ΙΟΝΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΜΗΜΑ ΜΟΥΣΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΙΙΙ ΔΙΔΑΣΚΟΥΣΑ: ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΣΙΩΨΗ Ακαδημαϊκό έτος 2014-2015 1
2
Ο ΜΟΤΣΑΡΤ ΚΑΙ Η ΟΠΕΡΑ Ο Μότσαρτ και η όπερα μπούφα Ο Μότσαρτ θεωρείται ο σπουδαιότερος συνθέτης όπερας του 18ου αιώνα. Τουλάχιστον πέντε από τα έργα του αυτού του είδους κυριαρχούν μέχρι σήμερα στα προγράμματα όπερας όλου του κόσμου. Πρόκειται για τα έργα: 1. "H Απαγωγή απ' το σεράι" (Die Entfuehrung aus dem Serail), 2. "Οι γάμοι του Φίγκαρο" (Le Nozze di Figaro), 3. Δον Τζιοβάννι (Don Giovanni), 4. 'Ετσι κάνουν όλες (Cosi fan tutte) και 5. "Ο μαγικός αυλός" (Die Zauberfloete). To έργο "Ιδομενέας" (Idomeneo) παρουσιάζεται όλο και συχνότερα στα θέατρα, αν και όχι τόσο συχνά όσο τα προαναφερθέντα. 'Ολα τα έργα όπερας του Mozart υπάγονται σύμφωνα με τη θεματική και τη δομή τους σε μία από τις τρεις παραδοσιακές κατηγορίες: Τη σοβαρή όπερα (opera seria), την κωμική όπερα (opera buffa) ή το γερμανικό ζίνγκσπιλ (Deutsches Singspiel). «Οι γάμοι του Φίγκαρο» (Le nozze di Figaro, K.492) (1786) Η συνεργασία του Μότσαρτ με τον Λορέντσο ντα Πόντε ξεκίνησε το 1784. Την ίδια χρονιά ο Μότσαρτ έγινε μέλος της μασονικής Στοάς «Αγαθοεργία», η οποία ακολουθούσε το ριζοσπαστικό ορθολογισμό του Διαφωτισμού σε αντιπαράθεση με το συντηρητισμό του κλήρου στη Βιέννη. Το 1786 παρουσιάστηκε στο Μπουργκτεάτερ της Βιένης η όπερα «Οι γάμοι του Φίγκαρο» (Le nozze di Figaro, K.492), η πρώτη όπερα που γράφτηκε χωρίς να έχει παραγγελθεί. Στις 8 Ιανουαρίου του 1787 ο Μότσαρτ και η Κονστάντσε ξεκίνησαν για την Πράγα, όπου η όπερα αυτή είχε θριαμβεύσει. Στις παραστάσεις που παρακολούθησε ή διηύθυνε ο συνθέτης αποθεώθηκε και στο φινάλε αυτοσχεδίαζε στο πιάνο. Με τον λιμπρετίστα Λορέντσο ντα Πόντε ο Μότσαρτ συνεργάστηκε επίσης και για τις όπερες «Ντον Τζιοβάνι» και «Έτσι κάνουν όλες». Ο ντα Πόντε, ένας από τους πιο προικισμένους λιμπρετίστες, πρότεινε στο Μότσαρτ μια διασκευή του θεατρικού έργου του Μπωμαρσαί (Beaumarchais "La folle journee ou Le marriage de Figaro«). Το έργο αυτό, ηθικά και πολιτικά ανατρεπτικό, είχε πρόσφατα απαγορευτεί και χρειάστηκαν διαβεβαιώσεις προς τον αυτοκράτορα πως οτιδήποτε θα 3
μπορούσε να θίξει το καλό γούστο ή τα χρηστά ήθη επρόκειτο να αφαιρεθεί από το λιμπρέτο. Το επαναστατικό αυτό θεατρικό έργο «Οι Γάμοι του Φίγκαρο» σατιρίζει τις ανώτερες τάξεις και επιτρέπει στο Φίγκαρο, τον έξυπνο και θρασύ υπηρέτη του Κόμη Αλμαβίβα, να αποδεικνύεται συνεχώς εξυπνότερος από τον αφέντη του. Γι αυτό, άλλωστε, όταν ο Λουδοβίκος ο ΙΣΤ διάβασε το χειρόγραφο, χαρακτήρισε το έργο απεχθές και ακατάλληλο. Οι φιλελεύθεροι φίλοι της Μαρίας Αντουανέτας έπεισαν τον Βασιλιά να άρει την απαγόρευσή του και φρόντισαν να ανεβεί το έργο. Έτσι, η όπερα αυτή του Μότσαρτ ανέβηκε στο Αυτοκρατορικό Θέατρο το Μάϊο του 1786 και έγινε η μεγαλύτερη επιτυχία της ζωής του. Ο ντα Πόντε, λοιπόν, κράτησε ως στοιχείο της υπόθεσης την ερωτική πτυχή του έργου, ενώ ταυτόχρονα αποδυνάμωσε τις πολιτικές προεκτάσεις που έδινε ο Μπωμαρσαί, όπως, για παράδειγμα, στη σκηνή που το ξέσπασμα του Φίγκαρο για την κοινωνική αδικία καταλήγει σε μια διαμαρτυρία για την "ελαφρότητα" των γυναικών. Από την άλλη, στην εκδοχή τους οι ντα Πόντε και Μότσαρτ αφαίρεσαν μερικούς από τους ελάσσονες χαρακτήρες και σκηνές, δίνοντας μια διάσταση που δεν υπήρχε στο πρωτότυπο. Τα βασικά στοιχεία που συναντώνται στους "Γάμους του Φίγκαρο" είναι κληρονομιά από την ιταλική κωμική όπερα, ωστόσο το κείμενο του ντα Πόντε έδωσε τη δυνατότητα στον Μότσαρτ να δημιουργήσει ένα έργο πολύ πιο λεπτό και οξυδερκές από τα αντίστοιχα που είχαν προηγηθεί από άλλους συνθέτες. Οι παραδοσιακές διαιρέσεις που χωρίζουν τα διάφορα τμήματα της όπερας, όπως τα ρετσιτατίβι, οι άριες ή τα σύνολα, δεν έχουν πλέον τόση σημασία και δίνουν στο έργο μια αξιοθαύμαστη συνοχή. Οι απαραίτητες αλλαγές γίνονται με πολλούς τρόπους, με διαφοροποίηση του tempo, του τόνου ή και όλης της μουσικής, έτσι ώστε, όταν κλείνει ένα επεισόδιο, να ετοιμάζεται ταυτόχρονα ένα άλλο. Πέρα από αυτά, η όπερα αυτή είναι πολύ σημαντική διότι οι πρωταγωνιστές του Μότσαρτ έχουν μια ιδιαίτερη υπόσταση χάρη στη μοναδική του ικανότητα να επινοεί μελωδίες, ορχηστρικά χρώματα και συνοδείες, αναδεικνύοντας ακόμη και μέσα από τα απλούστερα λόγια μια ποιητική διάσταση. 4
Η πρώτη πράξη θα μπορούσε να θεωρηθεί μια πρώτης τάξεως κωμωδία, αλλά έπειτα από αυτό το σημείο διακρίνεται η σκιά της τραγωδίας πίσω από τη φάρσα. Έτσι κάνουν όλες, ή Σχολείον εραστών (Così fan tutte, ossia La scuola degli amanti) Όπερα σε δύο πράξεις του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ, γραμμένη πάνω σε λιμπρέτο του Λορέντσο ντα Πόντε. Αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της όπερας μπούφα. Το έργο αφηγείται αφηγείται μια πολύ τολμηρή - για τα δεδομένα της εποχής - ιστορία ανταλλαγής ερωτικών συντρόφων. Μολονότι στην πρεμιέρα (1790) γνώρισε θετική υποδοχή από το βιεννέζικο ακροατήριο, οι παραγωγοί επί ενάμιση αιώνα το θεωρούσαν «επικίνδυνο» για την κυρίαρχη ηθική και είτε απέφευγαν να το ανεβάσουν, ή προτιμούσαν μια πιο «αφυδατωμένη» εκδοχή. Έπρεπε να φτάσει η δεκαετία του 1950 για να ξαναβρεί τη θέση του στο οπερατικό ρεπερτόριο, όμως από τότε αποτελεί μια από τις πιο δημοφιλείς και πολυπαιγμένες όπερες. Η όπερα «Έτσι Κάνουν Όλες» είναι η τρίτη (όλες στην ιταλική γλώσσα) και τελευταία όπερα που προέκυψε από τη συνεργασία του Μότσαρτ με τον Ντα Πόντε - είχαν προηγηθεί οι Γάμοι του Φίγκαρο και ο Ντον Τζιοβάννι. Μάλιστα ο στίχος που έδωσε τον τίτλο (cosí fan tutte) αποτελεί επανάληψη μιας φράσης του Δον Μπαζίλιο απ' τους Γάμους του Φίγκαρο. Παλαιότερα πιστευόταν πως γράφτηκε κατά παραγγελία του αυτοκράτορα Ιωσήφ Β των Αψβούργων, όμως η σύγχρονη έρευνα έχει ανατρέψει αυτήν την άποψη. Επίσης, χειρόγραφες παρτιτούρες που ανακαλύφθηκαν το 1994, δείχνουν μια ανολοκλήρωτη προσπάθεια του Αντόνιο Σαλιέρι να μελοποιήσει το ίδιο λιμπρέτο πριν το Μότσαρτ - ο Ντα Πόντε συνεργαζόταν και με τους δύο συνθέτες, οι οποίοι θεωρούνταν «άσπονδοι φίλοι» στους καλλιτεχνικούς κύκλους της αυστριακής πρωτεύουσας. Ο Μότσαρτ και το γερμανικό ζίνγκσπιλ (Deutsches Singspiel) «Θεατρικό έργο με τραγούδι». Τύπος γερμανικής όπερας που αναπτύχθηκε περίπου το 1700. Ο όρος αρχικά χρησιμοποιούνταν για όλες τις όπερες. Από το 1750 περίπου το ζίνγκσπιλ σήμαινε «όπερα με ομιλούμενους διαλόγους» (ανάλογη με την αγγλική 5
«όπερα μπαλάντας» και τη γαλλική opéra comique ). Το είδος έφτασε στο ζενίθ του με τα έργα «Η απαγωγή στο Σεράι» και «Ο μαγικός αυλός». "H Απαγωγή απ' το σεράι" (Die Entfuehrung aus dem Serail) Πρεμιέρα: 16 Ιουλίου 1782. Κείμενο της Stephanie le Jeune. Υπόθεση: με τα δημοφιλή τότε στοιχεία από το τουρκικό φολκλόρ. Σύνοψη: Ο Belmonte με τον υπηρέτη του Pedrillo προσπαθούν να ελευθερώσουν την αρραβωνιαστικιά του Kostanze και την υπηρέτριά της Blonde από τον πασά Selim και τον φύλακα του χαρεμιού Osmin. Η προσπάθεια αποτυγχάνει. Παρ όλα αυτά ο πασάς αντί να τους εκδικηθεί τους συγχωρεί. Για τον Μότσαρτ: Η ποίηση πρέπει να είναι πιστή κόρη της μουσικής, ενώ το άσχημο πρέπει να γίνεται ωραίο, δηλαδή μουσική. "Ο μαγικός αυλός" (Die Zauberfloete) Δίπρακτη όπερα σε λιμπρέτο του Eμάνουελ Σικανέντερ, πρώτο της ανέβασμα στις 30 Σεπτεμβρίου 1791, στο Theater auf der Wieden στη Βιέννη. Στις αρχές Μαρτίου του 1791, ο ιμπρεσάριος Σικανέντερ παρήγγειλε για το θέατρό του (Theater auf der Wiener) στον Μότσαρτ μια όπερα. Η ιδιαίτερη πλοκή του Μαγικού Αυλού την οποία πρότεινε ο λιμπρετίστας Γιόχαν Γκίζεκε στον Σικανέντερ προερχόταν από το παραμύθι «Λούλου ή ο μαγικός αυλός», από τη συλλογή Ντσινιστάν (Dschinnistan) του Βίλαντ, με αναφορές και χαρακτήρες από όλη τη συλλογή. Το λιμπρέτο υπήρξε αποτέλεσμα συλλογικής προσπάθειας, τόσο του ίδιου του Μότσαρτ που έδειξε υπέρμετρο ενδιαφέρον για το έργο όσο και του Σικανέντερ και του Γκίζεκε. Επιστέγασμα των προσπαθειών ήταν το ζίνγκσπιλ «Ο Μαγικός Αυλός». Το λιμπρέτο εκτυλισσόταν σε δύο επίπεδα: ένα μύθο ευρύτερης λαϊκής αποδοχής και μια συμβολική διαδρομή προς τη μύηση του νεαρού πρίγκηπα, που υπήρξε θύμα της σκοταδιστικής αντίληψης, μέχρι που του αποκαλύφθηκε το φως της αλήθειας, μια μασονική αναζήτηση του αγίου Γκράαλ. Σε ότι αφορά την κατάληξη του ζίνγκσπιλ, η ευτυχία και η αγάπη που θριαμβεύει μετουσιώνεται με διαφορετικό τρόπο μέσα από το 6
εκλεκτό ζευγάρι, καθώς και μέσα από το λαϊκό. Ο συνθέτης ταυτίζεται και με τους δύο ήρωές του, τον Ταμίνο και τον Παπαγκένο. Κατά μια άλλη εκδοχή, ο Μαγικός Αυλός αποτελεί την εξομολόγηση του Μότσαρτ σχετικά με τα γεγονότα της Γαλλικής Επανάστασης του 1789. Tο θέμα της όπερας είναι σχετικό με την αναζήτηση της ανέφελης αγάπης και την κατάκτηση τριών θεμελιωδών αρετών του τεκτονισμού: της δύναμης, της ομορφιάς και της σοφίας. H ενδιαφέρουσα πλοκή, το διφορούμενο των χαρακτήρων και φυσικά η μουσική με την ποικιλία του ύφους της -από το λαϊκό λιντ μέχρι τη σοβαρή όπερα και τις, από την παραδοσιακή μουσική, εμπνευσμένες μορφές- εξηγούν τον ιδιαίτερα δημοφιλή χαρακτήρα του έργου. O μύθος πηγάζει από την αιώνια σύγκρουση του καλού με το κακό που προσωποποιούνται στους χαρακτήρες του αρχιερέα Zαράστρο και της Bασίλισσας της Nύχτας. 7