ΕΙΣΑΓΩΓΗ Να τι έχουμε εδώ: τρία αφηγήματα, σαν παραμύθια, για το πώς οι αρχαίοι Έλληνες σοφοί βρίσκονται ακόμα ανάμεσά μας. Όχι ότι είναι ζωντανοί δεν είναι καθόλου ζωντανοί! Έχουν πεθάνει πριν από πολλούς αιώνες. Αλλά οι γνώσεις τους, οι παραξενιές και οι υπέροχες περιπέτειές τους είναι ακόμα ζωντανές. Οι αρχαίοι Έλληνες σοφοί χώνουν τη μύτη τους παντού κι έχουν μεγάλη μύτη! Στη σημερινή εποχή της ταχύτητας, των μηχανών και της υψηλής τεχνολογίας, οι αρχαίοι μοιάζουν να αναπνέουν δίπλα μας: οι εφευρέσεις τους και οι επιστημονικές τους παρατηρήσεις ενέπνευσαν τους σοφούς της Αναγέννησης και δημιούργησαν τον θαυμαστό κόσμο στον οποίο ζούμε. Με τούτο το δεύτερο βιβλίο της σειράς ταξιδεύουμε στη σοφία που σκορπίστηκε σε όλη τη Γη επειδή οι αρχαίοι Έλληνες είχαν μεγάλη περιέργεια και δίψα για γνώση: ήθελαν να καταλάβουν πώς λειτουργούν οι νόμοι του Σύμπαντος. Μερικοί ασχολήθηκαν με τα ουράνια σώματα, άλλοι με τα μυστήρια της θάλασσας,
ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΧΩΝΟΥΝ ΤΗ ΜΥΤΗ ΤΟΥΣ ΠΑΝΤΟΥ (ΞΑΝΑ) άλλοι με το πώς να πετάμε ώστε να βλέπουμε τη Γη από ψηλά. Μερικοί σοφοί εξερεύνησαν τον πλανήτη, έφτασαν σε μακρινά, βόρεια τοπία, σε παγωμένες πεδιάδες. Μερικοί βάλθηκαν να τρέχουν πάνω κάτω σαν τρελοί. Οι ήρωές μας είναι, λοιπόν, οι επιστήμονες και οι σοφοί καθώς και μερικά αλλόκοτα πλάσματα της ελληνικής μυθολογίας, όπως οι Σειρήνες που παράσερναν τους τολμηρούς θαλασσοπόρους με το μελωδικό τους τραγούδι. Καλό μας ταξίδι λοιπόν στην ιστορία, στη γεωγραφία, στην επιστήμη, στις επικίνδυνες αποστολές και σ ένα σωρό πειράματα που έκαναν οι σοφοί στους ωκεανούς, στους λαβυρίνθους και στις μπανιέρες καλό μας ταξίδι στην αρχαία Ελλάδα μαζί με τρελούς επιστήμονες, άλογα φτερωτά, ανδρείους πολεμιστές και ιππότες των αιθέρων. Οι αρχαίοι Έλληνες χώνουν τη μύτη τους παντού και είναι παντοτινά μοντέρνοι. Αν σας αρέσουν οι ιστορίες με τους αρχαίους που έχουν μεγάλη μύτη, ίσως η Σώτη Τριανταφύλλου καταγράψει κι άλλες περιπέτειες διότι, από περιπέτειες άλλο τίποτα! 10
ΑΓΩΝΕΣ ΤΑΧΥΤΗΤΑΣ
Α Γ Ω Ν Ε Σ Τ Α Χ Υ Τ Η Τ Α Σ πρώτη κούρσα ταχύτητας χωρίς βοϊδάμαξες, χωρίς άρματα, χωρίς άλογα με αληθινά αυτοκίνητα που είχαν αληθινή μηχανή έγινε το 1894. Από τότε έχουν περάσει 120 χρόνια: εκείνη την εποχή ζούσε ο προπάππος και η προγιαγιά του παππού και της γιαγιάς. Έχει περάσει πολύς καιρός αλλά όχι όσος καιρός έχει περάσει από την αρχαιότητα έχει περάσει λιγότερος καιρός. Τα αυτοκίνητα ξεκίνησαν από το Παρίσι (δείτε τον χάρτη) και το τέρμα ήταν η πόλη Ρουέν (ξαναδείτε τον χάρτη) που βρισκόταν σε απόσταση 127 χιλιομέτρων από το Παρίσι. Λέω «βρισκόταν» κι όχι «βρίσκεται» επειδή τώρα ο δρόμος είναι, εκτός από πλατύτερος, πιο ίσιος τα χιλιόμετρα είναι λιγότερα. Τέλος πάντων, η διαδρομή Παρίσι-Ρουέν ήταν σαν να πηγαίνεις από την Αθήνα στη Λιβαδειά, ή από τη Θεσσαλονίκη στην Κατερίνη. Σ εκείνη την κούρσα ταχύτητας το «ράλι» όπως την ονόμασαν αργότε- 13
ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΧΩΝΟΥΝ ΤΗ ΜΥΤΗ ΤΟΥΣ ΠΑΝΤΟΥ (ΞΑΝΑ) ρα η μέση ταχύτητα ήταν 21 χιλιόμετρα την ώρα: σήμερα με 21 χιλιόμετρα την ώρα οδηγούν οι μπαμπάδες και οι μαμάδες μέσα στην πόλη όταν έχει πολλή κίνηση, κόκκινα φανάρια και μποτιλιαρίσματα. Τότε, το 1894, τα πρωτόγονα αυτοκίνητα κυλούσαν αργά και πάθαιναν ένα σωρό βλάβες: χάλαγε ο κινητήρας, έσπαζαν οι άξονες, έσκαγαν τα λάστιχα ή τα καύσιμα έπαιρναν φωτιά και τότε έπρεπε να τρέξεις για να σωθείς. Εξάλλου, οι δρόμοι δεν ήταν ακόμα ασφαλτοστρωμένοι κι είχαν πολλές στροφές. Σ εκείνη την κούρσα ταχύτητας στο «ράλι» γράφτηκαν 102 οδηγοί με 69 αυτοκίνητα (μερικοί είχαν και συνοδηγό για παρέα) από μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες όπως η Πεζό, η Πανάρ και η Ντε Ντιόν. Ανάμεσά τους ήταν ένας Γάλλος, ονόματι Ζουνό, που οδηγούσε ένα πολύχρωμο, φανταχτερό όχημα, πολύ γρήγορο για την εποχή του αλλά ασταθές: λίγα χιλιόμετρα έξω από το Παρίσι το αυτοκίνητο του Ζουνό αναποδογύρισε, σύρθηκε στον χωματόδρομο και χτύπησε σε τοίχο. Ο Ζουνό βγήκε από το όχημα αναμαλλιασμένος και μ ένα καρούμπαλο στο κεφάλι, βλαστημώντας τον ουρανό και τα σύννεφα. Ένας άλλος Γάλλος, ο Βαλεσόρ, οδηγούσε κάτι που θύμιζε δίφυλλη ντουλάπα κι ο τρίτος Γάλλος, ο 14
ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΧΩΝΟΥΝ ΤΗ ΜΥΤΗ ΤΟΥΣ ΠΑΝΤΟΥ (ΞΑΝΑ) Πεκάρ, που είχε μαζί του έναν Άραβα μηχανικό, οδηγούσε κάτι που θύμιζε τσαγερό. Ο Γερμανοαυστριακός εφευρέτης Ζίγκμουντ πήρε μέρος μ ένα μηχανοκίνητο δίτροχο, μ ένα είδος μοτοσικλέτας με την οποία καυχιόταν ότι είχε παραβγεί και νικήσει το γρηγορότερο άλογο στον κόσμο. Ένας άλλος Γερμανός, ονόματι Φρεντς, οδηγούσε τρίκυκλο (δυο μεγάλες ρόδες, μια μικρή) που διέθετε ένα πεντάλι με το οποίο ο Φρεντς ρύθμιζε την ταχύτητα τώρα το πεντάλι αυτό το λέμε γκάζι. Όταν το πατάς πολύ τρέχεις πολύ, όταν το πατάς λίγο τρέχεις λίγο. Μαζί του βρισκόταν η γυναίκα του η Ζέρτα, που δεν τον άφηνε στιγμή μοναχό του όχι μόνον επειδή τον αγαπούσε αλλά επειδή ήξερε περισσότερα για τις μηχανές απ ό,τι ο Φρεντς. Ο Φρεντς κρατούσε το τιμόνι και η Ζέρτα επισκεύαζε τις ζημιές του κινητήρα. Ήταν δηλαδή μηχανικός αυτοκινήτων. Δυο φορές στη διάρκεια της κούρσας η κυρία Ζέρτα ξάπλωσε ανάσκελα και χώθηκε κάτω από το αυτοκίνητο για να το φτιάξει τη μια φορά το φτιαξε, την άλλη όχι. Ένας τρίτος Γερμανός ήταν ο Μπίζελ, γνωστός σε όλους επειδή είχε κατασκευάσει έναν κινητήρα που έκαιγε πετρέλαιο. Το αυτοκίνητό του, μολονότι ισχυρό και ανθεκτικό, παραήταν βαρύ και δεν κατάφερνε 16
Α Γ Ω Ν Ε Σ Τ Α Χ Υ Τ Η Τ Α Σ να αναπτύξει ταχύτητα. Έτσι, ο Μπίζελ πήγαινε με σιγουριά και με όλους τους κανόνες ασφαλείας, πλην όμως αργά σαν σαλιγκάρι. Δεν μπορούσαν να λείπουν από την κούρσα οι Αμερικανοί: συμμετείχαν δυο δίδυμα αδέρφια που δεν μπορούσες να τα ξεχωρίσεις ο Καρλ και ο Χανκ, τα οποία είχαν φτιάξει ένα δυνατό αλλά υπερβολικά μακρουλό αυτoκίνητο με τέσσερις ρόδες που έμοιαζε με βαγόνι τρένου. Κοντολογίς, τα οχήματα που πήραν μέρος στην κούρσα είτε θύμιζαν βοϊδάμαξες, είτε άρματα με άλογα χωρίς όμως να έχουν ούτε βόδια ούτε 17
ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΧΩΝΟΥΝ ΤΗ ΜΥΤΗ ΤΟΥΣ ΠΑΝΤΟΥ (ΞΑΝΑ) άλογα, είτε έμοιαζαν με τρένα, ντουλάπες, τσαγερά και σαλιγκάρια. Από τη μακρινή Κίνα ήρθε ένας χαριτωμένος σχιστομάτης με το παράξενο όνομα Λουνγκσού Φαν, ο οποίος είχε επινοήσει ένα «ξύλινο πουλί» που πέταγε τρεις μέρες συνεχώς και δεν μπορούσε, είπε, να το προσγειώσει. Ο Έλληνας τον έλεγαν Αρχύτα, θα πούμε γι αυτόν παρακάτω κοιτούσε τον Κινέζο με απορία: «Μα» σκεφτόταν «το δύσκολο είναι να πετάξεις, όχι να μην πετάξεις!». Τελικά, ανέβηκε στον ουρανό ο δεύτερος Κινέζος που δήλωσε συμμετοχή στην κούρσα, και μ έναν υπερμεγέθη χαρταετό φτιαγμένο από μπαμπού και χαρτί (εφόσον ήταν χαρταετός) κατέβασε τον Λουνγκσού στο έδαφος. Οι δυο τους έτρεξαν στην κούρσα με το ξύλινο πουλί και τον χαρταετό δεμένα μαζί και εξοπλισμένα με ρόδες. Ο Αρχύτας ειρωνευόταν τους Κινέζους: «Πετάτε και δεν μπορείτε να προσγειωθείτε επειδή είστε ελαφρόμυαλοι!». Όταν ο Έλληνας Αρχύτας είδε το κινέζικο κατασκεύασμα του κατέβηκε μια ιδέα. Ο Αρχύτας ήταν από κείνους τους αρχαίους που, παρότι έχουν πεθάνει πριν από αιώνες, περιπλανιούνται στον κόσμο και κάνουν τα δικά τους. Καθώς ο κανονισμός του ράλι έγραφε «οχήματα χωρίς βόδια και άλογα», ο 18
πολυμήχανος Αρχύτας αποφάσισε να πάρει μέρος με μια ιπτάμενη μηχανή που θα άγγιζε λιγάκι το έδαφος αλλά αυτοκίνητο δεν θα μπορούσες να την πεις. Θα έτρεχε όμως περισσότερο από τα αυτοκίνητα! Ο Αρχύτας ήταν σοφός που ζούσε τον 4ο αιώνα π.χ. και είχε για πρότυπό του τον Δαίδαλο, τον σχεδιαστή και καλλιτέχνη του παλατιού της Κνωσού και πρωτοπόρο των πτήσεων. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο Δαίδαλος έφτιαξε ένα ζευγάρι φτερά για τον εαυτό του κι ένα για τον γιο του τον Ίκαρο προκειμένου να δραπετεύσουν από τον Λαβύρινθο. Στον Λαβύρινθο, στην Κρήτη, τους κρατούσε αιχμαλώτους ο βασιλιάς Μίνωας. Το ταξίδι ήταν σωτήριο για τον Δαίδαλο, αλλά όχι για τον Ίκαρο: ο Ίκαρος πέταξε πολύ κοντά στον 19
Α Γ Ω Ν Ε Σ Τ Α Χ Υ Τ Η Τ Α Σ ήλιο και τα φτερά του κάηκαν ή, από τη ζέστη του ήλιου, έλιωσε το κερί που τα κρατούσε ενωμένα. Ο Αρχύτας θαύμαζε λοιπόν τον Δαίδαλο (όχι και τόσο τον Ίκαρο που ήταν επιπόλαιος) και πίστευε ότι ο ήρωάς του είχε κατασκευάσει κινητά αγάλματα (κάτι σαν ρομπότ) που λειτουργούσαν με υδράργυρο για να φρουρούν τον Λαβύρινθο. Επίσης, ο Δαίδαλος είχε σκαρώσει μικρές ξύλινες αυτοκινούμενες κούκλες για να παίζουν τα παιδιά του βασιλιά Μίνωα. Λέγεται μάλιστα ότι μερικά από τα αγάλματα-ρομπότ που έφτιαχνε τα έδενε για να μην του φεύγουν και τα χάνει! Ο Αρχύτας αποφάσισε λοιπόν να επαναλάβει το πείραμα του Δαίδαλου και να νικήσει στην κούρσα των αυτοκινήτων με πονηριά. Θα οδηγούσε ένα ιπτάμενο αντικείμενο που, όπως είπαμε, θα έμοιαζε με αυτοκίνητο ώστε να κοροϊδέψει τους διοργανωτές της κούρσας και να φτάσει, μισοπετώντας, πρώτος στη Ρουέν. Το αντικείμενο του Αρχύτα έμοιαζε με περιστέρι. Είχε ρόδες για να ξεγελάει τους αυτοκινητιστές, στην πραγματικότητα όμως ήταν ένας μηχανισμός που κρεμόταν από μια τροχαλία κι από πάνω φούσκωνε ένα θεόρατο μπαλόνι. Οι Παριζιάνοι αξιωματούχοι και βιομήχανοι που κατέγραφαν τα ονόματα των 21
ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΧΩΝΟΥΝ ΤΗ ΜΥΤΗ ΤΟΥΣ ΠΑΝΤΟΥ (ΞΑΝΑ) διαγωνιζομένων και τους τύπους των αυτοκινήτων σημείωσαν δίπλα στο όνομα του Αρχύτα: «Μπαλονούχο τροχοφόρο μάρκας Μεγαλοπερίστερο, κατασκευής 390 π.χ.» έτσι, ο Αρχύτας ξεκίνησε αεράτος. Δεν είπε σε κανέναν ότι το μπαλόνι ήταν φτιαγμένο από εντόσθια γουρουνιού για να μην αηδιάσουν πάντως ήταν πανάλαφρο. Πετούσε χαμηλά με ύπουλο ύφος για να μην καταλάβουν οι υπόλοιποι ότι ταξίδευε με ιπτάμενη συσκευή κι όχι με αυτοκίνητο εδάφους. Πράγματι, έφτασε πάνω από τη Ρουέν πρώτος και καλύτερος, καθώς, στο μεταξύ, πολλά οχήματα είχαν χαλάσει, ενώ άλλα καθυστερούσαν επειδή στον δρόμο χιόνιζε κι άλλα επειδή ο οδηγός τσακωνόταν με τον συνοδηγό. Όμως η νίκη δεν ήταν εύκολη. Ο Αρχύτας, μολονότι βρισκόταν πάνω από την πόλη, δεν μπορούσε να κάνει το μηχάνημά του να σταθεί στο χώμα. Το μηχάνημα πετούσε απαλά με το φύσημα το ανέμου. Μιας και η επιστήμη τον πρόδιδε, ο Αρχύτας βάλθηκε να προσεύχεται στους θεούς που ήξεραν από πτήσεις κι από πονηριές: στην Αθηνά και στην Ήρα, που πετούσαν σύμφωνα με τη μυθολογία με ιπτάμενα άρματα τα οποία μάλιστα γίνονταν αόρατα στον Ερμή, που έτσι κι αλλιώς ήταν φτερωτός (εκτε- 22
Α Γ Ω Ν Ε Σ Τ Α Χ Υ Τ Η Τ Α Σ λούσε χρέη θεϊκού αγγελιοφόρου) στον Απόλλωνα, που τους χειμωνιάτικους μήνες άφηνε το Μαντείο των Δελφών και ταξίδευε σε κάποια χώρα πολύ βορειότερα με το άρμα του που το έσερναν κύκνοι. Ο Αρχύτας προσπαθούσε να καταλάβει γιατί το μηχάνημα είχε πάρει την ανηφόρα και δεν κατέβαινε στο έδαφος, αλλά δεν έβγαζε άκρη. Άρχισε κι αυτός, σαν τον Γάλλο νωρίτερα, να βλαστημάει τον ουρανό και τα σύννεφα. Δεν ήξερε ακόμα όσα θα ανακάλυπτε ο Αρχιμήδης, που θα εξηγούσε πώς και γιατί ορισμένα αντικείμενα όπως τα αερόστατα, τα αεροπλάνα, τα ελικόπτερα, τα πουλιά μένουν ψηλά στον αέρα κι όταν θέλεις τα κατεβάζεις στο έδαφος. Ο καημένος ο Αρχύτας φοβήθηκε ότι θα περνούσε τη ζωή του περιπλανώμενος πάνω από τη Ρουέν. Και σαν να μην έφτανε αυτό, θα τον έβλεπαν οι άνθρωποι από τη Γη και θα τον θεωρούσαν όραμα. Στο ράλι πρώτος και δεύτερος τερμάτισαν οι δυο Γάλλοι: έκαναν δυο μερόνυχτα να φτάσουν αλλά τερμάτισαν! Βέβαια, κυκλοφόρησαν φήμες ότι στο τέρμα δεν έφτασε ο Πεκάρ αλλά ο Άραβας μηχανικός, που δεν ήταν, είπαν, απλώς συνοδηγός αλλά που, στον δρόμο, είχε πάρει το τιμόνι. Πάντως το έπαθλο το πήρε ο Γάλλος. Ο Αρχύτας είχε μείνει να 23
αιωρείται στον ουρανό. Οι Γάλλοι και το πλήθος που γιόρταζε τη νίκη με σαμπάνια αναφώνησαν: «Οφθαλμαπάτη!», «Ιπτάμενος δίσκος!», «Εξωγήινοι!». Ο Αρχύτας κοιτούσε με απελπισία τη Γη: «Έχω γίνει θέαμα» μουρμούρισε. «Έχω γελοιοποηθεί». Οι Κινέζοι, που έφτασαν στη Ρουέν κατασκονισμένοι, κρυωμένοι λόγω του χιονιού και ταλαιπωρημένοι, κοιτούσαν κι αυτοί. Αλλά δεν ανέβηκαν με τον χαρταετό τους να τον παραλάβουν γιατί νόμισαν ότι ήταν αστέρι, και ο Άραβας είπε στοχαστικά ότι μάλλον επρόκειτο για ιπτάμενο χαλί. Καμιά φορά, όταν έχει ξαστεριά, στον ουρανό της Ρουέν διακρίνεται ο Αρχύτας με την ιπτάμενη συσκευή του. Κάπου κάπου κρυώνει λίγο εκεί πάνω άλλες φορές ζεσταίνεται. Κάθε χρόνο παρακολουθεί από ψηλά την κούρσα Παρίσι-Ρουέν ποιοι τερματίζουν, ποιοι όχι ποιοι κάνουν ζαβολιές, ποιοι όχι. 24
Ο Αρχύτας ο Ταραντίνος (428-347 π.χ.) ήταν φιλόσοφος από τον Τάραντα της νότιας Ιταλίας, που τότε ήταν ελληνική πόλη. Ήταν επίσης αστρονόμος, μαθηματικός και πολιτικός. Σύμφωνα με μαρτυρία του Φαβωρίνου, ιστορικού των αρχαίων παραδόσεων, ο Αρχύτας επινόησε και κατασκεύασε μια μη επανδρωμένη ιπτάμενη μηχανή, που την ονόμασε «πετομηχανή» ή «περιστερά». Ήταν το πρώτο αεριωθούμενο. Ο Δαίδαλος ήταν ήρωας της ελληνικής μυθολογίας. Είχε εργαστήρι γλυπτικής στην Αθήνα και ήταν ο πιο ξακουστός τεχνίτης της πόλης. Μάλιστα έλεγαν πως ήταν τέτοια η τέχνη του που τα αγάλματά του έμοιαζαν με αληθινά και ήταν έτοιμα να κουνηθούν. Ωστόσο, υπάρχει και ένα μελανό σημείο στη ζωή του Δαίδαλου. Στο εργαστήρι του μαθήτευε ο γιος της αδελφής του της Πέρδικας, ο Τάλως. Ο νεαρός ήταν
ευφυέστατος και είχε επινοήσει το πριόνι, ένα εργαλείο με δοντάκια για να κόβουμε ξύλα. Πολλοί Αθηναίοι κουτσομπόληδες διέσπειραν τότε τη φήμη πως ο ανιψιός του Δαιδάλου θα επισκίαζε σύντομα τον δάσκαλό του. Έτσι ο Δαίδαλος άρχισε να φθονεί τον Τάλω. Μια μέρα θείος και ανιψιός βρίσκονταν στην Ακρόπολη όταν συνέβη ένα τραγικό γεγονός: ο Τάλως παραπάτησε και γκρεμίστηκε από τα τείχη της. Ο Δαίδαλος, παρότι ήταν πολύ θλιμμένος γι αυτόν τον θάνατο, κατηγορήθηκε για τον φόνο του ανιψιού του, δικάστηκε και εξορίστηκε από την Αθήνα. Κατέφυγε στην Κρήτη όπου τον περίμεναν καινούριες περιπέτειες. Στην Κρήτη έφτιαξε ένα περίφημο ανάγλυφο προς τιμήν της Αριάδνης ένα ξύλινο ομοίωμα αγελάδας που του παράγγειλε η Πασιφάη, γυναίκα του βασιλιά Μίνωα καθώς και τον Λαβύρινθο μέσα στον οποίο ο βασιλιάς παγίδεψε τον Μινώταυρο. Όταν ο Μίνωας έπαψε να συμπαθεί τον Δαίδαλο, τον έκλεισε κι αυτόν στον Λαβύρινθο. Στην προσπάθειά του να δραπετεύσει από το νησί, ο Δαίδαλος επινόησε για τον ίδιο και τον γιο του τον Ίκαρο φτερούγες οι οποίες τους βοήθησαν να
πετάξουν και να ξεφύγουν από τον Μίνωα. Ο Δαίδαλος έφτασε σώος και αβλαβής στη Σικελία, αλλά ο Ίκαρος, παρακούοντας τις εντολές του πατέρα του, πλησίασε πολύ τον ήλιο και το κερί που συγκρατούσε τα φτερά του έλιωσε, με αποτέλεσμα να πνιγεί στη θάλασσα.