Εὑρίσκω (Β) Κ.Δ. (Ε.Γ./ΚΕΙΜ.) ΡΙΖΑ: α) ΕΥΡ-, ΕΥΡΕ- και τοπρόσφυμα ΙΣΚΩ = ΕΥΡΙΣΚΩ, β) ΙΝΔ/Ε: WR-E, FΡΕ, Ε-FΡΕΩ, ΕΥΡΕΩ. ΕΡΜΗΝΕΙΑ: 1) Ευρίσκω, εξευρίσκω, ανακαλύπτω. 2) Αποκτώ, λαμβάνω, κερδίζω, προσπορίζομαι κάτι. 3) Εφευρίσκω, επινοώ. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: Εὖ Mar 14:7, Ἀνευρίσκω Act 21:4. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: Λαμβάνω Mat 5:40, Καταλαμβάνω 1Co 9:25, Κτῶμαι Mat 10:9, Ἰχνιάζω Eph 3:8, Ἀνεξιχνίαστος Rom 11:33, Λαγχάνω Act 1:17, Τυγχάνω Luk 10:30, Ἐπιτυγχάνω Rom 11:7, Κρατῶ Act 27:13, Κερδαίνω Act 27:21, Πλεονεκτῶ 2Cο 2:11, Πλουτῶ Rev 3:17, Ὁρῶ Act 8:23, Εἶδον Act 8:26, Οἶδα Mar 12:28, Θεωρῶ Joh 4:19, Γινώσκω Mat 12:15, Ἐπιγινώσκω Mar 5:30. ΑΝΤΙΘΕΤΑ: Ἀπωλῶ Mat 22:7, Act 27:34, Ἀπόλλυμι Luk 15:17. ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ρήμα α συζυγίας, βαρύτονο. Για αναλυτική μελέτη βλ. αρχαιοελληνική γραμματική ΤΑ ΡΗΜΑΤΑ. ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ: Ενεργ. φωνή: Ενεστ. εὑρίσκω, Πρτ. ηὕρισκον και εὕρισκον, Μέλλ. εὑρήσω, Αόρ. β ηὗρον και εὗρον, Πρκ. εὕρηκα και ηὕρηκα, Υπερσ. ηὑρήκειν. Μεσ. και παθ.: Ενεστ. εὑρίσκομαι, Πρτ. εὑρισκόμην και ηὑρισκόμην, Μέλλ. εὑρήσομαι και Παθ. μέλλ. Εὑρεθήσομαι, Αόρ. β εὑρόμην και ηὑρόμην, Παθ. Αόρ. εὑρέθην και ηὑρέθην, Πρκ. εὕρημαι, Υπερσ. ηὑρήμην. ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: 1) Εὑρίσκω Α) Αμετάβατο: βρίσκω Β) Μεταβατικό i) + αιτ.: βρίσκω κάτι ή κάποιον. ii) με μετοχ.: ευρίσκω ότι iii) με απαρεμφ.: οὕτως ἐν τῷ μέσῳ εὑρίσκεται. 2) Εὑρίσκομαι Α) Αμετάβατο: βρίσκομαι. Β) Μεταβατικό: βλ. βi, βiii. Για αναλυτική μελέτη βλ. αρχαιοελληνικό συντακτικό ΣΥΝΤΑΞΙΣ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ.
ΤΥΠΟΙ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ: 1) Εὑραμένος: Ονομαστική ενικού μετοχής αρσενικού γένους του Αορίστου Μεσοπαθητικής 2) Εὑρεθείς: Ονομαστική ενικού μετοχής αρσενικού γένους του Αορίστου α Μεσοπαθητικής 3) Εὑρέθη: γ ενικό Οριστικής Αορίστου α Μεσοπαθητικής 4) Εὑρεθῇ: γ ενικό Υποτακτικής Αορίστου α Μεσοπαθητικής 5) Εὑρέθην: α ενικό Οριστικής Αορίστου α Μεσοπαθητικής 6) Εὑρεθῆναι: Απαρέμφατο Αορίστου α Μεσοπαθητικής 7) Εὑρέθησαν: γ πληθυντικό Οριστικής Αορίστου α Μεσοπαθητικής 8) Εὑρεθησόμεθα: α πληθυντικό Οριστικής Μέλλοντα α Μεσοπαθητικής 9) Εὑρέθητε: β πληθυντικό Υποτακτικής Αορίστου α Μεσοπαθητικής 10) Εὑρεθῶ: α ενικό Υποτακτικής Αορίστου α Μεσοπαθητικής 11) Εὑρέθωσιν: γ πληθυντικό Υποτακτικής Αορίστου α Μεσοπαθητικής 12) Εὕρειν: Απαρέμφατο Αορίστου β Ενεργητικής 13) Εὗρεν: γ ενικό Οριστικής Αορίστου β Ενεργητικής 14) Εὗρες: β ενικό Οριστικής Αορίστου β Ενεργητικής 15) Εὕρῃ: γ ενικό Υποτακτικής Αορίστου β Ενεργητικής 16) Εὕρηκα: α ενικό Οριστικής Παρακειμένου Ενεργητικής 17) Εὑρήκαμεν: α πληθυντικό Οριστικής Παρακειμένου Ενεργητικής 18) Εὑρηκέναι: Απαρέμφατο Παρακειμένου Ενεργητικής 19) Εὑρήσει: γ ενικό Οριστικής Μέλλοντα Ενεργητικής 20) Εὑρήσεις: β ενικό Οριστικής Μέλλοντα Ενεργητικής 21) Εὑρήσετε: β πληθυντικό Οριστικής Μέλλοντα Ενεργητικής 22) Εὑρήσομεν: α πληθυντικό Οριστικής Μέλλοντα Ενεργητικής 23) Εὑρήσουσιν: γ πληθυντικό Οριστικής Μέλλοντα Ενεργητικής
24) Εὕρητε: β πληθυντικό Υποτακτικής Αορίστου β Ενεργητικής 25) Εὑρίσκει: γ ενικό Οριστικής Ενεστώτα Ενεργητικής 26) Εὑρισκόμεθα: α πληθυντικό Οριστικής Ενεστώτα Μεσοπαθητικής 27) Εὑρίσκομεν: α πληθυντικό Οριστικής Ενεστώτα Ενεργητικής 28) Εὕρισκον: Ονομαστική ενικού μετοχής ουδετέρου γένους του Ενεστώτα Ενεργητικής 29) Εὑρίσκοντες: Ονομαστική πληθυντικού μετοχής αρσενικού γένους του Ενεστώτα Ενεργητικής 30) Εὑρίσκω: α ενικό Οριστικής Ενεστώτα Ενεργητικής 31) Εὕροιεν: γ πληθυντικό Ευκτικής Αορίστου β Ενεργητικής 32) Εὕρομεν: α πληθυντικό Οριστικής Αορίστου β Ενεργητικής 33) Εὗρον: α ενικό Οριστικής Αορίσοτυ β Ενεργητικής 34) Εὕροντες: Ονομαστική πληθυντικού μετοχής αρσενικού γένους του Αορίστου β Ενερηγιτκής 35) Εὕρουσα: Ονομαστική ενικού μετοχής θηλυκού γένους του Αορίστου β Ενεργητικής 36) Εὑροῦσαι: Ονομαστική πληθυντικού μετοχής θηλυκού γένους του Αορίστου β Ενεργητικής 37) Εὕρω: α ενικό Υποτακτικής Αορίστου β Ενεργητικής 38) Εὕρωμεν: α πληθυντικό Υποτακτικής Αορίστου β Ενεργητικής 39) Εὕρων: Ονομαστική ενικού μετοχής αρσενικού γένους του Αορίστου β Ενεργητικής 40) Εὕρωσιν: γ πληθυντικό Υποτακτικής Αορίστου β Ενεργητικής 41) Ηὑρίσκετο: γ ενικό Οριστικής Παρατατικού Μεσοπαθητικής 42) Ηὕρισκον: α ενικό ή γ πληθυντικό Οριστικής Παρατατικού Ενεργητικής ΣΥΜΦΡΑΖΟΜΕΝΑ (CONTEXT) ΛΕΞΗ-ΦΡΑΣΕΙΣ- ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ: Η λ. εδώ εμφανίζει την τάση και την αναγκαιότητα να ευρεθεί τρόπος εξαγγελίας «ἀγαθῶν καὶ καλῶν νέων» από τον επώνυμον
πλέον «Ἄγνωστον Θεόν» του εν Αθήναις βωμού (παραβ. λ. Εὐάγγελος). Η λ. «εὗρον» του κειμένου εμφανίζεται στα πλαίσια μιας διερευνητικής επίσκεψης «διερχόμενος γὰρ καὶ ἀναθεωρών τὰ σεβάσματα ὑμῖν «εὗρον» καὶ βωμοῦ ἐν οὖ ἐπεγέγραπτο Ἀγνώστῳ θεῷ, ὅ οὖν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε τοῦτο ἐγώ καταγγέλλω ὑμῖν» (Act 17:23). Τα συμφραζόμενα της ως άνω διερευνητικής επίσκεψης φανερώνουν ότι ο Απόστολος Παύλος εδώ στην Αθήνα επιθυμούσε, σε μια περιοχή γεμάτη αγάλματα και άλλα λατρευτικά αντικείμενα (στήλες, επιγραφές, παραστάσεις, ναοί κ.λπ.)*, να βρει να οικοδομήσει μια κοινή βάση πάνω στην οποία θα έδινε μαρτυρία γα την ύπαρξη του Ενός Δημιουργού Θεού, τον οποίο οι «δεισιδαιμονέστεροι» Αθηναίοι «ἀγνοοῦντες τὸν περιέθαλπον μὲ εὐσέβεια». Τις περαιτέρω αναφορές περί του Αληθινού Θεού τις συνοδεύει και από σχετική αναφορά «καθ ὑμᾶς ποιητῶν». Η ισχυρή επιχειρηματολογία και η διακριτική λογίκευση του Παύλου έδειξε με απολότητα και σαφήνεια ότι δεν κήρυττε κάποιον νέο Θεό ή μια καινούργια θεότητα, όπως τον είχαν κατηγορήσει μερικοί ως «ξένων δαιμονίαν δοκεί καταγγελεύς εἶναι» (Act 17:18). Στα πλαίσια αυτά εξηγούσε στους Αθηναίους τον Θεό Εκείνον, ο οποίος ήταν «Ἄγνωστος» σε αυτούς αλλά εν τούτοις ήταν ο Αληθινός Θεός, Αυτός «ὁ θεός ὁ ποιήσας τον κόσμον και πάντα τὰ ἐν αὐτῷ οὗτος οὐρανοῦ καὶ γῆς ὑπάρχων κύριος οὐκ ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ οὐδὲ ὑπό χειρῶν ἀνθρωπίνων θεραπεύεται προσδεόμενος τινός διδούς πᾶσι ζωήν καὶ πνοήν καὶ τὰ πάντα» (Act 17:24). Το αποτέλεσμα ήταν «τινές ἐπίστευσαν ἐν οἷς καὶ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ γυνή ὀνόματι Δάμαρις καὶ ἕτεροι ἐν αὐτοῖς» (Act 17:34). *(Σημ.: χαρακτηριστικές είναι οι αναφορές του μέγιστου ποιητή της αρχαιότητας του Πινδάρου (520-442 π.χ.) ο οποίος ανέφερε για την «πόλη των Αθηνών ὡς ἰοστέφανοι καὶ ἀοίδιμοι Ἀθῆναι» πλουτισμένη με πολυάριθμα και περίλαμπρα κτίσματα ἀναδείξασα ἅμα ἐξόχους διανοίας.. κέντρον λαμπροτάτου ἀειλαμποῦς δ ἔκτοτε πολιτισμοῦ: «Ἑλλάδος ἔρεισμα κλειναί Ἀθᾶναι δαιμόνιον πτολίεθρον τίνα πάτραν, τίνα οἶκον ναίων ἀνυμάξεαι ἐπιφανέστεραι Ἑλλάδι πυθέσθαι;» (παραβ. Πινδάρου Διθύραμβοι τεμ. 76, Πύθεια vii, 5 εξ. περί των Αθηνών). ΕΙΔΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ:
1) «Εὗρον καὶ βωμόν ἐν ᾦ ἐπεγέγραπτο: Ἀγνώστῳ Θεῷ» (Act 17:23). Η αναφορά περί βωμού με την επιγραφή: Ἀγνώστῳ Θεῷ ανάγεται στην έκφραση της αλήθειας περί υπάρξεως ΕΝΟΣ και ΜΟΝΟΥ ΥΨΙΣΤΟΥ ΘΕΟΥ, ο οποίος ενώ πολυωνυμείται (δηλ. έχει και λατρεύεται υπό πολλά ονόματα, έχει όμως (ΕΝΑ) Μέγα Όνομα, μεγάλη φήμη, είναι Ονομαστός και Περίφημος). Η ιστορικότητα της αλήθειας αυτής στοιχειοθετείται και από τον χρησμό του Απόλλωνος της Ελληνιστικής εποχής, όπου υπάρχει η έκφραση: «τῶν πάντων ὕπατον Θεόν (ἐ)μμεν(ι)άω». Ο χρησμός αυτός ενισχύει την άποψη ότι επί της θύρας του εν Δελφοίς Ναού του Απόλλωνος διγράμματος επιγραφή ΕΙ σημαίνει τον ΕΝΑ Υψιστον Μοναδικόν Αληθινόν Ανώνυμον Θεόν. Αυτόν που αναφέρει η Ιερά Βίβλος των Ιουδαίων (σ.σ. Πεντάτευχος) αποκεκαλυμμένον εις Ὄν ἄρρητον καὶ ἀείδη (Δίων Κάσσιος Ρωμ. Ιστορ. 37) με το τετραγράμματον ΓΧΒΧ (ΙΕΧΩΒΑ ή ΓΙΑΧΒΕ). Η άποψη αυτή ενισχύεται περαιτέρω όταν η διγράμματη αυτή επιγραφή του Ναού του Απόλλωνος ΙΕ (παραβ. Πλουτάρχου Ηθικά ΙΙΙ, 384 Δ) αναγνωσθεί εκ δεξιών προς τα αριστερά (σ.σ. όπως γίνεται στα ιερά κείμενα των Ιουδαίων ή Εβραίων), τότε γίνεται (από ΕΙ σε) ΙΕ. Το διγράμματο αυτό (ΙΕ) αποδίδει μεταγεγραμμένα από τα Εβραϊκά σε Ελληνικά τα γράμματα Ι και Ε ως εξής: Το εβραϊκό γιωδ αντιστοιχεί στο Ελληνικό Ι ως το 10ο γράμμα του Εβραϊκού και του Ελληνικού αλφαβήτου αντίστοιχα. Το δε Εβραϊκό Χε αντιστοιχεί στο Ελληνικό Ε ως το 5ο γράμμα του Εβραϊκού και του Ελληνικού αλφαβήτου αντίστοιχα. Τα δύο λοιπόν αυτά γράμματα (ΙΕ) αποτελούν τον συγκεκριμένο τύπο του Ονόματος του Αληθινού Θεού ΙΧΒΕ (ΙΕΧΩΒΑ) (παραβ. Ο = Εxο 3:14), η λατρεία του Οποίου είναι ανείδωλος (δηλ. χωρίς είδωλα ή μορφές) και ανεικόνιστος (δηλ. μη δυνάμενος να εικονισθεί ή να παρασταθεί με εικόνα), πράγμα που σημαίνει ότι Αυτόν δεν μπορεί κανείς να τον περιγράψει ή να τον παραστήσει). Για τους λόγους αυτούς η υποτύπωση του (Αληθινού) Θεού ήταν με έναν αργό λίθο (ή βράχο) άμορφο και ανώνυμο. Ένας τέτοιος λοιπόν λίθος ευρέθη (στην Αθήνα, μια κατείδωλο (γεμάτη από είδωλα, παραδομένη στην ειδωλολατρεία) πόλη (παραβ. Act 17:16). Ο άμορφος και ανώνυμος αυτός λίθος έφερε την επιγραφή Ἀγνώστῳ Θεῷ επειδή ήταν καθιερωμένος στον Άγνωστο Θεό (παραβ. Λουκιανού Φιλόπατρις 9 Απαντα ΙΙΙ, 2, 594 όπου ο Κριτίας ορκίζεται στον: «Νή τὸν ἄγνωστον ἐν Ἀθήναις»). Τη θεωρία αυτή ενισχύει και η πληροφορία του Πλούταρχου (Ηθικά ΙΙΙ, 393, BC) περί του ΕΙ του εν Δελφοίς, όπου
εκεί ο θεός Απόλλων ωνομάζετο ΙΗΙΟΣ, όνομα στο οποίο διαγινώσκεται μεταγραφή με ελληνικούς χαρακτήρες το θείο όνομα ΙΕΧΩΒΑ (γραμμένο με το τετραγράμματο ΓΧΒΧ), το οποίο σημαίνει τον Όντα (μετοχή ουδ. πληθ. του ρήματος ΕΙΜΙ = ΕΙΜΑΙ, ΥΠΑΡΧΩ) (παραβ. Αισχύλου Αγαμέμνων 146, Σοφοκλέους Οιδίπους Τύραννος 215, 283 και ιδ. 1097) (βλ. επίσης Λ. Φιλιππίδου: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ (1958) σελ. 140 και 720 (εκ του τυπογραφείου της ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ). 2) Η λ. Εὑρίσκω είναι αρχαιοελληνικός ιδιωματισμός και αττικισμός της Κοινής Ελλην. γλώσσας, ο οποίος χρησιμοποιείται και στις Χριστιαν. Ελλην. Γραφές (παραβ. αγαπήσει Mat 5:43, έρειτε Mar 11:3, έσται Mat 20:26). 3) Η λ. Εὕρω στο εδάφιο 2Co 12:20 περιλαμβάνεται σε μια απαρίθμηση αρετών (γνωστή και ως Αρεταλογία) αλλά και παθών. Η απαρίθμηση αυτή αναφέρεται και ως ένα λογοτεχνικό χαρακτηριστικό. 4) Η λ. Εὗρες στο εδάφιο Luk 1:30 περιλαμβάνεται σε μια περιγραφή με ποιητική έξαρση ως ένας ύμνος χωρίς μέτρο. Πρόκειται για ένα λογοτεχνικό χαρακτηριστικό του (πρωτότυπου) κειμένου των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών (Καινή Διαθήκη). 5) Η λ. Εὕρη στο εδάφιο Luk 15:4, 5 μεταφέρει μια εικόνα η οποία περιλαμβάνεται σε μια αναφορά που έχει η επίδραση της φύσης στο θέμα αυτό, στο οποίο προδίδει το αίσθημα της εξαιρετικής εκτίμησης που είχαν στη φύση οι θεόπνευστοι συγγραφείς των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών (Καινή Διαθήκη). Ως περιγραφή αποτελεί λογοτεχνικό χαρακτηριστικό της «Κοινής» Ελληνικής γλώσσας το οποίο περιλαμβάνεται στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές (Καινή Διαθήκη). 6) Η λ. Εὑρέθην στο εδάφιο Rom 10:20 αποτελεί εκπλήρωση προφητείας (παραβ. Π.Δ./Ε.Γ.-Ο Hsa 65:1). 7) Η λ. Εὑρέθη στο εδάφιο 1Pe 2:22 αποτελεί εκπλήρωση προφητείας (παραβ. Π.Δ./Ε.Γ.-Ο Hsa 53:9). 8) Η λ. Εὑρήσετε στο εδάφιο Mat 11:29 αποτελεί παραπομπή από σχετικό εδάφιο (Π.Δ./Ε.Γ.-Ο Jer 6:16). 9) Η λ. Εὑρέθη (ΟΥΧ) στο εδάφιο Apoc 14:5 αποτελεί παραπομπή από σχετικό εδάφιο (Π.Δ./Ε.Γ.-Ο Pro 53:9). 10) Στο εδάφιο Apoc 9:6 η φράση «Οὐ μὴ εὑρήσουσιν» αναγράφεται σε φράση όπου εμφανίζεται αρνητική πρόρρηση για
το μέλλον με διπλή άρνηση σε μέλλοντα χρόνο. Το φαινόμενο είναι «αρχαιοελληνικός ιδιωματισμός» και μάλιστα «αττικισμός» της «Κοινής» Ελληνικής γλώσσας. Πρόκειται για ένα λογοτεχνικό χαρακτηριστικό της «Κοινής» Ελληνικής γλώσσας το οποίο περιλαμβάνεται στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές (Καινή Διαθήκη). 11) Η λ. Εὐρών στο εδάφιο Mat 10:39 αναγράφεται με έναρθρο απαρέμφατο. Το φαινόμενο είναι «αρχαιοελληνικός ιδιωματισμός» και μάλιστα «αττικισμός» της «Κοινής» Ελληνικής γλώσσας. Πρόκειται για ένα λογοτεχνικό χαρακτηριστικό της «Κοινής» Ελληνικής γλώσσας το οποίο περιλαμβάνεται στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές (Καινή Διαθήκη). ΕΒΔΟΜΗΚΟΝΤΑ (Ο ): Gen 2:20, 18:30.