EΝΑ ΒΡAΔΥ, έτσι όπως έρχονται τέτοιες ώρες τα όνειρα, μου ρθε να γράψω ένα παραμύθι για έναν έρωτα καραμελένιο. Ευθύς αμέσως ένιωσα κάτι παράξενο, φοβήθηκα την ίδια την αγάπη και τα καμώματά της. Αναρωτήθηκα αν γίνεται να υπάρξει ολάκερη. «Στην εποχή μας», σκέφτηκα, «πρέπει να δώσει μάχη με όλα τα άλλα». Σάστισα. Ξύπνησα αναστατωμένος. «Δε φτάνει ένα παραμύθι... Θα ναι λειψό. Θα φτιάξω δύο εγώ, κι ας παραμένουν μισές οι αγάπες». Η δεύτερη, όμως, μου βγήκε ζωηρή. Αλάργεψε να πάει να σκαλίσει την άσχημη πλευρά της κοινωνίας. Χάθηκε εκεί όπου ζουν ληστές, συμμορίες κι εκτελεστικά όργανα. Κι έβαλα την πρώτη να συναντήσει τη δεύτερη. Και ό- ταν έφτασε στο τέλος η προσπάθεια, χάρηκα τόσο δυνατά, που θέλησα να ξεχυθώ παντού και να φωνάξω: «Tελείωσα. Διάβασέ το». Και τότε ακριβώς συνειδητοποίησα πως αν καταφέρουμε να ζούμε όλα όσα μας συμβαίνουν σαν να ναι παραμύθι, το τέλος θα είναι όμορφο, γλυκό, κι ας παραμένουν μισές οι αγάπες... Κι είχα νιώσει πολύ έντονα μέσα μου όσα έγραψα. Αυτά που είχα καταφέρει τα βράδια και τα πρωινά να βάλω πλάι πλάι να χορεύουν. Να τα διαβάζεις ευχάριστα, να θες να πας και παρακάτω. Φοβήθηκα για λίγο το «μισές» του τίτλου σαν αντιλήφθηκα πως μέσα από ένα βιβλίο δένονται δύο ά- γνωστοι μεταξύ τους, ο συγγραφέας και ο αναγνώστης. «Είμαι ο μισός», σκέφτηκα κι έπεσα ανάσκελα τρομαγμένος στο κρεβάτι. Κι έτσι ανάσκελα ήρθαν στη θύμησή μου, σαν παλιό σινεμά, εικόνες απ το Κάιρο. Μπορεί θολές από το χρόνο, μα αρκετές για να νοσταλγήσω τα ό- μορφα εκείνα χρόνια. Τους απλούς ανθρώπους που γνώρισα κι έζησα από κοντά. Τις έντονες γεύσεις, την πολυκοσμία, τους αμανέδες στα ραδιόφωνα, τα
10 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΖΕΛΑΚΗΣ παιδικά μου χρόνια, της Κυριακής τα πρωινά, το πρώτο σκίρτημα της καρδιάς, το πρώτο φιλί, την εκτόνωση στα γήπεδα... Και γούρλωσα τα μάτια γεμάτος απορία σαν αντιλήφθηκα πόσο πολύ τούτα τα βιώματα με βοήθησαν στις Μισές Αγάπες. «Μπορεί...» σκέφτηκα, «γιατί τα αυθεντικά δε γίνονται μισά». Και α- ναστέναξα. Πέρα, όμως, από τα παραπάνω, στρώθηκα κι έβαλα, θαρρώ, όλη μου την τέχνη, ώστε το πρώτο μου βιβλίο να περιέχει και κάτι ακόμα. Σκέψεις και χιούμορ αυτά τα δύο που μοιάζουν να ξεθώριασαν στις μέρες μας και που πολλοί τα ψάχνουμε σε κάθε κλεμμένη στιγμή της ξύλινης καθημερινότητάς μας. Κι έκανα, με αυτό τον τρόπο, τη δική μου επανάσταση στην εποχή μας. Εύχομαι, λοιπόν, να τα κατάφερα και να σε κάνω κι εσένα, αγαπητέ α- ναγνώστη, διαβάζοντας να τα γευτείς και να τα απολαύσεις. Να βρεις μέσα σε αυτά και να φορέσεις ένα μισό ή ένα ολόκληρο χαμόγελο, μα να ναι ο- λότελα αληθινό....και αν συναντήσεις στις Μισές Αγάπες μου οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα ή γεγονότα, δεν είναι παρά μια απλή σύμπτωση.
Η Σούζη Αθήνα, Οκτώβριος 1968 Η ΠΛΑΤΕΙΑ ΗΤΑΝ ΑΔΕΙΑ. Η ώρα, περασμένες πέντε. Μια καταθλιπτική συννεφιά κρεμόταν πάνω απ τα σπίτια και, όπως ανακατευόταν με το σκοτάδι του ουρανού, πλάκωνε τις καρδιές των λιγοστών περαστικών. Η ατμόσφαιρα μουντή. Η υγρασία μες στην τρελή χαρά. Παρέα με το κρύο, περόνιαζε τα κόκαλα. Η βροχή μόλις είχε σταματήσει. Πίσω της άφησε ρυάκια να κυλούν. Να τρέχουν ασταμάτητα, παίρνοντας μαζί τους ό,τι πέταξαν οι άνθρωποι κι έχασε η φύση... Η διέλευση των δρόμων μαρτύριο. Έ- νας ανατριχιαστικός θόρυβος γρατσούνιζε τη σιωπή της νύχτας. Μια βροχερή νύχτα σαν τις άλλες, θα μπορούσε να πει κάποιος. Μια νύχτα μούσκεμα, που έφτανε στο τέλος της, και σε λίγο θα έ- βγαινε ο ήλιος να τα στεγνώσει όλα ξανά. Κι όμως, τα πράγματα δεν ήταν έτσι για τη Σούζη. Άλλες φορές, τούτη την ώρα, στεκόταν στην πόρτα του μπαρ, στην άκρη της πλατείας, και χάζευε να ξεχαστεί. Περίμενε να δει σιγά σιγά, πίσω απ τις τραβηγμένες κουρτίνες των σπιτιών, να ανάβουν ένα ένα τα φώτα. Να αντικρίσει την πλατεία να ζωντανεύει ξανά, έπειτα από τις λιγοστές ώρες ανάπαυλας της νύχτας. Της ά- ρεσε να στέκεται σ' εκείνο το σημείο. Η εικόνα τής έφερνε στο νου ξεθωριασμένη ζωγραφιά από εξώφυλλο παραμυθιού. Ενός παραμυθιού γεμάτου θάματα, νεράιδες, πρίγκιπες, άμαξες και
12 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΖΕΛΑΚΗΣ δυσκολίες, που αφού διαλύονταν έφερναν γάμους και χαρές. Σήμερα, όμως, δε σταμάτησε στο μπαρ. Βγήκε απ την πόρτα του ξενοδοχείου βιαστική. Τα βήματά της, αγχωμένα, μπερδεύτηκαν με το μονότονο θόρυβο των νερών που κυλούσαν. Δεν την ενδιέφερε που έσταζαν πάνω της τα λούκια, τα μπαλκόνια και τα λιγοστά κλαδιά των δέντρων. Κανείς δεν έτρεχε ξοπίσω της. Κι ό- μως, πήγαινε σαν να την κυνηγούσαν. Έστριψε στο σοκάκι όπου είχε αφήσει το αμάξι της. Ξεκλείδωσε βιαστικά, μπήκε μέσα, έ- κλεισε την πόρτα κι έφυγε πατώντας απότομα το γκάζι. Τα λάστιχα στρίγκλισαν, λες και φοβήθηκαν. Έτρεμε ολόκληρη. Ήταν ανάστατη. Διέσχισε την κεντρική αρτηρία με μεγάλη ταχύτητα. Σταμάτησε έξω από ένα κτίριο με σημάδια εγκατάλειψης. Θα έπρεπε να είχε μείνει ακατοίκητο πολλούς μήνες. Χτύπησε. Περίμενε όρθια αρκετή ώρα. Της άνοιξε ένα γεροδεμένο παλικάρι, φανερά αγουροξυπνημένο, κάπου μεταξύ είκοσι πέντε και τριάντα. Την κοίταξε γουρλώντας τα μάτια. Τη ρώτησε τι ήθελε τέτοια ώρα εκεί. Εκείνη τον έσπρωξε με τα δυο της χέρια, τον έβαλε μέσα στο κτίριο και του πε ταραγμένη, κλείνοντας πίσω της την πόρτα: Θα σκοτώσουν κι άλλον. Δικό σου; Ναι, δικό μου. Δεν μπορώ να μείνω άλλο στην Ελλάδα. Πρέπει να φύγω. Τι έγινε ακριβώς; Το πιασα το κόλπο και του απέσπασα τα έγγραφα και τις ε- πιταγές πριν τον παραδώσω σε αυτούς. Κατάφερα το μεγάλο ποσό να είναι στο όνομά σου και μόνο κάτι ψηλά σ εμένα. Μετά, ό- πως καταλαβαίνεις, τον πότισα κι έφυγα αφήνοντάς τον εκεί όπου είχα συμφωνήσει. Μα σαν το πάρουν χαμπάρι, χάθηκα. Γιατί στο δικό μου όνομα;
ΜΙΣΕΣ ΑΓΑΠΕΣ 13 Σου πα, το ποσό είναι μεγάλο. Αν το εισπράξω εγώ, χάθηκα. Εσύ, όμως... Τρελάθηκες; Καθόλου. Γιατί να του τα φάνε αυτοί; Δική μου δουλειά είναι. Εμένα γούσταρε. Πάμε να φύγουμε, Ουαλάα. Πάμε τώρα. Θα πάρεις καλό μερτικό. Τι λέω! Όλα τα λεφτά στο δικό σου ό- νομα είναι. Η κουβέντα έριξε φως σε άπειρα ερωτήματα. Αυτά που δε λέγονται όταν το μυαλό είναι ξύπνιο. Η Σούζη είχε μπλέξει από καιρό. Η τσαχπινιά, το λίκνισμα δε θα της χάριζαν ποτέ τα χρήματα που ήθελε. Συνειδητά είχε αποφασίσει να παίξει με τη φωτιά. Μαζί της είχε μπλέξει και τον Ουαλάα. Εκείνο τον νεαρό, που την άκουγε σαστισμένος όλη αυτή την ώρα, χωρίς να ξέρει αν ήταν πραγματικότητα ή έβλεπε όνειρο. Η Σούζη και ο Ουαλάα εξαφανίστηκαν την ίδια νύχτα. Πού κρύφτηκαν, πότε πήγαν και εισέπραξαν τα χρήματα, πού τα πήγαν, ποτέ δεν έμαθε κανείς. Μονάχα εκείνοι ήξεραν. Λίγες μέρες μετά έφυγαν για το Κάιρο. Εκεί, ο Ουαλάα τη σύστησε στον Ράγκαμπ. Ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να τη βοηθήσει. Τότε οι δρόμοι τους φαινομενικά χώρισαν. Η Σούζη, όμως, θα συνέχιζε να του δίνει λεφτά. Αλλιώς, εκείνος θα μπορούσε να μιλήσει. Να την προδώσει. Κάτι που ο ίδιος ήξερε ότι δε θα το έκανε ποτέ, αφού εκείνη τον είχε βοηθήσει όταν πρωτοέφτασε στην Ελλάδα, όμως κρατώντας αυτό το μυστικό χαρτί θα συνέχιζε να της αποσπά ό,τι ήθελε μια ζωή ολόκληρη. Ο καιρός πέρασε. Ο Ουαλάα δεν έπεσε έξω. Η Σούζη, χάρη στον Ράγκαμπ και στις διασυνδέσεις του, μα και στο δικό της ταλέντο, μπήκε στο σινάφι του χορού της κοιλιάς και γρήγορα έγι-
14 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΖΕΛΑΚΗΣ νε μία απ τις καλές χορεύτριες. Όχι το πρώτο όνομα. Αυτό δεν το ήθελε ούτε εκείνη. Της αρκούσε που ήταν γνωστή στο χώρο της. Δεν έμεινε ποτέ χωρίς μαγαζί. Δε βίωσε ποτέ το άγχος των α- νώνυμων καλλιτεχνών. Η λεωφόρος των Πυραμίδων είχε πολλά στέκια, και όλα τη δέχονταν με μεγάλη χαρά. Παράλληλα κατάφερε κι έγινε κλωστή σε έναν άλλο ιστό. Αυτόν που θα της χάριζε λεφτά. Άρχισε σιγά σιγά να βγάζει χρήματα, όχι πολλά, αλλά αρκετά για να ζει πολύ άνετα. Στο χρόνο πάνω, ξαναβρέθηκε στην Ελλάδα. Για λίγες μέρες. Στο πρώτο ταξίδι έφερε πίσω, μαζί της, σιωπή και περίσκεψη. Έκανε τον Ουαλάα να φοβηθεί. Να διερωτάται τι συνέβαινε. Την έπεισε να του ξετυλίξει το κουβάρι του μυστηρίου. Αν ήθελε εκείνος, θα μπορούσε να συνεχίσει να «παίζει» μαζί της. Να κερδίσουν και οι δυο τους λεφτά. Ο Ουαλάα δίστασε, αλλά μονάχα στην αρχή, αφού γρήγορα υπέκυψε στο μεθύσι του χρήματος κι έτσι μπήκαν ξανά οι δυο τους στο πάρκο της περιπέτειας. Η Σούζη σχεδίαζε, ο Ράγκαμπ με την παρέα του βοηθούσε και ο Ουαλάα εκτελούσε. Τα πράγματα έμειναν έτσι για αρκετό καιρό. Οι δρόμοι τους πάντα διαφορετικοί. Εφάπτονταν μονάχα για λεφτά και μερικές φορές απ την όρεξη ενός απλήρωτου έρωτα. Κάποια μέρα, όταν ο Ουαλάα είχε φτάσει να σχεδιάζει απευθείας με τον Ράγκαμπ και άλλες δουλειές, για λογαριασμό ενός νέου αρχηγού, η Σούζη τού αποκάλυψε πως θα σταματούσε τη συνεργασία της με τον Ράγκαμπ. Είχε αποφασίσει να συνεχίσει το δρόμο της παρέα με τον ιμπρεσάριό της. Τον άνθρωπο που της χάριζε δουλειά κι ενδιαφέρουσες γνωριμίες. Θα του το πεις; Όχι ακόμα. Άλλωστε δεν έχουμε και κανένα συμβόλαιο. Ό- ποτε με θέλει, μου τηλεφωνεί. Όταν με ζητήσει, θα δω τι θα κάνω. Μα όχι τώρα.
Ο Αλφρέντο Κάιρο, Δεκέμβριος 1983 ΤΟ ΣΠIΤΙ ΜΑΣ, ένα μεγάλο διαμέρισμα για εμένα αρχοντόσπιτο, βρισκόταν σ ένα προάστιο, λίγο έξω από την πρωτεύουσα. Ο δρόμος μπροστά πολυσύχναστος και κεντρικός. Περνούσε και το μετρό από εκεί. Νιώθαμε περήφανοι γι αυτό και το διαλαλούσαμε όποτε μας δινόταν η ευκαιρία. «Είναι απέναντι από στάση μετρό», λέγαμε με καμάρι, λες κι είχαμε στο σπίτι κρυμμένο το θησαυρό του Αλή Μπαμπά. «Τρομάρα μας!» σκεφτόμουν κάθε φορά που έπεφτα να κοιμηθώ. Τρεις φορές το εικοσάλεπτο έπρεπε να αλλάξω πλευρό λόγω του μετρό και της φασαρίας του. Περνούσε κι έτριζε όλο το σπίτι συθέμελα. Μαζί του, συντονισμένα, έτριζε και το κρεβάτι μου, μέχρι που το αντικατέστησαν πριν από δύο χρόνια. Άμα έχεις μάθει να κοιμάσαι μέσα σε τέτοιο σαματά, πώς να σε ξυπνήσει το έρμο το ξυπνητήρι! Μέσα στην κατσαρόλα, έ- σκουζε ώρα τώρα, όμως εγώ το αγνοούσα. Στριφογυρνούσα στο κρεβάτι για να αποφύγω τον ήχο του, να χουζουρέψω λίγο ακόμα, και τούτο, άκαρδο, συνέχιζε να χτυπά και να κάνει ακομπανιαμέντο στις φωνές της μάνας μου. Ξύπνα, Αλφρέντο! Είναι επτά η ώρα. Και να ήταν μονάχα αυτά, κάτι θα έκανα για να περισώσω το τέλος του ονείρου, που δε θυμάμαι πια, μα κάποια στιγμή ήρθε
16 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΖΕΛΑΚΗΣ και προστέθηκε ο κρότος από το τρίξιμο των φρένων του μετρό, που προσπαθούσε να σταματήσει στη στάση. Και ξύπνησα. Δεν άντεξα τη μάχη και άνοιξα τα μάτια. Συνάμα άνοιξα διάπλατα και το στόμα. «Α-α-α-χ», έριξα το πρώτο χασμουρητό. Καθιστός στο κρεβάτι, έψαξα για τις παντόφλες μου, ενώ έ- ξυνα με το αριστερό χέρι την κορυφή του κεφαλιού μου. «Πού να τις άφησα χτες;» συλλογίστηκα. Εντόπισα με τις πατούσες μου μονάχα τη δεξιά. «Να, κάπου εδώ θα είναι και η άλλη». Έ- ψαξα, έψαξα, όμως μάταια. Τίποτα. «Μάλωσαν χτες βράδυ και κοιμήθηκαν χώρια, φαίνεται». Γονάτισα και κοίταξα κάτω από το κρεβάτι. Η άλλη είχε προχωρήσει και είχε φτάσει μέχρι τον τοίχο. Κοίτα, μωρέ αδερφέ, πώς μπορούν να σε παιδέψουν οι παντόφλες πρωί πρωί! μουρμούρισα. Σύρθηκα και την έπιασα. Τη φόρεσα και σηκώθηκα όρθιος. Προχώρησα νωχελικά. Ξαναχα-α-α-ασμουρηηήηθηκα! Τέντωσα τα χέρια ψηλά και ξεκίνησα την πρωινή μου βόλτα. Πήγα στην κουζίνα. Επιθεώρησα το ψυγείο. Έφτασα στο μπάνιο. Έβγαλα το εργαλείο μου, «το μεγάλο Αλφρέντο», όπως συνηθίζω να το ονομάζω, και του έδωσα εντολή να ξαλαφρώσει, επιτέλους, την ουροδόχο κύστη, που είχε βαρέσει κόκκινο. Κατόπιν τούτου αφέθηκα να περιμένω τη λήξη του συναγερμού. Ξαναχα-α-α-ασμουρηήηηθηκα, αυτή τη φορά μπροστά στον καθρέφτη. Έτριψα το χέρι μου στο μάγουλο. «Να ξυριστώ τώρα ή το βράδυ;» Αλφρέντο, κάνε γρήγορα, παιδάκι μου! Έχεις αργήσει. Πώς να σ το πω; ωρυόταν η μάνα μου απέξω. «Αυτό είναι», σκέφτηκα. «Το βράδυ! Αν βρω και καμιά καινούρια να φλερτάρω, να είμαι φρεσκοξυρισμένος. Όχι. Μάλλον να μην ξυριστώ ούτε το βράδυ. Μπορεί να της αρέσουν οι άγριοι
ΜΙΣΕΣ ΑΓΑΠΕΣ 17 και, αν ξυριστώ, να της μοιάζει το μάγουλό μου με κώλο μωρού. Ποπό! Κινδυνεύω να το τσιμπά αντί να το φιλά». Αλφρέντο! Ξανακοιμήθηκες εκεί μέσα; Η μάνα μου χτυπούσε δυνατά την πόρτα του μπάνιου. Ησύχασε, ρε μάνα. Εδώ παίρνουμε σοβαρές αποφάσεις, της είπα βγαίνοντας τελικά. Καλά καλά, συγκατένευσε. Με αυτά τα μυαλά που κουβαλάς, ήθελα να ξερα τι θα γίνεις. Έτοιμο το τσάι σου. Κάνε γρήγορα, γιατί έπρεπε να ήσουν ήδη ντυμένος. Ηρέμησε. Μου το είπες. Μήνυμα ελήφθη. Όβερ. Κάνε τις δουλειές σου και να είσαι περήφανη για εμένα. Ήπια βιαστικά μια δυο ρουφηξιές τσάι, της έκλεισα το μάτι δίνοντάς της να καταλάβει πως το είχε πετύχει και κατευθύνθηκα προς το δωμάτιό μου. Φόρεσα τις κάλτσες, το παντελόνι, το πουκάμισο, έβαλα τα παπούτσια μου και ξαναπήγα στο μπάνιο. Παρφουμαρίστηκα με το άφτερ σέιβ που φορούσα στις καλές μου. Ε- κείνο με την πιο διακριτική μυρωδιά. Ξαναπέρασα από την κουζίνα και αποτελείωσα το τσάι μου. Χαιρετώντας τη μάνα μου της είπα: Μου χρωστάς κάτι. Εκείνη ήρθε κοντά μου και με φίλησε. Στο καλό, γιόκα μου. Αυτά τα δύο, το φιλί και η ευχή της, ήταν η πανοπλία μου. Τα πήρα, άνοιξα την εξώπορτα κι έφυγα. Βγήκα στο δρόμο. Η απόσταση μέχρι τη στάση του σχολικού ήταν, πάνω κάτω, πέντε λεπτά με τα πόδια. Ενώ είχα τη δυνατότητα να παίρνω το λεωφορείο απέναντι από το σπίτι μου, προτιμούσα να περπατήσω μέχρι την επόμενη στάση, που ήταν κόμβος κι εκεί συναντούσα πολλά παιδιά, οπότε κάναμε την καθιερωμένη πρωινή μας πλάκα.
18 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΖΕΛΑΚΗΣ Στην αρχή έπρεπε να περάσω απέναντι. Η μάνα μου με παρακολουθούσε από το μπαλκόνι του σπιτιού. Ένιωθα ασφαλής. Μη νομίζετε πως θα μπορούσε να προλάβει οτιδήποτε κακό. Α- πλώς το πέπλο της φανταστικής προστασίας με τύλιγε και μου γαλήνευε το μυαλό, επειδή εκεί αρχίζει και τελειώνει κάθε φόβος. Μετά ερχόταν η πλατεία. Στο σημείο εκείνο, τα πράγματα ή- ταν ζόρικα, καθώς δεν υπήρχαν διαβάσεις για τους πεζούς, ούτε φανάρια. Διαγώνια από το σπίτι βρίσκονταν η πιάτσα των ταξί και το συνεργείο του Μπαγιούμη. Αυτός ήταν ένας τυπικός pater familias. Καλοσυνάτος και χαμογελαστός, όπως οι περισσότεροι Αιγύπτιοι. Καλημέρα, Αλφρέντο, φώναζε σαν μ έπαιρνε το μάτι του. Καλημέρα, Αμ Μπαγιούμη. Τέτοια ζεστή «καλημέρα» δε βρίσκεις πια σε άλλες μεγαλουπόλεις. Αυτές των χωρών που μας αρέσει να αποκαλούμε αναπτυγμένες. Χάνεται στους δρόμους με τα ψηλά και μοντέρνα κτίρια. Αφού, με τον τρόπο ζωής που διαλέξαμε, είμαστε άγνωστοι μεταξύ μας. Δε γνωρίζουμε τον διπλανό μας, και γι' αυτό τον φοβόμαστε, όπως φοβόμαστε καθετί ξένο προς εμάς. Κι αν τον γνωρίσουμε, έτσι και δε συνεχίσουμε να τον φοβόμαστε ή δεν εντοπίσουμε κάτι για να τον λυπηθούμε, το πιθανότερο είναι να αρχίσουμε να τον φθονούμε για όσα έχει εκείνος και δεν καταφέραμε να έχουμε εμείς ή δε θελήσαμε να αποκτήσουμε ενώ θα μπορούσαμε. Είναι, όμως, τόσο τραγικά τα πράγματα όσο φαίνονται; Και είναι, άραγε, αυτός ο φόβος ή και ο φθόνος που μας κάνει να κλειδαμπαρωνόμαστε; Μήπως φταίει η απληστία μας και η προσπάθεια συσσώρευσης περιττών υλικών αγαθών που δε στερεύουν στην εποχή μας, αφού καλύψαμε προ πολλού τις πρώτες μας ανάγκες; Μήπως αιτία είναι ο έξαλλος ρυθμός στον οποίο μας επιβάλλει να χορεύουμε η εποχή μας και προσπαθούμε να δραπετεύσουμε απ την ένταση που σκο-