ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΟΜΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΔΙΑΔΟΣΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ με αφορμή τις υποθέσεις Κοκκινάκης κατά Ελλάδος και Λαρίσης και λοιποί κατά Ελλάδος Επιβλέπων καθηγητής: Κυριαζόπουλος Ν. Κυριάκος Φουντουκοπούλου Γρ. Γεωργία Νοέμβριος 2012 ΑΜ 332
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Α. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΑΛΛΑΓΗΣ, ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ, ΔΙΑΔΟΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ Η ΤΩΝ ΠΕΠΟΙΘΗΣΕΩΝ Α.1. ΑΞΙΟΠΟΙΝΟΣ ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑ Α.2. Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΑΛΛΑΓΗΣ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ Η ΤΩΝ ΠΕΠΟΙΘΗΣΕΩΝ Α.3. Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ Η ΤΩΝ ΠΕΠΟΙΘΗΣΕΩΝ Α.4. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΔΙΑΔΟΣΗΣ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ Η ΤΩΝ ΠΕΠΟΙΘΗΣΕΩΝ Β. ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΣ Γ. Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΥ Γ.1. Η ΙΣΧΥΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΑΤΑΞΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΥ Γ.2. ΤΟ ΈΝΝΟΜΟ ΑΓΑΘΟ Γ. 2.1. Προλεγόμενα Γ.2.2. Οι διάφορες απόψεις Γ.2.3. Συμπέρασμα Γ.3. Η ΝΟΜΟΤΥΠΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ Γ.3.1. Η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος Γ.3.1.α. Το υποκείμενο του εγκλήματος Γ.3.1.β. Το αντικείμενο του εγκλήματος Γ.3.1.γ. Η νομική σημασία της λέξης «ιδία» Γ.3.1.δ. Τα μέσα τέλεσης του εγκλήματος Γ.3.1.ε. O όρος «συνείδησις» Γ.3.1.στ. Η προσπάθεια Γ.3.2. Η υποκειμενική υπόσταση ΣΕΛ. 4 6 9 9 9 11 14 19 24 24 25 25 27 29 30 30 30 31 32 35 39 40 41 1
Γ.4. Η ΑΠΟΠΕΙΡΑ Γ.5. H ΑΠΡΟΣΦΟΡΗ ΑΠΟΠΕΙΡΑ Γ.6. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Δ. ΥΠΟΘΕΣΗ ΚΟΚΚΙΝΑΚΗΣ ΚΑΤΑ ΕΛΛΑΔΟΣ Δ.1.ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ Δ.2. Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ Δ.2.1. Η διαδικασία ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λασιθίου Δ.2.2. Η διαδικασία ενώπιον του Εφετείου Κρήτης Δ.2.3. Η διαδικασία ενώπιον του Αρείου Πάγου Δ.3. Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ Δ.3.1. Σχετικά με τον ισχυρισμό παραβίασης του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ Δ.3.2. Σχετικά με τον ισχυρισμό παραβίασης του άρθρου 7 της ΕΣΔΑ Δ.3.3. Σχετικά με τον ισχυρισμό παραβίασης του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ Δ.4. ΟΙ ΑΠΟΚΛΙΝΟΥΣΕΣ ΓΝΩΜΕΣ ΕΝ ΣΥΝΤΟΜΙΑ Δ.4.1. Η γνώμη του Γάλλου δικαστή Pettiti Δ.4.2. Η γνώμη του Βέλγου δικαστή De Meyer Δ.4.3. Η γνώμη του Έλληνα δικαστή Βαλτικού Δ.4.4. Η γνώμη του Ολλανδού δικαστή Martens Δ.4.5. Η κοινή γνώμη των δικαστών Foighel και Λοΐζου Ε. ΥΠΟΘΕΣΗ ΛΑΡΙΣΗΣ ΚΛΠ ΚΑΤΑ ΕΛΛΑΔΟΣ Ε.1.ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ Ε.1.1. Ο επικαλούμενος προσηλυτισμός του πρώτου και του δεύτερου των αιτούντων προς τον σμηνίτη Γεώργιο Αντωνιάδη Ε.1.2. Ο επικαλούμενος προσηλυτισμός του πρώτου και του τρίτου από τους αιτούντες προς τον σμηνίτη Αθανάσιο Κόκκαλη Ε.1.3. Ο προβαλλόμενος προσηλυτισμός του πρώτου και του τρίτου από τους αιτούντες προς τον σμηνίτη Νικόλαο Καυκά Ε.1.4. Ο επικαλούμενος προσηλυτισμός του δεύτερου των αιτούντων προς την οικογένεια Μπαϊράμη και τους γείτονες της 41 42 43 48 48 48 48 49 49 50 50 51 52 52 52 52 53 53 54 55 55 55 55 56 56 2
Ε.1.5. Ο επικαλούμενος προσηλυτισμός του δεύτερου και τρίτου των αιτούντων προς την κυρία Αναστασία Ζουναρά Ε.2. Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ Ε.2.1. Η διαδικασία ενώπιον του Διαρκούς Στρατοδικείου Αεροπορίας Αθήνας Ε.2.2. Η διαδικασία ενώπιον του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Ε.2.3. Η διαδικασία ενώπιον του Αρείου Πάγου Ε.3. Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ Ε.3.1. Σχετικά με την παραβίαση του άρθρου 7 της ΕΣΔΑ Ε.3.2. Σχετικά με την παραβίαση του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ Ε.3.3. Σχετικά με την παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ Ε.3.4. Σχετικά με την παραβίαση του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 9 Ε.4. ΟΙ ΑΠΟΚΛΙΝΟΥΣΕΣ ΓΝΩΜΕΣ Ε.4.1. Η εν μέρει σύμφωνη γνώμη του Δικαστή κ. De Meyer Ε.4.2. Γνώμη εν μέρει αντίθετη του Δικαστή κ. Βαλτικού με την οποία συντάσσεται ο Δικαστής κ. Morenilla Ε.4.3. Γνώμη εν μέρει αντίθετη του Δικαστή κ. Repik Ε.4.3.α. Επί της τηρήσεως του άρθρου 7 της ΕΣΔΑ Ε.4.3.β.Επί της παραβιάσεως του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ Ε.4.4. Γνώμη εν μέρει αντίθετη του Δικαστή κ. Van Dijk Ε.5. Η ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΣΤ. ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΠΗΓΕΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕΛΕΤΕΣ 56 57 57 57 58 58 59 59 60 60 60 60 61 61 61 61 61 62 64 66 66 3
ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ Α.Ν. άρ. Αρμ. ΑρχΝ ΑΠ Βλ. βουλ. ΔΣΑΠΔ εδ. ΕΕΑΔ ΕΔΔΑ έκδ. ΕλλΔνη επ. επιμ. Ε.Σ.Δ.Α. Εφ. ΚΠΔ ΝοΒ ΝΟΜΟΣ ο.π. ΟΔΔΑ παρ. περ. ΠΚ Πλημ ΠΝ ΠοινΛογ ΠοινΧρ ΠοινΔικ σ. Αναγκαστικός Νόμος άρθρο ή άρθρα Αρμενόπουλος Αρχείον Νομολογίας Άρειος Πάγος Βλέπετε βούλευμα Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα εδάφιο Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Έκδοση Ελληνική Δικαιοσύνη επόμενα επιμέλεια Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Εφετείο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας Νομικό Βήμα Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ όπως παραπάνω Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου παράγραφος περίπτωση Ποινικός Κώδικας Πλημμελειοδικείο Ποινικός Νόμος Ποινικός Λόγος Ποινικά Χρονικά Ποινική Δικαιοσύνη σελίδα 4
ΣτΕ ΣυμβΠλημ τευχ. τομ. Υπερ υποσημ. ΦΕΚ Συμβούλιο της Επικρατείας Συμβούλιο Πλημμελειοδικών τεύχος τόμος Υπεράσπιση υποσημείωση Φύλλο Εφημερίδας Κυβερνήσεως 5
ΕΙΣΑΓΩΓH Η θρησκευτική ελευθερία είναι προέκταση της προσωπικής ελευθερίας και μία ειδικότερη μορφή της ελευθερίας της γνώμης και της εν γένει πνευματικής ελευθερίας 1, η οποία κατοχυρώνεται στο άρ. 13 του Συντάγματος. Το ατομικό αυτό δικαίωμα είναι δεκτικό περιορισμών μόνο στο μέτρο που αυτοί προβλέπονται από το Σύνταγμα, κατοχυρώνει δε την ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως και την ελευθερία της λατρείας. Φορείς αυτού του δικαιώματος είναι όλοι οι Έλληνες πολίτες και οι αλλοδαποί που βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια. Το άρ. 13 του Συντάγματος αφενός ανήκει στις θεμελιώδεις διατάξεις που δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση σύμφωνα με το άρ. 110 παρ. 1 αυτού αφετέρου δεν περιλαμβάνεται στις διατάξεις του Συντάγματος που επιτρέπεται η αναστολή τους σύμφωνα με το άρ. 48 παρ. 1 σε περίπτωση καταστάσεως πολιορκίας. Η θρησκευτική ελευθερία προστατεύεται πέραν του Συντάγματος και από διεθνείς συμβάσεις. Σημαντική σπουδαιότητα παρουσιάζει το άρθρο 9 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου 3, με το οποίο κατοχυρώνεται η ελευθερία της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας. Ωστόσο, παρά τη συνταγματική αλλά και τη διεθνή κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας, στην πράξη η προσαρμογή της ελληνικής έννομης τάξης στο ευρωπαϊκό «κεκτημένο» προστασίας της αποδεικνύεται πολλές φορές 1 Βλ. Μάνεση Α., Συνταγματικά Δικαιώματα, Ατομικές ελευθερίες, τόμ. α, σ. 247. βλ. επίσης, Μανιτάκη Α. Συνταγματικές ελευθερίες, σ. 29-30. 2 «1. Κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα της ελεύθερης σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει την ελευθερία αλλαγής θρησκείας και των πεποιθήσεων και την ελευθερία της εκδήλωσης της θρησκείας ή πεποίθησης, μεμονωμένα ή από κοινού με άλλους, στη λατρεία, στη διδασκαλία, στην πρακτική και στην τήρηση των τύπων. 2. Η ελευθερία εκδήλωσης της θρησκείας ή των πεποιθήσεων ενός προσώπου υπόκειται μόνο στους περιορισμούς που προβλέπονται από το νόμο και που απαιτούνται σε μία δημοκρατική κοινωνία προς όφελος της δημόσιας ασφάλειας, για την προστασία της δημόσιας τάξης, υγείας ή ηθικής, ή για την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων». 3 Η Ελλάδα ήταν μία από τις πρώτες ευρωπαϊκές χώρες που κύρωσαν με νόμο (ν.δ. 2329/1953) την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ενσωματώνοντας την έτσι στο εσωτερικό δίκαιο. Μετά την καταγγελία της από το διδακτορικό καθεστώς την 12-12-1969, η ΕΣΔΑ κυρώθηκε εκ νέου με ν.δ. 53/1974 και απέκτησε αυξημένη έναντι των κοινών νόμων τυπική ισχύ σύμφωνα με το άρ. 28 παρ. 1 του Συντάγματος. 6
ανεπαρκής, όπως προκύπτει άλλωστε από τις καταδίκες της χώρας μας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για παραβιάσεις του άρ. 9 της ΕΣΔΑ. Η προσφυγή του Μίνωος Κοκκινάκη στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο το έτος 1993 (η οποία και έθεσε για πρώτη φορά στη νομολογία του διεθνούς δικαιοδοτικού οργάνου ζητήματα θρησκευτικής ελευθερίας) έφερε ενώπιον του Δικαστηρίου το ζήτημα του προσηλυτισμού 4. Εν συνεχεία, στην υπόθεση Λαρίσσης, Μανδαλαρίδης και Σαράντης κατά Ελλάδος ανέκυψε εκ νέου το ίδιο ζήτημα. Η υπόθεση Κοκκινάκης κατά Ελλάδος παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον όχι μόνο διότι αφορά το έγκλημα του προσηλυτισμού αλλά κυρίως επειδή για πρώτη φορά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δέχτηκε την παραβίαση του άρ. 9 της ΕΣΔΑ. Εν συνεχεία, στην υπόθεση Λαρίσσης, Μανδαλαρίδης και Σαράντης κατά Ελλάδος, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο προέβη για πρώτη φορά σε διάκριση μεταξύ πολιτών και σμηνιτών, καταλήγοντας ότι υφίσταται παραβίαση του άρ. 9 της ΕΣΔΑ μόνο όσον αφορά την καταδίκη των αιτούντων για προσηλυτισμό σε βάρος των πολιτών και δικαίωσε τη χώρα μας όσον αφορά την καταδίκη τους για προσηλυτισμό σε βάρος των σμηνιτών. Η παρούσα εργασία δομείται σε πέντε κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο πραγματεύεται την ελευθερία αλλαγής, εκδήλωσης, διάδοσης και διδασκαλίας της θρησκείας ή των πεποιθήσεων από συνταγματική σκοπιά και με αναφορά στις υποθέσεις Κοκκινάκης και Λαρίσσης κατά Ελλάδος. Η οριοθέτηση του προσηλυτισμού και η διάκριση θεμιτού και καταχρηστικού προσηλυτισμού αποτελεί τη θεματική του δεύτερου κεφαλαίου της εργασίας. Στο τρίτο κεφάλαιο επιχειρείται η δογματική ανάλυση του άρθρου 4 α.ν. 1363/1938, όπως αυτός τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 α.ν. 1672/1939, ήτοι του εγκλήματος του προσηλυτισμού. Πρόκειται για έγκλημα το οποίο παρουσιάζει πολυάριθμα και δυσχερή δογματικά ζητήματα, τα οποία δεν ήταν δυνατόν να εξεταστούν άπαντα και σε πλήρη έκταση στα πλαίσια της παρούσας εργασίας. Γι αυτόν τον λόγο έγινε προσπάθεια να αναλυθούν τα βασικότερα ζητήματα, τα οποία εμφανίζουν και θεωρητική πρόκληση και πρακτικό αντίκρισμα. Στα τελευταία δύο κεφάλαια αναλύονται οι αποφάσεις Κοκκινάκης κατά 4 Άρθρο 4 του α.ν. 1363/1938 «περί κατοχυρώσεως διατάξεων των άρθρων 1 και 2 του εν ισχύι Συντάγματος» (ΦΕΚ Α 305/03-09-1938). Άρθρο 2 του α.ν. 1672/1939 «περί τροποποιήσεως του α.ν. 1363/1938 κλπ» (ΦΕΚ Α 123/29-3-1939). 7
Ελλάδος και Λαρίσσης και λοιποί κατά Ελλάδος με παράθεση και των αποκλινουσών γνωμών. 8
Α. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΑΛΛΑΓΗΣ, ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ, ΔΙΑΔΟΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ Η ΤΩΝ ΠΕΠΟΙΘΗΣΕΩΝ Α.1. ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑ Το Σύνταγμα του 1844 απαγόρευε τον προσηλυτισμό και κάθε άλλη επέμβαση κατά της επικρατούσας θρησκείας. Τα Συντάγματα του 1864, 1911 και 1952, με εξαίρεση το Σύνταγμα του 1927 5, επανέλαβαν την ίδια ρύθμιση. Το Σύνταγμα του 1975/1986/2001/2008 διαφοροποιείται. Συγκεκριμένα στο άρ. 13 παρ. 2 εδ. 3 του Συντάγματος ορίζεται με γενικό τρόπο ότι απαγορεύεται ο προσηλυτισμός, χωρίς ωστόσο να δίδεται ο ορισμός του. Του συνταγματικού κειμένου μη διακρίνοντος και λαμβάνοντας υπόψη τη διατύπωση των προγενέστερων συνταγμάτων συνάγεται ευχερώς ότι η απαγόρευση προσηλυτισμού δεν καταλαμβάνει μόνο πια την επικρατούσα θρησκεία αλλά όλες τις θρησκείες. Η οριοθέτηση του προσηλυτισμού συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση τόσο για την κατοχύρωση της ελευθερίας της διάδοσης θρησκείας ή πεποίθησης όσο και για τη συνταγματικότητα ή όχι του ποινικού αδικήματος του προσηλυτισμού 6. Α.2. Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΑΛΛΑΓΗΣ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ Η ΤΩΝ ΠΕΠΟΙΘΗΣΕΩΝ Η ελευθερία αλλαγής της θρησκείας ή των πεποιθήσεων, απορρέουσα 7 από την κατοχυρωμένη στο άρ. 13 παρ. 1 του Συντάγματος ελευθερία της θρησκευτικής 5 Στο Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας του 1927 ορίζεται ότι απαγορεύεται ο προσηλυτισμός γενικά και όχι μόνο όταν επιχειρείται ενάντια στην επικρατούσα θρησκεία ενώ δεν επαναλαμβάνεται η απαγόρευση κάθε άλλης επέμβασης ενάντια στην επικρατούσα θρησκεία. 6 Βλ. Κυριαζόπουλου Κ., Περιορισμοί στην ελευθερία διδασκαλίας των μειονοτικών θρησκευμάτων, σ. 155-156. 7 Βλ. Σβώλου Α. Βλάχου Γ., Το Σύνταγμα της Ελλάδος, τομ. α, σ. 67 68, Μάνεση Αρ., Ατομικές ελευθερίες, σ. 252, Μανιτάκη Αντ., Συνταγματικές ελευθερίες, σ. 30, Μαρίνου Α., Η θρησκευτική ελευθερία, σ. 102-110, Δαγτόγλου Π., Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, τομ. α, σ. 445, Τρωϊάνου Σπ. Πουλή Γ., Εκκλησιαστικό δίκαιο, σ. 81-97. Παναγιωτάκου Π., Σύστημα του 9
συνείδησης (liberte de conscience) 8, δεν αναγνωρίζεται ρητά στο Σύνταγμα. Το περιεχόμενο της αλλαγής θρησκείας ή πεποιθήσεων συνίσταται στο ατομικό δικαίωμα διαμόρφωσης, μεταβολής ή αποβολής/ άρνησης των θρησκευτικών πεποιθήσεων χωρίς τον κίνδυνο επιβολής δυσμενών συνεπειών εξαιτίας της αλλαγής αυτής. Ωστόσο, παρότι δεν αναγνωρίζεται ρητά στο Σύνταγμα, αναγνωρίζεται από νομικά δεσμευτικές πράξεις τις οποίες έχει υπογράψει και κυρώσει η χώρα μας 9, όπως από το άρθρο 9 παρ. 1 της ΕΣΔΑ 10. Στην ως άνω ελευθερία αντίκειται κάθε είδους εξαναγκασμός σε πράξη ή παράλειψη που είναι αντίθετος στις θρησκευτικές πεποιθήσεις του ατόμου 11. Εξυπακούεται ότι για την εισδοχή σε ένα θρήσκευμα και για την εγκατάλειψη του με την αποδοχή ενός άλλου ή και κανενός πρέπει να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις οριζόμενες από το εσωτερικό δίκαιο του οικείου θρησκεύματος. Ως εκ τούτου, αυτό δεν αφορά το Κράτος, το οποίο δεν μπορεί να συνδέει την ελευθερία αλλαγής θρησκείας ή πεποιθήσεων με κυρώσεις ή με τυχόν οριζόμενες προϋποθέσεις. Αντίθετα κυρώσεις μπορεί να επιβληθούν από την Εκκλησία από την οποία αποχωρεί το άτομο. Υπό τη μορφή αυτή, ήτοι της ελευθερίας αλλαγής θρησκείας ή πεποιθήσεων, η θρησκευτική ελευθερία είναι ανεπίδεκτη περιορισμών και δεν έχει καμία σημασία εν προκειμένω η διάκριση σε θρησκείες γνωστές ή μη, γιατί η ελευθερία αυτή υπάρχει και για κάποιον που επιλέγει θρησκεία «μη γνωστή» υπό τη συνταγματική έννοια καθώς η διάκριση μεταξύ γνωστής και «μη γνωστής» θρησκείας γίνεται στο Εκκλησιαστικού Δικαίου κατά την εν Ελλάδι ισχύν αυτού, τομ. Γ, Το Ποινικόν Δίκαιον της Εκκλησίας, σ. 387, Τρωϊάνου Σπ., Παραδόσεις Εκκλησιαστικού Δικαίου, σ. 77, Χρυσόγονου Κ., Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, σ. 248, 8 Βλ. Ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης σημαίνει ότι ο καθένας μπορεί να πρεσβεύει οτιδήποτε θέλει σχετικά με το «θείο» ή να μη πρεσβεύει τίποτα, να μεταβάλλει οποτεδήποτε τις πεποιθήσεις του, να τις διακηρύσσει και να τις διαδίδει χρησιμοποιώντας για τον σκοπό αυτό τα ατομικά του δικαιώματα ή να τις αποκρύπτει. Βλ. σχετικά Χρυσόγονου Κ., Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, σ. 248. 9 Βλ. Κυριαζόπουλου Κ., Περιορισμοί στην ελευθερία διδασκαλίας των μειονοτικών θρησκευμάτων, σ. 161. 10 Το άρ. 9 της ΕΣΔΑ ορίζει ότι από το δικαίωμα στην ελευθερία της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας συνεπάγεται η ελευθερία αλλαγής θρησκείας ή πεποιθήσεων. 11 Βλ. Δαγτόγλου Π., Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά δικαιώματα, τομ. α, σ. 449, Κυριαζόπουλου Κ., Περιορισμοί στην ελευθερία διδασκαλίας των μειονοτικών θρησκευμάτων, σ. 157 158, 166. 10
άρθρο 13 παρ. 2 του Συντάγματος σχετικά με την ελευθερία της λατρείας και όχι στο άρθρο 13 παρ. 1 που κατοχυρώνεται το απαραβίαστο της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως 12. Επομένως, ο καθένας μπορεί να επιλέξει να ακολουθεί ένα θρήσκευμα ή μία πεποίθηση των οποίων η λατρεία προσκρούει στη δημόσια τάξη ή στα χρηστά ήθη και είναι, κατά συνέπεια, απαγορευμένα 13. Α.3. Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ Η ΤΩΝ ΠΕΠΟΙΘΗΣΕΩΝ Η ελευθερία εκδήλωσης της θρησκείας ή των πεποιθήσεων αποτελεί το δικαίωμα του καθενός να εκδηλώνει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις με όλα τα μέσα, γραπτώς ή προφορικώς, μέσω του έντυπου ή του ηλεκτρονικού τύπου, ατομικώς ή ομαδικώς, δημόσια ή κατ ιδίαν, καθώς και το δικαίωμα να μην αποκαλύπτει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις 14. Επίσης, περιλαμβάνει και το δικαίωμα να προσπαθεί κάποιος να πείσει τον πλησίον του σχετικά με τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις διαφορετικά η ελευθερία αλλαγής θρησκείας ή πεποιθήσεων θα παρέμενε νεκρό γράμμα, όπως το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε στις υποθέσεις Κοκκινάκης κατά Ελλάδος 15 και Λαρίσσης και λοιποί κατά Ελλάδος. Υποστηρίζεται η άποψη ότι η ελευθερία της εκδήλωσης της θρησκείας ή των πεποιθήσεων απορρέει από το άρθρο 13 παρ. 1 του Συντάγματος 16 και όχι από το άρθρο 14 παρ. 1 σχετικά με την ελευθερία έκφρασης 17. Ωστόσο, κατά ορθότερη άποψη η συνταγματική βάση της ελευθερίας εκδήλωσης της θρησκείας ή πεποιθήσεων εδράζεται στη δεύτερη και όχι στην πρώτη παράγραφο του αρ. 13 του 12 Βλ. Τρωϊάνου Σπ. Πουλή Γ., Εκκλησιαστικό δίκαιο, σ. 81-82. 13 Βλ. Τρωϊάνου Σπ. Πουλή Γ., ο.π., σ. 82-82. 14 Βλ. Τρωϊάνου Σπ. Πουλή Γ., Εκκλησιαστικό δίκαιο, σ. 82-83. βλ. επίσης Μάνεση Αρ., Συνταγματικά δικαιώματα, Ατομικές ελευθερίες, τομ. α, σ. 251-252. Μανιτάκη Αντ., Συνταγματικές ελευθερίες, σ. 30. 15 Η υπόθεση αυτή αποτέλεσε την πρώτη ουσιαστική προσέγγιση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στο ζήτημα της ελευθερίας εκδήλωσης του θρησκεύματος του ατόμου. 16 Βλ. Τρωϊάνου Σπ. Πουλή Γ., Εκκλησιαστικό δίκαιο, σ. 82, Μάνεση Αρ., Συνταγματικά Δικαιώματα, ατομικές ελευθερίες, τομ. α, σ. 251. 17 Βλ. σχετικά, Τρωϊάνου Σπ. Πουλή Γ., Εκκλησιαστικό δίκαιο, σ. 82-83. 11
Συντάγματος 18. Μόλις χρειάζεται να τονιστεί ότι η ελευθερία εκδήλωσης θρησκείας ή πεποιθήσεων, όπως και η ελευθερία αλλαγής της θρησκείας ή των πεποιθήσεων ως ανωτέρω ελέχθη, ενώ δεν αναγνωρίζεται ρητά από το Σύνταγμα 19, κατοχυρώνεται από διεθνείς συμβάσεις που έχει υπογράψει και κυρώσει η Χώρα μας, όπως το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ 20, το άρθρο 18 παρ. 1 ΔΣΑΠΔ 21 και το άρθρο 18 ΟΔΔΑ 22. Α.4. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΔΙΑΔΟΣΗΣ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ Η ΤΩΝ ΠΕΠΟΙΘΗΣΕΩΝ Η ελευθερία της θρησκευτικής διδασκαλίας, υπό τη μορφή τόσο της εκπαίδευσης πιστών, όσο και της διδασκαλίας έναντι απίστων, αποτελεί μερικότερη έκφανση της ελευθερίας εκδήλωσης της θρησκείας και των πεποιθήσεων 23, η οποία, ως προελέχθη, απορρέει από το άρθρο 13 παρ. 2 του Συντάγματος. Πάραυτα ομοφωνία στην συνταγματική προέλευση της ελευθερίας θρησκευτικής διδασκαλίας 18 Βλ. Κυριαζόπουλου Κ., Περιορισμοί στην ελευθερία διδασκαλίας των μειονοτικών θρησκευμάτων, σ. 156. Δαγτόγλου Π., Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, τομ. α, σ. 453. Ο Δαγτόγλου προτιμά και αντικαθιστά τον όρο «εκδήλωση» της θρησκείας με τον όρο «άσκηση» θρησκείας. 19 Από τη γενικότερη ελευθερία εκδήλωσης της θρησκείας ή των πεποιθήσεων εξαιρείται η ελευθερία της λατρείας, που αναγνωρίζεται από το άρ. 13 παρ. 2 εδ. 1 και 2. Βλ. Κυριαζόπουλου Κ., ο.π., σ. 156. 20 Οι εγγυήσεις του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ εμφανίζονται υπό δύο όψεις: αναφέρονται αφενός στο ουσιαστικό και απόλυτο δικαίωμα της ελευθερίας της σκέψεως, της συνειδήσεως και της θρησκείας και αφετέρου, εξασφαλίζουν την εκδήλωση αυτών των ελευθεριών, βλ. Ρούκουνα Εμμ., Διεθνής Προστασία Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σ. 179. 21 Με τη διάταξη του άρθρου 18 παρ. 1 ΔΣΑΠΔ προβλέπεται το δικαίωμα στην ελευθερία της σκέψης, της συνειδήσεως και της θρησκείας, το οποίο περιλαμβάνει την ελευθερία να έχει ή να υιοθετεί κάποιος τη θρησκεία ή την πεποίθηση της επιλογής του, μέσω της λατρείας, της τήρησης των θρησκευτικών εθίμων και πράξης, της συμμόρφωσης προς τη θρησκευτική συνείδηση και της διδασκαλίας. βλ. σχετικά Κυριαζόπουλου Κ., ο.π., σ. 162-163. 22 Το άρθρο 18 ΟΔΔΑ περιέχει την αρχή ότι στο δικαίωμα της ελευθερίας της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας περιλαμβάνεται και η ελευθερία αλλαγής καθώς και η ελευθερία εκδήλωσης της θρησκείας ή πεποίθησης, ατομικά ή από κοινού με άλλους, δημόσια ή ιδιωτικά, με τη λατρεία, την τήρηση θρησκευτικών εθίμων και πράξης, τη συμμόρφωση προς τη θρησκευτική συνείδηση και τη διδασκαλία. βλ. σχετικά Κυριαζόπουλου Κ., ο.π., σ. 162-164. 23 Βλ. Κυριαζόπουλου Κ., Περιορισμοί στην ελευθερία διδασκαλίας των μειονοτικών θρησκευμάτων, σ. 164-165. Βλ. επίσης Δαγτόγλου Π., Συνταγματικό δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, τόμ. α, σ. 466. 12
δεν επετεύχθη και υποστηρίχθηκε μεμονωμένα ότι αυτή εμπίπτει στο κανονιστικό πεδίο του άρ. 16 παρ. 1 24, με το οποίο κατοχυρώνεται η ελευθερία της παιδείας. Άξιο αναφοράς είναι ότι μία μερίδα της θεωρίας 25 κάνει λόγο, αντί για ελευθερία διδασκαλίας της θρησκείας ή των πεποιθήσεων, για ελευθερία διακήρυξης των θρησκευτικών πεποιθήσεων, απορρέουσα η τελευταία από την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης (αρ. 13 παρ. 1 Σ.), ή για ελευθερία της έκφρασης θρησκευτικής γνώμης (άρθ. 14 παρ. 1 Σ.). Λεκτέα σχετικά με το περιεχόμενο της ελευθερίας της θρησκευτικής διδασκαλίας τα εξής: Πρώτον, η ελευθερία της θρησκευτικής διδασκαλίας κατοχυρώνει το δικαίωμα κάθε θρησκείας, θρησκευτικής οργανώσεως και ατόμου να διδάσκει και να διαδίδει μία ορισμένη θρησκεία ή τη θρησκεία εν γένει 26. Δεύτερον, στο δικαίωμα αυτό αντιστοιχεί και το δικαίωμα καθενός, ατομικά ή συλλογικά, να καταπολεμά μια θρησκεία ή τη θρησκεία εν γένει και να συνηγορεί υπέρ της αθρησκείας ή της αθεΐας 27. Τρίτον, η διακήρυξη των θρησκευτικών πεποιθήσεων, όπως προτιμάται από μέρος της θεωρίας, δύναται να έχει το χαρακτήρα απλής ομολογίας περί του πιστεύω του διακηρύσσοντος είτε τον χαρακτήρα διδασκαλίας αποσκοπούσης στη δημιουργία οπαδών ομοφρονούντων προς τον διδάσκοντα 28. Τέταρτον, η θρησκευτική διδασκαλία πραγματοποιείται είτε σε ιδιωτικό είτε σε δημόσιο χώρο 29, γίνεται με όλα τα μέσα, προφορικά ή γραπτά, με διαφημίσεις οποιασδήποτε επιτρεπτής μορφής, μέσω του τύπου ή της ραδιοτηλεόρασης, με 24 Αντίθετος ο Δαγτόγλου, ο.π., σ. 466, ο οποίος υποστηρίζει ότι «συνταγματική βάση του δικαιώματος της θρησκευτικής διδασκαλίας δεν είναι επομένως οι διατάξεις περί της ελευθερίας της διδασκαλίας και ιδρύσεως και λειτουργίας ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων (άρθρο 16 παρ. 1 και 8)». 25 Βλ. Χρυσόγονου Κ., Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, σ. 248, Σβώλου Α. Βλάχου Γ., Το Σύνταγμα της Ελλάδος, τομ. α, σ. 68, Μάνεση Αρ., Ατομικές ελευθερίες, σ. 251 252. 26 Βλ. Δαγτόγλου Π., ο.π., σ. 466. 27 Βλ. Δαγτόγλου Π., ο.π., σ. 466. 28 Βλ. Μαρίνου Α., Η θρησκευτική ελευθερία, σ. 107 108. 29 Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση που απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο των Η.Π.Α. σχετικά με την υπόθεση Schneider. Το Ανώτατο Δικαστήριο εδέχθη (1939) ότι αν και ο Δήμος ενδιαφέρεται να μην υπάρχουν απορρίμματα στους δρόμους εντούτοις δεν δύναται να απαγορεύσει τη διανομή θρησκευτικών φυλλαδίων στους πεζούς, έστω και να είναι βέβαιο ότι αυτοί θα τα απορρίψουν στο δρόμο. Η σημασία της αποφάσεως αυτής καθίσταται πρόδηλος ενόψει της μεταγενέστερης απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου επί της υποθέσεως Valentine (1951) με την οποία έγινε δεκτό ότι ο Δήμος δύναται να απαγορεύσει τη διανομή φυλλαδίων εμπορικού περιεχομένου στους δρόμους. 13
ιδιωτικά ή δημόσια μαθήματα, με κλειστές ή υπαίθριες συναθροίσεις 30. Πέμπτον, σπουδαία εκδήλωσή της είναι η ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικών θρησκευτικών ή θρησκευτικά προσανατολισμένων εκπαιδευτηρίων 31. Τέλος, δεν επιτρέπεται να απαγορευθεί 32, παρά μόνο να περιοριστεί για λόγους σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας 33. Η ελευθερία της θρησκευτικής διδασκαλίας και γενικότερα η ελευθερία εκδήλωσης θρησκείας ή πεποιθήσεων, συνιστούν τη νομική βάση της ελευθερίας διάδοσης της θρησκείας ή της πεποίθησης. Μόλις χρειάζεται να τονιστεί ότι κάθε πίστη διεκδικεί διάδοση. Τυγχάνει μάλιστα εύλογο οι θρησκευτικές μειονότητες να διεκδικούν με περισσότερο ζήλο τη διάδοση τους. Ο καθένας μπορεί να διαδίδει τη θρησκεία του ή τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις χρησιμοποιώντας για το σκοπό αυτό τα ατομικά του δικαιώματα, χωρίς αυτό να συνιστά «καταχρηστικό προσηλυτισμό». Ωστόσο, η ελευθερία διάδοσης της θρησκείας ή των θρησκευτικών πεποιθήσεων, δεν είναι απεριόριστη. Οι περιορισμοί προκύπτουν από το αρ. 9 παρ. 2 της ΕΣΔΑ και αναφέρονται στην ελευθερία εκδήλωσης της θρησκείας ή των πεποιθήσεων, η οποία εμπεριέχει την ελευθερία διδασκαλίας, από την οποία ως προελέχθη προκύπτει και η ελευθερία διάδοσης θρησκείας ή πεποιθήσεων. Οι περιορισμοί αυτοί πρέπει: α) να προβλέπονται από το νόμο, ήτοι το επίδικο μέτρο οφείλει να προβλέπεται από το εσωτερικό δίκαιο, ο ενδιαφερόμενος να έχει πρόσβαση στον σχετικό νόμο, να είναι σε θέση να προβλέπει τις σχετικές συνέπειες και να είναι συμβατός με τη δημοκρατική αρχή, β) να υπηρετούν ένα θεμιτό σκοπό (δημόσιο ή ιδιωτικό συμφέρον), ήτοι τη δημόσια ασφάλεια, την προάσπιση της δημόσιας τάξης, της υγείας, της ηθικής και των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των 30 Βλ. Δαγτόγλου Π., Συνταγματικό δίκαιο, Ατομικά δικαιώματα, τόμ. α, σ. 466. 31 Βλ. Δαγτόγλου Π., ο.π., σ. 466-467. 32 Αντίθετος είναι ο Τσάτσος Θ., ο οποίος υποστήριξε ότι η ελευθερία της θρησκευτικής διδασκαλίας μπορεί να απαγορευθεί εφόσον : α) το περιεχόμενο ή έστω η μέθοδος αντίκειται στα χρηστά ήθη, β) διεξάγεται με θεμιτά μέσα, αλλά κατά τρόπο που δημιουργεί κίνδυνο διατάραξης της δημόσιας τάξης, ή γ) να προσλαμβάνει τη μορφή του προσηλυτισμού. Βλ. σχετικά σε Κυριαζόπουλου Κ., Περιορισμοί στη θρησκευτική διδασκαλία των μειονοτικών θρησκευμάτων, σ. 159. 33 Κυριαζόπουλου Κ., ο.π., σ. 191. 14
άλλων 34 και γ) να είναι αναγκαίοι μέσα σε μία δημοκρατική κοινωνία 35. Ιδεολογική βάση στους περιορισμούς ως προς την ελευθερία διάδοσης της θρησκείας ή των θρησκευμάτων προσφέρει και η ίδια η δομή των σύγχρονων-δημοκρατικών κοινωνιών, όπου συνυπάρχουν διάφορες θρησκείες μέσα στον πληθυσμό και επομένως είναι αναγκαίο να υπάρχουν περιορισμοί στην ελευθερία αυτή με σκοπό να συνδιαλέγονται τα συμφέροντα των διάφορων ομάδων και να εξασφαλίζεται ότι γίνονται σεβαστές οι πεποιθήσεις καθενός. Στην υπόθεση Κοκκινάκης κατά Ελλάδος προκειμένου να κριθεί αν τα μέτρα που λήφθηκαν σε εθνικό επίπεδο δικαιολογούνται κατ αρχήν και αν αυτά τηρούν την αρχή της αναλογίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο προέβη σε διάκριση μεταξύ της χριστιανικής μαρτυρίας και του καταχρηστικού προσηλυτισμού. Έκρινε, περαιτέρω, ότι το άρ. 4 του α.ν. 1363/1938, όπως αντικαταστάθηκε από το άρ. 2 του α.ν. 1672/1939, εναρμονίζεται με το άρ. 9 της ΕΣΔΑ, εφόσον αποσκοπεί να τιμωρήσει τον καταχρηστικό προσηλυτισμό 36. Υποστήριξε δε, ότι η χριστιανική μαρτυρία αντιστοιχεί στην αληθινή διδασκαλία του Ευαγγελίου, την οποία από μία έκθεση που συντάχθηκε το 1956 στα πλαίσια του οικουμενικού Συμβουλίου των Εκκλησιών 34 Τα κράτη διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτίμησης όσον αφορά στην αιτιολόγηση του θεμιτού σκοπού. Ο έλεγχος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν τυγχάνει ουσιαστικός διότι: α) κρίνει ότι τα κρατικά όργανα είναι πιο «κοντά» στις τοπικές ανάγκες και μπορούν να κρίνουν αν συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος, β) η ερμηνεία της φράσης «δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων» τυγχάνει ιδιαίτερα ευρεία, με αποτέλεσμα να δίνεται η δυνατότητα στα κράτη να δικαιολογούν την επέμβαση τους και γ) με βάση της αρχή της αναλογικότητας αποδοκιμάζει με έμμεσο τρόπο, τυχόν λανθασμένη επίκληση του θεμιτού σκοπού. 35 Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων των Ανθρώπων ερμηνεύει την ως άνω φράση κατά τρόπο κλιμακούμενου ως προς τα περιθώρια εκτίμησης των κρατών, με αποτέλεσμα τα τελευταία να απολαμβάνουν ευρύ φάσμα δυνατοτήτων όσον αφορά τις επεμβάσεις τους στην εκδήλωση των πεποιθήσεων μέσω της διδασκαλίας. 36 Βλ. Μαρίνου Αν, «Προσηλυτισμού. συνέχεια», ΕλλΔνη 35 (1994), σ. 6 και Μυλωνά Ιππ., «Μετάφραση Παρατηρήσεις (στην υπόθεση Κοκκινάκης κατά Ελλάδος)», Υπερ. 4 (1994), σ. 193. Αντίθετη άποψη διαπίστωσε ο Σταύρου, ο οποίος θεώρησε ότι το ευρύτερο ζήτημα της συμφωνίας της ελληνικής νομοθεσίας με το αρ. 9 της ΕΣΔΑ παραμένει ανοικτό βλ. Σταύρου Στ., «Ο προσηλυτισμός και το δικαίωμα στη θρησκευτική ελευθερία», ΠοινΧρ 43, 1993, σ. 967. Σύμφωνος φαίνεται να είναι και ο Κυριαζόπουλος Κ., Περιορισμοί στη θρησκευτική διδασκαλία των μειονοτικών θρησκευμάτων, σ. 170, σύμφωνα με τον οποίο «η εναρμόνιση των κριτηρίων της διάταξης με το δικαίωμα στη θρησκευτική ελευθερία εξαρτήθηκε από την αποκλειστικότητα του σκοπού στον οποίο θα έπρεπε να αποβλέπουν, δηλ. στην τιμώρηση μόνο του καταχρηστικού προσηλυτισμού». 15
χαρακτηρίζεται ως «απαραίτητη αποστολή» και «ευθύνη κάθε χριστιανού» 37, ενώ ο καταχρηστικός προσηλυτισμός αντιπροσωπεύει τη διαφθορά και την παραμόρφωση της μαρτυρίας, ήτοι της αληθινής διδασκαλίας, μπορεί δε, να λάβει, σύμφωνα με την έκθεση, τη μορφή προσφοράς υλικών ή κοινωνικών πλεονεκτημάτων με σκοπό την προσέλκυση νέων μελών σε κάποια Εκκλησία ή άσκηση αθέμιτης πιέσεως σε άτομα που βρίσκονται σε δυσκολία ή ανάγκη, μπορεί ακόμη να συμπεριλαμβάνει χρήση βίας ή πλύση εγκεφάλου και γενικότερα να μην συμβαδίζει με το σεβασμό της ελευθερίας της σκέψεως, της συνειδήσεως και της θρησκείας των άλλων. Αναγκαία εμφανίζεται σ αυτό το σημείο και η παράθεση των Δικαστών που μειοψήφησαν στην υπόθεση Κοκκινάκης κατά Ελλάδος αναφορικά με την προβληματική της θρησκευτικής διδασκαλίας. Σύμφωνα με τη γνώμη του Γάλλου Δικαστή Pettiti στο δικαίωμα εκδήλωσης της θρησκείας ή των πεποιθήσεων εμπεριέχεται το δικαίωμα κάθε πιστού να εκθέτει τις απόψεις του, να προσπαθήσει να γίνουν αυτές αποδεκτές ακόμη και να επιδιώξει να μεταπείσει το συνομιλητή του, όπως στην προκειμένη περίπτωση ο κ. Κοκκινάκης με τη κ. Κυριακάκη. Ωστόσο, ο ανωτέρω Δικαστής έκρινε ότι η ως άνω ενάσκηση δικαιώματος υποβάλλεται σε περιορισμούς που αφορούν το σεβασμό των δικαιωμάτων του έτερου προσώπου, στο μέτρο που γίνεται προσπάθεια εξαναγκασμού του να συναινέσει ή που χρησιμοποιούνται μέθοδοι χειραγώγησης. Ο Έλληνας Δικαστής Βαλτικός απέδωσε μια περιοριστική ερμηνεία του όρου «διδασκαλία» ταυτίζοντάς την με τη θρησκευτική εκπαίδευση στα σχολικά προγράμματα και στα θρησκευτικά ιδρύματα, εξαιρώντας τη λεγόμενη «εξωτερική ιεραποστολή». Σοβαρό μειονέκτημα της άποψης αυτής είναι ο σαφής περιορισμός του εννοιολογικού εύρους του όρου «διδασκαλία». Κατά την προσέγγιση του Ολλανδού Δικαστή Martens η κατά το άρ. 9 της ΕΣΔΑ η θρησκευτική ελευθερία περιλαμβάνει την ελευθερία της διδασκαλίας της θρησκείας, η οποία δύναται να οδηγήσει σε προσηλυτισμό με τη σύγκρουση των δικαιωμάτων δύο προσώπων, ήτοι του προσώπου που η θρησκευτική του πίστη 37 Αντίθετη άποψη θεωρεί ότι το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, παρά το αδιαμφισβήτητο κύρος του, δεν παύει να είναι ένας μη κυβερνητικός οργανισμός ο οποίος σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εκφράζει τις κοινές θέσεις των συμβαλλόμενων κρατών, ενώ επιπλέον δεν θα έπρεπε να αντλούνται επιχειρήματα προκειμένου να ερμηνευθεί μία ουδέτερη από απόψεως διεθνής συνθήκη από κείμενο που απηχεί τις απόψεις χριστιανικών εκκλησιών βλ. Σταύρου Στ, Ο προσηλυτισμός και το δικαίωμα στη θρησκευτική ελευθερία, ΠοινΧρ 43, 1993, σ. 966. 16
απαιτεί μία τέτοια δραστηριότητα και του προσώπου που σκοπεύει να διατηρήσει τις πεποιθήσεις του. Κατέληξε δε, ότι σ ένα φιλελεύθερο και δημοκρατικό κράτος δεν δύναται να υπερισχύσει καμία από τις παραπάνω ελευθερίες σε βάρος των πολιτών 38, εφόσον επρόκειτο για ενήλικες πλήρως ικανούς για δικαιοπραξία διότι οι άνθρωποι που πραγματικά πιστεύουν δεν αλλάζουν τις πεποιθήσεις τους με άσκηση εξαναγκασμού. Κοινή αντίληψη εξέφρασαν οι Δικαστές Foighel και Λοϊζου, οι οποίοι υιοθέτησαν μία στενή ερμηνεία του όρου διδασκαλία της θρησκείας καθώς, κατά την άποψη τους, το άρ. 9 παρ. 1 της ΕΣΔΑ προστατεύει μόνο τον ειλικρινή και ευθύ τρόπο διδασκαλίας και όχι τη χρήση των μέσων που προβλέπονται στο άρ. 4 του Α.Ν. 1363/1938. Ev συνεχεία στην υπόθεση Λαρίσσης και λοιποί κατά Ελλάδος, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο υπογράμμισε εξαρχής ότι η θρησκευτική ελευθερία εμπεριέχει την ελευθερία εκδήλωσης της θρησκείας ή των πεποιθήσεων, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος της προσπάθειας να πεισθεί ο πλησίον, για παράδειγμα μέσω μίας διδασκαλίας 39. Βέβαια, το άρ. 9 της ΕΣΔΑ, κατά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, δεν προστατεύει οποιαδήποτε πράξη η οποία δικαιολογείται ή εμπνέεται από μία θρησκεία ή πίστη, ήτοι εκτός πεδίου εφαρμογής της ως άνω διατάξεως ετέθη ο προσηλυτισμός χαμηλής ποιότητας, όπως μία δραστηριότητα που προσφέρει υλικά ή κοινωνικά πλεονεκτήματα ή η άσκηση καταχρηστικής πιέσεως για την επίτευξη προσχωρήσεων σε μία Εκκλησία. Μόλις χρειάζεται να τονιστεί ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απέφυγε να ορίσει τον καταχρηστικό προσηλυτισμό ή αλλιώς τον προσηλυτισμό χαμηλής ποιότητας. Συγκεκριμένα, κατέληξε ότι οι καταχρηστικές πιέσεις των αιτούντων (: οι οποίοι ήταν βαθμοφόροι/ανώτεροι) προς τους σμηνίτες εκμεταλλευόμενοι την 38 Αντίθετος ο Κυριαζόπουλος Κ., Περιορισμοί στην ελευθερία διδασκαλίας των μειονοτικών θρησκευμάτων, σ. 166, ο οποίος υποστήριξε ότι το Κράτος δεν εμποδίζεται να ποινικοποιήσει τη διάδοση της θρησκείας ή πεποίθησης, η οποία πραγματοποιείται με την άσκηση εξαναγκασμού με σκοπό τη μεταβολή της θρησκευτικής συνείδησης, αφού μία τέτοιου είδους διάδοση παραβιάζει σοβαρά τη θρησκευτική ελευθερία του φορέα της ελευθερίας της αξιοπρεπούς αλλαγής θρησκείας ή πεποίθησης. 39 Παρατηρείται λοιπόν, ότι σ αυτό το σημείο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο διατήρησε την ίδια άποψη ως προς την ελευθερία εκδήλωσης της θρησκείας ή των πεποιθήσεων, όπως στην υπόθεση Κοκκινάκης κατά Ελλάδος. 17
ιεραρχική δομή που αποτελεί χαρακτηριστικό της στρατιωτικής ζωής δεν υπάγονται στην ελευθερία εκδήλωσης και διάδοσης της θρησκείας ή των πεποιθήσεων και στην ελευθερία θρησκευτικής διδασκαλίας. Αντίθετα, δεν διαπιστώθηκε σχετικά με τον επικαλούμενο προσηλυτισμό σε βάρος των πολιτών ότι υπήρξε υπέρβαση της ελευθερίας διάδοσης της πίστης των αιτούντων με το σκεπτικό της ελλείψεως καταχρηστικών πιέσεων ή εκμετάλλευσης της διανοητικής καταστάσεως των πολιτών. Ο Έλληνας Δικαστής Βαλτικός, τέλος, ούτε στην υπόθεση Λαρίσσης και λοιποί κατά Ελλάδος συμφώνησε με τη διασταλτική ερμηνεία 40 της ελευθερίας της εκδήλωσης θρησκείας, κρίνοντας ότι η ελευθερία αυτή, όπως συμβαίνει με όλες τις ελευθερίες, τελειώνει εκεί όπου αρχίζει η ελευθερία του έτερου προσώπου. Το αρ. 9 της ΕΣΔΑ, κατά την άποψη του, αποβλέπει αποκλειστικά στην προστασία της θρησκείας των ατόμων και δεν περιλαμβάνει το δικαίωμα τους να επιτίθενται κατά της θρησκείας των άλλων. 40 σχετικά με τον ορισμό της διασταλτικής ερμηνείας βλ. Σταμάτη Κ., Η θεμελίωση των νομικών κρίσεων, σ. 503-504. 18
Β. ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΣ Στο παρόν κεφάλαιο επιχειρείται η εννοιολογική οριοθέτηση του προσηλυτισμού. Ιστορικά ο προσηλυτισμός θεσπίστηκε ως έγκλημα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά με το άρ. 4 του α.ν. 1363/1938, ενώ προϋπήρχαν ηπιότερες διατάξεις των άρθρων 149, 195 και 198 του Ποινικού Νόμου του 1834. Η αρχική διατύπωση του άρθρου 4 του α.ν. 1363/1938 τροποποιήθηκε το επόμενο έτος με το άρθρο 2 του α.ν. 1672/1939. Βασική συνισταμένη της θεωρίας του ποινικού δικαίου είναι ότι ο προσηλυτισμός αποτελεί μία από τις νομικές έννοιες με υπερβολική δόση αοριστίας, ως προελέχθη αναλυτικά στο τρίτο κεφάλαιο της παρούσας εργασίας, που χαρακτηρίζεται από ανεπίτρεπτη διεύρυνση του αξιόποινου λαμβάνοντας υπόψη και τη νομολογιακή εφαρμογή του. Σε κάθε περίπτωση ο συντακτικός νομοθέτης δεν καθιερώνει το αξιόποινο του προσηλυτισμού, ούτε υποχρεώνει τον κοινό νομοθέτη να θεσπίσει τέτοιο αξιόποινο ή να διατηρήσει το ήδη υπάρχον 41, επομένως το ζήτημα της αποποινικοποίησης επαφίεται στην πολιτική βούληση. Χρήσιμη και αναγκαία εμφανίζεται σε αυτό το σημείο η προσέγγιση της ερμηνείας του όρου «προσηλυτισμός» με βάση τη διάκριση που γίνεται μεταξύ απόψεων που είχαν διατυπωθεί υπό το κράτος των προϊσχυσάντων Συνταγμάτων που απαγόρευαν τον προσηλυτισμό μόνο σε βάρος της επικρατούσας θρησκείας και των απόψεων που διατυπώθηκαν υπό την ισχύ του Συντάγματος του 1975/1986/2001/2008. Υπό το συνταγματικό καθεστώς προ του έτους 1975 κατά μία άποψη η απαγόρευση του προσηλυτισμού περιελάμβανε τον οποιασδήποτε φύσεως προσηλυτισμό, ήτοι την ελευθερία της διδασκαλίας στην έκταση που καταλάμβανε τη διάδοση θρησκείας με τη μεταβολή της θρησκευτικής συνείδησης ορθόδοξων χριστιανών, ανεξάρτητα από τη χρήση θεμιτών ή αθέμιτων μέσων 42. Αντίθετα, ο Μαρίνος θεωρούσε ότι η ως άνω άποψη περιορίζει ουσιωδώς τη θρησκευτική ελευθερία και πως η χρήση θεμιτών μέσων για την απόσπαση οπαδών από την 41 Βλ. Χρυσόγονου Κ., Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, σ. 259. 42 Βλ. Σβώλου Α. Βλάχου Γ., Το Σύνταγμα της Ελλάδος, τομ. α, σ. 33. 19
επικρατούσα θρησκεία υπέρ μίας άλλης γνωστής θρησκείας επιτρεπόταν 43. Περαιτέρω, την τελολογική ερμηνεία προκειμένου να ορίσει τον προσηλυτισμό χρησιμοποίησε ο Σαρίπολος, ο οποίος υποστήριζε ότι το Σύνταγμα απαγορεύει γενικά τον προσηλυτισμό από οποιαδήποτε θρησκεία σε βάρος οποιασδήποτε θρησκείας, και όχι μόνο κατά της επικρατούσας 44. Τέλος, κατά τον Φλογαϊτο, η απαγόρευση του προσηλυτισμού αποτελούσε μία προφανή παραβίαση της ελευθερίας της διδασκαλίας θρησκείας 45. Υπό το ισχύον Σύνταγμα έχουν διατυπωθεί έξι απόψεις σχετικά με τον ορισμό του προσηλυτισμού. Σύμφωνα με τον Μάνεση, τον Μαρίνο και τον Πουλή, προσηλυτισμός είναι η ελευθερία διδασκαλίας μίας θρησκείας μόνο όταν ασκείται με αθέμιτα μέσα, όπως αυτά περιγράφονται στην αντικειμενική υπόσταση του σχετικού ποινικού αδικήματος 46. Αντίθετα, ο Λοβέρδος, ο οποίος εν μέρει συμφωνεί με τον ως άνω ορισμό, διευρύνει την έννοια των αθέμιτων μέσων, υπάγοντας σε αυτά και τις απλώς αποδοκιμαζόμενες πράξεις ή πράξεις που η ένταση τους δεν έχει οδηγήσει στην αναγωγή τους σε έγκλημα 47. Κατά τον Δαγτόγλου αθέμιτα είναι κυρίως τα μέσα, που αν επιδίωκαν παράνομο περιουσιακό όφελος, θα συγκροτούσαν την αντικειμενική υπόσταση της εκβιάσεως (άρθρο 385 ΠΚ) ή της απάτης (άρθρο 386 ΠΚ) 48. Προσηλυτισμό κατά την ίδια άποψη δεν διαπράττει αυτός που διακηρύσσει τις θρησκευτικές του απόψεις ή ομολογεί την πίστη του ή που μεταπείθει άλλον να αλλάξει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, διότι το Σύνταγμα αφενός κατοχυρώνει την ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως και αφετέρου δεν απαγορεύει το κήρυγμα και την ιεραποστολή προς αλλόδοξους ή άθρησκους 49. 43 Βλ. Μαρίνου Αν., Η θρησκευτική ελευθερία, σ. 236-238. 44 Για την ανωτέρω άποψη βλ. σχετικά Κυριαζόπουλου Κ., Περιορισμοί στην ελευθερία διδασκαλίας των μειονοτικών θρησκευμάτων, σ. 174. 45 Βλ. Κυριαζόπουλου Κ., ο.π., σ. 175 υποσημείωση 350. 46 Βλ. Μάνεση Αρ., Ατομικές ελευθερίες, σ. 255 256, Μαρίνου Αν., «Η έννοια του θρησκευτικού προσηλυτισμού κατά το νέο Σύνταγμα», ΕλλΔνη 25 (1984), σ. 10, Πουλή Γ., Θρησκευτικό Ποινικό Δίκαιο, σ. 98. 47 Βλ. Λοβέρδου Ανδ., Προσηλυτισμός. Για την αντισυνταγματικότητα της σχετικής με τον προσηλυτισμό νομοθεσίας, σ.22 48 Βλ. Δαγτόγλου Π., Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, τομ. α, σ. 482. 49 Βλ. Δαγτόγλου Π., ο.π., σ. 481. 20
Κατά τον Κρίππα, ο προσηλυτισμός υπέρ της επικρατούσας θρησκείας που γίνεται με θεμιτά μέσα, δεν απαγορεύεται από το Σύνταγμα 50. Κατά τον Βαβούσκο, τα θεμιτά μέσα δεν εξαιρούνται από τη συνταγματική απαγόρευση του προσηλυτισμού 51. Η άποψη αυτή αντίκειται σαφώς στην ελευθερία διάδοσης της θρησκείας ή των πεποιθήσεων 52. Τέλος, κατά τον Κυριαζόπουλο, μέσα σε ένα φιλελεύθερο και δημοκρατικό κράτος, ο προσηλυτισμός δεν μπορεί παρά να ταυτίζεται με την ελευθερία της διάδοσης της θρησκείας ή πεποίθησης 53, η απαγόρευση του δε, ήτοι ο αθέμιτος προσηλυτισμός, δεν σημαίνει τίποτα άλλο από την απαγόρευση της καταχρηστικής άσκησης της ελευθερίας αυτής 54. Απαραίτητος για τον ορισμό της καταχρηστικής άσκησης της ελευθερίας διάδοσης κρίθηκε ο καθορισμός των κριτηρίων της κατάχρησης αυτής. Κριτήριο διάκρισης, λοιπόν, μεταξύ της διάδοσης της θρησκείας ή των πεποιθήσεων και του καταχρηστικού προσηλυτισμού, σύμφωνα με τον Κυριαζόπουλο, αποτελούν η παραβίαση όλων των θεμελιωδών δικαιωμάτων που προστατεύονται από το Σύνταγμα και από τις διεθνείς συμβάσεις που έχουν κυρωθεί από τη Χώρα μας και η προσβολή των χρηστών ηθών, με την έννοια της δημόσιας ηθικής 55, ήτοι του συνόλου των κανόνων συμπεριφοράς, η οποία επιβάλλεται από το νομικό πολιτικό θεμέλιο της δημοκρατικής έννομης τάξης, ή αλλιώς, από τις αξίες 56 του σύγχρονου νομικού πολιτισμού 57. Ως καταχρηστικός προσηλυτισμός, λοιπόν, ορίσθηκε η ελευθερία διάδοσης της θρησκείας ή πεποίθησης, με ενδεχόμενη 50 Βλ. Κρίππα Γ., «Τινά περί προσηλυτισμού από απόψεως συνταγματικής και ποινικής», ΕλλΔνη 22 (1981). 51 Βλ. Βαβούσκου Κ., Εγχειρίδιον Εκκλησιαστικού Δικαίου, σ. 288. 52 Βλ. Κυριαζόπουλου Κ., Περιορισμοί στην ελευθερία διδασκαλίας των μειονοτικών θρησκευμάτων, σ. 176. 53 Στη διεθνή ορολογία ο προσηλυτισμός σημαίνει την ελευθερία της διάδοσης θρησκείας ή πεποίθησης ή έστω τη διάδοσή τους βλ. Κυριαζόπουλο Κ., ο.π., σ. 170. 54 Βλ. Κυριαζόπουλου Κ., ο.π., σ. 177. 55 Αντίθετα η κοινωνική ηθική, ήτοι η ηθική του «χρηστώς και εμφρόνως» σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου, δεν μπορεί να αποτελέσει κριτήριο διάκρισης, κατά την ανωτέρω άποψη, διότι μπορεί να είναι μισαλλόδοξη, οπότε το εν λόγω κριτήριο θα μπορούσε να προκαλέσει θρησκευτικές διακρίσεις. βλ. Κυριαζόπουλου Κ., ο.π., σ. 185. 56 Οι αξίες αυτές συνοψίζονται στις έννοιες της ελευθερίας, της ισότητας και της δημοκρατίας. βλ. Κυριαζόπουλου Κ., ο.π., σ. 187. 57 Βλ. σχετικά Κυριαζόπουλου Κ., ο.π., σ. 186-191. 21
μεταβολή της θρησκευτικής συνείδησης τρίτων, που δεν έχουν τις ίδιες με το φορέα της ελευθερίας αυτής πεποιθήσεις, εφόσον η άσκηση της ίδιας ελευθερίας, στα πλαίσια μιας δημοκρατικής κοινωνίας, προσβάλλει τα θεμελιώδη δικαιώματα τους, που κατοχυρώνονται στο Σύνταγμα και στις διεθνείς συμβάσεις προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που έχουν κυρωθεί από τη χώρα μας, ήτοι με συνοπτικότερη διατύπωση, καταχρηστικός προσηλυτισμός είναι η διάδοση θρησκείας ή πεποίθησης, που προσβάλλει την αξιοπρέπεια του ανθρώπου 58. Λόγω όμως της ρευστότητας της έννοιας της «ανθρώπινης αξιοπρέπειας 59» ελλοχεύει ο κίνδυνος όσοι θα ήθελαν να διευρύνουν τις περιπτώσεις που υπάγονται στο αδίκημα του κακόπιστου ή αλλιώς καταχρηστικού προσηλυτισμού να ερμηνεύσουν διασταλτικά τη φράση «αξιοπρέπεια του άλλου ανθρώπου», ώστε να υπάγουν στο έγκλημα του προσηλυτισμού ακόμη και νόμιμες συμπεριφορές. Αναζητώντας τώρα τη θέση της εγχώριας νομολογίας αναφέρω ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε αποφανθεί ήδη από το 1953 ότι «η απλώς πνευματική διδασκαλία δεν συνιστά προσηλυτισμό έστω και αν επιδεικνύει τα λάθη άλλων θρησκειών και δελεάζει οπαδούς ώστε να απομακρυνθούν από αυτήν και οι οποίοι εγκαταλείπουν την αρχική θρησκεία τους οικειοθελώς. Αυτό ισχύει διότι η πνευματική διδασκαλία είναι στη φύση της μία λατρευτική πράξη που εκτελείται ελεύθερα και ανεμπόδιστα. Έξω από αυτήν την πνευματική διδασκαλία, η οποία μπορεί να γίνεται ελεύθερα, κάθε προκαθορισμένη και φορτική προσπάθεια προσέλκυσης οπαδών μακριά από την επικρατούσα θρησκεία με μέσα που είναι είτε παράνομα είτε ηθικώς μεμπτά, συνιστά προσηλυτισμό» 60. Στην παλαιά ελληνική νομολογία των ποινικών δικαστηρίων, η περιγραφή του αδικήματος στηρίζεται στις αξιολογικές και όχι περιγραφικές έννοιες των μέσων τέλεσης, όπως «απατηλά μέσα», «κατάχρηση εμπιστοσύνης» ή «πάσης φύσεως 58 Βλ. Κυριαζόπουλου Κ., Περιορισμοί στην ελευθερία διδασκαλίας των μειονοτικών θρησκευμάτων, σ. 191. 59 Για την έννοια της «ανθρώπινης αξιοπρέπειας» βλ. Μανωλεδάκη Ι., Ανθρώπινη αξιοπρέπεια: Έννομο αγαθό ή απόλυτο όριο στην άσκηση εξουσίας;», σε Ι. Μανωλεδάκη C. Prittwitz (επιμ.), Η ποινική προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, σ.9επ. και Μαργαρίτη Λ., Ανθρώπινη αξιοπρέπεια Κώδικας Ποινικής Δικονομίας και Σχέδιο νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, σε Εμβάθυνση στην ποινική δικονομία, Ι, Θεωρία Νομολογία, σ.94επ. 60 ΣτΕ 2276/1953, ΝοΒ 2 (1954), σελ. 298 299. βλ. επίσης και τις Ολομέλειες ΣτΕ 2168/1960, 1169/1961, 824/1963 και 1533/1965. 22
παροχές», «υλική περίθαλψη», «ηθική περίθαλψη», «εκμετάλλευση ανάγκης και κουφότητας», «πνευματική αδυναμία» και είχε ως αποτέλεσμα την αντιφατική ανάγνωση από την πλευρά του εφαρμοστή του δικαίου και τη σύγχυση της νομολογίας 61. Μεταβαίνοντας τώρα στη νομολογία του ΕΔΔΑ λεκτεά τα εξής: Ο Δικαστής Βαλτικός στην υπόθεση Λαρίσσης και λοιποί κατά Ελλάδος, ορίζει τον προσηλυτισμό ως οποιαδήποτε απόπειρα, που υπερβαίνει την απλή ανταλλαγή απόψεων και στοχεύει με πρόθεση να αλλοιώσει τις θρησκευτικές γνώμες ενός ατόμου ενώ αντίθετα ο Βέλγος Δικαστής στην υπόθεση Κοκκινάκης κατά Ελλάδος όρισε τον προσηλυτισμό ως το ζήλο που αναπτύσσεται για τη διάδοση της πίστης. Γίνεται πλέον δεκτό από τη νεότερη νομολογία των ποινικών δικαστηρίων, τουλάχιστον τη δημοσιευμένη 62, μετά βεβαίως και τις καταδίκες της Ελλάδος από το ΕΔΔΑ, μία προσπάθεια εναρμόνισης των ελληνικών δικαστηρίων προς τις επιταγές της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, ήτοι ότι δεν διαπράττει προσηλυτισμό αυτός που διακηρύσσει δημόσια τη πίστη του, απλώς μεταπείθει έναν άλλο να αλλάξει θρησκευτικές πεποιθήσεις, ενημερώνει ακόμη και με τη μορφή εντύπων ή διαφημιστικών φυλλαδίων, κηρύττει και προβαίνει σε ιεραποστολές, διοργανώνει συγκεντρώσεις και διαλέξεις κατά τις οποίες επιχειρείται η διάδοση θρησκευτικών ή μη πεποιθήσεων. Οι παραπάνω ενέργειες είναι καθόλα επιτρεπτές σε ένα σύγχρονο κράτος δικαίου στα πλαίσια της ρητώς κατοχυρωμένης ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της ελευθερίας έκφρασης και ανταλλαγής ιδεών και απόψεων ακόμη και με θρησκευτικό ή αθεϊστικό περιεχόμενο. 61 Βλ. Κυριαζόπουλου Κ., Περιορισμοί στην ελευθερία διδασκαλίας των μειονοτικών θρησκευμάτων, σ. 208 επ. 62 Βλ. ΠλημΑμαλ 98/2004, ΠοινΛογ (2004), σ. 1451, 2723/2000 ΠλημΑθ, ΠοινΧρ (2000), σ. 618, ΑναφΕισΠλημΚαβ 93/1998, Υπερ (1999), σ. 450, ΠλημΛαρ 183/1994, Υπερ (1995), σ. 1176, ΠλημΤρικ 186/1996, Αρμ (1986), σ. 999 και ΠλημΕδ 25/1984, Αρμ (1985), σ. 55. 23
Γ. Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΥ Γ.1. Η ΙΣΧΥΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΑΤΑΞΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΥ Διχοστασία ανέκυψε για το αν το άρ. 4 α.ν. 1363/1938, όπως αντικαταστάθηκε με το άρ. 2 α.ν.1672/1939, εξακολουθεί να ισχύει και μετά την θέση σε ισχύ του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα ή του Συντάγματος του 1975 ή θα πρέπει να θεωρηθεί καταργηθείσα διάταξη. Κατά μια άποψη 63 εδραζόμενη στις μεταβατικές διατάξεις του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα (ν.1492/1950) και συγκεκριμένα στα άρ. 461 και 473 ΠΚ υποστηρίζεται ότι ο ισχύων Ποινικός Κώδικας κατήργησε την ποινική διάταξη του προσηλυτισμού. Το άρ.461 ορίζει ότι: «Από την έναρξη ισχύος του Ποινικού Κώδικα καταργείται ο Ποινικός Νόμος της 3 ης Νοεμβρίου 1836, καθώς και κάθε διάταξη που τροποποιούσε αυτόν το νόμο», ήτοι το άρ.461 ΠΚ κατήργησε και την ποινική διάταξη του προσηλυτισμού, η οποία είχε προηγουμένως καταργήσει σιωπηρά το άρ.198 ΠΝ. Το δε άρθρο 473 ΠΚ, δυνάμει του οποίου καταργήθηκε κάθε διάταξη που περιεχόταν σε ειδικούς ποινικούς νόμους τους οποίους απαριθμούσε, κατήργησε και την ποινική διάταξη του προσηλυτισμού, καθώς ο νομοθέτης του Ποινικού Κώδικα, εσκεμμένα, όπως προκύπτει από την εισηγητική Έκθεση, παρέλειψε να συμπεριλάβει στον Ποινικό Κώδικα το έγκλημα του προσηλυτισμού. Ωστόσο στα ανωτέρω επιχειρήματα υπήρξε ισχυρός αντίλογος από κάποιους εκπροσώπους της επιστήμης του ποινικού δικαίου 64, ενώ και η νομολογία δεν θεώρησε καταργηθείσα την ποινική διάταξη περί προσηλυτισμού 65. 63 Βλ. και Κυριαζόπουλο Κ., Περιορισμοί στην ελευθερία διδασκαλίας των μειονοτικών θρησκευμάτων, σ.108. 64 Βλ. τα επιχειρήματα του Πουλή Γ., «Το έννομο αγαθό που προστατεύεται με το έγκλημα του προσηλυτισμού», ΠοινΧρ 33 (1983), σ.226-227 και του Φιλιππίδη Τ., Τα εγκλήματα κατά της θρησκείας κατά τον Ελληνικόν Ποινικόν Κώδικα, σ.28 επ. και των Σβώλου Α. Βλάχου Γ., Το Σύνταγμα της Ελλάδος, τομ. α, σ. 33-34. Υπέρ της ισχύος των διατάξεων περί προσηλυτισμού και οι Καρανίκας Δ., Τα εγκλήματα κατά της θρησκείας, σ.24, Μαρίνος Α., Η θρησκευτική ελευθερία, σ.205-206, Παναγιωτάκος Π., Σύστημα του Εκκλησιαστικού δικαίου κατά την εν Ελλάδι ισχύν αυτού, σ.390, υποσημ.2, Φραγκίστας Χ., Στοιχεία Εκκλησιαστικού Δικαίου, σ. 102-103, Βαβούσκος Κων., Εγχειρίδιον Εκκλησιαστικού Δικαίου, σ. 289. 65 Βλ. ΑΠ 840/1986, ΝοΒ 1986/1269. 24
Κατά μία άλλη άποψη 66 εδραζόμενη στο Σύνταγμα του 1975 και του 1911, η ποινική διάταξη του προσηλυτισμού θεωρείται καταργηθείσα με το κάτωθι σκεπτικό: Το άρ.4 α.ν. 1363/1938 απέβλεπε στην κατοχύρωση του βασικού κανόνα του άρθρου 1 εδ. β του Συντάγματος 1911 σύμφωνα με τον οποίο: «Η επικρατούσα θρησκεία εν Ελλάδι είναι η της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας πάσα δε άλλη γνωστή θρησκεία είναι ανεκτή και τα της λατρείας αυτής τελούνται ακωλύτως υπό την προστασίαν των νόμων, απαγορευομένου του προσηλυτισμού και πάσης άλλης επεμβάσεως κατά της επικρατούσης θρησκείας.». Εφόσον το άρ.1 εδ.β Συντ.1911 καταργήθηκε, θεωρείται καταργηθείσα και η ποινική διάταξη του άρ.4 α.ν. 1363/1938. Στην υπόθεση Κοκκινάκης κατά Ελλάδος αλλά και στην υπόθεση Λαρίσσης και λοιποί κατά Ελλάδος, τόσο η Επιτροπή όσο και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο παρέλειψαν να εξετάσουν αυτεπαγγέλτως αν τα ελληνικά δικαστήρια συνεχίζουν να εφαρμόζουν την ποινική διάταξη του προσηλυτισμού που δεν είναι πια σε ισχύ 67. Γ.2. ΤΟ ΕΝΝΟΜΟ ΑΓΑΘΟ Γ. 2.1. Προλεγόμενα Τα τρία δομικά στοιχεία του ποινικού φαινομένου είναι α) τα κοινωνικά αγαθά που με την τυποποίησή τους ανάγονται σε έννομα, β) το έγκλημα ως προσβολή των αγαθών αυτών και γ) η ποινή ως η απάντηση της οργανωμένης κοινωνίας σε αυτήν την προσβολή 68. Λογικά, ιστορικά και κοινωνικά «πρώτο» στοιχείο του ποινικού φαινομένου είναι το έννομο αγαθό, το οποίο έχει καταστεί θεμελιώδης έννοια του εγχώριου 66 Βλ. Ανδρουλάκη Ν., Το αξιόποινο του προσηλυτισμού και η συνταγματικότητά του, ΝοΒ 34 (1986), σ.1031-1032. Σύμφωνοι και οι Κωνσταντινίδης Κ., Μορφές εμφανίσεως του εγκλήματος ως αυτοτελή αδικήματα, σ.106, και Κωνσταντινίδης Άγγ., Παρατηρήσεις σε 958/1987 ΒουλΣυμβΠλημΑθ, σε Πουλή Γ., Θρησκευτικό ποινικό δίκαιο, σ.136. Για τον Κονιδάρη Ι., Ζητήματα θρησκευτικών διακρίσεων, Υπερ 1992,413, οι διατάξεις περί προσηλυτισμού πρέπει να θεωρηθούν καταργημένες, χωρίς όμως να παραθέτει κάποια αιτιολογία. 67 Βλ. Κυριαζόπουλο Κ., Περιορισμοί στην ελευθερία διδασκαλίας των μειονοτικών θρησκευμάτων, σ.134. 68 Βλ. ενδεικτικά Μανωλεδάκη Ι., Ποινικό δίκαιο Επιτομή Γενικού μέρους, σ. 2επ. 25
ποινικού δικαίου 69, λειτουργώντας τόσο ως ερμηνευτικό εργαλείο σε επίπεδο ισχύοντος δικαίου όσο και κριτικά σε δικαιοπολιτικό κυρίως επίπεδο 70. Το έννομο αγαθό, εφόσον του αποδοθεί και το κατάλληλο περιεχόμενο, διασφαλίζει την παραδοχή του αντικειμενικού αδίκου, ελέγχει γενικότερα την τυποποίηση του ποινικού φαινομένου, βοηθά στην ανάλυση του αδίκου, της ενοχής και των επιμέρους εγκλημάτων, συμβάλλει στην επίλυση προβλημάτων στο χώρο της απόπειρας και της συμμετοχής και αποτελεί κομβική έννοια στο χώρο της συρροής 71. Το έννομο αγαθό συνίσταται σε ουσιώδες στοιχείο της κοινωνικής ζωής που ικανοποιεί βιοτικές και κοινωνικές ανάγκες και εξυπηρετεί αντίστοιχα συμφέροντα και η προσβολή του προκαλεί κοινωνική αντίδραση, καθώς συνεπάγεται ρήξη της κοινωνικής συνοχής 72. Ωστόσο, ο εντοπισμός του εννόμου αγαθού δεν είναι πάντα ευχερής, διότι η τυποποίησή του ως μεγέθους ποινικής προστασίας γίνεται έμμεσα στους κυρωτικούς κανόνες. Κι αν στο ειδικό μέρος του ΠΚ οι τίτλοι των κεφαλαίων λειτουργούν ως ερμηνευτική πυξίδα, στους ειδικούς ποινικούς νόμους η ανεύρεσή του και η ανάλυσή 69 Βλ. Μανωλεδάκη Ι., Η διαλεκτική έννοια των εννόμων αγαθών, σ.25, του ιδίου, Το έννομο αγαθό ως βασική έννοια του ποινικού δικαίου, σ.5, υποσημ. 5 και σ.65-66, Παρασκευόπουλου Ν., Τα θεμέλια του ποινικού δικαίου, σ.1, Σπινέλλη Δ., Το έννομον αγαθόν και η σημασία του εις την σύγχρονον διδασκαλίαν του ποινικού δικαίου, ΠοινΧρ 1971,738, Συλίκου Γ., Η υλικότητα των εννόμων αγαθών στο ποινικό δίκαιο, σ.33. Βλ. όμως Ανδρουλάκη Ν., Ποινικό δίκαιο, Γενικό μέρος, Ι. Θεωρία για το έγκλημα, σ.16επ. και 65επ., για τον οποίο πρωτεύον μέγεθος της ποινικής επιστήμης είναι η ποινή και όχι το έννομο αγαθό. Υπάρχει τέλος και η θέση ότι το έγκλημα είναι το σπουδαιότερο στοιχείο του ποινικού φαινομένου: Κωστάρας Α., Έννοιες και θεσμοί του ποινικού δικαίου, σ.106-107 και Χαραλαμπάκης Α., Διάγραμμα ποινικού δικαίου, Γενικό μέρος, σ.41-42 με ρητή αναγνώριση πάντως της τεράστιας μεθοδολογικής προσφοράς του εννόμου αγαθού. 70 Για την ενδοσυστηματική και εξωσυστηματική-κριτική λειτουργία του εννόμου αγαθού βλ. Μανωλεδάκη Ι., Το έννομο αγαθό, σ.119. Γενικότερα για την κριτική λειτουργία του εννόμου αγαθού βλ. Σπυράκου Δ., Η κριτική λειτουργία της έννοιας του εννόμου αγαθού, ο οποίος πάντως χαρακτηρίζει ανέφικτη την συνύπαρξη της δογματικής και της κριτικής λειτουργίας του έννομου αγαθού, σ.33επ. και 130επ. 71 Βλ. Μανωλεδάκη Ι., ο.π., σ.45επ., 120επ., 126επ., και 157επ. 72 Βλ. Μανωλεδάκη Ι., ο.π., σ.7, 9, 12 και 15 και ειδικότερα στη σ.91, όπου δίνει τον ορισμό τους. Και για τον Παρασκευόπουλο Ν., ο.π., σ.93 στοιχείο εε, κρίσιμο είναι η προσβολή μιας κοινωνικής σχέσης επιθυμητής από την ανθρώπινη κοινότητα και καταξιωμένης. Και ο Σπινέλλης Δ., ο.π., ΠοινΧρ 1971,736, αναφέρει ότι σκοπός της κρατικής εξουσίας δεν είναι η ενίσχυση των κοινωνικοηθικών αξιών, αλλά η «προστασία των βιοτικών αγαθών της ολότητος και των ατόμων». 26