Λουτσία Βακαρίνο 5 Μυστήρια πίσω από τις κάμερες
Ραντεβού στις τρεις με τους Τ+Ρ+Σ! Να κατεβάσουμε τα χειμωνιάτικα!
για μαντέψτε ποιος έμεινε πίσω η τελευταία ποδηλατάδα του καλοκαιριού
Μια ντετέκτιβ στο σχολείο «Ορίστε, λογικά θα σου φτάσουν τόσα» είπε η Λίντα καθώς έδινε κάποια χρήματα στην κόρη της. Η Έμιλι γούρλωσε τα μάτια. Παραήταν πολλά! Από την άλλη όμως, ήταν η πρώτη φορά που θα πήγαινε να αγοράσει σχολικά χωρίς τη μητέρα της, κι έτσι χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι παριστάνοντας την ήρεμη. Ήταν πια έντεκα χρονών. Σε λίγες μέρες θα πήγαινε γυμνάσιο, οπότε ήταν σημαντικό για εκείνη να κάνει κάποια πράγματα μόνη της. Ευτυχώς από τότε που μετακόμισαν από το Λονδίνο, η Λίντα είχε αρχίσει κάπως να ηρεμεί και προσπαθούσε να ελέγχει τους πανικούς που την έπιαναν ως μητέρα. Πού και πού βέβαια είχε τις μεταπτώσεις της Στο κάτω κάτω, σκέφτηκε περήφανη η Έμιλι, αυτά τα λεφτά τα κέρδισα με τον ιδρώτα μου. Ακριβώς, γιατί η Έμιλι δεν ήταν ένα τυχαίο εντεκάχρονο κορίτσι. Ήταν η ανιψιά του εκκεντρικού και μυστηριώδους ερευνητή Όρβιλ Ράιτ και από εκείνον είχε 12
ΜΙΑ ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ κληρονομήσει την αγροικία στον αριθμό 1 της οδού Όουκ, την έδρα της οικογενειακής τους επιχείρησης: του Γραφείου Ερευνών Ράιτ. «Μήπως είδες το φούτερ μου με την κουκούλα;» ρώτησε τη μητέρα της, ξαναβάζοντας το πορτοφόλι της στην άνετη τσάντα, που τη φορούσε πάντα χιαστί. Το καλοκαίρι είχε φτάσει στο τέλος του και η θερμοκρασία είχε αρχίσει να πέφτει, ειδικά μια συννεφιασμένη μέρα σαν αυτή. «Εκεί είναι, στην πολυθρόνα» της απάντησε η Λίντα. Η Έμιλι πήγε χοροπηδώντας στο αγαπημένο της δωμάτιο: το γραφείο του θείου Όρβιλ και έδρα του Γραφείου Ερευνών Ράιτ. Θα πρέπει να ήταν το αγαπημένο δωμάτιο και του θείου της, αν έκρινε κανείς από τη φροντίδα με την οποία ήταν τοποθετημένο και το παραμικρό εκεί μέσα. Αυτό βέβαια δε σήμαινε ότι το δωμάτιο ήταν συγυρισμένο. Η τάξη δεν ήταν το φόρτε της οικογένειας Ράιτ. Η αλήθεια είναι πως και η Έμιλι ήταν ακατάστατη με τον δικό της τρόπο. «Είναι δείγμα έξυπνου και ζωηρού ανθρώπου!» έλεγε συχνά πυκνά, ειδικά όταν η μητέρα της γκρίνιαζε για όλα αυτά που άφηνε αποδώ κι αποκεί. Μόλις μπήκε μέσα, η Έμιλι οσμίστηκε τις ξεχωριστές μυρωδιές του χώρου: ξύλο, ύφασμα, παλιό πλαστικό, λουλούδια και χαρτιά. Κυρίως χαρτιά. Όλοι οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με μια μεγάλη βιβλιοθήκη, που ήταν φορτωμένη με φθαρμένα και κιτρινισμένα βιβλία, τα οποία είχε αρχίσει να τα αγαπάει και όποτε ξέκλεβε 13
ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΑΜΕΡΕΣ χρόνο τα διάβαζε ένα ένα. Αστυνομικές ιστορίες, εγχειρίδια έρευνας, δικαστικά έγγραφα Τα πάντα μαρτυρούσαν το πάθος του θείου Όρβιλ. Όμως, η μεγάλη της αδυναμία ήταν οι σημειώσεις και τα απομνημονεύματα που της είχε αφήσει ο θείος της σε κάτι σημειωματάρια με μαλακό εξώφυλλο, γραμμένα με τον κάπως παλιομοδίτικο και κομψό καλλιγραφικό του τρόπο. Στη βιβλιοθήκη επίσης ήταν στοιβαγμένα ένα σωρό αλλόκοτα αντικείμενα: αγαλματίδια, ρολόγια, πίπες, μια παντόφλα, μέχρι και μια επιχρυσωμένη βρύση υπήρχε, φυλαγμένη σε μια γυάλινη θήκη, λες και ήταν κανένα σημαντικό εύρημα. Όλα ενθύμια από τις έρευνες που είχε κάνει ο ίδιος ο θείος Όρβιλ. Νιάου, παραπονέθηκε ο Πέρσι, ο τσουρομαδημένος κακότροπος Ντέβον Ρεξ γάτος κληρονομιά κι αυτός από τον θείο Όρβιλ, όταν η Έμιλι πήρε το κόκκινο φούτερ της πάνω στο οποίο είχε κουρνιάσει. Χαμένη στις σκέψεις της τον χάιδεψε αφηρημένα πίσω από το αυτί. Από τότε που κληρονόμησε το Γραφείο Ερευνών Ράιτ, στις αρχές του καλοκαιριού, ένιωθε για πρώτη φορά στη ζωή της γεμάτη. Τώρα είχε έναν σκοπό, μια ένδοξη οικογενειακή ιστορία κάτι που για ένα κορίτσι χωρίς πατέρα, όπως εκείνη, δεν ήταν εύκολο, κι ένα λαμπρό μέλλον να την περιμένει. Δυστυχώς, τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν αρκετό για να αποφύγει το σχολείο. Η Έμιλι ξεφύσηξε. Όχι ότι δεν της άρεσε το σχολείο. 14
ΜΙΑ ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ Πάντα λάτρευε το γράψιμο, τα βιβλία και κάθε λογής ιστορίες, ακόμα κι εκείνες που είχαν να κάνουν με τους αρχαίους πολιτισμούς. Η γεωγραφία τη γοήτευε, τα μαθηματικά κάπως λιγότερο, όμως πού και πού τα αντιμετώπιζε σαν ενδιαφέρουσες σπαζοκεφαλιές. Επίσης ήταν καλή στη ζωγραφική κι έπαιρνε πάντα άριστα στη γυμναστική. Βέβαια, αυτό που την ανησυχούσε δεν ήταν τα μαθήματα, αλλά η εμπειρία που είχε μέχρι τότε από το σχολείο, μια εμπειρία όχι και τόσο καλή. Σε αυτό έφταιγε λίγο και η Λίντα, η οποία, όταν έμεναν στο Λονδίνο, την είχε γράψει σε κάτι πανάκριβα και τελείως σνομπ σχολεία κάνοντας ένα σωρό θυσίες, επειδή πίστευε ότι με αυτό τον τρόπο θα της πρόσφερε καλύτερη μόρφωση. Κι έτσι, η Έμιλι αναγκαζόταν να συναναστρέφεται αντιπαθητικά κακομαθημένα παιδιά, που δεν έκαναν τίποτε άλλο πέρα από το να μιλάνε για επώνυμα ρούχα, για παιδικά πάρτι υπερπαραγωγή και για πανάκριβα παιχνίδια. Για καλή της τύχη, στο Μπλόσομ Κρικ είχε βρει έναν καινούριο κολλητό φίλο, τον Τζέιμι, γιο του αστυνομικού επιθεωρητή Πολ Μέλμπερι. Και ο Τζέιμι τής γνώρισε αν και με μια σχετική δυσαρέσκεια στην αρχή τους παιδικούς του φίλους, τον Ρίλεϊ και τον Σκοτ. Όλοι μαζί πέρασαν τις τελευταίες μέρες κάνοντας βόλτες με το ποδήλατο, σχεδιάζοντας φοβερές και τρομερές περιπέτειες και εξερευνώντας την περιοχή, σαν να ήταν ήρωες μυθιστορήματος. 15
ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΑΜΕΡΕΣ Και παρόλο που καμιά φορά έκαναν διάφορες χαζομάρες, από αυτές που αρέσουν στα αγόρια, η αλήθεια είναι ότι η Έμιλι τους έβρισκε και τους τρεις πολύ συμπαθητικούς. Υπήρχε όμως κάτι που την έκανε να αγωνιά και αυτό ήταν τα υπόλοιπα παιδιά. Τι δουλειά είχε αυτή σε ένα σχολείο που όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους από τότε που πήγαιναν παιδικό σταθμό; Μήπως άραγε γι αυτούς θα ήταν «η ξένη»; Η «Λονδρέζα»; Μήπως θα τη θεωρούσαν διαφορετική; Ευχόταν με όλη της την καρδιά να μην την περνούσαν για καμιά σνομπ πρωτευουσιάνα «Φακιδομύτη! Θα κουνηθείς καμιά ώρα;» ακούστηκε μια χαρούμενη φωνή απέξω. Άφησε στην άκρη τις στενάχωρες σκέψεις και άρπαξε από το βαρύ ξύλινο γραφείο το σημειωματάριο που κουβαλούσε πάντα μαζί της, σαν καλή ερευνήτρια που ήταν. Κάποιες οικογενειακές παραδόσεις καλό ήταν να τηρούνται. «Φακιδομύτη;» επανέλαβε χαχανίζοντας η Λίντα από την πόρτα του σπιτιού. Η Έμιλι έκανε μια κυκλική κίνηση μπροστά από το πρόσωπό της για να της δείξει τις μικρές φακίδες που στόλιζαν τη μύτη και τα μάγουλά της. «Όλοι έχουν το παρατσούκλι τους» της εξήγησε υπομονετικά. «Ο Τζέιμι είναι ο Βολίδας, επειδή, όταν ήταν μικρός, κάθε φορά που τα μεγαλύτερα παιδιά ήθελαν να του κάνουν πλάκα, το έβαζε στα πόδια σαν βολίδα. Ο Ρίλεϊ είναι ο Κουκουβάγιας, επειδή φοράει γυαλιά». 16
ΜΙΑ ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ «Και ο Σκοτ;» «Αυτός είναι ο Μπουλουκομπαλίτσας ή αλλιώς Μπουλουκόφατσας ή πιο απλά Μπουλούκος». «Χμ μάλλον είναι σε χειρότερη θέση από εσένα, Φακιδομύτη» σχολίασε η Λίντα με το ένα φρύδι ανασηκωμένο. «Μαμά, δεν καταλαβαίνεις. Δεν είναι καθόλου προσβλητικό, υπάρχει σεβασμός μεταξύ μας» «Φακιδομύτη, τι έγινε; Ακόμη να πάρεις τα πόδια σου; Μέχρι να ρθεις, θα χουμε βγάλει μούσια!» ακούστηκε η ίδια φωνή, που ανήκε στον Σκοτ. «Κατάλαβα» απάντησε η Λίντα χαμογελώντας. «Αυτή είναι η γλώσσα στην οποία συνεννοείστε εσείς τα αγοροκόριτσα». Η Έμιλι της έβγαλε τη γλώσσα. Με τα ρετρό της ρούχα, τα τακούνια και τα εντυπωσιακά αξεσουάρ της, η Λίντα ήταν το ακριβώς αντίθετο από την κόρη της, που ένιωθε άνετα μόνο με τα αθλητικά της ρούχα και παπούτσια. «Πάντως, μια χαρά θα ταιριάξεις μαζί τους!» είπε χαμογελώντας η Λίντα, ευχαριστημένη που η κόρη της είχε κάνει φιλίες με συνομηλίκους της. Η Έμιλι έσκασε ένα χαμόγελο ανοίγοντας την πόρτα και συνέχισε να χαμογελάει σκαρφαλώνοντας στο ποδήλατό της για να πάει στους φίλους της. Τελικά η Λίντα είχε δίκιο: Δεν υπήρχε κανένας λόγος να ανησυχεί τόσο πολύ. Ή μήπως τελικά υπήρχε; αναρωτήθηκε κατάκοπη, κάνα 17
ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΑΜΕΡΕΣ δυο ώρες αργότερα, καθώς σκαρφάλωνε με κουρασμένες κινήσεις σε ένα σκαμπό στον πάγκο του παντοπωλείου. Στα πόδια της ήταν αραδιασμένες τσάντες και πακέτα γεμάτα βιβλία, τετράδια, μολύβια, γόμες, μαρκαδόρους, χάρακες, τρίγωνα και μοιρογνωμόνια. Στα άλλα σκαμπό πήραν θέση οι φίλοι της, που είχαν πιάσει ήδη την κουβέντα. «Θυμάστε τότε που η Κόνι είπε: Λοιπόν, κυρία, μπορώ να βγω από το παράθυρο;» τους υπενθύμισε ο Ρίλεϊ. «Η Κόνι είναι τρομερή!» πετάχτηκε ο Σκοτ. Ο Τζέιμι συμφώνησε. «Ναι, είναι συμπαθητική. Ευτυχώς που θα την έχουμε μαζί μας και στο γυμνάσιο. Θα είναι και ο Μπράντον. Θα ρίξουμε πολύ γέλιο με τις ατάκες του! Θυμάστε τότε που η κυρία Ρόουζ τον έβαλε να καθίσει μαζί με τον Μουγγό;» «Ναι!» απάντησε ο Σκοτ και έσκασε στα γέλια. Η Έμιλι ακούμπησε τα μπράτσα της στον πάγκο. Από το πρωί οι τρεις τους έκαναν συνεχώς το ίδιο και το ίδιο: Μιλούσαν διαρκώς για άτομα που εκείνη δεν ήξερε, θυμούνταν γεγονότα, προφανώς αστεία, που εκείνη δεν είχε ζήσει ποτέ, και γελούσαν με διάφορες ατάκες που εκείνη δεν είχε ακούσει ποτέ της. «Πρρρ!» έκανε ο Ρίλεϊ φουσκώνοντας τα μάγουλά του. «Σωστά! Το θυμάστε αυτό; Πρρρ!» πετάχτηκε ο Τζέιμι, λες και ήταν καμιά πολύ αστεία ατάκα, και ο Σκοτ παραλίγο να πέσει κάτω από τα γέλια. Ε, αυτό παραπήγαινε. Όσο κι αν προσπαθούσε, η 18
ΜΙΑ ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ Έμιλι δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτε απ όσα έλεγαν. Κι εκείνοι, παρασυρμένοι από τη χαρά τους για το καινούριο σχολείο, το μόνο που έκαναν ήταν να θυμούνται διάφορα περιστατικά από το δημοτικό και να λένε ακαταλαβίστικα για εκείνη αστεία, χωρίς να τους περνάει καν από το μυαλό πως την έκαναν να νιώθει έτσι ακριβώς όπως δεν ήθελε: Η ξένη. Η Λονδρέζα. Η καινούρια. Κι αν αυτό συνέβαινε με τους ίδιους της τους φίλους, ποιος ξέρει τι θα γινόταν με τους καινούριους συμμαθητές της, που ούτε καν τους γνώριζε Η Έμιλι αναστέναξε. «Λοιπόν, τι να σας φέρω;» ρώτησε η Ρόξι, η ιδιοκτήτρια του παντοπωλείου, χαρούμενη, όπως πάντα. «Για εμένα ένα κομμάτι κέικ με γλάσο και μια βυσσινάδα» απάντησε ο Τζέιμι. «Για εμένα μια αμυγδαλόπιτα κι ένα μιλκσέικ φράουλα» είπε ο Ρίλεϊ. «Για εμένα ένα μεγάλο μάφιν με τριπλή σοκολάτα και ζαχαρένια αστεράκια κι ένα σοκολατούχο γάλα» βάλθηκε να απαριθμεί ο Σκοτ. «Για εμένα έναν χυμό ροδάκινο, ευχαριστώ» μουρμούρισε η Έμιλι με το πιγούνι ακουμπισμένο στα χέρια της. «Έμιλι, είσαι καλά;» ρώτησε η Ρόξι, που ήξερε την αδυναμία της νεαρής ντετέκτιβ στα γλυκά. «Δεν πιστεύω να κόλλησες κι εσύ τη μανία της μητέρας σου για την υγιεινή διατροφή;» «Όχι, φταίει που έφαγα πολύ το μεσημέρι» απά- 19
ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΑΜΕΡΕΣ ντησε η Έμιλι, που δεν μπορούσε φυσικά να παραδεχτεί για ποιον λόγο ήταν τόσο κακόκεφη. «Μπράβο, πρέπει να τρως καλά» την παρότρυνε η Ρόξι. «Ο εγκέφαλος έχει ανάγκη από σάκχαρα. Άσε που όπου να ναι αρχίζει και το σχολείο Αλήθεια, είστε έτοιμοι;» «Ναι!» αποκρίθηκαν με μια φωνή ο Τζέιμι, ο Ρίλεϊ και ο Σκοτ. «Ναι» είπε ξεφυσώντας η Έμιλι. Η Ρόξι πήρε από το σταντ με τις εφημερίδες και τα περιοδικά τον Ταχυδρόμο του Μπλόσομ Κρικ, μια μικρή και ανιαρή τοπική εφημερίδα. «Πήρατε τις καινούριες στολές;» τους ρώτησε εύθυμα. «Όχι, αύριο έρχονται» απάντησε ο Τζέιμι. «Στολές;» πετάχτηκε η Έμιλι, που απεχθανόταν τις ριγέ γραβάτες, τα πουκάμισα και τις πλισέ φούστες του σνομπ σχολείου της στο Λονδίνο. Στα χωριά δεν υπήρχε λόγος να φοράει κανείς αυτές τις χαζοστολές. Στην επαρχία ο κόσμος δεν τηρούσε αυτού του είδους τις τυπικότητες. Ή μήπως όχι; Μπορεί απλώς να τις ονόμαζαν στολές και να ήταν τίποτα απλές μπλούζες ή πουλόβερ σε ένα συγκεκριμένο χρώμα «Έχει βάλει φωτογραφίες ο Ταχυδρόμος» συνέχισε η Ρόξι ανοίγοντας την εφημερίδα. Η Έμιλι κοίταξε με τρόμο τη φωτογραφία μιας στολής: σακάκι και παντελόνι με μια ρίγα, γραβάτα και φυσικά πλισέ φούστα. 20
ΜΙΑ ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ Τώρα πια δεν έχω καμία αμφιβολία. Η καινούρια χρονιά θα είναι σκέτος εφιάλτης! σκέφτηκε ρουφώντας θλιμμένη τον χυμό ροδάκινου. 21
Στο σπίτι της Λίντα και της Έμιλι Ράιτ, μαμά και κόρη βοηθάνε η μία την άλλη, γελάνε πολύ, κλαίνε λίγο, τρώνε λαχανικά (αλλά και μάφιν), λένε «ευχαριστώ», «παρακαλώ» και «λυπάμαι». Και λύνουν μυστηριώδεις υποθέσεις. Μαζί. Μυστήρια πίσω από τις κάμερες Ένα τηλεοπτικό συνεργείο εισβάλλει στο Μπλόσομ Κρικ για να γυρίσει μια αστυνομική σειρά. Όμως, μετά από λίγες μέρες και πολλά παράδοξα γεγονότα, η Έμιλι και η Λίντα καταλαβαίνουν ότι το πραγματικό μυστήριο δεν κρύβεται στο σενάριο, αλλά μέσα στο ίδιο το τηλεοπτικό σετ ISBN 978-618-03-0274-5 ΒΟΗΘ. ΚΩΔ. ΜΗΧ/ΣΗΣ 80274