ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Σχετικά έγγραφα
ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ Ε.Α.Ν.Δ.Α. ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΑΣΚΟΥΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Εισηγητές

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

Ο Νόμος 1608/1950 περί καταχραστών δημοσίου χρήματος

Αθήνα 1Ο Απριλίου 2013 ΠΡΟΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ...

ΠΡΟΣ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

της δίωξης ή στην αθώωση.

«Σύσταση αρχής καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από ε- από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας,

Ενώπιον του Α Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 4322/2015

«Η ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ»

Αρθρο 1. Πεδίο εφαρμογής του νόμου

Το Προστατευόμενο Έννομο Αγαθό στην Πορνογραφία Ανηλίκων

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 8: Η θέση του ανηλίκου ως κατηγορουμένου

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μαρία Καρ. Μάρκου, Δικηγόρος ΔΕΙΓΜΑ ΕΡΩΤΗΣΕΕΩΝ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Αριθ. 1384/2000 Τμ. Στ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. MEΡOΣ A Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΑΣ (ΕΚΠΑ) ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚ. ΕΤΟΥΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

«Ο ΝΕΟΣ ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ Ο ΝΕΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ»

Δ Ι Π Λ Ω Μ Α Τ Ι Κ Η Ε Ρ Γ Α Σ Ι Α. Της φοιτήτριας ΕΛΙΣΑΒΕΤ Ν. ΚΕΡΑΜΥΔΑ (A.E.M )

ΟΙ ΝΕΟΙ ΠΟΙΝΙΚΟΙ ΚΩΔΙΚΕΣ. 6-8 Σεπτεμβρίου 2019 ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΕΝΩΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

Ποινική ικονομία II. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

Γιώργος ηµήτραινας, Λέκτορας

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ... VII ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... XV ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ...1 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Δ ΜΕΛΕΤΕΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ. Οι τροποποιήσεις του N 3811/2009 στη νομοθεσία για τα ναρκωτικά

-Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς επί των προϋποθέσεων της προσωρινής κρατήσεως

ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ. «Πρόληψη και καταπολέµηση της εµπορίας ανθρώπων και προστασία των θυµάτων αυτής»

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015

Πίνακας νομοθετικών μεταβολών*

ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕ ΡΙΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΣΤΡΑΤΟ ΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

Το έργο διαρκούς επιμόρφωσης δικαστικών λειτουργών εντάσσεται στο Ε.Π. «Διοικητική Μεταρρύθμιση » του Υπουργείου Εσωτερικών και

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜ ΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΣΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

ΕΘΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ Θεσσαλονίκη 14 και 15 Μαρτίου

Τελευταίως παρατηρείται έξαρση του φαινομένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς μετανάστες, σε σχέση με τη νομιμότητα της

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 16 Οκτωβρίου 2012 (23.10) (OR. en) 14826/12 Διοργανικός φάκελος: 2012/0036 (COD)

καθώς επιλαμβάνεστε των καθηκόντων σας, θεωρώ αναγκαίο να θέσω υπόψη σας τα εξής:

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Σχέδιο Νόμου Μέρος Α Άρθρο 1 Σύσταση ενεχύρου στις περιπτώσεις των νόμων 3213/2003, 3691/2008, 4022/2011, 2960/2001 και των υπόχρεων του νόμου

δικαίου προς τις διατάξεις του καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που κυρώθηκε με τον ν. 3003/2002 (ΦΕΚ Α 75)»

Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΞΕΝΟΦΟΒΙΑΣ» Άρθρο 1. Σκοπός

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΔΙΟ - ΣΥΝΟΛΟ ΔΙΩΡΩΝ

Προς. Εισαγγελείς Εφετών της Χώρας. και δι' αυτών στους Εισαγγελείς Πρωτοδικών περιφερείας τους

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕ ΡΙΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ TΡΙΜΕΛΟΥΣ ΣΤΡΑΤΟ ΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ

Ηλίας Α. Στεφάνου Έλενα Α. Καπαρδή Δικηγόροι

«Οι Τρόποι Παραπομπής του Κατηγορουμένου στο Ακροατήριο»

Ποινική ικονομία I. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

ΣυμβΕφΘεσ 250/2018. Απόρρητο επικοινωνίας. Ενδοοικογενειακή απειλή. Προς το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης. Αριθμ. 250/ Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΟΜΟΦΩΝΗ

Δεύτερο Στάδιο - Σύνολο Διώρων

Η ποινική αξιολόγηση της ψυχοδιαγνωστικής εξέτασης του ανηλίκου θύματος στα εγκλήματα κατά της γενετήσιας αξιοπρέπειας (αρ. 226 Α Κ.Π.Δ.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...17 Α. Ελληνικές...17 Β. Ξενόγλωσσες...19

ΓΝΩΜΗ της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας

Στυλιανός Παπαγεωργίου -Γονατάς,

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ 25ΗΣ ΣΕΙΡΑΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ. Δεύτερο Στάδιο

Η ποινική νομοθεσία για τα ναρκωτικά και η εφαρμογή της στην δικαστηριακή πρακτική.

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

LEGAL INSIGHT ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΟΧΗΣ ΕΙΚΟΝΙΚΩΝ-ΠΛΑΣΤΩΝ ΤΙΜΟΛΟΓΙΩΝ ΜΕΤΑ ΤΙΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ. Πρόληψη και καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και προστασία των θυμάτων αυτής ΑΡΘΡΟ 1

Αθήνα 8/11/2013. Προς Τους Συλλόγους Εκπαιδευτικών Π.Ε. Θέμα: Χορήγηση προσωπικών στοιχείων μαθητών

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΞΕΝΟΦΟΒΙΑΣ» Α. Γενικό μέρος

«Ειδικά θέματα υπαλληλικού και πειθαρχικού δικαίου - Σχέση με ποινική δίκη» Σύντομη επισκόπηση της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας

ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ ΓΙΑ ΜΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΑΥΤΟΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΩΝ (ΟΑΕΕ, ΕΤΑΑ κλπ.)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΔΑΠ ΝΔΦΚ ΝΟΜΙΚΗΣ

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 3: Ποινικό Δίκαιο των Ανηλίκων

18(Ι)/2014 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΕ ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «Η ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΚΡΑΤΗΣΗ»

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. Θέμα: ΤΟ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΩΝ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ.... ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ.... ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Α. Ορισμός του Ποινικού Δικονομικού

Ευγένιος Αρ. Γιαρένης Αντεισαγγελέας του Στρατοδικείου Ιωαννίνων ρ. ηµοσίου ικαίου Παντείου Πανεπιστηµίου

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/5969-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 181/2014

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3920, 12/11/2004 Ο ΠΕΡΙ ΚΟΙΝΩΝ ΟΜΑΔΩΝ ΕΡΕΥΝΑΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004

ΣΧΕΔΙΟ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4592, (I)/2017 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

Ne bis in idem, τεκμήριο αθωότητας και η νέα ρύθμιση του άρθρου 5 παρ. 2 εδαφ. β του ΚΔΔ (άρ. 17 του ν. 4446/2016)

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπρόεδρο του Αρείου. Πάγου, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Δημήτριο Χονδρογιάννη,

Β.13 Τι καλείται αυτόφωρο έγκλημα κατά τον κώδικα Ποινικής δικονομίας;

Ενότητα 12 η : Η υπουργικη ευθυνη

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΑΡ. 1 /2005

Φορολογικό Δίκαιο. Συνταγματικά ατομικά δικαιώματα. Α. Τσουρουφλής

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

1η ΗΜΕΡΑ Τετάρτη, 20 Μαΐου 2009

Το έργο διαρκούς επιμόρφωσης δικαστικών λειτουργών εντάσσεται στο Ε.Π. «Διοικητική Μεταρρύθμιση » του Υπουργείου Εσωτερικών και

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΚΛΑΔΟΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Αθήνα, Αριθ.Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1289/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 28/2015

ΙΑΤΡΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΑΠΟ ΑΜΕΛΕΙΑ

Οι νέες τροποποιήσεις του ποινικού δικαίου των ανηλίκων με το Ν 3860/2010

«Σύγχρονα ζητήματα προσωρινής κράτησης»

Σελίδα 1 από 5. Τ

Transcript:

1 ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ 1.ΠΡΟΛΟΓΟΣ..1 2. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΕΦΕ- ΤΩΝ..4 3. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΦΕΤΩΝ 6 3.1 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ ΑΠΟΦΑΙΝΕΤΑΙ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΠΑΡΑΠΕ- ΜΠΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ 8 3.2 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ ΚΗΡΥΣΣΕΤΑΙ ΑΝΑΡΜΟΔΙΟ ΚΑΙ ΠΑΡΑΠΕ- ΜΠΕΙ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ...11 3.3 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ ΤΟΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ ΜΟΝΟ ΟΤΑΝ Η ΠΡΑΞΗ ΤΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΚΟΥΡΓΗ- ΜΑ.12 4. ΔΙΑΠΛΟΚΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗΣ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟ- ΡΟΥΜΕΝΟΥ.14 4.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ...14 4.2 ΣΥΡΡΟΗ ΜΟΝΤΕΛΟΥ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗΣ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΜΕ ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΟ ΒΟΥΛΕΥΜΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΦΕΤΩΝ, ΜΕ ΤΟ ΜΟ- ΝΤΕΛΟ ΤΗΣ ΑΠΕΥΘΕΙΑΣ ΚΛΗΣΗΣ..15 4.3 ΑΝΑΒΙΩΣΗ ΤΟΥ ΜΟΝΤΕΛΟΥ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗΣ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕ- ΝΟΥ ΜΕ ΑΠΕΥΘΕΙΑΣ ΚΛΗΣΗ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ 20 5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 26 6. Η ΕΚΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΟΥ ΤΟΥ ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΟΥ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΟΣ...27 6.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ...27 6.2 ΑΝΙΣΧΥΡΟ ΤΟ «ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΟ» ΓΙΑ ΤΑ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΑΡΑ- ΠΕΜΠΟΥΝ ΤΟΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ ΓΙΑ ΕΓΚΛΗΜΑ ΜΗ ΥΠΑΓΟΜΕΝΟ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ Ν. 1608/1950.28 7. Η ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΑΦΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑ- ΤΩΝ.31 7.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ...31 1

2 7.2 ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΑΠΟ ΑΡ. 1 ΤΟΥ Ν. 1608/1950 ΣΕ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑ- ΤΟ ΣΥ- ΝΑΦΕΣ ΕΓΚΛΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑ...32 7.3 ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΑΠΟ ΑΡ. 1 ΤΟΥ Ν. 1608/1950 ΣΕ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑ - ΤΟ ΣΥΝΑΦΕΣ ΕΓΚΛΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑ. 33 7.4 ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΑΠΟ ΑΡ. 1 ΤΟΥ Ν. 1608/1950 ΣΕ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑ - ΤΟ ΣΥΝΑΦΕΣ ΕΓΚΛΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΤΑΙ ΜΕ ΑΠΕΥΘΕΙΑΣ ΚΛΗΣΗ....37 7.5 ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΑΠΟ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ Ή ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ, ΣΕ ΣΥΜΜΟΡΙΑ - ΤΟ ΣΥΝΑΦΕΣ ΕΓΚΛΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑ 39 7.6 ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΑΠΟ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ Ή ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ, ΣΕ ΣΥΜΜΟΡΙΑ - ΤΟ ΣΥΝΑΦΕΣ ΕΓΚΛΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑ.40 7.7 ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΑΠΟ ΑΡ. 1 ΤΟΥ Ν. 1608/1950 ΣΕ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑ - ΤΟ ΣΥ- ΝΑΦΕΣ ΕΓΚΛΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑ...41 7.8 ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΑΠΟ ΑΡ. 1 ΤΟΥ Ν. 1608/1950 ΣΕ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑ - ΤΟ ΣΥ- ΝΑΦΕΣ ΕΓΚΛΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑ.41 7.9 ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΑΠΟ ΑΡ. 1 ΤΟΥ Ν. 1608/1950 ΣΕ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑ - ΤΟ ΣΥ- ΝΑΦΕΣ ΕΓΚΛΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΤΑΙ ΜΕ ΑΠΕΥΘΕΙΑΣ ΚΛΗΣΗ....42 8. ΕΠΙΛΟΓΟΣ. 49 9. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ.51 10.ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ..56 2

3 1.ΠΡΟΛΟΓΟΣ Συμφώνα με το άρθρο 308 παρ. 1 εδ. α ΚΠΔ «το τέλος της κύριας ανάκρισης το κηρύσσει το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών». Πρόκειται για τον βασικό κανόνα ουσιαστικής περάτωσης της κύριας ανάκρισης, αναφορικά με τα κακουργήματα. Έτσι σύμφωνα με τον κανόνα αυτόν η περάτωση της κύριας ανάκρισης στα κακουργήματα γίνεται με έκδοση βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών. Αυτός όμως ο κανόνας γνωρίζει ορισμένες εξαιρέσεις. Μια βασική παρέκκλιση από τον κανόνα αυτόν που καθιερώνει ειδικό τρόπο παραπομπής, αποτελεί το μοντέλο παραπομπής του κατηγορουμένου με αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών 1. Ήδη στο εδ. γ της παρ. 1 του άρθρου 308 ΚΠΔ προβλέπεται ότι στα εγκλήματα του άρθρου 1 του Ν. 1608/1950 2 η περάτωση της κύριας ανάκρισης κηρύσσεται από το συμβούλιο των Εφετών 3. Για τον σκοπό αυτό η δικογραφία διαβιβάζεται 4 αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση, την εισάγει με πρόταση του στο Συμβούλιο Εφετών, που αποφαίνεται αμετάκλητα ακόμα και για τα συναφή πλημμελήματα. Αυτός ο τρόπος παραπομπής του 1 Με τον ειδικό αυτό τρόπο παραπομπής, παρακάμπτετε ο πρώτος βαθμός κρίσης του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, ενώ ταυτόχρονα αφαιρείται και η δυνατότητα αναιρετικού έλεγχου. 2 Ο ν. 1608/1950 δεν τυποποιεί νέα αδικήματα, αλλά απλώς αναβαθμίζει το πλαίσιο της ποινής κάποιων εγκλημάτων, που προβλέπονται ήδη από τον Ποινικό Κώδικα, όταν τα αδικήματα αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή νομικού προσώπου Δημοσίου δικαίου ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263 Α ΠΚ και το όφελος που επέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που πρoκλήθηκε ή απειλήθηκε υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000δρχ. Για την ερμηνεία του ν. 1608/1950 βλ. ενδεικτικά: Αναγνωστόπουλος Η., Το Ελληνικό δημόσιο και οι καταχραστές του- Παρατηρήσεις στο νόμο 1608/1950, ΜΝΗΜΗ 2, τομ. Α, 1996., Μαργαρίτης Λ., Οικονομική εγκληματικότητα υψηλή ισταμένων προσώπων, Πρακτικά Δ ΠανΣυνΕλλΕταιρΠοινΔικ, 1993., Μαργαρίτης Λ.,Δημόσια περιουσία και ποινική της προστασία: Από το παρελθόν στο παρόν., ΠοινΔικ, 2007, σελ 1169επ., Μαργαρίτης Λ., Ο νόμος 1608/1950 και οι καταχραστές δημοσίου και (παρα)τραπεζικού χρήματος, εκδ Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2000, Ζαχαριάδης Α., Ο νόμος 1608/1950, εκδ Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1995. 3 Ο ειδικός δε αυτός τρόπος παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο περιλαμβάνει τα εγκλήματα που προβλέπονται και στις δυο παραγράφους του άρθρου 1 του ν. 1608/1950, εν όψη της μη διακρίσεως του νόμου. Έτσι Δημήτραινας Γ., Αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1998, σελ 331. 4 Αν βέβαια η ανάκριση γίνεται από Εφέτες, τέτοια διαβίβαση δεν απαιτείται (βλ. αντίστοιχα άρθρο 29 παρ. 3 ΚΠΔ). Βλ. Μαργαρίτης Μ., ΕρμΚΠοινΔικ., 2008, Εκδ. Π.Ν.Σάκκουλα, άρθρο 308 σελ 57. 3

4 κατηγορουμένου προστέθηκε με το άρθρο 5 παρ. 7 του ν. 1738/1987 5, με ε- πιδιώξει την επιτάχυνση της διαδικασίας παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο 6. Παράλληλα με το άρθρο 7 του ν. 2928/2001 7 σε συνδυασμό με το άρθρο 42 παρ. 5 του ν. 3251/2004 8 προβλέπεται ότι η περάτωση της κύριας ανάκρισης ειδικά για τα κακουργήματα του άρθρου 187 ΠΚ και 187 Α ΠΚ 9, κηρύσσεται από το Συμβούλιο Εφετών και ότι για το σκοπό αυτό η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος αν κρίνει ότι δεν χρειάζεται συμπλήρωση, την εισάγει με πρόταση του 5 Βλ ν. 1737/1987 «Σύσταση Συμβουλίου πρόληψης της εγκληματικότητας, τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού Κώδικα και Ποινικής και Πολίτικης δικονομίας και άλλες διατάξεις.» 6 Η επιτάχυνση της διαδικασίας στη περίπτωση των «καταχραστών Δημοσίου», βρίσκει έρεισμα στην αξίωση να εκκαθαρίζεται γρήγορα κάθε κατηγορία που βαρύνει αυτούς που διαχειρίζονται το Δημόσιο χρήμα, ή αυτούς που το σφετερίστηκαν, με στόχο να υπάρχει αυξημένη εμπιστοσύνη του Ελληνικού λαού στη διαχείριση του δημοσίου χρήματος. Έτσι Πρακτικά Βουλής, Συνεδρίαση ΙΓ, 21/10/1987,483. Βλ κριτική Καλφέλη Γρ., Ποινική Δικονομία Μελέτες Εμβάθυνσης, 2006, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ 160 επ. 7 Ο ν. 2928/2001 για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων τροποποίησε την παράγραφο 1 του άρθρου 187 ΠΚ. Στόχος του νόμου, παρά τον τίτλο που φέρει, ήταν να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά η τρομοκρατία, μολονότι το οργανωμένο έγκλημα και η τρομοκρατία έχουν εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά. Στην χώρα μας όμως η αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος εσφαλμένα ταυτίσθηκε με την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, με αποτέλεσμα να υπάρχει μια γενικότερη σκλήρυνση της ποινικής καταστολής και σε πεδία που καμία σχέση δεν έχουν με την τρομοκρατία. Έτσι αρχικά επικράτησε να καλείται ο νόμος 2928/2001 αντιτρομοκρατικός. Τούτο βέβαια μέχρι την ψήφιση του ν. 3251/2004, με τον οποίο επιδιώχθηκε αυτοτελώς η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας. Όπως διακηρύσσει και η αιτιολογική έκθεση του νόμου 2928/2001, οι διατάξεις ενσωματώνουν στο εσωτερικό μας δίκαιο τις αντίστοιχες προβλέψεις της σύμβασης του Παλέρμο σε μια προσπάθεια να κατασταλεί κάθε μορφή βούλησης που δεν αρμόζει στην σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη κοινωνία. Βλ ενδεικτικά: Μανωλεδάκης Ι., Ασφάλεια και ελευθέρια εκδ. Σάκουλα Αθ.- Θες. 2002 σελ 103 επ. Κριθαράς Θ., «Εννοιολόγηση του οργανωμένου εγκλήματος». ΠοινΔικ. 7/2005 (έτος 8 ο ), σελ.892-900. Μυλωνόπουλος Χ., Ο ν. 2928/2001 για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων, ΠΛογ 2001, σ. 794. Μυλωνόπουλος Χ., Οργανωμένο έγκλημα και Διεθνές Ποινικό Δίκαιο «Το Οργανωμένο Έγκλημα από σκοπιά του Ποινικού Δικαίου» Πρακτικά Ζ Πανελλήνιου Συνεδρίου ΕΕΠΔ, 2000, σ. 101. Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., Ο Ν 2928/2001 «για προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων». ΠοινΔικ. 7/2001 (έτος 4 ο ), σελ. 694-697. 8 Ο ν. 3251/2004, αποτελεί αυτοτελή ρύθμιση για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, αποτελώντας συμμόρφωση στην απόφαση-πλαίσιο της ευρωπαϊκής ένωσης της 13 ης Ιουνίου του 2002. Τροποποίησε το άρθρο 187 Α ΠΚ, τυποποιώντας ένα καθεαυτό τρομοκρατικό έγκλημα. Βλ Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., «Η οριοθέτηση του αξιοποίνου της τρομοκρατίας και οι προκλήσεις για ένα δικαιοκρατούμενο ποινικό δίκαιο». Ποινικά χρονικά ΝΕ/2005 σελ. 865-879. Καϊάφα- Γκμπάντι Μ., «Προς μια νέα οριοθέτηση του αξιόποινου του οργανωμένου εγκλήματος στην Ε.Ε. Η σημασία της για την εθνική μας έννομη τάξη». Ποιν.Δικ.12/2005 (έτος 8 ο ) σελ. 1435-1446. Συμεωνίδου- Καστανίδου Ε., «Οργανωμένο έγκλημα και τρομοκρατία». Εκδ. Σάκουλα 2005, σελ 107 επ. 9 Η εξαιρετική διαδικασία του άρθρου 7 του ν. 2928/2001,όπως το πρώτο εδάφιο του άρθρου αυτού τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 παρ. 5 του ν. 3251/2004, με αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, αναφέρεται αποκλειστικά στα κακουργήματα των άρθρων 187 και 187 Α ΠΚ και όχι όταν οι αναφερόμενες πράξεις τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος, όπως είναι η πράξη της παρ. 3 του άρθρου 187 ΠΚ. Έτσι ΣυμβΑΠ 947/2006 (ΠοινΔικ., 2006, σελ 1138) με λανθασμένη αντίθετη πρόταση του Εισαγγελέα. Βλ ΠοινΧρον, 2007, σελ 251. 4

5 στο Συμβούλιο Εφετών, που αποφαίνεται αμετάκλητα ακόμα και για τα συναφή εγκλήματα, ανεξάρτητα από τη βαρύτητα τους, έστω και αν για κάποια από αυτά προβλέπεται διαφορετικός τρόπος περάτωσης της ανάκρισης. Οι δυο παραπάνω κατηγορίες εγκλημάτων που συγκροτούν τον ειδικό αυτό τρόπο παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου με αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, έχουν δημιουργήσει ουκ ολίγα ερμηνευτικά προβλήματα και δυσχέρειες, που απασχόλησαν έντονα τόσο τη θεωρεία όσο και τη νομολογία. Στην παρούσα όμως μελέτη δεν θα ασχοληθούμε με όλες της πτυχές της προβληματικής αυτού του μοντέλου παραπομπής του κατηγορουμένου. Θα εξετάσουμε μόνο την ειδικότερη έκφανση της λειτουργικής αρμοδιότητας του Συμβουλίου Εφετών επί επιτρεπτής μεταβολής της κατηγορίας. Δηλαδή θα μελετήσουμε τη λειτουργική αρμοδιότητα του Συμβουλίου Εφετών όταν αυτό φρονεί ότι η αποδιδόμενη στο κατηγορούμενο πράξη δεν υπάγεται στο άρθρο 1 του ν. 1608/1950, αλλά κατ επιτρεπτή μεταβολή κατηγορίας 10 υπάγεται στις κοινές ποινικές διατάξεις. Αντίστοιχα θα μελετήσουμε την λειτουργική αρμοδιότητα του Συμβουλίου Εφετών όταν η αποδιδόμενη στο κατηγορούμενο πράξη δεν πληρεί τις προϋποθέσεις των κακουργημάτων του άρθρου 187 παρ. 1 ΠΚ 11 και 187 Α παρ. 4 ΠΚ 12, αλλά κατ επιτρεπτή μεταβολή κατηγορίας συνιστά πράξη υπαγόμενη στη παρ. 3 του άρθρου 187 ΠΚ 13. Ταυτόχρονα θα διαπιστώσουμε πως θα επηρεάσει η συγκεκριμένη μεταβολή της ποινικής κατηγορίας την έκταση του αμετακλήτου του συγκεκριμένου βουλεύματος, καθώς επίσης και πως θα επηρεάσουν την λειτουργική αρμοδιότητα του Συμ- 10 Για την επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας βλ Καράμπελας Λ., Η μεταβολή και αναθεώρηση της ποινικής κατηγορίας, Β έκδοση, Αθήνα 2000, εκδ. Π.Ν.Σάκκουλα, σελ 1επ. 11 Είναι το άρθρο που αφορά την συγκρότηση ή ένταξη σε εγκληματική οργάνωση. 12 Είναι το άρθρο που αφορά τη συγκρότηση ή ένταξη σε τρομοκρατική οργάνωση. Η διάταξη είναι άμεσα συγκρινόμενη με αυτή του άρθρου 187 παρ. 1, στα πρότυπα της οποίας δομήθηκε, και φέρει τα χαρακτηριστικά της τελευταίας. Βέβαια κάτι τέτοιο δεν είναι απόλυτα σωστό. Τούτο διότι τα πράγματα διαφοροποιούνται όσον αφορά τον σκοπό του προσώπου που συγκροτεί ή εντάσσεται στην τρομοκρατική οργάνωση, που εξαντλείται στον σκοπό τέλεσης έ- στω και μόνο ενός εγκλήματος της παραγράφου 1 του 187 Α. Έτσι, η διάταξη αυτή εμφανίζει χαρακτηριστικά και της εγκληματικής οργάνωσης αλλά και της συμμορίας (άρθρο 187 παρ. 3 ΠΚ). 13 Στην παράγραφο τρία τυποποιείται το έγκλημα της συμμορίας, όπως δηλώνει και το ίδιο το άρθρο, ενώ το έγκλημα της σύστασης, που ίσχυε πριν την τροποποίηση του άρθρου με τον νόμο 2928/2001 έχει όπως υποστηρίζουν ορισμένοι- απεγκληματοποιηθεί. Έτσι η Αρείου Πάγου 1401/2003, όπως και η εισηγητική έκθεση του νόμου 2928/2001. 5

6 βουλίου Εφετών τα συναφή εγκλήματα σε αλληλεπίδραση με την μεταβολή αυτή της κατηγορίας. 2. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΕΦΕΤΩΝ 1.Το πρώτο κατά σειρά ερώτημα που τίθεται κατά τη διερεύνηση της παρούσας προβληματικής αποτελώντας κατ ουσία ειδικότερο πρόβλημα αυτής, είναι το εξής: Τι θα πράξη ο εισαγγελέας εφετών μόλις φτάσει η δικογραφία στα χέρια του και καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν επαρκείς (αποχρώσεις) ενδείξεις ενοχής σε βάρος του κατηγορουμένου για έγκλημα υπαγόμενο στις επιβαρυντικές διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 1608/1950, φρονώντας ότι η πράξη του ναι μεν δεν εμπίπτει στον κύκλο των αδικημάτων του νόμου αυτού, αλλά αποτελεί ποινικώς αξιόποινη πράξη κατ επιτρεπτή μεταβολή κατηγορίας; 14 Τι θα πράξει για παράδειγμα ο Εισαγγελέας Εφετών αν διαπιστώσει από τα στοιχεία της δικογραφίας ότι ο κατηγορούμενος πρέπει να παραπεμφθεί στο ακροατήριο του δικαστηρίου, όχι για απάτη με τις επιβαρυντικές περιστάσεις του άρθρου 1 του ν. 1608/1950, ως ασκήθηκε η ποινική δίωξη, αλλά για την κακουργηματική απάτη του 386 παρ. 3 ΠΚ ή ακόμα για την πλημμεληματική απάτη του 386 παρ. 1 ΠΚ; Οι προτεινόμενες λύσεις στη περίπτωση αυτή είναι δυο: Είτε θα επαναδιαβιβάσει τη δικογραφία στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών προκειμένου να την εισάγει ο τελευταίος με πρόταση του στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, είτε θα κάνει πρόταση στο Συμβούλιο Εφετών. Ορθότερη φαίνεται να εμφανίζεται η δεύτερη άποψη σύμφωνα με την οποία ο Εισαγγελέας Εφετών υποχρεούται να εισάγει την υπόθεση στο Συμβούλιο Εφετών, το οποίο είναι το μόνο λειτουργικά αρμόδιο για να αποφανθεί αν χρειαστεί για τυχόν αναρμοδιότητά του. Τούτη δε την άποψη ασπάζεται το σύνολο της θεωρίας 15, αλλά και η μεγαλύτερη μερίδα της νομολογίας. 14 Παρόμοιο είναι το ερώτημα και όταν ο Εισαγγελέας Εφετών διαπιστώσει ότι δεν υπάρχουν αποχρώσεις ενδείξεις ενοχής για τη πράξη για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη με την επιβαρυντική περίσταση του άρθρου 1του ν. 1608/1950, αλλά ούτε για άλλη ποινικός ενδιαφέρουσα πράξη. Τούτη όμως η έκφανση της προβληματικής δεν αποτελεί προϊόν διερεύνησης στη παρούσα εργασία. 15 Μαργαρίτης Λ., Ο νόμος 1608/1950 και οι καταχραστές δημοσίου και (πάρα)τραπεζικού χρήματος, εκδ Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2000, σελ 69επ., Ζαχαριάδης Α., Ο νόμος 6

7 Η εκδοχή αυτή στηρίζεται ιδιαίτερα στο γράμμα του νόμου του άρθρου 308 παρ. 1 ΚΠΔ, σύμφωνα με το οποίο στον Εισαγγελέα Εφετών αναγνωρίζονται δυο λειτουργικές δυνατότητες όταν φτάσει η δικογραφία στα χέρια του, ύστερα από ασκηθείσα ποινική δίωξη για έγκλημα υπαγόμενο στο άρθρο 1 του ν. 1608/1950. Η πρώτη δυνατότητα είναι να επιστρέψει τη δικογραφία στον ανακριτή με σκοπό την συμπλήρωση της κύριας ανάκρισης και η δεύτερη δυνατότητα που του δίνει ο νόμος είναι να εισάγει την υπόθεση στο Συμβούλιο Εφετών. Δυνατότητα όμως να επιστρέψει την δικογραφία στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών για να την εισάγει ο τελευταίος στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, δεν του αναγνωρίζεται. Επιπλέον η άποψη αυτή ενισχύεται από την αντιπαραβολή με τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του ν. 663/1977, 27 παρ. 2 του ν. 1419/1984, οι ο- ποίες ρητά προβλέπουν την δυνατότητα επιστροφής της δικογραφίας στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, όταν ο Εισαγγελέας Εφετών φρονεί ότι δεν υ- πάρχουν αποχρώσεις ενδείξεις ενοχής. Συνεπώς είναι φανερό ότι αν ήθελε ο νομοθέτης και σε αυτή την περίπτωση να αναγνωρίσει δυνατότητα τέτοια του Εισαγγελέα Εφετών, θα το έπραττε ρητά όπως το έκανε στους παραπάνω νόμους. Επίσης εξασφαλίζει στο Συμβούλιο Εφετών την δυνατότητα να κρίνει αυτό για την ύπαρξη ή μη της συνδρομής εγκλήματος του άρθρου 1 του ν. 1608/1950, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του νόμου. 16 2.Παραπάνω απαντήσαμε στο ερώτημα αναφορικά με το ποιες από τις δυο ενδεχόμενες λύσεις μας φαίνεται ποιο ορθή, όταν ο Εισαγγελέας Εφετών διαπιστώσει ότι το έγκλημα δεν υπάγεται στη διάταξη του άρθρου 1 του ν. 1608/1950, εκδ Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1995, σελ 156επ., Καλφέλης Γρ., Ποινική Δικονομία Μελέτες Εμβάθυνσης, 2006, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ 163, Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία και πράξη, εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1993, σελ 192, Μαργαρίτης Λ.- Ζαχαριάδης Αθ., Εμβάθυνση στη Ποινική Δικονομία, 1999, εκδ. Σάκκουλα Θεσσαλονίκη, σελ 57, Μαργαρίτης Λ., Παρατηρήσεις στο Βούλευμα ΣυμβΠλημΧαλκ/κης 32/1993 (Υπέρ., 1993, σελ 671 επ.), Ζαχαριάδης Αθ., Παρατηρήσεις στο Βούλευμα ΣυμβΠλημΘες 3347/1993 (Υπεράσπιση, 1994, σελ 897), Μαργαρίτης Λ., ΠοινΔικ, 2007, σελ 1179, Καρράς Αρ., Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, εκδ Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2007, σελ 621, 16 Επειδή μάλιστα στη πράξη ανακύπτει πολλές φορές πρόβλημα αν ένα έγκλημα υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1 του ν. 1608/1950, μπορεί να οδηγηθούμε στην έκδοση δυο βουλευμάτων. Ένα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών και ένα του Συμβουλίου Εφετών, αν το Συμβούλιο πλημμελειοδικών φρονεί την ύπαρξη τέτοιου εγκλήματος και ασκηθεί έφεση εναντίον του. Για αυτή τη περίπτωση βλ. Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία και πράξη, σελ 192, Καλφέλης Γρ., Ποινική Δικονομία Μελέτες Εμβάθυνσης, 2006, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ 163. 7

8 1608/1950, αλλά σε κοινή ποινική διάταξη. Υπάρχει πάντως και μια τρίτη ενδεχόμενη λύση, σύμφωνα με την οποία ο εισαγγελέας Εφετών ούτε επαναδιαβιβάζει τη δικογραφία στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, ούτε κάνει πρόταση στο Συμβούλιο Εφετών, αλλά κρατά ο ίδιος την υπόθεση, παραπέμποντας τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο με τη σύμφωνη γνώμη του προέδρου Εφετών. Η λύση αυτή φαίνεται να αποτελεί λογική επιλογή όταν το έγκλημα συνιστά κατ επιτρεπτή μεταβολή κατηγορίας έγκλημα, για το οποίο προβλέπεται ως δικονομικός τρόπος παραπομπής του κατηγορουμένου εκείνος της απευθείας κλήσης στο ακροατήριο. Η λύση δε αυτή φαίνεται ότι εκπληρώνει και τον σκοπό αυτών των νόμων για «επιτάχυνση» της διαδικασίας. Παρά ταύτα θεωρώ ότι και στη περίπτωση αυτή η λειτουργική αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Εφετών περιορίζεται στο να εισάγει την υπόθεση στο Συμβούλιο Εφετών, το οποίο και θα αποφανθεί - όπως θα δούμε και παρακάτω 17 - είτε επί της ουσίας της υπόθεσης παραπέμποντας τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο, είτε εκδίδοντας παρεμπίπτον βούλευμα, κρίνοντας εαυτόν αναρμόδιο. Σε κάθε περίπτωση λοιπόν κλείνοντας την σχετική προβληματική για τυχόν αναρμοδιότητα του Συμβουλίου Εφετών, θα αποφανθεί το ίδιο (το Συμβούλιο Εφετών) και όχι ο Εισαγγελέας Εφετών. Είναι συνεπώς το μόνο αρμόδιο να αποφανθεί για τυχόν αναρμοδιότητα του. 18 3. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΦΕΤΩΝ Έτσι λοιπόν αφού καταλήξαμε ότι ο Εισαγγελέας Εφετών υποχρεούται πάντα να εισάγει την υπόθεση στο Συμβούλιο Εφετών όταν φρονεί ότι η αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο πράξη δεν υπάγεται στις ρυθμίσεις του αρθρου1 του ν. 1608/1950, αλλά αποτελεί έγκλημα υπαγόμενο στις κοινές διατάξεις κατ επιτρεπτή μεταβολή κατηγορίας, ας εξετάσουμε τώρα πιο θα πρέπει να είναι 17 Βλ. παρακάτω κεφ. 4.3 18 Όπως άλλωστε ορθά παρατηρείται στο βούλευμα του ΣυμβΕφΘες 555/2000 (Υπέρ., 2000,σελ 851επ.), Αν είναι ορθή η κρίση του Εισαγγελέα Εφετών ότι δεν στοιχειοθετείται η αποδιδόμενη κατά την άσκηση της ποινικής δίωξης πράξη του άρθρου 1 του ν. 1608/1950, απαιτείται η έκδοση απαλλακτικού βουλεύματος, ως προς αυτή τη πράξη, από το μόνο αρμόδιο να αποφανθεί Συμβούλιο Εφετών. 8

9 το περιεχόμενο της προτάσεως του, αλλά κυρίως πιο θα πρέπει να είναι το περιεχόμενο του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών. Αντίστοιχα ποια είναι η λειτουργική αρμοδιότητα του Συμβουλίου Εφετών όταν διαπιστώσει ότι δεν συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του άρθρου 187 παρ. 1 ΠΚ ή του 187 Α παρ. 4 ΠΚ, αλλά το έγκλημα υπάγεται κατ επιτρεπτή μεταβολή κατηγορίας στην παράγραφο 3 του άρθρου 187 ΠΚ; 19 Το δικονομικό αυτό ζήτημα της αρμοδιότητας του Συμβουλίου Εφετών για την ουσιαστική περάτωση της κύριας ανάκρισης στη περίπτωση που η αποδιδό- 19 Για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης της παραγράφου 3 του άρθρου 187 ΠΚ, αρκεί η ένωση και δύο προσώπων, σε αντιδιαστολή με την παράγραφο ένα που απαιτεί τουλάχιστον τρία πρόσωπα. Η συμμορία δεν είναι απαραίτητο να έχει δομή (όπως η εγκληματική οργάνωση), αλλά αρκεί η απλή ένωση των δύο ή περισσοτέρων προσώπων. Βέβαια μια στοιχειώδης οργάνωση θα πρέπει να καταφάσκεται κι εδώ, διαφορετικά η διάταξη διολισθαίνει σε τιμώρηση του φρονήματος. Το ίδιο ισχύει και για τη διάρκεια δράσης που συναντάμε στην εγκληματική οργάνωση της παραγράφου 1, η οποία στην παράγραφο τρία δεν αποτελεί όρο της αντικειμενικής υπόστασης. Έτσι, θα τιμωρηθεί με βάση διάταξη της παραγράφου 3, η ο- μάδα που συστάθηκε για να διαπράξει ένα μόνο κακούργημα και μετά να διαλυθεί. Βέβαια και σε αυτήν την περίπτωση ορθότερο είναι να θεωρήσουμε ότι η ομάδα πρέπει να έχει μια προοπτική διάρκειας, στο ίδιο πλαίσιο που υποστηρίχθηκε η ύπαρξη στοιχειώδους δομής. Με βάση τα παραπάνω τονίζεται ο προσωποπαγής χαρακτήρας της συμμορίας, σε αντιδιαστολή με τον πραγματοπαγή χαρακτήρα της εγκληματικής οργάνωσης. Σκοπός της ομάδας της παραγράφου 3 θα πρέπει να είναι η διάπραξη ενός ή περισσότερων κακουργημάτων (δεν υ- πάρχει εδώ περιοριστικός κατάλογος κακουργημάτων, αλλά περιλαμβάνονται όλα τα κακουργήματα) ή πλημμελημάτων τα οποία απειλούνται στο νόμο με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Διατηρείται έτσι το αξιόποινο για τη διάπραξη πλημμελημάτων, με την προϋπόθεση βέβαια τα πλημμελήματα να απειλούνται στο νόμο με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έ- τους, και επιπρόσθετα να επιδιώκεται με αυτά οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος, ή η προσβολή της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας ή της γενετήσιας ελευθερίας. Οι παραπάνω προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά και όχι διαζευκτικά. Η δεύτερη σωρευτική προϋπόθεση (επιδίωξη οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους ή η προσβολή της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας ή της γενετήσιας ελευθερίας) δεν υπήρχε στο σχέδιο νόμου αλλά προστέθηκε κατά την ψήφιση του νόμου 2928/2001 για να ανταποκρίνεται η διάταξη στους σκοπούς του νόμου και να μην διευρύνει άσκοπα το αξιόποινο σε περιπτώσεις που δεν αφορούν το οργανωμένο έγκλημα και την τρομοκρατία. Συνεπώς, λόγω των παραπάνω σωρευτικών προϋποθέσεων, το πεδίο εφαρμογής της διάταξης φαίνεται να είναι σχετικά περιορισμένο. Παρά ταύτα, ο κίνδυνος εφαρμογής της διάταξης και σε ομάδες που αποτελούν απλές ενώσεις προσώπων χωρίς να έχουν κανένα στοιχείο οργάνωσης και προοπτική δράσης φαίνεται ορατός. Γι αυτό και η ερμηνευτική προσέγγιση από τον δικαστή θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτική σε αυτές τις περιπτώσεις. Βλ. Μανωλεδάκης Ι., Ασφάλεια και ελευθέρια εκδ. Σάκουλα Αθ.- Θες. 2002 σελ 103 επ. Κριθαράς Θ., «Εννοιολόγηση του οργανωμένου εγκλήματος». ΠοινΔικ. 7/2005 (έτος 8 ο ), σελ.892-900, Κωνσταντινίδης Κ., Σύστασης και συμμορία (διδ. Διατρ.) 1978, Μυλωνόπουλος Χ., Ο ν. 2928/2001 για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων, ΠΛογ 2001, σ. 794, Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., Ο Ν 2928/2001 «για προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων». ΠοινΔικ. 7/2001 (έτος 4 ο ), σελ. 694-697, Τζαννέτης Α., «Η έννοια της εγκληματικής οργάνωσης κατά το νέο άρθρο 187 ΠΚ». Ποινικά χρονικά. ΝΑ/2001 ειδικά θέματα. Σελ. 1016-1022. Συμεωνίδου- Καστανίδου Ε., «Οργανωμένο έγκλημα και τρομοκρατία». Εκδ. Σάκουλα 2005, σελ 61 επ. 9

10 μενη στο κατηγορούμενο πράξη, δεν υπάγεται στις ρυθμίσεις του άρθρου 1 του ν. 1608/1950, συνιστά όμως αξιόποινη πράξη που υπάγεται στις κοινές ποινικές διατάξεις, έχει αναχθεί σε μείζον. Αντίστοιχα και στην περίπτωση που η αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο πράξη, δεν πληρεί τις ουσιαστικές προϋποθέσεις του άρθρου 187 παρ. 1 ΠΚ ή του 187 Α ΠΚ, αλλά εκείνες του άρθρου 187 παρ. 3 ΠΚ. Πρόκειται για πρόβλημα που έχει κατ επανάληψη απασχολήσει την νομολογία, αλλά και τη θεωρεία, χωρίς όμως μέχρι σήμερα να έχει δοθεί ομόφωνη λύση. Πάνω σε αυτή την προβληματική έχουν διατυπωθεί μέχρι σήμερα κυρίως τρεις θεωρείς, τις οποίες και θα εξετάσουμε εκτενώς παρακάτω. 3.1 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ ΑΠΟΦΑΙΝΕΤΑΙ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΠΑΡΑΠΕΜΠΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ 1.Συμφώνα με μια πρώτη άποψη η πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών θα πρέπει να γίνεται επί της ουσίας της υποθέσεως και αντίστοιχα το Συμβούλιο Εφετών να αποφαίνεται επί της ουσίας της υποθέσεως, παραπέμποντας τον κατηγορούμενο στο ακροατηρίου του αρμοδίου δικαστηρίου. Έτσι σύμφωνα με την άποψη αυτή αποκλειστικά αρμόδιο να κηρύξει το πέρας της ανάκρισης στα εγκλήματα που υπάγονται στο άρθρο 1 του ν. 1608/1950 είναι το Συμβούλιο Εφετών, ακόμα και όταν αυτό κρίνει ότι δεν θεμελιώνεται έγκλημα του παραπάνω νόμου σε βάρος του Δημοσίου, αλλά άλλο έγκλημα κατ επιτρεπτή μεταβολή κατηγορίας, που υπάγεται στις κοινές Ποινικές διατάξεις. 20 Προχωρώντας δε παραπέρα οι υποστηριχτές της άποψης αυτής επισημαίνουν πως η αρμοδιότητα αυτή του Συμβουλίου των Εφετών, προσδιορίζεται από το χαρακτήρα της αξιόποινης πράξης, που δόθηκε με την άσκηση της 20 Έτσι ΣυμβΑΠ 1389/2006 (ΠοινΧρον., 2007, σελ 620επ.), ΣυμβΑΠ 291/2002 (ΠοινΧρον., 2002, σελ 923 επ.), ΣυμβΑΠ 1059/2006 (ΠοινΔικ., 2007, σελ 528), ΣυμΑΠ 1040/2005 (ΠοινΔικ., 2005, σελ 1410επ.), 2380/2004( ΠοινΝμλγ ΑΠ, 2004, σελ 518), Εισαγγελική πρόταση Β. Μακρή στο Βούλευμα ΑΠ 312/2005 (ΠοινΧρον., 2005, σελ 503), ΣυμβΑΠ 1163/2004 (ΑρχΝομ., 2005, σελ 116επ.), Εισαγγελική πρόταση στο Βούλευμα 269/1994 (Αρμεν., 1994, σελ 975 επ.), ΣυμβΠλημΧαλκιδας 314/2002 (ΠοινΔικ., 2003, σελ 640 επ.), ΣυμΑΠ 1022/2006 ( Α δημοσίευση στη ΝΟΜΟΣ), ΣυμβΕφΛαρ. 113/1993 (Υπέρ., 1993, σελ 921επ.), ΣυμβΑΠ 2059/2006 (ΠοινΔικ., 2007, σελ 528), ΣυμβΕφΘες 555/2000 (Υπέρ., 2000,σελ 851επ.), ΣυμβΕφΑθ. 897/1993 (ΠοινΧρ., 1993, σελ 709επ.), Μαργαρίτης Μ., ΕρμΚΠοινΔικ., 2008, Εκδ. Π.Ν.Σάκκουλα, άρθρο 308 σελ 609. 10

11 ποινικής δίωξης από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών και απαγγέλθηκε η σχετική κατηγορία. Διατηρείται δε ακόμα και όταν κατά την έρευνα της ουσίας της υπόθεσης διαπιστώνεται ότι δεν θεμελιώνεται έγκλημα υπαγόμενο στο άρθρο 1 του ν. 1608/1950, αλλά έγκλημα υπαγόμενο στις κοινές ποινικές διατάξεις. Έτσι το Συμβούλιο Εφετών οφείλει αφού δώσει τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό της πράξης, μεταβάλλοντας την κατηγορία μέσα στα επιτρεπτά πλαίσια, οφείλει να παραπέμψει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για να δικαστεί για την πράξη όπως αυτή ορθώς χαρακτηρίστηκε από αυτό. Δηλαδή ο τρόπος ουσιαστικής περάτωσης της ανάκρισης θα κριθεί από τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες ασκήθηκε ποινική δίωξη και όχι με βάση την πράξη για την οποία παραπέμπεται να δικαστεί ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο. 21 Εφόσον λοιπόν ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών άσκησε ποινική δίωξη για έγκλημα υπαγόμενο στο άρθρο 1 του ν. 1608/1950 η περάτωση της ανακρίσεως είναι δεδομένη εξ αρχής, μη αναστρέψιμη και προκαθορισμένη. Μάλιστα ορισμένα βουλεύματα προχωρούν και παρακάτω επισημαίνοντας ότι η αρμοδιότητα του Συμβουλίου Εφετών προσδιορίζεται κατ ανάλογη εφαρμογή όσων ισχύουν και για την καθ ύλη αρμοδιότητα (άρθρο 119 παρ. 1 ΚΠΔ),από το χαρακτήρα της αξιόποινης πράξης που δόθηκε κατά την άσκηση της ποινικής δίωξης. 22 21 Επισημαίνεται επίσης ότι η φράση «στα εγκλήματα που προβλέπονται από το άρθρο 1 του ν. 1608/1950» έχει την έννοια ότι έχει ασκηθεί ποινική δίωξη με τον άνω νόμο και όχι ότι πρέπει να συντρέχουν και οι ουσιαστικές προϋποθέσεις αυτών, αφού αυτό είναι θέμα ουσιαστικής έρευνας, οι οποία όμως προϋποθέτει αρμοδιότητα προς τούτο. Συνεπώς δεν αποτελεί προϋπόθεση εφαρμογής της διάταξης αυτής η παραπομπή για έγκλημα που υπάγεται στο άρθρο 1 του ν. 1608/1950, αλλά η κατά τη δίωξη prima facie υπαγωγή σε αυτά και η κατ ακολουθία έρευνα της ουσίας της υπόθεσης από το Συμβούλιο Εφετών. 22 Βλ ΑΠ 2240/2006 (Αδημοσίευτη), όπως επίσης και ΑΠ 291/2002 ( ΠοινΧρον. 2002, σελ 923). «Η αρμοδιότητα αυτή του συμβουλίου εφετών, η οποία, κατ` ανάλογη εφαρμογή όσων ισχύουν και για την καθ` ύλη αρμοδιότητα του δικαστηρίου (άρθρο 119 παρ.1 ΚΠΔ), προσδιορίζεται από το χαρακτήρα της αξιόποινης πράξεως, που της δόθηκε από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών με την άσκηση της ποινικής διώξεως και απαγγέλθηκε η σχετική κατηγορία, υφίσταται και όταν τούτο, κατά την έρευνα της ουσίας της υποθέσεως, ήθελε κρίνει ότι δεν θεμελιώνεται προβλεπόμενο από το άρθρο 1 του ν.1608/1950 έγκλημα, αλλά άλλο υπαγόμενο στις κοινές ποινικές διατάξεις, όπως όταν το συμβούλιο κρίνει ότι η αξιόποινη πράξη δεν στρέφεται κατά του δημοσίου ή άλλων νομικών προσώπων, που αναφέρονται στο άρθρο 1 του ν.1608/1950.» Τούτη όμως η άποψη δεν βρισκει εφαρμογη στη καθ ύλην αρμοδιότητα του δικαστηρίου, πως άραγε θα ισχύει κατ ανάλογη εφαρμογή και στη περίπτωση μας! Έτσι την αρμοδιότητα κατά το άρθρο 119 ΚΠΔ την προσδιορίζει ο χαρακτηρισμός της πράξης, ο οποίος βασίζεται στα πραγματικά περιστατικά που περιέχονται στο παραπεμπτικό βούλευμα ή στο κλητήριο θέσπισμα. Ταυτόχρονα η αναλογική αυτή αντίληψη που διακατέχει το παραπάνω βούλευμα, όχι μόνο δεν βρίσκει έρεισμα στο νόμο, αλλά συγκρίνει και συμψηφίζει ανόμοιες καταστάσεις, διαπλέκοντας εντελώς ανόμοια πράγματα, με αυθαίρετη λογική αλχημείας. 11

12 2.Αντίστοιχα και στην περίπτωση των εγκλημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 187 παρ. 1 και 187 Α ΠΚ, για τα οποία εγκλήματα ισχύει ο τρόπος περάτωσης της κύριας ανάκρισης, όπως ορίζει το άρθρο 7 του ν. 2928/2001 (παρόμοιος με τον τρόπο περάτωσης του 308 παρ. 1 γ που ισχύει για τα ε- γκλήματα του ν. 1608/1950), έχει διατυπωθεί η άποψη ότι σε κάθε περίπτωση αρμόδιο να κηρύξει το πέρας της ανάκρισης είναι το Συμβούλιο Εφετών, ακόμα και όταν διαπιστώνεται ότι δεν τελείται το αδίκημα της εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης του 187 παρ. 1 ΠΚ και 187 Α παρ. 4 ΠΚ αντίστοιχα, αλλά εκείνο της συμμορίας του 187 παρ. 3 ΠΚ. Έτσι και στη περίπτωση αυτή, εφόσον ασκήθηκε ποινική δίωξη για τα εγκλήματα που περατώνεται η ανάκριση με αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών σύμφωνα με το άρθρο 7 του ν. 2928/2001, με τον τρόπο αυτό θα περατωθεί η ανάκριση ακόμα και όταν διαπιστώνεται ότι πραγματώνονται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις της πλημμεληματικής συμμορίας (187 παρ. 3 ΠΚ) και όχι εκείνες της κακουργηματικής εγκληματικής-τρομοκρατικής οργάνωσης (187 παρ. 1 ΠΚ, 187 Α παρ. 4 ΠΚ). 3.Η παραπάνω άποψη που επιφυλάσσει τον ίδιο τρόπο περάτωσης της ανακρίσεως ακόμα και μετά από επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, εκ μόνου του γεγονότος ότι η ασκηθείσα ποινική δίωξη αφορούσε έγκλημα υπαγόμενο στο άρθρο 1 του ν. 1608/1950 ή του 187 παρ. 1 και 187 Α παρ. 4 ΠΚ, θεωρώ πως κινείται σε εντελώς λάθος κατεύθυνση. Τούτο διότι είναι παράλογο ο χαρακτηρισμός που θα δώσει ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών στην πράξη κατά την άσκηση της ποινικής δίωξης, πολλές φορές είτε από κακή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών είτε από παραδρομή, να προεξοφλούν τον τρόπο περάτωσης της ανάκρισης με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών. Σε πολλές δε περιπτώσεις η ασκηθείσα κατά τον τρόπο αυτόν ποινική δίωξη δεν γίνεται από παραδρομή ή λάθος, αλλά ενδεχομένως αυθαίρετα από φυγοπονία ή ευθυνοφοβία του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, ενώ σε άλλες περιπτώσεις ακόμα και από σκοπιμότητα, περιορίζοντας ανεπίτρεπτα τα δικαιώματα του κατηγορουμένου. Είναι θεωρώ βέβαιο ότι η παραπάνω άποψη έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το άρθρο 8 του Συντάγματος, που ορίζει ότι κανένας δεν στερείται τον φυσικό δικαστή που ο νόμος ορίζει. 12

13 3.2 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ ΚΗΡΥΣΣΕΤΑΙ ΑΝΑΡΜΟΔΙΟ ΚΑΙ ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ Συμφώνα με μια δεύτερη άποψη το Συμβούλιο Εφετών όταν διαπιστώσει ότι η πράξη του κατηγορουμένου δεν εμπίπτει στις επιβαρυντικές διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 1608/1950, αλλά συνιστά κατ επιτρεπτή μεταβολή κατηγορίας, πράξη εμπίπτουσα στις κοινές ποινικές διατάξεις, δεν δύναται να παραπέμψει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου. Αντίθετα θα περιοριστεί στη διαπίστωση της λειτουργικής του αναρμοδιότητας και θα παραπέμψει 23 την υπόθεση στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, μέσω του αρμοδίου Εισαγγελέα (Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών). 24 Αντίστοιχα και στην περίπτωση που διαπιστωθεί ότι δεν συντρέχει περίπτωση εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης, όπως ασκήθηκε η ποινική δίωξη, αλλά η πράξη του κατηγορουμένου συνιστά πράξη εμπίπτουσα στην παράγραφο 3 του άρθρου 187, το Συμβούλιο Εφετών θα πρέπει να κυρωθεί αναρμόδιο και να παραπέμψει στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών. Η σκέψη αυτή διατυπώθηκε έχοντας ως στόχο να λάβει η υπόθεση την ορθή δικονομική της πορεία, μετά την μεταβολή της κατηγορίας. Όμως όπως θα παρατηρήσουμε παρακάτω η επιλογή του τρόπου παραπομπής του κατηγορουμένου με Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, ύστερα από μεταβολή της κατηγορίας, δεν αποτελεί πάντα τον ορθό τρόπο παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Συνεπώς η παραπομπή της υπόθεσης στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών δεν φαίνεται να αποτελεί πάντα την ορθή επιλογή, καθώς κάτι τέτοιο μάλλον συντελεί στη αναίτια επιβράδυνση της διαδικασίας. 23 Το Βούλευμα στη περίπτωση αυτή θα έχει το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος Βουλεύματος. 24 Έτσι Ανδρουλάκης Ν., Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δικής, 1994, σελ 318, ΣυμβΑΠ 989/1992 (ΠοινΧρον., ΜΒ, 715επ.), ΕφΑθ 2527/1999 (ΠοινΔικ., 2000, σελ 501), ΕφΘρ 27/1994 (Υπέρ., 1994, σελ 871), ΣυμβΕφΘες. 269/1994 (Αρμεν., 1994, σελ 975 επ.), Μαργαρίτη Λ., παρατηρήσεις στην ΕφΛαρ. 113/1993 (Υπέρ., 1993, σελ 924), Καρράς Αρ., Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, εκδ Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2007, σελ 621,., Καλφέλης Γρ., Ποινική Δικονομία Μελέτες Εμβάθυνσης, 2006, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ 163. 13

14 3.3 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ ΤΟΝ ΚΑΤΗΓΟ ΡΟΥΜΕΝΟ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ ΜΟΝΟ ΟΤΑΝ Η ΠΡΑΞΗ ΤΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑ 1.Σύμφωνα τέλος με μια τρίτη ενδιάμεση άποψη, το Συμβούλιο Εφετών όταν φρονεί ότι η αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο πράξη δεν υπάγεται στις διατάξεις του ν. 1608/1950, αλλά συγκροτεί έγκλημα υπαγόμενο σε άλλη κοινή ποινική διάταξη θα παραπέμψει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου, μόνο όταν δεν πρόκειται για κακούργημα. Δηλαδή το Συμβούλιο Εφετών είναι το μόνο αρμόδιο να κηρύξει την ουσιαστική περάτωση της κύριας ανάκρισης, αποφαινόμενο με παραπεμπτικό του βούλευμα, ό- ταν αυτό κρίνει ότι δεν συντρέχει έγκλημα υπαγόμενο στο άρθρο 1 του ν. 1608/1950, αλλά υπάρχουν αποχρώσεις ενδείξεις ενοχής για άλλο έγκλημα κατ επιτρεπτή μεταβολή κατηγορίας, εφόσον αυτό το έγκλημα δεν είναι κακούργημα. 25 Αυτή η άποψη 26 στηρίζεται στο γεγονός ότι κατηγορούμενος σύμφωνα με το άρθρο 478 παρ. 1 ΚΠΔ 27, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 39 του ν. 3160/2003, δεν έχει δικαίωμα άσκησης έφεσης όταν το Βούλευμα που τον παραπέμπει δεν αφορά κακουργηματική πράξη. 28 25 Αντίστοιχα όταν ο Εισαγγελέας φρονεί ότι η αποδιδόμενη στο κατηγορούμενο πράξη δεν υπάγεται στις ρυθμίσεις του άρθρου 1 του ν. 1608/1950, αν και ασκήθηκε ποινική δίωξη για αδίκημα υπαγόμενο στην ως άνω διάταξη, υποβάλει πρόταση επί της ουσίας της υπόθεσης μόνο όταν φρονεί ότι δεν πρόκειται για κακούργημα, αλλά για πλημμέλημα. 26 Μαργαρίτης Λ., ΠοινΔικ., 2007, σελ. 1180, Ζαχαριάδης Αθ., Παρατηρήσεις στο Βούλευμα Συμβ. Εφ. Θες. 954/2000 ( Υπέρ., 2000, σελ. 1034), ΑΠ 1371/2004 (ΠραξΛογ., 2004, σελ. 389) και Παρατηρήσεις στην ίδια Ζαχαριάδη Αθ. (Αρμενόπουλος 2005, σελ. 283), Πυρομάλλης Γ., Παρατηρήσεις στην ΕφΚαλααμ. 37/2005 (ΠοινΧρον., 2006, σελ 76), ΑΠ 312/2005 (ΠοινΧρον., 2005, σελ. 502), ΑΠ 291/2002 (ΠραξΛογ., 2002, σελ. 73), ΑΠ 79/2001 (ΠραξΛογ., 2001, σελ. 32), ΑΠ 1826/2006 (ΠοινΧρον., 2007, σελ. 804), ΣυμΕφΘες 779/2007 (ΠραξΛογ., 2007, σελ. 411), Εφ. Καλαμάτας 7/2005 (ΠοινΧρον., 2006, σελ. 73) 27 Η διάταξη του άρθρου 478 ΚΠΔ επισημαίνει πως: Το ένδικο μέσο της έφεσης επιτρέπετε στο κατηγορούμενο μόνο κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, το οποίο τον παραπέμπει στο δικαστήριο για κακούργημα. Βλ. Κονταξής Αθ., Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (Συνδυασμός θεωρίας και πράξης), Δ έκδοση, Αθήνα 2006, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, τομ. Β, σελ 2835. 28 Οι διατάξεις που περιορίζουν το ένδικο μέσο της έφεσης δεν αντίκεινται στα άρθρα 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, ούτε επίσης στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ (ΑΠ 152/99 ΠοινΧρον., ΜΘ, σελ 522, ΑΠ 393/99 ΠοινΔικ., 2000, σελ 613.) 14

15 Έτσι όταν πρόκειται να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος για κακούργημα 29 το Συμβούλιο Εφετών θα πρέπει να κηρυχτεί αναρμόδιο και να παραπέμψει στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών μέσω του αρμοδίου Εισαγγελέα, ενόψει της μη απώλειας του δικαιώματος ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως που θα έχει ο κατηγορούμενος. Η άποψη δε αυτή εναρμονίζεται με τον εξαιρετικό χαρακτήρα του άρθρου 308 παρ. 1 εδ. γ και δ ΚΠΔ και διασφαλίζει στον κατηγορούμενο τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας. Επίσης η άποψη αυτή δεν στερεί κάποιον από τους δυο βαθμούς κρίσεως για τον κατηγορούμενο, ενώ ταυτόχρονα εξυπηρετεί σημαντικά την ταχεία διεξαγωγή της δικής και την αρχής της οικονομίας των διαδικαστικών ενεργειών. 30 Για παράδειγμα: Ασκείται εναντίον του (Α) Ποινική δίωξη για απάτη (386 ΠΚ) με τις επιβαρυντικές περιστάσεις του άρθρου 1 του ν. 1608/1950. Μετά το πέρας της ανάκρισης εφόσον το Συμβούλιο Εφετών θεώρει ότι η πράξη του Α δεν υπάγεται στις επιβαρυντικές περιστάσεις του 1608/1950, αλλά σε εκείνη της παραγράφου 3 του άρθρου 386 ΠΚ (κακούργημα). Το Συμβούλιο Εφετών θα πρέπει να κηρυχτεί αναρμόδιο και να παραπέμψει στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών. Αντίθετα όταν το Συμβούλιο θεώρει ότι η πράξη συνιστά πλημμέλημα, θα πρέπει το ίδιο να παραπέμψει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο, εν όψη του γεγονότος ότι ούτος ή άλλως ο κατηγορούμενος δεν έχει δικαίωμα να α- σκήσει έφεση εναντίον βουλεύματος που τον παραπέμπει για πλημμέλημα. Ασκείται κατά του Β Ποινική δίωξη για απάτη (386 ΠΚ) με τις επιβαρυντικές περιστάσεις του άρθρου 1 του ν. 1608/1950. Μετά το πέρας της ανάκρισης εφόσον το Συμβούλιο Εφετών θεώρει ότι η πράξη του Β δεν υπάγεται στις ε- πιβαρυντικές περιστάσεις του 1608/1950, αλλά υπάγεται στη παράγραφο 1 του άρθρου 386 ΠΚ (Πλημμέλημα), το Συμβούλιο Εφετών θα κρατήσει και θα αποφανθεί επί της ουσίας της υπόθεσης, παραπέμποντας τον κατηγορούμενο στο αρμόδιο δικαστήριο. 29 Από τη διατύπωση του άρθρου 478 ΚΠΔ, προκύπτει ότι κρίσιμο, για το χαρακτηρισμό της πράξης ως κακουργήματος, είναι ο ίδιος ο χαρακτηρισμός που δίνει το Συμβούλιο, στη συγκεκριμένη δε περίπτωση ο χαρακτηρισμός που δίνει το Συμβούλιο Εφετών. 30 Έχει υποστηριχτεί πάντως ότι η παρούσα άποψη οδηγεί σε «επιτάχυνση» από την ανάποδη της ποινικής διαδικασίας. Τούτο διότι το Συμβούλιο Εφετών παραπέμποντας την υπόθεση στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, ουσιαστικά προδίδει και το δικό του βούλευμα στη περίπτωση που ασκηθεί έφεση κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών. Βλ Κονταξής Αθ., Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (Συνδυασμός θεωρίας και πράξης), Δ έκδοση, Α- θήνα 2006, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, τομ. Β, σελ 1952. 15

16 2.Συνακόλουθα σύμφωνα με την άποψη αυτή όταν ασκηθεί ποινική δίωξη για το έγκλημα του 187 παρ. 1 ή εκείνο του 187 Α παρ. 4 ΠΚ το Συμβούλιο Εφετών αποφαίνεται πάντα επί της ουσίας και παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο αρμόδιο δικαστήριο, όταν το τελευταίο θεώρει ότι δεν πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις των παραπάνω άρθρων, αλλά εκείνες της παρ. 3 του 187 ΠΚ. Η λύση αυτή δίνεται ενόψει του γεγονότος ότι η παράγραφος 3 του 187 ΠΚ, έχει το χαρακτήρα πλημμελήματος και συνεπώς δυνατότητα έφεσης ούτος η άλλως δεν υπάρχει. Για παράδειγμα: Ασκείται κατά του Γ Ποινική δίωξη για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση (187 παρ. 1 ΠΚ). Το Συμβούλιο Εφετών που επιλαμβάνεται της υπόθεσης μετά το τυπικό πέρας της, διαπιστώνει ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της εγκληματικής οργάνωσης, αλλά η πράξη του Γ συνιστά κατ επιτρεπτή μεταβολή κατηγορίας συμμετοχή σε συμμορία (άρθρο 187 παρ. 3 ΠΚ). Το Συμβούλιο Εφετών θα κρατήσει και θα παραπέμψει αμετάκλητα τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο. 3.Η τελευταία αυτή άποψη θεωρώ ότι βρίσκεται σε ορθό προσανατολισμό, χωρίς όμως και αυτή να δίνει μια απόλυτα πειστική λύση σε όλα τα αναφυόμενα ζητήματα. Έτσι αν και κατά βάση, η άποψη αυτή διασφαλίζει στον κατηγορούμενο τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας μη ταυτίζοντας τη λειτουργική φερεγγυότητα του Συμβουλίου Εφετών όταν εκφράζεται ως δευτεροβάθμιο ελεγκτικό όργανο, με την εξαιρετική λειτουργική αρμοδιότητα του ιδίου Συμβουλίου όταν ενεργεί ως εφάπαξ αποφασίζον όργανο, σεβόμενο τις επιταγές του νόμου και τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, έχει ανάγκη από περαιτέρω βελτίωση, προσαρμογή και συμβατότητα με όλες τις διατάξεις του Ποινικού Δικονομικού μας Δικαίου. 4. ΔΙΑΠΛΟΚΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗΣ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥ ΜΕΝΟΥ 4.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Όπως επισημάναμε στην προηγούμενη ενότητα η τελευταία άποψη που παρουσιάστηκε είναι κατά βάση σωστή. Προβαίνει σε μια αναγκαία και ορθή διάκριση των εγκλημάτων, ανάλογα με τον αν έχει ο κατηγορούμενος δικαίωμα 16

17 έφεσης ή όχι και επί τη βάση αυτής της διάκρισης, αποφαίνεται αν πρέπει η όχι το Συμβούλιο Εφετών να παραπέμψει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο. Όμως αν και η άποψη αυτή είναι συμβατή και εναρμονισμένη με τις διατάξεις των ένδικων μέσων και ειδικότερα με τη διάταξη του άρθρου 478 παρ. 1 ΚΠΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 39 του ν. 3160/2003, βρίσκει ως φαίνεται αναχώματα σε άλλες δικονομικές διατάξεις. Όμως πριν προχωρήσουμε σε μια προσπάθεια να εναρμονίσουμε απόλυτα την τελευταία αυτή άποψη με όλους τους δικονομικούς κανόνες, ας εξετάσουμε πρώτα τι γίνεται όταν συρρέει το μοντέλο παραπομπής του κατηγορουμένου με αμετάκλητο Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, με το μοντέλο παραπομπής του κατηγορουμένου με απευθείας κλήση στο ακροατήριο. Αυτή δε η μελέτη καθίσταται αναγκαία, διότι όπως θα διαπιστώσουμε παρακάτω το μοντέλο παραπομπής του κατηγορουμένου με απευθείας κλήση στο ακροατήριο (για κακούργημα) είναι αυτό που θα συνδιαμορφώσει - βελτιώσει την παραπάνω άποψη. 4.2 ΣΥΡΡΟΗ ΜΟΝΤΕΛΟΥ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗΣ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕ ΝΟΥ ΜΕ ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΟ ΒΟΥΛΕΥΜΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΦΕ ΤΩΝ, ΜΕ ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΤΗΣ ΑΠΕΥΘΕΙΑΣ ΚΛΗΣΗΣ 1.Σε μια σειρά από περιπτώσεις είναι δυνατόν να υπάρξει συρροή του μοντέλου παραπομπής του κατηγορουμένου με αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, με το μοντέλο παραπομπής του κατηγορουμένου με απευθείας κλήση στο ακροατήριο. Δηλαδή υπάρχουν κάποια κακουργήματα που βρίσκονται στον κατάλογο των εγκλημάτων του άρθρου 1 του ν. 1608/1950, ενώ ταυτόχρονα για τα κακουργήματα αυτά προβλέπεται και ως τρόπος παραπομπής εκείνος της απευθείας κλήσης. Έτσι αναφύεται ένα κρίσιμο ερώτημα: Ποιος θα είναι τελικά ο διαδικαστικός τρόπος παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο; Εκείνος της απευθείας κλήσης στο ακροατήριο ή μήπως εκείνος της έκδοσης αμετάκλητου βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών; Ειδικότερα ο τρόπος παραπομπής του κατηγορουμένου με απευθείας κλήση στο ακροατήριο (κλητήριο θέσπισμα), προβλέπεται σε μια σειρά από κακουρ- 17

18 γήματα, για τα οποία μετά την τελευταία ανακριτική πράξη ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών υποβάλει τη δικογραφία στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος αν κρίνει ότι οι ενδείξεις είναι επαρκείς, μπορεί, υστέρα από τη σύμφωνη γνώμη του προέδρου Εφετών, να εισάγει την υπόθεση με απευθείας κλήση στο ακροατήριο του τριμελούς εφετείου κακουργημάτων. Κάποια λοιπόν από τα εγκλήματα αυτά, όταν τελούνται υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μπορεί να εμπίπτουν ταυτόχρονα και στο κυρωτικό πεδίο του ν. 1608/1950. Έτσι για παράδειγμα στα άρθρα 20-21 του ν. 663/1977 31, προβλέπονται μεταξύ άλλων κακουργημάτων 32 και εκείνα της διακεκριμένης κλοπής και της ληστείας, εγκλήματα τα οποία περιλαμβάνονται και στον κατάλογο εγκλημάτων του άρθρου 1 του ν. 1608/1950 33. Ποιος θα είναι τελικά ο ουσιαστικός τρόπος 31 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας, του Ποινικού Κώδικος και του Κώδικος περί τελών χαρτοσήμου, αναφερομένων εις τα δικαστικά έξοδα και τέλη της ποινικής διαδικασίας και άλλων τινών διατάξεων». Βλ Μαργαρίτης Λ., Ο νόμος 663/1977 και οι αρμοδιότητες του Εφετείου και του Πλημμελειοδικείου (μερικές σκέψεις με αφορμή το βούλευμα του ΠλημΘες 742/1988), ΠοινΧρον., 1988, σελ 929, Καλφέλη Γρ., Η παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, 2000, σελ 146 επ., Ανδρουλάκης Ν., Θεμελιώδεις έννοιες της Ποινικής δίκης, 2007, σελ 385, Καρράς Αρ., Ποινικό Δικονομικό Δίκιο, 2007, σελ 623 επ. Παπαδαμάκης αδ., Ποινική Δικονομία, 2006, σελ 345 επ. 32 Τα εγκλήματα αυτά είναι τα τιμωρούμενα από τα άρθρα 265 και 264 κακουργήματα εμπρησμού δασών, τα κακουργήματα της πειρατείας και τα κακουργήματα της ασφάλειας της σιδηροδρομικής ή υδάτινης συγκοινωνίας ή της αεροπλοΐας, που περιλαμβάνονται στο ΠΚ ή σε ειδικούς Ποινικούς νόμους, τα εγκλήματα στο άρθρο 15 παρ. 1 του ν. 2168/1993, τα εγκλήματα που προβλέπονται στα άρθρα 374 και 380 ΠΚ (άρθρο 25, 27 του ν. 1419/1984), τα κακουργήματα της εν γένει εμπορίας ναρκωτικών (ν. 3459/2006) κ.α. 33 Μεταξύ των εγκλημάτων που υπάγονται στο άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 1608/1950 περιλαμβάνεται η κλοπή του 372 ΠΚ και η υπεξαίρεση του 375 ΠΚ, όχι όμως και η ληστεία του 380 ΠΚ. Έτσι λοιπόν βρισκόμαστε μπροστά στο εξής δογματικό πρόβλημα: νοείται διακεκριμένη περίπτωση ληστείας σύμφωνα με τον ν. 1608/1950 όταν πρόκειται για ληστεία που στρέφεται σε βάρος του Δημοσίου, ΝΠΔΔ, ή άλλου νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου του 263 α ΠΚ και η αξία του αφαιρεθέντος πράγματος υπερβαίνει τις 150.000 ευρώ; Μια πρώτη άποψη επισημαίνει ότι, εφόσον η ληστεία δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο των εγκλημάτων του ν. 1608/1950, διασταλτική ερμηνεία σε βάρος του κατηγορουμένου, καθώς επίσης και contra legem ερμηνεία που θα σήμαινε διεύρυνση του αξιοποίνου δεν είναι επιτρεπτή. Κάτι τέτοιο θα αντίκειτο στο άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος (Έτσι Παύλου Σ., Ε- γκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, εκδ Π.Ν Σάκκουλας, 2006, σελ 200, Αναγνωστόπουλος ΠοινΧρ, 1996, σελ 566επ, Μανωλεδάκης Ι., Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, έκδοση ενδέκατη, εκδ. Σάκκουλα Αθηνά-Θεσσαλονίκη, σελ 222.) Συνεπώς σύμφωνα πάντα με αυτή την άποψη- δεν νοείται επ ουδενί αντιμετώπιση της ληστείας με τους όρους του ν. 1608/1950. Η άποψη αυτή ως φαίνεται αντιμετωπίζει μια λογική ανακολουθία και συνακόλουθα μια αξιολογική αντινομία. Τούτο διότι όποιος έκλεβε από το δημόσιο χρήματα που υπερβαίνουν τις 150.000 ευρώ, θα βρισκόταν σε δυσμενέστερη μοίρα από εκείνον που θα διέπραττε ληστεία για να αποκτήσει το αντίστοιχο ποσό χρημάτων. Κατ επέκταση, είναι σαν να προτρέπουμε αυτόν που πρόκειται να κλέψει το δημόσιο κατά τους όρους του ν. 1608/1950 να προβεί σε ληστεία ώστε να μην εμπίπτει στις δυσμενείς κυρώσεις του νόμου αυτού. Στη νομολογία, υ- ποστήριξη βρήκε η άποψη κατά την οποία η ληστεία σε βάρος του δημοσίου με ζημία μεγαλύτερη των 150.000 ευρώ συνιστά κλοπή αντιμετωπιζόμενη με τον ν. 1608/1950 σε συρροή με παράνομη βία κατ άρθρο 330 ΠΚ[ΑΠ 223/1996 (ΠοινΧρ, 1996, σελ1626), ΕφΔωδ 20/1995, (ΠοινΧρ 1996, σελ 556)]. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος, η άποψη αυτή προέβη σε διάσπαση της ληστείας στα επιμέρους συστατικά της και ενέταξε έτσι την κλοπή στον ν. 18

19 περάτωσης της κύριας ανάκρισης, όταν τα εγκλήματα αυτά τελούνται έτσι ώ- στε εμπίπτουν και στο κυρωτικό πεδίο του άρθρου 1 του ν. 1608/1950; 34 Ε- κείνος που προβλέπει το 308 παρ. 1 γ, για τα εγκλήματα του άρθρου 1 του ν. 1608/1950, ή εκείνος της απευθείας κλήσης στο ακροατήριο που προβλέπεται στο άρθρο 20 παρ. 1 εδ α του ν. 666/1977; Επίσης παρόμοιο είναι το ερώτημα όταν ο δράστης τελέσει έγκλημα υπαγόμενο στο ν. 3028/2002 35, ενώ ταυτόχρονα η πράξη του πληρεί και τα στοιχεία του άρθρου 1 του ν. 1608/1950 36. Δικονομικός τρόπος παραπομπής του στο ακροατήριο θα είναι εκείνος του αμετάκλητου βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών; ή μήπως εκείνος της απευθείας κλήσης στο ακροατήριο; Τέλος η περίπτωση που απασχόλησε περισσότερο τη θεωρεία και τη νομολογία είναι εκείνη που προκαλείται από τη διαπλοκή του ν. 3074/2002 37 και του ν. 1608/1950. Ποια θα είναι δηλαδή η ακολουθουμένη δικονομική οδός όταν 1608/1950. Οι ανωτέρω όμως απόψεις, που διατυπώθηκαν με σκοπό να αρθεί η λογική και αξιολογική αντινομία που εμφανίζεται αναφορικά με το έγκλημα της ληστείας όταν αυτό στρέφεται σε βάρος της περιουσίας του Δημοσίου, στηρίζονται σε δογματικά εσφαλμένες εφαρμογές του Ποινικού Δικαίου. Λύση συνεπώς του προβλήματος δεν θα μπορούσε να είναι σε καμία περίπτωση η ερμηνεία βάση μιας λανθασμένης δογματικά αντίληψης. Άλλωστε οι αξιολογικές αντινομίες στο Ποινικό μας δίκαιο, που ενυπάρχουν λόγω νομοθετικής αβλεψίας είναι ουκ ολίγες. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι για να άρουμε τις αξιολογικές αυτές αντινομίες θα προβούμε σε εσφαλμένη δογματική εφαρμογή των Ποινικών νόμων, με αποτέλεσμα μάλιστα την ανεπίτρεπτη επέκταση του αξιοποίνου. Ορθότερη συνεπώς θεωρώ την πρώτη άποψη, σύμφωνα με την οποία δεν νοείται εφαρμογή του νόμου 1608/1950 για το έγκλημα της ληστείας 33 και, κατ επέκταση, δεν χωρεί η παραμικρή έκπτωση στις δογματικές αρχές που στηρίζουν το φιλελεύθερο Ποινικό μας Δίκαιο. Για τη παρούσα προβληματική Βλ επίσης, Μυλωνόπουλος, Ληστεία κατά του Δημοσίου και απάτη με παράλειψη. Η πρόσφατη νομολογία του ΑΠ στα εγκλήματα κατά περιουσιακών εννόμων αγαθών (ΑΠ 223/1996, ΑΠ 208/1996), ΠοινΧρ, 1997, σελ 1105 επ. 34 Έτσι για παράδειγμα η κλοπή σε βάρος του δημοσίου που υπερβαίνει τις 150.000, εμπίπτει στο κυρωτικό πεδίο του άρθρου 1 του ν. 1608/1950, ταυτόχρονα όμως πληρεί και τις ουσιαστικές προϋποθέσεις της διακεκριμένης κλοπής του 374 ΠΚ. 35 Βλ άρθρο 71 του ν. 3028/2002 «για τη προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής κληρονομιάς» (τα κακουργήματα της κλοπής μνημείων, της υπεξαίρεσης μνημείων, της αποδοχής και διάθεσης μνημείων που αποτελούν προϊόντα εγκλήματος, της παράνομης επέμβασης ή εκτέλεσης έργου σε μνημείο, της παράνομης εξαγωγής πολιτιστικού αγαθού και της παράνομης ανασκαφής ή άλλης έρευνας για την ανεύρεση ή αποκάλυψη αρχαίων). 36 Τούτο θα συνέβαινε αν για παράδειγμα η κλοπή αφορούσε μνημείο η αξία του οποίου, υ- περέβαινε τις 150.000. 37 «Γενικός επιθεωρητής Δημοσίας Διοίκησης. Αναβάθμιση του σώματος επιθεωρητών ελεγκτών δημόσιας διοίκησης και του συντονιστικού οργάνου επιθεώρησης και έλεγχου και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ Α 296/4-12-2002). Ο νόμος αυτός προσέθεσε μια μεγάλη ομάδα εγκλημάτων στο μοντέλο παραπομπής του κατηγορουμένου με απευθείας κλήση στο ακροατήριο. Ειδικότερα στο άρθρο 6 παρ. 2 εδ. γ ορίζεται ότι η συγκεκριμένη δικονομική οδός προβλέπεται για τις περιπτώσεις των κακουργημάτων των άρθρων 134-137Δ, 216-222, 235-246, 252-263 Α, 372-399 και 402-406 του ΠΚ. Η εξαιρετική δε αυτή διαδικασία που θεσπίζεται με τον ν. 3074/2002, αφορά τον κατηγορούμενο- υπάλληλο, σε μια προσπάθεια επιτάχυνσης της δικαστικής εκκαθάρισης εγκλημάτων που εμπίπτουν στη λεγόμενη «διαφθορά». 19

20 συντρέχει περίπτωση ενός εγκλήματος που τελέστηκε από υπάλληλο 38, που περιλαμβάνεται τόσο στον κατάλογο τον εγκλημάτων του ν. 3074/2002, όσο και στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1 ν. 1608/1950 39 ; Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι η συνάντηση-συρροή των δυο αυτών ειδικών τρόπων ουσιαστικής περάτωσης της κύριας ανάκρισης, μπορεί να εμφανιστεί σε σωρεία περιπτώσεων. Μπορεί να εμφανιστεί όχι μόνο όπως προείπαμε στα εγκλήματα που εμφανίζονται να περατώνεται η κύρια ανάκριση και με τους δυο αυτούς τρόπους παραπομπής του κατηγορουμένου, αλλά και στην περίπτωση που περισσότερα του ενός εγκλήματα για τα οποία προβλέπεται διαφορετικός τρόπος παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (για το ένα προβλέπεται παραπομπή με απευθείας κλήση, ενώ για το άλλο παραπομπή με αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών), συμπαρασύρονται στον ίδιο τρόπο παραπομπής, λόγο συνάφειας. 40 Στην παραπάνω προβληματική ορθότερη φαίνεται να είναι η λύση σύμφωνα με την οποία, στις περιπτώσεις συρροής του μοντέλου παραπομπής του κατηγορουμένου με αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, με εκείνο της απευθείας κλήσης στο ακροατήριο, εφαρμοστέος τρόπος παραπομπής 38 Ο συγκεκριμένος δικονομικός τρόπος παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο αφορά το ευρύ φάσμα των κακουργημάτων που αναφέραμε παραπάνω υπό την προϋπόθεση ότι εμπλέκεται ως δράστης «υπάλληλος». Προέκυψε όμως ερμηνευτικό πρόβλημα, αναφορικά με το ποιος νοείται «υπάλληλος». Εκείνος του άρθρου 13 περ. α ΠΚ ή αυτός του άρθρου 263 Α ΠΚ (Η διάταξη του 263 α ΠΚ προστέθηκε με το ν.δ 1234/1972 και τροποποιήθηκε στη συνέχεια με το ν. 1738/1987, επεκτείνοντας την έννοια του υπαλλήλου βλ. Μπιτζιλέκης Ν., Υπηρεσιακά εγκλήματα, β έκδοση, εκδ Σάκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σελ. 101 επ.); Είναι προφανές ότι ο συγκεκριμένος τρόπος παραπομπής του κατηγορουμένου για τα παραπάνω κακουργήματα, αναφέρεται στον υπάλληλο του άρθρου 13 ΠΚ. Τούτο είναι σαφές και από την εισηγητική έκθεση του νόμου στην οποία ορίζεται ρητά. Πάντως στην απαρίθμηση των εγκλημάτων περιλαμβάνεται και το άρθρο 263 Α ΠΚ. Διατυπώθηκε έτσι η άποψη σύμφωνα με την οποία ειδικά για τα υπηρεσιακά κακουργήματα των άρθρων που αναφέρονται στο άρθρο 263 Α ΠΚ, αρκεί ο δράστης να είναι «υπάλληλος» με την διευρυμένη έννοια του υπαλλήλου, όπως εισάγεται από το άρθρο 263 Α ΠΚ. Έτσι Παύλου Σ., Ο Ν 3074/2002 και η κατ εξαίρεση δι απευθείας κλήσεως παραπομπή του υπαλλήλου που κατηγορείται για κακούργημα στο αρμόδιο δικαστήριο, ΠοινΔικ, 2003, σελ 419επ. Θεωρώ πάντως πως η αναφορά του νομοθέτη στο άρθρο 263 α ΠΚ, οφείλεται σε παραδρομή και σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι διευρύνεται η έννοια του υπαλλήλου που στη προηγούμενη παράγραφο του νόμου δίδεται. Ταυτόχρονα το υποκείμενο τέλεσης των εγκλημάτων που υπάγεται στο ρυθμιστικό πεδίο του ν. 3074/2002, περιγράφεται στο άρθρο 2 παρ. 2 στοιχ. Α του ν. 3074/2002, σε αντίθεση με την παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου που αναφέρει απλά τα εγκλήματα που αποτελούν αντικείμενο ρυθμίσεις του νόμου. Συνεπώς από τον συνδυασμό των παραπάνω γίνεται σαφές ότι στο σύνολο των απαριθμούμενων εγκλημάτων του άρθρου 6 παρ. 2 εδ. γ του ν. 3074/2002, απαραίτητη είναι η προϋπόθεση να εμπλέκεται ως δράστης υπάλληλος του άρθρου 13 ΠΚ. Έτσι ΣυμβΠλημΚορινθ 109/2006, ΠοινΔικ., 2007, σελ. 554. 39 Αφορά τα κακουργήματα που τελούνται από «υπάλληλο» σε βάρος του δημοσίου. Τούτο για παράδειγμα θα συνέβαινε αν «υπάλληλος» τελούσε υπεξαίρεση στην υπηρεσία ιδιοποιούμενος ποσό άνω των 150.000. 40 Για την τελευταία αυτή περίπτωση βλ. παρακάτω κεφ. 7.4 περ. 2. 20