Α.Τ.Ε.Ι. ΚΑΒΑΛΑΣ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ



Σχετικά έγγραφα
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

ΔικΕΕ C 205/13 Trip-Trap ΔικΕΕ C 421/15 Yoshida

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. Βασικές έννοιες ΙΙ. Ευρεσιτεχνία Α. Γενικά

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. V. Η εμπιστοσύνη ως αυτόνομο θεμέλιο ευθύνης του παραγωγού 17

ΙΙ. Ευρεσιτεχνία Α. Γενικά 1. Τεχνικές επινοήσεις Δίκαιο ευρεσιτεχνίας Δικαίωμα ευρεσιτεχνίας Δικαίωμα στην εφεύρεση...

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3415, 30/6/2000

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Συντομογραφίες...15 Ελληνικές...15 Ξενόγλωσσες...18

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...17 Α. Ελληνικές...17 Β. Ξενόγλωσσες...19

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

Ημερ: Αρ. Πρωτ.:1571 Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων Λεωφ. Κηφισίας 60, Μαρούσι Αθήνα, ΤΚ 15125

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗΣ Α) ΕΚΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ

Εκπτώσεις Δεσπόζουσας Επιχείρησης

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

1ο Κεφάλαιο: Τα διακριτικά γνωρίσματα στο σύστημα της βιομηχανικής ιδιοκτησίας

Θέµα εργασίας: «Θεσµική εφαρµογή των θεµελιωδών δικαιωµάτων».υπόθεση Κλόντια Σίφερ.

Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Διοικητικό Δίκαιο. Εισαγωγή στο Διοικητικό Δίκαιο 1 ο Μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Ν.3373/2005: ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ

Ε.Ε. ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗ ΛΗΘΗ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ. Δίκαιο είναι το σύνολο των ετερόνομων κανόνων που ρυθμίζουν με τρόπο υποχρεωτικό την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΩΝ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ

Θέμα: «Δημόσια Διαβούλευση Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας».

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΝΟΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ...

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 26/2004

Ηλίας Α. Στεφάνου Έλενα Α. Καπαρδή Δικηγόροι

PUBLIC ΤΟΣΥΜΒΟΥΛΙΟ 9755/98 LIMITE JUSTCIV59 ΣΗΜΕΙΩΜΑ. της Προεδρίας ΡΩΜΗΙ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας και δικαιώματα των θυμάτων

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

Ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά µε τα νοµικά επαγγέλµατα και το γενικό συµφέρον στην οµαλή λειτουργία των νοµικών συστηµάτων

Θέμα : Η αρνητική αναθεώρηση ανατρέπει το δικαιοπρακτικό θεμέλιο των δημοσίων συμβάσεων στα έργα. Απαιτείται νομοθετική ρύθμιση.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Σελ. Πρόλογοι... VII Κυριότερες συντομογραφίες... ΧΧΧΙ ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ Ι... Ανταγωνισμός...

Η ΣΧΕΣΗ ΚΑΙ Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΩΝ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΕΩΝ

ΓΝΩΜΗ της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας

Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΔΕΣΠΟΖΟΥΣΑΣ ΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΘΗΝΑ 2012

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΕ ΔΥΝΑΜΗ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ. Ευανθία Τσίρη, Partner Ευθυμία Αρματά, Associate

Περιεχόμενα. Χουρδάκης Ευστράτιος Σελίδα 1

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΩ ΙΚΑ ΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ H ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΩΣ ΚΡΑΤΙΚΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

Βουλή είναι εξοπλισμένη με αναθεωρητική αρμοδιότητα. Το ερώτημα συνεπώς που τίθεται αφορά την κατά χρόνον αρμοδιότητα αυτού τούτου του αναθεωρητικού

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η

ECB-PUBLIC ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 15ης Φεβρουαρίου σχετικά με τους λογαριασμούς πληρωμών (CON/2017/2)

Άρθρο 1 Πεδίο εφαρμογής 4. Άρθρο 2 Αγωγές παραλείψεως 5. Άρθρο 3 Φορείς νομιμοποιούμενοι προς έγερση αγωγής 5. Άρθρο 4 Ενδοκοινοτικές παραβάσεις 6

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-125/03 R και Τ-253/03 R. Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

«ΥΠΑΓΩΓΗ ΘΕΣΜΙΚΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΩΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΣΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ»

ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ του Συνδέσμου Εταιριών Φωτοβολταϊκών (ΣΕΦ)

Εργατικό Δίκαιο (Ι) 2 ο Φροντιστηριακό Μάθηµα Η προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών. Εισηγητής: δρ Δηµήτρης Γούλας

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-24/93, Τ-25/93, Τ-26/93 και Τ-28/93

Τα μαθήματα που θα προσφερθούν στις κατευθύνσεις του ΠΜΣ της Νομικής Σχολής είναι τα ακόλουθα:

Μικροοικονομική. Μορφές αγοράς

Εργασιακά Θέματα. Καταχρηστική καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη

Σχέδιο ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) ΑΡΙΘ. /.. ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της [ ]

Νομικά στο Design Δημόπουλος Αντώνης - dpsd10018

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3828, 31/3/2004 Ο ΠΕΡΙ ΙΣΗΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΑΣΧΕΤΑ ΑΠΟ ΦΥΛΕΤΙΚΗ Ή ΕΘΝΟΤΙΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004

31987L0344. EUR-Lex L EL. Avis juridique important

Η θέση του ετερόρρυθμου εταίρου μετά την ισχύ του Ν. 4072/2012

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Ενωμένη στην πολυμορφία EL 2009/2170(INI) Σχέδιο έκθεσης Diana Wallis (PE )

ΔΙΚΑΙΟ ΗΜΕΔΑΠΩΝ ΣΗΜΑΤΩΝ 4072/2012. Επιμέλεια: Αλέξανδρος Μάρης

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

H ποινική ευθύνη του Διευθύνοντος Συμβούλου

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ. που συνοδεύει το έγγραφο

Working Paper. Title: «Η Σύμβαση Εμπορικής Αντιπροσωπείας» Georgios K. Karametos

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/0011(COD) της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Σύμβαση εξηρτημένης εργασίας

Σελίδα 1 από 5. Τ

Ref. Ares(2014) /07/2014

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΣΥΓΚΕΦΑΛΑΙΩΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΠΑΡΑΒΙΑΣΕΙΣ ΔΔΙ ΤΟ Περίληψη

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

Εφαρμοστέο δίκαιο στα έναντι τρίτων αποτελέσματα των εκχωρήσεων απαιτήσεων. Πρόταση κανονισμού (COM(2018)0096 C8-0109/ /0044(COD))

ΟΡΟΙ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ BULK SMS ΤΗΣ CYTACOM SOLUTIONS

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΑΣ (ΕΚΠΑ) ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚ. ΕΤΟΥΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής

MSc Αντωνία Μανιάτη. Αντωνία Μανιάτη

ΘΕΜΑ: Αναφορά του κ... (αρ. πρωτ. εισερχ / ).

Γεράσιμος Θεοδόσης «Συμφωνίες πλαίσιο και διοικητικές συμβάσεις»

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Ενωμένη στην πολυμορφία EL 2013/0402(COD) της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών

Ένωση Δικαίου Προστασίας Καταναλωτή. Αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και προστασία του καταναλωτή

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4373,

Transcript:

1 Α.Τ.Ε.Ι. ΚΑΒΑΛΑΣ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΘΕΜΑ ΠΤΥΧΙΑΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: «Η ΚΑΤΟΧΗ ΔΕΣΠΟΖΟΥΣΑΣ ΘΕΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΚΑΙ Η ΣΥΜΠΡΑΞΗ ΕΤΑΙΡΙΩΝ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΟΥ ΑΘΕΜΙΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ: ΚΑΛΑΜΠΟΥΚΑ ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΣΠΟΥΔΑΣΤΡΙΕΣ: ΠΑΠΟΥΤΣΗ ΦΑΝΗ ΠΛΑΒΟΥΛΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΚΑΒΑΛΑ 2006

2 Παπουτσή Φανή Πλαβούλη Κυριακή Φοιτήτριες του ΤΕΙ Καβάλας Τμήμα Διαχείρισης Πληροφοριών Η ΚΑΤΟΧΗ ΔΕΣΠΟΖΟΥΣΑΣ ΘΕΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΚΑΙ Η ΣΥΜΠΡΑΞΗ ΕΤΑΙΡΙΩΝ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΟΥ ΑΘΕΜΙΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ γενικό εμπορικό δίκαιο αθέμιτος ανταγωνισμός δεσπόζουσα θέση σύμπραξη εταιριών νομολογία

3 ΚΑΒΑΛΑ 2006 Αφιερωμένη στους γονείς μας, για την μακροχρόνια υπομονή τους.

4 ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΚ ΔΕΚ ΕΑ ΕΕμπΔ ΕρμΑΚ ΕΠΙΒΙ βλ ό.π : : : : : : : : Αστικός Κώδικας Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Επιτροπή Ανταγωνισμού Επιθεώρηση Εμπορικού Δικαίου Ερμηνεία Αστικού Κώδικα Επιθεώρηση Πνευματικής και Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας βλέπε όπως παραπάνω

5 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Βασικό χαρακτηριστικό του εμπορίου, όπως διεξάγεται με το καθεστώς της ελεύθερης οικονομίας είναι ο ανταγωνισμός. Αυτό σημαίνει ότι ένας έμπορος έχει τη δυνατότητα και το δικαίωμα να προσπαθήσει να προσελκύσει τους πελάτες των άλλων εμπόρων που ακούν την ίδια δραστηριότητα. Η ελευθερία αυτή είναι κατά κανόνα ένα στοιχείο θετικό, που συντελεί στην πρόοδο και την ανάπτυξη του εμπορίου. Προϋπόθεση όμως για κάτι τέτοιο είναι τα μέσα προσέλκυσης της πελατείας να μην είναι αντίθετα με τα χρηστά ήθη και την καλή πίστη, ο ανταγωνισμός δηλαδή να μην είναι αθέμιτος. Σε ένα πρώτο κεφάλαιο λοιπόν θα ασχοληθούμε με την έννοια του δικαίου του αθέμιτου ανταγωνισμού, την σχέση του με τον ελεύθερο ανταγωνισμό και τον Αστικό Κώδικα, καθώς επίσης και τρόπους καταπολέμησής του. Το δεύτερο κεφάλαιο θα είναι αφιερωμένο στην έννοια της καταχρηστικής εκμετάλλευσης της δεσπόζουσας θέσης. Στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο θα αναφερθούμε στις μορφές των απαγορευμένων συμπράξεων και ποιες από αυτές τις συμπράξεις απαλλάσσονται από τον απαγορευτικό κανόνα. Θα ολοκληρώσουμε εξετάζοντας τον όρο της νομολογίας αναλύοντας τις δικαστικές λύσεις των νομολογιακών παραδειγμάτων.

6 Εισαγωγή ανταγωνισμού Η έννοια του ανταγωνισμού και ιδιαίτερα του οικονομικού ανταγωνισμού, αναφέρεται στην εξωτερική συμπεριφορά περισσότερων εξ υποθέσεων προσώπων, καθένα από τα οποία προσπαθεί να επιτύχει κάποιο ευνοϊκό οικονομικό αποτέλεσμα (σύναψη σύμβασης σε πελάτες, προμηθευτές, εργαζόμενους, αντιπροσώπους κλπ., ενίσχυση ή διατήρηση της ίδιας θέσης στην αγορά, αποφυγή συνεπειών, δυσμενών γεγονότων) εις βάρος (όχι απαραίτητα κατ αποκλεισμό) των ανταγωνιστών του. Η δυνατότητα επιρροής στη θέση του άλλου προϋποθέτει την ύπαρξη συστήματος, όπου η συμπεριφορά του ενός είναι ικανή να επηρεάσει δυσμενώς τη θέση του άλλου. Αυτό το σύστημα (=η «αγορά») καθορίζεται με βάση δύο παραμέτρους. Η πρώτη αφορά το «χώρο» των συναλλαγών, που συνήθως είναι κάποιος γεωγραφικός χώρος, όπως είναι η λαϊκή αγορά της γειτονιάς, το εμπορικό κέντρο μιας πόλης, η αγορά της Αθήνας, της Ελλάδας, της Ευρώπης ή και η παγκόσμια αγορά, μπορεί όμως να είναι και κάποιο ιδεατό πεδίο συναλλαγών, στο οποίο η πρόσβαση γίνεται διαφορετικά, ιδίως σήμερα μέσω ηλεκτρονικών μέσων. Η δεύτερη παράμετρος είναι η σχετική ομοιομορφία των συναλλαγών (της προσφοράς ή της ζήτησης, όχι αναγκαία και το ομοειδές των προϊόντων ή υπηρεσιών, στο μέτρο που υπάρχουν υποκατάστατα ή εναλλακτικές λύσεις), που δίνει τη δυνατότητα της συγκριτικής αξιολόγησης των επιμέρους παροχών και επιλογής. Πάντως κάθε αγορά δεν γεννά ανταγωνισμό. Υπάρχουν μονοπωλιακά ή ολιγοπωλιακά διαρθρωμένες αγορές, όπου ο ανταγωνισμός δεν είναι δυνατός, μπορεί όμως να (επανα)λειτουργήσει, αν αλλάξουν οι δομές τους η συγκυρία που δημιούργησε το μονοπώλιο ή το ολιγοπώλιο, ή τα τελευταία καταπολεμηθούν με τη νομοθεσία για τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Αντίθετα, η ανυπαρξία αγοράς ( σε κράτη διευθυνόμενης οικονομίας) αποκλείει την δυνατότητα ανταγωνισμού, εκτός αν αυτή αναπτύσσεται σε παράλληλο (παραοικονομικό) πεδίο. Ο ανταγωνισμός θεωρείται επωφελείς οικονομική διαδικασία. Αποτελεί κίνητρο για απόδοση, συντελεί στη βελτίωση των παροχών, του τεχνικού εξοπλισμού και των τιμών, εκσυγχρονίζει του όρους συναλλαγής, καθορίζει με ταχύτητα τι θα προσφερθεί στην αγορά και σε ποιες ποσότητες και τελικά αποβαίνει προς όφελος όλων των παραγόντων της αγοράς, συμπεριλαμβανομένων των καταναλωτών και της εθνικής οικονομίας. Ο ανταγωνισμός συντελεί ώστε κάθε επιχειρηματίας να προσπαθεί να υπερτερεί σε σύγκριση με τους ανταγωνιστές του. Ο ανταγωνισμός αποτελεί συνεπώς υγιή και ευκταία ανθρώπινη δράση «αν όχι ως προστατευτέος θεσμός πάντως ως αναντικατάστατος συντελεστής προόδου και ευημερίας».

7 Η αγορά και συνεπώς και ο ανταγωνισμός, διέπεται από οικονομικούς κανόνες, αποτελούν όμως και έννομη τάξη διεπόμενη από κανόνες δικαίου. Η ελευθέρια στον ανταγωνισμό θεσμοποιείται, γίνεται ελευθέρια sub lege, που ταυτίζεται με την ισότητα στον ανταγωνισμό. Καθένας πρέπει ν απολαμβάνει τις ίδιες δυνατότητες ανταγωνισμού: η αρχή του ανταγωνισμού. Η διατήρηση αυτής της αρχής εξαρτάται από δύο(2) προϋποθέσεις. Πρώτον, προϋποθέτει τον προσδιορισμό από την έννομη τάξη των πλαισίων της επιτρεπόμενης συμπεριφοράς στον ανταγωνισμό. Επιτρεπόμενη συμπεριφορά νοείται η αρχή της καλύτερης παροχής, της καλύτερης αποδόσεως, βασιζόμενη φυσική ευχέρεια καθενός ν ανταγωνίζεται. Η επιλογή ανήκει ελεύθερα στον πελάτη. Μέσα ή μέθοδοι που αλλοιώνουν αυτό το αποτέλεσμα είναι αθέμιτα και μη αποδεκτά από την έννομη τάξη. Ο αθέμιτος ανταγωνισμός παρίσταται έτσι ως αντικειμενικώς αξιολογημένη κατάχρηση της φυσικής ευχέρειας για ελεύθερο ανταγωνισμό. Συνεπώς, μόνον ο αθέμιτος ανταγωνισμός είναι ελεύθερος. Αυτή η πρώτη προϋπόθεση της αρχής του ανταγωνισμού καλύπτεται και ρυθμίζεται από το δίκαιο του αθέμιτου ανταγωνισμού. Δεύτερον, προϋποθέτει τη διατήρηση αυτού του ανταγωνισμού καθαυτού ως οικονομικού φαινομένου. Έτσι διπλασιάσθηκε το δίκαιο κατά των περιορισμών του ανταγωνισμού ή καλύτερα το δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού.

8 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ 1.1 ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΟΥ ΑΘΕΜΙΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ Βασικό νομοθέτημα του δικαίου αυτού είναι ο νόμος 146/1914 «περί αθέμιτου ανταγωνισμού». Είναι δημιούργημα των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών του τέλους του 19 ου και των αρχών του 20 ου αιώνα. Αν και στις απαρχές του το δίκαιο αυτό σκόπευε στην προστασία των ανταγωνιζομένων, η κατά τις τελευταίες δεκαετίες εμφάνιση νέων οικονομικών δομών, στρατηγημάτων και φαινομένων, η υπερανάπτυξη της βιομηχανίας και των συστημάτων επηρεασμού της αγοράς συντέλεσαν ώστε οι σκοποί του να επεκταθούν και στην προστασία των καταναλωτών και της ολότητας. Όλα τα συμφέροντα, καταναλωτών και ολότητας, συγκλίνουν και συνθέτουν την ίδια αποστολή του δικαίου του αθέμιτου ανταγωνισμού, δηλονότι να διατηρείται η ανταγωνιστική ελευθερία «καθαρή» από αθέμιτες πράξεις. Ο νομοθέτης δεν καθορίζει το θεμιτό ή το σύννομο της ανταγωνιστικής ελευθερίας. Αρνητικά δίνει πρότυπα αθέμιτης και ειδικώς παράνομης κατά τον ανταγωνισμό συμπεριφοράς, χρησιμοποιώντας για τις πρώτες γενικά την έννοια των χρηστών ηθών και για τις δεύτερες το συγκεκριμένο προσδιορισμό του πραγματικού τους. 1.1.1 Η αντίληψη των συναλλαγών Οι συναλλαγές στην αγορά αποτελούν το πεδίο εκδήλωσης των ανταγωνιστικών πράξεων στις οποίες εφαρμόζεται το δίκαιο του αθέμιτου ανταγωνισμού. Ήδη η πλήρωση των χρηστών ηθών του άρθρου 1 με βάση τη νομολογιακή θέση που απαγορεύει τη χρήση «μεθόδων και μέσων αντίθετα προς την ηθική ομαλότητα των συναλλαγών» δείχνει την έμμεση σημασία της έννοιας αυτής στο κανονιστικό επίπεδο. Σε ένα δεύτερο επίπεδο η αντίληψη των συναλλαγών ως πραγματικό γεγονός, αντικείμενο απόδειξης, επεμβαίνει αποφασιστικά σχεδόν σε κάθε πράξη αθέμιτου και παράνομου ανταγωνισμού. Είναι δυναμικό μέγεθος που υπόκειται σε συνεχή αλλαγή. Προσδιορίζει και διαπλάθει την κατεξοχήν δυναμική υφή του δικαίου ανταγωνισμού ως δικαιϊκού κλάδου. Η σχέση του ανταγωνισμού μεταξύ δυο επιχειρήσεων, η πρόκληση κινδύνου σύγχυσης από τη δημιουργία απομιμητικών προϊόντων και η ύπαρξη ανταγωνιστικής πρωτοτυπίας, η έννοια της σύγκρισης στη συγκριτική διαφήμιση, η ανακρίβεια μιας δήλωσης στα πλαίσια του άρθρου 3., ο κίνδυνος σύγχυσης στο δίκαιο των διακριτικών γνωρισμάτων και η καθιέρωση ή επικράτηση μιας ένδειξης στις συναλλαγές ή η φήμη της, ο χαρακτηρισμός μιας ένδειξης ως περιγραφικής ή κοινόχρηστης, η αξιολόγηση μιας είδησης ως βλαπτικής κατά την έννοια του άρθρου 11 και η έννοια της παραπλάνησης,

9 μαρτυρούν την αποφασιστική σημασία της αντίληψης των σχετικών συναλλακτικών κύκλων. Η αντίληψη λοιπόν των συναλλαγών μας οδηγεί στην αξιολόγηση κάθε σχεδόν ανταγωνιστικής πράξης ή δραστηριότητας. Σύμφωνα με την άποψη που επικρατεί ακόμη και αν εκτιμήσει κανείς τον κίνδυνο σύγχυσης ή παραπλάνησης ως νομική έννοια, η αντίληψη των συναλλαγών δεν παύει να αποτελεί το πραγματικό υπόστρωμα της νομικής αυτής έννοιας. Τρόποι διάκρισης εμπορευμάτων / υπηρεσιών ή επιχείρησης και διαφημιστικά μέτρα αναπτύσσουν την επίδραση τους μέσα και μέσω των συναλλαγών με αποτέλεσμα η παραπλάνηση να κρίνεται από τους αποδέκτες τους, είτε αυτοί είναι οι τελικοί καταναλωτές, όπως συνήθως συμβαίνει, είτε αποδέκτες με ειδικές γνώσεις. Το δίκαιο του ανταγωνισμού διέπεται από την παντοδυναμία της αντίληψης των συναλλαγών, πράγμα που απορρέει ευθέως από τη φύση του ως «εξωτερικό» δίκαιο της επιχείρησης. Ως εκ τούτου επιβάλλεται η εύρεση αφενός των ορίων της αντίληψης των συναλλαγών στα πλαίσια της ερμηνείας κάθε διάταξης του νόμου 146 και αφετέρου τρόπους διαπίστωσής της που είναι διαφανείς και αντικειμενικά ελέγξιμοι. Η αντίληψη του ανταγωνιστή ή των ανταγωνιστών για το πώς αντιλαμβάνονται, αξιολογούν ή νοηματοδοτούν μια ορισμένη ανταγωνιστική πράξη αρχικά δεν ασκεί έννομη επιρροή. Αποφασιστική είναι η αντίληψη των συναλλαγών ή όπως αναφέρουν πολλές αποφάσεις, των σχετικών συναλλακτικών κύκλων, στους οποίους απευθύνεται η συγκεκριμένη ανταγωνιστική ενέργεια, κατά κανόνα διαφήμιση (αποδέκτες). Η οριοθέτηση του κύκλου αυτού από τους συναλλακτικούς κύκλους, που δεν είναι οι αποδέκτες ή στόχοι της συγκεκριμένης διαφημιστικής ενέργειας έχει εξαιρετική σημασία. Ό,τι είναι αυτονόητο για τον ειδικό, ενδέχεται να είναι παραπλανητικό για τον καταναλωτή. Η αντίληψη των συναλλαγών εξακολουθεί να παραμένει ένα από τα αμφισβητούμενα και αδιαφανή ζητήματα στο δίκαιο του αθέμιτου ανταγωνισμού. Πρόκειται για διαπίστωση ενός πραγματικού γεγονότος, για το οποίο όμως το δικαστήριο που κρίνει δεν διατάσσει αποδείξεις αλλά κρίνει με βάση την ίδια πείρα. Η άποψη αυτή προέρχεται από το γεγονός ότι ο δικαστής που κρίνει συμμετέχει ως τελικός «μέσος καταναλωτής» στις συναλλαγές, εφόσον αφορούν προϊόντα καθημερινής, μαζικής χρήσης. Έτσι με την κατηγορία του μέσου καταναλωτή ή μέσου αποδέκτη επιτυγχάνει η νομολογία το μετασχηματισμό της αντίληψης των συναλλαγών από πραγματικό γεγονός σε κανονιστικό μέγεθος και παραμέτρους εξειδίκευσης αόριστων εννοιών του νόμου. Τα διδάγματα της κοινής πείρας παρατηρούνται συχνά χωρίς περαιτέρω στήριξη και επιχειρηματολογία. Στην πραγματικότητα κατά κανόνα οι αντιλήψεις του δικαστή που κρίνει ή τα συμπεράσματα των νομολογιακών προηγούμενων υιοθετούν την αντίληψη των συναλλαγών

10 καθώς και τα διδάγματα της κοινής πείρας. Η στάση των ελληνικών δικαστηρίων δεν είναι μοναδική. Απαντάται και σε πολλές άλλες έννομες τάξεις όταν τα δικαστήρια πρέπει να αποφασίσουν σε αντιπαραθέσεις αθέμιτου ανταγωνισμού. 1.2 ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ Κύριο στοιχείο του αθέμιτου ανταγωνισμού είναι η ανθρώπινη πράξη, η οποία μπορεί να συνίσταται τόσο σε θετική ενέργεια φυσικού ή νομικού προσώπου όσο και σε παράλειψη. Η ηθικονομική απαξιολογική κρίση του άρθρου 1 του ν. 146/1914 αναφέρεται ειδικώς στη συμπεριφορά του ανταγωνισμού: Η πράξη πρέπει να τελείται με σκοπό ανταγωνισμού, να είναι δηλαδή ανταγωνιστική ενέργεια (πράξη ή παράλειψη). Ο σκοπός ανταγωνισμού ταυτίζεται με την πρόθεση ανταγωνισμού. Από τις αναφορές στην αιτιολογική έκθεση του άρθρου 1 του ν. 146/1914 που αφορούν τον σκοπό του ανταγωνισμού προκύπτει ότι τον νομοθέτη ενδιέφεραν οι πράξεις που εμπίπτουν στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς και ότι με τον όρο «σκοπός ανταγωνισμού» δεν υποδηλώνεται μία ειδικότερη έννοια του οικονομικού ανταγωνισμού. Για τον προσδιορισμό της έννοιας του ανταγωνισμού του άρθρου 1 θα τεθεί ως βάση η νομική έννοια του οικονομικού ανταγωνισμού στο σύστημα της οικονομίας, η οποία προϋποθέτει την ύπαρξη περισσοτέρων (τουλάχιστον 2) ανεξάρτητων ανταγωνιστών, των οποίων πρέπει να διασφαλίζεται η ελεύθερη και θεμιτή δράση στην αγορά όπου αναπτύσσουν την δραστηριότητά τους με την επιδίωξη της σύναψης συναλλακτικών σχέσεων με τρίτους. Πρέπει πάντως να επισημανθεί ότι, κατά τη νομοθετική αντίληψη της εποχής, η «ηθικότητα» του ανταγωνισμού, σύμφωνα με τα οποία μόνος θεμιτός ανταγωνισμός ήταν ο «αποδοτικός ανταγωνισμός» (Leistungwettbewerb), αυτός δηλαδή που στηριζόταν στα προσόντα της παροχής. Η πράξη ανταγωνισμού πρέπει να τελείται με σκοπό ανταγωνιστικό, πρέπει δηλαδή να υπάρχει η πρόθεση της ενίσχυσης του ίδιου ή ξένου ανταγωνισμού (τρίτων προσώπων) που πρέπει να επιδιώκεται, ως άμεσο ή και ως έμμεσο αποτέλεσμα της πράξης του ανταγωνισμού, ο επηρεασμός της απόφασης της προπαρασκευής, σύναψης ή εκτέλεσης ορισμένων ή αορίστων εμπορικών, βιομηχανικών ή γεωργικών συναλλαγών. Δεν αρκεί το γεγονός ότι η πράξη είναι αντικειμενικώς ικανή για την προώθηση του ίδιου του ανταγωνισμού ή του ανταγωνισμού τρίτου ούτε είναι αναγκαίο ο αποκλειστικός λόγος τέλεσης της πράξης να είναι ο σκοπός του ανταγωνισμού ούτε απαιτείται να πραγματοποιήθηκε ο σκοπός αυτός με την πράξη ούτε αρκεί η ζημία μόνο του ανταγωνιστή.

11 Το δίκαιο του αθέμιτου ανταγωνισμού αποτελεί «εξωτερικό δίκαιο» της επιχείρησης με την έννοια ότι ρυθμίζει τις εξωτερικές δηλαδή, τις προς τρίτους εκφάνσεις της οικονομικής, επιχειρηματικής δράσης της επιχείρησης. Δεν διαφέρει, άμεσα τουλάχιστον, η παραγωγή ενός προϊόντος αλλά η προσφορά, η κυκλοφορία ή η διαφήμιση αυτού ή μιας υπηρεσίας με οποιοδήποτε τρόπο στην αγορά δηλαδή στους (αποδέκτες, καταναλωτές και μη). Κατά γενική άποψη ο κλάδος του αθέμιτου ανταγωνισμού εισάγει ειδικές αδικοπραξίες σε σχέση με τη γενική αδικοπρακτική διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ 1. Όμως ο σκοπός του έχει απελευθερωθεί πλέον από την ιστορική σύλληψη του ως σύστημα ειδικής αδικοπρακτικής ευθύνης των εμπόρων 2. Από το δίκαιο αδικοπρακτικής ευθύνης έχει μεταβληθεί με δίκαιο συμπεριφοράς των επιχειρήσεων στην αγορά 3. Πρόκειται για τη λειτουργική μεταβολή του δικαίου του αθέμιτου ανταγωνισμού από το δίκαιο που προστατεύει τα στενά, ατομικά συμφέροντα των ανταγωνιστών και σε δίκαιο προστασίας υπερατομικών συμφερόντων 4. Το αντικείμενό του έγκειται πλέον στην προστασία των συμφερόντων των ανταγωνιστών, της δομής του ανταγωνισμού μέσω της προστασίας της ολότητας, αλλά και των συμφερόντων των καταναλωτών 5.Αν και η ένταση της προστασίας ποικίλλει στις διάφορες διατάξεις του, η προάσπιση των ατομικών συμφερόντων των ανταγωνιστών εξακολουθεί όμως να αποτελεί το κύριο αλλά όχι πλέον αποκλειστικό πεδίο εφαρμογής του. Προστατεύεται η οικονομική ελευθερία όχι στη μορφή δικαιώματος αλλά σε επίπεδο ιδιωτικού συμφέροντος και θεσπίζονται κανόνες 1 Απολύτως κρατούσα άποψη ΜΠρΧαν 396/1997, ΕΕμπΔ 1997, 799 ΠΠρΑθ 9958/1996, ΕπισκΕΔ 1998, 233 Γεωργακόπουλος, ΕΕμπΔ 1954, 128 επ. Ρόκας 10,24 Κοτσίρης 45 Μαρίνος, ΕΕμπΔ 1992, 498 Περάκης, Αθέμιτος Ανταγωνισμός, σελ. 11 αρ. 29 Λιακόπουλος. Η οικονομική ελευθερία 321 Αλεξανδρίδου 229. Βλ. και τη δικονομική διάταξη του άρθρου 19 ν. 146 σύμφωνα με την οποίαοι αξιώσεις για παράλειψη και αποζημίωση εισάγονται ως εμπορικές υποθέσεις ενώπιον του αρμοδίου πρωτοδικείου, η οποία κατά γενική άποψη θεωρείται ότι εισάγει την εμπορικότητα της σχετικής αδικοπραξίας ακόμη και αν υποκείμενό της είναι μη έμπορος, Γεωργακόπουλος. Η νομική φύση του αθέμιτου ανταγωνισμού, ΕΕμπΔ 1954, 121 περάκης, Γενικό μέρος 207 αρ. 2. 2 Αυτό συνέβαινε ήδη από τη θέσπισή του, εφόσον εφαρμόζεται και σε μη εμπορικές συναλλαγές, όπως είναι οι γεωργικές (άρθρο 1 ν. 1460 και κατά την ορθότερη άποψη και σε ελεύθερους επαγγελματίες. 3 Υπό την οπτική αυτή γωνία ακολουθεί την εξέλιξη του κλασσικού εμπορικού δικαίου σε δίκαιο επιχειρήσεων. 4 Βλ. Περάκη, Αθέμιτος Ανταγωνισμός σελ. 16 επ. αρ 51 επ. Μαρίνο, ΔΕΕ 1999, 271 Κοτσίρη, Αρμ. 1975, 649 Αλεξανδρίδου παντού. Λιακόπουλου, Η οικονομική ελευθερία 314 επ. Ως λειτουργική μεταβολή θεωρείται η προσαρμογή ενός κανόνα δικαίου ή και ενός θεσμού, ο οποίος μεταβάλλει το σκοπό του και αναπτύσσει στο μεταβλημένο οικονομικό, κοινωνικό περιβάλλον επιπρόσθετες λειτουργίες και σκοπούς, οι οποίοι καθιστούν δυνατή την «επιβίωσή του» χωρίς καμιά νομοθετική μεταβολή. Η χρήση γενικών ρητρών, όπως εκείνη των χρηστών ηθών, είναι κατεξοχήν μέσα υλοποίησης της λειτουργικής μεταβολής. 5 Αντιπροσωπευτικά ΠΠρΘεσ 14994/1997, ΕΕμπΔ 1997, 806. ΠΠρΑθ 1523/1997, ΔΕΕ 1997, 1164. ΜπρΚαβ 410/1994, ΕΕμπΔ 1995, 511 ΠΠρΑθ 97/1986, ΕΕμπΔ 1986,707. για τις διάφορες θεωρίες που διατυπώθηκαν κατά καιρούς Κοτσίρης αρ. 77 επ., ο οποίος υπό τον όρο αντικείμενο της προστασίας, σε αντίθεση με την άποψη που υποστηρίζεται στο κείμενο, αντιλαμβάνεται τους σκοπούς του νόμου, ενώ την έννοια του υποκειμένου της προστασίας υπάγει τα προστατευόμενα πρόσωπα.

αναμενόμενης από την έννομη τάξη «ορθής συμπεριφοράς του παιχνιδιού» στην αγορά («fair play») Με τη θέση αυτή εγκαταλείπεται οριστικά η προσπάθεια ανεύρεσης ενός αντικειμένου προστασίας ή ενός μοναδικού σκοπού του δικαίου του αθέμιτου ανταγωνισμού και ολοκληρώνεται η υποκατάστασή του από το εγχείρημα εύρεσης των προστατευόμενων συμφερόντων. Συγχρόνως χάνουν την πειθώ τους οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί παλαιότερα περί σκοπού του δικαίου του αθέμιτου ανταγωνισμού με τις δυο βασικές προσεγγίσεις τους, με βάση την προστασία της προσωπικότητας στην οικονομική δραστηριότητά της, ενώ η δεύτερη επικεντρωνόταν στην προστασία της επιχείρησης. Κοινός παρονομαστής, και δογματική βάση της αδικοπραξίας του αθέμιτου ανταγωνισμού αποτελούσε η προσβολή δικαιώματος, που αφορά αποκλειστικά την προστασία των ιδιωτικών δικαιωμάτων. Σκοπός του δικαίου του αθέμιτου ανταγωνισμού στο μέτρο που προστατεύει τους ανταγωνιστές δεν είναι το να αποφευχθεί η ζημιά ή ο εκτοπισμός τους από την αγορά, αλλά μόνο αποφυγή εκείνης της ζημιάς ή του εκτοπισμού που προκαλούνται «αθέμιτα». Κατά άλλη άποψη το δίκαιο του αθέμιτου ανταγωνισμού θεωρείται ως ένα σύνολο εξειδικευμένων κανόνων δικαίου, που απαγορεύουν την καταχρηστική άσκηση της ελευθερίας ανταγωνισμού. Κατά τη θεώρηση αυτή ο ν. 146 αποτελεί ειδική έκφανση της ΑΚ 281. Το σημαντικό δογματικό μειονέκτημα της άποψης αυτής είναι η αδικαιολόγητη άρνηση της νομολογίας να υπαγάγει την καταχρηστική άσκηση της συμβατικής ελευθερίας στο κανονιστικό πεδίο του άρθρου ΑΚ 281. Το ερώτημα για το σκοπό του ν. 146 («τι προστατεύει») συνέχεται πολύ στενά με το αντικείμενο προστασίας («ποιόν προστατεύει»). Ο σκοπός και το αντικείμενο προστασίας έχουν θεμελιώδη σημασία κατά την πλήρωση της έννοιας των χρηστών ηθών του άρθρου 1 καθώς και την ερμηνεία των ειδικών διατάξεων του νόμου. Η στάθμιση συμφερόντων οφείλει να λαμβάνει υπόψιν το σκοπό και τα αντικείμενα προστασίας. Ο ν.146 δεν έχει σκοπό να προστατέψει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν σκοπεύει επίσης να προστατεύει μια ορισμένη κατηγορία συναλλασσόμενων επιχειρήσεων ή να διατηρήσει παραδοσιακές μορφές ανταγωνισμού, διανομής κλπ. Δεν ανήκει στην αποστολή του η καταπολέμηση ασυνήθιστων, πρωτόγνωρων, κακόγουστων ή αντιαισθητικών μεθόδων προώθησης προϊόντων ή υπηρεσιών και κατά μείζονα λόγο η επιβολή λογοκρισίας υπό το πρόσχημα των χρηστών ηθών. Στο επίπεδο κάθε συναλλακτικού αγαθού πεδίο εφαρμογής είναι ο ανταγωνισμός. Ο νόμος ρυθμίζει τον ανταγωνισμό στο επίπεδο των «εμπορευμάτων» και των «εργασιών» κατά την έννοια του άρθρου 2. Οι όροι αυτοί απαντώνται στο άρθρο 3 παρ.1, άρθρο 5 παρ. 1. άρθρα 6-9, 11-13 παρ. 3 και αποτελούν το αντικείμενο των συναλλαγών του άρθρου 1. Υπό τους όρους αυτούς ο νόμος εννοεί βιομηχανικά και γεωργικά προϊόντα καθώς και εμπορικές, βιοτεχνικές και γεωργικές 12

13 εργασίες. Πρόκειται για έννοιες οι οποίες κατά τη γενική άποψη ερμηνεύονται ευρύτατα, έτσι ώστε να συμπεριλάβουν κάθε αγαθό ή υπηρεσία που έχει οικονομική και ανταγωνιστική αξία στις συναλλαγές ή θεωρείται από τις συναλλαγές στοιχείο της επιχείρησης (προϊόντα, υπηρεσίες, διαφημιστικές ιδέες, συστήματα διανομής, καλή φήμη, άδειες εκμετάλλευσης-άϋλων αγαθών, δικαιώματα πνευματικής και βιομηχανικής ιδιοκτησίας κλπ.) Το δίκαιο του αθέμιτου ανταγωνισμού αποτελεί τμήμα του ιδιωτικού δικαίου. Θεωρείται από συστηματική άποψη ότι ανήκει στο εμπορικό δίκαιο 6. Το δίκαιο του αθέμιτου ανταγωνισμού αφορά γενικότερα την προστασία των προϊόντων της ανθρώπινης δημιουργικής διάνοιας στον τομέα των επιχειρηματικών συναλλαγών και της τεχνολογίας. 1.3 ΤΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΘΕΜΙΤΟ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟ Το σύστημα του νόμου επιτρέπει το διαχωρισμό των πράξεων σε πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού («uniauterer Wettbewerb», «concurrence deloyale»), που απαγορεύεται από το άρθρο 1, και σε πράξεις «απαγορευμένου» ή «παράνομου» ανταγωνισμού («unerlaubter Wettbewerb», «concurrence illicite»), που απαγορεύονται από τις επιμέρους διατάξεις. Η κατάταξη των πράξεων απαγορευόμενου ανταγωνισμού μπορεί να γίνει ως εξής : τα μεν άρθρα 3-9 αναφέρονται σε πράξεις που στρέφουν εναντίον αόριστου κύκλου ανταγωνιστών, ενώ οι υπόλοιπες απαγορεύσεις αφορούν πράξεις που στρέφονται εναντίον κάποιου συγκεκριμένου ανταγωνιστή. Συστηματικές διακρίσεις I. Διάκριση με κριτήριο αν μια πράξη στρέφεται εναντίον ενός ή αόριστου αριθμού ανταγωνιστών. Ο νόμος μπορεί να διαιρεθεί σε δυο μέρη. Το πρώτο μέρος (άρθρα 1-9) αναφέρεται σε πράξεις ανταγωνισμού που στρέφονται κατά αορίστου αριθμού προσώπων. Αυτό έχει ως πρακτική συνέπεια ότι νομιμοποιούνται να ασκήσουν αγωγή με αίτημα την παράλειψη της ανταγωνιστικής συμπεριφοράς όχι μόνον ο ανταγωνιστής που προσβλήθηκε από την αθέμιτη συμπεριφορά αλλά και ανταγωνιστές όμοιου ή συγγενούς κλάδου, 6 Η συστηματική ένταξη της βιομηχανικής ιδιοκτησίας στα πλαίσια του Γενικού Μέρους του Εμπορικού Δικαίου είναι σήμερα ξεπερασμένη, αφού ο αθέμιτος ανταγωνισμός έχει χειραφετηθεί από την έννοια του εμπόρου. Εξυπηρετεί απλώς διδακτικούς λόγους.

14 εμπορικά και βιομηχανικά επιμελητήρια και εμπορικοί, βιομηχανικοί ή επαγγελματικοί σύλλογοι άρθρο 10). Το δεύτερο μέρος του νόμου αναφέρεται σε πράξεις ανταγωνισμού που στρέφονται κατά ορισμένων μόνον ανταγωνιστών, οι οποίοι και μόνον νομιμοποιούνται ενεργητικώς να ζητήσουν την παράλειψη της αντιανταγωνιστικής παράνομης συμπεριφοράς. Εδώ περιλαμβάνεται το δίκαιο των διακριτικών γνωρισμάτων, πλην του σήματος (άρθρα 13 επ.), οι διατάξεις προστασίας των εμπορικών βιομηχανικών μυστικών (άρθρα 16-18), η εμπορική δυσφήμηση (άρθρα 11-12), και ειδικές εκφάνσεις της απαγόρευσης παραπλάνησης των καταναλωτών (άρθρα 6-7). Η διάκριση αυτή παραμελεί την λειτουργική μεταβολή του δικαίου κατά του αθέμιτου ανταγωνισμού από δίκαιο ταγμένο αποκλειστικά στην προστασία των συμφερόντων των ανταγωνιστών σε δίκαιο που προστατεύει και τα συμφέροντα του καταναλωτή αλλά και του ανταγωνισμού ως θεσμού. ΙΙ. Διάκριση σε αθέμιτες και παράνομες πράξεις Ο νόμος προστατεύει στην αρχή (άρθρο 1) τη γενική ρήτρα των χρηστών ηθών, η διάταξη που δεσπόζει στο δίκαιο του αθέμιτου ανταγωνισμού. Η γενική ρήτρα δεν καθιστά περιττές τις διατάξεις που ακολουθούν (άρθρα 3 επ.), οι οποίες αυτοτελώς απαγορεύουν ορισμένες ανταγωνιστικές συμπεριφορές ή πράξεις. Οι διατάξεις αυτές δεν απαιτούν πάντα πρόσκρουση στα χρηστά ήθη (π.χ. άρθρο 3, 13 επ.). 7 Το άρθρο 1 εφαρμόζεται καταρχήν σε όλες τις περιπτώσεις που δεν καλύπτονται από τις ειδικές διατάξεις του νόμου. Όμως η σημασία του δεν εξαντλείται εκεί. Δεν αποκλείεται η συμπληρωματική εφαρμογή του, εφόσον μια ειδική διάταξη παρουσιάζει κενό. Εξάλλου συνηθισμένη είναι η παράλληλη εφαρμογή του προς μια ειδική διάταξη του νόμου 146, εφόσον πληρούνται με την ίδια συμπεριφορά η ανταγωνιστική πράξη και οι προϋποθέσεις της γενικής ρήτρας. Για το λόγο αυτό γίνεται η συστηματική διάκριση μεταξύ αθέμιτου και παράνομου ανταγωνισμού ή αθέμιτων και απλώς παράνομων ανταγωνιστικών πράξεων. Κάθε απαγορευμένη ανταγωνιστική συμπεριφορά είτε μέσω του ν. 146 είτε μέσω της ειδικής νομοθεσίας δεν αντίκειται απαραιτήτως στα χρηστά ήθη. Αν λοιπόν μια πράξη πληρεί το πραγματικό και των δυο διατάξεων, υπάρχει συρροή αξιώσεων. Η συρροή αξιώσεων έχει σημασία, επειδή το άρθρο 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 10 δεν παρέχει αίσθηση παράλειψης μόνο στον άμεσα θιγόμενο ανταγωνιστή αλλά και στα πρόσωπα που εκεί αναφέρονται. Από την άλλη μεριά η αθέμιτη πράξη είναι εξ ορισμού παράνομη, χωρίς να ισχύει και το αντίστροφο. Υπό συστηματική άποψη, όταν κρίνεται το θεμιτό ή νόμιμο μιας συμπεριφοράς συνιστάται η διερεύνηση, αν πληρούνται το πραγματικό μιας διάταξης του νόμου. Αν δεν πληρούνται, εξετάζεται η εφαρμογή 7 Βλ. άρθρο 7 παράγραφος 12.

15 του άρθρου 1. Αλλά ακόμα κι αν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της ειδικής διάταξης, οφείλει κανείς να προβληματισθεί, αν υπάρχουν ενδείξεις για την παράλληλη πλήρωση των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας. III. Διάκριση κατά τα κύρια αντικείμενα προστασίας Διατάξεις του νόμου 146 μπορεί να θεωρηθούν και από τη σκοπιά των αντικειμένων προστασίας ή συμφερόντων αξιών προστασίας. Μπορούν να διακριθούν ως εξής : Προστασία ανταγωνιστικής επιχείρησης και των αποτελεσμάτων. Προστασία της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Πρόκειται για την μεγαλύτερη κατηγορία όπου εξειδικεύουν τη γενική ρήτρα του άρθρου 1, η προστασία των διακριτικών γνωρισμάτων που κτώνται με το ουσιαστικό σύστημα και η προστασία εμπορικών βιομηχανικών απορρήτων. Προστασία καταναλωτή. Στην κατηγορία αυτή εμπίπτει η αθέμιτη και παραπλανητική διαφήμιση καθώς και η περιπτωσιολογία της αθέμιτης κτήσης ή προσέλκυσης πελατών. Προστασία συμφερόντων της ολότητας με την έννοια της προστασίας της δομής του ανταγωνισμού. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν ορισμένες ομάδες του άρθρου 1. 1.3.1 Μεθοδολογική προσέγγιση στη νομική εκτίμηση μιας ανταγωνιστικής ενέργειας υπό τον ν. 146/1914 Σε κάθε περίπτωση ανταγωνιστικής συμπεριφοράς θα πρέπει ο ερμηνευτής να αρχίσει από την νομιμότητα της επιχειρηματικής συμπεριφοράς που βρίσκεται σε κρίση. Η ασυνήθιστη εμπορική πρακτική ή ο πρωτόγνωρος τρόπος διαφήμισης και προώθησης των πωλήσεων δεν είναι a priori πράξη, αθέμιτη ή παράνομη. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ο νόμος περί αθέμιτου ανταγωνισμού αποτελεί εξαίρεση από τη συνταγματικά προστατευόμενη αρχή της οικονομικής ελευθερίας. Συνεπώς το αθέμιτο ή παράνομο της συμπεριφοράς αποτελεί την εξαίρεση, η οποία πρέπει καταλλήλως να θεμελιωθεί. Όποιος επικαλείται τον αθέμιτο ή παράνομο χαρακτήρα μιας πράξης κατά το νόμο του αθέμιτου ανταγωνισμού φέρει το βάρος απόδειξης των πραγματικών περιστατικών που επιτρέπουν την πλήρωση του πραγματικού των διατάξεων που εφαρμόζονται. (άρθρο 667) Η εύρεση των ρευστών στις οικονομικές μεταβολές ορίων, όπου μια πράξη στα πλαίσια της φυσικής ανταγωνιστικής διαδικασίας στην αγορά μετατρέπεται σε αθέμιτη/παράνομη πράξη, αποτελεί το κανονιστικό πεδίο του ν. 146. Η ισχύς των σημαντικών από πρακτική άποψη άρθρων 1,3,13 βαίνει παράλληλα μια ανταγωνιστική συμπεριφορά όπου μπορεί να είναι αθέμιτη κατά το άρθρο 1 και παράνομη κατά το άρθρο 3 ή 13, αρκεί οι προϋποθέσεις εφαρμογής σε κάθε διάταξη να διακρίνονται χωριστά.

16 1.3.2 Σχέση μεταξύ ν. 146/1914 και ν. 703/1977 1.3.2.1 Ο κανόνας Ως κανόνας ισχύει: ο ν. 703/1977 ως ιδιαίτερο υποσύστημα νομικών κανόνων επιδιώκει να εξασφαλίσει την ύπαρξη και διατήρηση ενός λειτουργικού ελεύθερου ανταγωνισμού, όπου κάθε μια επιχείρηση έχει πρόσβαση στην αγορά (ενίσχυση και διατήρηση του ανταγωνισμού με νομικό μηχανισμό). Ο ν. 146 επιδιώκει να εξασφαλίσει ότι ο ανταγωνισμός διεξάγεται μέσα από κανόνες τήρησης ορισμένης «ορθής», «θεμιτής» συμπεριφοράς (θέση ορίων μέσω του δικαίου). Η ύπαρξη του ανταγωνισμού αποτελεί λογικό πρότερο του αθέμιτου ανταγωνισμού. Ήδη ο ορισμός της νομολογίας «ανταγωνισμός είναι η ελεύθερη επιδίωξη σύναψης συναλλακτικών σχέσεων» εμπεριέχει την προϋπόθεση αυτή, όταν προσανατολίζεται στην ελεύθερη από περιορισμούς δραστηριότητα ανάπτυξης και επιχειρηματικής δραστηριότητας. Με άλλη διατύπωση ο ν. 146/1614 στρέφεται κατά του «υπερβολικού ανταγωνισμού», ενώ ο ν. 703/1977 κατά του «υποτονικού» περισσότερο απλοποιημένα ο πρώτος νόμος προστατεύει την «ποιότητα» του ανταγωνισμού, ενώ ο δεύτερος την «ποσότητα». Ο νόμος 703/1977 προστατεύει τον ανταγωνισμό με προληπτικούς και κατασταλτικούς μηχανισμούς, (έλεγχος της συγκέντρωσης επιχειρήσεων και ex post απαγόρευση περιορισμών ανταγωνισμού αντίστοιχα). Αντίθετα ο νόμος 146 περιορίζεται αποκλειστικά στην ex post καταστολή αθέμιτων μεθόδων. Αποτελεί πλέον κρατούσα άποψη ότι το δίκαιο του αθέμιτου ανταγωνισμού επηρεάζεται από τον ν 703/1977. Το άρθρο1 ν. 146/1917 λαμβάνει υπ όψιν του και την προστασία του ανταγωνισμού ως θεσμού ή κατά άλλη διαδεδομένη άποψη και τα δυο υποσυστήματα αποσκοπούν στην προστασία του λειτουργούντος ανταγωνισμού. Αυτό έχει ως συνέπεια τη «λειτουργική προσέγγιση» του ν. 146. Έχει την έννοια ότι τα χρηστά ήθη οφείλουν να λαμβάνουν υπ όψιν τους και το στόχο της λειτουργίας του ανταγωνισμού στην αγορά. Παρά ταύτα η σχέση μεταξύ ν. 146 και ν. 703 εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο αμφισβήτησης, χωρίς να έχει διευκρινισθεί μέχρι τώρα πλήρως σε θεωρητικό και σε νομολογιακό επίπεδο. Η αλληλεπίδραση των δυο αυτών υποσυστημάτων εστιάζεται στη διαπίστωση ότι κατά την διεύρυνση του αθέμιτου ανταγωνισμού θα πρέπει να λαμβάνονται υπ όψιν οι επιδράσεις της υπό κρίση επιχειρηματικής συμπεριφοράς στον ανταγωνισμό. 1.3.2.2. Εκφάνσεις της σχέσης

17 Ωστόσο μπορεί κανείς να επισημάνει ορισμένες βασικές «αντανακλάσεις» του δικαίου κατά των περιορισμών του ανταγωνισμού στο δίκαιο του αθέμιτου ανταγωνισμού. 1.3.2.3 Κοινή κρίση ορισμένων πρακτικών Καταρχήν ορισμένες ανταγωνιστικές συμπεριφορές μπορούν να καταλαμβάνονται και από τα δυο υποσυστήματα, όπως μορφές παρεμποδιστικού ή εξοντωτικού ανταγωνισμού π.χ. μέσω υποτίμησης, άνισης μεταχείρισης συμβαλλομένων για ισοδύναμες παροχές, με εξαναγκασμένες συζευκτικές συμβάσεις 8 καθώς και εκφάνσεις κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης (άρθρο 2 ν. 703/1977) (44). Πρόκειται για το σημαντικότερο σημείο διασταύρωσης των δυο νόμων, όπου η εφαρμογή τους γίνεται χωρίς παράλληλα να υπάρχει σχέση ειδικού προς γενικό. 1.3.3 Σχέση του νόμου 146/1914 με τον ΑΚ 1.3.3.1. Γενικά η εφαρμογή του ΑΚ Η ένταξη του δικαίου του αθέμιτου ανταγωνισμού στο ιδιωτικό δίκαιο επιτρέπει με άνεση την εφαρμογή των διατάξεων του ΑΚ σε ζητήματα όπως είναι η καταβολή της αποζημίωσης, οι τρόποι απόσβεσης της ενοχής, οι τρόποι διακοπής και αναστολής της παραγραφής κλπ. Ζήτημα τίθεται για το κύρος δικαιοπραξιών που αποτελούν απαγορευμένες πράξεις ανταγωνισμού. Σε μια τέτοια περίπτωση όπου ασφαλέστερο είναι να υπάρχει σχετική ακυρότητα υπέρ εκείνου που τον προστατεύει η κάθε διάταξη, π.χ. στο πλαίσιο του άρθρου 3, του καταναλωτή. Γενικότερα, ως προς την εκτίμηση των επιτρεπτών επιμέρους πρακτικών, η εφαρμογή του ΑΚ δεν αποκλείεται, θα πρέπει όμως η εφαρμογή να γίνεται με επίγνωση των διαφορών των δυο συστημάτων. Συγκεκριμένα, ενώ οι διατάξεις του ΑΚ για τις αδικοπραξίες έχουν γενικό πεδίο εφαρμογής, από την άλλη μεριά οι διατάξεις του ν. 146, από ορισμένες απόψεις, υπερβαίνουν εκείνες του ΑΚ. Πράγματι, ορισμένες διατάξεις του ν. 146 δεν προϋποθέτουν υπαιτιότητα ούτε κατά τον ΑΚ, ούτε και την επαγωγή ζημίας. Ορισμένες επίσης διατάξεις εφαρμόζονται ακόμη και όταν οι πράξεις δεν προσβάλλουν δικαιώματα ή συμφέροντα ορισμένου ανταγωνιστή. Παραπέρα ζητήματα θέτουν: Αφενός μεν η προστασία της επιχείρησης πέραν του ν. 146 με βάση τις διατάξεις του ΑΚ. Αφετέρου δε «η συρροή αξιώσεων». 8 Βλ. Περάκη, Αθέμιτος Ανταγωνισμός σελ. 16 αρ. 51 επ. Δελούκα-Ιγγλέση 18.

1.3.3.2. Τρόποι προστασίας της επιχείρησης πέραν του ν. 146 Η προστασία της επιχείρησης επιτυγχάνεται τόσο με κανόνες δημοσίου δικαίου, όσο και με κανόνες ιδιωτικού δικαίου. Τέτοιοι είναι οι κανόνες του ν. 146 εκείνοι των νόμων για την προστασία των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας, αλλά και γενικές διατάξεις του ΑΚ. Βέβαια η εφαρμογή των τελευταίων θα έχει ιδιαίτερη αξία, όταν βλαπτική πράξη τελείται εκτός πλαισίων ανταγωνισμού, για κάλυψη των κενών του ν. 146. Το ζήτημα της εφαρμογής των γενικών διατάξεων για την προστασία της επιχείρησης έχει συνδεθεί ιδίως στη Γερμανία, με το ζήτημα της ύπαρξης ιδιαίτερου «δικαιώματος στην επιχείρηση». Η αποδοχή ενός τέτοιου δικαιώματος στην επιχείρηση, στην πελατεία, ακόμη κι αν έχει τη μορφή όχι πλήρως απόλυτου δικαιώματος, (κατά το πρότυπο της κυριότητας), αλλά μόνο αμυντικού δικαιώματος, ούτε ρεαλιστική είναι, ούτε και μπορεί να στηριχθεί στο ισχύον δίκαιο. Ο λόγος είναι ότι ένα τέτοιο δικαίωμα θα ανήγε κάθε προσβολή της επιχείρησης (και άρα της οικονομικής ελευθερίας του άλλου) σε αδικοπραξία και θα κατέληγε σε εξαφάνιση του ανταγωνισμού. Επιπλέον το ποια μπορεί να είναι η προσβολή της επιχείρησης είναι θέμα εξαιρετικής δυσκολίας. Πράγματι, μόνο τότε αξίζει να γίνεται λόγος, για προσβολή της επιχείρησης (και άρα για αποζημίωση) μπορεί να γίνει λόγος είτε όταν η επιχείρηση προσβάλλεται κατά τη λειτουργία της, είτε όταν η υποχρέωση αποζημίωσης δεν εκτείνεται στην προσβολή επιμέρους στοιχείων της. Παρά την αδυναμία υιοθέτησης δικαιώματος επί της επιχείρησης πέραν του ν. 146, η εφαρμογή της ΑΚ 919 θα είναι δυνατή για την προστασία της επιχείρησης. Αυτό θα έχει ιδιαίτερη αξία όταν δεν υπάρχει ήδη δυνατότητα εφαρμογής του νόμου 146 και θα επιτρέπει αξίωση αποζημίωσης αν υπήρξαν ζημιογόνες πράξεις εκτός πεδίου (ή χωρίς σκοπό) ανταγωνισμού (π. χ. με πολιτικά, θρησκευτικά κίνητρα κλπ.). Παραπέρα δυνατή θα είναι και η εφαρμογή του άρθρου 281 ΑΚ, και γενικότερα, για την προστασία της επιχείρησης από υπερβολές της οικονομικής ελευθερίας, αλλά και για τη συμπλήρωση των κενών του νόμου 146 ή όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής αυτού. Ο Ν. Ρόκας ΕΕμπΔ 1974, 480, με αναφορά στη Γερμανική νομολογία, αναφέρει περιπτώσεις, στις οποίες θα ήταν καταρχήν δυνατή η εφαρμογή της ΑΚ 281. Αξιολογικές κρίσεις που βλάπτουν τη φήμη της επιχείρησης, όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των άρθρων 1 και 11 ν. 146 και 920 ΑΚ η απεργία υπό προϋποθέσεις, βλαπτικές δικαστικές ενέργειες κατά επιχείρησης, καταχρηστική αίτηση πτώχευσης κλπ. Πάντως η εφαρμογή της ΑΚ 281 μπορεί να συναντήσει δυσκολίες στο μέτρο που, όπως λέγεται, η οικονομική ελευθερία,δεν αποτελεί αυτοτελές δικαίωμα, λόγω της σταθερής στάσης της νομολογίας κατά της εφαρμογής της ΑΚ 281 στην καταχρηστική άσκηση της γενικής ελευθερίας. 18

19 Παραπέρα εφαρμογή της ΑΚ 914 δεν πρέπει να αποκλείεται μπορεί όμως να συναντήσει δυσκολίες ιδίως αν γίνει δεκτό ότι η διάταξη αυτή αποτελεί «λευκό» κανόνα, και ακόμη, ενόψει του ότι η προσβολή της περιουσίας δεν είναι παράνομη κατά ΑΚ 914. Για την προστασία της οργανωτικής ιδέας της επιχείρησης, ως άϋλου αγαθού, δυνατή θα είναι η εφαρμογή και του νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας ή των ΑΚ 57, 60. Αν υπάρχει παράβαση των ΑΚ 914, 57και 60 προληπτική αγωγή για παράλειψη δεν αποκλείεται. Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί γενικότερα πως δεν είναι ορθό ότι ο ΑΚ μπορεί να καταλάβει συμπληρωματικά κάθε περίπτωση βλάβης ανταγωνιστή, που δεν καταλαμβάνεται από τον ν. 146. Κι αυτό διότι οι γενικές διατάξεις του ΑΚ και ο νόμος 146 πρέπει να ιδωθούν μαζί ώστε η αξιολόγηση κατά τον ΑΚ να γίνεται και με τα μέτρα του ν. 146. Όπως παρατηρείται όταν δεν υπάρχει ρύθμιση του ν. 146 αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα υπάρξει κενό. Η φύση του ανταγωνισμού ή ο σκοπός των επιμέρους διατάξεων ενδέχεται να αποκλείει την εφαρμογή του ΑΚ για συγκεκριμένη πράξη, όταν η ανταγωνιστική πράξη είναι θεμιτή. Πρόκειται για τη «θετική λειτουργία» του δικαίου του αθέμιτου ανταγωνισμού. Συνεπώς ο νόμος 146 προσδιορίζοντας και τα θετικά όρια, μέχρι τα οποία μπορεί να φθάσει μια ανταγωνιστική συμπεριφορά, θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνος, ως ειδικός, όταν κάποια τέτοια πράξη, χωρίς να είναι αθέμιτη, προκαλεί ζημιά. Από την άλλη μεριά όμως ο νόμος 146, που αναφέρεται μόνο στον αθέμιτο ανταγωνισμό, προϋποθέτει πράξεις που όχι μόνο υποκειμενικά ή κατά απόφαση, αλλά και αντικειμενικά είναι ικανές να αποτελέσουν πράξεις ανταγωνισμού. Πράξεις που έχουν άλλο περιεχόμενο (π.χ. απλώς να πλήξουν την τιμή ή την οικογένεια του ανταγωνιστή, χωρίς να είναι ικανές να προσφέρουν ανταγωνιστικό όφελος στον πράττοντα.), δεν μπορούν να καταλαμβάνονται από τον ν. 146 και θα πλήττονται κανονικά από τις κοινές διατάξεις. Τέλος εννοείται ότι η εφαρμογή του ΑΚ θα είναι αποκλειστική όταν οι βλαπτικές πράξεις τελούνται ολωσδιόλου εκτός πεδίου ν. 146 είτε δηλ. διότι τελούνται σε μη ανταγωνιστικό περιβάλλον, είτε διότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ν. 146, δεν υπάρχει δηλαδή σκοπός ανταγωνισμού. 1.3.3.3. Η συρροή αξιώσεων Δυσκολίες εμφανίζει και το ζήτημα της «συρροής αξιώσεων» όταν υπάρχει παράλληλη εφαρμογή του ΑΚ και του ν. 146. Εδώ δεν πρόκειται για την εφαρμογή του ΑΚ σε μη καλυπτόμενες περιπτώσεις από τον ν. 146, αλλά για το ενδεχόμενο ταυτόχρονης πλήρωσης του πραγματικού και των δυο νομοθετημάτων. Αυτό θα συμβαίνει π.χ. όταν κάποιος δυσφημεί ανταγωνιστή του ισχυριζόμενος προφανώς αναληθή γεγονότα. Κύριο ζήτημα της συρροής θα είναι η τυχόν εφαρμογή της πενταετούς ή της εξάμηνης παραγραφής.

Όπως γενικά παρατηρείται, ότι όταν το ίδιο περιστατικό αποτελεί ταυτόχρονα πράξη αθέμιτου ανταγωνισμού και αδικοπραξία κατά ΑΚ 914. Αλλά η υπαγωγή του ειδικού αδικήματος του αθέμιτου ή παράνομου ανταγωνισμού στις γενικές διατάξεις του ΑΚ μπορεί να οδηγήσει σε εσφαλμένα συμπεράσματα, αν γίνει κατά την έννοια της συνεφαρμογής του ΑΚ σε κάθε περίπτωση καταλαμβανόμενη και από τον ν. 146, διότι όπως ήδη αναφέρθηκε, ο ν. 146 προβαίνει σε ειδική εκτίμηση της ανταγωνιστικής συμπεριφοράς και θα πρέπει να έχει το προβάδισμα απέναντι στον ΑΚ. Συνεπώς ο ν. 146, ως νόμος ρυθμιστικός του ανταγωνισμού και άρα ειδικής αποστολής, θα πρέπει να υπερισχύει, κάθε φορά που πράξη ανταγωνισμού προκαλεί βλάβη, κατά παράβαση των χρηστών ηθών. Από την άλλη μεριά ο ν. 146 δεν έχει ως αποστολή την πάταξη ανταγωνιστικών συμπεριφορών που υπερβαίνουν την παράβαση των χρηστών ηθών και εισέρχονται στο χώρο του κοινού εγκλήματος. Έτσι δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται, όταν προκαλείται βλάβη σε ανταγωνιστή με πράξη βίαιου ανταγωνισμού, χωρίς οικονομική σημασία τέτοια, που να μπορεί να ενταχθεί σε κάποια φυσιολογική ανταγωνιστική στρατηγική (π.χ. τραυματίζω τον ανταγωνιστή μου για να τον καταστήσω ανίκανο προς εργασία, ή προσλαμβάνω ύποπτα πρόσωπα που θα ληστέψουν το ταμείο του, ή που θα απαγάγουν το παιδί του ζητώντας λύτρα, ώστε να πτωχεύσει, ή καταστρέφω τη βιτρίνα του ανταγωνιστή μου). Ενδέχεται δηλαδή, να μην υπάρχει καν το φαινόμενο της «συρροής», με την παραπάνω έννοια, αν γίνει δεκτό ότι προσποιητός ή κατά πρόφαση ή εγκληματικός σκοπός ανταγωνισμού δεν θα πρέπει να έλκει σε εφαρμογή το άρθρο 1 ν.146. Η ειδικότερη προβληματική της συρροής αφορά την πλήρωση του πραγματικού άλλων διατάξεων (εκτός του ν. 146), και α) της γενικής ρήτρας του άρθρου 1 ν.146 (για τον αθέμιτο ανταγωνισμό) ή β) άλλων διατάξεων του νόμου 146 (για τον «απαγορευόμενο «ή «παράνομο» ανταγωνισμό). α) Παράβαση διάταξης εκτός νόμου 146 και της γενικής ρήτρας. Η παράβαση άρθρου 1 ν.146 δεν αποκλείεται συμπτωματικώς και τυχαίως να συνιστά ταυτόχρονα και παράνομη πράξη ή προσβολή εμπράγματου ή άλλου απόλυτου δικαιώματος. Σε μια τέτοια περίπτωση ο ν. 146 θα εφαρμοσθεί κατά κανόνα αποκλειστικά. Θα πρέπει να γίνεται προσεκτική υπαγωγή στις εκτός νόμου 146 διατάξεις, με αναφορά στο γενικά επιτρεπτό του ανταγωνισμού και άρα κάποιας αναγκαίας προσβολής στην οικονομική σφαίρα του ανταγωνιστή. Η παράβαση όμως του άρθρου 1 θα αποτελεί και παράβαση της ΑΚ 919. Κατά μια άποψη υπάρχει και εδώ συρροή, κάτι που θα έχει σημασία π.χ. για την παραγραφή. Η άποψη αυτή είναι ακριβής στο μέτρο που η πράξη έχει ηθική απαξία για λόγους ανεξάρτητους από τον καθορισμό των ορίων του θεμιτού ανταγωνισμού, οπότε η εφαρμογή της ΑΚ 919 θα πρέπει πράγματι να παραμείνει ακώλυτη (αρχή της εύνοιας προς τον δανειστή). Αν όμως η ηθική απαξία εξαντλείται στο αντι-ανταγωνιστικό 20

21 της περιεχόμενο, η αποδοχή της παραπάνω άποψης θα σήμαινε υποβάθμιση της θετικής λειτουργίας του ν. 146, που καθορίζοντας τι απαγορεύεται συγκαθορίζει τα επιτρεπτά όρια του ανταγωνισμού, που δεν μπορούν να περικοπούν παραπέρα με βάση την ΑΚ 919, εφαρμοζόμενη γενικά και χωρίς τις παραπέρα προϋποθέσεις του άρθρου 1 9, που παρατηρεί ότι η παραγραφή του άρθρου 19 αφορά μόνο τις «εκ του νόμου τούτου» αξιώσεις. β) Παράβαση διάταξης εκτός ν. 146 και διάταξης του ν. 146 (άλλης πλην της γενικής ρήτρας). Η παράβαση άλλων διατάξεων του ν. 146 (παράνομος ανταγωνισμός) δεν αποκλείεται είτε να αποτελεί παρανομία και με βάση άλλες γενικές διατάξεις (ιδίως ΑΚ 914 ή 920), είτε καθαυτήν να αντιτίθεται, στα χρηστά ήθη. Στην πρώτη περίπτωση (πράξη απαγορευόμενου ανταγωνισμού που είναι παράνομη και εξ άλλου λόγου π.χ..συρροή άρθρων 11 ν. 146 και 920 ΑΚ) θα υπάρχει συρροή (με εφαρμογή της αρχής της πιο ευμενής για τον δανειστή μεταχείρισης άρα εφαρμογή ΑΚ 937), στο μέτρο που προστατεύονται διαφορετικά αγαθά (π.χ. με δήλωση προσβάλλεται η ηθική υπόσταση ανταγωνιστή). Στη δεύτερη περίπτωση όταν δηλαδή η πράξη παράνομου ανταγωνισμού είναι και ανήθικη ) θα πρέπει να αναζητείται αν η ανηθικότητα έχει απαξία σε σχέση με τον ανταγωνισμό ή όχι. Αν η ανηθικότητα αφορά αθέμιτη πράξη με τα κριτήρια του άρθρου 1 ν. 146, η εφαρμογή αυτού θα είναι δυνατή, όχι όμως και της ΑΚ 919. Για τη συρροή με την τελευταία θα πρέπει να διαπιστώνεται ότι η ηθική απαξία υπερβαίνει το ζήτημα του ανταγωνισμού με προσβολή άλλων αγαθών. Διαφορετικό από τη συρροή αξιώσεων είναι το ζήτημα της σύγχρονης άσκησης αγωγής. 1.3.4 Η νομοτεχνική αντιμετώπιση του αθέμιτου ανταγωνισμού Βασικό πρόβλημα του δικαίου του αθέμιτου ανταγωνισμού είναι ο νομοτεχνικός τρόπος με τον οποίο συλλαμβάνονται οι αθέμιτες ενέργειες. Η δυσκολία προκύπτει κυρίως από τη δυσκολία να ορισθεί εκ των προτέρων ο κύκλος των αθέμιτων ανταγωνιστικών πράξεων. Τούτο δε διότι τα μέσα του ανταγωνισμού είναι ποικίλα, η αξιολόγησή τους δε δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο μέσα σε κάποιο συγκεκριμένο πλαίσιο (χρονικό, τοπικό, συναλλακτικό, διαπροσωπικό). Εφόσον λοιπόν κανόνας είναι η ελευθερία του ανταγωνισμού και συνεπώς το θεμιτό της βλάβης του ανταγωνιστή, μέσα όπως είναι η απομίμηση κάποιας πετυχημένης ιδέας ανταγωνιστή, η παροχή μεγάλων εκπτώσεων (ίσως και κάτω του κόστους), η πρόσληψη προσωπικού που αποχωρεί από κάποια επιχείρηση, η πληροφόρηση του κοινού για ελαττώματα της παροχής ανταγωνιστή, η προσπάθεια ψυχολογικού επηρεασμού των 9 Βλ. Γεωργακόπουλος Γεν. μέρος, σελ. 188

22 πελατών ή υπερβολική διαφήμιση δεν αποτελούν a priori παράνομες πράξεις. Μάλιστα δεν αποκλείεται από τις περιστάσεις να αποτελούν και επιθυμητές ενέργειες, είτε διότι ωφελείται ο καταναλωτής (π.χ. υπερβολικές εκπτώσεις, συγκρίσεις με ανταγωνιστή), είτε διότι αποφεύγονται μονοπωλιακές καταστάσεις όταν (π.χ. αξιοποιείται και από άλλους). Οι νομοτεχνικοί τρόποι προσδιορισμού και εκτίμησης των αθέμιτων πράξεων είναι δύο: Είτε χρησιμοποιούνται οι γενικές διατάξεις περί αδικοπραξιών (γαλλικό σύστημα), είτε, όπως στην Ελλάδα, εισάγεται ειδική νομοθεσία. Μάλιστα είναι ζήτημα ad hoc νομοπολιτικής επιλογής και όχι ζήτημα δογματικής του δικαίου το αν η ειδική αυτή νομοθεσία θα αφορά μόνο τις αθέμιτες ανταγωνιστικές πρακτικές (π.χ. όπως στην Ελλάδα και την Γερμανία) ή θα συνδυάζεται με την αντιμονοπωλιακή νομοθεσία (όπως π.χ. στην Αμερική) ή την προστασία του καταναλωτή (όπως π.χ. στην Ελβετία). Κατά το σύστημα της ειδικής νομοθεσίας, που ακολουθείται και στην Ελλάδα συνηθίζεται να υπάρχει αφενός μεν γενικός κανόνας («γενική ρήτρα»), που συνήθως συναρτά την αξιολόγηση της συγκεκριμένης συμπεριφοράς με τα χρηστά ήθη, αφετέρού δε ειδικοί επιμέρους κανόνες. Για να αξιολογηθεί δηλαδή θετικά ή αρνητικά μια συμπεριφορά τοποθετείται στο συγκεκριμένο πλαίσιο, μέσα στο οποίο λαμβάνει χώρα, και κρίνεται αν είναι ή όχι αποδοκιμαστέα με το κριτήριο των χρηστών ηθών και τις αρχές του αποδοτικού ανταγωνισμού. Ενδέχεται όμως ορισμένες πράξεις να απαγορεύονται με ειδικές διατάξεις όταν κρίνεται ότι έχουν απαξία per se, ως βλαπτικές ή επικίνδυνες, ανεξάρτητα δηλαδή από την τυχόν ηθική τους απαξία. Η διευκρίνιση αυτή εξηγεί την διάκριση σε αθέμιτο και απαγορευόμενο ανταγωνισμό, που εμφανίζεται και στον ν. 146/1914. Τα πλεονεκτήματα του συστήματος της ειδικής νομοθεσίας είναι τα ακόλουθα: - Πρώτον, γίνεται βεβαιότερη η γνώση των κανόνων του ανταγωνιστικού παιχνιδιού (ιδίως στο μέτρο που διατυπώνονται σε ειδικές διατάξεις) από τους συναλλασσόμενους. - Δεύτερον, οι ειδικές διατάξεις διευκολύνουν την αντιμετώπιση ενεργειών με ειδική απαξία, κατά την αντιμετώπιση των οποίων η νομολογία θα συναντούσε σημαντικές δυσκολίες εάν επρόκειτο να εφαρμόσει γενικές διατάξεις. Όπως επισημαίνεται στην Ελλάδα η νομολογία δεν έχει δείξει την ίδια τόλμη και ικανότητα με εκείνη της Γαλλίας, όπου τα άρθρα 1382 και 1383 του code civil έχουν θεωρηθεί επαρκής βάση για την ανάπτυξη δικαίου του αθέμιτου ανταγωνισμού. - Τρίτον, αποσυνδέεται το ζήτημα από τις δομές του γενικού συστήματος της αστικής ευθύνης, Άλλωστε, η αναγνώριση αστικής αξίωσης για αποζημίωση (και ενδεχομένως για παράλειψη) δεν είναι επαρκές μέσο για την αντιμετώπιση του αθέμιτου ανταγωνισμού.

23 - Τέταρτον, με την ειδική νομοθεσία αξιοποιείται η ιδέα ότι με τους κανόνες για την αντιμετώπιση του αθέμιτου ανταγωνισμού δεν απαγορεύονται μόνο πρακτικές, αλλά προσδιορίζονται και θετικά τα περιθώρια της επιτρεπτής κατά νόμο άσκησης του. Καθορίζοντας δηλαδή τα όρια που δεν πρέπει να υπερβεί ο ανταγωνιστής (είτε με το κριτήριο των χρηστών ηθών, είτε με τις ειδικές απαγορεύσεις), ο νόμος συγκαθορίζει το πεδίο δράσης του τελευταίου, ελεύθερης εφόσον η βλαπτική ανταγωνιστική δράση, δεν παραβιάζει τους παραπάνω κανόνες. Τέτοια δράση δεν θα θεωρείται αδίκημα ακόμη κι αν γίνει δεκτή η θεωρία η ΑΚ 914 αποτελεί ουσιαστικό και όχι «λευκό» κανόνα. Αυτό συμβαδίζει με την άποψη ότι ούτε η περιουσία ούτε η επιχείρηση αποτελούν αντικείμενα απόλυτου δικαιώματος, προστατεύσιμου κατά οποιασδήποτε προσβολής τρίτων. Η «θετική» αυτή λειτουργία της ειδικής νομοθεσίας θα έχει σημασία όταν πρόκειται να κριθεί η σχέση του νόμου 146με τις κοινές διατάξεις, ιδίως του Α. Κ. 1.3.5 Γενική εποπτεία του ν. 146/1914 Όπως συμβαίνει και με άλλες νομοθεσίες όπως για παράδειγμα την Γερμανική και την Ελβετική, ο νόμος 146 περιέχει στο άρθρο 1 «γενική ρήτρα» κατά την οποία κάθε πράξη ανταγωνισμού στις εμπορικές ή γεωργικές συναλλαγές, που γίνεται με σκοπό ανταγωνισμού και αντιβαίνει στα χρηστά ήθη, απαγορεύεται. Το υπόλοιπο μέρος του νόμου 146 περιέχει ειδικές απαγορεύσεις (είτε με την μορφή πρωτευόντων κανόνων, είτε με μορφή αστικών ή ποινικών κυρώσεων), δικονομικές και διάφορες άλλες διατάξεις. Ειδικότερα απαγορεύονται ορισμένες μορφές διαφήμισης (άρθρα 3-5, «μικρή γενική ρήτρα»), η αναγγελία εκποίησης εμπορευμάτων που προέρχονται από πτώχευση ή διάλυση καταστήματος (άρθρα 6-8), οι βλαπτικές ειδήσεις (άρθρα 11 και 12), η χρήση διακριτικών γνωρισμάτων που μπορεί να προκαλέσει σύγχυση (άρθρα 13-15), η ανακοίνωση εμπορικών απορρήτων (άρθρα 16-18). Δικονομική είναι η διάταξη του άρθρου 10, η οποία καθορίζει τους νομιμοποιημένους σε άσκηση αγωγής για παράλειψη, καθώς και τους υπόχρεους για αποζημίωση και τους δυναμωμένους να ενταχθούν για παράλειψη. Άλλες δικονομικές διατάξεις περιέχονται στα άρθρα 19 (εμπορικές διαφορές), 20(ασφαλιστικά μέτρα) και 21(η ποινική δίωξη χωρεί κατ έγκληση). Διάφορες άλλες διατάξεις αφορούν την παραγραφή (άρθρο 19), τη δημοσίευση της καταδικαστικής απόφασης (άρθρο 22) και την προστασία των αλλοδαπών (άρθρο 23). Τέλος τα άρθρα 8 της ενότητας 10 και 9 περιέχουν εξουσιοδοτικές διατάξεις για έκδοση αγορανομικού περιεχομένου διαταγμάτων.

24 1.3.5.1 Σχέση του άρθρου 1 με άλλες διατάξεις του νόμου 146/1914 Ένα από τα συνηθισμένα ζητήματα του νόμου 146 είναι η σχέση μεταξύ της γενικής ρήτρας του άρθρου 1 με τις απαγορεύσεις των άλλων άρθρων. Στο θέμα αυτό πρέπει καταρχήν να παρατηρηθεί ότι η γενική ρήτρα και οι επιμέρους απαγορεύσεις συνιστούν ένα ενιαίο σύνολο. Οι επιμέρους απαγορεύσεις γενικά (όχι όμως απαραίτητα) εξειδικεύσεις του άρθρου 1 και αποσκοπούν στη διευκόλυνση του εφαρμοστή προάγοντας και την ασφάλεια δικαίου. Ενδέχεται όμως να αποτελούν και απαγορεύσεις που βαίνουν πέρα του άρθρου 1, στο μέτρο που δεν προϋποθέτουν πράξεις που ενέχουν παραβίαση των χρηστών ηθών ή που δεν απαιτούν σχέση ανταγωνισμού. Στην περίπτωση αυτή το άρθρο 1 μπορεί να συμπληρώσει και άρα να διευρύνει τις επιμέρους απαγορεύσεις (όχι όμως και τις ποινικές συνέπειες που διαγράφουν), επιτρέποντας στο δικαστή να εκτιμήσει αρνητικά και όσες πρακτικές δεν εμπίπτουν μεν απόλυτα στο πραγματικό των επιμέρους κανόνων, στην συγκεκριμένη περίπτωση όμως κρίνονται ανήθικες. 1.3.5.2 Αντικείμενο προστασίας στον ν. 146/1914 Η προέλευση του δικαίου του αθέμιτου ανταγωνισμού από το δίκαιο της αδικοπρακτικής ευθύνης, όπως συνέβη στη Γαλλία έχει επηρεάσει βαθύτατα τις αντιλήψεις για την φύση της αθέμιτης ανταγωνιστικής συμπεριφοράς. Ο αθέμιτος ανταγωνισμός αντιμετωπίζεται γενικά ως μορφή αστικού αδικήματος, αλλά με ειδικές ρυθμίσεις. Η αποκλειστικά αδικοπρακτική θεώρηση των απαγορευμένων πράξεων έχει αμφισβητηθεί, οπότε και ενεργοποιείται η νομιμοποίηση τρίτων να ζητήσουν την παράλειψη τέτοιων πράξεων (άρθρο 10), κυρίως δε με την γενικότερη παρατήρηση ότι «το δίκαιο του αθέμιτου ανταγωνισμού επιτελεί κοινωνική λειτουργία, διότι δεν προστατεύει μόνο τους κατ ιδίαν θιγόμενους ανταγωνιστές αλλά το σύνολο αυτών, επί πλέον δε και τα συμφέροντα της ολότητας, ιδίως των καταναλωτών». Και πράγματι, υπό το πρίσμα αυτό, το δίκαιο του αθέμιτου ανταγωνισμού, από αδικοπρακτικής συμπεριφοράς, καταλήγει να είναι δίκαιο συμπεριφοράς στην αγορά. Όπως είναι ευνόητο, το παραπάνω ζήτημα συνδέεται στενά με το πρόβλημα των προστατευόμενων προσώπων και το αντικείμενο προστασίας. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο έχουν υποστηριχτεί ποικίλες απόψεις κατά τις οποίες με τις διατάξεις περί αθέμιτου ανταγωνισμού προστατεύεται κάποιο (οιονεί εμπράγματο) δικαίωμα επί της πελατείας, το δικαίωμα επί της προσωπικότητας, το δικαίωμα ελεύθερης οικονομικής δραστηριότητας, το δικαίωμα επί προϊόντος της διανοίας, δηλ. της οργάνωσης της επιχείρησης, η επιχείρηση, ο θεμιτός και ανόθευτος ανταγωνισμός, ο θεσμός του ανταγωνισμού.

25 Στην Ελλάδα έχουν υποστηριχθεί κυρίως οι ακόλουθες απόψεις που καμιά φορά (και ίσως εύλογα) αναφέρονται ενιαία αντικείμενα προστασίας αλλά και στα προστατευόμενα πρόσωπα: 1.3.5.2.1. Δικαιώματα ή συμφέροντα Μια πρώτη κατηγορία απόψεων βλέπει το δίκαιο του αθέμιτου ανταγωνισμού ως περιοριστικό της οικονομικής ελευθερίας ή ως προστατευτικό ορισμένων δικαιωμάτων ή της ελευθερίας των τρίτων να μετέχουν στην οικονομική ζωή. Κατά την πρώτη άποψη, πρόκειται για ειδική απαγόρευση της καταχρηστικής άσκησης της ελευθερίας ανταγωνισμού και οι περιορισμοί αυτής, ενώ ο Γεωργακόπουλος θεωρεί ότι ο ν.146 καθορίζει την τηρητέα συμπεριφορά στον ανταγωνισμό, προστατευόμενο δε είναι το συμφέρον «του μη υφίστασθαι αθέμιτον ανταγωνισμόν και ζημιούσθαι εξ αυτού». Ο Αργυριάδης (Ευρεσιτεχνία, σ.23) θεωρεί ότι με το δίκαιο του ανταγωνισμού παρέχεται «προστασία της ελευθέρας αναπτύξεως της δημιουργικής ανθρώπινης δραστηριότητος» στις επαγγελματικές συναλλαγές. Κατά τον Λιακόπουλο που έχει αναλυτικότερα αναπτύξει το ζήτημα, η προστασία του ανταγωνισμού δεν αποτελεί αυτοσκοπό διότι το κράτος έχει εφαρμόσει και άλλα μέσα για να κατευθύνει την οικονομία, που συχνά αντιμάχονται στον ανταγωνισμό. Χωρίς να αρνείται ότι ο νόμος προστατεύει και τον θεμιτό ανταγωνισμό ως θεσμό θεωρεί ότι κυρίως πρόκειται για την εξασφάλιση του συμφέροντος των τρίτων για ελεύθερη συμμετοχή στις συναλλαγές. Αντικείμενο προστασίας δηλαδή είναι η οικονομική ελευθερία σε επίπεδο συμφέροντος. Κατά τον Κ. Σούρλα ο νόμος 146 προστατεύει την οργάνωση των επιχειρήσεων, ως «προϊόν της διανοίας του επιχειρηματία», άποψη όμως που στενεύει την έκταση προστασίας του νόμου 146. Κατά τον Λουκόπουλο ο ν.146 αποβλέπει στην προστασία της επιχείρησης και κυρίως στην προάσπιση της πελατείας, κάτι που σημαίνει «αναγνώρισιν εις τον έμπορον του δικαιώματος να διατηρήση την πελατείαν, ην απέκτησεν». 1.3.5.2.2. Αντιλήψεις περί θεσμικής προστασία Σύμφωνα με άλλη άποψη ο ανταγωνισμός προστατεύεται θεσμικά ως μέσο κατεύθυνσης της οικονομίας, με την έννοια ότι διαμέσου του συστήματος της αγοράς υπηρετείται και το ιδιωτικό συμφέρον. Στην Ελλάδα ο Κοτσίρης Δίκαιο ανταγωνισμού, σ.41 θεωρεί ότι χαρακτηριστικό του δικαίου του αθέμιτου ανταγωνισμού δεν είναι η προστασία κάποιου ιδιωτικού δικαιώματος ή συμφέροντος, αλλά η παρεμπόδιση της αθέμιτης συμπεριφοράς. Αυτό οφείλεται στην θεώρηση του θεμιτού ανταγωνισμού ως αρχής τάξεως και ως θεσμού του δικαίου. Επίσης η Αλεξανδρίδου Αθέμιτος ανταγωνισμός και