Κάτουλλος (87-57 ή 84-54 π.χ.) Α. Βίος: Ο Γάιος Βαλέριος Κάτουλλος γεννήθηκε στη Βερόνα από αρκετά εύπορους γονείς. Εκεί έζησε τα παιδικά του χρόνια και φόρεσε, σύμφωνα με τα ρωμαϊκά έθιμα, τη λευκή τήβεννο εγκαταλείποντας την παιδική του ηλικία στα 15-16 του χρόνια. Σε ηλικία 20-22 ετών πηγαίνει στη Ρώμη για ανώτερες σπουδές, όπου συνδέεται φιλικά με άλλους ποιητές (Κάλβος, Κίννας) και αποκτά ισχυρούς φίλους. Στην ποιητική συλλογή του Κατούλλου συλλογή δεσπόζει ο έρωτάς του προς τη Λεσβία (προσωνύμιο δικής του σύλληψης που παραπέμπει στη Σαπφώ από τη Λέσβο, άρα στην αιολική ποίηση), η οποία σύμφωνα με τον Απουλήιο (Apologia 10) ονομαζόταν Κλωδία και ταυίζεται συνήθως με την αδελφή του πολιτικού τυχοδιώκτη Κλωδίου Πούλχερ (Clodius Pulcher) και τη σύζυγο του υπάτου του 60 π.χ., Καικιλίου Μετέλλου. Β. Έργο: Το έργο του Κατούλλου διαιρείται σε μικρά πολυμετρικά ποιήματα (1-60), σε μεγάλα ποιήματα (61-68) και σε επιγράμματα (69-116). Είναι πιθανόν ο Κάτουλλος όσο ζούσε να δημοσίευσε επιμέρους κύκλους ποιημάτων του ή να επέτρεψε την κυκλοφορία τους. Στον Κάτουλλο είμαστε σε θέση να παρακολουθήσουμε επακριβώς τη μέθοδο της νέας ποιητικής σχολής, αυτής των Νεωτέρων. Η σχέση με τα ελληνικά πρότυπα δεν σημαίνει εξάρτηση, αλλά επίδειξη μιας πνευματώδους μετάλλαξης περίφημων προτύπων και προσαρμογής τους στη συγκεκριμένη κατάσταση. Ο Κάτουλλος είναι ο πρώτος αποδεδειγμένος doctus poeta της Ρώμης. Διείσδυσε στα πρότυπά του ιδιαίτερα στους ελληνιστικούς τύπους επιγράμματος με συναίσθημα και ζωντάνια. Το
έργο του Κατούλλου φέρει τη σφραγίδα της εποχής του. Στα ποιήματά του, που έχουν σαφή χαρακτήρα λιβέλλου, δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία ότι ο κόσμος της πολιτικής, όπως ακριβώς ήταν, και ιδιαίτερα ο κόσμος του Καίσαρα και των ευνοουμένων του, δεν ήταν και ο δικός του κόσμος. Αποκρούοντας τον κόσμο αυτό δημιούργησε ένα έργο λεπτό, διαποτισμένο από ψυχή και επικεντρωμένο απόλυτα στον προσωπικό του συναισθηματικό κόσμο η μαρτυρία μιας γενιάς που αισθανόταν χαμένη. Γ. Clodia Metelli: γεννήθηκε το 95 ή 94 π.χ. Ήταν παντρεμένη με τον Κόιντο Καικίλιο Μέτελλο, πρώτο εξάδελφό της, και είχαν μια κόρη, την Καικιλία Μετέλλα. Ο γάμος τους αποτελούσε ένα ατυχέστατο περιστατικό. Η Κλωδία είχε πολλούς εραστές και ήταν ιδιαίτερα στο τζόγο και το αλκοόλ. Λέγεται, μάλιστα, ότι ίσως αυτή δηλητηρίασε τον άνδρα της, το 59 π.χ. Υπήρξε ερωμένη του ποιητή Κατούλλου. Ως χήρα, συνάπτει σχέση με τον Μάρκο Καίλιο Ρούφο (82-48 π.χ.), ισχυρό πολιτικό άνδρα της εποχής και φίλο του Κατούλλου. Όταν η σχέση τελείωσε το 56 π.χ., η Κλωδία κατηγορεί δημοσίως τον Καίλιο ότι αποπειράθηκε να τη δηλητηριάσει. Έτσι, ξεκινά η δίκη κατά του Καιλίου, ο οποίος είχε ως συνήγορό του τον Κικέρωνα. Ο Ρωμαίος ρήτορας σκιαγραφεί με τα χειρότερα λόγια το πορτρέτο της Κλωδίας. Μιλά για τα όργιά της στη Ρώμη και στις Βάιες, ενώ υπαινίσσεται και αιμομεικτική σχέση με τον αδελφό της Κλώδιο, πολιτικό αντίπαλο του Κικέρωνα. Ο Καίλιος αθωώθηκε και ο Κικέρων κατάφερε να μείνει στην ιστορία ο αισχρός (κατά τον ίδιο) χαρακτήρας της Κλωδίας, που την αποκαλεί «Μήδεια του Παλατίνου λόφου» (Medea Palatini). Η Κλωδία φαίνεται ότι ήταν μια ελκυστικότατη, πανέξυπνη και αδίστακτη γυναίκα.
Λέγεται, μάλιστα, ότι η γυναίκα του Κικέρωνα, Τερεντία, υποψιαζόταν ότι κι εκείνος είχε πέσει θύμα της γοητείας της. Δ. Ποίημα 8: Το μέτρο του ποιήματος είναι ιαμβικό τρίμετρο χωλιαμβικό. Το συγκεκριμένο ποίημα εκπροσωπεί τον πανάρχαιο λογοτεχνικό τόπο του εσωτερικού αγώνα μεταξύ λογικής και αισθήματος, καθώς και τη μορφολογία του εσωτερικού μονολόγου: περιέχει, δηλαδή, τα μέσα της αυτοπροσφώνησης, των προστακτικών, των αναφωνήσεων, των έντονων συναισθηματικών αλλαγών και των σύντομων staccato-προτάσεων.
Ε. Λατινικό κείμενο (VIII. Αd se ipsum) Miser Catulle, desinas ineptire, et quod vides perisse perditum ducas. fulsere quondam candidi tibi soles, cum ventitabas quo puella ducebat amata nobis quantum amabitur nulla. ibi illa multa cum iocosa fiebant, quae tu volebas nec puella nolebat, fulsere vere candidi tibi soles. nunc iam illa non vult: tu quoque impotens noli, nec quae fugit sectare, nec miser vive, sed obstinata mente perfer, obdura. vale puella, iam Catullus obdurat, nec te requiret nec rogabit invitam. at tu dolebis, cum rogaberis nulla. scelesta, vae te, quae tibi manet vita? quis nunc te adibit? cui videberis bella? quem nunc amabis? cuius esse diceris? quem basiabis? cui labella mordebis? at tu, Catulle, destinatus obdura.
ΣΤ. Μετάφραση (Λ. Τρομάρας) Συφοριασμένε, Κάτουλλε, έλα στα σύγκαλά σου Και ό,τι έχασαν τα μάτια σου πες το πως πάει και εχάθη. Ναι, κάποτε άστραφταν οι ήλιοι απάνωθέ σου, Τότε που συχνοπήγαινες, όπου σε οδήγα η κόρη, Εκείνη που αγάπησες όσο ποτέ σου άλλη. Και τα παιχνίδια πάλι εκεί που είχατε τα χίλια, Που τα θελες εσύ και η κόρη δεν τα αρνιόταν. Στ αλήθεια άστραφταν οι ήλιοι απάνωθέ σου. Τώρα δεν θέλει εκείνη πια. Και εσύ όμως όχι άπραγος. Μην κυνηγάς ό,τι έφυγε, παράτα τη μιζέρια. Στήλωσε την ψυχή και υπόμενε με θάρρος. Κοπέλα, έχε γεια. Να, ο Κάτουλλος θαρρεύει, Άλλο πια δεν σ αποζητά, τέρμα στα παρακάλια. Εσύ θα κλάψεις που έρημη και ανέραστη θα μείνεις. Αλί σε σένα, ανόσια! Ποια ζήση σού απομένει; Ποιος τώρα σπίτι θα ρχεται; Ποιος θα σε βλέπει ωραία; Ποιον τώρα θ αγαπάς; Τίνος θα λες πώς είσαι; Ποιον θα γλυκοφιλάς; Τίνος χειλάκια θα δαγκώνεις; Εσύ όμως, Κάτουλλε, απόφαση και θάρρος.