επτά το Σεπτέμβρη ανατολές έξι ιστορίες γιώργος πρίμπας
Τίτλος: επτά το Σεπτέμβρη ανατολές Συγγραφέας: Γιώργος Πρίμπας Οι φωτογραφίες είναι του συγγραφέα. Τραβηχτήκανε το πρώτο δεκαπενθήμερο του Σεπτέμβρη του 2015, στον σταθμό του προαστιακού σιδηροδρόμου στο Ζευγολατιό Κορινθίας, με την ανατολή του ήλιου ή λίγα λεπτά μετά. ISBN: 978-618-80243-8-0 Επίλεκτες Ψηφιακές Εκδόσεις: 24grammata.com Σειρά: εν καινώ, Αριθμός σειράς: 148 Τόπος και Χρονολογία πρώτης έκδοσης: Αθήνα, 2016 Μέγεθος Αρχείου: 6,1 Mb Σελίδες: 24 Μορφή αρχείου: pdf Γραμματοσειρά: cambria Απαγορεύεται η αναδημοσίευση δίχως την έγγραφη άδεια του δημιουργού ή του εκδότη
ο στροβιλιζόμενος μοναχικός δερβίσης αυτός που το αριστερό του χέρι είναι στραμμένο στην καρδιά ούτε πάνω βρίσκεται ούτε κάτω μήτε δεξιά μήτε αριστερά αλλά στην άχρονη αφού η συνείδηση λανθάνει χαώδη του περιστροφή βρίσκεται με το λανθάνων εντός του φως ν αναμένει το νου να ξεκλειδώσει την ενδελέχειά του να ξεκλειδώσει δηλαδή τη δίνη της εσωστρεφούς κατάρρευσης που θα διαχωρίσει το χάος και θ αποφέρει τη μεγάλη ζωοδότρια του πεπερασμένου φωτεινή πεπερασμένη και αυτή σφαίρα και πώς αλλιώς αφού και το όλον πεπερασμένο είναι αυτήν που πλουσιοπάροχα θα σπαταλιέται υπέρ της δυνατότητας ερανισμού φωτός του μικρού εκ της παράπλευρης εσωστρεφούς κατάρρευσης κόσμου που μέλλεται της γνώσης στον οποίο κόσμο θα οριστεί η έννοια του χρόνου εξ ανάγκης περιγραφής της μεταβολής από όντα που κάποτε αναπόφευκτα θα εμφανιστούν στην επιδερμίδα του εκεί όπου μεταξύ δυο πυρών αέναα θα αλλοιώνουν θα αποσυνθέτουν και θα συνθέτουν αναπνέουσες μορφές οι υδάτινοι κύκλοι όταν τα όντα αυτά τα προϊόντα πολλαπλών καταστροφών οι οποίες θα πυροδοτούν πληθωρισμούς νέων όντων ο κόσμος αυτός ο παράπλευρος και αναπόφευκτος ένεκα των ευνοϊκών αναλογιών της ζωοδότριας φωτεινής σφαίρας και της θέσης του περί αυτήν ο κόσμος λοιπόν αυτός της υπομονής των αμέτρητων δοκιμών καταστροφών που και τα ίδια κάποτε αυτά όντα που θα συνειδητοποιήσουν εαυτούς δράττοντας αρχικά κλαδιά και ταγμένα να σηκωθούν θα είναι από την πέτρα την καυτερή του τόπου που το φως μετράει τόσες κλεψύδρες όσες το σκοτάδι δε θα αντέξουν τη φθορά τους στο χρόνο την έννοια του οποίου αυτά εφεύραν γιατί και αυτός και τα πάντα τελικά δε θα είναι παρά έννοιες πλάσματα του νου τους εκφρασμένα κάποτε σε ήχους και σύμβολα που είχανε όμως εφεύρει για άλλους σκοπούς δεν είναι παρά το γέννημα του μετέωρου άχρονου δερβίση όταν αυτός διαταραγμένος ανεπανόρθωτα από τη λάμψη την τρομερή και τα 92 στοιχεία που τον μπόλιασε ξεκίνησε μπαίνοντας στο χρόνο της εξέλιξής του την εσωστρεφή του κατάρρευση
η ιστορία πάντως ζητώντας να στηρίξει τους λόγους ύπαρξης της και διαιωνίσει τη φενάκη της αφού θα χει κλείσει και αυτή όπως τα όντα που την εφεύρανε τα μάτια στο φως της ματαιότητας και της απόλαυσης του εφήμερου θα μιλήσει κατά πρώτον για τον πρώτο εκείνο δόλιο φόνο του αδελφού και την πολεμική στρατηγική τέχνη άλωσης της πόλης προς αποκατάσταση της έννοιας αφύσικης δημιούργημα και αυτή της αφύσικης εξουσίας χαμένης τιμής του αδελφού του μεγάλου βασιλιά στα χώματα που βλέπουνε το λιόγερμα μέχρι του αφρού των κυμάτων στη θάλασσα τη μεγάλη και κλειστή κι έκτοτε θα μιλάει για τις χίμαιρες δικαιώσεις των αιματοβαμμένων χεριών μα ποιες δικαιώσεις όταν αυτές θ αποδείχνονται μοναχά προς κατάλυση στη θάλασσα τη μεγάλη και κλειστή λοιπόν εκεί δηλαδή που θα πρεπε μονάχα να μιλάει για το λιόγερμα που κυοφορεί την άρση του κάματου τον έρωτα και τη γέννηση μα και τη φθορά την αναπόσπαστη το λιόγερμα στον αφρό των κυμάτων που ακολουθώντας κι επιβάλλοντας τους δικούς του νόμους θα σέρνει παράλληλα στις παράλληλες στο χώμα αχτίνες τις ρίζες του δέντρου θα σηκώνει τον ασύμμετρο τεφρόφαιο κορμό θα φουντώνει γύρω του τα φαιοπράσινα κι αργυρόχροα φύλλα να φυλάσσουν ανάμεσά τους διάσπαρτους τους καρπούς αυτούς που το ον εκείνο αγάπησε τους οριστικά τη γεύση καθιστώντας την από ανάγκη σε ανάγκη και απόλαυση τους καρπούς αυτούς που το πείσανε να σταθεί εκεί ν αναμετρηθεί με τα όρια του εφήμερου που θα εξαντληθούν με το χαμόγελο του οίνου αντάμα υπό τους κρουστούς ήχους των συγκερασμένων με τον ήχο των ξύλων που θρέφουνε τη φωτιά των εμείς όταν κυκλοτερώς
εκείνο το πρωινό ο ήλιος το ξύπνησε όταν με την ανατολή του απ το απέναντι της κοιλάδας που χώριζε το βουνό εκείνο από τούτο με τη σπηλιά που μένανε οι οριζόντιες αχτίνες του διαπερνώντας τον παγωμένο καθαρό αέρα συναντήσανε το κοιμισμένο του δίπλα στα μολυβόχρωμα καρβουνόξυλα και στάχτες απομεινάρια της φωτιάς παιδικό του πρόσωπο κάνοντας το ν ανασηκωθεί απ το απρόσμενο φως λίγο παραμέσα απ το στόμιο της σπηλιάς και λίγο παραδίπλα απ τη μητέρα του που αυτό έκπληκτο για λίγο στάθηκε να την κοιτά έτσι ακίνητη κοιμισμένη όπως ποτέ δεν την θυμάται και σπρώχνοντας το τομάρι που σκεπαζότανε της χάιδεψε λίγο το πρόσωπο και τα τραχιά της μαλλιά έχοντας τη βλέπεις συνηθίσει να το ξυπνά αυτή όταν σπάνια οι αχτίνες του ήλιου πέφτανε πλάγια και λαμπρύνανε λίγο μόνον απ το παγωμένο χώμα στα όρια της εισόδου του στομίου της σπηλιάς και λίγο προς τα μέσα τόσο όσο αρεσκόταν παίζοντας να το δρασκελά προτού η σκιά στο ρυθμό του ήλιου το καλύψει και ποιος να ξέρει πότε θα τύχαινε πάλι ή όταν που συνήθως αυτό η νύχτα είχε σβηστεί απ το διάχυτο φως του γκρι ουρανού στάθηκε λοιπόν για λίγο προτού αναζητήσει γύρω γύρω στη σπηλιά με τον βαρύ απ τις αναθυμιάσεις αέρα χωρίς αποτέλεσμα τον πατέρα και τα τρία μεγαλύτερα του αδέλφια αφού αυτοί είχανε προτού το χάραμα καν σηκωθεί και φύγει να κυνηγήσουνε την αγέλη των μεγάλων ζώων παίρνοντας μαζί τους τα ξύλινα ακόντια αλλά όχι και τις κοφτερές πέτρες αυτά ήτανε τα εργαλεία τους όλα κι όλα αφού τα σκοτωμένα ζώα τα γδέρνανε μες στη σπηλιά όταν όποτε γυρίζανε με νεκρά θηράματα να φάνε και να γδάρουνε για το δέρμα τους να τους ζεσταίνει μες στο παγωμένο λευκό τοπίο και μες στη σπηλιά ακόμη παγωμένη και αυτή όταν η φωτιά που με κόπο συντηρούσανε έσβηνε και πόσος κόπος να την ανάψουνε και πάλι και βλέποντας τη μητέρα του να μη θέλει ν αφήσει την αγκαλιά του Μορφέα όπως αιώνες πολλούς αργότερα η ανθρώπινη μυθοπλασία θα σκαρφιζότανε να λέει πιάστηκε ποιος να ξέρει αν αυτό εκείνη τη μαγική στιγμή θέλησε να το δοκιμάσει από κάποια άρρητη εσωτερική στιγμιαία παρόρμηση ή αν χωρίς τώρα το φόβο της μητέρας του να το μαλώσει για τα χέρια του που θα λέρωνε θέλησε κάτι που από καιρό θα χε στο μυαλό του αλλά τι νόημα έχει το δίλλημα αφού και στην περίπτωση αυτή πάλι η γέννηση της επιθυμίας αυτής στο χώρο της άλογης ανάγκης ανάγεται αλλά τώρα θα το μπορούσε πιάστηκε λοιπόν να μουτζουρώνει τ ακροδάχτυλα των χεριών του στις στάχτες και στα καμένα ξύλα και
κατόπιν με προσοχή να μην το ακούσει και το δει η μητέρα του τράβηξε για το πίσω μέρος της σπηλιάς εκεί που ίσα ίσα μπορούσε να βλέπει και πάνω σ ένα λείο κομμάτι του βράχου με τα καρβουνιασμένα του δάχτυλα βάλθηκε να σχεδιάζει το μεγάλο ζώο που πριν κάμποσες μέρες είχανε φέρει σκοτωμένο ο πατέρας του και τ αδέλφια του αλλά όχι έτσι ριγμένο άζωο με ματωμένα αίμα ξερό στο κορμί του που πάγωνε των ακοντίων τα σημάδια στον πάτο της σπηλιάς έτοιμο να το κατακόψουνε μα ολόρθο περήφανο να τρέχει και ξοπίσω του μια φιγούρα η πιο μεγάλη από τις άλλες τρεις να κάνει τον πατέρα του να του τραβήξει τη μάνητα και δίπλα του σε μετερίζια διάσπαρτα τ αδέλφια του κρυμμένα να το ξαφνιάσουν όταν θα σιμώσει να μη μπορέσει τ ακόντια να ξεφύγει
στη μεγάλη βαθειά με κλίση έντονη κοιλάδα το ποτάμι ορμητικά κυλούσε που άλλοτε μετά τις βροχές ή όταν λιώνανε τα χιόνια φούσκωνε και σκέπαζε μεγάλο μέρος της γης που άνοιγε πλατιά στο τέλος της κοιλάδας κι άλλοτε πάλι όταν η ζέστη πύρωνε τις γυμνές πέτρες στα ξέφωτα των γύρω δασών και στις στεγνές τις όχθες του ποταμιού και τα χορτάρια κιτρινίζανε και ηττημένα γέρνανε απ το λιοπύρι κι αφυδατωμένα επιταχύνανε κάποτε τη φωτιά που ο κεραυνός γένναγε όταν έπεφτε κι άναβε το δέντρο που ξεχώριζε και το νερό αργούσε να ρθει από ψηλά τον γκρι ή τον κατάμαυρο ανάστερο ουρανό ή και δεν ερχότανε καν έτρεχε λοιπόν τότε λιγοστό μα ορμητικό αλλά και τούτο έφτανε και περίσσευε για όλα τα ζώα της κοιλάδας και του δίποδου ζώου ακόμη που μόλις ν ακονίζει μάθαινε τις πέτρες και τα ξύλα για να πιάνει τ άλλα ζώα να τραφεί όπως και του κάστορα με τα ευαίσθητα αυτιά που να μην μπορεί τις ώρες μετά το δείλι μάτι να κλείσει απ το βουητό του νερού του ποταμιού που ορμητικά έτρεχε και άλλαζε τόπο συνέχεια μα το βουητό μακρύτερα ταξίδευε απ όπου ο κάστορας ο πρώτος μάστορας και πρώτος μηχανικός όπως αιώνες πολλούς αργότερα η ανθρώπινη παρατηρητικότητα τους τίτλους θα του αναγνώριζε μακρύτερα λοιπόν απ όπου ο κάστορας θα μπορούσε απ το πολύτιμο νερό να φτάσει και δεν τον άφηνε τις νύχτες να ησυχάσει και τούτος ο πρώτος μάστορας που καθισμένος στην όχθη και στενοχωρημένος που με το βουητό δεν ήξερε τι να κάμει κάποια στιγμή παρατήρησε πως ένας κορμός που το ποτάμι κατέβαζε σ ένα στένωμα βράχων πρόσκαιρα φρακάρισε και το νερό αρχίνησε να σωρεύεται κι έπαψε να βουίζει μέχρι που κάποια στιγμή με θόρυβο πολύ ο κορμός δεν άντεξε το νερό που όλο και μαζευότανε και βίαια παρασύρθηκε κατάντη μα τούτο στάθηκε του αρκετό και το μυαλό του γύρισε του κάστορα του πρώτου μηχανικού και να μαζεύει κλαδάκια βάλθηκε και με λάσπη γι αρμό αρχίνησε να τ απιθώνει στον πάτο πρώτα και μετά και στ άκρια του ποταμιού στο στένωμα που για λίγο είχε ο κορμός φρακάρει και πολλές φορές εκείνα παρασυρθήκανε μα κάποτε κατάλαβε πώς πρέπει να τα βάνει και τέλος τα κατάφερε και τη ροή του νερού του ορμητικού την έκοψε μόν άφησε ένα πέρασμα σε σημείο τέτοιο που το νερό αφού σηκώθηκε κάμποσο σχηματίζοντας μια λίμνη αθόρυβα έφευγε και ήσυχα χωρίς το φράγμα να κινδυνεύει κι έτσι ο κάστορας ο πρώτος μάστορας και πρώτος μηχανικός ήσυχα απ του νερού το βουητό κοιμότανε
εκεί στις ακτές του βόρειου πελάγου που προς τιμή του βασιλιά με το γιο τον ελευθερωτή που όμως τα μαύρα πανιά να κατεβάσει ξέχασε αιγαίο θα το πούνε εκεί που τα χώματα τα απ τον μουσικό που με το χρυσόμαλλο δέρας συνταξίδεψε τραγουδισμένα στο νερό το αλμυρό του πελάγου αυτού σβήνουνε και κάποτε μα πώς αλλιώς θα μπορούσε στον τόπο αυτό να γίνει ο δημοκρατικός φιλόσοφος για τα άτομα θα μιλήσει τα μικράτα που κανένα τους σε άλλο δεν ανήκει μόν τα όμοιά του βρίσκει να συσσωματωθεί εκεί λοιπόν θα γεννηθεί ο πρώτος αυτός που δεν μονάχα το σκέφτηκε που δεν μονάχα φοβισμένος τη μάνητα του αφέντη με άλλους κρυφά στα λόγια το μοιράστηκε που δεν μονάχα ξεσηκώθηκε μα μέχρι το φως να δύσει σκληρά τιμωρήθηκε ότι ίσος με τους άλλους είναι μα πρώτος αυτός ο θρακιώτης Σπάρτακος που στις λεπτομέρειες δεν στο θρόνο της αυτοκρατορίας της μεγάλης ανέβηκε και αυτό μονάχα για να αμέσως κατέβει ως ίσος με όλους αυτός που το σώμα του στη μεγάλη τη μάχη την στις λεπτομέρειες χαμένη λες και αναλήφθηκε αυτός λοιπόν ο πρώτος ήτανε που θ αποδείξει με το νου και με τα χέρια πως κανένας σε άλλον δεν ανήκει
στα μέρη της βροχής που το αίμα στου αναπόδεικτου το βωμό να ξεπλένει αρκετή δεν ήτανε το χαρτί μελετώντας αυτός που πια μπορετό δεν ήτανε στους αυτόκλητους απολογητές στα κελιά τους τα υγρά να το φυλάγουνε και να του το ξηγούνε κατά πως κι απ το σίδερο βαρύτερα βαρίδια στα ποδάρια του και πως συμβάσεις όλα των ανθρώπων και της αυθεντίας τους το οικοδόμημα ολάκερο αυθαίρετο αυτός καταδεικνύοντας τούς παραμέρισε και το κέντρο πλάτυνε με τον κύκλο να ταυτιστεί και τη μεγάλη την αρχή την έκτοτε ανολοκλήρωτη έκανε για να κάποτε αυτός με το λόγο του τον πεπερασμένο συναντήσει τον ελεύθερο εκείνο της πορείας του ήλιου και του κεραυνού το μυθοπλάστη που τη γη τη μητέρα του όπως το άλογο στο λιβάδι με τα μάτια του αετού πατούσε
και αφού η τελεολογία σε κάθε βήμα ακυρώνεται και αφού το ποτάμι στον μοναδικό των ταυτόχρονων αλλά ουχί αλληλοαναιρούμενων φθοράς και αναγέννησης κόσμο αέναα μεταβάλλεται η με κάθε ανατολή ανανεούμενη ουτοπία θα προκύπτει από τη θέληση και την απόφαση για τη μη εκμετάλλευση όταν αυτές θα γενούνε συνείδηση και όσο αυτές
Του ιδίου: 5+7+5, ακριβώς ή περίπου χάϊκου, ποίηση, εκδ. Ενδυμίων, 2007 ΑΠΟποίηση επί σκηνής, ποίηση/θεατρικά, εκδ. Ενδυμίων, 2009 Καθώς [e-book], ποίηση, Λογοτεχνικά Σημειώματα, 2010 αλλού [e-book], ποίηση, αυτοέκδοση, 2011 Ολιγόγραμμα ΙΙ, ποίηση, εκδ. Το Βακχικόν, 2011/2, επανέκδοση www.24grammata.com, 2013 υπαίθριοι ημι λόγοι, ποίηση-φωτογραφίες, www.24grammata.com, σειρά εν-καινώ, αρ. σειράς: 15, 2012 τραγούδια (από τη δεκαετία του 60), μετάφραση (σε τρία μέρη) www.24grammata.com, 2013 εκτός θέματος, ποίηση-φωτογραφίες, www.24grammata.com, σειρά εν-καινώ, αρ. σειράς: 66, 2013 γκρι παπαρούνες, κείμενα, αυτοέκδοση, 2014 Imagine? τραγούδια από τη δεκαετία του 70, μετάφραση (συμμετοχή), www.24grammata.com, 2014, σειρά ενκαινώ, αρ. σειράς: 78, 2014 The Song of Hiawatha του Henry W. Longfellow, μετάφραση, www.24grammata.com, 2014, σειρά εν-καινώ, αρ. σειράς: 95, 2014 μία εικόνα. δεκαεφτά συλλαβές. και τρεις τελείες, ποίηση-φωτογραφίες, www.24grammata.com, σειρά εν-καινώ, αρ. σειράς: 122, 2015 Φωτογραφίες και επιμέλεια διάφορων φωτογραφικών album, που δημοσιεύονται στη σελίδα Ε10 του www.24grammata.com.
ISBN: 978-618-80243-8-0 νέο e-book 24grammata.com σειρά: εν καινώ, αρ. σειράς: 148