ΠΡΑΚΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑΣ ΑΓΝΩΣΤΟΥ 1. Αναγιγνώσκω μια δύο φορές το κείμενο ώστε να έχω μια γενική εικόνα για το περιεχόμενό του. 2. Κοιτάζω το όνομα του συντάκτη του κειμένου και τον τίτλο του έργου από το οποίο αντλήθηκε το απόσπασμα (αν αναφέρονται), ώστε να το εντάξω σε ένα ευρύτερο πλαίσιο κειμένων τα οποία έχω διδαχθεί. Στόχος: η καλύτερη δυνατή προσέγγιση της μετάφρασης του άγνωστου κειμένου. 3. Υπογραμμίζω τα ρήματα. 4. Κυκλώνω τους υποτακτικούς συνδέσμους (για μελέτη υποτακτικών συνδέσμων βλ. γραμματική αρχαίας ελληνικής Οικονόμου σελ. 247) καθώς από εκείνους ξεκινούν οι δευτερεύουσες προτάσεις. 5. Χωρίζω το κείμενο σε προτάσεις (κύριες δευτερεύουσες). Για καλύτερα αποτελέσματα χρησιμοποιώ αγκύλες στις κύριες προτάσεις και παρενθέσεις στις δευτερεύουσες. Προσοχή: Κάθε πρόταση πρέπει να έχει ένα ρήμα. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα ρήματα παραλείπονται και οφείλω να τα εννοήσω. Από εδώ και στο εξής συντάσσω κάθε πρόταση χωριστά. 6. Βρίσκω τα υποκείμενα των ρημάτων. Προσοχή: Α) Αν το ρήμα μου είναι προσωπικό το υποκείμενό μου θα είναι σε ονομαστική (ενδεχομένως να παραλείπεται και να χρειαστεί να το εννοήσω). Β) Αν το ρήμα μου είναι απρόσωπο ή μου δίνεται απρόσωπη έκφραση, το υποκείμενό μου θα είναι το απαρέμφατο της πρότασης ή κάποια δευτερεύουσα πρόταση. 7. Βρίσκω τα αντικείμενα των ρημάτων. Μόνο τα προσωπικά ρήματα συντάσσονται με αντικείμενο. Αναζητώ το αντικείμενο σε πλάγιες πτώσεις (γενική, δοτική, αιτιατική.). Αν υπάρχει απαρέμφατο στην πρόταση συνήθως επέχει ρόλο αντικειμένου στις περιπτώσεις που τα ρήματα των προτάσεων είναι προσωπικά. 1 / 14
Συντάσσω το απαρέμφατο αν υπάρχει 8. Βρίσκω το υποκείμενο του απαρεμφάτου, συνήθως σε πτώση αιτιατική. 9. Βρίσκω τα αντικείμενα των απαρεμφάτων, αν υπάρχουν. Για τα αντικείμενα των απαρεμφάτων ισχύει ό,τι ισχύει και για τα αντικείμενα των ρημάτων. 10. Αξιολογώ το απαρέμφατο. Αποφασίζω δηλαδή, αν είναι τελικό (μεταφράζεται με το «να..») ή ειδικό (μεταφράζεται με το «ότι..») Συντάσσω τις μετοχές αν υπάρχουν 11. Βρίσκω το υποκείμενο των μετοχών. Προσοχή: Το υποκείμενο της μετοχής πρέπει να συμφωνεί σε γένος, αριθμό και πτώση με την μετοχή. 12. Βρίσκω τα αντικείμενα των μετοχών. Για τα αντικείμενα των μετοχών ισχύει ό,τι ισχύει και για τα αντικείμενα των ρημάτων. 13. Τέλος, βρίσκω τους προσδιορισμούς. Επισήμανση Χρησιμοποιώ μολύβι και γόμα. Φροντίζω η συντακτική ανάλυση του κειμένου μου να διακρίνεται εύκολα ώστε να μεταφράσω ευκολότερα. Και μην ξεχνάτε το άγνωστο θέλει υπομονή και επιμονή!!! Πρόκειται για ένα ταξίδι που κρύβει παγίδες. Η ανακάλυψή τους φέρνει χαμόγελα και επιτυχία! Άλλωστε Αγαθά κόποις κτώνται! Καλή τύχη! 2 / 14
ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ καλείται το πρόσωπο ή το πράγμα που ενεργεί, πάσχει ή βρίσκεται σε μία κατάσταση. Το υποκείμενο του ρήματος βρίσκεται σε ονομαστική και μπορεί να είναι οποιοδήποτε μέρος του λόγου, ακόμη και ολόκληρη φράση ή πρόταση ή έναρθρο απαρέμφατο σε ονομαστική. Προσοχή στις παρακάτω περιπτώσεις: 1) ΑΤΤΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΗ Ρήμα στο γ ενικό δέχεται υποκείμενο ουδετέρου γένους σε πληθυντικό αριθμό παρά τον κανόνα. Π.χ. Τα παιδία παίζει. 2) ΣΧΗΜΑ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΟΥΜΕΝΟ Ρήμα πληθυντικού αριθμού δέχεται υποκείμενο λέξη περιληπτικής σημασίας σε ενικό αριθμό. Π.χ. η πόλις = οι πολιται. 3) ΕΜΠΡΟΘΕΤΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΣΕ ΘΕΣΗ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ Π.χ. Απέθανον περί τους χιλίους 4) ΠΡΟΛΗΨΗ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ Έχουμε όταν το υποκείμενο δευτερεύουσας πρότασης λαμβάνεται εκ των προτέρων (προλαμβάνεται) στην προηγούμενη πρόταση. ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΡΟΣΩΠΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΚΦΡΑΣΕΩΝ Το υποκείμενο των απροσώπων ρημάτων και απροσώπων εκφράσεων είναι απαρέμφατο ή δευτερεύουσα πρόταση, συνήθως ειδική, πλάγια ερώτηση ή ενδοιαστική. ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕΤΟΧΩΝ Το υποκείμενο της μετοχής συμφωνεί σε γένος, αριθμό και πτώση με την μετοχή. Προσοχή: Ό,τι ισχύει για το υποκείμενο του ρήματος σε απρόσωπη σύνταξη, ισχύει και για τις μετοχές που προέρχονται από απρόσωπα ρήματα ή απρόσωπες εκφράσεις. Το υποκείμενο της επιθετικής μετοχής είναι το άρθρο της. Όταν το υποκείμενο της μετοχής είναι και όρος της υπόλοιπης πρότασης, τότε η μετοχή λέγεται συνημμένη. Αντίθετα, όταν το υποκείμενο της μετοχής δεν είναι και όρος της υπόλοιπης πρότασης, τότε η μετοχή λέγεται απόλυτη. 3 / 14
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ Αντικείμενο είναι το πρόσωπο ή πράγμα που συμπληρώνει την έννοια του ρήματος και στο οποίο περνά η ενέργεια του υποκειμένου. Το αντικείμενο μπορεί να είναι όνομα, ουσιαστικό, αντωνυμία ή άλλες ισοδύναμες φράσεις. Από τα μεταβατικά ρήματα άλλα δέχονται ένα μόνο αντικείμενο και λέγονται μονόπτωτα, ενώ άλλα δέχονται δύο αντικείμενα και λέγονται δίπτωτα. Διάκριση ΑΜΕΣΟΥ / ΕΜΜΕΣΟΥ αντικειμένου. Αιτιατική = πάντα το άμεσο. Δοτική = πάντα το έμμεσο. Αιτιατική προσώπου= άμεσο. Αιτιατική πράγματος= έμμεσο. Απαρέμφατο ή δευτερεύουσα πρόταση σε θέση αντικειμένου =αιτιατική του πράγματος. ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ Κατηγορούμενο είναι το όνομα που δηλώνει ποιο γνώρισμα αποδίδεται στο υποκείμενο. Μπορεί να είναι επίθετο ή ουσιαστικό. Όταν είναι επίθετο συμφωνεί με το υποκείμενο στο γένος τον αριθμό και την πτώση. Όταν όμως είναι ουσιαστικό, τότε συμφωνεί με το υποκείμενο αναγκαστικά στην πτώση και τυχαία σε γένος και αριθμό. 4 / 14
ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ Οι προσδιορισμοί διακρίνονται σε ονοματικούς και επιρρηματικούς. Οι ονοματικοί προσδιορίζουν κάποιο ουσιαστικό ή επίθετο και επιμερίζονται σε δύο κατηγορίες: τους ομοιόπτωτους και τους ετερόπτωτους. ΟΝΟΜΑΤΙΚΟΙ ΟΜΟΙΟΠΤΩΤΟΙ: επιθετικός, κατηγορηματικός, παράθεση, επεξήγηση. Α) επιθετικός προσδιορισμός 1) επίθετα με άρθρο. 2)επιθετικές μετοχές. 3)αναφορικές ονοματικές προτάσεις. 4)αριθμητικά. 5)προσηγορικά ουσιαστικά που δηλώνουν τάξη, ηλικία, ιδιότητα, αξίωμα. 6)αντωνυμίες. 7)αντωνυμικά επίθετα με άρθρο. 8)έναρθρη γενική, έναρθρο επίρρημα, έναρθρος εμπρόθετος προσδιορισμός. Β) κατηγορηματικός προσδιορισμός 1)επίθετα που δηλώνουν καιρικά ή φυσικά φαινόμενα. 2)τα επίθετα: άκρος, μέσος, έσχατος. 3)τα αντωνυμικά επίθετα: πας, άπας, σύμπας, όλος, μόνος χωρίς άρθρο. 4)η οριστική αντωνυμία αυτός και οι δεικτικές αντωνυμίες όταν ο όρος που συνοδεύουν έχει άρθρο. 5)οι αντωνυμίες : έκαστος, άμφω, αμφότερος, πότερος, οπότερος, ουδέτερος, εκάτερος. 6)οι αναφορικές ονοματικές προτάσεις. 5 / 14
7)η κατηγορηματική μετοχή. Επεξήγηση Επεξήγηση λέγεται ο ομοιόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός, που επεξηγεί κάποιο γενικό όρο. Ως επεξήγηση χρησιμοποιείται κυρίως 1) ουσιαστικό ή κύριο όνομα. Όμως μπορεί, επίσης, να είναι: 2) επίθετο. 3)μετοχή. 4)απαρέμφατο. 5)δευτερεύουσα ονοματική πρόταση. 6)κύριο γεωγραφικό όνομα σε προηγούμενο γεωγραφικό όρο. Προσοχή: η επεξήγηση πάντα ακολουθεί του προσδιοριζόμενου όρου και χωρίζεται συνήθως με κόμμα από αυτό. Επεξήγηση έχουμε όταν περνάμε από το γενικό στο ειδικό. Μεταφράζεται με το «δηλαδή». Παράθεση Παράθεση λέγεται ο ομοιόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός, που προσδίδει σε ένα άλλο ουσιαστικό ή αντωνυμία ένα γενικό και κύριο γνώρισμα. Ως παράθεση χρησιμοποιείται κυρίως 1) ουσιαστικό ή κύριο όνομα. Όμως μπορεί, επίσης, να είναι: 2)επιθετική μετοχή. 3)αναφορική ονοματική πρόταση. 4)έναρθρος γεωγραφικός όρος σε προηγούμενο γεωγραφικό όνομα. 5)έναρθρη γενική ονόματος. Προσοχή: Η παράθεση τις περισσότερες φορές ακολουθεί του ουσιαστικoύ. Παράθεση έχουμε όταν περνάμε από το ειδικό στο γενικό. Συνήθως μεταφράζεται με το «ο οποίος, η οποία, το οποίο». 6 / 14
Άγνωστο Κείμενο : Λυσία, «Ἑπιτάφιος», 77-78 Ἀλλά γάρ οὐκ οἶδ ὅ,τι δεῖ τοιαῦτα ὀλοφύρεσθαι. Οὐ γάρ ἐλανθάνομεν ἡμᾶς αὐτούς ἅπαξ ὄντες θνητοί. Ὥστε τί δεῖ, ἅ πάλαι προσεδοκῶμεν πείσεσθαι, ὑπέρ τούτων νῦν ἄχθεσθαι, ἤ λίαν οὕτω βαρέως φέρειν ἐπί ταῖς τῆς φύσεως συμφοραῖς, ἐπισταμένους ὅτι ὁ θάνατος κοινός και τοῖς χειρίστοις καί τοῖς βελτίστοις ; Οὔτε γάρ τους πονηρούς ὑπερορᾳ οὔτε τους ἀγαθούς θαυμάζει,ἀλλ ἴσον ἑαυτόν παρέχει πᾶσιν. Εἰ μέν γάρ οἷον τε ἦν τοῖς τους ἐν τῳ πολέμῳ κινδύνους διαφυγοῦσιν ἀθανάτους εἶναι τον λοιπόν χρόνον, ἄξιον ἦν τοῖς ζῶσι τον ἅπαντα χρόνον πενθεῖν τους τεθνεῶτας. Νῦν δε ἡ τε φύσις και νόσων ἥττων καί γήρως, ὅ τε δαίμων ὁ τήν ἡμετέραν μοῖραν εἰληχώς ἀπαραίτητος. Λεξιλόγιο Λανθάνω + κατγ. Μετ. =ξεφεύγω, ξεχνώ // ἅπαξ =μια φορά, μια για πάντα, οριστικά // ἄχθομαι =βαρύνομαι, ενοχλούμαι, αγανακτώ // πονηρός = ανέντιμος, δειλός // ὑπερορῶ= περιφρονῶ // δαίμων = θεότητα// λαγχάνω τι =κληρώνω, καθορίζω με κλήρο //ἀπαραίτητος =άκαμπτος, ανυποχώρητος, αυτούς που δεν ικανοποιεί αιτήσεις. 7 / 14
Άγνωστο Κείμενο : Ἰσοκράτη, «Περί εἰρήνης»,13 Προσῆκον ὑμᾶς ὁμοίως ὑπὲρ τῶν κοινῶν ὥσπερ ὑπὲρ τῶν ἰδίων σπουδάζειν, οὐ τὴν αὐτὴν γνώμην ἔχετε περί αὐτῶν, ἀλλ ὅταν μέν ὑπὲρ τῶν ἰδίων βουλεύησθε, ζητεῖτε συμβούλους τοὺς ἄμεινον φρονοῦντας ὑμῶν αὐτῶν, ὅταν δ ὑπέρ τῆς πόλεως ἐκκλησιάζητε, τοῖς μὲν τοιούτοις ἀπιστεῖτε καί φθονεῖτε, τοὺς δὲ πονηροτάτους τῶν ἐπὶ τὸ βῆμα παριόντων ἀσκεῖτε καὶ νομίζετε δημοτικωτέρους εἶναι τοὺς μεθύοντας τῶν νηφόντων καὶ τοὺς νοῦν οὐκ ἔχοντας τῶν εὖ φρονούντων καὶ τοὺς τὰ τῆς πόλεως διανεμόμενους τῶν ἐκ τῆς ἰδίας οὐσίας ὑμῖν λειτουργούντων. ὥστ ἄξιον θαυμάζειν, εἴ τις ἐλπίζει τὴν πόλιν τοιούτοις συμβούλοις χρωμένην ἐπί τὸ βέλτιον ἐπιδώσειν. ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ σπουδάζω = ενδιαφέρομαι, φροντίζω ασχολούμαι // φρονέω, ῶ, ἄμεινον = σκέφτομαι καλύτερα, σωστότερα // οἱ παριόντες (παρέρχομαι) = οι ρήτορες, οι ομιλητές // ἀσκέω, ῶ = ασκώ, εξασκώ, εξασκούμαι σε χρησιμοποιώ // νήφω = είμαι ήρεμος, συνετός, νηφάλιος II διανέμομαι = μοιράζομαι (και παίρνω κι ο ίδιος μερίδιο) εκμεταλλεύομαι // λειτουργέω, ῶ = προσφέρω τη δαπάνη για δημόσιο έργο // ἐπιδίδωμι = προοδεύω. 8 / 14
Ἄνδρες στρατιῶται, τῶν Ἀρκάδων οἱ μὲν τεθνᾶσιν, οἱ δὲ λοιποὶ ἐπὶ λόφου τινὸς πολιορκοῦνται. Νομίζω δ' ἔγωγε, εἰ ἐκεῖνοι ἀπολοῦνται, οὐδ' ἡμῖν εἶναι οὐδεμίαν σωτηρίαν, οὕτω μὲν πολλῶν ὄντων τῶν πολεμίων, οὕτω δὲ τεθαρρηκότων. Κράτιστον οὖν ἡμῖν ὡς τάχιστα βοηθεῖν τοῖς ἀνδράσιν, ὅπως εἰ ἔτι εἰσὶ σῷοι, σὺν ἐκείνοις μαχώμεθα καὶ μὴ μόνοι λειφθέντες μόνοι καὶ κινδυνεύωμεν. Ἡμεῖς γὰρ ἀποδραίημεν ἂν οὐδαμοῖ ἐνθένδε πολλὴ μὲν γάρ, ἔφη, εἰς Ἡράκλειαν πάλιν ἀπιέναι, πολλὴ δὲ εἰς Χρυσόπολιν διελθεῖν οἱ δὲ πολέμιοι πλησίον εἰς Κάλπης δὲ λιμένα, ἔνθα Χειρίσοφον εἰκάζομεν εἶναι, εἰ σέσωσται, ἐλαχίστη ὁδός. Ἀλλὰ δὴ ἐκεῖ μὲν οὔτε πλοῖά ἐστιν οἷς ἀποπλευσούμεθα, μένουσι δὲ αὐτοῦ οὐδὲ μιᾶς ἡμέρας ἔστι τὰ ἐπιτήδεια. Τῶν δὲ πολιορκουμένων ἀπολομένων σὺν τοῖς Χειρισόφου μόνοις κάκιόν ἐστι διακινδυνεύειν ἢ τῶνδε σωθέντων πάντας εἰς ταὐτὸν ἐλθόντας κοινῇ τῆς σωτηρίας ἔχεσθαι. Ξενοφῶντος, Κύρου Ἀνάβασις, 6, 3, 12-15 9 / 14
κλίση: λύω Eνεργητική φωνή: λύω λύω λύω λύοιμι λύεις λύῃς λύοις λύε λύων (-οντος) λύει λύῃ λύοι λυέτω λύειν λύουσα (- λύοιμεν ούσης) λύομεν λύωμεν λύοιτε λύετε λῦον (-οντος) λύετε λύητε λύοιεν λυόντων ή λύουσι λύωσι λυέτωσαν Οριστική ἔλυον ἔλυες ἔλυε ἐλύομεν ἐλύετε ἔλυον λύσω λύσοιμι λύσεις λύσοις λύσων (-σοντος) λύσοι λύσειν λύσουσα (-σούσης) λύσει λύσοιμεν λῦσον (-σοντος) λύσομεν λύσοιτε λύσετε λύσοιεν λύσουσι 10 / 14
ἔλυσα λύσω λύσαιμι ἔλυσας λύσῃς λύσαις ἔλυσε λύσῃ λύσαι λῦσαι λύσαιμεν ἐλύσαμεν λύσωμεν λύσαιτε ἐλύσατε λύσητε λύσαιεν ἔλυσαν λύσωσι λῦσον λυσάτω λύσατε λυσάντων ή λυσάτωσαν λύσας(-σαντος) λύσασα(-σάσης) λῦσαν(-σαντος) λέλυκα λέλυκας λέλυκε λελύκαμεν λελύκατε λελύκασι λελυκώς ὦ, ᾖς, ᾖ λελυκότες ὦμεν, ἦτε, ὦσι λελυκώς εἴην εἴης εἴη λελυκότες εἶμεν εἶτε εἶεν λελυκώς ἴσθι ἔστω λελυκότες ἔστε ἔστων λελυκέναι λελυκώς(-κότος) λελυκυῖα(-κυῖας) λελυκός(-κότος) Οριστική ἐλελύκειν ἐλελύκεις ἐλελύκει ἐλελύκεμεν ἐλελύκετε ἐλελύκεσαν 11 / 14
Μέση και Παθητική φωνή: λύω Ε ν ε σ τ ώ τ. λύομαι λύωμαι λυοίμην λύῃ λύῃ λύοιο λύου λυόμενος λύεται λύηται λύοιτο λυέσθω λύεσθαι λυομένη λυοίμεθα λυόμενον λυόμεθα λυώμεθα λύοισθε λύεσθε λύεσθε λύησθε λύοιντο λυέσθων ή λύονται λύωνται λυέσθωσαν Π α ρ α τ α τ. Οριστική ἐλυόμην ἐλύου ἐλύετο ἐλυόμεθα ἐλύεσθε ἐλύοντο Μ έ λ λ ο ν τ α ς λύσομαι λυσοίμην λύσῃ λύσοιο λυσόμενος λύσοιτο λύσεσθαι λυσομένη λύσεται λυσοίμεθα λυσόμενον λυσόμεθα λύσοισθε λύσεσθε λύσοιντο λύσονται Παθητ.Μ έ λ λ ο ν τ α ς λυθήσομαι λυθησοίμην λυθήσῃ λυθήσοιο λυθησόμενος λυθήσοιτο λυθήσεσθαι λυθησομένη λυθήσεται λυθησοίμεθα λυθησόμενον λυθησόμεθα λυθήσοισθε λυθήσεσθε λυθήσοιντο λυθήσονται 12 / 14
Α ό ρ ι σ τ ο ς ἐλυσάμην ἐλύσω ἐλύσατο ἐλυσάμεθα ἐλύσασθε ἐλύσαντο λύσωμαι λύσῃ λύσηται λυσώμεθα λύσησθε λύσωνται λυσαίμην λύσαιο λύσαιτο λυσαίμεθα λύσαισθε λύσαιντο λῦσαι λυσάσθω λύσασθε λυσάσθων ή λυσάσθωσαν λύσασθαι λυσάμενος λυσαμένη λυσάμενον Παθητ. Α ό ρ ι σ τ ο ς ἐλύθην ἐλύθης ἐλύθη ἐλύθημεν ἐλύθητε ἐλύθησαν λυθῶ λυθῇς λυθῇ λυθῶμεν λυθῆτε λυθῶσε λυθείην λυθείης λυθείη λυθεῖμεν λυθεῖτε λυθεῖεν λύθητι λυθήτω λύθητε λυθέντων λυθῆναι λυθείς λυθεῖσα λυθέν 13 / 14
Υ π ε ρ σ υ ν. Οριστική ἐλελύμην ἐλέλυσο ἐλέλυτο ἐλελύμεθα ἐλέλυσθε ἐλέλυντο 14 / 14