Πειραµατική διερεύνηση περισφιγµένων υποστυλωµάτων από φέρον κισηρόδεµα

Σχετικά έγγραφα
10,2. 1,24 Τυπική απόκλιση, s 42

Βασικές Αρχές Σχεδιασμού Υλικά

ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΥΠΟΣΤΥΛΩΜΑΤΩΝ ΜΕ ΣΥΝΘΕΤΑ ΥΛΙΚΑ ΠΕΡΙΣΦΙΓΞΗ

ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΝΕΠΑΡΚΩΝ ΜΗΚΩΝ ΠΑΡΑΘΕΣΗΣ ΜΕ ΣΥΝΘΕΤΑ ΥΛΙΚΑ. ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΚΑΝ.ΕΠΕ. ΚΑΙ EC8-3.

Πρόβλεψη συµπεριφοράς διεπιφάνειας υποστυλώµατος ενισχυµένου µε πρόσθετες στρώσεις οπλισµένου σκυροδέµατος

Με βάση την ανίσωση ασφαλείας που εισάγαμε στα προηγούμενα, το ζητούμενο στο σχεδιασμό είναι να ικανοποιηθεί η εν λόγω ανίσωση:

Γιώργος ΒΑ ΑΛΟΥΚΑΣ 1, Κρίστης ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ 2. Λέξεις κλειδιά: Ευρωκώδικας 2, CYS159, όγκος σκυροδέµατος, βάρος χάλυβα

ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΚΤΗΡΙΩΝ ΑΠΟ ΟΠΛ. ΣΚΥΡΟΔΕΜΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ΒΑΣΕΙΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

Σχεδιασµός κτηρίων Με και Χωρίς Αυξηµένες Απαιτήσεις Πλαστιµότητας: Συγκριτική Αξιολόγηση των δύο επιλύσεων

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗ ΠΛΑΣΤΙΜΟΤΗΤΑΣ ΣΕ ΝΕΕΣ ΚΑΙ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΕΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ ΑΠΟ ΟΠΛΙΣΜΕΝΟ ΣΚΥΡΟΔΕΜΑ ΠΟΥ ΑΠΑΙΤΟΥΝ ΕΠΙΣΚΕΥΗ Η ΕΝΙΣΧΥΣΗ

Συµπεριφορά συγκολλήσεων ράβδων οπλισµού σκυροδέµατος, Κ.Γ. Τρέζος, M-A.H. Μενάγια, 1

ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΘΟ ΩΝ ΠΟΥ ΕΞΑΣΦΑΛΙΖΟΥΝ ΤΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΣΕΙΣΜΙΚΟΥ ΣΧΕ ΙΑΣΜΟΥ

ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΟΠΛΙΣΜΕΝΟΥ ΣΚΥΡΟΔΕΜΑΤΟΣ ΣΕ ΔΙΑΤΜΗΣΗ

( Σχόλια) (Κείµ ενο) Κοντά Υποστυλώµατα Ορισµός και Περιοχή Εφαρµογής. Υποστυλώµατα µε λόγο διατµήσεως. α s 2,5

Πειραµατική διερεύνηση δοµικών µελών από φέρον κισηρόδεµα υπό σεισµική και χρόνια καταπόνηση

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 ΕΛΕΓΧΟΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

6/5/2017. Δρ. Σωτήρης Δέμης. Σημειώσεις Εργαστηριακής Άσκησης Θλίψη Σκυροδέματος. Πολιτικός Μηχανικός (Λέκτορας Π.Δ.

Ακραίοι κόµβοι δοκού - υποστυλωµάτων Ω/Σ µε χιαστί ράβδους υπό ανακυκλιζόµενη καταπόνηση

Μοντέλο Προσοµοίωσης οκού Οπλισµένου Σκυροδέµατος για τον έλεγχο αστοχίας από τέµνουσα. Modeling Concrete Beam Elements under Shear Failure

Fespa 10 EC. For Windows. Προσθήκη ορόφου και ενισχύσεις σε υφιστάμενη κατασκευή. Αποτίμηση

Εργασία Νο 13 ΒΛΑΒΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΕΙΣΜΟ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ (1999) ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ

Ψαθυρή αστοχία υποστυλωµάτων περί το µέσον του ύψους τους: Αίτια και αποτροπή της

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΚΤΙΡΙΟΥ ΜΕ ΕΑΚ, ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ 84 ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ 59 ΚΑΙ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΜΕ ΚΑΝ.ΕΠΕ.

Επίδραση της διαµόρφωσης του εγκάρσιου οπλισµού στη σεισµική συµπεριφορά υποστυλωµάτων οπλισµένου σκυροδέµατος

ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΝΕΑΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ (Ε.Α.Κ Ε.Κ.Ω.Σ. 2000) ΤΕΝΤΟΛΟΥΡΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑ

ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΑΝΑΛΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΒΛΕΨΕΩΝ ΚΑΝΕΠΕ ΜΕ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΑΠΟ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ ΔΟΚΩΝ ΜΕ ΙΟΠ

ΕΠΙΣΚΕΥΕΣ ΚΑΙ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ. Διδάσκων Καθηγητής Γιάννακας Νικόλαος Δρ. Πολιτικός Μηχανικός

Περίσφιγξη στοιχείων σκυροδέµατος διατοµής Γ ή ορθογωνικής διατοµής µέσω ινωπλισµένων πολυµερών

Ευρωκώδικας 2: Σχεδιασμός φορέων από Σκυρόδεμα. Μέρος 1-1: Γενικοί Κανόνες και Κανόνες για κτίρια. Κεφάλαιο 7

Πίνακες σχεδιασμού σύμμικτων πλακών με τραπεζοειδές χαλυβδόφυλλο SYMDECK 100

ΔιεπιφάνειεςΩπλισμένουΣκυροδέματος. Ε.Βιντζηλαίου και Β.Παλιεράκη Εργαστήριο Ω.Σ/ΕΜΠ

Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. Ημερίδα Ευρωκωδίκων EC6. Ε. Βιντζηλαίου, Σχολή Π.Μ./ΕΜΠ

ΕΠΙΡΡΟΗ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ ΣΤΑ ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΣΙΑΚΑ ΜΕΓΕΘΗ ΔΟΜΙΚΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΟΥ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΜΕ ΤΥΠΟΥΣ ΚΑΝ.ΕΠΕ

Σεισµική καταπόνηση νωπού σκυροδέµατος

Πίνακες σχεδιασμού σύμμικτων πλακών με τραπεζοειδές χαλυβδόφυλλο SYMDECK 50

ΕΠΙΣΚΕΥΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ. Γ. Παναγόπουλος Καθηγητής Εφαρμογών, ΤΕΙ Σερρών

Οριακή κατάσταση αστοχίας έναντι ιάτµησης-στρέψης- ιάτρησης

9 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9. ΚΑΔΕΤ-ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 ΕΚΔΟΣΗ 2η ΕΛΕΓΧΟΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ 9.1 ΣΚΟΠΟΣ

ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ ΜΕ ΧΡΗΣΗ ΔΙΚΤΥΩΤΩΝ ΣΥΝΔΕΣΜΩΝ

Μικρή επανάληψη Χ. Ζέρης Δεκέμβριος

Μεταφορά τέµνουσας σε διεπιφάνειες Ωπλισµένου Ελαφροσκυροδέµατος

Αποτίμηση και ενίσχυση υφιστάμενης κατασκευής με ανελαστική στατική ανάλυση κατά ΚΑΝ.ΕΠΕ.

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΩΝ

ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΜΕ ΑΝΕΛΑΣΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΤΑ ΚΑΝ.ΕΠΕ. - ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΟΡΟΦΟΥ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΣ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ ΓΙΑ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΣΕΙΣΜΙΚΕΣ ΦΟΡΤΙΣΕΙΣ

Ασύνδετοι τοίχοι. Σύνδεση εγκάρσιων τοίχων. Σύνδεση εγκάρσιων τοίχων & διάφραγμα στη στέψη τοίχων

ΜΕΛΕΤΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗΣ ΤΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΚΤΙΡΙΟΥ ΣΕ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟ ΜΑΛΑΚΟΥ ΟΡΟΦΟΥ ΜΕΣΩ ΕΛΑΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ

Εµπειρικό προσοµοίωµα για την πρόβλεψη των µηχανικών χαρακτηριστικών του περισφιγµένου σκυροδέµατος µέσω ινωπλισµένων πολυµερών.

Υπολογιστική διερεύνηση της επιρροής του δείκτη συμπεριφοράς (q factor) στις απαιτήσεις χάλυβα σε πολυώροφα πλαισιακά κτίρια Ο/Σ σύμφωνα με τον EC8

ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΓΕΙΤΟΝΙΚΟΥ ΚΤΙΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ ΟΠΛΙΣΜΕΝΟΥ ΣΚΥΡΟΔΕΜΑΤΟΣ

ΑΣΤΟΧΙΑ ΚΟΝΤΩΝ ΥΠΟΣΤΥΛΩΜΑΤΩΝ ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΕΠΙΛΥΣΗ *

Αποκατάσταση Ανεπαρκών Μηκών Παράθεσης με FRP. Σύγκριση ΚΑΝ.ΕΠΕ. και ΕΚ8-3.

Eνισχύσεις κατασκευών με προηγμένα υλικά

2.6.2 Ελάχιστες αποστάσεις ράβδων οπλισµού

ΣYMMIKTEΣ KATAΣKEYEΣ KAI OPIZONTIA ΦOPTIA

Επιρροή του διαμήκους οπλισμού των ακραίων περισφιγμένων περιοχών, στην αντοχή τοιχωμάτων μεγάλης δυσκαμψίας

Η τεχνική οδηγία 7 παρέχει βασικές πληροφορίες για τον έλεγχο και την όπλιση πεδιλοδοκών.

ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΔΙΩΡΟΦΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΣ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΔΥΟ ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΟΡΟΦΩΝ

Επιφανειακή οξείδωση χάλυβα οπλισµού σκυροδέµατος: επίδραση στην συνάφεια

ΜΕΤΑΛΛΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ (602)

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΜΑΤΑ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΣΙΑΚΩΝ ΜΕΓΕΘΩΝ ΥΠΟΣΤΥΛΩΜΑΤΩΝ Ο.Σ. ΟΡΘΟΓΩΝΙΚΗΣ ΔΙΑΤΟΜΗΣ ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΣ ΜΕ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ

Πειραµατική µελέτη της αντοχής σύµµικτων πλακών σκυροδέµατος

ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΩΝ ΠΛΑΙΣΙΑΚΩΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ ΜΕ ΕΜΦΑΤΝΩΣΗ ΑΠΟ Ο.Σ. ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ

ΠΛΑΣΤΙΜΟΤΗΤΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ ΑΠΟ ΩΠΛΙΣΜΕΝΟ ΣΚΥΡΟ ΕΜΑ

ΕΠΙΣΚΕΥΗ-ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ- ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗΣ ΣΤΗ ΓΛΥΦΑΔΑ

Άσκηση 1. Παράδειγμα απλά οπλισμένης πλάκας

Δοκιμές υποστυλωμάτων οπλισμένου σκυροδέματος ενισχυμένων με μανδύες σκυροδέματος ή ινοπλισμένα πολυμερή

Στο Κεφάλαιο 6 περιλαμβάνονται τα προσομοιώματα συμπεριφοράς. Οδηγίες για τον τρόπο εφαρμογής τους δίνονται στα άλλα κεφάλαια του ΚΑΝ.ΕΠΕ., όταν και ό

Ευθύγραμμη αγκύρωση. Βρόγχος. Προσοχή: Οι καμπύλες και τα άγκιστρα δεν συμβάλλουν στην περίπτωση θλιβομένων ράβδων.!!!

Χ. ΖΕΡΗΣ Απρίλιος

fespa (10EC) E u r o c o d e s fespa (10NL) FESPA 10 Ευρωκώδικες Performance Pushover Analysis

Συµπεριφορά µεταλλικών και σύµµικτων συστηµάτων πλάκας σε πυρκαγιά Μέθοδος απλοποιηµένου σχεδιασµού

Παράδειγμα διαστασιολόγησης και όπλισης υποστυλώματος

Fespa 10 EC. For Windows. Στατικό παράδειγμα προσθήκης ορόφου σε υφιστάμενη κατασκευή. Αποτίμηση φέρουσας ικανότητας του κτιρίου στη νέα κατάσταση

ΤΕΙ ΠΑΤΡΑΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΟΛΟΓΙΑΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΑΝΤΟΧΗΣ ΥΛΙΚΩΝ. Γεώργιος Κ. Μπαράκος Διπλ. Αεροναυπηγός Μηχανικός Καθηγητής Τ.Ε.Ι. ΚΑΜΨΗ. 1.

ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΟΥ ΚΤΙΡΙΟΥ ΟΠΛΙΣΜΕΝΟΥ ΣΚΥΡΟΔΕΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑ ΚΑΝ.ΕΠΕ ΚΑΙ ΔΙΕΡΕΥΝΥΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΡΡΟΗΣ ΤΩΝ ΤΟΙΧΟΠΛΗΡΩΣΕΩΝ

Οριακή Κατάσταση Αστοχίας έναντι κάμψης με ή χωρίς ορθή δύναμη [ΕΝ ]

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΔΗΜΟΣ ΠΥΛΟΥ - ΝΕΣΤΟΡΟΣ ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΑΡΙΘΜΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ 147/17 ΤΕΧΝΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΣΤΑΤΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ


ΕΠΙΣΚΕΥΗ-ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ- ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

Γεωγραφική κατανομή σεισμικών δονήσεων τελευταίου αιώνα. Πού γίνονται σεισμοί?

f cd = θλιπτική αντοχή σχεδιασμού σκυροδέματος f ck = χαρακτηριστική θλιπτική αντοχή σκυροδέματος

ΠΕΡΙΣΦΙΓΞΗ ΜΕ FRP ΜΕ ΕΠΙΔΙΩΚΟΜΕΝΟ ΣΤΟΧΟ ΤΟΝ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟ ΤΟΥ μ φ,tar (EC8-3 A ΣΕΛ )

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΡΡΟΗ ΤΩΝ ΒΛΑΒΩΝ

: συντελεστής που λαμβάνει υπόψη την θέση των ράβδων κατά τη σκυροδέτηση [=1 για ευνοϊκές συνθήκες, =0.7 για μη ευνοϊκές συνθήκες]

Συνοπτικός οδηγός για κτίρια από φέρουσα λιθοδομή

Χρήση του Προγράμματος 3DR.STRAD για Πυρόπληκτα Κτίρια

Βασικές Αρχές Σχεδιασμού Δράσεις

ΑΚΡΑΙΟΙ ΚΟΜΒΟΙ Ω.Σ. ΜΕ ΣΠΕΙΡΟΕΙ ΕΙΣ ΟΠΛΙΣΜΟΥΣ. ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΙΕΡΕΥΝΗΣΗ

ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΟ ΥΛΙΚΟ ΠΕΡΙΣΦΙΓΞΗΣ. ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΚΑΝ.ΕΠΕ. ΚΕΦ ΜΕ ΚΕΦ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΤΕΥΞΗ ΣΤΟΧΕΥΜΕΝΗΣ ΓΩΝΙΑΣ ΣΤΡΟΦΗΣ ΧΟΡ ΗΣ θ d.

Προσπάθεια µερικής αντικατάστασης οπλισµού συνδετήρων µε χαλύβδινες ίνες στις σύγχρονες κατασκευές

Στην παρακάτω εργασία γίνεται µια έρευνα για τη συµπεριφορά ενισχυµένων κοντών υποστυλωµάτων µε σύνθετα υλικά (CFRP-GFRP), υπό ανακυκλωνόµενα

Διατμητική αστοχία τοιχώματος ισογείου. Διατμητική αστοχία υποστυλώματος λόγω κλιμακοστασίου

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΣΚΥΡΟΔΕΜΑ ΧΑΛΥΒΑΣ

ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΟ ΥΛΙΚΟ ΠΕΡΙΣΦΙΓΞΗΣ. ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΙΑΤΑΞΕΩΝ ΚΑΝ.ΕΠΕ. ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΟΣ ΙΟΡΙΣΜΟ ΣΤΟΧΕΥΟΜΕΝΗΣ ΓΩΝΙΑΣ ΣΤΡΟΦΗΣ ΧΟΡ ΗΣ θ d

Ανοξείδωτοι Χάλυβες - Μέρος 1.4 του Ευρωκώδικα 3 Ιωάννη Ραυτογιάννη Γιώργου Ιωαννίδη

Θεωρητικά στοιχεία περί σεισμού και διαστασιολόγησης υποστυλωμάτων

Πειραματική Μελέτη Συμπεριφοράς σε Κάμψη Συμβατικά Οπλισμένων Δοκών Σκυροδέματος Ενισχυμένων με Μανδύες Ινοπλισμένου Τσιμεντοκονιάματος

Ελληνική Επιστημονική Εταιρία Ερευνών Σκυροδέματος (ΕΠΕΣ) ΤΕΕ / Τμήμα Κεντρικής Μακεδονίας

Transcript:

Πειραµατική διερεύνηση περισφιγµένων υποστυλωµάτων από φέρον κισηρόδεµα Γιώργος Μάνος Πολιτικός Μηχανικός Ε.Μ.Π., gmanos@elval-colour.com Χρήστος Ζέρης Αναπληρωτής Καθηγητής Ε.Μ.Π., zeris@central.ntua.gr 1. Εισαγωγή και περιγραφή του προβλήµατος Το κισηρόδεµα (Κ ) αποτελεί ένα είδος ελαφροσκυροδέµατος (ΕΣ) του οποίου τα αδρανή έχουν αντικατασταθεί ολικά ή τµηµατικά από κίσηρη. Η κίσηρη είναι φυσικό ηφαιστειογενές υλικό που µπορεί να βρεθεί στα νησιά Γυαλί, Θήρα, Νίσυρο και Μήλο ενώ για τη χρήση της ως αδρανές δεν απαιτείται περαιτέρω κατεργασία, όπως, για παράδειγµα, απαιτείται για άλλα ελαφρά αδρανή (ΕΑ). Άλλα είδη ΕΣ αποτελούν σκυροδέµατα µε επεξεργασµένα φυσικά ΕΑ, όπως η διογκωµένη άργιλος (expanded clay, LECA), ο διογκωµένος σχιστόλιθος (expanded shale), ο διογκωµένος περλίτης (expanded perlite) ή τεχνητά ΕΑ, π.χ. προερχόµενα από την επεξεργασία της ιπτάµενης τέφρας (fly ash) ή, τέλος, µε προσθήκη αερακτικού. Το Κ πλεονεκτεί σηµαντικά έναντι του σκυροδέµατος κανονικού βάρους (ΣΚΒ) καθώς έχει µειωµένο ειδικό βάρος, µε άµεση συνέπεια τη µείωση των εντατικών µεγεθών ενός δοµήµατος τόσο λόγω της µείωσης των κατακόρυφων φορτίων όσο και λόγω της µείωσης των οριζόντιων αδρανειακών δυνάµεων σεισµού. Το γεγονός αυτό µπορεί να αποτελέσει σηµαντικό παράγοντα αύξησης της οικονοµικότητας των κατασκευών τόσο σε εφαρµογές από έγχυτο Κ (µείωση του όγκου σκυροδέµατος ανωδοµής και, κυρίως, θεµελίου) όσο και στην προκατασκευή, µέσω αύξησης της διάστασης του προκατασκευασµένου στοιχείου. Επί πλέον, η εφαρµογή του µπορεί να επιτρέψει τη δόµηση όπου δεν ήταν εφικτή µε ΣΚΒ, όπως θεµελίωση σε εδάφη µε µειωµένη φέρουσα ικανότητα, αντικατάσταση υφιστάµενων δαπέδων σε παλαιές κατασκευές είτε προσθήκες καθύψος σε υφιστάµενους φορείς µειωµένης φέρουσας ικανότητας. Στα πλεονεκτήµατα του υλικού προστίθεται η µεγάλη θερµοµονωτική του ικανότητα, µε συνέπεια να είναι δυνατός ο συνδυασµός δοµικής και µονωτικής χρήσης του Κ, και η µικρή θερµική του αγωγιµότητα, µε αποτέλεσµα την µεγαλύτερη αντοχή σε πυρκαγιά. Οι εφαρµογές ΕΣ (και Κ ) ως φέρον υλικό στην Ελλάδα είναι πολύ περιορισµένες έως σήµερα, παρ όλο που η κίσηρη βρίσκεται σε αφθονία στον ελλαδικό χώρο. Εκτός Ελλάδος, οι πρώτες σύγχρονες εφαρµογές φέροντος οπλισµένου ΕΣ (όχι όµως τόσο Κ ) ανάγονται κατά τον Β Παγκόσµιο Πόλεµο, όπου πλέον η χρήση του υλικού για την κατασκευή κτηρίων και γεφυρών είναι εκτεταµένη. Σηµαντικές µελέτες για τις εφαρµογές του δοµικού ΕΣ, κυρίως µε ορυκτής προέλευσης τεχνητά ΕΑ, έχουν γίνει από χώρες της ΕΕ και από το Ευρωπαϊκό πρόγραµµα EuroLightCon (1988). Έτσι, στο εξωτερικό, οι εφαρµογές ΕΣ είναι περισσότερο διαδεδοµένες από τον προηγούµενο αιώνα, ενώ οι σύγχρονοι κανονισµοί σκυροδέµατος επιτρέπουν τη χρήση του παρέχοντας ειδικές διατάξεις και οδηγίες, συµπεριλαµβανοµένου και του Ευρωκώδικα 2 (EC2, 2004). Σε ότι αφορά την Ελλάδα όµως, αν και έχουν γίνει περιορισµένες µελέτες φορέων από Κ, το µεγαλύτερο έλλειµµα γνώσης σχετικά

µε το Κ, που ενδεχοµένως περιορίζει την εφαρµογή του σε µια χώρα που η διαστασιολόγηση των συνήθων κατασκευών κυριαρχείται από τη σεισµική καταπόνηση, είναι ο καταστατικός του νόµος τάσης ανηγµένης παραµόρφωσης (σ c - ε c ) καθώς και η επιρροή της περίσφιγξης µέσω συνδετήρων, στα µηχανικά του χαρακτηριστικά. Για την περαιτέρω δυνατότητα εφαρµογής του Κ στη δόµηση, εκπονήθηκε ένα ευρέος αντικειµένου Ερευνητικό Πρόγραµµα από την ΑΓΕΤ Ηρακλής ΑΕ σε συνεργασία µε το Εργαστήριο Οπλισµένου Σκυροδέµατος ΕΜΠ (ΕΟΣ ΕΜΠ), µε χρηµατοδότηση από τη Γενική Γραµµατεία Έρευνας και Τεχνολογίας στα πλαίσια του ΠΑΒΕΤ 2013. Μέρος του αντικειµένου του ερευνητικού έργου, το οποίο και παρουσιάζεται στην παρούσα, είναι η διερεύνηση κοντών πρισµατικών υποστυλωµάτων από οπλισµένο φέρον Κ, υποβαλλόµενα σε κεντρική θλίψη έως την αστοχία, µε διαφορετικές διατάξεις περίσφιγξης, που απαντώνται στην πράξη, µε πειραµατικό και αναλυτικό τρόπο. Αποτέλεσµα των πειραµατικών δοκιµών είναι να συγκριθεί η αποδοτικότητα περίσφιγξης για το Κ µε τα ισχύοντα για ΣΚΒ στους νέους Κανονισµούς αντισεισµικού (ανα)σχεδιασµού, EC2 (2004), EC8 (2004) και Ευρωκώδικα 8 Μέρος 3 (EC8_3, 2005), αλλά και στους ήδη ισχύοντες ΕΚΩΣ (2000) και Κανονισµό Επεµβάσεων (ΚΑΝΕΠΕ, 2010). 2. Βιβλιογραφική διερεύνηση Η λειτουργία της περίσφιγξης στο σκυρόδεµα επιτυγχάνεται µέσω της εγκάρσιας διόγκωσης του σκυροδέµατος όταν αυτό θλίβεται αξονικά. Η διόγκωση αυτή σχετίζεται τόσο µε το µέτρο ελαστικότητας και την αντοχή των αδρανών όσο και µε τις σταδιακά διευρυνόµενες και συνενούµενες µικρορηγµατώσεις στο σκληρυµένο τσιµεντοπολτό (τσιµεντόπαστα). Στο ΣΚΒ τα αδρανή έχουν µεγαλύτερο µέτρο ελαστικότητας και αντοχή από τη τσιµεντόπαστα, µε συνέπεια οι εσωτερικές µικρορηγµατώσεις να αναπτύσσονται γύρω από τα αδρανή, στη διεπιφάνεια µεταξύ αδρανών και τσιµεντοπολτού. Τέτοιου είδους ανάπτυξη ρηγµάτωσης συνήθως οδηγεί σε τράχυνση της επιφάνειας αστοχίας (βλ. Σχ. 1α) και αδρότητα των ρωγµών. Αντίθετα στο ΕΣ, η µικρότερη αντοχή του ΕΑ σε σύγκριση µε αυτήν της τσιµεντόπαστας οδηγεί σε µη διακριτή πλέον ρηγµάτωση δια µέσου του ΕΑ, µε αποτέλεσµα τη δηµιουργία µιας πιο οµαλής και λείας επιφάνειας αστοχίας (βλ. Σχ. 1β) µε µη διακριτή κατεύθυνση, πέραν αυτής που καθορίζεται από το τοπικό πεδίο των τάσεων. α) β) Σχ. 1 Επιφάνεια αστοχίας και ανάπτυξη ρηγµάτωσης: α) στο ΕΣ και, β) στο ΣΚΒ (FIP, 1983) Με την αύξηση του θλιπτικού αξονικού φορτίου, στο ΣΚΒ οι τραχείες επιφάνειες της ρηγµάτωσης τείνουν να προκαλέσουν εγκάρσιες παραµορφώσεις - διόγκωση (αλληλεµπλοκή αδρανών), ενώ στο

ΕΣ η εγκάρσια αυτή διόγκωση µάλλον είναι περιορισµένη λόγω της οµαλότερης επιφάνειας αστοχίας. Για το λόγο αυτό, η περίσφιγξη φαίνεται να έχει µικρότερη ευµενή επιρροή στο ΕΣ από ότι στο ΣΚΒ. (Allington 2003, FIP 1983, FIB 1999). Για τη διερεύνηση της συµπεριφοράς του περισφιγµένου ΕΣ έχουν αναφερθεί αρκετές βιβλιογραφικές εργασίες που αφορούν άλλα ΕΣ και λιγότερο το Κ, καθώς το ΕΣ έχει ευρεία χρήση στο εξωτερικό ακόµη και σε χώρες µε υψηλή σεισµικότητα. Η έρευνα αφορά πειραµατικές έρευνες οι οποίες επικεντρώνονται κυρίως: α) στην πειραµατική διερεύνηση κοντών υποστυλωµάτων σε κεντρική θλίψη, και αποσκοπούν στην αποτίµηση του διαγράµµατος µέσης τάσης ανηγµένης παραµόρφωσης (σ c -ε c ) περιεσφιγµένων πυρήνων υποστυλωµάτων, είτε, β) στην πειραµατική διερεύνηση καµπτόµενων υποστυλωµάτων υπό ανακυκλιζόµενη ένταση, είτε αµιγώς είτε σε διάταξη κόµβου δοκών υποστυλωµάτων, στις οποίες η περίσφιγξη απετέλεσε παράµετρο υπό διερεύνηση. Ο Allington (2003) διερεύνησε πειραµατικά τη συµπεριφορά περισφιγµένων υποστυλωµάτων µε τρεις διατάξεις οπλισµού περίσφιγξης, χρησιµοποιώντας αδρανή από διογκωµένο σχιστόλιθο (expanded shale) και διογκωµένη άργιλο (expanded clay), µε ειδικό βάρος ΕΣ περίπου 1600 kg/m 3 και αντοχές µεταξύ 25 και 55 MPa. Μεταξύ των συµπερασµάτων του συγκαταλέγεται και η τάση να µειώνεται πλαστιµότητα καµπυλοτήτων φ u /φ y µε τη µείωση του ειδικού βάρους του Κ. Αντίστοιχα, οι Manrique et al. (1979) διερεύνησαν στοιχεία από ΕΣ µε ΕΑ διογκωµένο σχιστόλιθο µε αντοχές µεταξύ 35 και 37 MPa και ειδικό βάρος 1830 kg/m 3, µεταβάλλοντας το πάχος του σκυροδέµατος επικάλυψης, το ποσοστό του διαµήκους οπλισµού και τη µορφή και το ποσοστό του εγκάρσιου οπλισµού. Μεταξύ άλλων, παρατηρήθηκε ότι η αύξηση της ανηγµένης παραµόρφωσης στο µέγιστο φορτίο (ε ο ) συγκριτικά µε αυτή που απεδόθη σε θλιπτικές δοκιµές σε προτύπους κυλίνδρους, ήταν της τάξης του 200-280%, για το ΣΚΒ, και µόλις 23-58% για το ΕΣ. Οι Rabbat et al. (1982) διερεύνησαν στοιχεία από διογκωµένη άργιλο (LECA) και σχιστόλιθο (expanded shale) µε ειδικό βάρος περίπου 1900 kg/m 3 και αντοχή σε θλίψη 35 MPa, συµπεραίνοντας ότι υποστυλώµατα από ΕΣ µε κατάλληλες λεπτοµέρειες όπλισης δεν υστερούν του ΣΚΒ για εφαρµογή σε κατασκευές όπου απαιτείται πλάστιµη σεισµική απόκριση. Σε παρόµοιες εργασίες τους οι Shah et al. (1983) και Hussain et al. (1988) συµπέραναν την µειωµένη αποδοτικότητα της περίσφιγξης για το ΕΣ, ενώ πρότειναν τροποποιήσεις του προσοµοιώµατος ΣΚΒ των Sheikh et al. (1982), για εφαρµογή και στο ΕΣ, καθώς αυτό υπερεκτιµούσε την επίδραση του εγκάρσιου οπλισµού περίσφιγξης στο ΕΣ. 3. Περιγραφή του πειραµατικού προγράµµατος 3.1 Αντικείµενο των πειραµάτων Για την πειραµατική αποτίµηση της απόκρισης του περισφιγµένου Κ, κατασκευάσθηκαν είκοσι τέσσερα οπλισµένα υποστυλώµατα από Κ και τέσσερα άοπλα πρίσµατα ιδίων διαστάσεων από το ίδιο υλικό, τα οποία υποβλήθηκαν σε αξονική θλιπτική καταπόνηση µέχρι την αστοχία. Όλα τα δοκίµια είχαν λόγο ύψος προς πλάτος 1 προς 3, για να διασφαλιστεί ότι στο χώρο του µέσου καθ' ύψος των υποστυλωµάτων θα αναπτυχθεί οµοιόµορφη τάση, όπως οι πρότυπες δοκιµές σε θλίψη και αντίστοιχα πειράµατα των Manrique et al. (1979) και Allington (2003). Επειδή οι περιοχές των άκρων καθ' ύψους των δοκιµίων κατά τη φόρτιση αποκτούν σύνθετη καταπόνηση λόγω της αλληλεπίδρασης µε τη µηχανή θραύσης, η αστοχία που µελετάται και ελέγχεται είναι αυτή που λαµβάνει χώρα στη περιοχή του µέσου τρίτου του δοκιµίου. Επιπλέον, αν και ο καταστατικός νόµος τάσεων παραµορφώσεων του Κ εκτιµήθηκε µε συµβατικά κυβικά και κυλινδρικά δοκίµια,

κατασκευάστηκαν 4 άοπλα δοκίµια ιδίων διαστάσεων για την εκτίµηση της αντοχής, ελαχιστοποιώντας το σφάλµα λόγω φαινοµένων κλίµακας. Οι διαστάσεις των διατοµών των δοκιµίων είναι 15x15, 20x20 ή 25x25 cm 2 και χρησιµοποιήθηκαν δύο συνθέσεις Κ, µε µέση θλιπτική αντοχή ίση µε 32 (κατηγορία LC22) και 44 MPa (κατηγορία LC35), αντίστοιχα. Η διάµετρος του διαµήκους οπλισµού για όλα τα δοκίµια διατοµής 15x15 και 20x20 cm 2 είναι Φ12 ενώ για διατοµή 25x25 cm 2 χρησιµοποιούνται οπλισµοί Φ14. Η επικάλυψη του σκυροδέµατος ήταν 2 cm. Και στις δύο σκυροδετήσεις το Κ παρήχθη στη µονάδα παραγωγής εργοστασιακού σκυροδέµατος της Lafarge Béton στη Ραφήνα, ενώ τα δοκίµια κατασκευάσθηκαν στο χώρους του ΕΟΣ ΕΜΠ. Εικ. 1 Κατασκευή των ξυλοτύπων εκτός του ΕΟΣ ΕΜΠ για τα δεκαεννέα δοκίµια LC22 Εικ. 2 Κατασκευή των ξυλοτύπων εκτός του ΕΟΣ ΕΜΠ για τα πέντε δοκίµια LC35 3.2 Κατασκευή και ενίσχυση των δοκιµίων Η παραγωγή του Κ LC22 και LC35 πραγµατοποιήθηκε στις εγκαταστάσεις της Lafarge στη Ραφήνα. Κατά τη διάρκεια της κάθε σκυροδέτησης έγινε δονητική συµπύκνωση του σκυροδέµατος. εν παρατηρήθηκαν φαινόµενα απόµιξης ενώ και στις δύο συνθέσεις Κ η εργασιµότητα ήταν ικανοποιητική. Τα υποστυλώµατα συντηρήθηκαν εκτός του κτιρίου, σε ανοικτό µη στεγασµένο χώρο, καλυµµένα συνεχώς µε υγρή λινάτσα συντήρησης η οποία διατηρούνταν κορεσµένη µε νερό για επτά ηµέρες µε καθηµερινή διαβροχή. Στις δεκατέσσερις ηµέρες αφαιρέθηκαν οι ξυλότυποι και τα δοκίµια τοποθετήθηκαν στον εσωτερικό ισόγειο χώρο του ΕΟΣ ΕΜΠ µέχρι την ηµέρα θραύσης (Εικ. 1, 2). Η σκυροδέτηση έγινε στο χώρο του ΕΟΣ ΕΜΠ, όπου και λήφθηκαν κυβικά δοκίµια 100x100x100 mm 3, κυλινδρικά µήκους 200 και διαµέτρου 100 mm και κυλινδρικά µήκους 300 και διαµέτρου 150 mm σε µεταλλικές µήτρες. Οι µήτρες αφαιρέθηκαν στις δύο ηµέρες ενώ η συντήρηση έγινε εντός του ΕΟΣ ΕΜΠ, όπως στα υποστυλώµατα αρχικά, και ακολούθως µε εµβάπτιση σε δεξαµενές νερού, για πρότυπη συντήρηση. Τα δοκίµια οπλίσθηκαν µε χάλυβα οπλισµού κατηγορίας B500c. Από δοκιµές εφελκυσµού που διενεργήθηκαν σε τεµάχια Φ8, Φ12 και Φ14 αποτιµήθηκε µέση αντοχή διαρροής ίση προς 530 MPa, 650 MPa και 530 MPa, αντίστοιχα, µε αντοχή εφελκυστικής αστοχίας περίπου στα 670 MPa. Για τις ανάγκες του πειράµατος, χρησιµοποιήθηκαν τρεις διατάξεις περίσφιγξης, όπως φαίνονται στο Σχ. 2.

(α) (β) (γ) Σχ. 2 Τυπικές διατάξεις συνδετήρων που δοκιµάστηκαν: α) δίτµητος Τύπου 1, β) τρίτµητος Τύπου 2 και γ) τετράτµητος Τύπου 3 Για να αποφευχθεί ανεπιθύµητη αστοχία στο άνω και κάτω τρίτο των δοκιµίων σε επαφή µε τις πλάκες της µηχανής θλίψης όπου, λόγω και της καµπύλωσης των οπλισµών και της επικάλυψης, υφίστανται άοπλα τµήµατα, οι περιοχές αυτές υπεροπλίσθηκαν και ενισχύθηκαν εξωτερικά, ως εξής: ο εγκάρσιος οπλισµός περίσφιγξης επελέγη ως «Τύπου 3» (Σχ. 2γ), καθώς παρουσιάζει τη µεγαλύτερη αποδοτικότητα περίσφιγξης από τους τρεις τύπους που έχουν επιλεγεί και ταυτόχρονα µειώθηκε η κατακόρυφη απόσταση s µεταξύ των συνδετήρων ίση µε 5 cm, για την αποφυγή λυγισµού των διαµήκων ράβδων οπλισµού. Επιπλέον, όλα τα δοκίµια ενισχύθηκαν εξωτερικά µε τρεις στρώσεις περιµετρικής περιτύλιξης από ανθρακόνηµα SikaWrap το οποίο επικολλήθηκε στο κάθε δοκίµιο µε ρητίνη SikaDur 330 (βλ. Εικ. 3). Κατά την πρώτη δοκιµή διαπιστώθηκε ότι η άνω επιφάνεια των δοκιµίων, λόγω του ότι είναι η ελεύθερη επιφάνεια σκυροδέτησης, έχει τραχύτητα η οποία µπορεί να επηρεάσει δυσµενώς την οµαλή κατανοµή των επιβαλλοµένων τάσεων. Για το λόγο αυτό, στα δοκίµια µε διαστάσεις διατοµής 15x15 και 20x20 cm, τα οποία, λόγω µικρότερου µεγέθους, επηρεάζονται περισσότερο από την τραχύτητα αυτή, η άνω επιφάνεια τους επικαλύφθηκε, µετά την ενίσχυση, µε αυτοεπιπεδούµενο τσιµεντοκονίαµα υψηλής αντοχής που παρήχθη στο ΕΟΣ ΕΜΠ (Εικ. 4), µε σύνθεση και υλικά τα οποία παρεσχέθησαν από τη Lafarge Beton. Για τη σύνθεση Κ χωρίς προσθήκη ασβεστολιθικής άµµου, που αφορά τα 20 δοκίµια LC22, η κατηγορία πυκνότητας κατά EC2 (2004) Πιν. 11.1 ήταν 1,6 (µεταξύ 1400 και 1600 kg/m 3 ) ενώ για τη σύνθεση µε προσθήκη άµµου η κατηγορία του LC35 είναι 1,8 (µεταξύ 1600 και 1800 kg/m 3 ). Εικόνα 3 Ενίσχυση άνω άκρου µε ανθρακόνηµα Εικόνα 4 Επιπέδωση ελεύθερης επιφάνειας σκυροδέτησης 3.3 Ενοργάνωση των δοκιµίων Σε κάθε δοκίµιο τοποθετήθηκαν τέσσερα ηλεκτροµηκυνσιόµετρα στο µέσον, (Strain Gauges SG) για µέτρηση της ανηγµένης παραµόρφωσης των διαµήκων και εγκάρσιων οπλισµών (ενοργανώθηκαν

τρεις διαµήκεις και ο κοντινότερος στο µέσο του δοκιµίου εγκάρσιος οπλισµός Εικ. 5). Επιπλέον, σε κάθε δοκίµιο προσαρµόστηκαν, επάνω σε ειδικούς µεταλλικούς οδηγούς που είχαν ενσωµατωθεί στη µάζα πριν τη σκυροδέτηση στο µέσο τρίτο του δοκιµίου και στο µέσον κάθε παρειάς, τέσσερα βελόµετρα (LVDT linear variable differential transducer), τα οποία µετρούν την παραµόρφωση του µέσου τρίτου του δοκιµίου (Εικ. 6) και άρα τη µέση ανηγµένη παραµόρφωση του υπό δοκιµή τµήµατος. Λόγω της µεγάλης (φυσικής) κλίµακας των οπλισµένων δοκιµίων, και άρα του µεγέθους του φορτίου έως την αστοχία, όλες οι δοκιµές της παρούσης διενεργήθηκαν στη µηχανή 600 τόνων του Εργαστηρίου Αντοχής υλικών της ΣΕΜΦΕ, ΕΜΠ. Η τυπική πειραµατική διαδικασία για το κάθε υποστύλωµα είχε ως εξής: Το υποστύλωµα τοποθετείται όρθιο µεταξύ των επιφανειών φόρτισης εδραζόµενο στην κάτω πλάκα. Στην άνω επιφάνεια παρεµβάλλετο µεταλλική πλάκα πάχους 20 mm για καλύτερη κατανοµή της επιβαλλόµενης τάσης. Ακολουθούσε η σύνδεση των εσωτερικών και εξωτερικών µετρητικών οργάνων µε το καταγραφικό QuantumX και εφαρµόζετο το φορτίο έως την αστοχία. Η µετατόπιση των πλακών και το φορτίο της δυναµοκυψέλης της µηχανής µετρούνται ταυτόχρονα σε άλλο καταγραφικό. Εικ. 5 Ηλεκτροµηκυνσιόµετρο στον εγκάρσιο οπλισµό περίσφιγξης Εικ. 6 Τυπική διάταξη της δοκιµής δοκιµίου σε κεντρική θλίψη. 3.4 Σχεδιασµός των δοκιµίων υποστυλωµάτων και υπολογισµός της περίσφιγξης Ο συνδυασµός των διαστάσεων των διατοµών των υποστυλωµάτων, της διάταξης των συνδετήρων και των κατακορύφων ράβδων, της διαµέτρου των συνδετήρων και της απόστασης s µεταξύ των εγκάρσιων οπλισµών περίσφιγξης επιλέχθηκε µε σκοπό την προσέγγιση ενός εκτενούς εύρους τιµών της ισοδύναµης περίσφιγξης α ω w, όπως καθορίζεται κατά EC8 (2004): όπου α ο συντελεστής αποδοτικότητας της περίσφιγξης, ίσος µε το γινόµενο των συντελεστών αποδοτικότητας σε κάτοψη (α n ) και κατακόρυφη τοµή (α s ), α = α n α s και ω w το µηχανικό ογκοµετρικό ποσοστό των οπλισµών περίσφιγξης, ίσο προς το γινόµενο των λόγων όγκου συνδετήρων προς όγκο περισφιγµένου πυρήνα και αντοχή διαρροής οπλισµού συνδετήρων προς θλιπτική αντοχή του απερίσφιγκτου Κ. Ένα δεύτερο κριτήριο επιλογής των παραπάνω µεγεθών ήταν η απαίτηση του θεωρητικά αναµενόµενου άνω ορίου στο µέγιστο αξονικό θλιπτικό φορτίο, να µην υπερβεί τους 450 τόνους, για να µην υπάρξει υπερβολική καταπόνηση στον εξοπλισµό. Για τον υπολογισµό των παραπάνω µεγεθών, χρησιµοποιούνται οι σχέσεις των κανονισµών EC2 (2004) και EC8 (2004) (βλ. και Σχήµα 4). Επιπλέον, υπολογίζονται όχι µόνο οι τιµές που αντιστοιχούν

στο ΣΚΒ αλλά και οι προβλεπόµενες τιµές για ΕΣ, µε βάση το ειδικό βάρος του Κ που αναπτύχθηκε από τη LaFarge για τις ανάγκες του ερευνητικού προγράµµατος. Για τους υπολογισµούς αυτούς χρησιµοποιήθηκαν οι µέσες τιµές των πειραµατικά µετρούµενων αντοχών. 3.5 Υπολογισµός του διαγράµµατος σ c ε c από τις µετρήσεις και θεωρητικές τιµές Για τον υπολογισµό της µέσης θλιπτικής τάσης σ c που παραλαµβάνεται από τον περισφιγµένο πυρήνα από την επιβαλλόµενη δύναµη, αφαιρέθηκε αρχικά η συνεισφορά του Κ επικάλυψης, µέχρι αυτό να αποφλοιωθεί οπότε θεωρείται ότι παύει να συνεισφέρει. Παράλληλα, αφαιρέθηκε και η συνεισφορά των θλιβόµενων διαµήκων οπλισµών. Για τον υπολογισµό των µεγεθών αυτών, θεωρήθηκε ότι οι παραµορφώσεις που µετρώνται κατά τη διάρκεια του πειράµατος είναι σε όλη την έκταση της διατοµής κοινές µεταξύ χάλυβα και Κ, άρα γίνεται θεώρηση πλήρους συνάφειας µεταξύ Κ και χάλυβα. Η τάση στην επικάλυψη έως να αποφλοιωθεί υπολογίσθηκε µε τη θεώρηση ότι το Κ εκεί είναι απερίσφιγκτο, θεωρώντας καταστατική σχέση για το εν λόγω υλικό που αποτιµήθηκε πειραµατικά από τις δοκιµές του άοπλου Κ σε θλίψη. Ο πυρήνας της διατοµής, εντός του οποίου θεωρείται ότι το Κ είναι περισφιγµένο, µετράται από το µέσο των εγκάρσιων οπλισµών περίσφιγξης (όπως καθορίζεται στον EC8, 2004). Για τον υπολογισµό της συνεισφοράς των οπλισµών υπό θλιπτική ένταση και πλαστικοποίηση (διαρροή και κράτυνση) υπό ταυτόχρονο ανελαστικό λυγισµό που εξαρτάται από την απόσταση των συνδετήρων, τη διάµετρο της ράβδου και το αν η επικάλυψη έχει αποφλοιωθεί, υιοθετήθηκε το καταστατικό προσοµοίωµα των Maekawa et al. (2003). Σύµφωνα µε το εν λόγω προσοµοίωµα θεωρείται ένα αρχικό τριγραµµικό διάγραµµα τάσεων - παραµορφώσεων σ s ε s, µε πλατώ διαρροής που ορίζεται από το λόγο ε h / ε y = 5 και οριακή αστοχία σε παραµόρφωση ε uk = 9 %, µε βάση πειραµατικά αποτελέσµατα από δοκιµές σε ράβδους Φ8, Φ12 και Φ14. Το προσοµοίωµα ακολουθεί την αρχική ελαστική απόκριση έως τη διαρροή και ακολούθως αποµειώνει τη µονοτονική τριγραµµική συµπεριφορά του αρχικού διαγράµµατος σε τρεις ζώνες στις ε y, ε 1 * και ε 2 *, µε διαφορετικό ρυθµό αποµείωσης σε κάθε ζώνη (Σχ. 3). Τα σηµεία προσαρµογής είναι συνάρτηση της αντοχής σε διαρροή του οπλισµού (ειδικότερα της f y ) και του λόγου L s /Φ, όπου L s το µήκος λυγισµού (λαµβάνεται ίσο προς την απόσταση µεταξύ συνδετήρων) και Φ η διάµετρος της ράβδου. Σχ. 3 Θεωρητικό διάγραµµα σ s ε s χάλυβα οπλισµού υπό θλίψη (Maekawa et al., 2003). Σχ. 4 Αποδοτικότητας ισοδύναµης περίσφιγξης του πυρήνα σκυροδέµατος από τους συνδετήρες (Allington, 2003). Ο υπολογισµός της µέσης αξονικής παραµόρφωσης ε c του ελεγχόµενου µέσου τρίτου του κάθε δοκιµίου επιτυγχάνεται µέσω των τεσσάρων βελοµέτρων τα οποία έχουν τοποθετηθεί στις τέσσερεις

ΕΠΕΣ Ελληνική Επιστημονική Εταιρία Ερευνών Σκυροδέματος (ΕΠΕΣ) ΤΕΕ / Τμήμα Κεντρικής Μακεδονίας Σκυρόδεμα» πλευρές περιµετρικά του δοκιµίου. Με τον τρόπο αυτό ελέγχεται τυχούσα εκκεντρότητα στην εφαρµογή του φορτίου και στροφή της άνω επιφάνειας φόρτισης, ενώ λαµβάνεται η µέση αξονική παραµόρφωση µε αυξηµένη αξιοπιστία στο ελεγχόµενο µέσο τρίτο του δοκιµίου. Με τη λήψη τεσσάρων µετρήσεων, επειδή σε µεγάλες παραµορφώσεις υπάρχει σηµαντική ρηγµάτωση του Κ, διασφαλίσθηκε η περίπτωση που η προσάρτηση στο δοκίµιο κάποιου από αυτά βελόµετρα χαθεί λόγω αποφλοίωσης. Επιπλέον, µέσω εξωτερικού βελοµέτρου, το οποίο καταγράφει τη µεταβολή της απόστασης µεταξύ των δύο επιφανειών φόρτισης της µηχανής θραύσης, συγκρινόµενο µε την αντίστοιχη µέτρηση της µηχανής, ελέγχθηκε και ενδεχόµενη στροφή της άνω επιφάνειας φόρτισης (καθώς το βελόµετρο έχει τοποθετηθεί σε απόσταση από το δοκίµιο). Τα ηλεκτρονικά µηκυνσιόµετρα (strain gauges) SG1, SG2 και SG3 τοποθετούνται στο µέσο τριών εκ των διαµήκων οπλισµών του δοκιµίου, σε τρεις γωνιακούς οπλισµούς. Από αυτά λαµβάνεται η παραµόρφωση στο µέσο του δοκιµίου, µε την παραδοχή της ύπαρξη πλήρους συνάφειας µεταξύ Κ και χάλυβα. Επίσης, επαληθεύεται η επιπεδότητα της µεσαίας διατοµής και ανιχνεύονται στροφές αυτής, αν υπάρχουν. Από προηγούµενες µελέτες έχει αποδειχθεί (Allington, 2003, Mander, 1984) ότι µέχρι το δοκίµιο να αναλάβει περίπου τη µέγιστη αξονική του δύναµη, οπότε αρχίζει η αποφλοίωση του ασθενούς τµήµατος, οι παραµορφώσεις είναι σχεδόν οµοιόµορφες στο µήκος του. Μετά από αυτό το σηµείο, παρατηρούνται µεγαλύτερες αξονικές παραµορφώσεις σε µικρές ζώνες συγκέντρωσης. Πράγµατι, µέχρι και την επίτευξη του µέγιστου φορτίου, στις περισσότερες περιπτώσεις οι παραµορφώσεις µετρούµενες µε τους παραπάνω τρόπους συγκλίναν και η τελική παραµόρφωση λήφθηκε από τον µέσο τους όρο. Από το σηµείο αυτό και µετά, η συνεισφορά όσων µηκυνσιοµέτρων αποκλίναν αφαιρέθηκε. Γενικά, τα SG έπαυαν να καταγράφουν µε την εµφάνιση τοπικών λυγισµών. Το θεωρητικό φορτίο αστοχίας υπολογίζεται µε τις σχέσεις των EC2 και EC8 (2004). Η τιµή Rc αντιστοιχεί στο θεωρητικό φορτίο αστοχίας για ΣΚΒ, η δε τιµή Rlc στο αντίστοιχο φορτίο για ΕΣ µε τα χαρακτηριστικά του Κ που είναι κατασκευασµένα τα δοκίµια. Τα θεωρητικά αυτά αποτελέσµατα καθώς και αναλυτικά στοιχεία των δοκιµίων συνοψίζονται στον Πίνακα 1. Πίνακας 1 Θεωρητικές τιµές θλιπτικής αντοχής, µέγιστου φορτίου και ανηγµένης παραµόρφωσης των δοκιµίων υποστυλωµάτων κατά EC2 και EC8 (2004)

4. Πειραµατικά αποτελέσµατα 4.1 Πειραµατική αποτίµηση της περισφιγµένης αντοχής και παραµόρφωσης του πυρήνα Για κάθε δοκίµιο αποτιµώνται από τα πειραµατικά αποτελέσµατα τα εξής: 1. Το διάγραµµα µέσης τάσης - ανηγµένης παραµόρφωσης του περισφιγµένου πυρήνα, σ c * - ε c * 2. Η µέγιστη θλιπτική αντοχή του περισφιγµένου πυρήνα f c * 3. Η αντίστοιχη µέση παραµόρφωση ε 0 * 4. Η οριακή παραµόρφωση του περισφιγµένου τµήµατος έως τη συµβατική (ε * cu) και την τελική αστοχία (ε * c,max) 5. H εγκάρσια διόγκωση και η ενεργοποίηση της συµµετοχής του οπλισµού περίσφιγξης στην παραλαβή του φορτίου κατά τη διόγκωση του Κ στον περισφιγµένο πυρήνα, µε αύξηση του φορτίου 6. Η µορφή της αστοχίας. Όλα τα παραπάνω αποτιµώνται σε συνάρτηση µε τις κατασκευαστικές παραµέτρους, που είναι: Η θλιπτική αντοχή του άοπλου Κ µε το οποίο σκυροδετήθηκε το υποστύλωµα Η διάσταση του δοκιµίου Η διάταξη, διάµετρος και η µεταξύ τους απόσταση των συνδετήρων περίσφιγξης Το ποσοστό και η διάµετρος του διαµήκους οπλισµού, και Έµµεσα, η βασική παράµετρος ελέγχου, δηλαδή ο βαθµός ισοδύναµης περίσφιγξης (Σχ. 4)., όπως αυτός καθορίζεται µέσω του γινοµένου του συντελεστή αποδοτικότητας και του µηχανικού ποσοστού εγκάρσιου οπλισµού, αω w. Σχ. 5 Λεπτοµέρειες όπλισης του οκιµίου 8 Σχ. 6 ιάγραµµα σ c * - ε c * του πυρήνα του οκιµίου 8 Εικ. 7 Το οκίµιο 8 κατά την αποφλοίωση Εικ. 8 Το οκίµιο 8 µετά το τέλος του πειράµατος

Στα Σχ. 5 και 6 παρουσιάζονται οι λεπτοµέρειες όπλισης του οκιµίου 8 (Πίνακας 1), το διάγραµµα µέσης τάσης ανηγµένης παραµόρφωσης σ c * - ε c * του πυρήνα και η µορφή αρχικής αποφλοίωσης και τελικής αστοχίας (Εικ. 7 και 8). Παρατηρείται ότι η τελική αστοχία του δοκιµίου έκαβε χώρο στο µέσο τρίτο του δοκιµίου, όπως ήταν επιθυµητό κατά το σχεδιασµό, χωρίς παρασιτικές ροπές λόγω έκκεντρης αστοχίας. Η τοµή του µετατοπισµένου διαγράµµατος σ c * - ε c * του Σχ. 6, µε αρχή των αξόνων στη διακεκοµµένη γραµµή (οπότε λειτουργεί ο αποφλοιωµένος πυρήνας), µε την τετµηµένη που αντιστοιχεί στην τάση 0,85 f c, καθορίζει (εξ ορισµού) την ανηγµένη παραµόρφωση στην ονοµαστική αστοχία ε * cu, ίση σε αυτή την περίπτωση προς 0,0198. Ο λόγος ε * cu προς το θεωρητικά υπολογιζόµενο κατά EC2 (2004) για την αντίστοιχη κατηγορία πυκνότητας ΕΣ ισούται µε 1,18. Επί πλέον, η πειραµατική µέγιστη αντοχή του περισφιγµένου πυρήνα f * c = Κ f c ισούται µε 51 MPa, τιµή 49% αυξηµένη από τη θεωρητικά υπολογιζόµενη κατά EC2 (2004). Τυπικά αντίστοιχα πειραµατικά και υπολογιστικά δεδοµένα για τα οκίµια 17 (Σχ. 7 και 8, Εικ. 9 και 10) και 21 (Σχ. 9 και 10, Εικ. 11 και 12) παρουσιάζονται παρακάτω. Όλες οι παραπάνω πειραµατικές και θεωρητικές τιµές που προέκυψαν από τα πειράµατα, και για τα εικοσιτέσσερα οκίµια του Πίνακα 1, συνοψίζονται στον Πίνακα 2.. Σχ. 7 Λεπτοµέρειες όπλισης οκιµίου 17 Σχ. 8 ιάγραµµα σ c * - ε c * του πυρήνα του οκιµίου 17 Εικ. 9 Το οκίµιο 17 κατά την αποφλοίωση Εικ. 10 Το οκίµιο 17 µετά το τέλος του πειράµατος

Σχ. 9 Λεπτοµέρειες όπλισης οκιµίου 21 Σχ. 10 ιάγραµµα σ c * - ε c * του οκιµίου 21 Εικ. 11 Το οκίµιο 21 κατά την αποφλοίωση Εικ. 12 Το οκίµιο 21 µετά το τέλος του πειράµατος Πίνακας 2 Συγκεντρωτικά πειραµατικά αποτελέσµατα και σύγκρισή µε τις θεωρητικά αναµενόµενες τιµές κατά EC2 και EC8 (2004), µε χρήση της µέσης πειραµατικής αντοχής f lcm όπου: ε cu2,c,calc και ε lcu2,c,calc η µέγιστη θεωρητικά υπολογιζόµενη ανηγµένη παραµόρφωση κατά EC2 (2004) εξ. 3.27, που αντιστοιχεί σε περισφιγµένο ΣΚΒ και Κ, αντίστοιχα

ε lc2,c,calc και ε lc2,c,calc η θεωρητικά υπολογιζόµενη ανηγµένη παραµόρφωση στη µέγιστη αντοχή f * c,exp, κατά EC2 (2004) εξ. 3.26, για ΣΚΒ και Κ, αντίστοιχα, f * c,exp η µέση θλιπτική αντοχή του περισφιγµένου πυρήνα από το πείραµα, ε * c0,exp η µέση πειραµατικά αποτιµώµενη παραµόρφωση στη µέγιστη πειραµατική αντοχή f * c,exp ε * c2 η µέση πειραµατικά αποτιµώµενη παραµόρφωση στο τέλος του πλατώ σταθερής µέγιστης αντοχής f * c,exp (κατά το προσοµοίωµα των Sheikh et al., 1992 για ΕΣ και ΣΚΒ), όπου έχει καταγραφεί κατά το πείραµα (αλλιώς είναι ε * c2 = ε * c0,exp) ε * cu,exp η µέση πειραµατικά αποτιµώµενη παραµόρφωση του περισφιγµένου πυρήνα σε ονοµαστική αστοχία, που ορίζεται στο σηµείο που το πειραµατικό διάγραµµα συναντά την τετµηµένη στο 85% της αντοχής f lcm του Κ (ίση µε 32 ή 44 MPa κατά περίπτωση) ε * cu,exp/ ε * cu,calc κ.ά., οι λόγοι της εκάστοτε πειραµατικά αποτιµώµενης προς την υπολογιστική τιµή κατά EC2 (2004), για τις παραπάνω παραµέτρους: f * c, ε * cu, ε * c0 για Κ και ΣΚΒ (όπου ε * cu,calc = ε lcu2,c,calc για Κ και ε * cu,calc = ε cu2,c,calc για ΣΚΒ). K ο λόγος της πειραµατικά αποτιµώµενης µέγιστης αντοχής πυρήνα προς τη µέση θλιπτική αντοχή του µη περισφιγµένου Κ, (όπου f lcm = 32 ή 44 MPa κατά περίπτωση) 4.2 Συγκεντρωτικά αποτελέσµατα και σύγκριση µε τις κανονιστικές διατάξεις Από τα αποτελέσµατα του Πίνακα 2, προκύπτουν τα εξής συµπεράσµατα: Υπάρχει (πλην συγκεκριµένων αστοχιών λόγω εκκεντρότητας) παρόµοια αυξητική τάση όλων των παραµέτρων, γενικά, µε το α ωw, όπως και στο ΣΚΒ. Ο λόγος των περισφιγµένων αντοχών (πειραµατική µέγιστη προς προβλεπόµενη κατά EC2, 2004) για ΕΣ (Κ ) είναι στις περισσότερες περιπτώσεις µεγαλύτερος του 1.0, µε ελάχιστη τιµή το 0,89 (11% µικρότερη) στο Π11 και µέγιστη υπέρβαση ίση µε 1.45 (Π4). Συγκρινόµενα (πληροφοριακά) µε την αντίστοιχη σχέση για ΣΚΒ, τα εν λόγω όρια τροποποιούνται σε 0.66 και 1.28, αντίστοιχα Ο αντίστοιχος λόγος για την παραµόρφωση σε ονοµαστική αστοχία ε * cu,exp/ ε * cu,calc έχει (όπως και στο ΣΚΒ) µεγαλύτερη διασπορά, µε ελάχιστο / µέγιστο όριο υπέρβασης ίσα προς 0.33 (Π13) και 5.8 (Π14), αντίστοιχα. Ο λόγος περισφιγµένης προς απερίσφιγκτης αντοχής K (πειραµατική) επίσης είναι στις περισσότερες περιπτώσεις µεγαλύτερος του 1.0, µε ελάχιστη τιµή το 0,92 (8% µικρότερη αντοχή) στο Π11 και µέγιστη το 1.74 στο Π3. Γενικά, τα Κ µε θλιπτική αντοχή 44 MPa απέδωσαν µικρότερα K: 1,09 (Π6), 1.03 (Π9), 0.92 (Π11) και 1.22 (Π13) (µ.ό. ίσος προς 1,07) Στο Σχ. 11 και 12 συγκρίνονται τα πειραµατικά αποτελέσµατα των δεικτών του διαγράµµατος τάσεων παραµορφώσεως του περισφιγµένου Κ από τον Πίνακα 2 µε τα ισχύοντα για το σχεδιασµό κατά EC2 και EC8 (2004). Συγκεκριµένα, στο Σχ. 11 συγκρίνεται η αύξηση της θλιπτικής αντοχής f * c = K f c λόγω της περίσφιγξης, προς το δείκτη αποδοτικότητας α ω w. Στο διάγραµµα συµπεριλαµβάνονται οι θεωρητικά υπολογιζόµενες καµπύλες κατά EC2 και EC8 για ΣΚΒ και Κ της αντίστοιχης κατηγορίας πυκνότητας, αντίστοιχα. Τα δοκίµια που έχουν προσθήκη ασβεστολιθικής άµµου στη σύνθεση και, κανονιστικά, αποτιµώνται µε πρόσθετο συντελεστή, σηµειώνονται µέσα σε κύκλο. Από τη γραφική σύγκριση του Σχ. 11 συµπεραίνεται ότι οι πειραµατικές τιµές του συντελεστή προσαύξησης της αντοχής περισφιγµένου σκυροδέµατος Κ, για το Κ, βρίσκονται κοντά στις αντίστοιχες προβλεπόµενες κατά EC2 (2004) για το ΕΣ, γεγονός που αποδεικνύει ότι η κίσηρη ως ΕΑ, όσον αφορά την αύξηση της αντοχής λόγω της δράσης της περίσφιγξης, συµπεριφέρεται µε παρόµοιο

τρόπο µε τα συνήθη ΕΑ που τυγχάνουν ευρύτερης χρήσης ως αδρανή σε δοµικά ΕΣ. Παρατηρείται ότι τα περισσότερα δοκίµια απέδωσαν πλέον αυξηµένες τιµές Κ έναντι των θεωρητικά υπολογιζόµενων, και, σε µερικές περιπτώσεις, ακόµα και αυτών που αντιστοιχούν στο ΣΚΒ. Υπάρχουν όµως και µερικά δοκίµια µε µικρότερες τιµές από τις αναµενόµενες, γεγονός που µπορεί να εξηγηθεί τόσο από τη φύση του προβλήµατος όσο και από την πειραµατική διαδικασία (έκκεντρη αποφλοίωση και απόκριση, µεγάλα φορτία, συγκεντρώσεις τάσεων, µεγάλες παραµορφώσεις), καθώς δεν ήταν πάντα εφικτό να αποφευχθεί η αστοχία στο άνω άκρο ακόµα και µετά τις πρόσθετες ενισχύσεις. Τα δοκίµια LC35 µε προσθήκη ασβεστολιθικής άµµου ανέπτυξαν συντελεστή Κ µικρότερο από τον θεωρητικά αναµενόµενο. Συνεπώς, διαφαίνεται ότι η δράση της ισοδύναµης περίσφιγξης επιδρά λιγότερο στο Κ µε σχετικά υψηλότερη θλιπτική αντοχή. Σχ. 11 Σύγκριση των πειραµατικών τιµών του συντελεστή Κ=f * c/f c µε τις αντίστοιχες θεωρητικά υπολογιζόµενες για ΣΚΒ και ΕΣ, συναρτήσει της αποδοτικότητας της περίσφιγξης α ω w. Σχ. 12 Μέγιστη παραµόρφωση ε * cu προς α ω w για τα δοκίµια Κ και θεωρητική ευθεία κατά EC2 και EC8 (2004) Σχ. 13 Μέγιστη παραµόρφωση ε * cu προς α ω w, πειραµατικών δοκιµίων υποστυλωµάτων ΣΚΒ (Pantazopoulou, 1998), και προτεινόµενη ευθεία παλινδρόµησης Στο Σχ. 12 απεικονίζονται τα πειραµατικά σηµεία της ανηγµένης παραµόρφωσης σε ονοµαστική αστοχία ε * cu (παραµόρφωση κατά την οποία η περισφιγµένη θλιπτική αντοχή ισούται µε το 85% της αντοχής του απερίσφιγκτου Κ ) προς το συντελεστή αποδοτικότητας α ω w. Στο διάγραµµα συµπεριλαµβάνεται και η θεωρητική ευθεία που αναπαριστά τις θεωρητικά προβλεπόµενες τιµές κατά EC2 και EC8 (2004) για ΣΚΒ. Για λόγους σύγκρισης, στο Σχήµα 13 (υπό ίδια κλίµακα)

αποτυπώνονται και αντίστοιχα πειραµατικά αποτελέσµατα της σχέσης ε 0.85 (ε * cu) προς α ω w από δηµοσιευµένα πειράµατα σε υποστυλώµατα ΣΚΒ υπό κεντρική θλίψη, στα πλαίσια µελέτης της Pantazopoulou (1998) για το λυγισµό ράβδων οπλισµού υποστυλωµάτων. Στη σύγκριση των αποτελεσµάτων που αφορά τη µέγιστη παραµόρφωση ε * cu θα πρέπει να συνεκτιµηθεί και η µεγάλη διασπορά που παρατηρείται τόσο στα δοκίµια Κ όσο και στα δοκίµια ΣΚΒ, λόγω της ανελαστικής φύσης των µετρούµενων µεγεθών, της σηµασίας της συνεισφοράς του οπλισµού έως το λυγισµό του σε θλίψη και της ευαισθησίας των πειραµατικών διατάξεων (εκκεντρότητα φόρτισης). Η σύγκριση των τιµών δείχνει ότι το Κ που δοκιµάσθηκε κυµαίνεται εκατέρωθεν των τιµών του Κανονισµού, µε µεγαλύτερες αποκλίσεις από την θεωρητική ευθεία σε αυξηµένη αποδοτικότητα α ω w σε τιµές έως και 50% των θεωρητικών. Συγκρινόµενο µε δηµοσιευµένα αποτελέσµατα της βιβλιογραφίας (Σχ. 13), τα αποτελέσµατα είναι µέσα στα όρια της διασποράς που εµφανίζουν αντίστοιχα πειράµατα ΣΚΒ. Συµπεράσµατα Παρουσιάσθηκαν τα πειραµατικά αποτελέσµατα σε εικοσιτέσσερα πρισµατικά υποστυλώµατα από Κ, οπλισµένα διαµήκως και εγκαρσίως σύµφωνα µε τις κείµενες διατάξεις για περίσφιγξη και υψηλή πλαστιµότητα για ΣΚΒ. Με την επιλογή των διατάξεων και αποστάσεων των συνδετήρων ελέγχθηκε ένα µεγάλο εύρος πρακτικών τιµών του συντελεστή αποδοτικότητας της περίσφιγξης, που απαντάται στην πράξη. Από τη σύγκριση µεταξύ των πειραµατικών αποτελεσµάτων και των θεωρητικών προβλέψεων, καθώς και µε αντίστοιχα πειραµατικά αποτελέσµατα στο ΣΚΒ, προκύπτει ότι: Τα δύο Κ που δοκιµάσθηκαν στην παρούσα εργασία ήταν εντός των πειραµατικών ορίων των αποτελεσµάτων σε σύγκριση µε την περίσφιγξη που αποδίδεται από αντίστοιχα υλικά ΣΚΒ παρόµοιας θλιπτικής αντοχής. Με βάση την εξέλιξη των πειραµάτων, συµπεραίνεται ότι ο σχεδιασµός των δοκιµίων ήταν επιτυχής, καθώς αποφεύχθηκαν πρόωρες - παρασιτικές αστοχίες πλην τεσσάρων δοκιµίων, που αστόχησαν είτε έκκεντρα είτε πρόωρα, στο άνω τµήµα τους. Οι τιµές του συντελεστή αποδοτικότητας καλύφθηκαν όµως, πειραµατικά, από άλλα «όµορα» δοκίµια. Σε σύγκριση µε την πρόβλεψη του EC2 (2004), οι πειραµατικές τιµές βρίσκονται σχετικά πλησίον της προτεινόµενης σχέσης, σε ότι αφορά το λόγο Κ (µέγιστη θλιπτική αντοχή περισφιγµένου πυρήνα προς αντοχή µη περισφιγµένου Κ ). Σε ότι αφορά τη µέγιστη παραµόρφωση ονοµαστικής αστοχίας ε * cu, το Κ απέδωσε τιµές εκατέρωθεν της θεωρητικής καµπύλης κατά EC2 (2004), µε µεγαλύτερες αποκλίσεις σε υψηλές αποδοτικότητες και µείωση έως και 50% των θεωρητικών. Όµως, η διασπορά των αποτελεσµάτων της ε * cu ήταν µέσα στα πλαίσια αντίστοιχων πειραµάτων ΣΚΒ. Σε αρκετά πειράµατα, τα περισφιγµένα υποστυλώµατα από Κ συµπεριφέρθηκαν καλύτερα και από αντίστοιχων ιδιοτήτων υποστυλώµατα από ΣΚΒ, τόσο ωε προς την αύξηση της αντοχής λόγω περίσφιγξης όσο και στη µέγιστη παραµόρφωση έως τη συµβατική αστοχία. Η επίδραση της περίσφιγξης φαίνεται να είναι λιγότερο σηµαντική στο Κ µε τη σχετικά υψηλότερη θλιπτική αντοχή των 44 MPa, που προέκυψε µε αντικατάσταση κίσηρης µε ασβεστολιθική άµµου, σε σύγκριση µε το Κ αντοχής 32 MPa. Ευχαριστίες Η παρούσα εργασία περιλαµβάνει µέρος των αποτελεσµάτων του ερευνητικού έργου 716-BET-2013

«οµικό ελαφροσκυρόδεµα υψηλής επιτελεστικότητας µε κίσηρη». Το έργο υλοποιήθηκε υπό την χρηµατοδότηση και εποπτεία της Γενικής Γραµµατείας Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ) στο πλαίσιο του ΠΑΒΕΤ 2013, ΕΣΠΑ 2007-2013, τους οποίους και ευχαριστούµε. Ευχαριστούµε επίσης τους Σ. Κουρκουλή, Καθηγητή ΣΕΜΦΕ ΕΜΠ και Α. Πικράκη, ΕΤΕΠ, που µας παρείχαν πρόσβαση και κάθε υποστήριξη στη χρήση της µηχανής θλίψης 600 τόνων του Εργαστηρίου Αντοχής Υλικών. Τα αποτελέσµατα και συµπεράσµατα της παρούσης αφορούν αποκλειστικά τους γράφοντες. Βιβλιογραφία Allington, J. (2003), Seismic Performance of Moment Resisting Frame Members Produced from Lightweight Aggregate Concrete, PhD Thesis, Department of Civil Engineering, University of Canterbury, New Zealand. EC2 (2004), ΕΝ1992-1-1 Ευρωκώδικας 2. Σχεδιασµός κατασκευών από σκυρόδεµα. Μέρος 1-1: Γενικοί κανόνες και κανόνες για κτίρια, CEN, Βρυξέλλες. EC8 (2004), ΕΝ1998-1-1 Ευρωκώδικας 8. Σχεδιασµός κατασκευών για σεισµό. Μέρος 1: Γενικοί κανόνες, σεισµικές δράσεις και κανόνες για κτίρια, CEN, Βρυξέλλες. EC8_3 (2005), ΕΝ1998-3 Ευρωκώδικας 8. Σχεδιασµός κατασκευών για σεισµό. Μέρος 3: Αποτίµηση της φέρουσας ικανότητας κτιρίων και επεµβάσεις, CEN, Βρυξέλλες. EuroLightCon, (1998), Economic Design and Construction with Light Weight Aggregate Concrete, Final Reports, Project BE96-3942, Brite Euram III. FIB, (1999), Lightweight Aggregate Concrete. Codes and Standards, Bulletin 4, Task Group 8.1, Federation Internationale du béton, Lausanne. FIP (1983), Manual of Lightweight Aggregate Concrete Design, Second Edition, Surrey University Press, Halsted Press, New York. Hussain S., Sheikh, S. A. (1988), Behavior of Lightweight Confined Concrete Columns, Research Rep. UHCE88, Department of Civil Engineering, University of Houston. Maekawa, Κ., Pinanmas, A., Okamura, H. (2003), Nonlinear Mechanics of Reinforced Concrete, Spon Press, Taylor and Francis, London. Manrique, M. A., Bertero, V. V., Popov, E. P. (1979), Mechanical Behavior of Lightweight Concrete confined by Different Types of Lateral Reinforcement, EERC 79/05, University of California, Berkeley. Millard, S. G. and Johnson, R. P. (1984), "Shear Transfer across Cracks in Reinforced Concrete Due to Aggregate Interlock and to Dowel Action", Magazine of Concrete Research, Vol. 36, No. 126, March 1984, pp. 9-21. Pantazopoulou, S. (1998), Detailing for Reinforcement Stability in RC Members, Journal of Structural Engineering, ASCE, 124,6, pp. 623-632. Rabbat, B., Daniel, J., Weinmann, T., Hanson, N. (1982), Seismic Behavior of Lightweight Concrete columns, Construction Technology Laboratories, Portland Cement Association, Skokie, Illinois. Shah, S. P., Naaman, A. E., Moreno, J. (1983), Effects of Confinement on the Ductility of Lightweight Concrete, The International Journal of Cement Composites and Lightweight Concrete, 5, 1, pp. 15-25. Sheikh, S. A., Uzumeri, S. M. (1982), Analytical Model for Concrete Confinement in Tied Columns, Journal of the Structural Division, ASCE, 108, 12, pp. 2703 2722. ΕΚΩΣ, (2000). Ελληνικός Κανονισµός Έργων από Σκυρόδεµα. ΥΠΕΧΩ Ε. ΦΕΚ 1329Β/6-11/2000. ΚΑΝΕΠΕ, (2010). Οργανισµός Αντισεισµικής Προστασίας, Κανονισµός Επεµβάσεων (ΚΑΝ.ΕΠΕ.).