Εφαρµογές ηµόσιου ικαίου Ακαδηµαϊκό Έτος 2005-2006 ιδάσκων : Καθηγητής κ. Ανδρέας ηµητρόπουλος Εργασία Η συνδικαλιστική ελευθερία Επιµέλεια : Περδίκης Ιωάννης Περιεχόµενα 1. Η ιστορική εξέλιξη της συνδικαλιστικής ελευθερίας 2. Η συνδικαλιστική ελευθερία ως έννοµο αγαθό Α. Ορισµός Έννοια Β. Συνταγµατική κατοχύρωση της συνδικαλιστικής ελευθερίας - κατοχύρωση σε διεθνές επίπεδο Γ. Η συνδικαλιστική ελευθερία ως θεσµός του ελληνικού δικαίου 3. Περιεχόµενο και προστασία της συνδικαλιστικής ελευθερίας Α. Η συνδικαλιστική ελευθερία ως ατοµικό δικαίωµα. Θετική και αρνητική συνδικαλιστική ελευθερία Β. Η συνδικαλιστική ελευθερία ως συλλογικό δικαίωµα 4. Α. Φορείς και αποδέκτες της συνδικαλιστικής ελευθερίας. Β. Περιορισµοί 5. Η συλλογική δράση ως απόρροια της συνδικαλιστικής ελευθερίας. Ι. Η συλλογική αυτονοµία και οι συλλογικές συµβάσεις εργασίας. ΙΙ. Ο θεσµός της διαιτησίας. ΙΙΙ. Η Απεργία 6. Επίλογος και περίληψη 7. Βιβλιογραφία 8. Νοµολογία 1
Εισαγωγή Στην παρούσα εργασία θα ασχοληθούµε µε τη συνδικαλιστική ελευθερία. Συγκεκριµένα θα εξετάσουµε τη συνδικαλιστική ελευθερία ως θεσµό της ελληνικής κοινωνίας και της ελληνικής έννοµης τάξης, ως ατοµικό και συλλογικό δικαίωµα. θα αναλύσουµε τους τρόπους κατοχύρωσης και προστασίας της σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο, θα αναφερθούµε διεξοδικά στο πεδίο εφαρµογής, τους φορείς, αλλά και τα θεµιτά όρια µέσα στα οποία πρέπει να ασκείται το δικαίωµα στη συνδικαλιστική ελευθερία. Επίσης, γίνεται µία σύντοµη παρουσίαση της συλλογικής αυτονοµίας και της απεργίας, ως άµεσων απορροιών της συνδικαλιστικής ελευθερίας. 1. Η ιστορική εξέλιξη της συνδικαλιστικής ελευθερίας Από την αρχαιότητα η δηµιουργία και η εξέλιξη της εργατικής τάξης πέρασε από πολλούς σταθµούς και φάσεις. Στη διάρκεια αυτής της ιστορικής διαδικασίας, η εργατική τάξη διαµόρφωσε σε κάθε εποχή, µέσα από την ενστικτώδη αντίληψη της κοινωνικής αλληλεγγύης, ποικίλες µορφές συλλογικής οργάνωσης και δράσης ανάλογα µε τις επιµέρους ιδιαιτερότητες κάθε χώρας, οι οποίες κατέληξαν στις πρώτες οργανώσεις της τάξης αυτής: συντεχνίες, αδελφότητες, σωµατεία, trade unions, συνδικάτα. Η ενστικτώδης αυτή αντίληψη της αλληλεγγύης είχε αφετηρία την αναγκαιότητα ένωσης και συλλογικής αντίστασης για την υπεράσπιση αυστηρά επαγγελµατικών συµφερόντων. Από το γεγονός αυτό συµπεραίνουµε ότι η πρώτη και κατώτερη µορφή της συνεταιριστικής συνδικαλιστικής δράσης ήταν ο οικονοµικός αγώνας. Η ολοένα επιταχυνόµενη εκµηχάνιση της βιοµηχανικής παραγωγής συντέλεσε αποφασιστικά στην αναπαραγωγή της αυξανόµενης και απάνθρωπης εκµετάλλευσης των εργατικών µαζών. Η επιτάχυνση αυτή της καπιταλιστικής ανάπτυξης σε διεθνές επίπεδο αύξησε ποσοτικά τον αριθµό των εργαζοµένων και ανέπτυξε ποιοτικά ένα προλεταριάτο µε συγκεκριµένη ταξική συνείδηση. Ο µόνος τρόπος άµυνας των εργατών απέναντι στην εκµετάλλευση που υφίσταντο από εργοδότες και βιοµηχάνους ήταν να συνδυάσουν τις δυνάµεις τους και να συγκροτήσουν ενώσεις. Αυτές όµως ακριβώς τις ενώσεις παρέλειπαν να κατοχυρώσουν τα πρώτα συντάγµατα της Αµερικής και της Γαλλίας και απαγόρευε για πολλά χρόνια η νοµοθεσία των ευρωπαϊκών χωρών. Πρώτη η Αγγλία, η πρώτη βιοµηχανική χώρα, επέτρεψε το 1824 τις εργατικές ενώσεις. Άλλες ευρωπαϊκές χώρες ακολούθησαν πολύ αργότερα, αφού κατοχυρώθηκε πρώτα η γενική ελευθερία ενώσεως, το 1831, από το βελγικό σύνταγµα και στα επαναστατικά συντάγµατα του 1848 σε άλλες χώρες ( π.χ. Γαλλία και Ιταλία). Στη ελευθερία ενώσεως θεµελιώθηκε η ελευθερία ιδρύσεως και λειτουργίας συνδικάτων, µε άλλα λόγια η συνδικαλιστική ελευθερία. Ειδικές όµως συνταγµατικές διατάξεις, που κατοχυρώνουν ρητά τη συνδικαλιστική ελευθερία περιέχουν µόνο συντάγµατα που ψηφίστηκαν µετά τον δεύτερο παγκόσµιο πόλεµο. Αιτία ήταν ο 2
φόβος µπροστά στη δηµιουργία πανίσχυρων εργατικών ενώσεων, κάτι που οδήγησε στη σύσταση εργοδοτικών ενώσεων. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις συνδέθηκαν µε σοσιαλιστικά κινήµατα (π.χ. στη Γερµανία) ή και οδήγησαν στην ίδρυσή τους (π.χ. στη Μεγάλη Βρετανία). Μόνο µετά το δεύτερο παγκόσµιο πόλεµο άρχισε η απαγκίστρωση των συνδικαλιστικών οργανώσεων από τα σοσιαλιστικά κόµµατα ταυτόχρονα µε την εξέλιξη αυτών σε σοσιαλδηµοκρατικά. Από τότε και έπειτα άρχισε να γίνεται αποδεκτή η θεµελιώδης σηµασία της συνδικαλιστικής ελευθερίας για την προστασία των εργατικών τάξεων και της κοινωνικής ειρήνης, γενικότερα. Αρκετά νέα συντάγµατα αναγνώρισαν στις συνδικαλιστικές οργανώσεις αποκλειστικά το δικαίωµα ασκήσεως απεργίας. Παράλληλα, αυξήθηκε η δύναµη των συνδικαλιστικών οργανώσεων τόσο, ώστε να είναι αναγκαία η κατοχύρωση της δηµοκρατικής οργάνωσης και λειτουργίας τους στα εκάστοτε συντάγµατα. 1 Στην Ελλάδα το εργατικό ζήτηµα εµφανίζεται ουσιαστικά µόλις στο τελευταίο τέταρτο του 19 ου αιώνα. Η καθυστέρηση αυτή οφείλεται κατά κύριο λόγο στην υποτυπώδη κατάσταση της ελληνική βιοµηχανίας. Το πρώτο εργατικό σωµατείο ιδρύθηκε στη Σύρο το1879, ο Αδελφικός Σύλλογος Ξυλουργών του Ναυπηγείου Σύρου. Το 1882-1883 γίνονται οι πρώτες απεργιακές εκδηλώσεις. Το καθαυτό συνδικαλιστικό κίνηµα άρχισε µε τη δηµιουργία των εργατικών κέντρων του Βόλου(1905) και Λάρισα(1910). Ο συντονισµός της συνδικαλιστικής κινήσεως σε εθνικό επίπεδο έγινε το 1918, όταν οργανώθηκε πανελλήνιο εργατικό συνέδριο, που αποφάσισε και ίδρυσε τη ΓΣΕΕ (Γενική Συνοµοσπονδία Εργατών Ελλάδος). Ακολούθησε η δηµιουργία διάφορων οµοιοεπαγγαλµατικών οµοσπονδιών. Στο σύνταγµα του 1864 αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά το δικαίωµα του συνεταιρίζεσθαι. Η συνδικαλιστική ελευθερία κατοχυρώθηκε για πρώτη φορά ρητώς στο σύνταγµα του 1975(αρ.22παρ.2, αρ.23). Ο νοµοθέτης όµως άρχισε να ρυθµίζει τη συνδικαλιστική δραστηριότητα ήδη στις αρχές του εικοστού αιώνα, κυρίως µε το νόµο 281/1914 «περί σωµατείων». Σήµερα οι συνδικαλιστική ελευθερία και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις διέπονται από το νόµο 1264/1982, ενώ οι συλλογικές συµβάσεις εργασίας από το νόµο1876/1990. 2. Η συνδικαλιστική ελευθερία ως έννοµο αγαθό. Α.Ορισµός Έννοια Το ισχύον Σύνταγµα της Ελλάδος(1975/1986/2001) στο άρθρο 23παρ.1, ορίζει : «το Κράτος λαµβάνει τα προσήκοντα µέτρα για τη διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθέριας και την ανεµπόδιστη άσκηση των συναφών µε αυτή δικαιωµάτων εναντίον κάθε προσβολής τους, µέσα στα όρια του νόµου». Ακολούθως η παρ.2 του άρθρου 23 του Συντάγµατος αναφέρει : «η απεργία αποτελεί δικαίωµα και ασκείται από τις νόµιµα συστηµένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονοµικών και εργασιακών γενικά συµφερόντων των εργαζοµένων». 1 Βάης, «Το Συνδικαλιστικό δικαίωµα», σελ.63, εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα 1990 3
Η συνδικαλιστική ελευθερία θεµελιώνεται επίσης στο άρθρο 22παρ.2 : «µε νόµο καθορίζονται οι γενικοί όροι εργασίας που συµπληρώνονται από τις συλλογικές συµβάσεις εργασίας συναπτόµενες µε ελεύθερες διαπραγµατεύσεις και, αν αυτές αποτύχουν, µε τους κανόνες που θέτει η διαιτησία». Το Σύνταγµα δεν διακηρύσσει τη συνδικαλιστική ελευθερία κατά τον παραδοσιακό τρόπο κατοχυρώσεως ενός δικαιώµατος, ως διακήρυξη δηλαδή ενός δικαιώµατος του ανθρώπου ή του πολίτη, αλλά ως υποχρέωση του κράτους να διασφαλίζει την ελευθέρια και την ακώλυτη άσκηση των συναφών δικαιωµάτων. Το άρθρο 23παρ.1, εποµένως, δεν κατοχυρώνει µόνο την υποχρέωση του κράτους, αλλά και την αντίστοιχη ελευθερία και τα συναφή δικαιώµατα του ιδιώτη. Πρόκειται για µια εξειδίκευση της κατά το άρθρο 25παρ.1 γενικής υποχρέωσης των κρατικών οργάνων να διασφαλίζουν την ακώλυτη άσκηση των δικαιωµάτων του ανθρώπου. Επιπλέον η προστασία «εναντίον κάθε προσβολής» σηµαίνει ότι το Σύνταγµα κατοχυρώνει τη συνδικαλιστική ελευθερία όχι µόνο έναντι του κράτους, αλλά και οποιουδήποτε τρίτου και µάλιστα άµεσα. 2 Υπό τον όρο «συνδικαλιστική ελευθερία» εννοούµε συνεκδοχικά την ελευθερία ιδρύσεως συνδικαλιστικής οργανώσεως και συµµετοχής σε αυτήν, καθώς και την ελευθερία λειτουργίας της συνδικαλιστικής οργάνωσης. Πράγµατι το Σύνταγµα, υποχρεώνοντας το κράτος να διασφαλίζει τη συνδικαλιστική ελευθερία και την ακώλυτη άσκηση της (αρ.23παρ.1 Συν.), αφενός κατοχυρώνει το ατοµικό δικαίωµα ως ελευθερία τόσο του ατόµου (ατοµικό δικαίωµα υπό τη στενή έννοια του όρου δικαίωµα του συνδικαλιζεσθαι) όσο και ης συνδικαλιστικής οργανώσεως (συλλογικό δικαίωµα), και αφετέρου εγγυάται τον ελεύθερο συνδικαλισµό (θεσµική εγγύηση). Η συνδικαλιστική ελευθερία του ατόµου σηµαίνει την ελευθερία του να συµµετάσχει στην ίδρυση µιας συνδικαλιστικής οργανώσεως, να προσχωρήσει και να µετάσχει σε αυτήν και να απόσχει ή να αποχωρήσει από αυτήν. Η ελευθερία της συνδικαλιστικής οργανώσεως κατοχυρώνει την υπόσταση, την οργανωτική αυτονοµία και τη λειτουργία της. Η εγγύηση του συνδικαλισµού ως θεσµού σηµαίνει την κατοχύρωση της συλλογικής αυτονοµίας, αλλά και τη διασφάλιση της δηµοκρατικής διαρθρώσεως και δικαιοκρατικής λειτουργίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Β. Συνταγµατική κατοχύρωση της συνδικαλιστικής ελευθερίας κατοχύρωση σε διεθνές επίπεδο. Στην Ελλάδα, η ελευθέρια ενώσεως διακηρύχθηκε ήδη από το Σύνταγµα του 1864, αλλά η συνδικαλιστική ελευθερία κατοχυρώθηκε για πρώτη φορά ρητώς στο Σύνταγµα του1975. Ήδη όµως από τα προηγούµενα συντάγµατα συναγόταν η συνδικαλιστική ελευθερία από την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι. Τη συνδικαλιστική ελευθέρια κατοχυρώνουν επίσης διεθνείς συµβάσεις που, ως επί το πλείστον, επικύρωσε η χώρα µας. Λίγο µετά τον πρώτο παγκόσµιο πόλεµο συνοµολογήθηκε η ιεθνής Σύµβαση Εργασίας 11/1921 «περί του δικαιώµατος του συνεταιριζεσθαι και συνερχεσθαι των γεωργικών εργατών». Μετά το δεύτερο 2 Π.. αγτόγλου «Ατοµικά ικαιώµατα τοµ.β», σελ.961, εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα 2005 4
παγκόσµιο πόλεµο ακολούθησαν γενικότερες, πια, συµβάσεις : η ΣΕ 87/1948 «περί συνδικαλιστικής ελευθερίας» και η ΣΕ 98/1949 «περί του δικαιώµατος οργανώσεως», καθώς και η ΣΕ 139/1971 «για την προστασία των αντιπροσώπων των εργαζοµένων στην επιχείρηση και τις διευκολύνσεις που θα πρέπει να τους παρέχονται». To 1948, η Οικουµενική ιακήρυξη των δικαιωµάτων του ανθρώπου περιέλαβε διάταξη για τη συνδικαλιστική ελευθερία (αρθρ. 23 παρ4), όπως επίσης το 1966 το ιεθνές Σύµφωνο για τα ατοµικά και πολιτικά δικαιώµατα (αρθρ.22). Στο πλαίσιο του Συµβουλίου της Ευρώπης η συνδικαλιστική ελευθερία κατοχυρώνεται στο άρθρο 11 της Ευρωπαϊκής Σύµβασης των δικαιωµάτων του ανθρώπου και στα άρθρα 5 και 6 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, τα οποία όµως εξαιρέθηκαν από ην ελληνική κύρωση. Τέλος. στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας η συνδικαλιστική ελευθερία διακηρύσσεται από τον Κοινωνικό Χάρτη της 9 εκεµβρίου 1989 (αρθρ.11 επ), ενώ το σχέδιο του Χάρτη θεµελιωδών δικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως κατοχυρώνει τις συνδικαλιστικές οργανώσεις στο άρθρο 12παρ1 και το δικαίωµα διαπραγµατεύσεων και συλλογικής δράσεως, συµπεριλαµβανοµένης και της απεργίας, στο άρθρο 28. Επιπλέον, το σχέδιο του Ευρωπαϊκού Συντάγµατος περιέχει σχετική ρύθµιση(άρθρα ΙΙ-28) και ορίζει ότι: «οι εργαζόµενοι και οι εργοδότες, ή αντίστοιχες οργανώσεις τους, έχουν σύµφωνα µε το δίκαιο της Ένωσης και τις εθνικές νοµοθεσίες και πρακτικές, δικαίωµα να διαπραγµατεύονται και να συνάπτουν συλλογικές συµβάσεις στα ενδεδειγµένα επίπεδα, καθώς και να προσφεύγουν, σε περίπτωση σύγκρουσης συµφερόντων σε συλλογικές δράσεις για την υπεράσπιση των συµφερόντων τους, συµπεριλαµβανοµένης της απεργίας». Γ. Η συνδικαλιστική ελευθερία ως θεσµός του ελληνικού δικαίου 3 Το Σύνταγµα της Ελλάδος κατοχυρώνει τη συνδικαλιστική ελευθερία όχι µόνο ως δικαίωµα των ατόµων η των συνδικαλιστικών οργανώσεων, αλλά και ως θεσµό που, δυνάµει της συλλογικής αυτονοµίας, συµβάλλει στην προστασία των εργαζόµενων και στη διατήρηση ή αποκατάσταση της κοινωνικής ειρήνης. Επί πλέον (αν και αυτό δεν αναφέρεται ρητά στο σύνταγµα) ο ελεύθερος συνδικαλισµός αποτελεί αποκεντρωµένο φορέα πολιτικής ισχύος που αντισταθµίζει και µπορεί ως ένα βαθµό να αποτρέψει την αντισυνταγµατική συσσώρευση και άσκηση εξουσίας. Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει τη δηµοκρατική δοµή των ίδιων των συνδικαλιστικών οργανώσεων που είναι αναγκαία και λόγω της µεγάλης δύναµης που µπορούν να αποκτήσουν, κάτι που στο ελληνικό δίκαιο κατοχυρώνεται σε µεγάλο βαθµό µε το νόµο 1264/82. 3. Περιεχόµενο και προστασία της συνδικαλιστικής ελευθερίας Α. Η συνδικαλιστική ελευθερία ως ατοµικό δικαίωµα. Θετική και αρνητική συνδικαλιστική ελευθερία. 3 Π.. αγτόγλου «Ατοµικά ικαιώµατα τοµ.β», Σελ.970, 971, εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα 2005 5
Η συνδικαλιστική ελευθερία ως δικαίωµα του ατόµου σηµαίνει, πρώτον, την ελευθερία των εργαζοµένων και των εργοδοτών να ιδρύουν τοπικές, εθνικές ή διεθνείς συνδικαλιστικές οργανώσεις και να προσχωρούν σε µια η περισσότερες από αυτές για την προστασία των οικονοµικών και κοινωνικών συµφερόντων τους, χωρίς να εξαρτώνται από προηγούµενη άδεια, συναίνεση ή πλήρωση άλλων προϋποθέσεων, ούτε να υπόκεινται σε δυσµενείς συνέπειες. Επιπλέον κατ εντολή του άρθρου 23 παρ.1, η συνδικαλιστική ελευθερία κατοχυρώνεται και µε σειρά διατάξεων που προστατεύουν τη συνδικαλιστική δράση, και ιδιαίτερα µε το νόµο 1264/82. Η προστασία της συνδικαλιστικής δράσεως θωρακίζεται µε επιταγές του ν.1264/82 αφενός προς τα όργανα του κράτους, τα οποία έχουν υποχρέωση να εφαρµόζουν τα απαραίτητα µέτρα για τη διασφάλιση της ανεµπόδιστης ασκήσεως του δικαιώµατος για την ίδρυση και αυτόνοµη λειτουργία των συνδικαλιστικών οργανώσεων(αρθρ,14παρ,1), και αφετέρου προς τους εργοδότες και τρίτους. (αρθρ. 14παρ2,3). Ειδικότερα στους τελευταίους απαγορεύεται κάθε πράξη ή παράλειψη που κατατείνει στην παρακώλυση ή άσκηση των συνδικαλιστικών δικαιωµάτων των µισθωτών(παρ.2). Η συνδικαλιστική δράση ενισχύεται και προστατεύεται ακόµη περσότερο µε την πρόβλεψη ακυρότητας της καταγγελίας της συµβάσεως εργασίας για νόµιµη συνδικαλιστική δράση (άρθρο 14παρ. 4 ν.1264/82) και την προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών κατά του κίνδυνου απολύσεως ή µεταθέσεως τους. Ίδια προστασία απολαµβάνουν και τα µέλη των διοικητικών συµβουλίων των δευτεροβάθµιων και τριτοβάθµιων οργανώσεων. Τα στελέχη των οργανώσεων των δηµόσιων υπάλληλων έχουν ανάλογη προστασία. Κατά το άρθρο 30παρ. 5 του ν.1264/82 «δεν επιτρέπεται η µετάθεση των µελών των διοικητικών συµβουλίων ή των προσωρινών διοικήσεων πρωτοβάθµιων οργανώσεων χωρίς έγγραφη συγκατάθεση των ίδιων και της συνδικαλιστικής οργανώσεως». Εκτός όµως από αυτή την θετική πτυχή της συνδικαλιστικής ελευθερίας, δηλαδή τη δυνατότητα των ατόµων να ιδρύουν και να συµµετέχουν σε συνδικαλιστικές οργανώσεις κατά τα όρια του νόµου, υπάρχει και η αρνητική πτυχή του δικαιώµατος, η αρνητική συνδικαλιστική ελευθερία. Η αρνητική συνδικαλιστική ελευθερία αναφέρεται στο δικαίωµα του ατόµου να 4 απέχει από τη συλλογική οργάνωση και δράση. Θεµέλιο της είναι το άρθρο 12 του Συντ. που θέλει εθελούσια την ίδρυση των οργανώσεων και σωµατείων, καθώς και το άρθρο 5παρ.1 του Συντ., που προστατεύει την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας. Έτσι, απαγορεύεται ο αναγκαστικός συνδικαλισµός και κάθε µέτρο από το κράτος, τις επαγγελµατικές οργανώσεις και τους εργοδότες που θα εξανάγκαζε τους µη συνδικαλισµένους µισθωτούς να προσχωρήσουν σε επαγγελµατική οργάνωση. Άλλωστε είναι άκυρες οι τυχόν ρήτρες συλλογικών συµβάσεων που επιβάλλουν στον εργοδότη τη πρόσληψη µόνο συνδικαλισµένων µισθωτών ή ορίζουν χαµηλότερες αµοιβές για τους µη συνδικαλισµένους. Β. Η συνδικαλιστική ελευθερία ως συλλογικό δικαίωµα Η συνδικαλιστική ελευθερία ως συλλογικό δικαίωµα σηµαίνει την ελευθερία υποστάσεως και λειτουργίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Ειδικότερα, το δικαίωµα αυτό έχει τις εξής πλευρές : 4 Αλέξανδρος Καρακατσάνης «Συλλογικό Εργατικό ίκαιο», σελ.38, εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα 1992 6
α. δικαίωµα υποστάσεως της συνδικαλιστικής οργάνωσης, ώστε αυτή να µη µπορεί να καταργηθεί ή να µετατραπεί σε νοµικό πρόσωπο δηµοσίου δικαίου ή να υπαχθεί σε ειδική δυσµενή µεταχείριση, ούτε να µπορεί να εµποδιστεί η διατήρηση των παλαιών, ή η απόκτηση νέων µελών. β. δικαίωµα οργανωτικής αυτονοµίας της συνδικαλιστικής οργάνωσης, δικαίωµα δηλαδή αυτοκαθορισµού της νοµικής µορφής της οργάνωσης, της διοίκησης, των σκοπών και του τρόπου λήψης αποφάσεων, ούτως ώστε να µη µπορεί να της επιβληθούν αυτά από το κράτος ή τρίτους. Μόνη εξαίρεση αποτελούν οι τεθέντες κανόνες δηµοκρατικής διάρθρωσης και λειτουργίας. γ. δικαίωµα συνενώσεως, ίδρυσης δηλαδή εθνικών οµοσπονδιών ή συνοµοσπονδιών, καθώς και το δικαίωµα προσχώρησης σε διεθνείς συνδικαλιστικές οργανώσεις. δ. ελευθερία δράσης των συνδικαλιστικών οργανώσεων, προς διατήρηση και προαγωγή των όρων και της αµοιβής της εργασίας. Εδώ ανήκει αφενός η συλλογική αυτονοµία, το δικαίωµα δηλαδή των συνδικαλιστικών οργανώσεων να διεξάγουν διαπραγµατεύσεις προς σύναψη συλλογικών συµβάσεων εργασίας και αφετέρου η διεξαγωγή συλλογικών (απεργιακών κυρίως) αγώνων. 4. Α. Φορείς και αποδέκτες της συνδικαλιστικής ελευθερίας 5 Φορείς της συνδικαλιστική ελευθερίας είναι τόσο οι Έλληνες όσο και οι αλλοδαποί, αφού το άρθρο 23παρ1 Συντ. δεν διακρίνει σχετικά, αλλά και είναι προφανές ότι για όλους τους εργαζόµενους συντρέχει η ίδια ανάγκη συλλογικής προστασίας των εργασιακών και επαγγελµατικών συµφερόντων τους. Για τους ίδιους λόγους πρέπει να γίνει δεκτό ότι φορείς της παραπάνω ελευθερίας είναι όχι µόνο όσοι παρέχουν εξαρτηµένη εργασία στον ιδιωτικό τοµέα, αλλά και οι ελεύθεροι επαγγελµατίες, καθώς και οι δηµόσιοι υπάλληλοι. Για τους τελευταίους µάλιστα καταργήθηκε το 2001, µε τη συνταγµατική αναθεώρηση, η δυνατότητα επιβολής προσθέτων περιορισµών, που προβλεπόταν στο άρθρο 12παρ.4 Συντ.1975. Επίσης έχει ήδη ρυθµισθεί νοµοθετικά (άρθρο 1ν.2265/1994) η άσκηση του συνδικαλιστικού δικαιώµατος και από τους αστυνοµικούς υπάλληλους. Ιδιαίτερη ρύθµιση (άρθρο 89παρ.5 Συντ.) ισχύει για τους δικαστικούς λειτουργούς, ενώ δεν φαίνεται να υπήρξε ποτέ προσπάθεια συνδικαλιστικής οργάνωσης των στρατιωτικών. Από την άλλη πλευρά, και ο εργοδοτικός συνδικαλισµός είναι συνταγµατικά κατοχυρωµένος, περισσότερο µάλλον µε βάση το άρθρο 22παρ2 Συντ., αφού οι εργοδοτικές οργανώσεις εξυπακούεται πως είναι το ένα µέρος των «ελεύθερων διαπραγµατεύσεων» για τη σύναψη συλλογικών συµβάσεων εργασίας. Είναι προφανές ότι φορείς του δικαιώµατος ίδρυσης και συµµετοχής σε παρόµοιες οργανώσεις είναι και νοµικά πρόσωπα, δεδοµένου ότι η εταιρική δράση προσλαµβάνει συνήθως εταιρική µορφή. 5 Κώστας Χ.Χρυσογόνος, «Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα», σελ. 482-484, εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα 2002 7
Φορείς της συνδικαλιστικής ελευθερίας είναι εξάλλου και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, ιδίως σε ο,τι αφορά τη συµµετοχή τους σε υπερκείµενες (δευτεροβάθµιες-τριτοβάθµιες) οργανώσεις. Αποδέκτης του δικαιώµατος αυτού είναι η κρατική εξουσία αλλά και οι ιδιώτες, πρώτιστα οι εργοδότες. Το συµπέρασµα αυτό στηρίζεται τόσο στο γράµµα του άρθρου 23παρ.1 Συντ., που αναφέρεται στη διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας εναντίον κάθε προσβολής, χωρίς διάκριση της πηγής της τελευταίας, όσο και, κυρίως, στο ότι η σχέση εξαρτηµένης εργασίας εφ ορισµού εµπεριέχει την άσκηση οικονοµικής εξουσίας από τον εργοδότη. Θα πρέπει µάλιστα να γίνει δεκτό ότι η συνδικαλιστική ελευθερία ισχύει άµεσα και στις ιδιωτικές έννοµες σχέσεις, θεµελιώνοντας π.χ αξίωση αποζηµίωσης σε περίπτωση προσβολών της από τον εργοδότη. 4. Β. Περιορισµοί Το Σύνταγµα κατοχυρώνει τη συνδικαλιστική ελευθερία «εντός των ορίων του νόµου» (άρθρο 23παρ.1). Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις δεν είναι απαλλαγµένες από τις δεσµεύσεις των σύµφωνων µε το Σύνταγµα νοµών, δεν είναι legibus solutae, αλλά αντίθετα υπάγονται στο γενικώς ισχύον δίκαιο. Επίσης, στο άρθρο 48 του Συντ. προβλέπεται ότι σε περίπτωση πόλεµου, επιστράτευσης και εκδήλωσης ένοπλου κινήµατος µπορεί να ανασταλεί το άρθρο 23 (συνδικαλιστική ελευθερία και απεργία). Γενικά πάντως ο περιορισµός του δικαιώµατος της συνδικαλιστικής ελευθερίας, όπως άλλωστε και όλων των θεµελιωδών δικαιωµάτων, πρέπει να είναι εξαιρετικός, ώστε να µην οδηγηθούµε σε συρρίκνωσή τους. 5. Η συλλογική δράση ως απόρροια της συνδικαλιστικής ελευθερίας. Η συλλογική αυτονοµία, δηλαδή η ικανότητα των εκπροσώπων των εργαζόµενων να συνάπτουν µε τους εργοδότες συµφωνίες για τον καθορισµό των όρων εργασίας τους και γενικότερα για τη ρύθµιση των µεταξύ τους σχέσεων αποτελεί αναγκαία προέκταση της συνδικαλιστικής ελευθερίας. ιαφορετικά, η συλλογική οργάνωση των εργαζοµένων θα στερούνταν αντικείµενο, αφού η κατοχύρωση και προαγωγή των εργασιακών συµφερόντων τους είναι δυνατό να επιτευχθεί από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις µέσω διαπραγµατεύσεων και συµφωνιών µε την εργοδοσία και, ασφαλώς, σε περίπτωση διαφωνίας, µε τη χρήση αγωνιστικών µέσων, κυρίως µε την απεργία. Για αυτούς τους λόγους κρίνουµε σκόπιµο να αναφερθούµε στις κυριότερες µορφές συλλογικής συνδικαλιστικής δράσης, δηλαδή στη συλλογική αυτονοµία και την απεργία, των οποίων ακριβώς την τεράστια σηµασία αναγνωρίζει ο νοµοθέτης, κατοχυρώνοντας τες αυτοτελώς στο Σύνταγµα. Επίσης, γίνεται µια σύντοµη αναφορά στο θεσµό της διαιτησίας, ο οποίος λειτουργεί ανάµεσα στις δυο παραπάνω µορφές δράσης, µε σκοπό τη λύση των διαφορών µεταξύ εργοδοτών και εργαζοµένων, προτού καταστεί αναγκαία η προσφυγή σε αγωνιστικά µέσα. 8
5. Ι. Η συλλογική αυτονοµία και οι συλλογικές συµβάσεις εργασίας. Συλλογική αυτονοµία καλείται η νοµική ικανότητα των συνδικαλιστικών οργανώσεων εργαζόµενων και εργοδοτών να συνάπτουν συµφωνίες µε σκοπό να καθορίζουν τους όρους εργασίας και τα µεταξύ τους δικαιώµατα και υποχρεώσεις. Στην ελληνική έννοµη τάξη, η ικανότητα αυτή έχει υψωθεί σε δικαίωµα συνταγµατικής τάξεως, ειδικά στο άρθρο 22παρ.2 του Συντάγµατος, όπου ρητά αναφέρεται : «µε νόµο καθορίζονται οι γενικοί όροι εργασίας που συµπληρώνονται από τις συλλογικές συµβάσεις εργασίας συναπτόµενες µε ελεύθερες διαπραγµατεύσεις». Αυτές οι διαπραγµατεύσεις, οι οποίες αν ευοδωθούν οδηγούν στη σύναψη συλλογικών συµβάσεων, είναι λοιπόν µια συντεταγµένη κοινωνική λειτουργία. Άρνηση διαπραγµατεύσεων αντίκειται στη συνταγµατική βούληση. Ελεύθερες διαπραγµατεύσεις είναι η νοµική δυνατότητα διαπραγµατεύσεων µεταξύ των κοινωνικών ανταγωνιστών για τη σύναψη συλλογικών συµβάσεων εργασίας, χωρίς ανάµειξη του κράτους. Όρια σε αυτή τη δυνατότητα θέτει η γενική έννοµη τάξη µε τη σειρά των συνταγµατικών δικαιωµάτων όλων των κοινωνών, τους φραγµούς από δικαιώµατα τρίτων και την πρόταξη του γενικού συµφέροντος, τη συµφωνία των ρυθµίσεων µε το οικονοµικό, κοινωνικό και πολιτικό σύστηµα της χώρας και την απαγόρευση καταχρηστικής ασκήσεως των δικαιωµάτων (άρθρο 25παρ. 2 και3 Συντ.). Η υποχρέωση των µερών να διαπραγµατεύονται προβλέπεται και στο νόµο 1876/1990 για τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγµατεύσεις. Κατά το άρθρο 4παρ1 του νόµου αυτού οι συνδικαλιστικές οργανώσεις µισθωτών και εργοδοτών έχουν δικαίωµα και υποχρέωση να διαπραγµατεύονται για την κατάρτιση συλλογικής συµβάσεως εργασίας. Στις παραγράφους 2 έως 6 ορίζεται η διαδικασία των διαπραγµατεύσεων και οι σχετικές υποχρεώσεις των µερών. Ως συλλογική σύµβαση εργασίας µπορεί να ορισθεί η τυπική έγγραφη σύµβαση 6 µεταξύ των αντιπροσωπευτικών επαγγελµατικών οργανώσεων µισθωτών και εργοδοτών, η οποία ρυθµίζει τις ατοµικές σχέσεις εργασίας των µελών αυτών των οργανώσεων καθώς και οικονοµικά, ασφαλιστικά και συνδικαλιστικά ζητήµατα. Η συλλογική σύµβαση εργασίας, αν και σύµβαση ιδιωτικού δικαίου, έχει κανονιστική ενέργεια σε σχέσεις τρίτων, των µισθωτών και εργοδοτών, στους οποίους αφορά, έχει δηλαδή ισχύ νόµου. Προκύπτει λοιπόν µια παράλληλη οιονεί νοµοθετική διαδικασία, µε αποτέλεσµα τη σχετικοποιηση της µοναδικότητα της νοµοθετικής εξουσίας. Κατά συνέπεια δηµοσιεύονται ( σύµφωνα µε το αθρ. 8 ν. 1876/1990) σε ειδικό δελτίο του Υπουργείου Εργασίας, λαµβάνονται υπόψη αυτεπάγγελτα από τα δικαστήρια και δεσµεύουν, υπό προϋποθέσεις, και τρίτους µη συµβαλλόµενους. 5. ΙΙ. Ο θεσµός της διαιτησίας. Το Σύνταγµα στο άρθρο 22παρ2 ορίζει ότι, εάν οι διαπραγµατεύσεις για τη σύναψη συλλογικής σύµβασης εργασίας αποτύχουν, τότε οι γενικοί όροι εργασίας θα πρέπει να συµπληρωθούν µε τους κανόνες που θέτει η διαιτησία. Βλέπουµε λοιπόν ότι το ίδιο το Σύνταγµα υποχρεώνει τα µέρη να προσφύγουν στη διαιτησία, µε σκοπό να προλάβει την έναρξη ή να οδηγήσει στη λήξη των εργατικών αγώνων. 6 Αλέξανδρος Καρακατσανης, «Συλλογικό Εργατικό ίκαιο», σελ.116, εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα 1992 9
Από την άλλη πλευρά, ο εκτελεστικός του Συντάγµατος νόµος 1876/1990, στα άρθρα του 14-16, παραχωρεί κατά προτεραιότητα στα µέρη της συλλογικής διαφοράς την ευχέρεια να συµφωνήσουν, και µάλιστα κατά περίπτωση, την προσφυγή και τις διαδικασίες µεσολαβήσεως και διαιτησίας. Είναι αξιοσηµείωτο ότι τα µέρη µπορούν µονοµερώς να προσφύγουν στη διαιτησία, εάν το άλλο µέρος αρνήθηκε τη µεσολάβηση (άρθρο 16παρ1εδβ ν.1876/1990). Για το σώµα των µεσολαβητών-διαιτητών, από το οποίο εκλέγονται µε κοινή συµφωνία ή κληρώνονται οι µεσολαβητές και διαιτητές, προβλέπει το άρθρο 17 του ν.1876/1990. Εκεί προβλέπεται ειδικός Οργανισµός Μεσολάβησης και ιαιτησίας µε τη µορφή νοµικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου. Η µεσολαβητική πρόταση, όταν υπογραφεί, και η διαιτητική απόφαση, είναι πράξεις ιδιωτικού δικαίου, αλλά εξοµοιώνονται µε συλλογική σύµβαση και, όπως αυτή, θέτουν υποχρεωτικούς κανόνες, κατά το άρθρο 22παρ.2 του Συντ. 5. III. Η απεργία Το άρθρο 23παρ2 του Συντάγµατος αναφέρει : «Η απεργία αποτελεί δικαίωµα και ασκείται αποτις νόµιµα συστηµένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονοµικών και εργασιακών γενικά συµφερόντων των εργαζοµένων». Η συνταγµατική αυτή διάταξη είναι η µοναδική από όσες αναφέρονται στα ατοµικά και κοινωνικά δικαιώµατα, που ορίζει κατά τρόπο σαφή και θετικό την επιδίωξη στην οποία πρέπει να καυευθυνται η άσκηση του δικαιώµατος που προσδιορίζει. Η επιδίωξη αυτή πρέπει να είναι, όπως ορίζει το άρθρο, η διαφύλαξη και προαγωγή των εργασιακών συµφερόντων των εργαζοµένων. Η συνταγµατική έννοια της απεργίας, όπως αυτή προσδιορίζεται στο άρθρο 23παρ.2 του Συντ., είναι στενότερη από την κοινή έννοια της απεργίας, που περιλαµβάνει κάθε συλλογική άρνηση των εργαζόµενων να παράσχουν την οφειλόµενη προς τον εργοδότη εργασία, όταν αυτό γίνεται µε ένα ορισµένο, συλλογικό σκοπό. Η συνταγµατικά προστατευόµενη απεργία είναι λοιπόν µόνο εκείνη που : - ασκείται από τις νόµιµα συνεστηµενες συνδικαλιστικές οργανώσεις - αποσκοπεί στη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονοµικών και εργασιακών εν γένει συµφερόντων των εργαζοµένων - δεν αφορά τους δικαστικούς λειτουργούς και τους υπηρετούντες στα σώµατα ασφαλείας. - δεν αντίκειται στους περιορισµούς που κατ εξουσιοδοτηση του Συντάγµατος θεσπίζει εκάστοτε ο νοµοθέτης. Έτσι η απεργία δεν είναι δυνατό να απαγορευθεί νοµοθετικά ή η άσκηση της να περιοριστεί µε τη θέσπιση διαδικαστικών ή άλλων προϋποθέσεων, ξένων στον ουσιαστικό και εσωτερικό λόγο της ασκήσεως της. Επίσης, δεν επιτρέπεται να καθιερωθεί διοικητικό διαδικαστικό στάδιο πριν από την κήρυξη της, ή να επιβληθεί έλεγχος στα αιτήµατα της, ή ν απαγορευθούν η τακτική, οι µορφή και η διάρκεια της, καθώς επίσης αποκλείεται κάθε παρέµβαση στης εσωτερικές διαδικασίες των συνδικαλιστικών οργανώσεων για τη λήψη σχετικών αποφάσεων. 10
Η επιφύλαξη του νόµου υπό την οποία τελεί η συνδικαλιστική ελευθερία (αρθρ.23 παρ.1 «εντός των ορίων του νόµου) ισχύει και για την απεργία. Ο νόµος 1264/1982, στα άρθρα 19-22, περιέχει το πλαίσιο εντός του οποίου ασκείται το δικαίωµα της απεργίας. Συγκεκριµένα, ο νόµος 1264/1982 : - επιβάλλει την προειδοποίηση του εργοδότη ή της συνδικαλιστικής του οργανώσεως 24 τουλάχιστον ώρες ( και 4 ηµέρες στον δηµόσιο τοµέα η σε επιχειρήσεις ζωτικής σηµασίας) πριν από την πραγµατοποίηση της. - ορίζει ποιο συνδικαλιστικό όργανο κηρύσσει την απεργία - προβλέπει ότι κατά τη διάρκεια της απεργίας πρέπει να υπάρχει προσωπικό ασφαλείας για την ασφάλεια των εγκαταστάσεων της επιχείρησης και την πρόληψη καταστροφών ή ατυχηµάτων. - απαγορεύει την πρόσληψη απεργοσπαστών - επιτρέπει την απεργία αλληλεγγύης Επίσης, το Σύνταγµα επιτρέπει στο νόµο να προβλέψει περιορισµούς στην άσκηση του δικαιώµατος της απεργίας σε ευρείες οµάδες εργαζόµενων, συγκεκριµένα σε δηµοσίους υπαλλήλους και υπαλλήλους της τοπικής αυτοδιοίκησης και των νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου, καθώς και στο προσωπικό ασφάλειας των κάθε µορφής επιχειρήσεων δηµοσίου χαρακτήρα ή κοινής ωφελείας, που η λειτουργία της έχει ζωτική σηµασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου. Βέβαια, όπως ορίζει πάλι το Σύνταγµα, οι περιορισµοί αυτοί δεν µπορούν να φθάνουν ως την κατάργηση του δικαιώµατος της απεργίας ή την παρεµπόδιση της νόµιµης άσκησης του. Φορείς του δικαιώµατος της απεργίας είναι όσοι παρέχουν εξαρτηµένη εργασία, ηµεδαποί και αλλοδαποί, ανεξάρτητα αν είναι µέλη συνδικαλιστικών οργανώσεων η όχι (άλλο το αν η άσκηση της απεργίας επιτρέπεται µόνο σε συνδικαλιστικές οργανώσεις, και µάλιστα νόµιµα συστηµένες). Σύµφωνα µε τη νοµολογία του ΣτΕ, δεν αποτελεί απεργία µε την έννοια του άρθρου 23παρ.2 Συντ. η αποχή των ελεύθερων επαγγελµατιών από την άσκηση του επαγγέλµατος τους, µπορούµε όµως να πούµε ότι η συλλογική αποχή τους προστατεύεται και αυτή, αφού και οι ελεύθεροι επαγγελµατίες είναι φορείς του συνδικαλιστικού δικαιώµατος. Αποδεκτές του δικαιώµατος της απεργίας µπορεί να είναι το κράτος, ο εργοδότης και οποιοσδήποτε τρίτος ασκεί ιδιωτική εξουσία. 11
6. Επίλογος και περίληψη Η συνδικαλιστική ελευθερία αποτελεί ένα από τα σηµαντικότερα ατοµικά δικαιώµατα του ανθρώπου. Η κατοχύρωση της υπήρξε αποτέλεσµα πολυετών και αιµατηρών αγώνων και κινηµάτων, που σκοπό είχαν να επιτύχουν καλύτερες συνθήκες εργασίας, σεβασµό στην προσωπικότητα και τον µόχθο των εργαζόµενων και γενικότερη βελτίωση των βιοτικών συνθηκών. Σήµερα, πλέον, µπορούµε να µιλάµε για ικανοποιητική κατοχύρωση της συνδικαλιστικής ελευθερίας, τόσο σε εγχώριο, όσο και διεθνές επίπεδο. Οι αγώνες καρποφόρησαν και οι έννοµες τάξεις αναγνώρισαν τη σηµαντικότητα αυτού του δικαιώµατος, το οποίο δεν αφορά µόνο τον κάθε εργαζόµενο ατοµικά, αλλά και σε συλλογικό επίπεδο, αποτελεί µια µορφή συµµετοχικής δηµοκρατίας, κυρίως µέσω της συλλογικής αυτονοµίας, µε σκοπό την επίτευξη µιας κοινωνίας ίσων ευκαιριών. Στη χώρα µας, το ζήτηµα τις συνδικαλιστικής ελευθερίας έγινε και πάλι επίκαιρο, εξαιτίας κάποιων αλλαγών που προωθούνται και που ίσως θίξουν σε κάποιο βαθµό τα κεκτηµένα. Ας ελπίσουµε ότι κάτι τέτοιο δεν θα συµβεί, αφού θα βρει αντίθετο τόσο το νοµικό κοσµο,οσο βέβαια και πρώτιστα, τους ίδιους τους εργαζοµένους Περίληψη Η βιοµηχανική επανάσταση, που έλαβε χώρα στα τέλη του19ου και τις αρχές του 20 ου αιώνα είχε ως αποτέλεσµα την εξασθένιση της εργατικής τάξης, αφού πλέον η εργασία τους µπορούσε να παραχθεί από µηχανές, ενώ αντίθετα οι εργοδότες απόκτησαν µεγαλύτερη ισχύ και διαµόρφωναν τους όρους εργασίας κατά το δοκούν, χωρίς να υπολογίζουν τους εργάτες. Ο µόνος τρόπος άµυνας και αντίδρασης των εργατών ήταν να συνασπιστούν και να δηµιουργήσουν ενώσεις µε σκοπό την προάσπιση των συµφερόντων τους. Στην Ελλάδα η συνδικαλιστική κινηση άρχισε να ενδυναµωνεται από τις αρχές του 20 ου αιώνα, ενώ το δικαίωµα του συνεταιριζεσθαι είχε ήδη κατοχυρωθεί από το 1864. Πάντως η συνδικαλιστική ελευθερία κατοχυρώθηκε ρητώς µόλις µε το σύνταγµα του 1975. Η κορωνίδα της προστασίας της συνδικαλιστικής ελευθερίας είναι το άρθρο 23παρ1 του Συντάγµατος, αλλά άµεσα σχετίζονται τόσο το άρθρο 22παρ2, που προβλέπει την ικανότητα των συνδικαλιστικών οργανώσεων να συνάπτουν συλλογικές συµβάσεις εργασίας, όσο και το άρθρο 23παρ2 που προβλέπει την απεργία ως δικαίωµα των εργαζόµενων για την προάσπιση των συµφερόντων τους. Η συνδικαλιστική ελευθερία είναι δικαίωµα ατοµικό και συλλογικο.ατοµικό διότι αναφέρεται στην δυνατότητα του ατόµου να ιδρύει και να µετέχει σε συνδικαλιστικές οργανώσεις, αλλά και διότι αυτή του η δυνατότητα δεν δύνεται να θίγει, να περιοριστεί και να εµποδιστεί µε κανένα µέσο από το κράτος, τον εργοδότη ή τρίτο. Συλλογικό διότι η συνδικαλιστική οργάνωση διαθέτει αυτονοµία, µπορεί να αυτοκαθοριζει τη νοµική της µορφή και τους κανόνες λειτουργίας της, να προσχωρεί σε ευρύτερες ενώσεις πανελληνίου η διεθνούς επιπέδου, αλλά και επειδή µπορεί να διαπραγµατεύεται ως εκπρόσωπος του συνόλου των εργαζοµένων απευθείας µε τον εργοδότη. Φορείς της συνδικαλιστικής ελευθερίας είναι όλοι οι εργαζόµενοι, είτε εργάζονται µε σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας, η ως ελεύθεροι επαγγελµατίες, ηµεδαποί και 12
αλλοδαποί. Αποδέκτες τόσο οι κρατικοί φορείς, όσο και οι ιδιώτες, αλλά και οποιοσδήποτε τρίτος. Το δικαίωµα της συνδικαλιστικής ελευθέριας περιορίζεται από τη γενική διάταξη του άρθρου 25παρ1 του συντάγµατος, του άρθρου 23παρ3 που απαγορεύει την καταχρηστική άσκηση του δικαιώµατος, το άρθρο 48 παρ1, αλλά και από ειδικότερες διατάξεις του ν.1264/1982 που επιβάλλουν τον δηµοκρατικό τρόπο λειτουργίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Τέλος, το δικαίωµα της συνδικαλιστικής ελευθερίας έχει ως άµεση απόρροια τη δυνατότητα ανάπτυξης συλλογικής δράσης. Συγκεκριµένα, τη δυνατότητα των εργαζοµένων να καθορίζουν απευθείας µε τον εργοδότη τους όρους εργασίας και αµοιβής τους, καθιερώνοντας έτσι ένα σύστηµα οιωνοί νοµοθετικής διαδικασίας, όσο και την άσκηση πίεσης στο κράτος και τους ιδιώτες µε τη χρήση αγωνιστικών µέσων, προεξεχούσης της απεργίας. 13
Βιβλιογραφία Βαής Θεόδωρος, Το συνδικαλιστικό δικαίωµα, εκδόσεις Αντ.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κοµοτηνή 1990 αγτόγλου Π.., Συνταγµατικό ίκαιο, Ατοµικά ικαιώµατα Β, δεύτερη αναθεωρηµένη έκδοση, εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα,Αθηνα-Κοµοτηνή 2005 Καρακατσάνης Αλέξανδρος, Συλλογικό εργατικό δίκαιο, Τρίτη έκδοση, εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κοµοτηνή 1992 Κουκιάδης Ιωάννης, Εργατικό ίκαιο, Συλλογικές εργασιακές σχέσεις, τόµος Ι, εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1997 Λεβέντης Γεώργιος, Συλλογικό Εργατικό δίκαιο, εκδόσεις ελτίου εργατικής νοµοθεσίας, Αθήνα 1996 Ληξουριώτης Ιωαννης, Ο σκοπός του δικαιώµατος της απεργίας, εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα 1987 Μουδόπουλος Σταύρος, Κανόνες προστασίας των συνδικαλιστικών δικαιωµάτων, εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κοµοτηνή 2001 Χρυσογόνος Κώστας, Ατοµικά και Κοινωνικά δικαιώµατα, 2 η έκδοση, ανανεωµένη και συµπληρωµένη, εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα- Κοµοτηνή 2002 14
Νοµολογία Ι. Ελληνική α. Αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων ΣτΕ 2235/1979, ΕΕ 1980, σελ 123 Ολ ΣτΕ 2260/1982, ΤοΣ 1982, σελ.592 ΣτΕ 293/1991, ΤοΣ 1991, σελ. 391 ΣτΕ 444/1996, Αρµ 1996, σελ 770 ΣτΕ 4991/1996 δηµοσ. ΝΟΜΟΣ Ολ ΣτΕ 2512/1997, ΕΛΛ νη 1997, σελ. 1924 ιοκεφαθ 1283/1998, ι ικ 1998, σελ. 669 ΣτΕ 2111/2003, δηµοσ. ΝΟΜΟΣ ΣτΕ 1786/2004, δηµοσ. ΝΟΜΟΣ ΣτΕ 2256/2004, δηµοσ. ΝΟΜΟΣ β. Αποφάσεις πολιτικών δικαστηρίων ΑΠ 1/80, ΤοΣ 1981, σελ301 Ολ ΑΠ 626/1980, ΕΕ 1980, σελ. 566 ΑΠ 1039/1987, δηµοσ. ΝΟΜΟΣ ΑΠ 2057/1990, ΕΝ 1992, σελ 139 ΑΠ 1469/1992, Ελλ νη 1994, σελ. 433 ΑΠ 771/1995, δηµοσ. ΝΟΜΟΣ ΑΠ 993/1996, δηµοσ. ΝΟΜΟΣ ΑΠ 30/1998, δηµοσ. ΝΟΜΟΣ ΑΠ 513/1998, δηµοσ. ΝΟΜΟΣ ΑΠ 900/1998, δηµοσ. ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1104/1998, δηµοσ. ΝΟΜΟΣ ΑΠ 75/2000, δηµοσ. ΝΟΜΟΣ ΑΠ 65/2003, δηµοσ. ΝΟΜΟΣ ΑΠ 905/2004, δηµοσ. ΝΟΜΟΣ ΕφΑθ 10461/1990, Ελλ νη 1993, σελ. 90 ΕφΑθ 7510/1995, δηµοσ. ΝΟΜΟΣ ΕφΑθ 11108/1995, δηµοσ. ΝΟΜΟΣ ΕφΑθ 4441/1999, Ελλ νη 2001, σελ. 822, δηµοσ. ΝΟΜΟΣ ΕφΑθ 5799/2001, δηµοσ. ΝΟΜΟΣ ΕφΑθ 3373/2002, δηµοσ ΝΟΜΟΣ ΕφΑθ 6307/2002, δηµοσ. ΝΟΜΟΣ γ. ιεθνής Ε Α 30.6.1993, Sigurdur A Sigurjonsson, A 264, σ. 16 ΕΚ 0259/1997, Rui Teixera Neves κατά ΕΚ, δηµοσ.. ΝΟΜΟΣ ΕΚ 0238/2000, IPSO και USE κατά Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, δηµοσ. ΝΟΜΟΣ 15
16