Βραβείο Man Booker 2011 Από τον συγγραφέα του Ένα κάποιο τέλος
ΤΟ ΑΜΆΡΤΗΜΑ ΤΟΥ ΎΨΟΥΣ
Συνδυάζεις δυο πράγματα που δεν είχαν συνυπάρξει προηγουμένως. Και ο κόσμος αλλάζει. Μπορεί οι άνθρωποι να μην το αντιλαμβάνονται αμέσως, αυτό όμως δεν έχει καμία σημασία. Ο κόσμος έχει έτσι κι αλλιώς αλλάξει. Ο συνταγματάρχης Φρεντ Μπάρναμπι της Έφιππης Βασιλικής Φρουράς και μέλος του Συμβουλίου της Αεροναυτικής Εταιρείας απογειώθηκε στις 23 Μαρτίου του 1882 από το εργοστάσιο του φωταερίου στο Ντόβερ, για να προσγειωθεί στα μισά της απόστασης που χωρίζει την Ντιέπ από το Νεφσατέλ. Τέσσερα χρόνια νωρίτερα, η Σάρα Μπερνάρ είχε απογειωθεί από το κέντρο του Παρισιού και είχε προσγειωθεί κοντά στην Εμερενβίλ στο département 1 του Σεν-ε-Μαρν. Στις 18 Οκτωβρίου του 1863, ο Φελίξ Τουρνασόν 2 είχε απογειωθεί από το Πεδίον του Άρεως στο Παρίσι και, αφού παρασύρθηκε ανατολικά από μια θύελλα επί δεκαεφτά ολόκληρες ώρες, κατέπεσε κοντά σε μια σιδηροδρομική γραμμή στο Ανόβερο. [13]
TA TΡΙΑ ΕΠΙΠΕΔΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ Ο Φρεντ Μπάρναμπι 3 ταξίδεψε μόνος του μέσα σε ένα αερόστατο με κόκκινο και κίτρινο χρώμα, που ονομαζόταν Η Έκλειψη. Το καλάθι του είχε μήκος ενάμισι μέτρο, πλάτος ενενήντα εκατοστά και ύψος άλλα τόσα. Ο Μπάρναμπι ζύγιζε εξήντα εννιάμισι οκάδες 4, φορούσε ριγέ σακάκι και εφαρμοστή δερμάτινη κάσκα, ενώ για να προστατεύσει τον σβέρκο του από τον ήλιο είχε τυλίξει το μαντίλι του γύρω από τον λαιμό. Είχε πάρει μαζί του δύο σάντουιτς με βοδινό κρέας, μία φιάλη μεταλλικό νερό Apollinaris, ένα βαρόμετρο για να υπολογίζει το ύψος, ένα θερμόμετρο, πυξίδα και κάμποσα πούρα. Η Σάρα Μπερνάρ ταξίδεψε μαζί με τον ζωγράφο εραστή της Ζορζ Κλερέν κι έναν επαγγελματία αεροναύτη μέσα σε ένα πορτοκαλί αερόστατο, που ονομαζόταν Δόνια Σολ 5, αφού είχε παίξει τον ομώνυμο ρόλο στην παράσταση της Κομεντί Φρανσέζ. Στις έξι και μισή το απόγευμα και έχοντας ήδη μία ώρα πτήσης, η ηθοποιός, κάνοντας τη μαμά, τους ετοίμασε tartines de foie gras 6. Ο αεροναύτης άνοιξε ένα μπουκάλι σαμπάνια, εκτοξεύοντας τον φελλό στον ουρανό. Η Μπερνάρ ήπιε τη σαμπάνια της μέσα σε αργυρό κύπελλο. Έπειτα έφαγαν πορτοκάλια και πέταξαν το μπουκάλι στη λίμνη της Βενσέν 7. Μες στην ευθυμία της αιφνίδιας ανωτερότητάς τους, έριξαν τη σαβούρα πάνω στα κεφάλια των θεατών που τους παρακολουθούσαν από το έδαφος: πρώτα πάνω σε μια οικογένεια άγγλων τουριστών οι οποίοι στέκονταν στον εξώ [14]
TO AMAΡΤΗΜΑ ΤΟΥ ΥΨΟΥΣ στη της στήλης που βρίσκεται στην πλατεία της Βαστίλης και αργότερα πάνω σε μια γαμήλια συγκέντρωση ανθρώπων που έκαναν πικνίκ στην εξοχή. Ο Τουρνασόν ταξίδεψε μαζί με οχτώ συντρόφους του μέσα σε ένα αερόστατο δικής του ευφάνταστης κατασκευής, για το οποίο καυχιόταν. «Θα κατασκευάσω ένα αερόστατο το Απόλυτο Αερόστατο γιγαντιαίων διαστάσεων, που θα είναι είκοσι φορές πιο μεγάλο από το μεγαλύτερο που υπάρχει». Του έδωσε το όνομα Ο Γίγας. Από το 1863 μέχρι το 1867 έκανε πέντε πτήσεις. Μεταξύ των επιβατών αυτής της δεύτερης πτήσης βρίσκονταν η γυναίκα του, Ερνεστίν, οι αεροναύτες αδελφοί Λουί και Ζιλ Γκοντάρ, καθώς κι ένας απόγονος της οικογένειας Μονγκολφιέ, οι οποίοι υπήρξαν πρωτοπόροι στην κατασκευή αεροστατικών μπαλονιών. Δεν αναφέρεται τι τρόφιμα είχαν πάρει μαζί τους. Αυτές ήταν οι κατηγορίες ανθρώπων που έμπαιναν σε αερόστατο εκείνο τον καιρό: ο ενθουσιώδης άγγλος ερασιτέχνης, που αποδεχόταν μετά χαράς τον χαρακτηρισμό του «παλαβού αιθεροβάμονα», όντας πανέτοιμος να επιβιβαστεί σε οτιδήποτε επρόκειτο να πετάξει η πιο φημισμένη ηθοποιός της εποχής, που πραγματοποίησε μια πτήση για χάρη της διασημότητας, και ο επαγγελματίας κατασκευαστής αερόστατων, ο οποίος λάνσαρε τον Γίγαντα σαν εμπορική επιχείρηση. Διακόσιoι χιλιάδες θεατές παρακολούθησαν [15]
TA TΡΙΑ ΕΠΙΠΕΔΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ την πρώτη ανύψωσή του στους αιθέρες, για την οποία οι δεκατρείς επιβάτες είχαν πληρώσει χίλια φράγκα έκαστος. Το καλάθι του αερόστατου, που έμοιαζε με διώροφο σπιτάκι καμωμένο από λυγαριά, περιλάμβανε χώρο ανάπαυσης, κρεβάτια, αποχωρητήριο, τμήμα φωτογραφίας, μέχρι και τυπογραφείο για την άμεση εκτύπωση αναμνηστικών φυλλαδίων. Οι αδελφοί Γκοντάρ ήταν παρόντες παντού. Αυτοί σχεδίασαν και κατασκεύασαν τον Γίγαντα, ενώ μετά τις δύο πρώτες πτήσεις του τον πήγαν στο Λονδίνο για την έκθεση στο Κρίσταλ Πάλας. Λίγο καιρό αργότερα, ένας τρίτος αδελφός, ο Ευγένιος Γκοντάρ, έφερε στην Αγγλία ένα ακόμα μεγαλύτερο αερόστατο με θερμαινόμενο αέρα, το οποίο πραγματοποίησε δύο πτήσεις από το πάρκο Κρίμορν Γκάρντενς. Η χωρητικότητά του σε κυβικά ήταν διπλάσια της χωρητικότητας του Γίγαντα, ενώ ο τροφοδοτούμενος με άχυρο κλίβανός του ζύγιζε μαζί με την καμινάδα εννιακόσιες ογδόντα λίμπρες. Στην πρώτη πτήση του πάνω από το Λονδίνο, ο Ευγένιος Γκοντάρ δέχθηκε να πάρει μαζί του κι έναν άγγλο επιβάτη, ο οποίος κατέβαλε ως αντίτιμο πέντε λίρες. Ο άντρας αυτός ήταν ο Φρεντ Μπάρναμπι. Τούτοι οι εραστές των πτήσεων με αερόστατο ταίριαζαν απόλυτα στο εθνικό τους στερεότυπο. Ο Μπάρναμπι, έχο [16]
TO AMAΡΤΗΜΑ ΤΟΥ ΥΨΟΥΣ ντας ακινητοποιηθεί πάνω από το στενό της Μάγχης και «αδιαφορώντας για τη διαρροή του αερίου», ανάβει ένα πούρο για να τον βοηθήσει να σκεφτεί πιο καθαρά. Όταν δύο γαλλικά ψαροκάικα του κάνουν σινιάλο να προσθαλασσωθεί και να τον μαζέψουν από το νερό, η αντίδρασή του είναι να «τους ρίξει ένα φύλλο των Times, για τη διαπαιδαγώγησή τους», υπονοώντας προφανώς: Ευχαριστώ, μεσιέδες, αλλά ένας πρακτικός άγγλος αξιωματικός μπορεί και μόνος του να τα βγάλει πέρα στην εντέλεια. Η Σάρα Μπερνάρ εξομολογείται ότι την ελκύει ο πλους με το αερόστατο λόγω του χαρακτήρα της, καθώς: «η ονειροπόλα φύση μου με μεταφέρει μονίμως σε υψηλότερες σφαίρες». Στη διάρκεια της σύντομης πτήσης τής διατίθεται η άνεση μιας απλής καρέκλας με ψάθινο κάθισμα. Όταν η Μπερνάρ δημοσιεύει την περιγραφή αυτής της περιπέτειας, κάνει την εκκεντρική επιλογή να την αφηγηθεί από την οπτική γωνία της καρέκλας 8. [17]
Συνδυάζεις δύο ανθρώπους που δεν είχαν συνυπάρξει προηγουμένως, και κάποιες φορές το αποτέλεσμα μοιάζει με εκείνη την πρώτη απόπειρα του ανθρώπου να προσδέσει ένα μπαλόνι με υδρογόνο πάνω από ένα μπαλόνι αερόστατου με θερμό αέρα. Τι προτιμάτε: να συντριβείτε και μετά να καείτε ή να καείτε και μετά να συντριβείτε; Άλλοτε όμως ο συνδυασμός λειτουργεί καλά και τότε δημιουργείται κάτι νέο και ο κόσμος αλλάζει. Έπειτα, κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, ο ένας τους χάνεται. Κι αυτό που χάνεται είναι περισσότερο από το άθροισμα όσων υπήρχαν προηγουμένως. Κάτι τέτοιο μπορεί να μην ισχύει από μαθηματική άποψη, ισχύει όμως από συναισθηματική. Ένα βιβλίο για τις πρώτες πτήσεις με αερόστατο, για την επινόηση της αεροφωτογραφίας, για την αγάπη και την οδύνη της απώλειας του αγαπημένου προσώπου. Ένα αφήγημα πολύ προσωπικό, που επιβεβαιώνει τον χαρακτηρισμό που αποδόθηκε στον Τζούλιαν Μπαρνς κατά τη βράβευσή του με το Man Booker το 2011: «ένας ασύγκριτος μάγος της καρδιάς». ISBN 978-960-566-383-4 ΒOΗΘ. ΚΩΔ. ΜΗΧ/ΣΗΣ 6383