελ. 340 επ. 46 Βλ. Ν.Δελούκα, ο.π. σελ. 298, παραπομπή 1. 14

παρατηρήσει ύποπτο σημείο στην επιταγή ή στη συμπεριφορά του κομιστή, οφείλει να μην πληρώσει προτού συνεννοηθεί με τον πελάτη της. Εντέλει, δεν πρέπει στο θέμα του ελέγχου να παραβλέπεται και το γεγονός ότι οι τράπεζες είναι τέλεια οργανωμένες επιχειρήσεις και μια ενδεχόμενη ανεπάρκειά τους για επιμελή έλεγχο είναι αδικαιολόγητη. Και η ανεπάρκεια αυτή, πάντως, σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται να αποβαίνει σε βάρος του πελάτη της. Τόσο περισσότερο, που οι τράπεζες έχουν τη δυνατότητα να καλύψουν την ευθύνη τους από παρόμοιους κινδύνους με ασφάλιση. Αν υπάρχει παράβαση της επιβαλλόμενης επιμέλειας του ενός από τους συμβαλλομένους, η ευθύνη της πλαστογραφίας καταλογίζεται σε αυτόν. Ακριβέστερα, αν η παράβαση της επιβαλλόμενης επιμέλειας αφορά τον πελάτη, η ευθύνη για την πληρωμή της βαρύνει τον ίδιο. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει τεκμήριο υπαιτιότητας σε βάρος της τράπεζας και ότι, συνεπώς αυτή βαρύνεται με το να καταρρίψει το τεκμήριο αυτό, αποδεικνύοντας την υπαιτιότητα του πελάτη της προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη της. Αν συντρέχει κοινή υπαιτιότητα των συμβαλλομένων, το ζήτημα θα λυθεί με βάση το άρθρο 300 ΑΚ 47. ΑΚΑΛΥΠΤΗ ΕΠΙΤΑΓΗ ΈΝΝΟΙΑ Με την κάλυψη συνδέεται, όπως είναι φυσικό, η έννοια της ακάλυπτης επιταγής. Ακάλυπτη είναι η επιταγή, η οποία εμφανίσθηκε νομοτύπως και δεν πληρώθηκε από την τράπεζα επειδή δεν υπάρχει κάλυψη 48. Ακάλυπτη είναι η επιταγή, όπως παρατηρήσαμε ήδη, που δεν πληρώθηκε επειδή δεν υπάρχουν ίδια διαθέσιμα του εκδότη. Ακάλυπτη, όμως, είναι και η επιταγή που έχει εκδοθεί με χρέωση λογαριασμού τρίτου προσώπου (άρθρο 6 47 Συνήθως, οι τράπεζες συνομολογούν απαλλακτικές ρήτρες, με τις οποίες προσπαθούν να επιρρίψουν στον πελάτη τον κίνδυνο από πλαστογραφία. Το κύρος των ρητρών αυτών πρέπει να εκτιμηθεί κατά τις διατάξεις των άρθρων 332 και 334 2 ΑΚ. Συνεπώς, οι ρήτρες αυτές είναι έγκυρες, εφόσον δεν αφορούν απαλλαγή για βαρύ πταίσμα της τράπεζας ή των υπαλλήλων της κατά το σχετικό έλεγχο. 48 Καχριμάνης, Ακάλυπτη επιταγή, 3η έκδοση, 2001, Κωστήρης, Η ακάλυπτη επιταγή, ΕπισκΕΔ 1995.235, Παμπούκης, Ειδικά ζητήματα από την έκδοση ακάλυπτης επιταγής, 1998. 15

2 ν. 5960/1933) και δεν πληρώθηκε επειδή δεν υπήρχαν διαθέσιμα στο λογαριασμό του τρίτου αυτού που υπέδειξε ο εκδότης. Ακάλυπτη μπορεί να είναι και η μεταχρονολογημένη επιταγή. Όπως θα αναλυθεί εκτενέστερα και στο επόμενο κεφάλαιο, η μεταχρονολογημένη επιταγή 49 είναι ακάλυπτη, όταν εμφανιστεί για πληρωμή στο χρονικό διάστημα ανάμεσα στον πραγματικό χρόνο έκδοσης και το 8ήμερο που αρχίζει από την επόμενη της ημέρας που αναγράφεται ως χρόνος έκδοσης στην επιταγή 50 και δεν πληρωθεί λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων στην πληρώτρια τράπεζα 51. Στην περίπτωση αυτή, είναι ευρύτερα τα χρονικά όρια μέσα στα οποία η επιταγή μπορεί να υπάρξει ως ακάλυπτη. Συνδυάζοντας τ' άρθρ. 28 και 79 ν. 5960, γίνεται δεκτό ότι η επιταγή είναι ακάλυπτη όταν εμφανιστεί και δεν πληρωθεί, ελλείψει διαθεσίμων, σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο από την ημέρα της πραγματικής έκδοσης μέχρι την πάροδο της προθεσμίας για εμφάνιση, που υπολογίζεται από την ημέρα που αναγράφεται στην επιταγή ως χρονολογία έκδοσης. ΑΝΑΚΛΗΘΕΙΣΑ ΕΠΙΤΑΓΗ Το άρθρο 32 παρ. 1 του ν.5960 ορίζει : << Η ανάκληση επιταγής ισχύει μόνο μετά την έκπνευση της προθεσμίας εμφανίσεως>>. Από το κείμενο του νόμου συνάγεται ότι κάθε έγκυρη επιταγή που έχει τεθεί σε κυκλοφορία με έγκυρη σύμβαση δόσεως και λήψεως, είναι κατ αρχήν ανέκκλητη 52. Εντούτοις, 49 Στην αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής δεν απαιτείται ρητή αναγραφή ότι πρόκειται για μεταχρονολογημένη επιταγή αρκεί για το κύρος της η εμφάνισή της μέσα στο διάστημα από την πραγματική έκδοση της μέχρι και 8 ημέρες μετά την ημερομηνία φαινομενικής έκδοσής της. ΑΠ 193/1999 ΕλλΔνη 1999.1054 = ΕΕμπΔ 1999.330 = ΕΤρΑξΧρΔ 2001.522. 50 ΑΠ 1711/2005 ΧρΙΔ 2006.350, ΑΠ 193/1999 ΕΤρΑξΧρΔ 2001.522 = ΕλλΔνη 1999.1054 = ΕΕμπΔ 1999.330, ΑΠ (Ολ) 462/1992 ΠοινΧρ 1992.552 = ΕλλΔνη 1992.939, ΕφΑΘ 110/2006 ΔΕΕ 2006.483, ΕφΑΘ 1825/2001 ΕλλΔνη 2002.1074, ΕφΘεσ 797/2004 ΔΕΕ 2004.1023. 51 ΑΠ 1262/1993 ΕΤρΑξΧρΔ 1995.395 = ΕλλΔνη 1995.157, ΑΠ 1164/1992 Ποιν Χρ 1992.830, ΑΠ 1067/1990 Αρμ 1991.705 = ΠοινΧρ 1991.333 = ΕΕμπΔ 1992. 94, ΑΠ 1236/1984 ΠοινΧρ 1985.263, ΑΠ 1277/1983 ΠοινΧρ 1984.196, ΑΠ 186/1983 ΕλλΔνη 1983.1338 = ΝοΒ 1983.867, ΑΠ 1648/1982 ΝοΒ 1982.1141, ΑΠ (ολ) 123/1981 Αρμ 1982.691 = ΕΕμπΔ 1981.536 = ΝοΒ 1981.593, ΕφΑΘ 6489/1998 ΝοΒ 1999.70, ΕφΑΘ 6300/2000 ΕΤρΑξΧρΔ 2002.582 = ΔΕΕ 2001. 1256, ΕφΑΘ 10122/1990 ΕΕμπΔ 1991.273, ΕφΑΘ 2473/1981 ΕΕμπΔ 1983.82 = Αρμ 1982.641, ΕφΘεσ 2342/1999 ΕπισκΕΔ 1999.1087, ΕφΘεσ 1932/1999 ΕπισκΕΔ 1999.1086, ΕφΘεσ 59/1999 ΔΕΕ 1999.423 = ΕΤρΑξΧρΔ 2000.186, ΜονΠρΑθ 1973/1998 ΕΕμπΔ 1999.333. ΜονΠρΘεσ 7849/1998 Αρμ 1999.219 52 Βλ. Μ. Κορδή- Αντωνοπούλου, ο.π.σελ.135 επ. 16

ακάλυπτη επιταγή μπορεί να υπάρξει και σε περίπτωση πρόωρης ανάκλησης της. Αν και η ανάκληση αυτή δε δεσμεύει, οι τράπεζες τη σέβονται και δεν πληρώνουν, βεβαιώνοντας στο σώμα της επιταγής ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα και αν ακόμη υπάρχουν. Η ανάκληση αυτή, αν και ανίσχυρη, μπορεί να οδηγήσει σε μη πληρωμή της επιταγής (που εμφανίσθηκε εμπρόθεσμα), ακόμα και αν υπάρχουν διαθέσιμα. Ο Άρειος Πάγος, όμως, έχει προχωρήσει πέρα από τις τράπεζες και υποστηρίζει ότι η επιταγή γίνεται ακάλυπτη, με συνέπεια μάλιστα και ποινικό κολασμό του εκδότη, από μόνο το γεγονός ότι ανακλήθηκε μέσα στο χρονικό διάστημα της προθεσμίας προς εμφάνιση. Συγκεκριμένα, κατά την συλλογιστική της νομολογίας αυτής, η ανάκληση είναι εντολή του πελάτη, η οποία δεσμεύει την τράπεζα να μην διαθέσει τα κεφάλαια που έχει στα χέρια της για να πληρώσει τη συγκεκριμένη επιταγή. Για τον λόγο αυτόν και η ανάκληση μετατρέπει τα κεφάλαια του εκδότη σε μη διαθέσιμα για την συγκεκριμένη επιταγή, γεγονός που καθιστά την επιταγή ακάλυπτη, με όλες τις σχετικές συνέπειες, ακόμα και τις ποινικές 53 54. Η νομολογία αυτή, παρόλο που επικρίθηκε στη θεωρία 55, τείνει να παγιωθεί. Με αυτήν ο Άρειος Πάγος προσπαθεί, προφανώς, να αναχαιτίσει τις καταχρήσεις που μαστίζουν τις σύγχρονες συναλλαγές με την έκδοση μεταχρονολογημένων επιταγών και την ταυτόχρονη σχεδόν ανάκλησή τους. Παράλληλα, όμως, νομιμοποιεί και την πρακτική των τραπεζών. Οι τράπεζες, πραγματικά, συνηθίζουν να σέβονται τη θέληση των πελατών τους που εκδηλώνεται στις πρόωρες ανακλήσεις. Από την άλλη πλευρά, θέλουν και να καλυφθούν προς κάθε κατεύθυνση, ακόμα και απέναντι σε κινδύνους εντελώς υποθετικούς. Γι αυτό, αντί να αρκούνται να μην πληρώνουν με βάση την έλλειψη υποχρεώσεώς τους απέναντι στον κομιστή, αρνούνται να πληρώσουν για έλλειψη διαθεσίμων. Και, φυσικά, σημειώνουν στην επιταγή την έλλειψη αυτή, που συνάγουν από την ανάκληση. Ευνόητο είναι, δε, ότι με τη διατύπωση αυτήν η νομολογία 53 Βλ. ΑΠ 1274/1982 Πειρ. Νομολογία 1982 390, ΑΠ 1093/1982 Ποιν. Χρον. 1983 371, ΑΠ 49/1984 ΕΕΔ 1984441, Συμβ. Πλημμ. Θεσ/νίκης (Βούλευμα) 1370/1986 ΕΕΔ 1987 421 54 Βλ.Ελ. Γκολογκίνα - Οικονόμου, Ανάκληση της επιταγής κατά τη διάρκεια της προθεσμίας για την εμφάνισή της, Αρμεν. 1985 802 επ, όπου συντάσσεται με την παραπάνω νομολογία 55 Βλ. Ε. Περάκη, Ανάκληση επιταγής και ακάλυπτη επιταγή, ΝοΒ 1985 1342 17

<<μεταμορφώνει>> την ανάκληση σε έλλειψη διαθέσιμων 56. Αξίζει να λεχθεί, μάλιστα, ότι με τη <<μεταμόρφωση>> αυτήν η νομολογία αποκρύπτει ότι προβαίνει σε αναλογική εφαρμογή του νόμου, ή έστω σε διασταλτική ερμηνεία του- ότι δηλαδή, προσφεύγει σε μέθοδο εξευρέσεως του δικαίου που απαγορεύεται προς θεμελίωση του αξιοποίνου 57. Με τον τρόπο αυτόν, η επιταγή παίρνει τον δρόμο για τα ποινικά δικαστήρια, με βάση το άρθρο 79 ν. 5960. Είναι φανερό, όμως, ότι ο δρόμος αυτός περνάει πάνω από μια κατασκευή που προσκρούει στην απαγόρευση του άρθρου 7 1 εδ. 1 του Συντάγματος που ορίζει ότι«έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο, που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξεως και να ορίζει τα στοιχεία της 58». Με βάση την ανωτέρω τραπεζική πρακτική, η ρύθμιση του άρθρου 32 καταλήγει στη διευκόλυνση της θέσης του πληρωτή της επιταγής, για την περίπτωση που αυτός, παρά τη γενόμενη ανάκληση της επιταγής, προβαίνει στην πληρωμή της. Διότι όπως είδαμε η τράπεζα ουδέποτε ευθύνεται κατά το νόμο περί επιταγής από τη μη πληρωμή της έναντι του κομιστή της και επιπλέον δεν ευθύνεται ούτε έναντι του εκδότη, αφού με το να μην πληρώνει την <<ανακαλούμενη>> επιταγή ακολουθεί την εντολή του. Έτσι όταν ο πληρωτής της επιταγής δεν πληρώσει την επιταγή συνεπεία της (ανίσχυρης) ανάκλησης, δεν ευθύνεται σε αποζημίωση έναντι του κομιστή της 59. Είναι γνωστό άλλωστε ότι η πληρώτρια τράπεζα προς την οποία εμφανίζεται και εμπρόθεσμα η επιταγή, δεν έχει υποχρέωση ούτε και ευθύνη για την πληρωμή της επιταγής προς τον κομιστή, ο οποίος συνεπώς δεν έχει εναντίον της και αξίωση, παρά μόνο προσδοκία πληρωμής 60. 56 Έτσι Ε. Περάκης, όπ. παρ. (σημ. 13) ΝοΒ 33 (1985) 1343 επ. (υπό 5), Ν. Ρόκας, όπ. παρ. 26 II 3 β ββ σελ.147, Α. Κιάντου-Παμπούκη, όπ. παρ. (σημ. 44) ΕπισκΕΔΑ (1995) 688 επ. Αντίθετοι, σε αρμονία με τη νομολογία, Ε. Γκολογκίνα-Οικονόμου, Η ανάκληση της επιταγής κατά τη διάρκεια της προθεσμίας για την εμφάνισή της, Αρμ ΛΘ (1985) 802 επ. (803 επ. υπό V), Κ. Κωστήρης, Η ακάλυπτη επιταγή, ΕπισκΕΔΑ(1995) 235 επ. (236 υπό Β I), Ιω.Μάρκου, ό.π. σελ. 378 επ., σελ. 392 επ. 57 Βλ. Κ. Παμπούκη, Ανάκληση επιταγής, ΕπισκΕΔ Δ/2009, σελ.867 επ. 58 Βλ.Αλ.Κιάντου- Παμπούκη, Μεταβίβαση τραπεζικής επιταγής με εκχώρηση-ανάκληση μεταχρονολογημένης επιταγής, Γνωμοδότηση, ΕλΔ/νη 1989, σελ. 915. 59 ΜΠΑ 5501/89, ΕλλΔ 31,1077=ΝοΒ 38,1028. ΕιρΑθ 2706/79, ΝοΒ 27,1372. 60 Βλ. Αλ.Κιάντου- Παμπούκη, ο.π.σελ. 299 18

ΜΕΤΑΧΡΟΝΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΕΠΙΤΑΓΗ ΈΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ Μεταχρονολογημένη είναι η επιταγή, στην οποία σημειώνεται χρονολογία μεταγενέστερη από την πραγματική. Η μεταχρονολόγηση αντίκειται σαφώς στη λειτουργία της επιταγής ως μέσου πληρωμής. Παρά ταύτα, όμως, η δυνατότητα μεταχρονολογήσεως αναγνωρίζεται εμμέσως αλλά και σαφώς από το νόμο. Συγκεκριμένα, το άρθρο 28 2 ν. 5960 ορίζει ότι «Επιταγή εμφανιζόμενη προ της ημέρας της σημειουμένης ως χρονολογίας εκδόσεως αυτής, είναι πληρωτέα την ημέραν της εμφανίσεως». Με βάση τη διάταξη αυτή και ύστερα από συμφωνία των μερών, επιτρέπεται η παράταση της ζωής της επιταγής κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την πραγματική χρονολογία εκδόσεως έως και οκτώ ημέρες μετά τη χρονολογία που αναγράφεται στον τίτλο. Και το γεγονός αυτό σημαίνει ότι ο κομιστής, που έλαβε τη μεταχρονολογημένη επιταγή με σκοπό να μην την εμφανίσει πριν από την (αναγραφόμενη) χρονολογία εκδόσεως, παρέχει στον εκδότη πίστωση για το χρόνο που προαναφέρθηκε και ανέξοδα, μάλιστα, αφού η επιταγή δεν χαρτοσημαίνεται. Βέβαια, ο νόμος δεν διάκειται ευμενώς προς τη μεταχρονολογημένη επιταγή, αφού, όπως είδαμε, το άρθρο 28 2 επιτρέπει την εμφάνιση της μεταχρονολογημένης επιταγής προς πληρωμή και πριν από τη χρονολογία που αναγράφεται σ αυτήν. Μάλιστα, αν η επιταγή δεν πληρωθεί στην περίπτωση αυτή, ο κομιστής, τηρώντας τις προϋποθέσεις επιμέλειας, μπορεί να ασκήσει αναγωγή κατά του εκδότη και των λοιπών υποχρέων (άρθρα 40 επόμ. ν. 5960). Οπωσδήποτε, όμως, αν κανένας από τους κομιστές δεν εμφανίσει την επιταγή πριν από την αναγραφόμενη χρονολογία εκδόσεως, η επιταγή μπορεί να κυκλοφορεί σε όλο το προαναφερθέν χρονικό διάστημα, εξυπηρετώντας την παροχή αλλά και την κυκλοφορία της πίστεως. Από το άρθρο 28 2, συνεπώς, συνάγεται ότι η μεταχρονολογημένη επιταγή είναι έγκυρη και νόμιμη, αλλά πάντως θεωρείται ως εξαίρεση, την οποία απλώς ανέχεται ο νόμος και αυτό, προφανώς, για να περισώσει το κύρος της 19

επιταγής στις εξαιρετικές περιπτώσεις που θα υπάρξει μεταχρονολόγησή της. Εξάλλου, επιτρέποντας στον κομιστή να εμφανίσει τη μεταχρονολογημένη επιταγή και πριν από την αναγραφόμενη χρονολογία εκδόσεως, ο νομοθέτης θεώρησε ότι θα ανέκοπτε τη μεταχρονολόγηση της επιταγής. Η εξαίρεση που καθιερώθηκε, όμως, προκάλεσε ένα ρήγμα στον κανόνα με απρόβλεπτες διαστάσεις έτσι ώστε, σήμερα, βασίμως να μπορεί να υποστηριχθεί ότι η εξαίρεση ανέτρεψε τον κανόνα. Πραγματικά, με τη βοήθεια της διατάξεως του άρθρου 28 2, η έκδοση μεταχρονολογημένων επιταγών πήρε τέτοιες διαστάσεις, ώστε η επιταγή να εξελιχθεί λαθραίως σε μέσο παροχής πιστώσεως. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, η μεταχρονολόγηση της επιταγής 61 είναι μέθοδος επιμήκυνσης της προθεσμίας εμφάνισης του αξιογράφου η οποία πρακτικά εμφανίζεται ως προσπάθεια εκμετάλλευσης μεταξύ των συμβαλλομένων, που χαρακτηρίζει συχνά τις σύγχρονες συναλλαγές και δεν θεωρείται αξιόποινη αν και αποδοκιμάζεται στην εφαρμογή της, υποκρύπτοντας συνήθως τοκογλυφία ή φοροδιαφυγή. Συγκεκριμένα, στον νόμο περί επιταγών (άρθρ. 28 2 ν. 5960/1933), η ημερομηνία έκδοσης της επιταγής ως αφετηρία της προθεσμίας των οκτώ ημερών για εμφάνιση του αξιογράφου δεν προσδιορίζεται κατά ειδικό τρόπο, αν θα πρέπει να είναι σύγχρονη με την πραγματική έκδοση του, ή αν μπορεί να είναι μεταγενέστερή της και αφορά μελλοντική ημερομηνία. Το επιτρεπτό της έκδοσης μεταχρονολογημένης επιταγής Πιο αναλυτικά, γίνεται καθολικά δεκτό το επιτρεπτό και καθ όλα νόμιμο της έκδοσης μεταχρονολογημένης επιταγής, με βάση το ισχύον δίκαιο, ως τοιαύτης εννοούμενης αυτής στην οποία αναγράφεται ως ημερομηνία έκδοσης, όχι η ημερομηνοχρονολογία της πραγματικής εκδόσεως, αλλά άλλη προσεχής ημερομηνοχρονολογία. Αυτό συνάγεται ιδίως από τις διατάξεις : α) 1 ν.5960/1933 στο οποίο δεν αναφέρεται οτιδήποτε ως προς το κύρος της 61 Ι.Καχριμάκης, Ακάλυπτη επιταγή - από τη βεβαίωση μη πληρωμής ως την είσπραξη. Γ έκδοση, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, 2001, σελ. 20

επιταγής εκτός από το γεγονός ότι η αναγραφόμενη στην επιταγή ημερομηνία έκδοσης της δεν είναι αληθινή, β) 13 ν. 5960/1933 περί λευκής επιταγής, σύμφωνα με το οποίο το στοιχείο, που κατά το συνήθως συμβαίνον στις συναλλαγές μένει απλήρωτο κατά την έκδοση της επιταγής είναι η ημερομηνοχρονολογία της έκδοσής της 62, γ) 28 παρ.2 ν.5960/1933 (πληρωτέα εν όψει), βάσει του οποίου, μολονότι η επιταγή είναι, κατά ius cogens, εν όψει (a vue) η μεταχρονολογημένη επιταγή, κατά σαφή διάταξη του παρόντος άρθρου, δεν βλάπτει το κύρος του τίτλου 63, δ) 75 παρ.1 ν.5960/1933, όπου ορίζεται, μεταξύ των άλλων, <<τίνα είναι τα αποτελέσματα της μεταχρονολογήσεως>>, ε) 29 παρ. 4 του ν. 5960/1933, όπου ορίζεται ότι <<αφετηρία των ανωτέρω σημειούμενων προθεσμιών είναι η εκ της επιταγής ως χρονολογία εκδόσεως αναγραφόμενη ημέρα>>, στ) 11 ν.1957/1991 όπου καθορίζεται ότι : 1.επιταγές που προσκομίζονται στις τράπεζες για είσπραξη, ενεχύραση ή φύλαξη, καταγράφονται σε πίνακα, στα οποία επιβάλλεται τέλος χαρτοσήμου δυο και μισό τοις χιλίοις (2.5 %ο) και υπολογίζονται στη συνολική αξία των καταχωριζομένων εις αυτά επιταγών. 2. Καταργείται η υπ αριθμόν 238/24.5.1979 απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής δια του παρόντος άρθρου>>. Με τη συγκεκριμένη διάταξη, ανεξαρτήτως των προθέσεων του νομοθέτη ένα είναι πλέον βέβαιο ότι η επιταγή έχει μεταλλαχθεί στις συναλλαγές σε όργανο πίστεως εγκαταλείποντας ολοσχερώς το ρόλο της ως οργάνου πληρωμής. Το γεγονός αυτό αποτελεί μια <<μάστιγα>> στις συναλλαγές, η οποία έχει οδηγήσει σε νομικά αδιέξοδα επιβεβαιώνοντας πανηγυρικά τη θέση 64 ότι μια de facto κατάσταση μεταβλήθηκε σε de iure κατάσταση 65. Η πιστωτική λειτουργία, την οποία προσκτάται η επιταγή με τη μεταχρονολόγηση, δημιουργεί ένα πρόβλημα που έχει και δημοσιονομικές προεκτάσεις. 62 Βλ. Ιω.Μάρκου, ο.π. σελ.167. 63 Βλ. Ιω.Μάρκου, ο.π. σελ.19 ΕφΘες 903/2000 Αρμ 2002,597, ΕφΑθ 2437/1981 Αρμ 1982,641 με ενημ.σημ.ιδ. Ιω.Μάρκου ΕφΑθ 687/1978 ΕΕμπΔ 1978,59 αλλά και Παμπούκη μεταξύ άλλων σε εισαγωγικό σημείωμα σε ΕφΘεσ.439/2010 και 327/2010 ΕπισκΕμπΔ 2010,531 επ. 64 Αντίθετος Ιω.Μάρκου, όπου υποστηρίζει πως παρά τις παραπάνω διατάξεις δε μεταβάλλεται η λειτουργία του θεσμού από όργανο πληρωμής σε όργανο πίστεως. 65 Η φράση αυτή ανήκει στον Βασιλακόπουλο, Βλ. Δ.Σκαρίπας, Η μεταχρονολογημένη επιταγή, ΔΕΕ 3/2011, σελ. 273 21

Όπως παρατηρήσαμε ήδη, το άρθρο 28 2 έχει ως αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται ευρύτατα η επιταγή ως μέσο ανέξοδης παροχής πιστώσεως. Η χρησιμοποίηση αυτή, με τη σειρά της, δημιουργεί την ανάγκη για προεξόφληση των μεταχρονολογημένο επιταγών ενώ, εξάλλου - και αυτό είναι το χειρότερο - με την προεξόφληση των επιταγών διευκολύνεται η τοκοφλυφική πιστοδότηση των εκδοτών τους. Πραγματικά, στο ποσό της μεταχρονολογημένης επιταγής μπορεί να συνυπολογίζεται υπέρογκος τόκος, με εξασφαλισμένη την πληρωμή του υπό την απειλή των ποινικών κυρώσεων, αν τυχόν η μεταχρονολογημένη επιταγή είναι και ακάλυπτη, όπως συμβαίνει συχνά (άρθρο 79 ν. 5960/1933). Όλα αυτά, λοιπόν, δημιούργησαν μια παραοικονομία στις ελληνικές συναλλαγές, η οποία δεν περιορίζεται μόνο στην προαγωγή της τοκογλυφίας, αλλά οδηγεί και σε στρέβλωση της νομισματικής και πιστωτικής πολιτικής του κράτους. Μάλιστα, η παραοικονομία αυτή άγγιξε τα όρια του σκανδάλου και ανάγκασε πρώτα τη Νομισματική Επιτροπή και ύστερα το νομοθέτη να επέμβουν. 1. Η Νομισματική Επιτροπή, κατ αρχή, με την απόφαση 238/ 24.5.1979 («περί διακινήσεως ιδιωτικών επιταγών μέσω των εμπορικών τραπεζών») απαγόρευσε στις εμπορικές τράπεζες να δέχονται μεταχρονολογημένες επιταγές «προς αγοράν, είτε προς κάλυψιν με διευκόλυνσιν οιασδήποτε ενγένει συναλλαγής, είτε ως αξίας προς είσπραξιν, παρακαταθήκην ή φύλαξιν». Ο σκοπός της αποφάσεως ήταν διπλός: Πρώτον, να ανακόψει την παροχή πιστώσεων από τις τράπεζες με προεξόφληση ή άλλη χρησιμοποίηση μεταχρονολογημένων επιταγών. Και αυτό, φυσικά, για να εμποδίσει την εκτροπή της επιταγής από μέσο πληρωμής σε μέσο παροχής πιστώσεως, που επηρεάζει άμεσα τη νομισματική και έμμεσα την πιστωτική πολιτική του κράτους. Και δεύτερον, να ανακόψει την καταστρατήγηση του νόμου περί τελών χαρτοσήμου, η οποία επιτυγχάνεται με το να παρέχεται πίστωση διαμέσου μεταχρονολογημένης επιταγής και όχι διαμέσου συναλλαγματικής, όπως θα ήταν φυσικό, με βάση την οικονομική λειτουργία καθενός από τα δύο αξιόγραφα. Η απαγόρευση που θέσπισε η απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής δεν έφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Αντίθετα, έστρεψε τους εμπόρους να προεξοφλούν τις μεταχρονολογημένες επιταγές σε ιδιώτες πράγμα, που όπως 22

ήταν επόμενο, προήγαγε την τοκογλυφία και δημιούργησε την παραοικονομία που προαναφέραμε. 2. Τότε, αναγκάσθηκε να επέμβει ο νομοθέτης με το ν. 1957/1991, που αφορά τον ενιαίο ειδικό φόρο καταναλώσεως πετρελαιοεδών και «άλλες διατάξεις». Ο φορολογικού περιεχομένου αυτός νόμος, ανάμεσα στις «άλλες διατάξεις» - και, συγκεκριμένα, στο άρθρο 11 (με τίτλο «Ρυθμίσεις τραπεζικών συναλλαγών και συναφών θεμάτων» - προέβλεψε τα ακόλουθα: «1. Επιταγές που προσκομίζονται στις τράπεζες για είσπραξη, ενεχύραση ή φύλαξη καταγράφονται σε πινάκια, στα οποία επιβάλλεται τέλος χαρτοσήμου δύο και μισό τοις χιλίοις (2,5%ο) και υπολογίζεται στη συνολική αξία των καταχωριζομένων εις αυτά επιταγών. 2. Καταργείται η υπ αριθ. 238/24.5.1979 απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής (ΦΕΚ 180 Α). 3. Οι διατάξεις του ν. 5960/1933 δεν θίγονται δια του παρόντος νόμου». Με τις ρυθμίσεις αυτές ο νομοθέτης παραδέχθηκε την πραγματικότητα, ότι δηλαδή οι μεταχρονολογημένες επιταγές χρησιμοποιούνται ως μέσο παροχής πιστώσεως. Και, για να πλήξει την παραοικονομία, επέτρεψε στις τράπεζες να δέχονται επιταγές με πιστωτική λειτουργία, καταργώντας ρητά την απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής και, μαζί, την απαγόρευση που αυτή είχε θεσπίσει. Για να εμποδίσει, εξάλλου, την καταστρατήγηση του νόμου για τα τέλη χαρτοσήμου, υπέβαλε σε χαρτοσήμανση τις επιταγές που χρησιμοποιούνται για πιστωτικούς σκοπούς. Και, πιο πέρα, για να διασφαλίσει την πληρωμή του χαρτοσήμου, υποχρέωσε τις τράπεζες που δέχονται τις επιταγές αυτές να εισπράττουν οι ίδιες και να αποδίδουν στο δημόσιο ταμείο το τέλος χαρτοσήμου το οποίο, φυσικά, οι τράπεζες το κατανέμουν στους πελάτες τους, ανάλογα με τα ποσά των επιταγών που προσκομίζει ο καθένας. Ο ν. 1957, πάντως, δεν απέβλεψε στη μεταβολή της επιταγής από όργανο πληρωμής σε όργανο παροχής πιστώσεως. Αυτό συνάγεται καθαρά από την παράγραφο 3 του άρθρου 11, όπου ορίζεται ρητά ότι «οι διατάξεις του ν. 5960/1933 δεν θίγονται δια του παρόντος νόμου». Και όπως είναι γνωστό, ο ν. 5960 κατοχυρώνει κατά τρόπο τέλειο τη λειτουργία της επιταγής ως μέσου πληρωμής. 23

Το άρθρο 11 του ν. 1957 αναφέρεται γενικώς σε επιταγές και όχι ειδικώς σε μεταχρονολογημένες επιταγές. Γίνεται δεκτό, εντούτοις, ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται μόνο σε μεταχρονολογημένες επιταγές που προσκομίζονται στις τράπεζες προς είσπραξη, ενεχύραση ή φύλαξη. Η επέμβαση αυτή του νομοθέτη, πάντως, δημιουργεί δύο προβλήματα στο δίκαιο της επιταγής. Το ένα σχετίζεται με τη δυνατότητα προεξοφλήσεως της μεταχρονολογημένης επιταγής και το δεύτερο με τη δυνατότητα ενεχυράσεως των μεταχρονολογημένων επιταγών που προσκομίζονται στις τράπεζες. Η απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής απαγόρευε στις τράπεζες να δέχονται επιταγές προς αγορά, δηλαδή προς προεξόφληση. Το άρθρο 11 ν. 1957, αντίθετα, ενώ κατάργησε την απόφαση εκείνη της Νομισματικής Επιτροπής, δεν αναφέρεται πλέον σε «αγορά». Η παράλειψη αυτή επιτρέπει να δοθούν δύο αντίθετες ερμηνείες: Είτε ότι το άρθρο 11 επιτρέπει εφεξής την προεξόφληση και, μάλιστα, χωρίς υποχρέωση χαρτοσημάνσεως είτε ότι την απαγορεύει, αφού επιτρέπει στις τράπεζες να δέχονται επιταγές μόνο προς ενεχύραση, είσπραξη ή φύλαξη. Η δεύτερη από τις δύο αυτές απόψεις, πάντως, που είναι και σύμφωνη με το γράμμα του νόμου, φαίνεται περισσότερο υποστηρίξιμη από την πρώτη, η οποία οδηγεί σε απαράδεκτη αντίφαση - την αντίφαση να μη χαρτοσημαίνονται οι επιταγές που προεξοφλούνται. Σχετικά με τις τροποποιήσεις που επέφερε ο ν. 1957/1991, μπορούμε να κάνουμε τις ακόλουθες εκτιμήσεις: Οι μεταχρονολογημένες επιταγές, και μάλιστα οι ακάλυπτες μεταχρονολογημένες επιταγές, δεν έπαψαν να εκδίδονται με ολοένα αυξανόμενο ρυθμό και να δημιουργούν στις συναλλαγές απαράδεκτες καταστάσεις. Οι τράπεζες, βέβαια, χαρτοσημαίνουν τις επιταγές που προσκομίζονται σ αυτές για πιστωτικούς σκοπούς. Θα μπορούσε να πει κανείς, συνεπώς, ότι ο δημοσιονομικός σκοπός που επιδίωξε ο νομοθέτης επιτεύχθηκε. Αυτό, όμως, αληθεύει εν μέρει μόνο, για τους ακόλουθους λόγους: Πρώτον, χαρτοσημαίνονται μόνο οι επιταγές που προσκομίζονται στις τράπεζες. Εκείνες, αντίθετα που προεξοφλούνται από ιδιώτες και θάλπουν κατ εξοχή την τοκογλυφία, δεν υπάγονται στο ν. 1957 και, συνεπώς, 24

διαφεύγουν την χαρτοσήμανση (επιχείρημα από άρθρο 11 3 και 1). Έπειτα, και αυτές που προσκομίζονται στις τράπεζες χαρτοσημαίνονται με ποσοστό, που μαζί με την εισφορά υπέρ του ΟΓΑ δεν υπερβαίνει το 3%ο. Ένα ποσοστό, δηλαδή, αισθητά χαμηλότερο από εκείνο του 5 %ο που ισχύει για τις συναλλαγματικές. Αυτό σημαίνει, συνεπώς ότι δεν καλύπτεται πλήρως το δημοσιονομικό έλλειμμα από τη χρησιμοποίηση της επιταγής αντί της συναλλαγματικής. Στις προθέσεις του συντάκτη του ν. 1957 μπορεί να ήταν η αποκατάσταση των θεσμών στην αρχική τους λειτουργία. Η επαναφορά δηλαδή της επιταγής στο ρόλο της ως οργάνου πληρωμής ώστε να μείνει μόνο η συναλλαγματική ως όργανο πίστεως. Γιατί από τη στιγμή που η παροχή πιστώσεως με μεταχρονολογημένη επιταγή επιβαρύνεται με χαρτόσημο, εξυπακούεται ότι εκλείπει κίνητρο που αποτρέπει τους εμπόρους να χρησιμοποιούν τη συναλλαγματική. Εντούτοις, το χαμηλότερο ποσοστό χαρτοσήμου, που ισχύει για την επιταγή, δεν αναιρεί τελείως το κίνητρο των εμπόρων να χρησιμοποιούν τη μεταχρονολογημένη επιταγή αντί της συναλλαγματικής. Αυτό, λοιπόν, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν χαρτοσημαίνονται παρά μόνο οι επιταγές που προσκομίζονται στις τράπεζες, σημαίνει ότι ο ν. 1957 δεν έχει τη δύναμη να εξυγιάνει τις συναλλαγές, αποκαθιστώντας τη θεσμική λειτουργία των δύο βασικών αξιογράφων. Η ΜΕΤΑΧΡΟΝΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΕΠΙΤΑΓΗ ΩΣ ΑΚΑΛΥΠΤΗ Ο Άρειος Πάγος λοιπόν σε μια προσπάθεια περιστολής το παθογόνου αυτού φαινομένου, παρενέβη κάθετα και με πάγια θέση του, ακόμη και της Ολομέλειας 66 χαρακτήρισε την μεταχρονολογημένη επιταγή ακάλυπτη. Το σκεπτικό με το οποίο ενέταξε την έννοια της μεταχρονολογημένης επιταγής, σ αυτήν της ακάλυπτης (μάλιστα έκτοτε ακολουθείται πάγια από τις σχετικές αποφάσεις των δικαστηρίων), είναι το ακόλουθο : «κατά την αληθή έννοια των 66 πρβλ Ολ ΑΠ 123/1981. ΕΕμπ.Δ. 1981. 536, ΑΠ 1684/1982. ΝοΒ. 1982. 1141, ΑΠ 186/1983. ΕλλΔνη1983. 1338, ΑΠ 1248/1983, ΕΕμπΔ 1984.82, ΑΠ 1067/1990, ΕΕμπΔ 1992.94, ΑΠ 1328/2004, ΠοινΛογ. 2004.1603. 25