Συνέντευξη με τον κύριο Περάκη Νίκο. Ερ. Κύριε Νίκο, βλέπω ότι παίζετε νταούλι. Πώς έγινε και μάθατε αυτό το όργανο; Απ. Αυτό το όργανο, έτσι, για να το μάθω από δεκαπέντε χρονών, βγαίναμε στα γλέντια, όπως βγαίναμε και έπαιζαν άλλοι νταούλι, το πιανα κι εγώ σιγά-σιγά και το παιζα και συνήθισα μετά και έφτιαξα δικό μου, μονάχος μου μετά, τούτο δω, που βλέπετε, το νταούλι, το χω φτιάξει μόνος μου και άλλα πολλά και χάρισα σε διάφορους λυράρηδες, που θέλανε. Ερ. Δεν έπαιζε, δηλαδή άλλος απ την οικογένεια. Απ. Όχι, απ την οικογένεια. Ερ. Άλλο όργανο; Ερ. Όχι, κανένας άλλος δεν έπαιζε μόνο εγώ. Ερ. Απλά, δηλαδή, παρακολουθούσατε άλλους που έπαιζαν Απ. Ναι, τότε γλεντίζαμε κάθε Κυριακή σχεδόν, κάθε Κυριακή είχαμε γλέντια στο χωριό, δηλαδή, τότε τα χρόνια τα παλιά εκείνα ο κόσμος γλεντούσε αλλιώτικα. Ερ. Και το νταούλι συνόδευε τη λύρα; Απ. Τη λύρα, ναι. Λυροντάουλα τα λέγαμε τότε, η λύρα μαζί με το νταούλι, λέει «τα λυροντάουλα, να πας να φέρεις τα λυροντάουλα». Ερ. Συνόδευε και το βιολί ή μόνο τη λύρα; Απ. Όχι, τη λύρα μόνο. Στο βιολί είχανε κιθάρα, είχανε άλλα πράματα. Ερ. Και έπαιζε σε κλειστούς χώρους, σε ανοιχτούς; Απ. Και σε κλειστούς και σε ανοιχτούς, ναι, όπως ήταν στο χωριό μας η πλατεία στην πηγή εκεί, παίζαμε έξω μετά εκεί που γλεντούσαμε και χορεύανε. Όταν ήταν πάλι βράδυ κι ήταν αυτό, χορεύαμε μέσα σε μαγαζί, σε καφενείο, συνήθως. Ερ. Παρακολουθήσατε κάποιον άλλο νταουλιέρη καλό και μάθατε το ρυθμό; 1
Απ. Ναι, όχι, η πείρα σιγά-σιγά σου δωσε την τέχνη αυτή, όταν έχεις αυτί μουσικό, να πούμε, καταλαβαίνεις, αυτό θέλει χρόνο να κρατάς, μη φεύγεις από το όργανο, να πούμε, άλλα παίζει το όργανο και άλλα παίζεις εσύ, όποτε θες να χτυπάς, όχι, πρέπει τ αυτί σου να παρακολουθεί τι κάνει το όργανο, ο λυράρης. Αν βιαστείς και πάει πιο γρήγορα, πρέπει να αναγκαστείς κι εσύ να τον ακολουθήσεις όπως. Από το λυράρη, δηλαδή, εξαρτάται η ταχύτητα, η αυτή που Ερ. Πρώτος ξεκινάει ο λυράρης να παίζει; Απ. Όλοι μαζί, όχι πρώτα ξεκινάει ο λυράρης και μετά εσύ, αμέσως μετά αρχίζεις. Ερ. Δηλαδή, δεν ξεκινάει μόνο το νταούλι στην αρχή μόνο του; Δεν γίνεται αυτό; Απ. Όχι, όχι η λύρα πρώτα. Ερ. Πρώτα η λύρα; Και ο χορευτής παρακολουθεί το νταούλι; Απ. Ναι, ο χορευτής παρακολουθεί τη λύρα και το νταούλι, γιατί αυτά πάνε σύγχρονα μαζί, τον ίδιο χρόνο έχουνε, αν η λύρα αρχίσει πιο γρήγορα, γιατί χορεύουν πηδηχτό, είσαι υποχρεωμένος να τον ακολουθήσεις εσύ, να πας εκεί στο χρόνο του πάνω. Μη παίζει άλλα η λύρα και άλλα το νταούλι, διότι δεν γίνεται, ούτε μπορεί να χορέψει ο άλλος, ούτε είναι δυνατόν να, πρέπει να υπάρξει συγχρονισμός. Ερ. Υπήρχανε πολλοί νταουλιέρηδες εδώ στη Σητεία; Απ. Υπήρχαν, εκεί στο χωριό υπήρχαν δυο, τρεις. Αλλά εγώ κατασκεύαζα και τα νταούλια, εγώ ήκανα και τον νταουλιέρη. Τώρα δεν έχει μείνει κανένας, μόνο εγώ. Ερ. Τώρα, ας πούμε, τη λύρα ποιος, συνήθως ποιος συνοδεύει τη λύρα, όταν παίζει και δεν υπάρχει νταούλι; Απ. Τώρα λαούτα είναι, από μέσα έχουνε φέρει λαούτο ή κιθάρα. Ερ. Ο κόσμος του άρεσε το νταούλι, το προτιμούσε; 2
Απ. Ο κόσμος είχε συνηθίσει το νταούλι τα χρόνια τα παλιά, δεν παίζαν τίποτ άλλο, εδώ προπαντός, στην επαρχία τη δικιά μας, εδώ ήθελε η λύρα νταούλι. Ερ. Το νταούλι συνόδευε στις κοντυλιές που παίζανε; Απ. Ναι, και τις κοντυλιές και τον πηδηχτό χορό και όλα, όλα αυτά τα συνόδευε το νταούλι, ναι. Ερ. Εσείς τι θυμάστε από ρεπερτόριο, από τραγούδια, εδώ είχαμε κοντυλιές, τι άλλο είχαμε; Απ. Ήτανε κοντυλιές, ήτανε μετά ο πηδηχτός χορός, ο στειακός που συνήθως παίζαμε, βάζαμε μετά και άλλους, Καλαματιανούς κάτι τέτοια, αλλά, συνήθως, ο πηδηχτός ο στειακός κρατούσε την πολύ ώρα. Στο τέλος αρχίζαμε μετά να χορέψουμε χανιώτη, να χορέψουμε Καλαματιανό, να χορέψουμε τέτοια πράγματα. Ερ. Παίζατε και νησιώτικα; Απ. Όχι, μπόλκα είχαμε μια, όπως ήτανε το ταγκό και το φοξ, να πούμε, είχαμε μια μπόλκα λεγότανε κι ερχόταν πιο γρήγορα, έτσι, σαν το φοξ Ερ. Μάλιστα ευρωπαϊκά. Απ. έμοιαζε λίγο. Ερ. Και σ αυτά τα ευρωπαϊκά πάλι παίζανε λύρα Απ. Ναι, πάλι νταούλι, το ίδιο, τα όργανο ήταν τα ίδια. Ερ. Θυμάστε άλλα όργανα στην περιοχή; Απ. Εκεί μόνο βιολί, λύρα και βιολί. Ερ. Κανά μαντολίνο μήπως υπήρχε; Απ. Σπάνια φαινόταν μαντολίνο. Βιολί και λύρα και λύρα. Το βιολί ήθελε κιθάρα συνήθως. Ερ. Ποιους θυμάστε, έτσι, από καλούς νταουλιέρηδες, που τους ήξερε ο κόσμος όλα αυτά τα χρόνια; Απ. Εδώ στα χωριά μας ήτανε, υπήρχε στο Παλαίκαστρο κάποιος, που έπαιζε ωραίο νταούλι, υπήρχε σε μας στο χωριό μας στα Μετόχια του 3
Πισκοκεφάλου που είχε και κει, όπου επαίζει η λύρα είχε και νταουλιέρηδες υποχρεωτικώς. Ερ. Θυμάστε κανένα όνομα; Απ. Εκεί στο χωριό μας ήταν ένας Νικόλαος Παπαδάκης, που παιζε νταούλι. Ένας Νικόλαος Πουλάκης. Αυτοί οι δυο ήταν εκεί πέρα. Ένας Μιχάλης Περάκης. Ερ. Υπήρχε αμοιβή, όταν παίζατε; Απ. Εμείς, συνήθως, οι νταουλιέρηδες δεν παίρνανε. Μια φορά κράτησα ακομπανιαμέντο ενούς απ τα Ανώγια, ήρθε στη Μαρωνιά, είχαμε μια βάφτιση, ένας κουμπάρος μου και έπαιξα μαζί με το νταούλι κι ήρθε και μου δωσε στο τέλος μου δωσε και μένα πληρωμή, πρώτη φορά που πήρα πληρωμή, γιατί κρατούσα ακομπανιαμέντο. Ερ. Οι λυράρηδες παίρνανε δηλαδή αμοιβή; Απ. Ναι, οι λυράρηδες τα παίρναν τα χρήματα. Τα μαζεύαν, συνήθως τους βάζαν εκεί που χορεύαν, καθένας που χόρευε, ο νταουλατζής δεν έπαιρνε ποτέ τίποτα. Εβοηθούσε το λυράρη μόνο. Ερ. Δηλαδή, αν ήθελε, ο λυράρης σας έδινε κάποια λεφτά. Απ. Μα δεν είχαμε συνηθίσει να μας δίνει ο λυράρης, δεν το απαιτούσαμε και εμείς, ενώ κανονικά δικαιούσουνα κι εσύ τα μισά, αφού παίζαμε, εδώ δεν το χαμε εφαρμόσει εμείς εδώ στη Σητεία. Ερ. Εσείς δηλαδή παίζατε έτσι Απ. Μόνο και μόνο για να κάνω το κέφι μου, ναι. Ερ. Τα γλέντια γινόντουσαν συνήθως πότε; Μαζευόσαστε σε καφενεία, σε σπίτια; Απ. Ναι, σε καφενεία. Σε καφενεία, σε σπίτια ή σε κανά μεγάλο σπίτι, καμαράκι, το οποίο είχαμε παλιά σπίτια κι είχανε μεγάλο χώρο. Ερ. Εσείς καθόσασταν οι μουσικοί πού, σε ποιο σημείο; Απ. Στη μέση, στο κέντρο καθόμασταν και γύρω-γύρω χορεύανε ο κόσμος. Ερ. Ήταν άντρες γυναίκες μέσα στο γλέντι; 4
Απ. Ανάμεικτοι, ναι, άντρες και γυναίκες, γιατί καθένας θα χόρευε το στειακό, να πούμε, έπαιρνε μια ντάμα, ένα κορίτσι, μια κυρία και χόρευε. Και πριν τελειώσει αυτός, πήγαινε το άλλο ζευγάρι, που ήθελε να χορέψει μετά και σταματούσε εκεί που κάνει τη βόλτα αυτός και συνέχιζε το άλλο ζευγάρι. Ερ. Μπορούσε να χορέψει κάποιος ταυτόχρονα με τον άλλονε; Απ. Όχι, μόνο ένα ζευγάρι ήταν μπροστά. Όλοι οι άλλοι χορεύανε, αλλά ακολουθούσανε την ομπρός μερά, που λέγαμε εμείς. Ερ. Οι άλλοι ήτανε πιο πέρα δηλαδή. Απ. Ναι, οι άλλοι ήτανε γραμμή ολόκληρο κύκλο, όσο κρατούσε το καφενείο, γιατί κρατούσε. Ερ. Αλλά στο κέντρο ήταν ένας. Απ. Ναι στο κέντρο ήταν ο λυράρης και μπροστά τραβούσε, να πούμε, όλο κείνο το συρμό, που ήταν άντρες γυναίκες μαζί, τους τραβούσε αυτός που χόρευε μπροστά με τη ντάμα του. Ερ. Δηλαδή, αυτός που χόρευε με τη ντάμα του, κρατούσε και τους υπόλοιπους ή Απ. Ναι, κρατούσε και τους υπόλοιπους, ο ένας εκρατούσε με το χέρι τον άλλο, να πούμε, σαν αλυσίδα ήταν όλοι. Ερ. Δεν ήτανε μόνο του το ζευγάρι; Απ. Όχι, δεν χόρευε μόνο. Και μετά τελείωνε το χορό αυτός, έπιανε ο άλλος, στο άλλο ζευγάρι που είχε σειρά. Ερ. Γινόντουσαν παραγγελιές, δηλαδή Απ. Όταν τελείωνε ο πηδηχτός χορός δεν γινόνταν παραγγελιές, εχόρευε ο ένας πίσω απ τον άλλο, μόνο όταν ήθελαν ν αλλάξουν χορό, να παίξουν, να πούμε, χανιώτη, να παίξομε καλαματιανό, έλεγε ένας τη γνώμη του και χορεύαν πάλι όλοι, δεν γίνονταν παραγγελιές, όπως κάνουν τώρα, όχι που πάνε στο λυράρη θα παίξεις αυτό και θα παίξεις εκείνο. Δεν είχαν αυτό το σύστημα τότε. Ερ. Δεν είχαν παραγγελιά, δηλαδή, να πάει κάποιος. 5
Απ. Όχι, δεν είχανε παραγγελιά. Ερ. Αυτά γινόντουσαν συνήθως τα Σαββατοκύριακα τα γλέντια; Απ. Συνήθως ναι. Συνήθως Σαββάτο, Κυριακή. Τις ημέρες που δεν δούλευε ο κόσμος. Ερ. Και τα πανηγύρια πότε γινόντουσαν; Απ. Τα πανηγύρια, όπου γινόταν πανηγύρι σε κάθε χωριό. Να πούμε κάθε χωριό είχε μια εκκλησία, που έκανε πανηγύρι. Ερ. Όταν γιόρταζε η εκκλησία; Απ. Το ξέραν τα γύρω χωριά και ερχότανε στο πανηγύρι και μετά συνεχιζόταν το γλέντι μετά από την εκκλησία. Ερ. Ποιος τα διοργάνωνε τα πανηγύρια; Απ. Τα πανηγύρια, απλώς, ήτανε, να πούμε, κατοχυρωμένα, ξέραμε ότι εμείς τώρα, όπως στον Άγιο-Γιώργη έχουμε την Αγία Παρασκευή, είναι πανηγύρι, το ξέρουν τα χωριά όλα, στον Άγιο Κωνσταντίνο, που είναι έξω από το χωριό εκεί και αυτό γινόταν πανηγύρι, δεν εστέλναν ούτε προκηρύξεις, ούτε τίποτα. Απλώς ήταν καθιερωμένο και ξέραν ότι στο τάδε χωριό γίνεται, στα χωριά γινόταν του Αγίου Γεωργίου στο Πανωκαστέλι εκεί, το ξέραμε όλα τα Κρυά και πηγαίναμε. Καταλάβατε, δεν γινότανε ούτε διαφημίσεις είχαμε, ούτε τίποτα. Ερ. Για πέστε μου και για το γάμο, στο γάμο πηγαίνατε; Είχατε πάει σε γάμο; Απ. Ναι, στο γάμο έπρεπε να σαι προσκεκλημένος στο γάμο για να πας. Ερ. Είχατε πάει εσείς για να παίξετε, έτσι, με νταούλι σε γάμο; Απ. Πολλές φορές, σχεδόν σ όλους τους γάμους. Δεν ήταν καθιερωμένος ένας νταουλατζής. Ας πούμε έπαιζα εγώ, κουραζόμουνα έπιανε ένας άλλος. Ο λυράρης ήταν πάντα ο ίδιος. Ερ. Τι παίζαν στο γάμο, υπήρχαν κάποιοι σκοποί συγκεκριμένοι; Απ. Ναι, του γάμου είναι ένας σκοπός εκεί (τραγούδι). Ερ. Αυτός είναι πριν τη στεφάνωση; Απ. Ήτανε πριν τη στεφάνωση. 6
Ερ. Όταν στολίζαν τη νύφη; Απ. Όταν στολίζαν τη νύφη και τα τέτοια, ναι. Ερ. Όταν στολίζαν το γαμπρό είχανε άλλο σκοπό; Απ. Οι δύο λυράρηδες ήτανε άλλος της νύφης και άλλος του γαμπρού ή ο ίδιος έφευγε από τη μια μεριά και πήγαινε άμα ετοιμαζόταν Ερ. Παίζανε τον ίδιο σκοπό στο γαμπρό και στη νύφη; Απ. Ναι, τον ίδιο σκοπό. Ερ. Μήπως παίζανε και κάποια κοντυλιά συγκεκριμένη; Απ. Όχι, τον ίδιο, αλλά τ αλλάζαν και καμιά φορά, δεν ήταν καθιερωμένος ένας ο σκοπός, παίζαν και άλλο, όποιο θέλανε, ποια κοντυλιά, να πούμε, τους άρεσε, παίζανε και τραγουδούσαν. Ερ. Διαλέγαν μια κοντυλιά Απ. Ναι, διαλέγαν μια κοντυλιά και λέγαν, να πούμε, της νύφης παινέματα, του γαμπρού, αυτά, όπως συνήθως. Ερ. Πόσες μέρες κρατούσε ο γάμος; Απ. Ο γάμος κρατούσε δυο, τρεις μέρες, βέβαια. Τελευταία, όταν του γάμου, να πούμε, οι περίοικοι εκεί, αυτοί που χαν το γάμο μαγειρεύαν πιλάφι, τελείωνε η γιορτή, δηλαδή, αν βάζανε το σιχτίρ, πιλάφι αν μας εφέρνανε πιλάφι, θα πει πως ετελείωνε η γιορτή κι έπρεπε να φύγουμε. Ερ. Εκεί υπήρχε καλύτερη αμοιβή στο γάμο, παίρνατε περισσότερα, τύχαινε να πάρετε κάποια χρήματα περισσότερα απ ό,τι στα γλέντια; Απ. Ανάλογα, ήταν πιο πολύς ο κόσμος και ο καθένας που χόρευε, έδινε και κάτι στο λυράρη, καταλάβατε; Ερ. Πάλι ο λυράρης τα έπαιρνε; Απ. Ο λυράρης τα παιρνε. Σας λέω ότι εμείς δεν παίρναμε ποτέ. Μια φορά στη ζωή μου, μου δώσανε σου λέω κι ήταν ξένος ο λυράρης, γι αυτό είχε συνηθίσει έτσι και μου δωσε και μένα για πληρωμή, να πούμε. Εγώ δεν ήθελα να τη δεχτώ «όχι θα τα πάρεις γιατί είναι δικά σου». Τέλος πάντων. 7
Ερ. Ποιον θεωρούσανε καλό νταουλιέρη; Ο λυράρης διάλεγε τον νταουλιέρη; Ή εσείς πηγαίνατε έτσι; Απ. Όχι, πηγαίναμε εθελουσίως πηγαίναμε κι όταν κουραζόμουνα εγώ, γιατί κρατούσε ώρες αυτή η δουλειά, ερχόταν ένας άλλος κι έπιανε και ξεκουραζόμουνα. Ερ. Δεν διάλεγε δηλαδή ο λυράρης; Απ. Όχι, έπρεπε, βέβαια, να του παίζεις και καλό νταούλι, άλλα αυτοί ήτανε, όσοι ήτανε εκεί, παίζανε όλοι καλά. Ερ. Όταν λέμε καλό σημαίνει να κρατάει το χρόνο; Απ. Ναι, να κρατάει το χρόνο του άλλου, της λύρας. Άμα έφευγες απ το χρόνο και τα κανες θάλασσα δεν ήτανε, διότι δεν μπορεί και ο άλλος να χορέψει. Από το αυτί ακούει και χορεύει, αλλά όταν εσύ τα μπερδεύεις δεν Ερ. Εσείς ποιον θεωρείτε καλό καλλιτέχνη, οργανοπαίχτη, λυράρη, βιολιτζή, ποιον θεωρείτε καλό; Απ. Είχαμε καλούς λυράρηδες, όπως ήταν ο Μανώλης ο Περάκης, ένας που κάνει τα ξυλόγλυπτα εκεί, δεν ξέρω αν τον έχεις υπόψη σου το Μανόλη, αυτός είναι ξάδερφός μου, αυτός έπαιζε ωραία λύρα. Ερ. Τι χαρακτηριστικό έπρεπε να είχε κάποιος, πώς έπρεπε να παίζει για να παίζει καλά; Απ. Να παίζει λύρα ωραία, να παίζει κοντυλιές ωραίες, να παίζει στο χορό ωραία, γρήγορα, να πούμε και να μη τα μπερδεύει, να χαλάει το χρόνο, γιατί τον χαλάει κι ο χορευτής μετά. Καταλάβατε; Είχαμε ένα Λευκάρη, ένα Διακάκη απ τη Σωτήρα, ο οποίος είναι στην Αθήνα τώρα, που έπαιζε πολύ ωραία λύρα και παίζαμε μαζί εμείς πάντοτε, όλο παρέα κάναμε, είχαμε ένα Πετρουλάκη στο χωριό μου, ο οποίος έχει πεθάνει κι αυτός, έπαιζε ωραία, είχαμε κάμποσους λυράρηδες, αλλά τώρα δεν υπάρχει κανένας. Κανείς, να ο Νίκος τώρα μόνο που κρατεί ακόμα τ αχλάδια, εμείς δεν έχουμε κανένα στο χωριό μου. 8
Ερ. Αν ένας λυράρης ήξερε, είχε μεγάλο ρεπερτόριο, ήξερε πολλά τραγούδια, θεωρούνταν καλύτερος από κάποιον που ήξερε λιγότερα κομμάτια, αλλά έπαιζε καλύτερα όμως. Απ. Όχι, το καλύτερο προτιμούσε ο κόσμος. Ερ. Προτιμούσαν, δηλαδή, να παίζει καλύτερα Απ. Ναι, να παίζει καλύτερα και τα πολλά δεν τα δεν είχαμε πολλές απαιτήσεις τα χρόνια εκείνα. Ήταν ορισμένες κοντυλιές, που έπρεπε να τις παίζει ωραία, ο κόσμος τον εθαύμαζε. Ερ. Ο κόσμος τελικά τι προτιμούσε περισσότερο, τη λύρα και το νταούλι ή το βιολί και την κιθάρα; Απ. Τη λύρα και το νταούλι προτιμούσαν τότε. Ερ. Πιστεύετε ότι είναι πιο παλιά η λύρα από το βιολί; Απ. Πιο παλιά είναι η λύρα από το βιολί. Το βιολί ήταν τώρα πιο εξευγενισμένο, πιο σύγχρονο ερχόταν, αλλά οι παλιοί θέλαν το παλιό εκείνο. Ερ. Σήμερα γιατί πιστεύετε ότι νταούλι δεν παίζουν πολλοί; Απ. Νταούλι σιγά-σιγά σχολάνε και οι λύρες, βιολιά, να πούμε, το οποίο θέλει κιθάρα θέλει ένα άλλο ακομπανιαμέντο να του κρατάει. Αν και όλοι οι λυράρηδες εδώ οι γνωστοί, τους έχω κάνει νταούλια, τους τα χω χαρίσει, και του αυτουνού κει πέρα, του μαρμαρά, πώς τον λένε, του Κοσκίνη έχω δώσει και του Νίκου του έχω κάνει νταούλι. Ερ. Δηλαδή, πιστεύετε ότι, επειδή δεν υπάρχουν πολλοί λυράρηδες, γι αυτό δεν υπάρχει και νταούλι; Απ. Ναι, γι αυτό δεν υπάρχουν και νταούλια, ναι. Ερ. Ή γιατί, ας πούμε, οι νέοι τώρα δεν τους αρέσει, δεν θέλουν να παίξουν νταούλι; Απ. Δεν τους αρέσει, το πιο πολύ το παίρνουν τα νταούλια για αρχαίο έτσι, για παλιό όργανο να το χει. Όπως είναι ο Τσαντάκης, που ναι στο Ηράκλειο, ένας που παίζει βιολί εκεί και ήρθε και του χάρισα ένα νταούλι κι αυτουνού εδώ προχθές, λίγες μέρες, το χα φτιάξει 9
Ερ. Δηλαδή, προτιμούν να παίξουνε κιθάρα; Απ. Ναι, κιθάρα και λαούτο. Αυτά κρατάνε ακομπανιαμέντο οι βιολατόροι μας τώρα. Ερ. Οι μουσικοί τότε αντιμετωπίζονταν με καλό μάτι, ας το πούμε, από τον κόσμο; Δηλαδή, υπήρχε καθόλου η άποψη ότι εσείς ήσασταν παρακατιανοί; Απ. Όχι, την εποχή εκείνη το γλέντι το θελε όλος ο κόσμος, δηλαδή, δεν υπήρχαν ανθρώποι, που να μη θέλουνε.. Ερ. Ήταν αγαπητοί δηλαδή. Απ. Ναι, ήταν αγαπητοί, ο κόσμος ήταν πιο κοντά ο ένας στον άλλο από τώρα. Ενώ, τώρα, δεν έχει ανάγκη να πάει να κάνει γλέντι αυτός, για να πλησιάσεις, τότε για να δεις το κορίτσι σου και το αυτό, έπρεπε να πας στο χορό, να σμίξεις εκεί, να τη χορέψεις, να δεις. Τώρα παν και σβήνουν τα φώτα και δηλαδή είναι, έχει αλλάξει τελείως η νοοτροπία του κόσμου και του νεαρού. Ερ. Δηλαδή, αν εσείς λέγατε στον πατέρα σας ότι θέλατε να μάθετε, να γίνετε βιολιτζής, να γίνετε Απ. Όχι, δεν στο απαγόρευε, δεν στο απαγόρευε, αλλά δεν σε βοηθούσε κιόλα. Αν μπορούσες να κάνεις μονάχος σου κάτι, ειδάλλως τα χρήματα ήτανε στενά και δεν μπορούσε ο κόσμος να Ερ. Ως βασικό επάγγελμα, δηλαδή, δεν ήταν εύκολο κανείς ν αποφασίσει ν ασχοληθεί. Απ. Όχι, δεν ήταν επάγγελμα για να ζήσεις, δηλαδή. Αυτός έκανε τις άλλες του δουλειές και έπαιζες μετά και τη λύρα, όταν ήταν ένα γλέντι, αλλά αποκλειστικά για τη λύρα να ζήσεις δεν ήτανε. Ερ. Με τι ασχολούντουσαν,, συνήθως, αυτοί που παίζανε στα γλέντια και στα πανηγύρια, οι μουσικοί, δηλαδή; Το βασικό τους επάγγελμα ποιο ήταν; Απ. Το επάγγελμα, μια φορά επάγγελμα, ήταν αγρότες ως επί το πλείστον ήτανε. Ο άλλος ο Μανώλης ο Περάκης στο χωριό, που κάνει τα 10
ξυλόγλυπτα τώρα, ήτανε χαλκιάς, σιδηρουργός, δηλαδή, έκανε το σιδηρουργό κι όταν υπήρχε ένας γάμος, ένα γλέντι, αυτό, πήγαινε κι έπαιζε, το χε αυτό, να πούμε, έτσι σαν τυχερό, όχι για να ζήσει, επάγγελμα. Ερ. Καθόλου πνευστά όργανα θυμάστε αν υπήρχανε, φλογέρες τίποτα; Απ. Όχι, τέτοια όργανα όχι. Ερ. Ασκομαντούρες; Απ. Ούτε ασκομαντούρες είδαμε πολύ εδώ. Παίζαμε μαντούρα μόνο μια σκέτη με το Ερ. Στη βοσκή παίζανε καθόλου οι βοσκοί, θυμάστε; Απ. Οι βοσκοί παίζανε, ναι. Δεν είχανε δουλειά να κάνουν στο βουνό όλοι και μόλις βλέπαμε κάτι μεγάλες τρύπες και η μαντούρα, μαντούρα από καλάμια φτιαγμένη και το ένα και το άλλο. Ερ. Βλέπετε κάποια διαφορά στη μουσική που παίζεται εδώ στα χωριά τα δικά σας, στη Σητεία, σε σχέση με τη μουσική που παίζεται στην κεντρική Κρήτη, στα Χανιά; Απ. Έχει κάποια διαφορά, αλλά σιγά-σιγά αρχίζουμε να αφομοιωνόμαστε με τους μέσα, δηλαδή, απ ό,τι βλέπω και οι Στειακοί λυράρηδες, αρχίσαν και κάνουν κι αυτοί, ό,τι κάνουν κι οι άλλοι. Ερ. Με τα Χανιά; Απ. Ναι, με τον ίδιο τρόπο. Ερ. Βλέπετε περισσότερη ομοιότητα με τα Χανιά; Απ. Παίζει μόνο, ενώ τα παλιά χρόνια έπαιζε στη μέση ο λυράρης και τραγουδούσαν όλοι γύρω-γύρω, όσοι θέλανε κι όσοι μπορούσανε, τώρα έχει αυτός το μικρόφωνο, έχει το μεγάφωνο και τραγουδάει εκεί ο λυράρης και ο αυτός και οι άλλοι δεν. Ερ. Εσάς σας άρεσε ν ακούτε μουσική από ενισχυτές; Απ. Όχι, εμένα με τους ενισχυτάδες και με τα τέτοια δεν μου αρέσει. Ευχαριστιούμαι να παίξει η λύρα σκέτη. Ερ. Ο κόσμος γενικότερα; 11
Απ. Και ο κόσμος Ύστερα πάνε και τ ανοίγουνε στη διαπασών αυτά για ν ακούονται από μακριά και βαριέται ο κόσμος να την ακούει τη μουσική αυτή. Εγώ δεν μου αρέσουνε, δηλαδή, τα μεγάφωνα αυτά και οι θόρυβοι οι πολλοί. Ερ. Πιστεύετε ότι ένας σπουδαίος μουσικός γεννιέται με το ταλέντο ή γίνεται κατά τη διάρκεια; Απ. Και γεννιέται και γίνεται. Δηλαδή, όταν είναι γεννημένος για μουσική κι ύστερα φροντίσει να προχωρήσει, πάει πιο μπροστά από τον άλλο, που δεν ήταν γεννημένος για μουσικός. Ερ. Είχατε καθόλου κάποιες κοντυλιές, που εξυπηρετούσαν κάποιο συγκεκριμένο σκοπό, π.χ. θέλατε να κάνετε καντάδα σε μία Απ. Ναι στην καντάδα υπήρχε κοντυλιά ειδική, για τις καντάδες. Ερ. Θυμάστε ποια κοντυλιά είναι αυτή, είναι του ρε, θυμάστε, μήπως, ποια κοντυλιά; Απ. Και του ρε να πούμε, ως επί το πλείστον, είναι για να τραγουδήσεις, θέλει αργά το βιολί, δεν θέλει γρήγορα, δηλαδή, για να τραγουδήσεις, πρέπει να παίζει αργά το όργανο ή η λύρα ή το βιολί. Ερ. Και για την καντάδα ήταν του ρε θυμάστε εσείς ή κάποια άλλη; Απ. Για την καντάδα ήταν, να πούμε, μια αργή κοντυλιά, έπαιζαν πολλές κοντυλιές, να πούμε, στις καντάδες. Συνήθως αργά, με αργό ρυθμό. Ερ. Για άλλες περιστάσεις, έτσι, για την ξενιτιά, για κάποιους που φεύγανε υπήρχανε κομμάτια; Απ. Εμείς δεν είχαμε, όχι. Απλώς οι μαντινιάδες που λέγανε ήτανε για τον ξενιτεμένο που λέει, αν θα φύγει, μόνο τέτοια αναφέρανε, η κοντυλιά ήτανε ίδια. Ερ. Στις κηδείες, πάλι το ίδιο; Απ. Στις κηδείες δεν είχαμε όργανα. Στις κηδείες ήταν να πούμε πένθιμα, δεν παιζόταν όργανο. Ερ. Τραγουδάγατε, μήπως, κάποια μαντινάδα; Απ. Όχι. Συνήθως στις κηδείες δεν τραγουδάγαμε. 12
Ερ. Είχατε τίποτα τραγούδια που δεν επιτρεπόταν να υπάρχουν όργανα και να ναι μόνο Απ. Όχι, μόνο, όταν δεν είχαμε όργανο τραγουδάγαμε χωρίς όργανο, γιατί είχε έλλειψη το όργανο δεν υπήρχε τραγουδάγαμε με το στόμα, άμα θέλαμε να πιούμε κανά δυο. Ερ. Για πέστε μου λίγο τώρα για το νταούλι. Εσείς μάθατε να το φτιάχνετε το νταούλι παρατηρώντας άλλους; Απ. Όχι, άλλο νταούλι διέλυσα εγώ και είδα πώς ήταν φτιαγμένο και ξεσήκωσα από κει και το έφτιαχνα. Ερ. Από τι αποτελείται το νταούλι; Απ. Αυτό αποτελείται πρώτα-πρώτα από ένα, αυτό που κάνουν τα κόσκινα, δεν ξέρω αν έχετε υπόψη σας, απ αυτό, αλλά επειδή δεν φτάνει, είναι πιο στενό, προσθέτομαι άλλο ένα κομμάτι. Ερ. Πώς λέγεται αυτό; Απ. Κοσκινόγυρους τους λέμε αυτούς. Ερ. Κοσκινόλουρο; Απ. Ναι, κόσκινο, γιατί στα κόσκινα, που κοσκινίζαν το σιτάρι και τα τέτοια είχαν τέτοιο πράγμα. Αυτό μεταχειριστήκαν, λοιπόν και κάναν και το νταούλι. Επειδή γυρίζει, είναι κυκλικό. Αλλά εντωμεταξύ θέλει από μέσα στημόνια να του βάλεις σανιδάκια, για να μπορέσει να κρατάει και έτσι στημόνια έχει μέσα, εσωτερικά. Ερ. Στημόνια είναι ξύλα; Απ. Ναι, ξυλάκια από σανίδια για να το πατάς απάνω και να μη λυγίζει, γιατί αυτός ο κοσκινόγυρος, όταν τον έχεις στηρίξει από μέσα με άλλα πράγματα, θα γίνει οβάλ, θα γίνει δεν είναι δυνατό να μείνει στρογγυλό. Ερ. Το δέρμα τώρα που βάζετε; Πώς λέγεται; Απ. Το δέρμα αυτό είναι κατσικίσιο. Είναι ένα δέρμα που μπαίνει φόδρα στα παπούτσια, κατσικίσιο, δέρμα γναμένο σε βυρσοδεψείο. Παλιά γνάφανε, πιάνανε σκυλιά και κάνανε, αλλά τώρα εγώ δεν το βαλα ποτέ μου, διότι μυρίζει, ενώ το δέρμα το επεξεργασμένο, να πούμε, το αυτό δεν έχει. Κι 13
όσο παλιώνει, αυτό είναι πενήντα χρονών νταούλι. Όσο παλιώνει χτυπάει καλύτερα. Το δέρμα, να πούμε, παθαίνει κάποιο αυτό και χτυπάει πιο καλά. Ενώ έχω καινούργιο απάνω, δεν έχει αυτό το δυνατό χτύπημα. Είναι πιο τζούφιο πιο βουβό. Ερ. Δηλαδή, όσο πιο παλιό είναι τόσο καλύτερο. Απ. Όσο παλιό είναι, είναι καλύτερο, ναι. Αφού τότε που είχα πάει στην Κάρπαθο και ήφυγα από το χωριό το πήραν και θέλαν να το παίζουνε και μου κάνανε μια συζήτηση και αναγκάστηκα το λυσα και του βαλα από μέσα άλλο και το κόλλησα για να το διατηρήσω το δέρμα το ίδιο αυτό. Ενώ μπορούσα να το πετάξω να βάλω καινούργιο, δεν το καμα, γιατί δεν συμφέρει, δεν είναι σωστό. Ερ. Αυτά που φτιάχνατε τα νταούλια τα πουλούσατε; Απ. Εγώ τα χάρισα όλα ως επί το πλείστον, όσα έκανα, τα χάρισα σε λυράρηδες φίλους. Να σας λέω ο Τσαντάκης ήρθε προχθές και του δωσα ένα το τελευταίο που είχα εκεί κι ήθελε να το πληρώσει, του λέω εγώ θα στο χαρίσω και δεν θέλω πληρωμή, ούτε Ερ. Αυτό το σχοινί, γιατί το βάζετε έτσι γύρω-γύρω; Απ. Αυτό το σχοινάκι το παίρνουμε, να πούμε, από κει που πουλούν τα αυτά, για το ψάρεμα, είναι αρμίδια, είναι αυτό που βάζουμε. Ερ. Πώς λέγεται αυτό το σχοινί; Απ. Αρμίδι λέγεται, δηλαδή, είναι για ν αντέχει, γιατί το τραβάς να το τεντώσεις αυτό, τραβάς αυτά τα πράγματα όλα και μ αυτό τον τρόπο τεντώνει και χτυπάει. Ειδάλλως θα τανε τζούφιος ο χτύπος του, δεν θα Ερ. Το κουρδίζετε αυτό καθόλου; Απ. Ναι, κουρδίζεται, γιατί απ την υγρασία, αλλά δεν θέλει πολύ, γιατί όταν τραβήξει υγρασία μαλακώνει και θέλει να το τεντώσεις λίγο να το κουρντίσεις. Ερ. Πού το κουρδίζεις, σε τι τόνο το κουρδίζετε συνήθως; 14
Απ. Όχι, τίποτα ο ήχος είναι ένας. Μόνο να μην είναι τζούφιος, να ναι πιο δυνατός. Ερ. Δηλαδή, κοιτάτε απλώς ν ακούγεται καθαρά ο ήχος, εκεί που ακούγεται. Απ. Ναι, ν ακούγεται καλά. Κι αυτή τη χορδή την έχει για να κάνει εκείνο το βου, βου που ακούς και κάνει με το χτύπημα, αυτό τον ήχο, το χει κείνο το σπαγγάκι. Ερ. Κι από τις δυο πλευρές έχει δέρμα; Απ. Κι απ τις δυο έχει. Μια φορά που είχε ρθει ο Καρράς στο χωριό και πήραμε ζευγάρι με κάτι δίσκους εκεί, μου το βγαλε αυτό, δεν ήθελε ν ακούεται. Είχαμε κάτι δίσκους βγαλμένους, είχε ρθει ο Καρράς στο χωριό, είχαμε πάει και στην Αθήνα τότε με την ΕΡΤ μαζί εκεί, αυτός ήταν πάλι, αυτός προϊστατο εκεί, είχαμε πάει με το Μανώλη τον Περάκη, το Χαρκιά αυτόν που κάνει τα ξυλόγλυπτα, αυτός έπαιζε τη λύρα και πήγαμε πάλι, ήρθε από δω, μας πήρε η ΕΡΤ και μας πήγε πάνω εκεί. Ερ. Και τα ξυλάκια πώς τα λέμε αυτά; Απ. Τα ξυλάκια, νταουλόξυλα. Ερ. Νταουλόξυλα. Απ. Νταουλόξυλα, αυτά που πιάνεις ένα σκληρό ξύλο, να πούμε, στο πάχος και το λεπταίνεις μετά από πίσω και μένει το κεφάλι εκείνο. Το ένα έχει κεφάλι, το άλλο δεν έχει. Ερ. Πάντα έτσι ήτανε, το ένα έχει κεφάλι; Απ. Ναι, πάντα έτσι ήταν τα νταουλόξυλα, δύο ειδών, το ένα χτυπάμε με το ένα χέρι και με το άλλο, δύο με το χοντρό και μια με το άλλο. Ερ. Από τι ξύλο τα φτιάχναν αυτά; Απ. Ως επί το πλείστον σκληρό, μυρτιά, ξύλο που να ναι λίγο σκληρό και λίγο βαρούτσικο. Ερ. Μπορούμε ν ακούσουμε, έτσι, τα βασικά ρυθμικά σχήματα που συνοδεύετε τις κοντυλιές; Απ. Είναι, δυο ειδών παίζεται με το νταούλι, είναι διπλό και μονό νταούλι. Αυτό είναι το μονό (παίζει). Δυο μ αυτό και μία με το άλλο. Το διπλό 15
νταούλι είναι (παίζει). Ό,τι παίζεις με το ένα, παίζεις και με το άλλο. Αυτό είναι πιο τεχνικό, το διπλό, διότι μια στιγμή τα μπερδεύεις, ενώ το διπλό τούτο δω είναι πιο αργό, είναι πιο εύκολο, αλλά στις γρήγορες κοντυλιές που παίζουν να πούμε και χορεύουνε παίζω με διπλό. Ερ. Στις γρήγορες, δηλαδή, προτιμάτε το διπλό, στις γρήγορες. Απ. Διπλοντάουλο και μονό. Μονό νταούλι να πούμε και διπλό. Συνήθως, στους χορούς τους γρήγορους παίζουμε το διπλό νταούλι. Ερ. Ο ρυθμός ήταν ένας; Απ. Ο ρυθμός είναι ανάλογα με τη λύρα θέλω να σας πω. Ή διπλό παίζεις ή μονό παίζεις, παρακολουθείς λύρα, ό,τι παίζει η λύρα θα παίζεις κι εσύ. Στο χρόνο, δηλαδή, θέλω να πω. Ερ. Θέλετε τίποτα άλλο να πείτε για το νταούλι; Απ. Δεν έχω να πω τίποτα άλλο. Μετά αφού φτιάξεις και το ενισχύσεις από μέσα το νταούλι, του ντύνεις απόξω κείνο το ύφασμα, για να μη φαίνεται το ξύλο από μέσα και το αυτό. Ερ. Αυτό έχει ύφασμα τώρα; Απ. Ναι ύφασμα είναι αυτό. Ερ. Πώς λέγεται αυτό το ύφασμα; Απ. Κλάδα τη λέγαμε, κλάδα, ένα πλουμιστό πανί να ναι κι ό,τι να ναι. Ερ. Αυτό το βάζατε απλώς για να φαίνεται ωραίο; Απ. Για να μην φαίνεται το ξύλο, το σανίδι, ναι. Ερ. Ζωγραφίζατε τίποτα απάνω στα νταούλια; Τίποτα σύμβολα; Απ. Όχι. Ερ. Ήθελα να σας ρωτήσω, εάν θυμάστε, εάν στην περιοχή εδώ της Σητείας είχαν έρθει να μεταναστεύσουν κάποιοι άλλοι άνθρωποι από άλλες περιοχές, γύφτοι μήπως είχαν έρθει ποτέ γύφτοι εδώ; Απ. Όχι, δεν θυμάμαι, μόνο τη Μικρασιατική Καταστροφή που ήρθαν οι πρόσφυγες αυτοί. Ερ. Από τα νησιά, από τις Κυκλάδες; Απ. Όχι. 16
Ερ. Δεν θυμάστε. Απ. Σπάνια να ρχόταν ένας, σποραδικά δεν είχε, δεν ήρθανε, να πούμε, μια ομάδα από κάποιο νησί. Ερ. Στα γλέντια συμμετείχαν είπατε και γυναίκες Απ. Ναι. Ανάμεικτα. Ερ. Τα παιδιά τ αφήνανε να ρθουν; Απ. Τα παιδιά τα πιο μεγάλα ερχόνταν κει για να κάνουν γούστο, τα μικρά τα κοιμίζανε στο σπίτι και πηγαίνανε στο γλέντι ή αφήναν κανά πιο μεγάλο παιδί και έβλεπε τα άλλα, όπως συνήθως. Ερ. Υπήρχαν κάποια τραγούδια που ήτανε γυναικεία; Απ. Όχι, είχε, όμως, στις κοντυλιές που παίζαμε είχε και γυναίκες που τραγουδούσαν. Ερ. Εσείς τραγουδούσατε; Απ. Ναι, και καμιά φορά σε πείραζε η γυναίκα και της έλεγες κι εσύ αυτά που της λέγαν και γελούσε ο κόσμος, δηλαδή, αυτό που κάναμε. Ερ. Γινόντουσαν έτσι και αγώνες μεταξύ των, ποιητικοί αγώνες; Απ. Ναι, και αυτό γινόταν, να πούμε, και έλεγε να δούμε ποιος θα νικήσει, ποιος θα βαζε τον άλλο κάτω, κατάλαβες; Ερ. Και ποιος ήταν ο νικητής, αυτός ο οποίος Απ. Εγώ μια φορά στα Μετόχια Πισκοκεφάλου, ήταν ένας που ήτανε με το ένα μάτι, να πούμε και ήρθε στον Άγιο-Σπυρίδωνα απέναντι σ ένα πανηγύρι τ Αγίου-Σπυριδώνου εκεί και ήταν ένας από κει από τα Μετόχια και σας λέω ήταν το ένα του μάτι δεν υπήρχε, είχε ένα μάτι μόνο. Τραγουδούσαμε, λοιπόν, εκεί στο χορό και μου μπαινόταν αυτός, ότι εγώ είμαι ο καλύτερος τραγουδιστής στο χωριό μου και κάτι τέτοια και του λέω κι εγώ «ετσά το λέει η παραμιά / και ετσά είναι ανάθεμά τη, / χαρά στη χώρα των στραβών / που ναι με το να μάτι». Δεν είπε άλλη μαντινιάδα έτσι όμως, σταμάτησε, δηλαδή, πειράζαμε ο ένας τον άλλο κι όποιος επικρατούσε, ο άλλος υποχωρούσε μετά. 17
Ερ. Εσείς ήσασταν πάντα, εδώ μένατε στη Σητεία ή είχατε φύγει και στην Αθήνα κάποια στιγμή; Απ. Εγώ έφυγα στην Κατοχή, με συλλάβανε οι Γερμανοί σαν όμηρο, με πήγανε στη Κρουσταλιά, στην Νεάπολη φυλακή, από κει με πήγανε στο Ηράκλειο, πάλι κρατούμενο, απ το Ηράκλειο μας πήγανε στον Πειραιά στα Βούρλα εκεί, στο σταθμό Λαρίσης από πάνω ήτανε μια περιοχή, που ήταν πρώτα οίκοι ανοχής κι ήταν φραγμένα γύρω-γύρω και κει μέσα μας βάλανε κρατούμενους για να μας παν στη Γερμανία. Από κει κατόρθωσα κι έφυγα εγώ από το στρατόπεδο αυτό, τους ξέφυγα και πήγα στην Αθήνα μετά, μπόρεσα, κάποιος Μαυρικάκης μ έβαλε κει στον Εθνικό Κήπο, ήταν ο διευθυντής φίλος του κι έκανε το φύλακα εκεί μέχρι την απελευθέρωση. Ήμουνα αγροφύλακας εκεί στην Αθήνα με ψεύτικο όνομα, Βασίλειος Δερβάκος εκ Λιμένου Λακωνίας. Είχα αλλάξει όνομα, γιατί φοβόμουνα μη ξανά με πιάσουν. Και είχα κάτι φίλους, τότε υπήρχε μια διαταγή, όταν είχαν χαθεί τα χαρτιά απ το χωριό σου και δεν μπορούσες να βγάλεις ταυτότητα, δύο άνθρωποι γνωστοί σου παίρναν όρκο στο Ειρηνοδικείο ότι λεγόσουνα ποιος, αυτό το όνομα. Κι έτσι έκανα εγώ με δύο μάρτυρες ότι με λέγανε Βασίλειο Δερβάκο. Ερ. Είχατε κάποιο παρατσούκλι εσείς; Απ. Όχι, εγώ τσαγκάρη με λέγανε παρατσούκλι από δω. Από κει πάνω, ύστερα μετά από την απελευθέρωση ήρθα κάτω, έφυγα. Ερ. Τσαγκάρη, επειδή είχατε αυτή τη δουλειά; Απ. Ήκανα τον τσαγκάρη στην αρχή, ναι, και μου κόλλησε αυτό το Ενώ πήγα μηχανικός μετά και πήγα στη ΔΕΗ και πήγα στην Κάρπαθο, δεν μου ξεκόλλησε το τσαγκάρη. Ερ. Νταούλι παίζανε και στη υπόλοιπη Κρήτη; Απ. Όχι, δεν ξέρω, εγώ στην Κάρπαθο που ήμουνα δεν παίζαν νταούλι, είχανε λαούτο και συνοδεύανε τα βιολιά. Ερ. Στην Κάρπαθο είπατε; Απ. Στην Κάρπαθο είχα πάει, είχα κάνει έξι χρόνια, ναι, έκανα στη ΔΕΗ εκεί. 18
Ερ. Στην άλλη Κρήτη, Ηράκλειο, Ρέθυμνο. Απ. Ούτε κει δεν έχουν νταούλια. Λαούτο έχουν και τίποτα άλλο. Ερ. Στα Χανιά; Απ. Δεν ξέρω και στα Χανιά, δεν έχω υπόψη μου, μα νομίζω ούτε κει δεν έχουνε νταούλια. Ερ. Σήμερα γίνονται πανηγύρια εδώ στη Σητεία; Απ. Εδώ δεν γίνονται πια. Πηγαίνουνε στις εκκλησίες και μετά τα γλέντια σταματήσανε δεν εγίνονται πια πανηγύρια. Ερ. Δεν γίνεται, έτσι, κανά πανηγύρι; Απ. Πανηγύρια δεν γίνονται, όχι. Απλώς, πηγαίνεις στα πανηγύρια, που είχαμε τα παλιά, πηγαίνουν στην εκκλησία ο κόσμος, μετά φεύγει, δεν έχει, ενώ τα παλιά χρόνια γινότανε το γλέντι εκεί, αμέσως, γινότανε γλέντι σε κάθε εκκλησία και χοροί και τέτοια. Ερ. Τώρα τον Αύγουστο που γιορτάζουν οι εκκλησίες, δεν κάνουνε τίποτα; Απ. Γλέντι όχι. Δεν κάνουν γλέντι. Ερ. Δεν φωνάζουν κανένα λυράρη να παίξει; Απ. Εμείς τώρα εκεί στο χωριό μας δεν έχουμε και λυράρη, σου λέω ο Μανόλης που έπαιζε λύρα κι αυτός παράτησε, δεν παίζει πια. Ερ. Το χωριό σας είναι στη βόρια Σητεία προς τα πάνω ή προς τα κάτω; Απ. Όχι, όπως πηγαίνομε, το δρόμο που πηγαίνει Ιεράπετρα, ε, από κάτω το τέρμα μας είναι από πάνω στο χωριό ένα σπιτάκι και κατεβαίνουμε από κει με τα πόδια πηγαίνουμε μέχρι κει, εκεί μας κατεβάζει το λεωφορείο. Ερ. Προς τη νότια πλευρά είστε; Απ. Ναι, γιατί δεν μπορούσε να περάσει απ το χωριό μέσα το λεωφορείο, γιατί ήθελε να χαλάσουνε σπίτια, ήτανε στενοί οι δρόμοι, δεν γινότανε. Κι έτσι δεν έγινε. 19
20