Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΣΤΙΣ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ: ΜΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΕΩΝ ΑΞΙΑΣ

Σχετικά έγγραφα
Εισαγωγή στην Πολιτική Οικονομία

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Η θέση της «κυκλοφορίας» στην αναπαραγωγή του οικονομικού συστήματος... Γιώργος Σταμάτης

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Αξίες και τιμές παραγωγής. Η σχέση μεταξύ του 1ου και του 3ου τόμου του «Κεφαλαίου» Γιώργος Σταμάτης

Κεφάλαιο και κράτος: Από τα Grundrisse στο Κεφάλαιο και πίσω πάλι

Πόροι και Διεθνές Εμπόριο. Το Υπόδειγμα των Heckscher Ohlin

Η Θεωρία του Διεθνούς Εμπορίου

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ 23

Η άσκηση αναπαράγεται ταυτόχρονα στον πίνακα ανάλογα με όσο έχουν γράψει και αναφέρουν οι φοιτητές.

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ

Κεφάλαιο 3. Παραγωγικότητα της εργασίας και συγκριτικό πλεονέκτημα: Το Ρικαρδιανό υπόδειγμα

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας

Μάθημα: Διεθνείς Επιχειρήσεις και Επενδύσεις

Πόροι και Διεθνές Εμπόριο. Το Υπόδειγμα των Heckscher Ohlin

Διεθνές εµπόριο-1 P 1 P 2

«Από την έρευνα στη διδασκαλία» Δημοτική Βιβλιοθήκη Μεταμόρφωσης Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2016

1 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Ο 1.2 Η Επιχείρηση

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 Η ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗΣ ΖΗΤΗΣΗΣ

Εξειδικευμένοι Συντελεστές Παραγωγής και Διανομή του Εισοδήματος. Το Υπόδειγμα των Jones και Samuelson

ΣΑΛΙΜΠΑ ΖΙΖΗ. Δρ. Οικονομολόγος της Εργασίας Εμπειρογνώμων. Οικονομικές διακυμάνσεις - Πληθωρισμός Ανεργία

Πρόλογος Εισαγωγή... 13

Εισαγωγή. Αποτελεσματικότητα κατά Pareto. 1. ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ (επεξεργασία σημειώσεων Β. Ράπανου)

Το Υπόδειγμα του Ricardo. Παραγωγικότητα της Εργασίας και Συγκριτικό Πλεονέκτημα

Συγγραφή ερευνητικής πρότασης

ΑΓΟΡΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4. Chapter 4: Financial Markets. 1 of 32

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

4.1 Ζήτηση εργασίας στο βραχυχρόνιο διάστημα - Ανταγωνιστικές αγορές

Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων

13/1/2010. Οικονομική της Τεχνολογίας. Ερωτήματα προς συζήτηση ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Η σύγχρονη εργατική τάξη και το κίνημά της (2) Συντάχθηκε απο τον/την ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ Παρασκευή, 11 Σεπτέμβριος :57

Εισαγωγή στην Οικονομική Επιστήμη Ι. Σκέφτομαι ως Οικονομολόγος. Αρ. Διάλεξης: 2

Ο ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ TΩN ΤΙΜΩΝ

ΔΙΕΚ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ ΤΕΧΝΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ Γ ΕΞΑΜΗΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΟΣΤΟΥΣ Ι ΜΑΘΗΜΑ 2 ο

ΑΡΧΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ. Κεφάλαιο 2 ο

Κεφάλαιο 5 Πόροι και διεθνές εμπόριο: Το υπόδειγμα Heckscher- Ohlin

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Εισαγωγή Μεθοδολογία της Έρευνας ΕΙΚΟΝΑ 1-1 Μεθοδολογία της έρευνας.

Περί της Ταξινόμησης των Ειδών

Το Πρότυπο Ανταγωνιστικό Υπόδειγμα του Διεθνούς Εμπορίου με Συναρτήσεις Παραγωγής και Χρησιμότητας Cobb Douglas. Καθ. Γιώργος Αλογοσκούφης

Μικροοικονομία. Ενότητα 1: Εισαγωγικές έννοιες. Δριτσάκη Χάιδω Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής

ΔΕΙΓΜΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ

Σύντομος πίνακας περιεχομένων

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο Η έννοια της επιχείρησης. Καζάκου Γεωργία, ΠΕ09 Οικονομολόγος

Θεόδωρος Μαριόλης Τ.Δ.Δ., Πάντειο Πανεπιστήμιο Ι.Κ.Ε. Δημήτρης Μπάτσης

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ

[Υπόδειξη: Τα αγαθά που χάνουν την υλική τους υπόσταση και τις ιδιότητες τους μετά την πρώτη χρήση τους ονομάζονται καταναλωτά.]

Μακροοικονομική. Μακροοικονομική Θεωρία και Πολιτική. Αναπτύχθηκε ως ξεχωριστός κλάδος: Γιατί μελετάμε ακόμη την. Μακροοικονομική Θεωρία και

22/2/2014 ΑΡΧΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ. Επιστήμη Διοίκησης Επιχειρήσεων. Πότε εμφανίστηκε η ανάγκη της διοίκησης;

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1. Αξιολόγηση των µακροοικονοµικών επιπτώσεων του ΚΠΣ III

3. ΠΟΡΟΙ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΜΠΟΡΙΟ: ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ HECKSCHER-OHLIN

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Οι συνθήκες πραγματοποίησης της παραγωγής στην απλή αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου Παρασκευάς Παρασκευαΐδης

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Οι συνθήκες πραγματοποίησης της παραγωγής στην απλή αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου Παρασκευάς Παρασκευαΐδης

Οδηγός. Σχολιασμού. Διπλωματικής Εργασίας

ΤΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ (BUSINESS PLAN)

Εκπαίδευση Ενηλίκων: Εμπειρίες και Δράσεις ΑΘΗΝΑ, Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

Αρχές Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων και Υπηρεσιών ΝΙΚΟΛΑΟΣ Χ. ΤΖΟΥΜΑΚΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑΤΩΝ 2.

3.3 Κατανομή χρόνου μεταξύ αμειβόμενης εργασίας, οικιακής εργασίας και σχόλης - Αποφάσεις προσφοράς εργασίας στο πλαίσιο της οικογένειας

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Τµήµα Οικονοµικών Επιστηµών Ακαδηµαϊκό έτος (διαβάζουμε κεφ. 4 από Μ. Χλέτσο και σημειώσεις στο eclass)

Κεφάλαιο 1 [Δείγμα σημειώσεων για την ύλη[ ]

Μάθημα 2 ο : Επιχειρηματικό Σχέδιο

Γράφοντας ένα σχολικό βιβλίο για τα Μαθηματικά. Μαριάννα Τζεκάκη Αν. Καθηγήτρια Α.Π.Θ. Μ. Καλδρυμίδου Αν. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Διεθνείς Οικονομικές Σχέσεις και Ανάπτυξη

Εξετάσεις Θεωρίας και Πολιτικής Διεθνούς Εμπορίου Ιούλιος Όνομα: Επώνυμο: Επιθυμώ να μην περάσω το μάθημα εάν η βαθμολογία μου είναι του

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Οικονομικά για Μη Οικονομολόγους Ενότητα 7: Εισαγωγή στην Μακροοικονομική Θεωρία

Τα Διδακτικά Σενάρια και οι Προδιαγραφές τους. του Σταύρου Κοκκαλίδη. Μαθηματικού

Πάντειο Πανεπιστήμιο. Τμήμα Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης Msc. In Applied Economics. Lecture 1: Trading in a Ricardian Model


Τίτλος Μαθήματος. Ενότητα 2η: Επισκόπηση Ι. Δημήτριος Σκούρας Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων Τμήμα Οικονομικών Επιστημών

ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ 15

Η Πολιτική Οικονομία των Εθνικών Λογαριασμών: Μία Θεωρητική και Εμπειρική Διερεύνηση

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Media Monitoring. Ενότητα 2: Η ανάλυση περιεχομένου. Σταμάτης Πουλακιδάκος Σχολή ΟΠΕ Τμήμα ΕΜΜΕ

Οικονοµία. Βασικές έννοιες και ορισµοί. Η οικονοµική επιστήµη εξετάζει τη συµπεριφορά

Διοίκηση Λειτουργιών. τετράδιο 1

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΒΑΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

Πολυπολιτισμικότητα και Εκπαίδευση

πως θα θα παραχθούν αυτά τα προϊόντα αυτό εξαρτάται από την τεχνολογία που έχει στη διάθεσή της μια κοινωνία

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ, ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

Εισαγωγή στη Διεθνή Μακροοικονομική. Ισοζύγιο Πληρωμών, Συναλλαγματικές Ισοτιμίες, Διεθνείς Χρηματαγορές και το Διεθνές Νομισματικό Σύστημα

Οργανώνοντας την έρευνα ΒΑΣΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΟΝΗΣΗ ΜΙΑΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ (Μικροοικονομική) Mankiw Gregory N., Taylor Mark P. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΖΙΟΛΑ

Περιφερειακή ανάπτυξη- Περιφερειακές ανισότητες. Εισαγωγικές έννοιες. Συσσώρευση Κεφαλαίου, Χωρικός Καταμερισμός Εργασίας

1. Σκοπός της οικονομικής ανάπτυξης είναι η αύξηση του εισοδήματος των εργαζομένων.

Ιδιότητες και Τεχνικές Σύνταξης Επιστημονικού Κειμένου Σχολιασμός ερευνητικής πρότασης

ΣΧΟΛΗ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ. Δρ.Αριστέα Γκάγκα

Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

Θεωρία επιλογής του καταναλωτή και του παραγωγού

Philip McCann Αστική και περιφερειακή οικονομική. 2 η έκδοση. Chapter 1

Εισαγωγικές Έννοιες Επιχειρηματικότητας

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο Σ/Λ & Πολλαπλής Επιλογής Αντικείμενο μελέτης της μακροοικονομίας είναι (μεταξύ άλλων) η:

Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΜΙΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΜΜΕ ΕΝΟΤΗΤΑ 5η: Οικονομίες & Νεοκλασική Πολιτική Οικονομία

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ. Θεωρία των Μοντέλων Καπιταλισμού

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ. 2. Τι περιλαμβάνει ο στενός και τι ο ευρύτερος δημόσιος τομέας και με βάση ποια λογική γίνεται ο διαχωρισμός μεταξύ τους;

Ο ΤΟΠΟΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Εναλλακτικά του πειράματος

ΕΙΔΗ ΕΡΕΥΝΑΣ I: ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ & ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΙ

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΣΤΙΣ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ: ΜΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΕΩΝ ΑΞΙΑΣ ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΣΕΡΕΤΗΣ ΤΡΙΜΕΛΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ: ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ ΤΣΑΛΙΚΗ, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Α.Π.Θ (Επιβλέπουσα) ΣΤΑΥΡΟΣ ΜΑΥΡΟΥΔΕΑΣ, Καθηγητής, ΠΑ.ΜΑΚ. ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΔΕΣΛΗ, Επίκουρη Καθηγήτρια, Α.Π.Θ. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2013 1

Πίνακας Περιεχομένων ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ... 2 ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΠΙΝΑΚΩΝ... 4 ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΣΧΗΜΑΤΩΝ... 4 ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ... 5 1 ΚΕΦΆΛΑΙΟ 1... 8 ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 8 2 ΚΕΦΆΛΑΙΟ 2... 14 ΕΡΓΑΣΙΑΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ: ΑΠΟΚΛΙΣΗ ΤΙΜΩΝ - ΑΞΙΩΝ... 14 2.1 ΕΙΣΑΓΩΓΉ... 14 2.2 Η Ε.Θ.Α. ΣΤΟΥΣ ΚΛΑΣΙΚΟΎΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΌΓΟΥΣ... 15 2.3 Η Ε.Θ.Α. ΤΟΥ MARX... 19 2.3.1 Εμπόρευμα, Αξία Χρήσης και Ανταλλακτική Αξία... 21 2.3.2 Συγκεκριμένη και Αφηρημένη Εργασία... 22 2.3.3 Κοινωνικά Αναγκαίος Χρόνος Εργασίας... 23 2.3.4 Η Λειτουργία του Νόμου της Αξίας... 24 2.4 ΘΕΩΡΊΑ ΧΡΉΜΑΤΟΣ... 26 2.5 ΥΠΕΡΑΞΊΑ ΚΑΙ ΚΈΡΔΟΣ... 27 2.6 ΤΟ ΠΡΌΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΎ... 28 2.7 ΠΕΡΊΛΗΨΗ - ΣΥΜΠΕΡΆΣΜΑΤΑ... 42 3 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3... 45 ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ... 45 3.1 ΕΙΣΑΓΩΓΉ... 45 3.2 ΝΕΟΚΛΑΣΙΚΉ ΘΕΩΡΊΑ ΚΑΙ ΤΈΛΕΙΟΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΌΣ... 47 3.3 Η ΜΕΤΑΚΕΫΝΣΙΑΝΉ ΘΕΩΡΊΑ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΎ... 50 3.4 Η ΚΛΑΣΙΚΉ ΚΑΙ ΟΙ ΕΤΕΡΌΔΟΞΕΣ ΘΕΩΡΊΕΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΎ... 51 3.5 Η ΣΧΟΛΉ ΤΟΥ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟΎ ΚΕΦΑΛΑΊΟΥ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΉ ΤΗΣ.... 53 3.6 Ο ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΌΣ ΣΤΟΝ ΜARX... 56 3.6.1 Ενδοκλαδικός Ανταγωνισμός... 59 3.6.2 Διακλαδικός Ανταγωνισμός... 62 3.6.3 Το Ρυθμιστικό Κεφάλαιο... 63 3.6.4 Κυρίαρχη Τεχνική... 67 3.7 ΣΥΜΠΕΡΆΣΜΑΤΑ... 67 4 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4... 69 ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΑΝΤΑΛΛΑΓΕΣ... 69 4.1 ΕΙΣΑΓΩΓΉ... 69 4.2 ΤΟ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΌ ΠΛΕΟΝΈΚΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΉ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΊΑ.... 73 4.2.1 Παραδοσιακή Θεωρία Διεθνούς Εμπορίου... 76 4.3 ΑΝΤΙΔΡΆΣΕΙΣ ΣΤΑ ΠΡΟΒΛΉΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΉΣ ΘΕΩΡΊΑΣ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΎΣ ΕΜΠΟΡΊΟΥ.... 81 4.3.1 Το Νέο-Ρικαρδιανό/Σραφφιανό Υπόδειγμα... 82 4.3.2 Τα Υποδείγματα των Νέων Θεωριών του Διεθνούς Εμπορίου... 83 4.3.3 Τα Νέο-Μαρξιστικά Υποδείγματα του Διεθνούς Εμπορίου... 84 4.4 ΤΟ ΑΠΌΛΥΤΟ ΠΛΕΟΝΈΚΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΉ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΊΑ... 86 4.4.1 Κεϋνσιανή Προσέγγιση του Δ.Ε.... 87 4.4.2 Μετά-Κεϋνσιανή Προσέγγιση του Δ.Ε.... 88 4.4.3 Μαρξιστική Προσέγγιση του Δ.Ε. Ένα Εναλλακτικό Επιχείρημα.... 88 2

4.5 ΣΥΜΠΕΡΆΣΜΑΤΑ - ΕΠΊΛΟΓΟΣ... 94 5 ΚΕΦΆΛΑΙΟ 5... 97 ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΩΝ ΑΞΙΩΝ... 97 5.1 ΕΙΣΑΓΩΓΉ... 97 5.2 ΜΕΤΑΒΙΒΆΣΕΙΣ ΑΞΊΑΣ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΉ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΊΑ... 97 5.2.1 Θεωρίες της Εξάρτησης... 99 5.2.2 Η Θεωρία της Άνισης Ανταλλαγής... 112 5.2.3 Κάποια Κριτικά Συμπεράσματα... 119 5.3 ΜΕΤΑΒΙΒΆΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΏΝ ΑΞΙΏΝ ΣΤΟΝ MARX... 119 5.3.1 Μεταβιβάσεις Αξίας Ενδοκλαδικά.... 123 5.3.2 Μεταβιβάσεις Αξίας Διακλαδικά... 126 5.4 ΔΙΕΘΝΕΊΣ ΜΕΤΑΒΙΒΆΣΕΙΣ ΑΞΊΑΣ.... 128 5.5 ΣΥΜΠΕΡΆΣΜΑΤΑ... 131 6 ΚΕΦΆΛΑΙΟ 6... 133 ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ... 133 6.1 ΕΙΣΑΓΩΓΉ... 133 6.2 ΕΡΓΑΣΙΑΚΈΣ ΑΞΊΕΣ: ΠΩΣ ΥΠΟΛΟΓΊΖΟΝΤΑΙ.... 134 6.3 ΔΕΔΟΜΈΝΑ... 137 6.4 Η ΜΈΘΟΔΟΣ ΤΗΣ ΚΆΘΕΤΗΣ ΟΛΟΚΛΉΡΩΣΗΣ ΒΉΜΑ-ΒΉΜΑ... 142 6.5 ΣΥΜΠΕΡΆΣΜΑΤΑ... 145 7 ΚΕΦΆΛΑΙΟ 7... 146 ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΜΠΕΙΡΙΚΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ... 146 7.1 ΕΙΣΑΓΩΓΉ... 146 7.2 ΑΠΟΤΕΛΈΣΜΑΤΑ: ΑΝΑΛΥΤΙΚΉ ΠΑΡΟΥΣΊΑΣΗ ΑΝΆ ΚΛΆΔΟ ΜΕΛΈΤΗΣ.... 147 7.3 ΓΕΝΙΚΆ ΑΠΟΤΕΛΈΣΜΑΤΑ... 160 8 ΚΕΦΆΛΑΙΟ 8... 166 ΕΠΙΛΟΓΟΣ... 166 8.1 ΣΥΝΟΠΤΙΚΆ... 166 8.2 ΥΠΟΘΈΣΕΙΣ-ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΊΑ-ΒΑΣΙΚΆ ΣΥΜΠΕΡΆΣΜΑΤΑ... 167 8.3 ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΓΙΑ ΠΕΡΑΙΤΈΡΩ ΈΡΕΥΝΑ... 178 9 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ... 180 Παράρτημα 6.A: Η οικονομική ερμηνεία της αντίστροφης μήτρας Leontief... 180 Παράρτημα 6.Β: Πίνακας Ε-Ε στη θεωρητική του μορφή... 181 Παράρτημα 7.Α: Συνολικός Αριθμός Απασχολούμενων και Αριθμός Μισθωτών Ανά Κλάδο/Έτος και Χώρα.... 184 10 ΞΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΊΑ... 194 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 210 3

Ευρετήριο Πινάκων Πίνακας 5.1: Τρία ατομικά κεφάλαια με διαφορετικές ΟΣΚ στον ίδιο κλάδο... 124 Πίνακας 5.2: Τρεις κλάδοι με τα αντίστοιχα Ρυθμιστικά Κεφάλαια... 127 Πίνακας 6.1: Κλαδική διαίρεση σε επίπεδο 48 κλάδων... 139 Πίνακας 6.2:Κλαδική διαίρεση σε επίπεδο 40 κλάδων... 141 Πίνακας 6.3: Ερμηνεία Βασικών Όρων... 144 Πίνακας 7.1:Οι 13 υπό εξέταση κλάδοι... 147 Πίνακας 7.2: Εργασιακές αξίες του Κλάδου 1και Διαφορές εργασιακών αξιών από τον αντίστοιχο ΣΜΟ του Κλάδου 1... 148 Πίνακας 7.3:Εργασιακές αξίες του Κλάδου 2 και Διαφορές εργασιακών αξιών από τον αντίστοιχο ΣΜΟ του Κλάδου 2... 151 Πίνακας 7.4: Εργασιακές αξίες του Κλάδου 3 και Διαφορές εργασιακών αξιών από τον αντίστοιχο ΣΜΟ του Κλάδου 3... 153 Πίνακας 7.5: Εργασιακές αξίες του Κλάδου 4και Διαφορές εργασιακών αξιών από τον αντίστοιχο ΣΜΟ του Κλάδου 4... 155 Πίνακας 7.6:Εργασιακές αξίες των Κλάδων 5-13... 157 Πίνακας 7.7:Διαφορές εργασιακών αξιών από τον αντίστοιχο ΣΜΟ στους Κλάδους 5-13. 158 Πίνακας 7.8:Οι ΣΜΟ για τα έτη 1995, 2000 και 2005... 162 Ευρετήριο Σχημάτων Σχήμα 1: 6.Β1: Πίνακας εισροών - εκροών... 181 Σχήμα 2: 6.Β2 Πίνακας Ε-Ε με τους τεχνολογικούς συντελεστές... 182 4

Ευχαριστίες Θα ήθελα να ευχαριστήσω κάποιους ανθρώπους οι οποίοι με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο συνέβαλλαν στην ολοκλήρωση της διδακτορικής διατριβής. Θα ήθελα να ευχαριστήσω κατ αρχήν τρεις εκλεκτούς συναδέλφους και φίλους από το Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστήμιου, τη Χριστίνα Παρασκευοπούλου, το Γιάννη Βαρδαλαχάκη και τον Εμμανουήλ Τραχανά καθώς η παρουσία τους στο τμήμα και στο κοινό μας γραφείο, μου πρόσφερε βοήθεια και υπομονή. Ακόμη ευχαριστώ τον επιστήθιο φίλο και συνάδελφο στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ, Χατζηγιάννη Μανόλη για την πολυετή κοινή διαδρομή και τις αντίστοιχες κοινές εμπειρίες. Ευχαριστώ το φίλο και συνάδελφο, διδάκτορα Πολιτικής Οικονομίας Παϊταρίδη Δημήτρη για τη βοήθεια του σε όλη τη διάρκεια εκπόνησης της διατριβής. Επίσης ευχαριστώ τον Γιώργο Μαγγανά για τις συμβουλές του και τη στήριξη που μου παρείχε. Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να ευχαριστήσω τον κ. Λευτέρη Τσουλφίδη, Καθηγητή στο Τμήμα Οικονομικών Επιστήμων του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, ο οποίος με καθοδήγησε και με βοήθησε να ξεκαθαρίσω σύνθετα θεωρητικά και εμπειρικά ζητήματα της διατριβής. Η συμβολή του ήταν καθοριστική. Επίσης ευχαριστώ τον κ. Θεόδωρο Μαριόλη, Αναπληρωτή Καθηγητή στο Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης του Παντείου Πανεπιστημίου του οποίου η βοήθεια και οι παρατηρήσεις με βοήθησαν να επιλύσω πολλά ζητήματα που κατά καιρούς είχαν ανακύψει. Ευχαριστώ ακόμη όσους και όσες διάβασαν διάφορα προσχέδια ή τμήματα της διατριβής και μου πρόσφεραν σημαντικές παρατηρήσεις, σχόλια και διορθώσεις. Ευχαριστώ τα μέλη της τριμελούς επιτροπής την κ. Δεσλή Ευαγγελία, Επίκουρη Καθηγήτρια στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ και τον κ. Σταύρο Μαυρουδέα, Καθηγητή του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών Πανεπιστημίου Μακεδονίας, ο οποίος όποτε χρειάστηκε ήταν πρόθυμος να απαντά στις θεωρητικές μου αναζητήσεις με εξαιρετικό βαθμό ανταπόκρισης. 5

Από τα βάθη της καρδιάς μου ένα τεράστιο ευχαριστώ στην επιβλέπουσα καθηγήτρια μου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ, Τσαλίκη Περσεφόνη, η οποία σε αυτή την πορεία φρόντισε να μένει το τιμόνι σταθερό και να αποφεύγονται οι κακοτοπιές. Της είμαι υπόχρεος για όλα όσα μου έμαθε από τα στενά επιστημονικά ζητήματα της διατριβής μέχρι και ευρύτερα, που άπτονται της ακαδημαϊκής δεοντολογίας. Κάποιοι φίλοι, η Ελένη Π., ο Δημήτρης Ζ., ο Γιάννης Κ. ο Κωνσταντίνος Κ., ο Χρήστος Γ., ο Ζήσης Μ. και ο Θανάσης Π. βοήθησαν με τον τρόπο τους στην ολοκλήρωση αυτής της διατριβής και τους ευχαριστώ. Η σύντροφος μου στη ζωή, Δέσποινα, μου προσέφερε το κουράγιο και την υπομονή της όλη αυτή τη μακρά περίοδο από την αρχή, δείχνοντας μου εμπιστοσύνη και δίνοντας μου έμπνευση. Την ευχαριστώ. Τέλος, ευχαριστώ βαθιά την οικογένεια μου, τους γονείς μου Αντώνη και Κελαϊδή, που για πάνω από μια δεκαετία αγωνίζονται μαζί μου και με στηρίζουν υλικά και ηθικά χωρίς να υπολογίζουν θυσίες και κόπο, και την αδερφή μου Μάρθα. Τη διδακτορική διατριβή την αφιερώνω σε αυτούς. Σερέτης Α. Στέργιος Σεπτέμβριος 2013 6

Περίληψη Σκοπός της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι να μελετηθούν θεωρητικά και εμπειρικά οι μεταβιβάσεις των εργασιακών αξιών. Η παρούσα εργασία έχει ως στόχο να επεκτείνει και να συνεχίσει την αναζήτηση για την λειτουργία του νόμου της αξίας πέρα από το εθνικό και σε διεθνές επίπεδο. Η ανάλυσή βασίζεται στις έννοιες του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας και του ρυθμιστικού κεφαλαίου, η διασύνδεση των οποίων αποτελεί το θεωρητικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο μπορεί να εξηγηθεί η μεταβίβαση εργασιακών αξιών μεταξύ και εντός των βιομηχανιών και κατ 'επέκταση μεταξύ και εντός των οικονομιών. Υποστηρίζεται ότι το διεθνές εμπόριο διέπεται από την αρχή του απόλυτου πλεονεκτήματος, σε ευθεία αντιπαράθεση με την επικρατούσα νεοκλασική θεωρία που υποστηρίζει ως ρυθμιστική αρχή του διεθνούς εμπορίου την αρχή του συγκριτικού πλεονεκτήματος. Αποδεικνύεται ότι η έννοια του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου αφηρημένης εργασίας που απαιτείται κατά τη διαδικασία παραγωγής αποτελεί το θεωρητικό εργαλείο που μπορεί να εξηγήσει, εμπειρικά (με τη χρήση Πινάκων Εισροών - Εκροών) και θεωρητικά, τον διεθνή ανταγωνισμό και τη διαμόρφωση των διεθνών εμπορικών όρων και προτύπων μεταξύ των οικονομιών. Υποστηρίζεται ότι οι διαφορές στην παραγωγικότητα της εργασίας μεταξύ των επιχειρήσεων, μπορούν να καθορίσουν τη δομή του διεθνούς εμπορίου. Η ανάλυση επικεντρώνεται στον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας, προκειμένου να δοθούν απαντήσεις σε τρέχοντα προβλήματα, όπως τα διεθνή ελλείμματα, η διεθνής ανταγωνιστικότητα, κλπ. Λέξεις - Κλειδιά: Εργασιακή Θεωρία της Αξίας, Απόλυτο Πλεονέκτημα, Διεθνές Εμπόριο, Μεταβιβάσεις Εργασιακών Αξιών, Ανταγωνισμός, Ρυθμιστικό Κεφάλαιο, Κυρίαρχη Τεχνική, Κάθετη Ολοκλήρωση, Πίνακες Εισροών-Εκροών. 7

1 Κεφάλαιο 1 Εισαγωγή Ο δρόμος που οδηγεί στην επιστήμη δεν είναι πλατιά λεωφόρος και πιθανότητες να φτάσουν στις φωτεινές κορυφές της έχουν μόνο εκείνοι που δε φοβούνται να κουραστούν για να σκαρφαλώσουν στ απόκρημνα μονοπάτια της Marx (1867:104) Η βασική ιδέα της παρούσας διατριβής γεννήθηκε αρκετά νωρίς, από την πρώτη περίοδο των ακαδημαϊκών μου χρόνων. Ωστόσο μορφοποιήθηκε κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών μου σπουδών στο Οικονομικό Τμήμα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης όταν σχετικά συγκροτημένα μελέτησα ζητήματα στρατηγικών ανάπτυξης, υπανάπτυξης, οικονομικής ανισότητας και διεθνούς εμπορίου. Βαθμιαία και εξελικτικά, η σκέψη ότι ένας συγκεκριμένος μηχανισμός λειτουργεί σταθερά και αθόρυβα κάτω από τα τυχαία επιφαινόμενα στοιχεία απασχόλησε τις θεωρητικές μου αναζητήσεις, παραμένοντας όμως για μεγάλο διάστημα χωρίς απάντηση. Η συγκροτημένη ενασχόληση μου με τη Μαρξιστική Πολιτική Οικονομία απέδωσε καρπούς με την έννοια ότι τέθηκε σε κίνηση μια διαδικασία όπου αρκετά νεφελώδη ζητήματα άρχισαν να αποσαφηνίζονται στο βαθμό που η κατανόηση και αφομοίωση τους βάθαινε. Το ερευνητικό ενδιαφέρον πολλαπλασιάστηκε και το βασικό ερευνητικό επίδικο κατέστη επίκαιρο, ένεκα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης που η έναρξη και η εξέλιξη της συνέπεσε με τις μεταπτυχιακές και διδακτορικές μου σπουδές. Επιπλέον υλικό στη διαδρομή αυτή έδωσαν πολλά και διαφορετικά στοιχεία της οικονομικής συγκυρίας, όπως το ζήτημα του κρατικού χρέους και των εμπορικών ελλειμμάτων της Ελλάδας και ο τρόπος με τον οποίο η οικονομική κρίση της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου εκφράστηκε εντός του ελληνικού υποδείγματος ανάπτυξης. Με βάση όλα τα παραπάνω, η παρούσα 8

διδακτορική διατριβή αντανακλά έναν ευρύτερο επιστημονικό προβληματισμό που αναζωογονήθηκε σε σχέση με την ερμηνεία φαινομένων που άπτονται της παρούσας οικονομικής κρίσης. Στο ειδικό βάρος που αναλογεί σε αυτή την προσπάθεια, θα γίνει προσπάθεια να διαπιστωθούν και να μελετηθούν ορισμένοι βασικοί νόμοι κίνησης του καπιταλιστικού συστήματος υπό το πρίσμα της μαρξιστικής οικονομικής θεωρίας. Στον πυρήνα της ανάλυσής μας βρίσκεται η λειτουργία του νόμου της αξίας που, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την εκτίμηση των μεταβιβάσεων των εργασιακών αξιών σε εθνική αλλά και διεθνή κλίμακα. Το βασικό ερευνητικό ερώτημα που απασχόλησε την προσπάθεια αυτή είναι κατά πόσο οι ανταλλαγές δημιουργούν αμοιβαία επωφελές οικονομικό αποτέλεσμα για τα συμβαλλόμενα μέρη και κατά πόσο η κυρίαρχη αφήγηση των Παραδοσιακών Ορθόδοξων Οικονομικών ερμηνεύει με επιτυχία τις διαδικασίες και τα αποτελέσματα που λαμβάνουν χώρα. Η μήπως εναλλακτικά οι ανταλλαγές (διεθνείς και εθνικές) καθορίζονται από διαφορετικούς νόμους κίνησης και επομένως υπάγονται και σε διαφορετικούς κανόνες και περιορισμούς. Το ζήτημα αυτό απασχολεί την έρευνα μέσα στο πλαίσιο της Πολιτικής Οικονομίας της Ανάπτυξης διότι συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με τις αναπτυξιακές επιδόσεις των χωρών, οι οποίες εν μέρει καθορίζονται και από τους όρους συμμετοχής των χωρών στη διαδικασία του Δ.Ε. (αν δηλαδή είναι νικητές ή χαμένοι). Οι διεθνείς ανταλλαγές μπορούν να οδηγήσουν τις χώρες σε δύο διαφορετικά οικονομικά αποτελέσματα: από τη μια κάθε χώρα μπορεί να πληγεί οικονομικά από τις διεθνείς συναλλαγές εφόσον το Δ.Ε. στο βαθμό που δεν είναι συνυφασμένο με ίσες ανταλλαγές, μπορεί να αποτελέσει έναν αγωγό μεταφοράς προς το εξωτερικό πλούτου που παράγεται εγχώρια. Από την άλλη μια χώρα μπορεί μέσω του Δ.Ε. να γίνεται αποδέκτης μεγάλου όγκου αξίας και υπεραξίας (πλούτου) από την αλλοδαπή με άμεσο αποτέλεσμα, ανάμεσα στα άλλα, την ανάσχεση της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους και τη διατήρηση της συσσώρευσης σε υψηλά επίπεδα για την οικονομία της. Για τη μελέτη των μεταβιβάσεων των εργασιακών αξιών, κρίθηκε απαραίτητο στα τρία πρώτα κεφάλαια της παρούσας διατριβής να παρουσιαστούν και να 9

αναλυθούν εκείνα τα θεωρητικά εργαλεία πάνω στα οποία θα οικοδομηθεί η εν λόγω θεωρητική πρόταση, καθώς και τα συστατικά στοιχεία που αποτελούν το απαραίτητο ιστορικό και αναλυτικό υλικό που περιέχεται σε αυτή τη διαδικασία. Πιο συγκεκριμένα, στο επόμενο κεφάλαιο θα πραγματοποιηθεί μια αναλυτική αναφορά στην Εργασιακή Θεωρία της Αξίας που αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία δομείται το βασικό επιχείρημα της παρούσας διδακτορικής διατριβής. Η ανάλυσή επικεντρώνεται στο πρόβλημα της απόκλισης εργασιακών αξιών τιμών παραγωγής, καθώς σε αυτή την εμπειρικά επιβεβαιωμένη απόκλιση περιέχονται στοιχεία τα οποία είναι χρήσιμα για την κατανόηση της εξέλιξης και ολοκλήρωσης του ερευνητικού ερωτήματος που τέθηκε. Στο τρίτο κεφάλαιο αναλύεται η έννοια του οικονομικού ανταγωνισμού. Εδώ, θα παρουσιαστούν τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της νεοκλασικής θεωρίας του ανταγωνισμού, ενώ ακολουθεί η Κεϋνσιανή και Μετά - Κεϋνσιανή θεωρία του ανταγωνισμού. Στη συνέχεια θα παρουσιαστούν οι κλασσικές και ετερόδοξες θεωρίες ανταγωνισμού και τελικά θα αναλυθεί εκτενώς η Μαρξική θεωρία του ενδοκλαδικού και διακλαδικού ανταγωνισμού, εισάγοντας ταυτόχρονα την έννοια του Ρυθμιστικού Κεφαλαίου και της Κυρίαρχης Τεχνικής. Όπως δείχνει η ανάλυσή η Μαρξική θεωρία ανταγωνισμού είναι το κατάλληλο θεωρητικό πλαίσιο μέσα στο οποίο πολλά σύγχρονα θέματα που προκύπτουν στη θεωρία του εμπορίου μπορούν να βρουν ικανοποιητικές απαντήσεις. Στο τέταρτο κεφάλαιο θα παρουσιαστούν θεωρίες του Διεθνούς Εμπορίου (Εφεξής Δ.Ε.). Η ανάλυση ξεκινά με την παρουσίαση της θεωρίας του Smith που στηρίζεται στο επιχείρημα του απόλυτου πλεονεκτήματος, και συνεχίζει με τη θεωρία του Ricardo η οποία είναι κυρίαρχη σήμερα και στηρίζεται στην αρχή του συγκριτικού πλεονεκτήματος. Σύμφωνα με την αρχή του απόλυτου πλεονεκτήματος, κάθε χώρα εμπλέκεται στο Δ.Ε. μόνο σε εκείνους τους κλάδους στους οποίους διατηρεί σε απόλυτους όρους το πλεονέκτημα της υψηλότερης παραγωγικότητας της εργασίας. Στον αντίθετο πόλο, σύμφωνα με την αρχή του συγκριτικού πλεονεκτήματος μία χώρα πρέπει να εμπλέκεται στο Δ.Ε. σε εκείνους τους κλάδους στους οποίους διατηρεί υψηλότερη σχετική παραγωγικότητα εργασίας. Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζονται αναλυτικά οι κυρίαρχες θεωρητικές προσεγγίσεις 10

του Δ.Ε. οι οποίες ενώ τροποποιούν κάποιες από τις υποθέσεις στηρίζουν την ανάλυσή τους πάνω στη λειτουργία του συγκριτικού πλεονεκτήματος. Στην αντίπερα όχθη βρίσκονται οι θεωρητικές προσεγγίσεις που ασκούν κριτική στο συγκριτικό πλεονέκτημα και στη συνεπακόλουθη πολιτική του ελεύθερου εμπορίου σημειώνοντας ότι η παραδοσιακή θεωρία είναι ακατάλληλη επειδή βασίζεται σε υποθέσεις που δεν τηρούνται ούτε από τις πλούσιες και ανεπτυγμένες χώρες, πόσο μάλλον από τις αντίστοιχες φτωχές. Οι θεωρητικές αυτές προσεγγίσεις υποστηρίζουν ότι η αρχή του απόλυτου πλεονεκτήματος καθορίζει και ρυθμίζει όχι μόνο το εσωτερικό διαπεριφερειακό εμπόριο αλλά και το διακρατικό εμπόριο. Στο πέμπτο κεφάλαιο, γίνεται μια προσπάθεια παρουσίασης του μηχανισμού μέσω του οποίου πραγματοποιούνται οι μεταβιβάσεις των εργασιακών αξιών και οδηγούν στην οικονομική ανισότητα. Στο κεφάλαιο αυτό θα ασκηθεί κριτική σε άλλες ερμηνείες για την οικονομική ανισότητα όπως της Άνισης Ανταλλαγής και των Θεωρών της Εξάρτησης με ταυτόχρονη αναφορά στο έργο των βασικών τους εκπροσώπων. Στη συνέχεια με τη χρήση απλών αριθμητικών παραδειγμάτων θα παρουσιαστούν τα είδη των μεταβιβάσεων αξίας που λαμβάνουν χώρα ως αποτέλεσμα του ενδοκλαδικού και διακλαδικού ανταγωνισμού. Η ανάλυση ξεκινά από τις Ενδοκλαδικές Μεταβιβάσεις Αξίας, δηλαδή τις μεταβιβάσεις που πραγματοποιούνται μεταξύ των επιχειρήσεων εντός του ίδιου κλάδου που διαμορφώνουν το νόμο της μιας τιμής για το προϊόν του κλάδου. Στη συνέχεια θα αναλυθούν οι Διακλαδικές Μεταβιβάσεις Αξίας που πραγματοποιούνται μεταξύ των κλάδων και διαμορφώνουν το νόμο της ίσης κερδοφορίας στους κλάδους. Στη συνέχεια η ανάλυση επεκτείνεται σε διεθνή κλίμακα και πλέον επεξηγούνται οι Διεθνείς Ενδοκλαδικές και Διακλαδικές Μεταβιβάσεις Αξίας ως έκφραση της λειτουργίας του νόμου της αξίας σε διεθνές επίπεδο. Στο έκτο κεφάλαιο θα παρουσιαστεί η μεθοδολογία που θα εφαρμοστεί στην ανάλυσή. Πιο συγκεκριμένα θα επιχειρηθεί να προσεγγιστεί εμπειρικά και να συγκριθεί ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας που δαπανάται για την παραγωγή μιας μονάδας προϊόντος. Η εμπειρική διερεύνηση γίνεται με τη χρήση στοιχείων από Πίνακες Εισροών Εκροών. Ο υπολογισμός των εργασιακών αξιών πραγματοποιείται με τη Μέθοδο της Κάθετης Ολοκλήρωσης για βασικούς κλάδους 11

όπως τρόφιμα, ποτά, χημικά, κ.λπ. ορισμένων οικονομιών της ευρωζώνης (Ελλάδα, Ισπανία, Γαλλία, Ολλανδία και Φιλανδία) οι οποίες ενώ ανήκουν σε μια οικονομική ζώνη και μοιράζονται πολλά κοινά χαρακτηριστικά εν τούτοις παρουσιάζουν αποκλίσεις ως προς το επίπεδο ανάπτυξης, τα εμπορικά ισοζύγια, κ.λπ. Στο κεφάλαιο αυτό αναλυτικά παρουσιάζονται οι υπολογισμοί και οι απαραίτητοι μετασχηματισμοί που γίνονται στα δεδομένα μας. Στο έβδομο κεφάλαιο θα παρουσιαστούν και θα αναλυθούν εκτενώς τα αποτελέσματα που προέκυψαν εφαρμόζοντας τη μεθοδολογία που παρουσιάστηκε και αναπτύχθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Ταυτόχρονα με την ανάλυση των αποτελεσμάτων αναφέρονται μια σειρά από απαραίτητες θεωρητικές διευκρινήσεις που συμβάλλουν καθοριστικά στη βαθύτερη και ολόπλευρη κατανόηση των αποτελεσμάτων. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η λειτουργία του νόμου της αξίας σε διεθνή κλίμακα πραγματοποιείται απρόσκοπτα δια μέσω του διεθνούς καπιταλιστικού ανταγωνισμού και συμβάλλει στην υπόθεση περί μεταβιβάσεων αξίας. Σε ένα μεγάλο βαθμό τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν τη θεωρητική και την εμπειρική ισχύ της αρχής του Απόλυτου Πλεονεκτήματος στις διεθνείς ανταλλαγές. Κατά τις συγκρίσεις του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας στους διάφορους κλάδους στις διάφορες χώρες επιβεβαιώνεται ότι οι ανεπτυγμένες καπιταλιστικά οικονομίες σε σχέση με αυτές που βρίσκονται σε χαμηλότερη θέση για την παραγωγή ομοειδών προϊόντων δαπανούν μικρότερες ποσότητες εργασιακών αξιών. Τα εμπειρικά αποτελέσματα δείχνουν ότι η Ελλάδα και η Ισπανία, που είναι ελλειμματικές ως προς το εμπορικό ισοζύγιο χώρες, δαπανούν συστηματικά σχεδόν σε όλους τους υπό ανάλυση κλάδους και για όλα τα έτη της ανάλυσης περισσότερες μονάδες εργασιακών αξιών σε σχέση με τη διαμορφούμενη διεθνή τιμή. Στον αντίθετο πόλο βρίσκονται οι Γαλλία, η Φιλανδία και η Ολλανδία που κατορθώνουν να παράγουν δαπανώντας λιγότερες μονάδες εργασιακών αξιών σε σχέση με τη διεθνή τιμή. Από αυτή τη συγκριτική ανάλυση προκύπτουν ενδιαφέροντα οικονομικά πορίσματα που σχετίζονται με ζητήματα του διεθνούς ανταγωνισμού και του καταμερισμού της εργασίας στο εσωτερικό της ευρωζώνης καθώς και με ζητήματα που αφορούν τα εμπορικά ελλείμματα ή πλεονάσματα των χωρών. 12

Η διατριβή θα ολοκληρωθεί με το 8 ο Κεφάλαιο, όπου ανακεφαλαιώνονται οι βασικές πτυχές της έρευνάς που πραγματοποιήθηκε, συνοψίζονται τα βασικά συμπεράσματα που προκύπτουν από αυτήν και αναφέρονται ζητήματα για μελλοντική έρευνα. 13

2 Κεφάλαιο 2 Εργασιακή Θεωρία της Αξίας: Απόκλιση Τιμών - Αξιών Ότι τα πράγματα στην εμφάνισή τους συχνά παρουσιάζονται ανάποδα είναι γνωστό σε όλες σχεδόν τις επιστήμες, εκτός από την πολιτική οικονομία K. Marx (1867:677) 2.1 Εισαγωγή Για την Εργασιακή Θεωρία της Αξίας (εφεξής Ε.Θ.Α.) έχουν γραφτεί πολλά αλλά στο κεφάλαιο αυτό παρατίθενται εκείνα τα βασικά στοιχεία της τα οποία αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία δομείται το βασικό επιχείρημα της παρούσας διδακτορικής διατριβής. Πιο συγκεκριμένα, η ανάλυσή επικεντρώνεται στο ζήτημα της απόκλισης των εργασιακών αξιών (άμεσων τιμών) τιμών παραγωγής, μια σχέση που έχει απασχολήσει όσο λίγες τους μελετητές της Ε.Θ.Α.. Ο λόγος είναι ότι το ζήτημα αυτό πυροδοτεί μια σειρά από συνεπαγωγές που εν γένει σχετίζονται με τη συνολικότερη αποδοχή ή απόρριψη της Ε.Θ.Α. ως επιστημονικό και αναλυτικό εργαλείο των σύγχρονων οικονομιών. Η Ε.Θ.Α. αποτελεί μια από τις πιο παλιές, σύνθετες και πολύπλοκες προσεγγίσεις στην πολιτική οικονομία η οποία εξακολουθεί να είναι επίκαιρη και ο λόγος είναι ότι αποκαλύπτει τους νόμους αναπαραγωγής της καπιταλιστικής κοινωνίας (Fine, 2001:7). Ο Foley (1997) θεωρεί τη σύλληψη της Ε.Θ.Α. μεγάλης επιστημολογικής σημασίας για την πολιτική οικονομία και την παραλληλίζει με τα επιστημονικά επιτεύγματα του Galileo και του Newton στις φυσικές επιστήμες. Σύμφωνα με τον Λαπαβίτσα (1998:97), η Ε.Θ.Α. αποτελεί τον «ακρογωνιαίο λίθο 14

του μαρξιστικού οικονομικού συστήματος» ενώ ο Fine (2001:7-18) επισημαίνει ότι χαρακτηρίζεται από μία μοναδική παραδοξότητα: και οι υποστηρικτές της και οι πολέμιοι της στηρίζονται στην ερμηνεία των ίδιων φαινομένων για να υποστηρίξουν την άποψή τους. Η προσέγγιση που ακολουθείται εστιάζει στα κείμενα του Κεφαλαίου του Marx, ωστόσο περιλαμβάνει και τη μεταγενέστερη θεωρητική δουλειά μαρξιστών πολιτικών οικονομολόγων. 1 Σκοπός της παρούσας ανάλυσης είναι να δείξει αν η προσέγγιση προσδιορισμού των τιμών ισορροπίας (των φυσικών τιμών) που θεμελιώνεται από τους κλασικούς οικονομολόγους, κυρίως των Smith και Ricardo και συνεχίζεται στο έργο του Marx και στη μετέπειτα βιβλιογραφία, ιδίως μετά τον Sraffa (1960) αποτελεί μια καθόλα ικανοποιητική θεωρία τιμών. 2.2 Η Ε.Θ.Α. στους Κλασικούς Οικονομολόγους Σύμφωνα με τους κλασικούς οικονομολόγους (Smith και Ricardo) τα εμπορεύματα διαχωρίζονται σε αυτά που δεν αναπαράγονται 2 και σε αυτά που αναπαράγονται. Η ανάλυσή τους επικεντρώθηκε στα εμπορεύματα που αναπαράγονται λόγω του ότι αποτελούν την ασυγκρίτως μεγάλη πλειονότητα των αγαθών και υποστήριξαν ότι οι σχετικές τους τιμές καθορίζονται από τις σχετικές ποσότητες εργασίας που απαιτούνται για την παραγωγή τους (Τσαλίκη και Τσουλφίδης, 2013:2-3). Ο Smith, ο οποίος παρότι προσανατόλισε την οικονομική του ανάλυση στην ανταλλακτική αξία, αναγνώρισε ως περιεχόμενο της έννοιας της αξίας την ανθρώπινη εργασία. Χαρακτηριστικά ο Smith γράφει: Η αναλογία ανάμεσα στις ποσότητες της εργασίας που χρειάζεται για την απόκτηση διαφόρων αντικειμένων είναι η μόνη ρύθμιση, που μπορεί να προσφέρει κάποιο κανόνα για την ανταλλαγή του ενός εμπορεύματος με το άλλο και η ποσότητα της εργασίας που απασχολείται συνήθως 1 Στην επισκόπηση αυτή στηριζόμαστε σε μεγάλο βαθμό στο έργο των Shaikh (1977, 1982, 1984, 1992, 1998), Fine (1986a, 1986b, 2001), Fine et al. (2004), Fine and Saad-Filho (2010), Saad-Filho (1998, 2002), Tsaliki and Tsoulfidis (2005, 2010), Tsoulfidis and Mariolis (2007, 2010), Τσαλίκη και Τσουλφίδης (2012). 2 Τα εμπορεύματα που δεν αναπαράγονται συνιστούν ένα πολύ μικρό τμήμα της συνολικής παραγωγής και είναι αδύνατη η θεωρητικοποίηση του προσδιορισμού των τιμών τους. Π.χ. έργα τέχνης, συλλεκτικά βιβλία, κ.λπ.. 15

για την απόκτηση ή παραγωγή κάθε εμπορεύματος είναι το μόνο δεδομένο που μπορεί να καθορίσει την ποσότητα της εργασίας που πρέπει, συνήθως, να αγορασθεί, να απαιτηθεί ή να ανταλλαχθεί με αυτήν (Smith, 1776:150-151). Ως κυριότερη αδυναμία της πρότασης του Smith αναγνωρίζεται ο περιορισμός της ισχύος της Ε.Θ.Α. σε κάποιο προκαπιταλιστικό στάδιο, όπου κάθε παραγωγός κατέχει τα μέσα παραγωγής. Σύμφωνα με τον Smith σε μια πρωτόγονη κοινωνία και οικονομία, η υπόθεση προσδιορισμού των σχετικών τιμών βάσει των σχετικών ποσοτήτων εργασίας που απαιτήθηκαν για την παραγωγή τους έχει απόλυτη ισχύ. Όταν όμως επέκτεινε την ανάλυσή του στη σύγχρονη κοινωνία κατέληξε ότι η παρουσία κεφαλαίου και μισθωτής εργασίας αναιρούν την αρχική του υπόθεση περί προσδιορισμού των σχετικών τιμών από τις σχετικές ποσότητες εργασίας. Διαπίστωσε ότι η τιμή ενός εμπορεύματος παρουσιάζει αποκλίσεις από την ποσότητα εργασίας αφού τώρα στην τιμή συμπεριλαμβάνονται τα κέρδη (και η γαιοπρόσοδος στην περίπτωση αγροτικών προϊόντων). Πιο συγκεκριμένα, ο Smith διακρίνει την εξουσιαζόμενη εργασία [labour commanded] σε ένα εμπόρευμα (την ονομάζει φυσική τιμή), η οποία αποτελεί τον πυρήνα γύρω από τον οποίο κυμαίνονται συνεχώς οι τιμές όλων των εμπορευμάτων, ενώ σε άλλα μέρη του έργου του συγχέει την αξία ως έκφραση της ξοδεμένης για να παραχθεί ένα εμπόρευμα εργασίας με την ποσότητα εργασίας που μπορεί να αγοράσει το εμπόρευμα αυτό όταν ανταλλαχθεί, δηλαδή με την εξουσιαζόμενη εργασία [labour commanded] στην ανταλλαγή (Μαυρουδέας, 1999:71). Πράγματι, η διατύπωση της Ε.Θ.Α. από τον Smith δεν είναι άμοιρη προβλημάτων και γι αυτό μετακινήθηκε από την Ε.Θ.Α. προς μία προσθετική θεωρία της αξίας βασισμένη στα εισοδηματικά μερίδια (Samuelson, 1971:404). Τα προβλήματα αυτού του είδους οδήγησαν τον Smith να εγκαταλείψει την ιδέα περί εφαρμογής της Ε.Θ.Α. στις συνθήκες του καπιταλισμού. Σύμφωνα με τον Meek (1973:79-81) η πιο σημαντική συνεισφορά του Smith στην Ε.Θ.Α. έγκειται στο ότι ήταν ο πρώτος που αναρωτήθηκε σε ποιο βαθμό η αξία καθορίζεται από την εργασία, πέρα από τη λύση που πρότεινε. Ακόμη ο Smith ήταν ο πρώτος που από πολύ νωρίς αντιλήφθηκε και διαχώρισε τη φυσική τιμή (τιμή 16

ισορροπίας) από την τιμή αγοράς (Napoleoni, 1975:31-32). Ο Ricardo παρατήρησε ότι μπορεί η Ε.Θ.Α. να μην ισχύει απολύτως σε συνθήκες καπιταλισμού, αλλά ισχύει σε ένα ικανοποιητικό ποσοστό. Στη μετέπειτα σχετική βιβλιογραφία το ποσοστό ισχύος της Ρικαρδιανής Ε.Θ.Α. έχει μείνει γνωστό ως «93% Ε.Θ.Α.». Ο Ricardo έδειξε ότι οι φυσικές τιμές των εμπορευμάτων ρυθμίζονται, κατά κύριο λόγο, από τον εργάσιμο χρόνο που απαιτείται για την παραγωγή τους. Η κύρια αιτία μεταβολής των σχετικών αξιών των εμπορευμάτων είναι η αύξηση ή η μείωση στην ποσότητα εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή τους (Ricardo, 1819:36). Επομένως ο συνολικός εργάσιμος χρόνος που εμπεριέχεται σε ένα εμπόρευμα αποτελεί το κέντρο έλξης της φυσικής τιμής του εμπορεύματος, όπως ακριβώς η φυσική τιμή με τη σειρά της αποτελεί το κέντρο έλξης της αγοραίας τιμής. Συνεπώς για τον Ricardo, ο συνολικός εργάσιμος χρόνος είναι ο κατ εξοχήν προσδιοριστικός παράγοντας των τιμών ισορροπίας των εμπορευμάτων (Τσαλίκη και Τσουλφίδης, 2013:3). Όπως επισημαίνει ο Μαυρουδέας (1998:71-74) με τον Ricardo η Πολιτική Οικονομία ολοκληρώθηκε ως θεωρητικό παράδειγμα με αυστηρή συνοχή και μεθοδολογία και η Ε.Θ.Α. αποτέλεσε τη βάση της οικονομικής της ανάλυσης. Πράγματι ο Ricardo αναζήτησε γενικούς νόμους κίνησης του καπιταλισμού και αναγνώρισε ως τη βασική αρχή λειτουργίας του συστήματος τον προσδιορισμό της αξίας από την ενσωματωμένη εργασία, θέση την οποία ο Μarx χαρακτήρισε ως τη «μεγάλη συνεισφορά του Ricardo στην επιστήμη». Ενώ όμως σωστά διέκρινε την εμπειρική επιφάνεια από την ουσία, τη μεν τελευταία κατανοούσε ως κάτι σταθερό και αμετάβλητο τη δε πρώτη ως απλή και άμεση φαινομενική μορφή της δεύτερης. Με αποτέλεσμα η ανάλυση του Ricardo να αδυνατεί να συλλάβει το δυναμικό και ιστορικό χαρακτήρα τους μετασχηματισμούς αλλά και την ενότητα τους. Όπως έδειξε ο Marx αργότερα, η Ρικαρδιανή θεωρία της αξίας υποπίπτει σε μία σειρά καθοριστικά σφάλματα τα οποία μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: Συγχέει την υπεραξία με μία από τις μορφές εμφάνισης της, το κέρδος. 17

Δεν κατανοεί ότι οι τιμές ποτέ δεν ταυτίζονται με τις αξίες, αλλά μετασχηματίζονται σε τιμές παραγωγής γύρω από τις οποίες κυμαίνονται οι τιμές, ανάλογα με την προσφορά και τη ζήτηση. Έχει μία αδύναμη θεωρία ανταγωνισμού, που καταλήγει να θεωρεί τη διαμόρφωση του κατά Marx γενικού μέσου ποσοστού κέρδους ως μία περίπου αυτόματη διαδικασία. Στηρίζει τη θέση ότι η εμπορευματική μορφή των προϊόντων της εργασίας είναι μία μορφή αιώνια. Δεν αντιλήφθηκε την ιστορικότητα των κοινωνικών σχέσεων. Παραβλέπει ότι μέσα στο εμπόρευμα περιέχεται η αντίθεση ανάμεσα στη συγκεκριμένη και την αφηρημένη εργασία που προκύπτει από την αντίθεση ανάμεσα στον ατομικό και τον κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας. Δεν αντιλήφθηκε την εσωτερική σχέση ανάμεσα στην αξία και στην ανταλλακτική αξία, που είναι η αναγκαία μορφή για την εκδήλωση της και Δεν κατανόησε τη σχέση ανάμεσα στην αξία και στο χρήμα. Σύμφωνα με τον Ricardo, η Ε.Θ.Α. τροποποιείται για να μπορέσει να συμπεριλάβει μια σειρά από παράγοντες που εμφανίζονται στη σύγχρονη κοινωνία και γι αυτό η ισχύς της Ε.Θ.Α. στη σύγχρονη κοινωνία είναι κατά τι μειωμένη. Η μείωση αυτή σύμφωνα με τους Τσαλίκη και Τσουλφίδη (2013:4-10) οφείλεται σε παράγοντες όπως στην παρουσία κεφαλαίου που όταν κατανέμεται διαφορετικά μεταξύ των διαφόρων κλάδων οδηγεί σε απόκλιση των σχετικών τιμών των εμπορευμάτων από τις σχετικές ποσότητες εργασίας, στις μεταβολές στη διανομή εισοδήματος και στο χρόνο ολοκλήρωσης της παραγωγικής διαδικασίας. 18

2.3 Η Ε.Θ.Α. του Marx Ο Marx όταν μιλά για την αξία αναφέρεται σε μια ποσότητα που δεν ορίζεται στη διαδικασία της ανταλλαγής, αλλά υπάρχει ήδη αυτοτελώς στη σφαίρα της παραγωγής. 3 Ο πυρήνας της Ε.Θ.Α. είναι η πρόταση ότι η εργασία, ορισμένη και χαρακτηρισμένη με τον κατάλληλο τρόπο, αποτελεί πηγή υπόσταση και μέτρο σε αυτά που αποκαλούμε αξίες (Laibman, 1998). Όπως σημειώνει ο Marx: 4 Ακόμη και αν δεν υπήρχε κεφάλαιο για την αξία στο βιβλίο μου, η ανάλυση των πραγματικών σχέσεων που δίνω θα περιείχε την απόδειξη της πραγματικής αξιακής σχέσης. Οι ανοησίες για την αναγκαιότητα της απόδειξης της έννοιας της αξίας προκαλούνται από την πλήρη άγνοια και του θέματος με το οποίο καταπιανόμαστε εδώ και της μεθόδου της επιστήμης. Ακόμη και κάθε παιδί ξέρει ότι μία χώρα που θα σταματούσε να εργάζεται, δεν θα πω για ένα χρόνο, αλλά για λίγες εβδομάδες θα έπαυε να υπάρχει. Κάθε παιδί ξέρει επίσης ότι η μάζα των προϊόντων που αντιστοιχεί στις διάφορες ανάγκες απαιτεί διαφορετικά και ποσοτικά καθορισμένα μέρη της συνολικής εργασίας της κοινωνίας. Είναι αυτονόητο ότι η αναγκαιότητα του καταμερισμού της συνολικής κοινωνικής εργασίας σε καθορισμένες αναλογίες δεν μπορεί να παραμερισθεί από την ειδική μορφή της κοινωνικής παραγωγής αλλά μπορεί μόνο να αλλάξει την μορφή που υιοθετεί. Κανένας φυσικός νόμος δεν μπορεί να παραμερισθεί. Αυτό που μπορεί να αλλάξει σε μεταβαλλόμενες ιστορικές περιστάσεις είναι η μορφή με την οποία αυτοί οι νόμοι λειτουργούν. Και η μορφή με την οποία αυτός ο αναλογικός καταμερισμός της εργασίας λειτουργεί, σε μία κοινωνία όπου οι διασυνδέσεις της κοινωνικής εργασίας φανερώνονται στην ιδιωτική ανταλλαγή των ατομικών προϊόντων της εργασίας, είναι ακριβώς η ανταλλακτική αξία αυτών των προϊόντων. Η επιστήμη συνίσταται ακριβώς στην επεξεργασία του πως λειτουργεί ο νόμος της αξίας. Έτσι εάν κάποιος θα ήθελε από την αρχή να εξηγήσει όλα τα φαινόμενα που μοιάζουν να αντιβαίνουν τον νόμο, θα έπρεπε να δώσει την επιστήμη πριν από την επιστήμη (Marx, 1868:196). 3 Σε αντίθεση οι οικονομολόγοι της νεοκλασικής παράδοσης όταν μιλούν για την έννοια της αξίας στην πραγματικότητα επικεντρώνονται στη σφαίρα της ανταλλαγής. 4 Η μετάφραση παρατίθεται στους Μανιάτης, Τσαλίκη και Τσουλφίδης, 1999:32 19

Σύμφωνα με τον Fine (1982:123) η αξία δεν αποτελεί μία θεώρηση αποσπασμένη από τις πραγματικές κοινωνικές διαδικασίες. 5 Δηλαδή η Μαρξική Ε.Θ.Α.: Στηρίζεται σε μία διαλεκτική όπου οι έννοιες βρίσκονται σε αντιστοιχία με την υπό μελέτη πραγματικότητα τόσο κοινωνικά όσο και ιστορικά. Ενσωματώνει μία ιδιαίτερη κατανόηση της ταξικής διαστρωμάτωσης της κοινωνίας που βασίζεται στη θεμελιώδη σύγκρουση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας στην παραγωγή. Προσεγγίζει με έναν ιδιαίτερο τρόπο και αποδίδει έναν ιδιαίτερο ρόλο στις κοινωνικό-οικονομικές δομές. Διότι εκτός από την τυπική οικονομική αναπαραγωγή υπάρχει και η συνολική κοινωνική αναπαραγωγή. Προβλέπει έναν ειδικό ρόλο στις κοινωνικό-οικονομικές διαδικασίες που δε λειτουργούν γραμμικά και που η κατανόηση τους απαιτεί ένα ορισμένο βαθμό αφαίρεσης. Έχει μία σαφή ιστορική διάσταση. Με αποτέλεσμα η εφαρμογή της να συναντάται μόνο σε κοινωνίες που χαρακτηρίζονται από γενικευμένη εμπορευματική συναλλαγή, δηλαδή από τη λειτουργία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. 6 Όσον αφορά στον τρόπο παρουσίασης της Ε.Θ.Α., υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις με πιο ενδιαφέρουσα αυτή του Sweezy (1942:43-76) όπου διακρίνεται η ποιοτική (με έμφαση στις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής) και η ποσοτική (με έμφαση στην εξήγηση των τιμών αγοράς) πλευρά της Ε.Θ.Α.. 5 Ο Zeleny (1980) αναλύει το φιλοσοφικό υπόβαθρο της μαρξικής διαδικασίας ρεαλιστικής αφαίρεσης. 6 Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί μια διαφορετική προσέγγιση σύμφωνα με την οποία η εξέλιξη των μορφών της αξίας, που γίνεται στον 1ο τόμο του Κεφαλαίου (1867:138-163) δεν είναι ακαδημαϊκό γύμνασμα, αλλά αντανάκλαση στην επιστημονική συνείδηση του Marx μιας ιστορικήςλογικής διαδικασίας, που έλαβε χώρα στη διάρκεια όλης της ιστορικής περιόδου εξέλιξης της εμπορευματικής παραγωγής. Ο Marx στο Κεφάλαιο μιλάει για αξία πριν την εμφάνιση της χρηματικής μορφής και η εμφάνιση του γενικού ισοδύναμου (πριν το χρήμα), αυτή ακριβώς την πραγματικότητα εκφράζει. Η γενίκευση της εμπορευματικής σχέσης είναι φαινόμενο, που ξεκινά πριν την επικράτηση του καπιταλισμού και ολοκληρώνεται στον καπιταλισμό με τη γενίκευση της εμπορευματικής σχέσης που σημαίνει μετατροπή της εργατικής δύναμης σε εμπόρευμα. 20

2.3.1 Εμπόρευμα, Αξία Χρήσης και Ανταλλακτική Αξία Το σημείο εκκίνησης της ανάλυσης του Marx στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου είναι το εμπόρευμα (Marx, 1867:125-177) και η επιλογή αυτή γίνεται επειδή το εμπόρευμα είναι η άμεση, στοιχειακή και πραγματική μονάδα του πλούτου στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Καθώς αποτελεί μία προσήκουσα κυτταρική μορφή, η εκδίπλωση της ανάλυσης της έννοιας του εμπορεύματος επιτρέπει να εισαχθούν διαδοχικά στην ανάλυση έννοιες όπως η αξία, υπεραξία, αφηρημένη εργασία κ.ά. (Saad-Filho, 1998; Μανιάτης, Τσαλίκη και Τσουλφίδης, 1999:23-25; Τσαλίκη και Τσουλφίδης, 2013:11-12). Έτσι ο πρώτος τόμος του Κεφαλαίου διερευνά την καπιταλιστική παραγωγή και η ανάλυση του Marx επικεντρώνεται στην ανάδειξη του κεφαλαίου ως κοινωνικής εκμεταλλευτικής σχέσης ανάμεσα στο κεφάλαιο που αποτελεί τον ένα πόλο και στην εργασία που αποτελεί το δεύτερο. 7 Οι βάσεις της Ε.Θ.Α. τίθενται ήδη στα πρώτα κεφάλαια του Κεφαλαίου όπου πραγματοποιείται μία αναλυτική παρουσίαση της διαδικασίας με την οποία ανταλλάσσονται τα εμπορεύματα. Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής το εμπόρευμα παύει να οφείλει να ικανοποιεί άμεσα κάποια ανάγκη του παραγωγού του και η μόνη του αποστολή είναι να εμπεριέχει ανταλλακτική αξία. Για να γίνει δυνατή η ανταλλαγή ενός εμπορεύματος, θα πρέπει να ικανοποιεί ανάγκες αυτού που θα το αποκτήσει και να είναι συγκρίσιμο με αυτό που θα δοθεί ως αντάλλαγμα. Με άλλα λόγια θα πρέπει να ικανοποιούνται δυο συνθήκες. Η πρώτη συνθήκη της ικανοποίησης αναγκών υλοποιείται επειδή το εμπόρευμα έχει αξία χρήσης, δηλαδή εμπεριέχει ένα σύνολο ιδιοτήτων που το κάνουν ωφέλιμο για τον κάτοχο του. Η δεύτερη συνθήκη της σύγκρισης ικανοποιείται επειδή το εμπόρευμα έχει ανταλλακτική αξία η οποία είναι κοινωνική σχέση και εκφράζει την αναλογία ανταλλαγής. Δηλαδή, οι αξίες χρήσης «είναι οι υλικοί φορείς της ανταλλακτικής αξίας» (Marx, 1867:125-131). Ο Marx διευκρίνισε ότι η αξία ενός εμπορεύματος δεν καθορίζεται από την εργασία που ενσωματώνεται στο προϊόν κατά τη διάρκεια της παραγωγής του αλλά 7 Η μέθοδος παρουσίασης που επιλέγει ο Marx για να χτίσει με τη δύναμη της αφαίρεσης τη θεωρητική του κατασκευή, συνιστά επιστημολογική τομή (Ilyenkov, 1960). 21

από την κοινωνικά αναγκαία εργασία που απαιτείται για την παραγωγή του. Η τελευταία είναι ο χρόνος εργασίας που απαιτείται για να παραχθεί ένα εμπόρευμα με τις κανονικές συνθήκες παραγωγής, οι οποίες προσδιορίζονται κοινωνικά και ιστορικά. Αυτή η διάκριση, που δεν έγινε κατανοητή από τους Smith και Ricardo είναι υπεύθυνη για τις αποκλίσεις στα μεγέθη που εμφανίζονται ανάμεσα στις κατηγορίες της παραγωγής και στις αντανακλάσεις τους στη σφαίρα της κυκλοφορίας. 2.3.2 Συγκεκριμένη και Αφηρημένη Εργασία Το εμπόρευμα που είναι προϊόν εργασίας εμφανίζεται με την προϋπόθεση ότι προορίζεται για ανταλλαγή και συνεπώς είναι μια ιστορική έννοια. Επειδή το εμπόρευμα έχει δύο όψεις, την αξία χρήσης και την ανταλλακτική αξία, η εργασία που το παράγει έχει επίσης διπλό χαρακτήρα. Η μια πλευρά της είναι αυτή της συγκεκριμένης εργασίας που παράγει διαφορετικές αξίες χρήσης και ορίζεται ως η εργασία η οποία δαπανάται για την παραγωγή αξιών χρήσης από κάθε παραγωγό και διαφέρει ποιοτικά από τη συγκεκριμένη εργασία κάθε άλλου. Η δεύτερη πλευρά της εργασίας προκύπτει εάν αφαιρέσουμε (εννοιολογικά, όχι ποσοτικά) από το συγκεκριμένο της περιεχόμενο ό,τι ακριβώς παράγει διαφορετικές αξίες χρήσης και κρατήσουμε τα γενικότερο χαρακτηριστικό της, δηλαδή ότι αποτελεί ξόδεμα εργατικής δύναμης. Αυτή είναι η αφηρημένη εργασία που παράγει αξία, με άλλα λόγια η εργασία του κάθε εμπορευματοπαραγωγού αποστερημένη από τα ατομικά χαρακτηριστικά της (ώστε να είναι συγκρίσιμη). Ο Μαυρουδέας (2006:173) αναφέρει ότι η αφηρημένη εργασία είναι ο ειδικός τρόπος που κάθε ιδιαίτερος τύπος εργασίας ανάγεται στην κοινή διάσταση της, ως μισθωτή εργασία στο καπιταλιστικό σύστημα. Ανατρέχοντας στον Marx: [ ] κάθε εργασία είναι, από τη μια, ξόδεμα ανθρώπινης εργατικής δύναμης με τη φυσιολογική έννοια, και με αυτήν την ιδιότητα της όμοιας ανθρώπινης ή αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας αποτελεί την αξία του εμπορεύματος. Κάθε εργασία είναι, από την άλλη, ξόδεμα ανθρώπινης εργατικής δύναμης με την ιδιαίτερη καθορισμένη σκόπιμη μορφή, και με την ιδιότητα αυτή της συγκεκριμένης ωφέλιμης εργασίας παράγει αξίες χρήσης (Marx, 1867:137). 22

Σημαντική είναι η συνεισφορά του Saab-Filho (1997, 2002:55-70) στην κατανόηση των εννοιών της αφηρημένης και συγκεκριμένης εργασίας όπου ασκεί κριτική στις θεωρίες της αξίας της Ενσωματωμένης Εργασίας (είτε Σραφιανή, είτε Παραδοσιακή προσέγγιση) και στην προσέγγιση της θεωρίας της αξίας της Αφηρημένης Εργασίας. Σύμφωνα με τον Saab-Filho (2002:62-66) η διαδικασία προσδιορισμού της αξίας και του σχηματισμού των τιμών προϋποθέτει την Κανονικοποίηση (Normalisation), 8 το Συγχρονισμό (Synchronisation), 9 και την Ομογενοποίηση (Homogenisation) 10 της εργασίας, διαδικασίες διαμέσου των οποίων απαντώνται πολλές κριτικές που σχετίζονται με την ποιοτική και την ποσοτική συνοχή της Ε.Θ.Α. 2.3.3 Κοινωνικά Αναγκαίος Χρόνος Εργασίας Η έννοια του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας συνδέεται άμεσα με την αφηρημένη εργασία. Η βασική ιδέα είναι ότι η αξία ενός εμπορεύματος ισούται με την ποσότητα της αφηρημένης εργασίας που είναι κοινωνικά αναγκαία για την παραγωγή του. Η έννοια της κοινωνικά αναγκαίας αφηρημένης εργασίας του Marx είναι τελείως διαφορετική από την αδιαφοροποίητη ποσότητα εργασίας των κλασικών οικονομολόγων. Για τον Marx κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας είναι: [ ] ο χρόνος εργασίας που απαιτείται για να παραχθεί οποιαδήποτε αξία χρήσης με τους υπάρχοντες κοινωνικούς κανονικούς όρους παραγωγής και με τον κοινωνικά μέσο βαθμό επιδεξιότητας και έντασης της εργασίας Marx (1867:53). 8 Η κανονικοποίηση της εργασίας είναι μία διπλή διαδικασία. Από τη μία είναι ο μέσος όρος της παραγωγικότητας της εργασίας σε κάθε επιχείρηση και κλάδο. Από την άλλη η κανονικοποίηση της εργασίας είναι η υπαγωγή της στις εργασίες που εκτελούνται σε κάθε εταιρεία και κλάδο, στο πλαίσιο της κοινωνικής διαδικασίας παραγωγής κάθε τύπου εμπορεύματος. 9 Η ταυτόχρονη πώληση στην ίδια τιμή (σε τρέχουσες τιμές) των εμπορευμάτων που παράγονται σε διαφορετικές στιγμές δείχνει ότι οι ατομικές συγκεκριμένες εργασίες συγχρονίζονται με εκείνες που έχουν παράγει το ίδιο είδος του εμπορεύματος σε διαφορετική χρονική στιγμή ή με διαφορετικές τεχνολογίες. 10 Η ομογενοποίηση της εργασίας μεταφράζει τις διαφορετικές παραγωγικότητες της κανονικοποιημένης και συγχρονισμένης εργασίας σε διακριτές ποσότητες αφηρημένης εργασίας. 23

Αυτό σημαίνει ότι η αξία ανά μονάδα παραγόμενου εμπορεύματος είναι ευθέως ανάλογη της ποσότητας της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή του και, επομένως, αντιστρόφως ανάλογη με την παραγωγικότητα της εργασίας αυτής. Ο όρος κοινωνικά αναγκαία εργασία χρησιμοποιείται στην Ε.Θ.Α. του Marx με διπλή έννοια (Τσαλίκη και Τσουλφίδης, 2013:14-15): Η πρώτη είναι η συνηθισμένη, σύμφωνα με την οποία ο κοινωνικά αναγκαίος εργάσιμος χρόνος που απαιτείται ανά μονάδα παραγόμενου εμπορεύματος ισούται με το συνολικό εργάσιμο χρόνο που ξοδεύεται στην παραγωγή ενός τύπου εμπορεύματος διαιρούμενο με τον αριθμό των εμπορευμάτων που παρήχθησαν (Marx, 1867:39). Η δεύτερη έννοια του κοινωνικά αναγκαίου εργάσιμου χρόνου συνδέεται με την ενεργό ζήτηση. Αν η ποσότητα εργασίας που ξοδεύτηκε για την παραγωγή ενός εμπορεύματος είναι μικρότερη (ή μεγαλύτερη) από αυτήν που πραγματικά ζητείται στην αγορά και, άρα, υπάρχουν λιγότερα (ή περισσότερα) εμπορεύματα απ όσα ζητούνται, συνεπάγεται ότι η αγοραία τιμή των εμπορευμάτων θα είναι μεγαλύτερη (ή μικρότερη) από τη μέση τιμή (Marx, 1894:635). 11 2.3.4 Η Λειτουργία του Νόμου της Αξίας Ο νόμος της αξίας ισχύει μόνο στις καπιταλιστικές οικονομίες, δηλαδή στις οικονομίες που χαρακτηρίζονται από γενικευμένη εμπορευματική παραγωγή. Αποτελεί μια επιστημονική πρόταση σύμφωνα με την οποία η αναλογία ανταλλαγής των εμπορευμάτων καθορίζεται από τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας που καταναλώθηκε για την παραγωγή τους. Με άλλα λόγια το μέγεθος της αξίας μετριέται με το συνολικά αναγκαίο χρόνο εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή του εμπορεύματος ενώ η έκφραση της δράσης του νόμου γίνεται έμμεσα στη σφαίρα της κυκλοφορίας. Με άλλα λόγια, η διαδικασία του σχηματισμού των αγοραίων τιμών εδράζεται στο νόμο της αξίας και στον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο 11 Τις δύο έννοιες της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας τις έχει αναδείξει περισσότερο από κάθε άλλον ο Shaikh (1982, 1984 και 1998). 24

εργασίας ενώ ο νόμος της αξίας εκφράζει τον ακριβή τρόπο με τον οποίο οι συνθήκες παραγωγής των εμπορευμάτων (δηλαδή, ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας) καθορίζουν τις συνθήκες ανταλλαγής των εμπορευμάτων, δηλαδή τις αγοραίες τιμές (Μανιάτης, Τσαλίκη και Τσουλφίδης, 1999:31). Στον καπιταλισμό ο νόμος της αξίας είναι ο αυθόρμητος ρυθμιστής της οικονομίας, διότι: Ρυθμίζει τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας και δρα σαν νόμος των ανταλλακτικών αναλογιών οι οποίες δεν είναι στατικές αλλά αλλάζουν υπό την επίδραση ορισμένων παραγόντων, π.χ., τεχνολογία. Ανεξάρτητα από τον τρόπο επίτευξης τους, η ύπαρξη σωστών αναλογιών στην κοινωνική παραγωγή είναι αναγκαίος όρος για την πραγματοποίηση και την ομαλή διεξαγωγή της αναπαραγωγής της οικονομίας. Ο συντονισμός αυτός λαμβάνει χώρα στη σφαίρα της ανταλλαγής. O Marx υποστηρίζει ότι στη διαδικασία της ανταλλαγής, η συγκεκριμένη εργασία (δηλαδή, η εργασία που δημιουργεί αξίες χρήσης) μετατρέπεται σε αφηρημένη εργασία (δηλαδή εργασία που δημιουργεί ανταλλακτική αξία). Στη σφαίρα της ανταλλαγής οι επιμέρους παραγωγοί πρώτα διαπιστώνουν (μέσω των αγοραίων τιμών και των κερδών) αν τα αποτελέσματα της εργασιακής διαδικασίας που έχουν εμπλακεί ανταμείβονται ικανοποιητικά ή όχι, και ανάλογα καθορίζουν τη συμπεριφορά τους. Οι διακυμάνσεις των αγοραίων τιμών και των κερδών δεν είναι τυχαίες, αλλά καθορίζονται από ένα κέντρο έλξης που είναι οι τιμές παραγωγής (τιμές ισορροπίας) που με τη σειρά τους καθορίζονται από τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας. Οι τιμές παραγωγής έχουν ως κέντρο έλξης τις εργασιακές αξίες (άμεσες τιμές). Συμβάλλει στη γενίκευση των καπιταλιστικών σχέσεων. Κεφάλαια που η άμεση ατομική τους αξία υπερβαίνει σταθερά την αντίστοιχη κοινωνική βρίσκονται σε δυσχερή θέση και αποσύρονται (ή το αντίστροφο). Ακόμη, αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις εφόσον προωθεί την τεχνική πρόοδο και λειτουργεί σαν κίνητρο ανάπτυξης τους. 25

Με άλλο λόγια ο νόμος της αξίας στον Marx λειτουργεί όπως το αόρατο χέρι στον Smith για το λόγο ότι εξηγεί πως η καπιταλιστική οικονομία αναπαράγεται (Τσαλίκη και Τσουλφίδης 2013:17) 2.4 Θεωρία Χρήματος 12 Στο σημείο αυτό η σύντομη αναφορά στη Μαρξική Ποσοτική Θεωρία Χρήματος κρίθηκε απαραίτητη για την ερμηνεία των νόμων που διέπουν τις διεθνείς ανταλλαγές (Κεφάλαια 4 και 5 της παρούσας διατριβής) και γι αυτό πραγματοποιείται. Είναι γεγονός ότι η θεωρία του χρήματος είναι από τα πιο σύνθετα ερευνητικά πεδία στο εσωτερικό της προσέγγισης της πολιτικής οικονομίας και αποτελεί το μηχανισμό που πυροδοτεί μια σειρά από σημαντικότατες επιστημονικές συνεπαγωγές που εκτείνονται εν τέλει μέχρι και στη λειτουργία του διεθνούς εμπορίου. Αυτό που πρέπει να τονιστεί στην ενότητα αυτή είναι ότι ο Μarx στην ανάλυσή του πρότεινε μία ενιαία θεωρία της αξίας και του χρήματος όπου η πρώτη (αξία) έχει ως περιεχόμενο και μέτρο το χρόνο εργασίας, ενώ το δεύτερο (χρήμα) είναι η εξωτερική έκφραση της αξίας (Μαυρουδέας, 1998). Στην ανάλυσή του ο Marx ανέπτυξε μία διαφορετική ποσοτική θεωρία χρήματος 13 σύμφωνα με την οποία η ποσότητα χρήματος που κυκλοφορεί είναι ένα ευμετάβλητο μέγεθος που εξαρτάται από τις ανάγκες της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Η ποσότητα χρήματος που κυκλοφορεί δεν θα πρέπει να συγχέεται με το απόθεμα χρήματος Mτης οικονομίας, το οποίο ισούται με Μ = Μ κυκ + Μ αποθ, όπου Μ κυκ συμβολίζει το χρήμα που βρίσκεται σε κυκλοφορία, ενώ το Μ αποθ συμβολίζει την ποσότητα χρήματος που αποθεματοποιείται ενεργά και όχι παθητικά. Για τον Μarx δεν είναι η ποσότητα χρήματος που προσδιορίζει το γενικό επίπεδο τιμών αλλά το γενικό επίπεδο τιμών που προσδιορίζει την ποσότητα του 12 Η συνοπτική αυτή παρουσίαση στηρίζεται στην ανάλυση των Shaikh (1980), Τσουλφίδη (2010:95-101), Weeks (2010:94-102) και των Τσαλίκη και Τσουλφίδη (2012:18-23). 13 Σύμφωνα με την κλασική ποσοτική θεωρία του χρήματος με δεδομένο το παραγόμενο προϊόν και την ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος μια αύξηση της ποσότητα του χρήματος οδηγεί στην αύξηση του επιπέδου των τιμών 26

αποθέματος χρήματος που χρησιμοποιείται. Επομένως, με δεδομένο το Q, το επίπεδο τιμών προσδιορίζει την ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί, μια άποψη που είναι ακριβώς αντίθετη από την ποσοτική θεωρία του χρήματος. 2.5 Υπεραξία και Κέρδος Η υπεραξία είναι μία βασική κατηγορία η οποία βοηθά στην κατανόηση των βασικών οικονομικών νόμων κίνησης του σύγχρονου καπιταλισμού. Η διαπίστωση της ύπαρξης της διευκολύνει τον εντοπισμό του προβλήματος της οικονομικής ανισότητας (της απλήρωτης εργασίας), που κρύβεται πίσω από τη νομική ισότητα μεταξύ των εργατών και των καπιταλιστών (Tsaliki, 2006). Ο Marx είναι ο πρώτος οικονομολόγος που έκανε τη διάκριση μεταξύ εργασίας και εργατικής δύναμης, μια διάκριση πολύ σημαντική για την κατανόηση της δημιουργίας του κέρδους. Ως εργατική δύναμη ορίζεται: το σύνολο των πνευματικών και φυσικών ικανοτήτων που διαθέτει ο άνθρωπος, τις οποίες ασκεί όταν παράγει αξίες χρήσης οποιουδήποτε είδους (Marx, 1867:186). Ως εργασία ορίζεται η χρησιμοποίηση της εργατικής δύναμης, δηλαδή της ποσότητας της χρήσιμης εργασίας που εκτελεί ένας εργάτης σε κάποιο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Σύμφωνα με τον Marx, η ποσότητα εργασίας που εμπεριέχεται στην παραγωγή ενός εμπορεύματος προσδιορίζει την αξία του. Η αξία της εργατικής δύναμης όπως η αξία κάθε εμπορεύματος που αγοράζει ο επιχειρηματίας ισούται με τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή των αγαθών και των υπηρεσιών που αγοράζει ο εργάτης με το μισθό του ούτως, ώστε να εξασφαλίζει τόσο τη δική του επιβίωση όσο και της οικογένειάς του. O εργάσιμος χρόνος που απαιτείται για να παραχθούν τα μέσα επιβίωσης των εργαζομένων (π.χ. σε μια εργάσιμη ημέρα) είναι λιγότερος από το χρόνο τον οποίο διαθέτει ο εργαζόμενος στον επιχειρηματία στη διάρκεια μιας εργάσιμης ημέρας. Το αποτέλεσμα είναι ότι σε κάθε χρονική περίοδο ο εργαζόμενος παράγει περισσότερη αξία απ ό,τι το ισοδύναμο του μισθού τον οποίο πληρώνει ο επιχειρηματίας για την εργασιακή δύναμη που χρησιμοποιεί. Τη 27

διαφορά αυτή ο Marx την ονομάζει απλήρωτη εργασία και υπερεργασία και το μέρος της αξίας που δημιουργείται από την εργασία των μισθωτών εργατών αλλά δεν πληρώνεται από τον καπιταλιστή την ονομάζει υπεραξία. Η υπεραξία δημιουργείται αποκλειστικά στη σφαίρα της παραγωγής. Στις υπόλοιπες σφαίρες του οικονομικού κυκλώματος (κυκλοφορία, συντήρηση και αναπαραγωγή της κοινωνικής τάξης και προσωπική κατανάλωση) η υπεραξία απλώς εκδηλώνεται και διανέμεται. Σε κάθε κοινωνία, η αναπαραγωγή της κυρίαρχης τάξης απαιτεί την παρακράτηση της υπεραξίας (του πλεονάσματος) που παράγεται από τις κυριαρχούμενες τάξεις. Η διαφορά του καπιταλισμού από τις προγενέστερες κοινωνίες βρίσκεται στο ότι η εκμεταλλευτική αυτή σχέση είναι διάφανη στις προγενέστερες κοινωνίες και, ως εκ τούτου, εύκολα κατανοητή. Αντίθετα, στον καπιταλισμό οι εκμεταλλευτικές σχέσεις σκεπάζονται από το πέπλο των δήθεν ισοδύναμων σχέσεων ανταλλαγής και από τη μεσολάβηση των εγχρήματων σχέσεων που παγιώνουν το φετιχισμό του εμπορεύματος και του χρήματος (Τσαλίκη και Τσουλφίδης, 2013:18-23). Όπως έχει επισημανθεί η υπεραξία ενώ παράγεται στη σφαίρα της παραγωγής εκδηλώνεται στη σφαίρα της κυκλοφορίας. Στη σφαίρα της ανταλλαγής, η υπεραξία μπορεί να πάρει διάφορες μορφές εισοδημάτων όπως κέρδος για το κεφάλαιο, γαιοπρόσοδο για το γαιοκτήμονα, τόκο για τον τραπεζίτη κτλ. 2.6 Το Πρόβλημα του Μετασχηματισμού Tην εποχή που ο Engels (Marx, 1885:101-102) προκάλεσε τους οικονομολόγους της εποχής να αμφισβητήσουν αν μπορούν επαρκώς και τεκμηριωμένα την αναλυτική δύναμη, την επεξηγηματική ικανότητα και τη λογική εσωτερική συνοχή της Ε.Θ.Α. του Marx, γεννήθηκε το περίφημο Πρόβλημα του Μετασχηματισμού (ή στη διεθνή του απόδοση Transformation Problem). Η προσέγγιση του ζητήματος διαφέρει από περίοδο σε περίοδο με αποτέλεσμα να είναι διαφορετικά τα σημεία στα οποία επικεντρώνεται σε κάθε φάση η θεωρητική αυτή αντιπαράθεση. Σύμφωνα με τον Lopez (2011), υπάρχουν τρεις διακριτές περίοδοι αναστοχασμού στο πρόβλημα του μετασχηματισμού. Η πρώτη περίοδος (1885-1906) χαρακτηρίζεται από την 28