2. ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ

Σχετικά έγγραφα
Δείκτες Ενεργειακής Έντασης

1. ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΜΟΡΦΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

ΠΡΕΣΒΕΙΑ THΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Γραφείο Ο.Ε.Υ. Μαδρίτη, 14 Μαρτίου 2017

Εθνικός ενεργειακός σχεδιασμός. Συνοπτικά αποτελέσματα εξέλιξης εγχώριου ενεργειακού συστήματος

Το παρόν αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης εργασίας, η οποία εξελίσσεται σε έξι μέρη που δημοσιεύονται σε αντίστοιχα τεύχη. Τεύχος 1, 2013.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΠΡΟΛΟΓΟΣ Σελίδα 13 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. ΕΝΕΡΓΕΙΑ (ΓΕΝΙΚΑ) «17

H ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΜΑΘΗΜΑΤΑ 40 & 43

ΕΝ ΕΙΚΤΙΚΑ ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ. Παράδειγµα κριτηρίου αξιολόγησης σύντοµης διάρκειας στην Ενότητα 2.3 (Σχέση Βιοµηχανίας και Ενέργειας)

ΠΡΕΣΒΕΙΑ THΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Γραφείο Ο.Ε.Υ. Μαδρίτη Εξωτερικό εμπόριο Ισπανίας για το Γενικά χαρακτηριστικά

Δείκτες Ενεργειακής Έντασης

1 ο Λύκειο Ναυπάκτου Έτος: Τμήμα: Α 5 Ομάδα 3 : Σίνης Γιάννης, Τσιλιγιάννη Δήμητρα, Τύπα Ιωάννα, Χριστοφορίδη Αλεξάνδρα, Φράγκος Γιώργος

ενεργειακή επανάσταση ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΡΙΑ ΒΗΜΑΤΑ ΕΞΟΙΚΟΝΟΜΗΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΖΩΗ

«Συµβολή της Εξοικονόµησης Ενέργειας στους διάφορους τοµείς της Οικονοµίας. Εµπειρίες του ΚΑΠΕ»

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

Παγκόσμια Κατανάλωση Ενέργειας

Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας

Αντιμετώπιση ενεργειακού προβλήματος. Περιορισμός ενεργειακών αναγκών (εξοικονόμηση ενέργειας)

4.. Ενεργειακά Ισοζύγια

Καύση υλικών Ηλιακή ενέργεια Πυρηνική ενέργεια Από τον πυρήνα της γης Ηλεκτρισμό

ΠΡΕΣΒΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΓΡΑΦΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & EΜΠΟΡΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ. Οι πηγές ανανεώσιμης ενέργειας στην Γερμανία

Πηγές Ενέργειας για τον 21ο αιώνα

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΔΕΙΚΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ : Ιανουάριος 2010 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΔΠΜΣ: «Τεχνοοικονομικά Συστήματα» Διαχείριση Ενεργειακών Πόρων 6. Ενεργειακά Ισοζύγια

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ

ΗΜΕΡΙ Α 4η ΕΒ ΟΜΑ Α ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΙΕΝΕ

ενεργειακό περιβάλλον

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΑΠΕ. Βισκαδούρος Γ. Ι. Φραγκιαδάκης Φ. Μαυροματάκης

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΟ Ι ΡΥΜΑ ΧΑΛΚΙ ΑΣ

Ο ρόλος της βιομάζας για την ανάπτυξη της Ελληνικής οικονομίας

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ

Εγκαταστάσεις Κλιματισμού. Α. Ευθυμιάδης,

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ

ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΕΩΣ ΤΟ 2050 (WETO-H2)

2. ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ ΙΣΟΖΥΓΙΟ Η

ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΣΥΜΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΣΕ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΕΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ

ΟΔΗΓΟΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΕΡΓΩΝ ΣΥΜΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΘΕΡΜΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΑΠΟΔΟΤΙΚΟΤΗΤΑ

e-newsletter Περιεχόμενα - ΚΤΙΡΙΑ ΜΗΔΕΝΙΚΩΝ ΕΚΠΟΜΠΩΝ ΑΝΘΡΑΚΑ ΚΑΙ ΟΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ ΠΟΥ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΟΥΝ ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΑΥΤΟ

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

«Ενεργειακή Αποδοτικότητα με Α.Π.Ε.»

Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας

ΦΟΙΤΗΤΗΣ: ΔΗΜΑΣ ΝΙΚΟΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΠΕΙΡΑΙΑ ΣΧΟΛΗ: ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ ΤΜΗΜΑ: ΗΛΕΚΤΡΟΛΟΓΙΑΣ

ΙΔΡΥΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ FOUNDATION FOR ECONOMIC & INDUSTRIAL RESEARCH ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

ΑΕΡΙΟΠΟΙΗΣΗ ΒΙΟΜΑΖΑΣ - Προοπτικές συµπαραγωγής θερµότητας / ηλεκτρισµού

Συμπεράσματα από την ανάλυση για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Ε Ν Η Μ Ε Ρ Ω Τ Ι Κ Ο Δ Ε Λ Τ Ι Ο

ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΑΝΤΑΛΛΑΓΕΣ ΕΛΛΑΔΟΣ-ΜΑΡΟΚΟΥ

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Project Τμήμα Α 3

ΙΔΡΥΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ FOUNDATION FOR ECONOMIC & INDUSTRIAL RESEARCH ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ

Α) ΒΑΣΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΙΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ

Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας

Ενεργειακή Επανάσταση 2010: με μια ματιά

Ο ΗΓΟΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΕΡΓΩΝ ΣΥΜΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΘΕΡΜΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΑΠΟ ΟΤΙΚΟΤΗΤΑ

Οι ενεργειακές δυνατότητες της Ελλάδας ως αναπτυξιακός παράγοντας

ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ENDESA HELLAS Η ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ ΣΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ ΣΤΟΧΟΥΣ ΤΗΣ Ε.Ε. Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΣΥΜΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ)

Διάσκεψη Τύπου ΣΕΑΠΕΚ Φάνος Καραντώνης Πρόεδρος Συνδέσμου Εταιρειών Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας Κύπρου

Δ Ε Λ Τ Ι Ο Τ Υ Π Ο Υ

«Συστήματα Συμπαραγωγής και Κλιματική Αλλαγή»

2015 Η ενέργεια είναι δανεική απ τα παιδιά μας

BIOMHXANIKH ΑΝΑΠΤΥΞΗ και ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. Click to edit Master subtitle style Βλυσίδης Απόστολος Καθηγητής ΕΜΠ


ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

Ελληνική Βιομηχανία και Ελληνική Οικονομία

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

Η αγροτική Βιομάζα και οι δυνατότητες αξιοποίησής της στην Ελλάδα. Αντώνης Γερασίμου Πρόεδρος Ελληνικής Εταιρίας Ανάπτυξης Βιομάζας

Αν. Καθ. Μαρία Καραμεσίνη ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ. Ημερίδα ΕΙΕΑΔ,«Η αγορά εργασίας σε κρίση», Αθήνα, 9 Ιουλίου 2012

ΓΙΑ ΝΑ ΣΥΝΕΧΙΣΕΙ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΝΑ ΜΑΣ ΕΠΙΒΡΑΒΕΥΕΙ... ΕΞΟΙΚΟΝΟΜΟΥΜΕ ΕΝΕΡΓΕΙΑ & ΝΕΡΟ ΜΗ ΧΑΝΕΙΣ ΑΛΛΟ ΧΡΟΝΟ!

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ

Ειδικό Παράρτημα Α. Χρηματοοικονομικοί δείκτες: Ανάλυση κατά κλάδο και τομέα

Παρουσίαση από Νικόλαο Σαμαρά.

Ειδικό Παράρτημα Χρηματοοικονομικοί δείκτες: Ανάλυση κατά κλάδο και τομέα

ΣΥΜΠΑΡΑΓΩΓΗ ΘΕΡΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ

ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ: ΤΙ ΑΛΛΑΖΕΙ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΟ ΔΙΚΤΥΟ ΚΑΙ ΤΙΣ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ ΜΑΣ ΜΕ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΔΙΕΙΣΔΥΣΗ ΤΩΝ ΑΠΕ?

Προοπτικές των ΑΠΕ στην Ελλάδα σε µεσοπρόθεσµο επίπεδο. Ιωάννης Αγαπητίδης Πρόεδρος.Σ.

Κεφάλαιο 8: Λοιπές Πηγές Ενέργειας. Αιολική & Ηλιακή ενέργεια 30/5/2016. Αιολική ενέργεια. Αιολική ενέργεια. Αιολική ισχύς στην Ευρώπη

4ο Εργαστήριο: ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΘΕΡΜΑΝΣΗΣ

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΔΠΜΣ «Περιβάλλον και Ανάπτυξη των Ορεινών Περιοχών» Υδατικό Περιβάλλον και Ανάπτυξη

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ Πειραιάς, 9 Ιανουαρίου 2014 ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Ερευνητικές προτεραιότητες στον τοµέα των κατασκευαστικών υλικών

Ισοζύγια Ενέργειας 9/3/2011

ΙΔΡΥΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ FOUNDATION FOR ECONOMIC & INDUSTRIAL RESEARCH ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ Πειραιάς, 10 Οκτωβρίου 2013 ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Ειδικό Παράρτημα Χρηματοοικονομικοί δείκτες: Ανάλυση κατά κλάδο και τομέα

Ήπιες Μορφές Ενέργειας

ΙΔΡΥΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ FOUNDATION FOR ECONOMIC & INDUSTRIAL RESEARCH ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ

οικονομία- Τεχνολογία ΜΑΘΗΜΑ: : OικιακήO : Σχολικό έτος:2011 Β2 Γυμνασίου Νεάπολης Κοζάνης

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ

ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΟΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟΣ ΣΧΕ ΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑ ΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟ Ο

Ι. Οικονομικές εξελίξεις στην Βουλγαρία (Ιανουάριος Σεπτέμβριος 2010)

Επισκόπηση Αλβανικής Οικονομίας 2008

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΕΥΝΗΤΗ ΣΩΤΗΡΗ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΔΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΪΌΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ (ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ Πειραιάς, 12 Μαρτίου 2015 ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Transcript:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ Στις δύο πρώτες ενότητες του κεφαλαίου αυτού αναλύονται διεξοδικά οι έννοιες της βιομηχανίας και της ενέργειας και προσεγγίζεται η ελληνική πραγματικότητα μέσα από τα μεγέθη της απασχόλησης και του κόστους εργασίας της ελληνικής βιομηχανίας. Συσχετίζεται η ενέργεια με την οικονομία και τονίζεται ιδιαίτερα η σημασία της ύπαρξης ενεργειακών πηγών στην ανάπτυξη μιας χώρας. Αναφέρονται στοιχεία για τα παγκόσμια ενεργειακά αποθέματα καθώς επίσης και για τις δυνατότητες μετατροπής και αποθήκευσης της ενέργειας. Στην τρίτη ενότητα τονίζεται η σημασία της ενέργειας στη βιομηχανική παραγωγή και αναφέρεται η διαχρονική συμμετοχή των διαφόρων ενεργειακών πηγών στη βιομηχανία για τις χώρες της Ε.Ε.

2. ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ 2.1. ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΕΣ ΜΟΝΑΔΕΣ 2.1.1 Οικοτεχνία - Χειροτεχνία - Βιοτεχνία Από πολύ παλιά ο άνθρωπος άρχισε να επεξεργάζεται διάφορες ύλες, προσπαθώντας να κατασκευάσει τα αντικείμενα που του ήταν χρήσιμα στην καθημερινή του ζωή. Άρχισε με μια στοιχειώδη ειδίκευση στην παραγωγή αγαθών ατομικής και οικογενειακής ανάγκης (ρούχα, σκεύη, εργαλεία κ.λ.π.), χρησιμοποιώντας διάφορες φυσικές ύλες που έβρισκε γύρω του. Η συστηματική λειτουργία της οικονομικής μονάδας στην πιο απλή μορφή της άρχισε με την ανακάλυψη της γεωργίας και αργότερα της κτηνοτροφίας. Με την ανακάλυψη της γεωργίας, μπορούμε να πούμε ότι για πρώτη φορά οργανώθηκε και ενεργοποιήθηκε μια στοιχειώδης παραγωγική διαδικασία με σκοπό την παραγωγή οικονομικών αγαθών (υλικών προϊόντων) για την κάλυψη οικονομικών αναγκών. Η παραγωγή των αγαθών αυτών είχε αρχικά σκοπό την αυτάρκεια και την αυτοκατανάλωση και όχι την ανταλλαγή με αντίστοιχα αγαθά που κατασκεύαζαν άλλοι άνθρωποι. Ο τύπος αυτός της παραγωγής ονομάστηκε οικοτεχνία και διήρκησε πάρα πολλούς αιώνες. Στην Ελλάδα συναντάμε ακόμη και σήμερα στις αγροτικές περιοχές αρκετές οικογένειες οι οποίες καλύπτουν ένα μέρος των αναγκών τους με προϊόντα και υπηρεσίες που παράγουν μόνες τους. Με την πάροδο του χρόνου η αύξηση των αναγκών επέβαλε τον καταμερισμό της εργασίας, έτσι ώστε κάθε άτομο να περιοριστεί στην κατασκευή ορισμένου προϊόντος και την ανταλλαγή του με προϊόντα που παρήγαγαν άλλα άτομα. Η εμφάνιση της ειδίκευσης με την έννοια του επαγγέλματος συνετέλεσε στην αύξηση της αποδοτικότητας, με αποτέλεσμα τη σταδιακή ποσοτική αύξηση των παραγόμενων προϊόντων. Η μορφή αυτή της οργάνωσης της παραγωγής ονομάζεται χειροτεχνία. Στις μέρες μας ο χειροτέχνης (μοδίστρα, υδραυλικός) επεξεργάζεται πρώτη ύλη που συνήθως ανήκει στον πελάτη, παίρνοντας μια αμοιβή για τη δραστηριότητά του αυτή. Η παρουσία μηχανικού εξοπλισμού είναι υποτυπώδης. Μια άλλη μορφή παραγωγικής μονάδας μεγαλύτερης παραγωγικής ικανότητας είναι η βιοτεχνία. Ο βιοτέχνης διαθέτει μόνιμη επαγγελματική εγκατάσταση (εργαστήριο, υλικά, εργαλεία κ.α.), απασχολεί συνήθως προσωπικό που δεν ανήκει μόνο στο οικογενειακό του περιβάλλον και τα προϊόντα που παράγει τα διαθέτει στην αγορά. Αυτή η μορφή παραγωγής είναι σήμερα ευρύτατα διαδεδομένη και καλύπτει ένα πολύ μεγάλο τμήμα των αγαθών που παράγονται συνολικά. 2.1.2 Βιομηχανία Η αύξηση του πληθυσμού της γης και η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των λαών οδήγησε στη συνολική αύξηση των αναγκών των ανθρώπων. Για την ικανοποίηση των αναγκών αυτών ήταν απαραίτητη η παραγωγή μεγαλύτερων ποσοτήτων και καλύτερης ποιότητας προϊόντων. Ετσι από το δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα οργανώθηκαν παραγωγικές μονάδες μεγάλης παραγωγικής ικανότητας που ονομάζονται Βιομηχανίες.

Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά εκείνης της περιόδου (Βιομηχανικής Επανάστασης) ήταν δύο: - Από τεχνικής πλευράς ανακαλύφθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά διαδικασίες που έκαναν δυνατή τη συνεχή αύξηση της παραγωγής. Άλλες διαδικασίες από αυτές ήταν μηχανικές (υφαντουργία), ενώ άλλες ήταν χημικές (μεταλλουργία). Αργότερα η επιστήμη ήρθε να ενισχύσει σημαντικά, να κατευθύνει και να επιταχύνει την εξέλιξη της βιομηχανίας. - Από οικονομικής πλευράς βασικό χαρακτηριστικό της βιομηχανικής επανάστασης ήταν η συγκέντρωση κεφαλαίου και η ανάληψη μεγάλων επενδυτικών προσπαθειών, που οφείλονταν στις ευκαιρίες για πραγματοποίηση κερδών που δημιούργησαν οι νέες εφευρέσεις. Οι έμποροι άρχισαν να γίνονται και βιομήχανοι διαθέτοντας κεφάλαια για την οργάνωση και τη λειτουργία μεταποιητικών μονάδων. Οι μέχρι τότε ανεξάρτητοι χειροτέχνες μεταβλήθηκαν σιγά - σιγά σε εργάτες. Στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα η επικράτηση του εργοστασιακού συστήματος παραγωγής ήταν φανερή. Νέες περιοχές δημιουργήθηκαν μέσα σε λίγα χρόνια. Το χτίσιμο των εργοστασίων ακολουθούσε η κατασκευή κτιρίων για τη στέγαση των εργατών. Ίχνη της βιαστικής και απρογραμμάτιστης εκείνης ανάπτυξης διακρίνονται ακόμη και σήμερα. Έννοια της Βιομηχανίας Με τον όρο Βιομηχανία ή βιομηχανική επιχείρηση εννοούμε την οικονομική μονάδα κερδοσκοπικού χαρακτήρα, η οποία με τα διάφορα μέσα παραγωγής που διαθέτει έχει σκοπό την παραγωγή υλικών αγαθών (πρώτων υλών, ενδιάμεσων και τελικών προϊόντων) και τη διάθεσή τους στην αγορά. Αποτελεί μια περισσότερο εξελιγμένη μορφή παραγωγικής διαδικασίας σε σύγκριση με τη βιοτεχνία, γιατί χρησιμοποιεί τελειοποιημένα μηχανικά μέσα, ειδικούς χώρους παραγωγής και αποθήκευσης, μεγάλες εγκαταστάσεις κ.λ.π. Όπως είδαμε και στο κεφάλαιο για τη δευτερογενή παραγωγή, η βιομηχανία περιλαμβάνει: α) τα ορυχεία, τα μεταλλεία, τα λατομεία, τις αλυκές, β) την παραγωγή ηλεκτρισμού, φωταερίου, νερού και γ) τη μεταποίηση. Τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα της βιομηχανίας είναι: α) η μαζική παραγωγή προϊόντων, που πολλές φορές είναι πολύπλοκα και εξειδικευμένα, β) η επένδυση μεγάλων κεφαλαίων σε σύγχρονα τεχνολογικά μέσα γ) η χρησιμοποίηση εξελιγμένης μορφής ενέργειας (πετρελαίου, ηλεκτρισμού, ατμού, ατομικής ενέργειας κ.λ.π.), δ) η ορθολογική οργάνωση της εργασίας και των υλικών μέσων για την παραγωγή προϊόντων με χαμηλό κόστος παραγωγής. Όλα αυτά είναι στοιχεία που την κάνουν να διαφέρει από τους δύο άλλους τύπους παραγωγής (χειροτεχνία, βιοτεχνία). Χρονικά το τελευταίο στάδιο εξέλιξης της βιομηχανίας είναι η περίοδος μετά το Β' παγκόσμιο πόλεμο, και κυρίως η τελευταία εικοσιπενταετία, όπου εμφανίζεται υψηλής στάθμης οργανωτική σχεδίαση της παραγωγής, χρήση συστημάτων αυτοματισμού, τυποποίηση των παραγόμενων προϊόντων, δημιουργία βιομηχανικών ζωνών κ.α.

2.1.3 Μεταποίηση Με τον όρο Μεταποίηση χαρακτηρίζουμε την επεξεργασία πρώτων υλών ή ημικατεργασμένων προϊόντων με τη βοήθεια μηχανοτεχνικών ή χημικών μέσων και με στόχο τον μετασχηματισμό τους σε τελικά αγαθά ή προϊόντα που προορίζονται για περαιτέρω επεξεργασία. Για την Ελλάδα η μεταποίηση περιλαμβάνει τους παρακάτω κλάδους της βιομηχανικής παραγωγής, σύμφωνα με την κωδικοποίηση της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος (Πίνακας 2.1) Πίνακας 2.1 Κωδικός Αριθμός Ονοματολογία Κλάδων 20 Βιομηχανίες Ειδών Διατροφής, εκτός από Ποτά 21 Βιομηχανίες Ποτών 22 Βιομηχανίες Καπνού 23 Υφαντικές Βιομηχανίες 24 Βιομηχανίες ειδών Υπόδησης, ειδών Ενδυμασίας & διαφόρων ειδών από ύφασμα 25 Βιομηχανίες Ξύλου & Φελλού, εκτός από Επιπλοποιία 26 Βιομηχανίες Επίπλων, Ειδών Επίπλωσης 27 Βιομηχανίες Χαρτιού & Ειδών από χαρτί 28 Εκτυπώσεις, Εκδόσεις & συναφείς Βιομηχανίες 29 Βιομηχανίες Δέρματος, Γουναρικών & Ειδών από Δέρμα & Γούνα, εκτός από τα είδη Υπόδησης & Ενδυμασίας 30 Βιομηχανίες Προϊόντων από Ελαστικό & Πλαστική Ύλη 31 Βιομηχανίες Χημικών Προϊόντων 32 Βιομηχανίες Παραγώγων Πετρελαίου & Άνθρακος 33 Βιομηχανίες Προϊόντων από μη Μεταλλικά Ορυκτά εκτός 33α από τα Παράγωγα Πετρελαίου & Ανθρακος Μεταλλευτικές Επιχειρήσεις με σημαντική μεταποιητική δραστηριότητα 34 Βασικές Μεταλλουργικές Βιομηχανίες 35 Κατασκευή Τελικών Προϊόντων από Μέταλλο εκτός από Μηχανές & Μεταφορικό Υλικό 36 Κατασκευή Μηχανών & Συσκευών εκτός από τις Ηλεκτρικές και τα Μέσα Μεταφοράς 37 Κατασκευή Ηλεκτρικών και Ηλεκτρονικών Μηχανών Γραφείου & Συσκευών Επεξεργασίας Πληροφοριών 38 Κατασκευή Μεταφορικών Μέσων 39 Λοιπές Βιομηχανίες 2.1.4 Η Βιομηχανία στην Ελλάδα Τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970, η ελληνική οικονομία παρουσίασε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Όμως την επόμενη εικοσαετία παρατηρήθηκε μια συνεχόμενη τάση επιβράδυνσης των ρυθμών ανάπτυξης, που σύμφωνα με πολλούς οφείλεται στην αποβιομηχάνιση και στον μονομερή προσανατο-

λισμό της ελληνικής οικονομίας προς τον τομέα των υπηρεσιών. Οι χαμηλές επενδύσεις στο βιομηχανικό τομέα οδήγησαν βαθμιαία στην καθυστέρηση οργάνωσης και ανάπτυξης του τομέα αυτού. Ο βιομηχανικός τομέας συνολικά παρουσίασε διαρθρωτικές και οργανωτικές αδυναμίες, παρόλη τη βελτίωση ορισμένων επιμέρους κλάδων του. Οι πιο χαρακτηριστικές αδυναμίες του βιομηχανικού τομέα είναι οι ελλείψεις σε τεχνολογική υποδομή, η έρευνα και ανάπτυξη καινοτομιών, η συγκέντρωση επενδύσεων σε παραδοσιακούς κλάδους της ελαφριάς βιομηχανίας, ο πολύ μεγάλος αριθμός μικρομεσαίων επιχειρήσεων και η οργάνωσή τους σε βιοτεχνική βάση, ο μικρός ανταγωνισμός και η διάθεση μικρών κεφαλαίων. Ειδικότερα, η μεταποίηση στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1950 περιελάμβανε μικρές βιομηχανίες με μικρά κεφάλαια (με ειδίκευση στην παραγωγή καταναλωτικών προϊόντων, όπως τρόφιμα, ποτά, καπνά και υφαντικά), χαμηλή παραγωγικότητα και μικρό κύκλο εργασιών. Στη δεκαετία του 1960 ιδρύθηκαν νέες μεγάλες επιχειρήσεις και για πρώτη φορά εμφανίζεται η βαριά βιομηχανία με την ίδρυση των ελληνικών ναυπηγείων, της βιομηχανίας αλουμινίου, της βιομηχανίας λιπασμάτων, της χαλυβουργικής και των ελληνικών διυλιστηρίων με προορισμό να καλύψουν την εσωτερική αγορά αλλά και να αυξήσουν τις εξαγωγές. Στη δεκαετία του 1970 ιδρύθηκαν μεγάλες βιομηχανίες χημικών προϊόντων, υφαντικών υλών και κατασκευής μηχανών. Στη δεκαετία του 1980 υπήρξε μια στροφή προς τα βιομηχανοποιημένα καταναλωτικά προϊόντα και τις βιομηχανίες τροφίμων-ποτών και κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων. Τα μεγαλύτερα προβλήματα για την ελληνική βιομηχανία προέκυψαν με την εγκατάλειψη του συστήματος του προστατευτισμού, την έλλειψη βασικών έργων υποδομής, τη μικρή εσωτερική αγορά και κατά συνέπεια τη μικρή ζήτηση, την έλλειψη νέων τεχνολογικών μεθόδων, την υποτυπώδη έρευνα, τον μικρό ανταγωνισμό σε σχέση με τις ξένες επιχειρήσεις, το υψηλό κόστος παραγωγής και την αποβιομηχάνιση που παρατηρήθηκε από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 (λόγω του προσανατολισμού σε νέα καταναλωτικά προϊόντα, της αύξησης των εισαγόμενων και την μείωση των εγχώρια παραγόμενων προϊόντων). Το καθεστώς του προστατευτισμού ίσχυε μέχρι την τελωνειακή ένωση της Ελλάδας με την Ε.Ο.Κ. και αφορούσε κυρίως την αύξηση της τιμής των εισαγόμενων προϊόντων με την επιβάρυνση τους με διάφορους δασμούς και φόρους και την πριμοδότηση των ελληνικών προϊόντων με σκοπό να βοηθηθούν οι ελληνικές βιομηχανίες, τα ελληνικά προϊόντα και οι ελληνικές εξαγωγές. Αποβιομηχάνιση θεωρείται η τάση μείωσης της σημασίας της βιομηχανίας είτε απόλυτα είτε σε σχέση με άλλους τομείς της οικονομίας σε όρους κάποιων οικονομικών μεγεθών ή δεικτών. Οι δείκτες αυτοί δείχνουν το χαμηλό ποσοστό συμμετοχής των επενδύσεων στη βιομηχανία (επί του συνόλου των επενδύσεων), το μικρό ποσοστό προστιθέμενης αξίας, τη μείωση της συνολικής αξίας ή του όγκου παραγωγής, τη μείωση της απασχόλησης κ.λ.π. 2.1.5 Οι πρόσφατες εξελίξεις και τα μεγέθη της ελληνικής βιομηχανίας Η βιομηχανική δραστηριότητα στην Ελλάδα ύστερα από τέσσερα χρόνια υποχώρησης κατά τη χρονική περίοδο 1990-1993, εμφάνισε από το 1994 σημεία ανάκαμψης. Οι τάσεις της χρονικής περιόδου που προαναφέρθηκε δεν χαρακτηρίζει μόνο την

ελληνική βιομηχανία αλλά και ολόκληρη τη βιομηχανία της Ε.Ε.(Εικόνα 2.1) Εικόνα 2.1 : Δείκτης Βιομηχανικής Παραγωγής στην Ελλάδα και την Ε.Ε. (1990=100) Όπως φαίνεται στήν Εικόνα 2.1 η ελληνική μεταποίηση ακολούθησε πτωτική πορεία και μειώθηκε κατά 5,8% το 1993 σε σχέση με τα επίπεδα του 1990. Η αντίστοιχη μείωση στην Ε.Ε. για το διάστημα αυτό ήταν 6,5% (έτος βάσης 1990 = 100). Στην τετραετία 1994-1997 η βιομηχανική παραγωγή (μεταποίηση) στην Ελλάδα σημείωσε συνεχή άνοδο. Με βάση τα στοιχεία της Ε.Σ.Υ.Ε. η βιομηχανική παραγωγή στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 1,1% κατά το 1994 και συνολικά 4,8% μέχρι το 1997 (Πίνακας 2.2). Πίνακας 2.2 Έτη Δείκτης Βιομηχανικής Παραγωγής ( Κλάδοι 20-39) (Βάση 1980=100) Δείκτης Βιομηχανικής Παραγωγής 1992 100.3 1993 97.1 1994 98.2 1995 100.3 1996 100.9 1997 101.9 Ποσοστό Μεταβολής(%) 1993/1992-3.2 1994/1993 + 1.1 1995/1994 +2.1 1996/1995 +0.6 1997/1996 + 1.0 Πηγή:Ε.Σ.Υ.Ε.

Οι ρυθμοί αυτοί υπολείπονται εκείνων της Ε.Ε., γεγονός που δείχνει ότι η ελληνική βιομηχανία ανέκαμψε από την κρίση της περιόδου 1990-1993 αλλά με μικρότερους ρυθμούς απ' ότι οι άλλες χώρες της Ε.Ε. Σήμερα φαίνεται ότι η κρίση είχε περάσει και η Βιομηχανία έχει μπεί σε φάση ανόδου. Η διαδικασία εκσυγχρονισμού και αναδιαρθρώσεων που είχε αρχίσει τα τελευταία χρόνια συνεχίζεται και έχει ως στόχο τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και της Πίνακας 2.3 ποιότητας των παραγόμενων προϊόντων. Η διαδικασία αυτή αφορά ένα μεγάλο αριθμό βιομηχανικών επιχειρήσεων, υλοποιείται με την πραγματοποίηση σοβαρών επενδύσεων και έχει κάποια πρώτα θετικά αποτελέσματα. Σύμφωνα με στοιχεία της Κοινοτικής Στατιστικής Υπηρεσίας (Eurostat), το τρίμηνο Νοεμβρίου 1998 - Ιανουαρίου 1999 η βιομηχανική παραγωγή στη χώρα μας αυξήθηκε κατά 1,7%, φέρνοντάς την στη δεύτερη θέση μετά την Ιρλανδία (2,2%), ενώ η βιομηχανική παραγωγή κατά μέσο όρο, στην Ε.Ε. υποχώρησε κατά 0,4% (Πίνακας 2.3) Τα ουσιαστικά αποτελέσματα των αναδιαρθρώσεων που πραγματοποιούνται σήμερα στην ελληνική βιομηχανία θα γίνουν ορατά στο μέλλον, καθώς αυξάνουν την παραγωγική δυναμικότητά της και επιτρέπουν την άνοδο της παραγωγής και την επέκταση σε νέες αγορές. Στον Πίνακα 2.4 φαίνονται οι αντίστοιχες ποσοστιαίες (%) μεταβολές των πιο πάνω δεικτών για την περίοδο 1995-1997 και αναφέρονται και στον γενικό δείκτη βιομηχανικής παραγωγής. Πίνακας 2.4 Έτη 1980-100 Μεταβολή (%) 1995: 1996: 1997: ΔΕΙΚΤΕΣ 1995 1996 1997 1994 1995 1996 Βιομηχανικής Παραγωγής 100.3 100.9 101.9 +2.1 +0.6 + 1.0 Παραγωγής Ηλεκτρικού-Φωταερίου 181.9 188.8 189.5 +6.1 +6.9 +0.7 Βιομηχανικής Παραγωγής με κλάδους Ηλεκτρισμού-Φωταερίου 105.8 106.8 107.8 +2.3 + 1.0 + 1.0 Παραγωγής Ορυχείων 143.8 148.6 154.0-4.8 +4.8 +5.4 Γενικός Δείκτης Βιομηχανικής Παραγωγής (με κλάδους Ηλεκτρισμού-Φωταερίου & Ορυχείων) 108.1 109.3 110.5 +2.0 + 1.2 + 1.2 Πηγή: Ε.Σ..Υ.Ε ΔΕΙΚΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

Στον Πίνακα 2.5 παρουσιάζονται στοιχεία για την εμφάνιση και την αποχώρηση επιχειρήσεων, από όπου προκύπτει μια σημαντική κινητικότητα στον χώρο της βιομηχανίας. Χρησιμοποιώντας ως μέτρο της κινητικότητας το ποσοστό που αντιπροσωπεύει το άθροισμα των νέων επιχειρήσεων και αυτών που αποχωρούν στο σύνολο των επιχειρήσεων παρατηρείται ότι το μέγεθος αυτό κυμάνθηκε σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα κατά τα έτη 1992-1995 και ότι κατά το 1996, παρόλο που είναι αισθητά μειωμένο, παραμένει σε αρκετά υψηλά επίπεδα. Πίνακας 2.5 Κινητικότητα στην Ελληνική Βιομηχανία Έτος Νέες Επιχειρήσεις Επιχειρήσεις που αποχωρούν Σύνολο Επιχειρήσεων Κινητικότητα Πηγή: ΥΠ.ΕΘ.Ο. 1990 327 318 3792 17.0 1991 528 512 3808 27.3 1992 823 697 3934 38.6 1993 1045 766 4213 43.0 1994 847 723 4337 36.2 1995 1557 536 5358 39.1 1996 761 751 538 28.2 2.1.6 Η απασχόληση στη βιομηχανία στην Ελλάδα και στην Ε.Ε. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat η συνολική απασχόληση εργατικού δυναμικού στη μεταποίηση των χωρών της Ε.Ε. υποχώρησε κατά 15,6% την περίοδο 1990-1995. Την ίδια περίοδο η πτώση της απασχόλησης στην ελληνική μεταποίηση υπήρξε μεγαλύτερη και έφτασε το 17,6%. Η πτώση αυτή, σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, υπήρξε ταχύτερη στους τομείς των μη διαρκών καταναλωτικών και κεφαλαιουχικών αγαθών. Τα τελευταία χρόνια φαίνεται ότι η τάση αυτή για μείωση της απασχόλησης στην ελληνική βιομηχανία περιορίζεται. Το 1994 μειώθηκε ο ρυθμός μεταβολής της συνολικής απασχόλησης στη μεταποίηση από -6% που ήταν το 1993 στο -2,9% το 1994, και στο 0% το 1995. (Εικόνα 2.2) Η διαδικασία ραγδαίας προσαρμογής της βιομηχανικής απασχόλησης στην Ελλάδα, που εντάθηκε από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, φαίνεται ότι έχει τερματιστεί, γεγονός που οφείλεται κυρίως στην ανάκαμψη της βιομηχανικής παραγωγής.

2.1.7 Η εξέλιξη του κόστους εργασίας στην ελληνική βιομηχανία Στο κεφάλαιο 1.3.1 αναφερθήκαμε στις οικονομίες μοναδιαίου κόστους ως παράγοντα αύξησης της παραγωγικότητας και της αποδοτικότητας της παραγωγικής διαδικασίας. Στο παρόν κεφάλαιο θα εξετάσουμε την εξέλιξη του μοναδιαίου κόστους στην Ελλάδα. Στην Εικόνα 2.3 φαίνεται η εξέλιξη του κατά μονάδα κόστους εργασίας στην περίοδο 1961-1997 σε σχέση με τον πληθωρισμό. Παρατηρούμε ότι το μέγεθος αυτό παρουσιάζει αυξομειώσεις (θετικές και αρνητικές), μικρότερες όμως από τις αυξήσεις του πληθωρισμού, σε όλη την υπό εξέταση περίοδο. Εικόνα 2.3: Κατά μονάδα κόστος εργασίας στην Ελληνική Βιομηχανία και ο αντίστοιχος πληθωρισμός στην Ελλάδα. πηγή Υπ.ΕΘ.Ο. Όσον αφορά τις αμοιβές, το 1997 ήταν ο τέταρτος κατά σειρά χρόνος (1994-1997) κατά τον οποίο παρατηρήθηκε αύξηση των πραγματικών αμοιβών στη βιομηχανία, με αποτέλεσμα η συνολική βελτίωση των αμοιβών στην περίοδο αυτή να υπερβεί το 11% τόσο για τους μισθούς όσο και για τα ημερομίσθια. Η αύξηση των αμοιβών δεν προκάλεσε ωστόσο επιτάχυνση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, καθώς την ίδια περίοδο υπήρξε ταυτόχρονα σημαντική βελτίωση της παραγωγικότητας. Έτσι, για ολόκληρο το έτος 1997 η ονομαστική αύξηση του μοναδιαίου κόστους σε σχέση με το 1996 ήταν περίπου τρεις ποσοστιαίες μονάδες μικρότερη από το ποσοστό του 1996. Αν τώρα το μοναδιαίο κόστος εργασίας εκφραστεί σε ECU (Ευρωπαϊκές Νομισματικές Μονάδες) για να συγκριθεί με τις ανάλογες εξελίξεις στην Ε.Ε., προκύπτει η ακόλουθη εικόνα του Πίνακα 2.6 Πίνακας 2.6 ΜΕΤΑΒΟΛΗ (%) μοναδιαίου κόστους Ελλάδα Ε.Ε.15 ΠΗΓΗ Σ.Ε.Β. 1994 6.0-0.3 1995 7.7 1.5 1996 8.3 1.8 1997 5.0 1.1

Είναι σαφές από τα παραπάνω στοιχεία ότι η ανταγωνιστικότητα (στο βαθμό που μπορεί να εκφραστεί με τις μεταβολές του μοναδιαίου κόστους σε κοινό νόμισμα) υφίσταται τα τελευταία χρόνια συνεχείς απώλειες, οι οποίες περιορίστηκαν κάπως το 1997. Στην Εικόνα 2.4 φαίνεται η εξέλιξη του κατά μονάδα κόστους εργασίας στη βιομηχανία στην Ε.Ε., τις Η.Π.Α. και την Ιαπωνία για το διάστημα 1974-1993. Κατά μονάδα κόστος εργασίας στη βιομηχανία στις: Ε.Ε, ΗΠΑ, Ιαπωνία Εθνικά νομίσματα. 1974= 100 Εικόνα 2.4 Παρατηρείται ότι το κατά μονάδα κόστος εργασίας στην Ε.Ε. έχει αυξηθεί κατά 200% περίπου σε σχέση με το 1974, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας της Ε.Ε. Στις Η.Π.Α. η αύξηση του κατά μονάδα κόστους εργασίας βρίσκεται στο μισό περίπου της Ε.Ε. για το ίδιο διάστημα, ενώ αντίθετα στην Ιαπωνία παραμένει σχεδόν σταθερό. Προκειμένου η βιομηχανία της Ελλάδας να γίνει περισσότερο ανταγωνιστική, είναι ανάγκη να μειωθεί το κόστος και να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις με τις οποίες θα μπορούν να αναπτυχθούν επιχειρήσεις όλων των κλάδων. Είναι βασικό να επιδιωχθούν η αύξηση της παραγωγικότητας και η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας καθώς επίσης και η ανάπτυξη ευέλικτων μορφών εργασίας, οι οποίες θα αυξήσουν τις ευκαιρίες και τις επιλογές για τους εργαζόμενους αλλά και την αποδοτικότητα της βιομηχανίας προς όφελος της εθνικής οικονομίας.

2.2 ΕΝΕΡΓΕΙΑ Έννοια της ενέργειας Η απάντηση στο ερώτημα τι είναι ενέργεια εξαρτάται από την οπτική γωνία που την παρατηρεί κανείς και πιο συγκεκριμένα αν την αντιμετωπίζει α) ως φυσικό μέγεθος, β) ως οικονομικό αγαθό και γ) ως αντικείμενο μελέτης στο πλαίσιο της ενεργειακής ανάλυσης. Στη θερμοδυναμική η ενέργεια ορίζει ένα φυσικό μέγεθος, η τιμή του οποίου εξαρτάται μόνο από την κατάσταση του συστήματος. Η μεταβολή της κατάστασης του συστήματος συνοδεύεται από αντίστοιχη μεταβολή της ενέργειας, που είναι δυνατόν να υπολογισθεί αν είναι γνωστές η αρχική και η τελική κατάσταση του συστήματος. Πρέπει να διευκρινισθεί ότι η ετυμολογία της λέξης ενέργεια και η παρατηρούμενη μεταφορά ενέργειας ταυτίζεται με την ικανότητα ενός συστήματος να παράγει έργο. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι πολλές φορές η χρήση του όρου ενέργεια από το ευρύ κοινό γίνεται με αναφορά σε "κάτι" το οποίο είναι η αιτία να λειτουργούν τα φωτιστικά σώματα, να κινούνται τα αυτοκίνητα και να λειτουργούν τα εργοστάσια για να παράγουν αγαθά. Όμως στην περίπτωση αυτή η χρήση του όρου ενέργεια δεν είναι κατάλληλη και προτιμότερος είναι ο όρος που χρησιμοποιούν οι επιστήμονες και οι μηχανικοί, "διαθέσιμη ενέργεια". Στην οικονομία ο όρος ενέργεια χρησιμοποιείται για να εκφράσει κατά περίπτωση α) ένα καταναλωτικό αγαθό, β) ένα ενδιάμεσο αγαθό ως απαραίτητη εισροή στην παραγωγική διαδικασία, γ) έναν κλάδο παραγωγής προϊόντων και δ) ένα συντελεστή της παραγωγής. Τέλος, από την πλευρά του ενεργειακού αναλυτή ο όρος ενέργεια είναι συνυφασμένος με την προσφορά και τη ζήτηση ενέργειας σε εθνικό επίπεδο καθώς επίσης και με τις διαδικασίες μετατροπής, μεταφοράς και χρήσης των διαφόρων πηγών και μορφών ενέργειας. Ειδικότερα η ενέργεια αποτελεί αντικείμενο μελέτης ως προς την αποδοτικότερη παραγωγή, μεταφορά και χρήση της, έτσι ώστε η κάλυψη των αναγκών σε ενέργεια μιας χώρας να γίνεται με το μικρότερο κοινωνικό κόστος. 2.2.1 Ενέργεια και οικονομία Ο άνθρωπος χρησιμοποιεί την ενέργεια εντατικά για τους αναπτυξιακούς του στόχους, με αποτέλεσμα η συμμετοχή της να είναι απαραίτητη σε κάθε οικονομική του δραστηριότητα. Ο σύγχρονος πολιτισμός διαφέρει από τους παλαιότερους ως προς τη χρησιμοποίηση τεράστιων ποσοτήτων ενέργειας, με αποτέλεσμα τη μείωση του ανθρώπινου μόχθου, τη μείωση ωρών εργασίας και το υψηλότερο επίπεδο διαβίωσης. Η κατανάλωση ενέργειας εξαρτάται από το επίπεδο και τη δομή της οικονομικής δραστηριότητας κάθε χώρας. Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι η ενέργεια παίζει καθοριστικό ρόλο στην οικονομία και την ευημερία μιας χώρας. Η ενέργεια ως συντελεστής παραγωγής επηρεάζει την οικονομική ανάπτυξη μέσα από τις τιμές και τη διαθεσιμότητά της αλλά και ανάλογα με τη δομή της οικονομίας, αν δηλαδή υπάρχουν ή όχι ενεργειοβόροι κλάδοι.

Η σχέση μεταξύ κατανάλωσης ενέργειας και οικονομικής δραστηριότητας - ανάπτυξης δεν είναι απλή. Συνήθως χρησιμοποιείται ο λόγος της κατανάλωσης ενέργειας ανά μονάδα ΑΕΠ (Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος) που ονομάζεται ένταση της ενέργειας. Ο δείκτης αυτός εκφράζει πόσο αποτελεσματικά χρησιμοποιείται η ενέργεια στην οικονομία. Η εξέλιξη του εξαρτάται από τις δομικές αλλαγές στην οικονομία και από τις επιμέρους τάσεις της κατανάλωσης των διαφόρων τομέων της οικονομίας (οικιακός, βιομηχανία, μεταφορές). Είναι εύλογο οι στόχοι της ενεργειακής πολιτικής κάθε χώρας να αποβλέπουν α) στην ικανοποίηση των ενεργειακών αναγκών της με το ελάχιστο δυνατό κόστος β) στην εξασφάλιση της ενεργειακής της τροφοδοσίας και γ) στο σεβασμό προς το περιβάλλον τόσο από την παραγωγή όσο και από την κατανάλωση ενέργειας. Οι παραπάνω στόχοι ικανοποιούνται με τη λήψη μέτρων που αποσκοπούν : Στην προώθηση των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας. Στην προώθηση ενεργειακών τεχνολογιών για τη βελτίωση του βαθμού απόδοσης ενέργειας κατά το στάδιο της παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας. Στην ορθολογική χρήση της ενέργειας, στην οποία περιλαμβάνεται η εξοικονόμηση ενέργειας και γενικότερα μέτρα διαχείρισης της ζήτησης και προσφοράς ενέργειας. 2.2.2 Παραγωγή και κατανάλωση ενέργειας Το 1992 η συνολική παραγωγή πρωτογενούς ενέργειας, δηλαδή των μορφών ενέργειας που ανακτώνται απευθείας από τη φύση (λιγνίτης, φυσικό αέριο, αργό πετρέλαιο, παραγωγή από υδροηλεκτρικούς σταθμούς), ήταν 8.400 εκατ. ΤΙΠ έναντι 5.900 εκατ. ΤΙΠ του έτους 1974 (Εικόνα 2.5). ΠΗΓΗ: ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ Εικόνα 2.5: Εξέλιξη παγκόσμιας παραγωγής πρωτογενούς ενέργειας

Ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης αυτή την περίοδο ήταν 2%. Στο ίδιο διάγραμμα φαίνεται η διάρθρωση της παγκόσμιας παραγωγής πρωτογενούς ενέργειας και σημειώνεται ότι: Το πετρέλαιο εξακολουθεί να κατέχει την πρώτη θέση στην πρωτογενή παραγωγή, παρόλο που το ποσοστό συμμετοχής του έπεσε από το 50% το 1974 στο 38% το 1992. Η συμμετοχή του φυσικού αερίου σημείωσε σταθερή αύξηση και ήδη το 1992 κατείχε το 21%. Τα στερεά καύσιμα διατηρήθηκαν στα επίπεδα του 25%. Οι ΑΠΕ (Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας), που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την υδροηλεκτρική παραγωγή, τη γεωθερμία και τη βιομάζα, αύξησαν την συμμετοχή τους από 8% σε 10%. Την ίδια περίοδο η παγκόσμια παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας διαμορφώθηκε στις 12450 TWH το 1992 έναντι 6300 TWH το 1974 και παρουσίασε ετήσιο ρυθμό αύξησης περίπου 4%. Η εξέλιξη της εγχώριας παραγωγής πρωτογενούς ενέργειας φαίνεται στην Εικόνα 2.6 ΠΗΓΗ: ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ Εικόνα 2.6: Εξέλιξη εγχώριας παραγωγής πρωτογενούς ενέργειας Οι ανάγκες του ανθρώπου σε ενέργεια για τελική χρήση, που αποτελούν την τελική κατανάλωση ενέργειας, διακρίνονται σε : Ανάγκες του τριτογενούς και οικιακού τομέα Ανάγκες για τη βιομηχανική παραγωγή Ανάγκες για τις μεταφορές Οι ανάγκες αυτές καλύπτονται από στερεά, υγρά και αέρια καύσιμα, από την ηλεκτρική ενέργεια, από τη θερμότητα που συμπαράγεται με την ηλεκτρική (όπως θα δούμε στο κεφάλαιο VI) και τέλος από τη βιομάζα, τη γεωθερμία και την ηλιακή ενέργεια για την κάλυψη των αναγκών σε ζεστό νερό.

Τα καύσιμα που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη των αναγκών τελικής κατανάλωσης είναι σχεδόν στο σύνολο τους δευτερογενείς μορφές ενέργειας, γιατί προέρχονται από τη μετατροπή του αργού πετρελαίου. Όμοια και η ηλεκτρική ενέργεια σε σημαντικά μεγάλο ποσοστό προέρχεται από τη μετατροπή των λιγνιτών και των άλλων στερεών καυσίμων. Σπάνια μια μορφή πρωτογενούς ενέργειας μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην τελική κατανάλωση και μια τέτοια είναι το φυσικό αέριο. Όπως φαίνεται στην Εικόνα 2.7 η συνολική παγκόσμια κατανάλωση ενέργειας διαμορφώθηκε στο 5.700 ΤΙΠ το 1992 έναντι 4.260 ΤΙΠ το 1974 (ρυθμός αύξησης 1,6%). Στο ίδιο διάγραμμα παρουσιάζεται η κατά καύσιμο εξέλιξη της παγκόσμιας κατανάλωσης. Συγκρινόμενα τα διαγράμματα των Εικόνων 2.7 και 2.8, όπου παρουσιάζονται τα αντίστοιχα μεγέθη για την εγχώρια τελική κατανάλωση ενέργειας που ήταν 13,9 εκατ. ΤΙΠ το 1992, παρατηρούμε ότι μέχρι το 1992 υπάρχει μεγάλη εξάρτηση της κατανάλωσης από το πετρέλαιο και μηδενική σχεδόν συμμετοχή άλλων καυσίμων, όπως το φυσικό αέριο και η βιομάζα. Υπάρχει συσχέτιση μεταξύ της ανηγμένης ανά κάτοικο συνολικής κατανάλωσης ενέργειας μιας χώρας και του επιπέδου διαβίωσης, όπως αυτό συνηθίζεται να μετριέ- ται ως ο λόγος ΑΕΠ ανά κάτοικο. Πράγματι χώρες με υψηλό βιοτικό επίπεδο έχουν κατά κανόνα και υψηλή κατανάλωση ενέργειας ανά κάτοικο. Σύμφωνα με στοιχεία του 1992 οι ΗΠΑ κατέχουν την πρώτη θέση με κατανάλωση 7,72 ΤΙΠ, ενώ η Αφρική την τελευταία με 0,52 ΤΙΠ. Την ίδια χρονική περίοδο ο μέσος όρος σε παγκόσμιο επίπεδο ήταν 1,65 ΤΙΠ, για την Ε.Ε. Εικόνα 2.7:Εξέλιξη παγκόσμιας τελικής κατανάλωσης ενέργειας κατα καύσιμο. 3,48 ΤΙΠ και για την Ελλάδα 2,15 ΤΙΠ. Σχετικά με την ένταση ενέργειας θα πρέπει να αναφερθεί ότι συνήθως χώρες με υψηλότερο δείκτη οικονομικής ανάπτυξης έχουν και μικρότερη ένταση ενέργειας. Στο παράρτημα 1 του βιβλίου περιλαμβάνονται τα στοιχεία του ενεργειακού ισοζυγίου της χώρας τα οποία αναφέρονται στην πενταετία 1992-1996. Εικόνα 2.8:Εξέλιξη εγχώριας τελικής κατανάλωσης ενέργειας κατα καύσιμο.

2.2.3 Ενεργειακά αποθέματα Οι ενεργειακές πηγές μπορούν να ομαδοποιηθούν σε δύο γενικές κατηγορίες. Η πρώτη περιλαμβάνει τις πηγές που βρίσκονται στη γη και η δεύτερη τις πηγές που δεν προέρχονται από το έδαφος ή το υπέδαφος της αλλά την τροφοδοτούν με ενέργεια. Στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνονται τα ορυκτά καύσιμα (συμβατικές πηγές ενέργειας), η πυρηνική ενέργεια και η γεωθερμία, ενώ στη δεύτερη η ηλιακή ενέργεια, η αιολική ενέργεια, η θερμική ενέργεια των ωκεανών (ως η διαφορά θερμοκρασίας του νερού επιφάνειας που θερμαίνεται από τον ήλιο και του νερού μεγάλου βάθους), η παλιρροϊκή ενέργεια (εξαιτίας της Σελήνης) και η βιομάζα εφόσον εξαρτάται από την ηλιακή ενέργεια. Η χαρακτηριστική διαφορά των δύο αυτών κατηγοριών ενεργειακών πηγών είναι ότι οι δεύτερες σε αντίθεση με τις πρώτες είναι ανανεώσιμες. Το έντονο ενδιαφέρον για τις ΑΠΕ προέκυψε μετά από τις δύο απότομες αυξήσεις των τιμών του πετρελαίου (1974,1979) καθώς και από την αυξανόμενη ευαισθησία για την αποφυγή ρύπανσης του περιβάλλοντος. Σήμερα πάντως μόνο το 10% των παγκόσμιων αναγκών σε ενέργεια καλύπτεται από ανανεώσιμες μορφές (κυρίως υδροηλεκτρική παραγωγή, βιομάζα και γεωθερμία), ενώ το 84% από τις συμβατικές πηγές και το 6% από πυρηνική ενέργεια. Από τις δύο ενεργειακές κρίσεις συνειδητοποιήθηκε ότι οι εξαντλούμενοι ενεργειακοί πόροι και κυρίως το πετρέλαιο δεν επαρκούν για την κάλυψη των μελλοντικών αναγκών και μάλιστα με τους ρυθμούς αύξησης, όπως αυτοί παρουσιάστηκαν στο παρελθόν. Η εικόνα ως προς τα αποθέματα των συμβατικών πηγών ενέργειας είναι η εξής : Πετρέλαιο : Τα αποδεδειγμένα αποθέματα πετρελαίου, αυτά δηλαδή που μπορούν να παραχθούν από τα γνωστά κοιτάσματα και με τις σημερινές οικονομικές και τεχνολογικές συνθήκες, είναι 1τρις βαρέλια περίπου και επαρκούν για 30-35 χρόνια με τους σημερινούς ρυθμούς εκμετάλλευσης. Τα τελικά αποθέματα, δηλαδή αυτά που μπορούν να παραχθούν όχι μόνο από τα γνωστά αλλά και από μελλοντικά καύσιμα, υπολογίζονται σε 2τρις βαρέλια και θα καλύψουν τις ανάγκες για τα επόμενα 100 χρόνια. Πάνω από το 70% των αποθεμάτων βρίσκεται σε δύο περιοχές της γης, στη Μέση Ανατολή και στις Πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες. Φυσικό αέριο : Τα αποθέματα φυσικού αερίου εκτιμώνται στην ίδια τάξη μεγέθους με τα αντίστοιχα αποθέματα πετρελαίου, δηλαδή σε ισοδύναμη θερμιδική βάση τα τελικά αποθέματα εκτιμώνται σε 2τρις βαρέλια. Η σημερινή ετήσια παραγωγή φυσικού αερίου είναι η μισή περίπου της παραγωγής πετρελαίου και προβλέπεται η αύξησή της με υψηλούς ρυθμούς, λόγω της αναμενόμενης ραγδαίας διείσδυσης του φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή τα προσεχή χρόνια. Η διείσδυση αυτή διευκολύνεται από τον υψηλό βαθμό απόδοσης κατά την μετατροπή του φυσικού αερίου σε ηλεκτρική ενέργεια σε μονάδες συνδυασμένων κύκλων και από τις μικρότερες εκπομπές CΟ 2, ενός αερίου που, όπως θα φανεί στο κεφάλαιο για το περιβάλλον, έχει τη σημαντικότερη ευθύνη για την δημιουργία του φαινομένου του θερμοκηπίου. Πάνω από το 70% των παγκόσμιων αποθεμάτων βρίσκεται σε δύο περιοχές του πλανήτη, στις Πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες (39%) και στην Μέση Ανατολή (34%).

Στερεά καύσιμα : Τα αποδεδειγμένα αποθέματα στερεών καυσίμων εκτιμώνται σε 1τρις τόνους. Το 50% περίπου των αποθεμάτων βρίσκεται στις Πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες (24%) και στις ΗΠΑ (23%). Η παγκόσμια παραγωγή στερεών καυσίμων διαμορφώθηκε στους 4,4δις τόνους για το 1993 (3,4δις τόνους λιθάνθρακα και 1,0δις τόνοι λιγνίτη) και κάλυψε το 25% των συνολικών αναγκών σε πρωτογενή ενέργεια. Τα αποθέματα άνθρακα είναι αρκετά για να καλύψουν τις ενεργειακές ανάγκες για μερικές εκατοντάδες χρόνια με βάση τα σημερινά επίπεδα κατανάλωσης. Στην Ελλάδα η κατάσταση δεν είναι τόσο ευοίωνη καθώς τα αποθέματα λιγνίτη επαρκούν για 50 το πολύ χρόνια ακόμη. Το μεγαλύτερο πρόβλημα στην εκμετάλλευση των στερεών καυσίμων είναι οι επιπτώσεις στο περιβάλλον, οι οποίες προέρχονται κυρίως από την παραγωγή CO 2 κατά την καύση. Οι τεχνολογικές δυνατότητες που εξετάζονται για τη μείωση των επιπτώσεων και γενικότερα για την αποτελεσματική χρήση του άνθρακα είναι: Η εξαερίωση του άνθρακα και στη συνέχεια η χρησιμοποίηση του αερίου σε μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας συνδυασμένου κύκλου. Η χρησιμοποίηση της βιοτεχνολογίας για την παραγωγή καθαρότερων καυσίμων. Η τεχνολογία μονάδων ρευστοποιημένης κλίνης υπό πίεση για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Πυρηνική ενέργεια : Εκτιμάται ότι τα αποθέματα ουρανίου είναι αρκετά να καλύψουν την παραγωγή από πυρηνικούς σταθμούς με συνήθεις πυρηνικούς αντιδραστήρες σχάσης (φυσικού ή εμπλουτισμένου ουρανίου) μέχρι το 2050 περίπου. Η διάρκεια αυτών των αποθεμάτων είναι δυνατόν να αυξηθεί πάνω από 100 φορές, αν χρησιμοποιηθεί η τεχνολογία των αναπαραγωγικών αντιδραστήρων (ταχέων νετρονίου), αφού με αυτή προσφέρεται η δυνατότητα εκμετάλλευσης των πυρήνων U - 238. Εάν στα αποθέματα αυτά προστεθούν και τα αποθέματα ουρανίου υψηλότερου κόστους, καθώς και τα αποθέματα Th - 232, τα οποία επίσης προσφέρονται για εκμετάλλευση σε αναπαραγωγικούς αντιδραστήρες, τότε οι ενεργειακοί πόροι πυρηνικής προέλευσης μπορεί να θεωρηθούν μεγάλοι.

2.3 ΣΧΕΣΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ 2.3.1 Ενεργειακές ανάγκες της βιομηχανίας Μία βιομηχανία μετατρέπει πρώτες ύλες σε βιομηχανικά προϊόντα μέσα από μία σειρά διεργασίες, που συνήθως απαιτούν πρόσδοση ενέργειας ενώ μερικές φορές απαιτούν την απομάκρυνση ενέργειας (π.χ. όταν απαιτείται ψύξη). Αν και μερικές φορές ενέργεια παράγεται κατά τη διάρκεια της παραγωγικής διαδικασίας (π.χ. στις χημικές βιομηχανίες από τις εξώθερμες αντιδράσεις), η ενέργεια αυτή είναι σχετικά μικρή σε σύγκριση με τις συνολικές ανάγκες της βιομηχανίας και σε αρκετές περιπτώσεις είναι δύσκολο να αξιοποιηθεί. Επιπλέον, για την απομάκρυνση ενέργειας χαμηλής θερμοκρασίας απαιτείται η κατανάλωση πρόσθετης ενέργειας για τη λειτουργία του σώματος ψύξης. Όπως φαίνεται στην Εικόνα 2.9 και εξηγήθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο, σε μία βιομηχανία η ενέργεια είναι απαραίτητη όσο και οι πρώτες ύλες προκειμένου να παραχθούν τα κύρια προϊόντα της. Ένα μέρος της ενέργειας (όπως και ένα μέρος των υλικών) ανακυκλώνεται και χρησιμοποιείται πάλι. Η ενέργεια αυτή είναι σχεδόν αποκλειστικά θερμότητα. Οι πηγές ενέργειας που χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία είναι δύο καύσιμα και ηλεκτρική ενέργεια, οι οποίες αναλύονται στην παράγραφο 3.2. Εικόνα 2.9: Διάγραμμα ροής υλικών και ενέργειας σε μια χημική βιομηχανία Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ενέργεια στη βιομηχανία κυρίως, χρησιμοποιείται αφού μετατραπεί σε άλλη μορφή ενέργειας (όπως η παραγωγή θερμότητας από καύσιμο σε κλιβάνους ή η παραγωγή μηχανικής ενέργειας από ηλεκτρική στους ηλεκτροκινητήρες). Υπάρχουν όμως περιπτώσεις όπου η ενέργεια που εισέρχεται σε μία βιο-

μηχανία χρησιμοποιείται απευθείας χωρίς μετατροπή, όπως συμβαίνει στη χημική βιομηχανία κατά τις ηλεκτρολύσεις όπου χρησιμοποιείται απευθείας ηλεκτρική ενέργεια. Όλες οι βιομηχανικές δραστηριότητες πάντως απαιτούν ενέργεια, εφόσον οι πάσης (ρύσεως φυσικές ή χημικές μετατροπές είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με την κατανάλωση ενέργειας που βέβαια ποικίλλει ανάλογα με τη φύση κάθε βιομηχανίας. Υπάρχουν διαδικασίες και συνεπώς βιομηχανίες ιδιαίτερα ενεργειοβόρες, όπως είναι αυτές που περιλαμβάνουν μετασχηματισμούς που γίνονται σε υψηλές θερμοκρασίες (π.χ. βιομηχανίες παραγωγής χυτοσιδήρου και χάλυβα) ή απαιτούν πολύ ηλεκτρικό ρεύμα, όπως η ηλεκτρόλυση για την παραγωγή αλουμινίου. Από την άλλη μεριά οι βιομηχανίες φαρμάκων και καλλυντικών είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα βιομηχανιών που απαιτούν μικρή σχετικά κατανάλωση ενέργειας. Από την άποψη της σωστής διαχείρισης ενέργειας, όπως με λεπτομέρειες θα αναφερθεί στο κεφάλαιο για την εξοικονόμησή της, τα σημεία που μας ενδιαφέρουν περισσότερο είναι: Η αποδοτική μετατροπή της μιας μορφής ενέργειας σε άλλη, να υπάρχει δηλαδή υψηλός βαθμός απόδοσης των βιομηχανικών συστημάτων μετατροπής. Σε ορισμένες διεργασίες, όπως είναι αυτές της ελάττωσης του μεγέθους και ιδίως εκείνες της άλεσης των υλικών, το ωφέλιμο έργο είναι εξαιρετικά μικρό (μόνο το 5-6%), ενώ το υπόλοιπο ποσοστό από την ηλεκτρική ενέργεια που κινεί τους σφαιρόμυλους χάνεται κυρίως σε θερμότητα. Η χρησιμοποίηση σε κάθε διεργασία όσο το δυνατό λιγότερης ενέργειας (που να πλησιάζει το θερμοδυναμικό ελάχιστο απαιτούμενο έργο για τη διεργασία αυτή). Η ανακύκλωση και επαναχρησιμοποίηση όσο το δυνατό περισσότερης θερμότητας από το περιβάλλον. Η ελαχιστοποίηση των απωλειών ενέργειας που εγκλείουν διάφορα προϊόντα ή υλικά (π.χ. με τη διαβίβαση αέρα στο διάπυρο κλίνκερ στη βιομηχανία τσιμέντων γίνεται εκμετάλλευση του θερμικού του περιεχομένου, εφόσον ο θερμός αέρας χρησιμοποιείται για την καύση του καυσίμου). Η χρησιμοποίηση απορριπτόμενων υλικών για την παραγωγή ενέργειας (π.χ. καύση της απορριπτόμενης φυτομάζας). 2.3.2 Πηγές ενέργειας στη βιομηχανία Δύο είναι οι βασικές πηγές που χρησιμοποιούνται από τις βιομηχανίες: τα καύσιμα και η ηλεκτρική ενέργεια. Η ελληνική βιομηχανία καταναλώνει περίπου το 43% του συνόλου της ενέργειας που καταναλώνει η χώρα. Από την ενέργεια που καταναλώνεται στην ελληνική βιομηχανία το 82% είναι καύσιμα (17% στερεά και 65% υγρά και αέρια) και το 18% ηλεκτρική ενέργεια. Η κατανομή, δηλαδή, των δύο βασικών πηγών ενέργειας στο σύνολο της ελληνικής βιομηχανίας είναι: 4/5 καύσιμα και 1/5 ηλεκτρική ενέργεια. Στη χημική βιομηχανία ειδικότερα η υπεροχή των καυσίμων έναντι της ηλεκτρικής ενέργειας είναι μεγαλύτερη και συνεχώς αυξάνεται όσο διαδίδονται τα συστήματα συμπαραγωγής. Τα καύσιμα στη χημική βιομηχανία χρησιμοποιούνται κατά κύριο λόγο για την παραγωγή θερμότητας, δηλαδή τη μετατροπή της χημικής ενέργειας των καυ-

σίμων σε θερμική ενέργεια με καύση. Η ηλεκτρική ενέργεια χρησιμοποιείται με πολλούς τρόπους, οι κυριότεροι από τους οποίους είναι: Η παραγωγή μηχανικού έργου (ηλεκτροκινητήρες) Η παραγωγή θερμότητας (ηλεκτρικές αντιστάσεις, επαγωγικά ρεύματα, μικροκύματα, λέιζερ κ.λ.π.) Ηλεκτροχημικά συστήματα (τήξη και ηλεκτρολυτικά, καθαρισμός μετάλλων, ηλεκτρολυτικές επικαλύψεις - επιμεταλλώσεις, ηλεκτρολυτική παραγωγή προϊόντων). Η συμμετοχή των ενεργειακών μορφών καθώς και η διαχρονική τους εξέλιξη φαίνεται στην Εικόνα 2.10 Εικόνα 2.10: Συμμετοχή ενεργειακών μορφών στην Ελληνική βιομηχανία Παρατηρείται ότι από το 1979, μετά τη δεύτερη πετρελαϊκή κρίση, τα προϊόντα πετρελαίου σταδιακά υποκαταστάθηκαν από τον άνθρακα, με αποτέλεσμα να αλλάξει η αναλογία τους το 1992 σε σχέση με το 1979. Η αναλογία αυτή θα ήταν περισσότερο διαφοροποιημένη αν η υποκατάσταση του πετρελαίου υιοθετούνταν και από άλλες βιομηχανίες πλην των τσιμεντοβιομηχανιών. Έτσι το ποσοστό συμμετοχής των υγρών καυσίμων στο βιομηχανικό ενεργειακό ισοζύγιο παραμένει από τα πιο ψηλά στην Ευρώπη υπερβαίνοντας κατά 10 τουλάχιστον ποσοστιαίες μονάδες τον κοινοτικό μέσο όρο. Στην ίδια εικόνα(2.10) φαίνεται ότι η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας εμφανίζει μία ανοδική τάση ενώ είναι εμφανής η απουσία του Φυσικού Αερίου, το οποίο μπορεί να καταλάβει σημαντικό μερίδιο της ενεργειακής ζήτησης, όπως φαίνεται στην Εικόνα 1.11 όπου στις περισσότερες κοινοτικές χώρες το φυσικό αέριο συμμετέχει σε ποσοστά που κυμαίνονται από 20-40%.

1.ΥΓΡΑ ΚΑΥΣΙΜΑ 2.ΦΥΣΙΚΟ ΑΕΡΙΟ 3.ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΣ Εικόνα 2.11: Συμμετοχή ενεργειακών μορφών στη βιομηχανία στην Ε.Ε

2.3.3 Η θερμότητα ως μορφή ενέργειας στη βιομηχανία Η κατεξοχήν χρησιμοποιούμενη μορφή ενέργειας ειδικά στην χημική βιομηχανία είναι η θερμότητα. Σε θερμότητα μετατρέπεται σχετικά εύκολα κάθε άλλη μορφή ενέργειας, μόνο που η παραγόμενη θερμότητα δεν είναι πάντα εύκολα χρησιμοποιήσιμη. Στην Εικόνα 2.12 αναφέρονται οι βασικοί τρόποι παραγωγής αξιοποιήσιμης θερμότητας από άλλες μορφές ενέργειας. Δεδομένου ότι: α) η απευθείας παραγωγή θερμότητας από ηλιακή ενέργεια για βιομηχανική χρήση βρίσκεται ακόμη σε πειραματικό στάδια και β) η χρησιμοποίηση ηλεκτρικής ενέργειας για συνήθεις βιομηχανικές θερμάνσεις είναι ενεργειακά ασύμφορη. Ο βασικότερος τρόπος παραγωγής θερμότητας στη βιομηχανία είναι από την καύση στερεών, υγρών και αερίων καυσίμων. Εικόνα 2.12: Βασικοί τρόποι παραγωγής θερμότητας στην χημική βιομηχανία Οι εγκαταστάσεις στις οποίες γίνεται καύση διακρίνονται: α) σε αμέσου θέρμανσης, όπου οι φλόγες και τα καυσαέρια βρίσκονται σε απευθείας επαφή με τα υλικά που θερμαίνονται π.χ. στις καμίνους τσιμέντου και β) σε εμμέσου θέρμανσης, όπου οι φλόγες και τα καυσαέρια χωρίζονται από το υλικό που θερμαίνεται με ένα τοίχωμα συνήθως μεταλλικό, όπως φαίνεται σε κλιβάνους θερμάνσεως ρευστών ή στους ατμολέβητες. Η παραγόμενη θερμότητα ή χρησιμοποιείται επί τόπου εκεί που παράγεται (όπως στις καμίνους τσιμέντου ή σε βραστήρες που θερμαίνονται με καύση κ.λ.π.) ή μεταφέρεται με κάποιο μέσο (ατμό ή θερμό λάδι) προκειμένου να διανεμηθεί στις διεργασίες που χρειάζονται θερμότητα.

Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι η θερμότητα που χρησιμοποιείται στις διεργασίες της χημικής βιομηχανίας ειδικότερα, αλλά και γενικότερα στις βιομηχανίες υπάγεται σε μία από τις παρακάτω τρεις κατηγορίες. α) Πρωτογενής θερμότητα είναι εκείνη που παράγεται από τις πρωτογενείς πηγές ενέργειας, δηλαδή τα καύσιμα και την ηλεκτρική ενέργεια, β) Δευτερογενής θερμότητα, όπως ατμός, θερμό νερό, θερμό λάδι κ.λ.π. γ) Τριτογενής θερμότητα είναι η θερμότητα που εναπομένει μετά τη χρήση μέρους της πρωτογενούς ή δευτερογενούς θερμότητας. Έτσι, τριτογενής χαρακτηρίζεται η θερμότητα που περιέχεται στα καυσαέρια ενός κλιβάνου, στον ατμό εξόδου ενός ατμοστροβίλου ή αυτή που παράγεται σε έναν αντιδραστήρα από μία εξώθερμη αντίδραση. Όπως φαίνεται στο κεφάλαιο 5, η ανάκτηση και αξιοποίηση της τριτογενούς θερμότητας είναι σπουδαίας σημασίας για την εξοικονόμηση ενέργειας σε μία χημική βιομηχανία. 2.3.4 Ενεργειακή ζήτηση στη βιομηχανία Στην Εικόνα 2.13, που ακολουθεί,παρουσιάζεται η εξέλιξη και ταυτόχρονα γίνεται ανάλυση της πρωτογενούς ενεργειακής ζήτησης ανά τομείς. Η κατανάλωση ενέργειας στον βιομηχανικό τομέα χαρακτηρίζεται από σταθερότητα, ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία του '80, με συνέπεια το ποσοστό συμμετοχής του στο σύνολο της ενεργειακής ζήτησης να ακολουθεί μία σταδιακά φθίνουσα πορεία. Εικόνα 2.13: Εξέλιξη και ανάλυση της πρωτογενούς ενεργειακής ζήτησης στην Ελλάδα

Ο ρυθμός αύξησης της ενεργειακής ζήτησης δεν είναι ομοιόμορφος σε όλους τους τομείς δραστηριότητας ούτε σε όλη τη χρονική περίοδο 1970-1990. Στην Ελλάδα οι μέσοι ρυθμοί αύξησης για την εξεταζόμενη περίοδο είναι σε όλους τους τομείς οι υψηλότεροι από όλες τις άλλες κοινοτικές χώρες. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί ο βιομηχανικός τομέας, όπου την πρώτη θέση με διαφορά κατέχει η Πορτογαλία (Εικόνα 2.14). Η βιομηχανία ως προνομιακός χώρος για την εφαρμογή μέτρων εξοικονόμησης ενέργειας αλλά και λόγω της γενικότερης οικονομικής κρίσης εμφανίζει στις περισσότερες χώρες μηδενικούς έως και αρνητικούς ρυθμούς μεταβολής της ενεργειακής ζήτησης. Όπως φαίνεται στην Εικόνα 2.14, στη δεκαετία του 1980 ελαφρά αρνητικό ρυθμό εμφανίζει και η Ελλάδα, ενώ μόνο η Πορτογαλία και η Ιρλανδία εξακολουθούν να παρουσιάζουν αύξηση της ενεργειακής ζήτησης. Εικόνα 2.14: Μέσοι ετήσιοι ρυθμοί μεταβολής ενεργειακών καταναλώσεων σε χώρες της Ε.Ε. ( 1970-80, 1980-90)