Κάθε πρωί ξεκινούσα την δουλειά μου στις οχτώ η ώρα και τελείωνα στις οχτώ το βράδυ. Παρ όλα αυτά πάντα εύρισκα χρόνο να κάνω τις βόλτες μου.

Σχετικά έγγραφα
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Συγγραφέας. Ραφαέλα Ρουσσάκη. Εικονογράφηση. Αμαλία Βεργετάκη. Γεωργία Καμπιτάκη. Γωγώ Μουλιανάκη. Ζαίρα Γαραζανάκη. Κατερίνα Τσατσαράκη

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Το παραμύθι της αγάπης


Τα παραμύθια της τάξης μας!

ΜΙΑ ΤΡΕΛΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΕ ΠΕΝΤΕ ΣΚΥΛΟΥΣ

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Γυμνάσιο Αγ. Βαρβάρας Λεμεσού. Τίτλος Εργασίας: Έμαθα από τον παππού και τη

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Η ιστορία του δάσους

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

«Η τύχη του άτυχου παλικαριού»

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

Αγαπητό ημερολόγιο, Τον τελευταίο καιρό μου λείπει πολύ η πατρίδα μου, η γυναίκα μου και το παιδί μου. Θέλω απεγνωσμένα να επιστρέψω στον λαό μου και

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Βρισκόμαστε σε ένα μικρό νησί, που βρίσκεται εκεί που ο κόσμος, όχι όλος, πίστευε και θα πιστεύει ότι παλιά υπήρχε η Ατλαντίδα, δηλαδή για να σας

Το δικό µου σκυλάκι. Ησαΐα Ευτυχία

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Τάξη: Γ. Τμήμα: 2ο. Υπεύθυνη τμήματος : ΑΝΕΣΤΗ ΑΣΗΜΙΝΑ. Εκθέσεις μαθητών.. ΜΑΘΗΤΗΣ: ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ.

3 ο βραβείο ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗ. Βασιλεία Παπασταύρου. 1 ος Πανελλήνιος διαγωνισμός λογοτεχνικής έκφρασης για παιδιά ( )

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Η κλέφτρα των ονείρων Ο δράκος που άρπαξε την αγάπη Το ελιξίριο της ευτυχίας... 47

ΑΝ ΚΑΙ ΖΩ ΣΤΟΝ ΒΥΘΌ, το ξέρω καλά πια. Ο καλύτερος τρόπος να επικοινωνήσεις με τους ανθρώπους και να τους πεις όσα θέλεις είναι να γράψεις ένα

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

LET S DO IT BETTER improving quality of education for adults among various social groups

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

T: Έλενα Περικλέους

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Απόψε (ξανα)ονειρεύτηκα

«Η νίκη... πλησιάζει»

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

ΤΟ ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ ΜΑΣ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΩΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ ΜΙΑ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ

Δουλεύει, τοποθετώντας τούβλα το ένα πάνω στο άλλο.

Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Η πορεία προς την Ανάσταση...

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

Έπαιξαν χιονoπόλεμο, έφτιαξαν και μια χιονοχελώνα, κι όταν πια μεσημέριασε, γύρισαν στη φωλιά τους κι έφαγαν με όρεξη τις λιχουδιές που είχε

Φερφελή Ιωάννα του Ευαγγέλου, 9 ετών

Σταυροπούλου Φωτεινή του Θεοδώρου, 12 ετών

Μουτσάκης Κωνσταντίνος του Γεωργίου, 8 ετών

Σκηνή 1η Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι

«Ο βασιλιάς Φωτιάς, η Συννεφένια και η κόρη τους η Χιονένια

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Εισαγωγή στα Πρότυπα Γυμνάσια-N.Γλώσσα

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ:

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Η τέχνη της συνέντευξης Martes, 26 de Noviembre de :56 - Actualizado Lunes, 17 de Agosto de :06

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #20. «Δεκαοχτώ ψωμιά» Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία

ΠΟΛΕΜΟΣ ΦΩΤΙΤΣΑΣ - ΣΤΑΓΟΝΙΤΣΑΣ

Μαρία Παντελή, Β1 Γυμνάσιο Αρχαγγέλου, Διδάσκουσα: Γεωργία Τσιάρτα

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΕΛΠΙΔΑ. Είμαι 8 χρονών κα μένω στον καταυλισμό μαζί με άλλες 30 οικογένειες.

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

Κάτι μου λέει πως αυτή η ιστορία δε θα έχει καλό

2 Ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΑΚΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ ΚΑΡΑΧΑΛΙΟΥ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Σταμελάκη Αντωνία του Δημητρίου, 8 ετών

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Λιουλης Χρήστος του Μελετίου, 8 ετών

Όσκαρ Ουάιλντ - Ο Ψαράς και η Ψυχή του

Μια ιστορία με αλήθειες και φαντασία

Παναγιώτης Σκάρπας του Νικολάου, 13 ετών

Μια μέρα καθώς πήγαινα στο σπίτι είδα έναν κλέφτη να μπαίνει από το παράθυρο και να είναι έτοιμος να αρπάξει τα πάντα...

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

Εκμυστηρεύσεις. Πετρίδης Σωτήρης.

Ενότητα: «Το σπίτι μου» Τάξεις Α -Α + και Β

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

Transcript:

Κατερίνα Νόνη, 24 ο Γυμνάσιο Αθηνών (3 ο Βραβείο Διηγήματος Γυμνασίου) «Στα σοκάκια της Σμύρνης» Από όταν ήμουν μικρό παιδί μου έλεγαν πως κάποια μέρα θα έρθει ένας καλός κύριος, θα με πάρει και θα με πάει σε ένα μεγάλο άσπρο σπίτι,να ζήσω μαζί με τους αγγέλους... Όταν έρθει η «ώρα» μου όπως έλεγαν. Ποτέ μου δεν κατάλαβα τι ακριβώς εννοούσαν.και δεν ήθελα να μάθω...δεν ξέρω γιατί, αλλά βαθιά μέσα μου είχα ένα πολύ κακό προαίσθημα γι αυτό το «σπίτι». Τότε όμως δεν ήξερα πως η μέρα που θα μάθαινα πώς είναι να βρίσκεσαι τόσο κοντά σε αυτόν τον κύριο και να μην ξέρεις αν θα σε πάρει ή όχι απείχε μόλις δέκα χρόνια Τότε ήμουν ο μικρός Θανασάκης, όπως με φώναζαν όλοι γύρω μου. Σήμερα είμαι ο εικοσάχρονος Θανάσης, ένα ψηλό, σοβαρό αλλά και εργατικό παλικάρι που ζει στην Σμύρνη με τη μητέρα, τον πατέρα του και την δεκαεξάχρονη αδελφή του, τη Μαρία. Μετακομίσαμε εδώ όταν ήμουν μόλις οχτώ ετών. Το χωριό μου στη Χίο αμυδρά το θυμάμαι Λίγες εικόνες εδώ κι εκεί, σκόρπιες στο μυαλό μου. Στη Σμύρνη είχα μεγαλώσει και παντού έλεγα με περηφάνια και καμάρι «Από τη Σμύρνη κατάγομαι, το δαχτυλίδι της γης». Το σπίτι μας, μικρό αλλά αρκετά μεγάλο για να μας χωρέσει, βρισκόταν μόλις δέκα λεπτά περπάτημα από το λιμάνι. Κάθε μέρα για να πάω στη δουλειά περνούσα από πολλά σοκάκια στα οποία ένας ξένος εύκολα θα χανόταν. Από την Αγία-Φωτεινή που έχει ένα καμπαναριό ίσαμε είκοσι μέτρα μπόι και τέσσερα μαρμαρένια πατώματα και τέλος, εάν είχα έστω και λίγο χρόνο, έκανα βόλτες στο λιμάνι. Αχ, το λιμάνι, τέτοια ομορφιά σπάνια συναντούσες Τα καραβάκια έπλεαν τόσο ήρεμα, είχαν στενή σχέση με τη θάλασσα, σαν το παιδί που δεν θέλει να αφήσει το χέρι της μητέρας του γιατί αλλιώς θα χαθεί. Τα καφενεία όπου οι άρχοντες απολάμβαναν τον καφέ τους κάθε πρωί και τα διασκορπισμένα μαγαζιά με τα γαλλικά ονόματα στόλιζαν το λιμανάκι όπως τα κοσμήματα τις γυναίκες. Ναι! Τα μαγαζιά ήταν πραγματικά στολίδια και το λιμάνι μια όμορφη κυρία, το στολίδι της Σμύρνης. Στο τέλος του λιμανιού ήταν το οργανοποιείο του κυρ-πέτρου όπου δούλευα. Ο κυρ-πέτρος, οικογενειάρχης άνθρωπος, ήταν καλόκαρδος και μπορώ να πω πως μου είχε ιδιαίτερη συμπάθεια. Με έβλεπε σαν το τρίτο του παιδί. Εκείνος μου έμαθε πώς να φτιάχνω το ούτι και το κανονάκι, όργανα για τα οποία η Σμύρνη φημιζόταν. Είμαι πολύ ευχαριστημένος με τη δουλειά μου. Δουλεύω ως οργανοποιός περίπου τρία χρόνια και κακό λόγο από πελάτη δεν έχω ακούσει. Κάθε πρωί ξεκινούσα την δουλειά μου στις οχτώ η ώρα και τελείωνα στις οχτώ το βράδυ. Παρ όλα αυτά πάντα εύρισκα χρόνο να κάνω τις βόλτες μου. Η

αδελφή μου είχε αναλάβει εξ ολοκλήρου τις δουλειές του κήπου μας και τα ψώνια του σπιτιού. Ο πατέρας μου δούλευε από τις έξι το πρωί μέχρι την δύση του ηλίου στα χωράφια του. Ήθελε να με πάρει κι εμένα μαζί του αλλά εγώ του το είχα πει πως η δουλειά που μου αρέσει είναι να φτιάχνω όργανα. Κι έτσι κυλούσε η ζωή ήρεμα Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τι θα ακολουθούσε. Ώσπου ήρθε εκείνη η μέρα... Εκείνη την καταραμένη μέρα ξεκίνησα να πάω στη δουλειά μου πιο νωρίς απ ότι τις άλλες φορές έτσι ώστε να έχω χρόνο να περάσω από το σπίτι του κυρ-μιχάλη. Βλέπετε ήταν Παρασκευή και η γυναίκα του, η κυρα-λένη, κάθε Παρασκευή φτιάχνει αυτές τις ωραίες μηλόπιτες και εάν τύχει να περνάω από το σπίτι τους με κερνάει κι εμένα κάνα δυο κομμάτια. Έτσι αφού έφαγα τη μηλόπιτά μου (και εφόσον είχα ελεύθερο χρόνο) αποφάσισα να κάνω μια βόλτα στην Άγια-Φωτεινή. Θυμάμαι την πρώτη φορά που αντίκρισα αυτή τη θεόκτιστη εκκλησία. Τα μάτια μου είχαν θαμπωθεί από την αίγλη και την ομορφιά της.αυτό που με είχε συνεπάρει περισσότερο ήταν το καμπαναριό. Τέτοιο καμπαναριό δεν είχαν ξαναδεί τα μάτια μου. Είχε είκοσι μέτρα ύψος και τέσσερα πατώματα από μάρμαρο. Οι καμπάνες στέκονταν εκεί, να περιμένουν το τράβηγμα του σχοινιού από τον ιερέα σε ένα κάλεσμα των πιστών να προσευχηθούν. Καθώς το εκθαμβωτικό φως του ήλιου έπεφτε πάνω τους και τις έλουζε απαλά, καθώς τις χάιδευε ήταν λες και ένιωθες πως χαίρονταν με αυτή τη σύνδεση. Το φως που ακτινοβολούσε από αυτή την ένωση ήταν πιο λαμπρό από κάθε ήλιο, από κάθε φως στον κόσμο ολάκερο. Άλλο εντυπωσιακό ήταν το πηγάδι, με τον ανάγλυφο Χριστό. Έπειτα αποφάσισα να πάω στην δουλειά. Όταν έφτασα στο πολυαγαπημένο μου οργανοποιείο κάτι παράξενο συνέβη. Αντίκρισα τον Κυρ-Πέτρο καθισμένο σε ένα σκαμνί,άπραγο, πράγμα ασυνήθιστο διότι όποτε γυρνούσα να κοιτάξω τι κάνει ή θα επισκεύαζε κάποιο σπασμένο όργανο ή θα γυρνούσε γύρω-γύρω σαν την σβούρα προσποιούμενος ότι καθαρίζει το μαγαζί. Σαν τον ρώτησα τι συνέβαινε με κοίταξε με βλέμμα λυπημένο αλλά και θυμωμένο, με ένα βλέμμα τρομακτικό και μου είπε πως οι Τούρκοι επρόκειτο να κάψουν ολοσχερώς τη Σμύρνη, να μας αφανίσουν. Μόλις τελείωσε τον λόγο του μου είπε πως θα έφευγε όσο ακόμη ήταν καιρός, γιατί μετά κανένα πλοίο δεν θα του επέτρεπε να επιβιβαστεί και δεν θα υπήρχε επιστροφή. Ύστερα με συμβούλεψε να κάνω το ίδιο με την φαμίλια μου. Κατόπιν φόρτωσε όλα τα υπάρχοντα του σε ένα πλοίο και εξαφανίστηκε στο πέλαγο. Το πλοίο απομακρύνθηκε παίρνοντας μαζί του τον άνθρωπο που μου έμαθε να λατρεύω τη βυζαντινή μουσική και τα παραδοσιακά μας όργανα. Το βλέμμα μου αδιάφορο στον γυρισμό από το λιμάνι χωρίς να κοιτώ γύρω μου τους ανθρώπους που φανερά φοβισμένοι προσπαθούσαν να καταλάβουν τι γίνεται, λες και μια αόρατη δύναμη μέσα από τα σταράτα λόγια (για το τι θα συνέβαινε στο μέλλον) του

αγαπημένου μου αφεντικού κυρ-πέτρου τους είχε ψιθυρίσει το μέλλον. Η όμορφη ζωή που ζούσα μέχρι σήμερα στη Σμύρνη είχε πια χαθεί. Τα βήματά μου με έσπρωξαν ξανά στο οργανοποιείο και ανοίγοντας την πόρτα για να μπω ακούγονταν από μακριά καλπασμοί αλόγων. Το καμπαναριό της Αγια-Φωτεινής άρχισε να χτυπά, μια μελωδία άψυχη στ αυτιά μου και συνέχιζα να παρατηρώ τα εργαλεία και διάφορα όργανα που είχαν μείνει εκεί για επισκευή. Καμιά δεκαριά μουσικά χειρόγραφα με τραγούδια της Σμύρνης και ένα ολοκαίνουριο τουμπερλέκι, ήταν τα μόνα που μπόρεσα να σώσω από κει. Τύλιξα τα χειρόγραφα, τα έβαλα μέσα στο τουμπερλέκι και μαζί με δυο ρούχα της δουλειάς τα έβαλα μέσα σε ένα παλιό σακίδιο και βγήκα στον δρόμο. Περπατώντας έβλεπα κάρα φορτωμένα και ανθρώπους σε απόγνωση. Η επιστροφή μου στο σπίτι ήταν γεμάτη αγωνία γιατί τώρα άρχισα να συνειδητοποιώ τα λόγια του Κυρ-Πέτρου που αν έβγαιναν σωστά η καταστροφή θα ήταν μεγάλη. Όσο απομακρυνόμουν απ το λιμάνι τα πράγματα ήταν πιο ήρεμα. Σε μερικά καπηλειά που συνάντησα στον δρόμο, οι ορχήστρες έπαιζαν τραγούδια και οι μερακλήδες έτρωγαν και χόρευαν. Κόντευα να φτάσω στο σπίτι μου και είδα την μητέρα μου να με περιμένει ανήσυχη στον δρόμο. Μπήκαμε στο σπίτι και μιλήσαμε, της είπα τι μου είχε πει ο Κυρ-Πέτρος και τότε με μάτια κλαμένα μου φώναξε δυνατά «Να φύγουμε, να φύγουμε τώρα. Μόλις έρθει ο πατέρας σου, να φύγουμε δίχως καθυστέρηση». Προσπάθησα να την ηρεμήσω και εκείνη μου απάντησε πως ο Κυρ-Πέτρος ήταν καλά πληροφορημένος μιας και ήταν ο αποκλειστικός οργανοποιός της ορχήστρας του Πασά της Σμύρνης. Άφησα την μητέρα μου στο κονάκι του σπιτιού και ανέβηκα στο ανώι και κάθισα κοντά στο παράθυρο. Απέναντι απ το σπίτι μου έμενε με την οικογένειά της το κρυφό μου πάθος. Από την πρώτη Γυμνασίου ήμασταν μαζί και κάθε φορά που συναντιόμασταν στο σχολείο, στην εκκλησία, στους χορούς η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Τώρα στεκόταν απέναντί μου στο παράθυρό της και κοιτούσε στον δρόμο και το μόνο που ένιωθα τώρα ήταν θλίψη. Ανέμελη πότιζε τα λουλούδια στο πρεβάζι της και τα κατακόκκινα μακριά μαλλιά της έπεφταν στον ώμο της. Άρχισα να σιγοτραγουδώ το τραγούδι που μου είχε μάθει ο Κυρ-Πέτρος «Μια Σμυρνιά στο παραθύρι». Τα μάτια μου βούρκωσαν γιατί ο κόσμος που ονειρευόμουνα να ζήσω είχε χαθεί. Σηκώθηκα θυμωμένος, σκούπισα τα μάτια μου και της φώναξα «Ρόζα θέλω να σου μιλήσω είναι ανάγκη. Μπορείς να κατέβεις για λίγο κάτω στον δρόμο;». Εκείνη ξαφνιάστηκε γιατί ήξερε πόσο ντροπαλός ήμουνα και δεν είχα ποτέ το θάρρος να της μιλήσω. Μου έγνεψε καταφατικά και έκλεισε το παράθυρο. Βρέθηκα έξω από την πόρτα της και άρχισα να της εξιστορώ το τι γινόταν. Το πρόσωπό της συννέφιασε, άρχισε να τρίβει νευρικά τα δάχτυλά της και μου είπε πως οι γονείς της έλειπαν στην αδελφή του πατέρα της που ήταν άρρωστη και είχε μείνει μόνη της με τη γιαγιά της. Της υποσχέθηκα πως ό,τι και να γίνει δεν θα άφηνα τίποτα και κανένα να την πειράξει. Τη συμβούλεψα να ράψει όσες λίρες είχε μέσα στη φόδρα της και να με συναντήσει σε τρεις ώρες στο λιμάνι με τη γιαγιά της.

Πήγα τρέχοντας στο σπίτι μου και νευρικά άρχισα να μαζεύω τα πιο απαραίτητα πράγματα (οικογενειακές φωτογραφίες, λίρες και οικογενειακά κειμήλια). Συμβούλεψα τη μητέρα και την αδελφή μου να κάνουν το ίδιο που είχα συμβουλέψει και τη Ρόζα να κάνει. Όταν γύρισε ο πατέρας στο σπίτι (έπειτα από δύο ώρες) και είδε όλον αυτό το σαματά στην αρχή παραξενεύτηκε αλλά εγώ του τα εξήγησα όλα και έφυγε. Δεν με πίστεψε. Δεν τον κατηγορώ. Εγώ είμαι απλώς ένα δεκαοχτάχρονο, οπότε και αυτός πήγε στην αγορά να μάθει τι γινόταν από τους «πιο ώριμους». Μετά από μισή ώρα γύρισε και ως ανεμοστρόβιλος μέσα σε δέκα λεπτά είχε τακτοποιήσει τα πάντα. Πήγε φουριόζος στο σπίτι της Ρόζας και χωρίς δεύτερη σκέψη την πήρε από το χέρι και μαζί με τη γιαγιά της κατεβήκαμε στο λιμάνι. Η εικόνα ολόγυρα μου απερίγραπτη. Τσουνάμια ανθρώπων «έσκαγαν» πάνω στα καράβια σε μια προσπάθεια διαφυγής, παιδιά που έκλαιγαν μόνα τους επειδή είχαν χάσει τους γονείς τους στο συνωστισμό, που δημιουργούσαν οι άνθρωποι προσπαθώντας να ξεφύγουν από τους Τούρκους και ΘΛΙΨΗ, πολλή θλίψη παντού. Καταφέραμε να βάλουμε τη μητέρα, την αδελφή μου και την κυρά-σουλτάνα, τη γιαγιά της Ρόζας σε ένα πλοίο για την Χίο, πληρώνοντας αδρά βέβαια. Με το ζόρι κάποιοι καλοί βαρκάρηδες έσωζαν ή προσπαθούσαν να σώσουν τα γυναικόπαιδα. Είπα και στην Ρόζα να πάει μαζί τους αλλά εκείνη είπε πως ήταν καλύτερα να σωθούν οι άλλοι πρώτα και ύστερα θα έβλεπε τι θα έκανε. Είχαμε απομακρυνθεί από το λιμάνι λόγω των Τούρκων που πλησίαζαν επικίνδυνα και παρακολουθούσαμε το καράβι με τους συγγενείς μας να φεύγει για να σιγουρευτούμε πως ήταν καλά. Σαν οι Τούρκοι έφτασαν στο λιμάνι, για να μην ξεφύγουν οι Έλληνες με τα όπλα τους πυροβολούσαν τα πλοία και κυρίως τους βαρκάρηδες. Αποφασίσαμε να κρυφτούμε σε κάτι απόκρημνα σοκάκια με κάτι άλλους που είχαν καταφύγει εκεί. Μερικοί είχαν αποφασίσει να μείνουν στα σπίτια τους γιατί δεν πίστευαν πως θα μπορούσε να τους συμβεί τέτοιο κακό. Νόμιζαν πως όλα αυτά ήταν απλώς ένα όνειρο, η κακή φαντασίωση κάποιου και πως αν κοιμηθούν, την άλλη μέρα, σαν ξυπνήσουν όλα θα έχουν τελειώσει. Μείναμε εκεί για περίπου μισή ώρα. Ξαφνικά ακούσαμε καλπασμούς αλόγων κοιτάξαμε και δεν πιστεύαμε στα μάτια μας. Ήταν πραγματικά αυτοί, οι Τσέτες!!! Όλοι νόμιζαν πως όσα είχαν ειπωθεί για το στρατιωτικό αυτό σώμα ήταν απλά παραμύθια. Σύμφωνα με αυτά τα παραμύθια οι Τούρκοι άφηναν ελεύθερους τους εγκληματίες από την φυλακή και τους κατέτασσαν σε ένα δολοφονικό σώμα, τους Τσέτες. Έμπαιναν στα σπίτια σπάζοντας τις πόρτες με τόση ορμή και τόσο θυμό, συμπεριφέρονταν σαν ταύροι σε υαλοπωλείο. Κατέσφαζαν όποιον έβρισκαν στο διάβα τους. Δεν άντεχα να βλέπω τόσους ανθρώπους να σκοτώνονται άδικα. Ήθελα να φωνάξω, να πω «Σταματήστε». Αλλά ο πατέρας μου με συγκράτησε. Το πιο δύσκολο ήταν όταν τους έβλεπα να μπαίνουν στο σπίτι μου, το οποίο είχα τόσο αγαπήσει, και να σπάνε κάθε έπιπλο ξεχωριστά. Και σα να μην έφτανε αυτό στο τέλος έβγαιναν χαρούμενοι με το κατόρθωμά τους. Η καημένη η Ρόζα είχε βάλει τα κλάματα όταν έβλεπε τους Τούρκους να καίνε πρώτο απ όλα το δικό της σπίτι. Βρήκαν ακόμη και κάποιους από εμάς. Ο πατέρας μου, εγώ και η Ρόζα γλιτώσαμε ως

εκ θαύματος. Μόλις τελείωσαν με τους βανδαλισμούς έβαλαν φωτιά και έκαψαν όλη τη Σμύρνη. Εμείς καταφέραμε να κρυφτούμε σε ένα υπόγειο κάτω από το μαγαζί του Κυρ-Πέτρου. Αφού το έλεγξαν οι Τούρκοι τρυπώσαμε μέσα και με ό,τι τρόφιμο προλάβαμε να διασώσουμε από τα σπίτια μας αντέξαμε για τρεις μέρες. Την τέταρτη αποφασίσαμε να ξετρυπώσουμε. Η πόλη που αντικρίσαμε καθώς βγαίναμε από το υπόγειο δεν μπορεί να ήταν η Σμύρνη. Όχι ήταν απλά ένας εφιάλτης. Το μόνο που είχε απομείνει ήταν στάχτη, ερείπια και κατεστραμμένα όνειρα. Οι φωτογραφίες της παλιάς Σμύρνης έκαναν αγώνα να ξεπροβάλουν στο μυαλό μου αλλά εκείνη την στιγμή ήμουν τόσο τρομαγμένος από το βάναυσο θέαμα που μου προσέφερε το άλλοτε αγαπημένο μου λιμάνι που ήταν λες και δεν υπήρξαν ποτέ. Η Ρόζα με σκούντηξε για να ξυπνήσω. Έπρεπε να βρούμε γρήγορα ένα καράβι, να πάμε στη Χίο για να συναντήσουμε τους συγγενείς μας. Περιπλανιόμασταν στο λιμάνι για ώρες αλλά δεν υπήρχε ούτε ένα καράβι αραγμένο στο λιμάνι, και ακόμη κι αν υπήρχε θα είχε γίνει στάχτη. Τραβήξαμε για τη γειτονιά μας. Άδικα Τώρα πια όλα είχαν μετατραπεί σε ένα σωρό από καμένα ξύλα και στάχτη. Καθώς περπατούσαμε μας είδε από μακριά ένας Τούρκος. Αρχίσαμε να τρέχουμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε. Σαν Σμυρνιοί ξέραμε καλά τα σοκάκια οπότε κάναμε ελιγμούς και του ξεφύγαμε. Βρεθήκαμε παγιδευμένοι μέσα σε ένα ετοιμόρροπο κτίριο με τον Τούρκο να περιμένει επίμονα να βγούμε. Η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη. Ο πατέρας μου αν και αγράμματος άνθρωπος ήταν πανέξυπνος. Σκέφτηκε πως εφόσον ο Τούρκος μας είχε δει από μακριά μπορεί να είχε δει μόνο τον έναν μας και όχι όλους. Έτσι, ο πατέρας μου, αποφάσισε να προσποιηθεί πως το σκάει από τα δεξιά ώστε εμείς να βρούμε διέξοδο στα αριστερά. Δεν ήθελα Προσπάθησα να τον πείσω πως δεν χρειαζόταν να το κάνει αλλά μάταια. Μέσα σε λυγμούς τον αποχαιρέτησα. Μπορεί να ήταν αυστηρός μαζί μου αλλά τον αγαπούσα όσο τίποτε άλλο στον κόσμο όλο. Οι ώρες, τα λεπτά, ακόμη και οι αιώνες δεν θα μου ήταν αρκετά για να του πω όλα όσα ήθελα. Ακόμη και αν δεν ήθελα να το παραδεχτώ, βαθιά μέσα μου ήξερα πως αυτός ήταν ο μόνος τρόπος. Η Ρόζα δεν είπε τίποτε, απλώς του χαμογέλασε. Ο πατέρας μου μας είπε πως άκουσε τους Τούρκους να λένε πως κάθε μεσημέρι περνάνε βάρκες μα δεν σταματούν στο λιμάνι. Πρέπει λοιπόν να κολυμπήσουμε ως αυτές και να παρακαλέσουμε για βοήθεια. Του είπα το τελευταίο ΑΝΤΙΟ, πήρα την Ρόζα από το χέρι κι άρχισα να τρέχω. Πίσω μου άκουσα ένα πυροβολισμό και αμέσως μετά μια κραυγή. Τα δάκρυά μου θόλωναν τα μάτια μου κάνοντας την διαφυγή πιο δύσκολη. Έπρεπε όμως να συνεχίσω. Όταν φτάσαμε στο λιμάνι χωρίς δεύτερη σκέψη πέσαμε στο νερό κι αρχίσαμε να κολυμπάμε μανιωδώς. Ήμασταν περίπου 30 μέτρα μακριά από το λιμάνι όταν είδαμε μια μικρή βαρκούλα. Ο βαρκάρης ήταν πολύ ευγενικός και δέχτηκε αμέσως να μας βοηθήσει. Έτσι μετά από τόσα βασανιστήρια καταφέραμε να φτάσουμε στη Χίο. Βρήκα την μητέρα μου και την αδελφή μου με την κυρά Σουλτάνα σε ένα

καταυλισμό προσφύγων μετά από δύο μέρες. Για την ώρα της είπα πως ο μπαμπάς θα είχε μάλλον χαθεί σε κάποιο άλλο νησί. Εκεί βρήκαμε δουλειά και σιγά σιγά φτιάξαμε δικό μας σπίτι. Με τα χρόνια η Ρόζα με ερωτεύθηκε και έτσι μετά από τέσσερα χρόνια παντρευτήκαμε, και αποκτήσαμε ένα αγοράκι που του έδωσα το όνομα του πατέρα μου «Χαραλάμπης». Έπειτα από ένα χρόνο από την γέννηση του μικρού είπα στην μητέρα μου την αλήθεια για τον πατέρα. Η καημένη το πήρε τόσο βαριά που αρρώστησε και πέθανε μετά από δύο χρόνια. Την ημέρα που πέθανε η μητέρα μου, η Ρόζα γέννησε ένα κοριτσάκι που αποφασίσαμε να το πούμε «Φωτεινή» στη μνήμη της μητέρας μου. Μετά από πέντε μήνες γύρισαν οι γονείς της Ρόζας και την ίδια μέρα η κυρά Σουλτάνα, αφού είδε πως η κόρη της ήταν καλά, πέθανε ήρεμη στον ύπνο της. Και έτσι συνέχισε η ζωή, με μία ελπίδα πως κάποια μέρα θα ξαναγυρίσουν στα σπίτια τους, θα ξαναπατήσουν τα χώματά τους, θα ξαναγυρίσουν στις ζωές τους.